Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Σχετικά έγγραφα
«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Εικόνες: Eύα Καραντινού

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

Τα παραμύθια της τάξης μας!

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.


Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

ΜΕΡΟΣ Ι. Τυμπανιστής:

«Η ΣΕΛΗΝΟΜΟΡΦΗ» Πράσινη κλωστή κλωσμένη. στην ανέμη τυλιγμένη. δωσ της κλώτσο να γυρίσει. παραμύθι ν αρχίσει

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΞΩΤΙΚΩΝ. Ιστορίες από τη Σκωτία και την Ιρλανδία

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( ) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

Το παραμύθι της αγάπης

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

Η πορεία προς την Ανάσταση...

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μακρινό χωριό, στη Νανοχώρα, ζούσε ένας νάνος, ο Μαξ, με τον παπαγάλο του τον Σκάλι. Ο Μαξ ήταν πολύ λυπημένος, γιατί

«Ο βασιλιάς Φωτιάς, η Συννεφένια και η κόρη τους η Χιονένια

Η κλέφτρα των ονείρων Ο δράκος που άρπαξε την αγάπη Το ελιξίριο της ευτυχίας... 47

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Από τα παιδιά της Α 2 τάξης

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Κεφάλαιο 6 : Η μάχη της Ουάσιγκτον (Μέρος ΙΙI) Η μυστηριώδης γυναίκα! Το κόκκινο του θανάτου;

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Ο ον Κιχώτης και οι ανεµόµυλοι Μιγκέλ ντε Θερβάντες

Η πριγκίπισσα με τη χαρτοσακούλα

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

Η ιστορία του δάσους

Απόψε μες στο καπηλειό :: Τσιτσάνης Β. - Καβουράκης Θ. :: Αριθμός δίσκου: Kal-301.

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Η ΕΣΤΙΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ. Αφηγητής = Η φωνή Ποιος Μιλά; Εστιαστής = Τα μάτια Ποιος βλέπει;

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

qwφιertyuiopasdfghjklzxερυυξnmηq

«Η νίκη... πλησιάζει»

ΠΟΛΕΜΩΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΙΝΔΟ

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Ο Αϊ-Βασίλης και...το όνομα του παιδιού σας...

Η ιστορία του Φερδινάνδου Συγγραφέας: Μούνρω Λιφ. Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

Οι μουσικοί της Βρέμης. Αφού περπάτησε λίγη ώρα βρήκε στο δρόμο ξαπλωμένο ένα κυνηγόσκυλο να βαριανασαίνει.

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Κυριάκος Δ. Παπαδόπουλος ΑΠΟ ΦΤΕΡΟ ΚΙ ΑΠΟ ΦΩΣ

Ο χαρούμενος βυθός. Αφηγητής : Ένας όμορφος βυθός. που ήταν γαλαζοπράσινος χρυσός υπήρχε κάπου εδώ κοντά και ήταν γεμάτος όλος με χρυσόψαρα.

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

qwφιertyuiopasdfghjklzxερυυξnmηq σwω ψerβνtyuςiopasdρfghjklzx cvbn nmσγqwφertyuioσδφpγρa ηsόρ ωυdf ghjργklαzxcvbnβφδγωmζq wert

Απόψε (ξανα)ονειρεύτηκα

The best of A2 A3 A4. ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ, α Από το Α συμβούλιο των θεών με την Αθηνά στην Ιθάκη. ως τη μεταστροφή του Τηλέμαχου.

Προσπάθησα να τον τραβήξω, να παίξουμε στην άμμο με τα κουβαδάκια μου αλλά αρνήθηκε. Πιθανόν και να μην κατάλαβε τι του ζητούσα.

Η λεοπάρδαλη, η νυχτερίδα ή η κουκουβάγια βλέπουν πιο καλά μέσα στο απόλυτο σκοτάδι;

Εκμυστηρεύσεις. Πετρίδης Σωτήρης.

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

ΝΗΦΟΣ: Ένα λεπτό µόνο, να ξεµουδιάσω. Χαίροµαι που σε βλέπω. Μέρες τώρα θέλω κάτι να σου πω.

ασκάλες: Ριάνα Θεοδούλου Αγάθη Θεοδούλου

ΤΙ ΑΠΕΓΙΝΕ Ο ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑΣ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

Α Σ Τ Ε Ρ Η Σ. -Εσύ είσαι ο Άρχος γιατί είσαι δυνατός και τα φύλλα σου μοιάζουν με στέμμα

Ένας δράκος στην Ανάποδη Παραμυθοχώρα

Στο γραφείο της Δημάρχου κυρίας Μαυρίδη Μιλάει στο τηλέφωνο. Μπαίνει η γραμματέας του μ ένα τεράστιο ντοσιέ στο χέρι

ΒΟΚΑΚΚΙΟ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΚΑΗΜΕΡΟ

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

«Το δαμαλάκι με τα χρυσά πόδια»

ΤΟ ΓΙΟΡΝΑΝΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΡΟΥΦΑΛΛΑ

Ένα μήλο στην πλάτη ενός σκαντζόχοιρου

Ας µιλήσουµε Ελληνικά

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

Όσκαρ Ουάιλντ - Ο Ψαράς και η Ψυχή του

μη μου πεις! Εκπαιδευτήρια «Διονύσιος Σολωμός»

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

Transcript:

ΛIΛH ΛAMΠPEΛΛH Σειρά: Κι αν σου μιλώ με Παραμύθια... Η γυναίκα με τα χέρια από φως Εφτά παραμύθια σχέσης από την προφορική παράδοση

Τρεις τρίχες λύκου Ζούσε κάποτε, σ ένα μικρό χωριό, ένας άντρας και μια γυναίκα νιόπαντροι κι αγαπημένοι αληθινά. Όμως, πριν ακόμα σβήσει ο ήχος απ τα τραγούδια του γάμου, χτύπησαν οι καμπάνες για πόλεμο κι ο γαμπρός έφυγε μαζί με τ άλλα παλικάρια του χωριού, να πάει να πολεμήσει. Η γυναίκα τον περίμενε, μετρώντας τις μέρες και τις νύχτες και τις εποχές Τέσσερα χρόνια πέρασαν. Μια μέρα, άρχισαν πάλι να χτυπούν οι καμπάνες τούτη τη φορά για το τέλος του πολέμου. Κι όλοι ξεχύθηκαν στους δρόμους να γιορτάσουνε. Κι η γυναίκα έβαλε ένα κόκκινο φουστάνι, έχωσε κι ένα λουλούδι στα μαλ- 19

λιά κι έτρεξε ως τη δημοσιά. Κι εκεί, με σφιγμένη την καρδιά, κοιτούσε ως πέρα απ τον κάμπο, να δει αν ο άντρας της ήταν ανάμεσα στους ζωντανούς που είχαν την τύχη να γυρίζουν πίσω. Έξαφνα τον είδε, μες στο πλήθος. Του φώναξε από μακριά, όμως αυτός είχε το κεφάλι του σκυμμένο. Εκείνη έτρεξε, έτρεξε και χύθηκε πάνω του τον αγκάλιασε σα θάλασσα, σα μάνα, σα μικρό παιδί και σα γυναίκα νιόπαντρη. Αυτός, παγωμένος, στεγνός, αγέλαστος, σαν η φλόγα της ζωής να χε σβήσει στη ματιά του. Πήγαινε σπίτι, της είπε. Άσε με μένα, θα κοιμηθώ στο δάσος. Και χώθηκε στο δάσος σαν αγρίμι. Εκείνη γύρισε στο σπίτι κι έκλαψε, έκλαψε για ώρα πολλή Κοντά μεσάνυχτα, σκούπισε τα μάτια, τυλίχτηκε με μάλλινη μαντίλα, ξεμαντάλωσε την πόρτα και κίνησε να πάει να βρει τη γριά του χωριού που όλοι τη λέγαν μάισσα γιατί ήξερε να 20

λέει ξόρκια και συμβουλές, και να φτιάχνει μαντζούνια για όλα τα κακά. Η μάισσα ζούσε μονάχη σ ένα χαμηλό σπιτάκι, στην άκρη του χωριού. Σαν έφτασε η γυναίκα και χτύπησε την πόρτα: Μπες, άκουσε από μέσα, σαν η γριά να την περίμενε. Εκείνη μπήκε κι έπεσε στα γόνατα: Θεια, βοήθεια. Θέλω γιατρικό να γερέψω τον άντρα μου που πέτρωσε στον πόλεμο. Η γριά την κοίταξε από πάνω ως κάτω, με ήσυχη ματιά. Πες πως έγινε, της είπε. Αρκεί να τον ποτίσεις ένα μαντζούνι μαγικό που θα σου φτιάξω εγώ. Μόνο που πρέπει να ρίξω μέσα τρεις τρίχες λύκου και δεν τις έχω. Θα πρέπει να τις βρεις εσύ. Τρεις τρίχες λύκου; Πού θα της βρω, θεια; Α, αν θες να ζωντανέψει ο άντρας σου, θα τις βρεις. Και θυμήσου, κόρη μου. Ο λύκος πρέπει να ναι ζωντανός. 21

Αυτά είπε και σώπασε η γριά, απλώνοντας τα χέρια στη φωτιά. Κι η γυναίκα γύρισε σκυφτή στο σπίτι. Την άλλη μέρα, αχάραγα, πήρε ψωμί, νερό κι ένα χοιρομέρι καπνιστό, τυλίχτηκε σε μια κάπα και πήρε το μονοπάτι για τα βαθιά του δάσους. Περπάτησε, περπάτησε, ενώ ο ήλιος ανέβαινε κι ανέβαινε και μικραίναν οι σκιές, κι ύστερα, ο ήλιος πήρε να χαμηλώνει, και χαμήλωνε και μεγαλώναν οι σκιές, ώσπου έφτασε στο ξέφωτο που το λεγαν το ξέφωτο των λύκων. Σε μια πέτρα πλατιά στη μέση του ξέφωτου απόθεσε ένα κομμάτι από το κρέας. Ύστερα ανέβηκε πάνω σ ένα δέντρο και περίμενε. Μόλις πήρε να νυχτώνει, ακούστηκαν οι λύκοι που αλυχτούσαν. Γύρω στα μεσάνυχτα, η γυναίκα είδε μια μαύρη σκιά να πλησιάζει. Έφτασε στην πέτρα, μύρισε το κρέας, κοίταξε δεξιά ζερβά, το πήρε 22

κι έφυγε. Η γυναίκα βάλθηκε να τραγουδά κι ένιωθε πως εκεί κοντά, κάτω από τα πόδια της, μια σκοτεινή μορφή έτρωγε κρέας και την άκουγε. Την άλλη μέρα, έβαλε πάλι η γυναίκα ένα κομμάτι κρέας πάνω στην πέτρα κι ύστερα, κρυμμένη πίσω απ τους πυκνούς θάμνους, περίμενε να νυχτώσει. Κι ήρθε πάλι θεόρατη η μαύρη σκιά, πήρε το κρέας κι αφουγκράστηκε. Τότε αυτή ξανάπιασε το τραγούδι κι η σκιά έμεινε εκεί, στην καρδιά του ξέφωτου. Έφαγε το κρέας, όμως δεν έφυγε. Έμεινε στο ξέφωτο σε απόσταση ανάσας από τη γυναίκα κι άκουγε όλη τη νύχτα. Με το πρώτο φως, χάθηκε μαζί με τις άλλες σκιές. Την τρίτη μέρα, η γυναίκα έβαλε το τελευταίο κομμάτι από το κρέας πάνω στην πέτρα κι ύστερα στάθηκε δίπλα εκεί δεν πήγε να κρυφτεί. Σα νύχτωσε, ένιωσε τη μυρωδιά του ζώου που πλησίαζε. Σαν ήρθε δίπλα της, γύρισε και το κοίταξε μέσα στα κόκκινά του μάτια. Του είπε: 23

Δεν έχω άλλο κρέας να σου δώσω. Αυτό είναι το τελευταίο. Γι αυτό θα φύγω. Όμως, πριν φύγω, μια χάρη σου ζητώ. Τρεις τρίχες απ το τρίχωμά σου, να φτιάξω γιατρικό για να μερέψει ο άντρας μου. Τέσσερα χρόνια τον περίμενα κι αυτός γύρισε πίσω αλλιώτικος, αγριεμένος απ τον τρόμο του πολέμου πετρωμένος. Γυναίκα, τρεις μέρες κρέας για τρεις τρίχες απ το τρίχωμά μου, μοιάζει το δίκιο να ναι με το μέρος σου. Πάρ τες, όμως μη φεύγεις. Μείνε και τούτη τη νύχτα και τραγούδα. Και το τεράστιο ζώο ξαπλώθηκε στα πόδια της. Η γυναίκα το χάιδεψε. Τράβηξε τις τρεις τρίχες, ενώ του τραγουδούσε. Κι ύστερα συνέχισε να τραγουδά ως λίγο πριν χαράξει. Με το πρώτο αχνό φως, ο λύκος πήρε το μονοπάτι του βουνού κι η γυναίκα το μονοπάτι του χωριού, σφίγγοντας στον κόρφο της τις τρίχες για το γιατρικό της. Πήγε γραμμή στην καλύβα της γριάς. 24

Θεια, έφερα τις τρίχες. Φτιάξε μου το μαντζούνι. Για δώσ τες μου να δω αν πραγματικά είναι από λύκο, είπε η γριά κι άπλωσε το χέρι. Τις πήρε, τις κοίταξε στο θάμπος της φωτιάς κι είπε: Ναι, από λύκο είναι. Κι ύστερα, τις φύσηξε μέσα στη φωτιά. Θεια, τι έκανες, θεια; Τώρα, πώς θα ζωντανέψει ο άντρας μου; Κυρά μου, μονάχα εσύ μπορείς να τον γιατρέψεις. Εσύ μέρεψες λύκο κι έναν άντρα δε θα μπορέσεις να μερέψεις; Τώρα, ξέρεις πώς γίνεται. Τράβα και κάμε αυτό που ξέρεις. Η γυναίκα γύρισε στο σπίτι, άναψε τη φωτιά κι έβαλε πάνω το τσουκάλι. Δεν πέρασαν τρεις μέρες, κι ο άντρας της ζωντάνεψε στην αγκαλιά της Και ζήσανε καλά 25