ΛIΛH ΛAMΠPEΛΛH Σειρά: Κι αν σου μιλώ με Παραμύθια... Η γυναίκα με τα χέρια από φως Εφτά παραμύθια σχέσης από την προφορική παράδοση
Τρεις τρίχες λύκου Ζούσε κάποτε, σ ένα μικρό χωριό, ένας άντρας και μια γυναίκα νιόπαντροι κι αγαπημένοι αληθινά. Όμως, πριν ακόμα σβήσει ο ήχος απ τα τραγούδια του γάμου, χτύπησαν οι καμπάνες για πόλεμο κι ο γαμπρός έφυγε μαζί με τ άλλα παλικάρια του χωριού, να πάει να πολεμήσει. Η γυναίκα τον περίμενε, μετρώντας τις μέρες και τις νύχτες και τις εποχές Τέσσερα χρόνια πέρασαν. Μια μέρα, άρχισαν πάλι να χτυπούν οι καμπάνες τούτη τη φορά για το τέλος του πολέμου. Κι όλοι ξεχύθηκαν στους δρόμους να γιορτάσουνε. Κι η γυναίκα έβαλε ένα κόκκινο φουστάνι, έχωσε κι ένα λουλούδι στα μαλ- 19
λιά κι έτρεξε ως τη δημοσιά. Κι εκεί, με σφιγμένη την καρδιά, κοιτούσε ως πέρα απ τον κάμπο, να δει αν ο άντρας της ήταν ανάμεσα στους ζωντανούς που είχαν την τύχη να γυρίζουν πίσω. Έξαφνα τον είδε, μες στο πλήθος. Του φώναξε από μακριά, όμως αυτός είχε το κεφάλι του σκυμμένο. Εκείνη έτρεξε, έτρεξε και χύθηκε πάνω του τον αγκάλιασε σα θάλασσα, σα μάνα, σα μικρό παιδί και σα γυναίκα νιόπαντρη. Αυτός, παγωμένος, στεγνός, αγέλαστος, σαν η φλόγα της ζωής να χε σβήσει στη ματιά του. Πήγαινε σπίτι, της είπε. Άσε με μένα, θα κοιμηθώ στο δάσος. Και χώθηκε στο δάσος σαν αγρίμι. Εκείνη γύρισε στο σπίτι κι έκλαψε, έκλαψε για ώρα πολλή Κοντά μεσάνυχτα, σκούπισε τα μάτια, τυλίχτηκε με μάλλινη μαντίλα, ξεμαντάλωσε την πόρτα και κίνησε να πάει να βρει τη γριά του χωριού που όλοι τη λέγαν μάισσα γιατί ήξερε να 20
λέει ξόρκια και συμβουλές, και να φτιάχνει μαντζούνια για όλα τα κακά. Η μάισσα ζούσε μονάχη σ ένα χαμηλό σπιτάκι, στην άκρη του χωριού. Σαν έφτασε η γυναίκα και χτύπησε την πόρτα: Μπες, άκουσε από μέσα, σαν η γριά να την περίμενε. Εκείνη μπήκε κι έπεσε στα γόνατα: Θεια, βοήθεια. Θέλω γιατρικό να γερέψω τον άντρα μου που πέτρωσε στον πόλεμο. Η γριά την κοίταξε από πάνω ως κάτω, με ήσυχη ματιά. Πες πως έγινε, της είπε. Αρκεί να τον ποτίσεις ένα μαντζούνι μαγικό που θα σου φτιάξω εγώ. Μόνο που πρέπει να ρίξω μέσα τρεις τρίχες λύκου και δεν τις έχω. Θα πρέπει να τις βρεις εσύ. Τρεις τρίχες λύκου; Πού θα της βρω, θεια; Α, αν θες να ζωντανέψει ο άντρας σου, θα τις βρεις. Και θυμήσου, κόρη μου. Ο λύκος πρέπει να ναι ζωντανός. 21
Αυτά είπε και σώπασε η γριά, απλώνοντας τα χέρια στη φωτιά. Κι η γυναίκα γύρισε σκυφτή στο σπίτι. Την άλλη μέρα, αχάραγα, πήρε ψωμί, νερό κι ένα χοιρομέρι καπνιστό, τυλίχτηκε σε μια κάπα και πήρε το μονοπάτι για τα βαθιά του δάσους. Περπάτησε, περπάτησε, ενώ ο ήλιος ανέβαινε κι ανέβαινε και μικραίναν οι σκιές, κι ύστερα, ο ήλιος πήρε να χαμηλώνει, και χαμήλωνε και μεγαλώναν οι σκιές, ώσπου έφτασε στο ξέφωτο που το λεγαν το ξέφωτο των λύκων. Σε μια πέτρα πλατιά στη μέση του ξέφωτου απόθεσε ένα κομμάτι από το κρέας. Ύστερα ανέβηκε πάνω σ ένα δέντρο και περίμενε. Μόλις πήρε να νυχτώνει, ακούστηκαν οι λύκοι που αλυχτούσαν. Γύρω στα μεσάνυχτα, η γυναίκα είδε μια μαύρη σκιά να πλησιάζει. Έφτασε στην πέτρα, μύρισε το κρέας, κοίταξε δεξιά ζερβά, το πήρε 22
κι έφυγε. Η γυναίκα βάλθηκε να τραγουδά κι ένιωθε πως εκεί κοντά, κάτω από τα πόδια της, μια σκοτεινή μορφή έτρωγε κρέας και την άκουγε. Την άλλη μέρα, έβαλε πάλι η γυναίκα ένα κομμάτι κρέας πάνω στην πέτρα κι ύστερα, κρυμμένη πίσω απ τους πυκνούς θάμνους, περίμενε να νυχτώσει. Κι ήρθε πάλι θεόρατη η μαύρη σκιά, πήρε το κρέας κι αφουγκράστηκε. Τότε αυτή ξανάπιασε το τραγούδι κι η σκιά έμεινε εκεί, στην καρδιά του ξέφωτου. Έφαγε το κρέας, όμως δεν έφυγε. Έμεινε στο ξέφωτο σε απόσταση ανάσας από τη γυναίκα κι άκουγε όλη τη νύχτα. Με το πρώτο φως, χάθηκε μαζί με τις άλλες σκιές. Την τρίτη μέρα, η γυναίκα έβαλε το τελευταίο κομμάτι από το κρέας πάνω στην πέτρα κι ύστερα στάθηκε δίπλα εκεί δεν πήγε να κρυφτεί. Σα νύχτωσε, ένιωσε τη μυρωδιά του ζώου που πλησίαζε. Σαν ήρθε δίπλα της, γύρισε και το κοίταξε μέσα στα κόκκινά του μάτια. Του είπε: 23
Δεν έχω άλλο κρέας να σου δώσω. Αυτό είναι το τελευταίο. Γι αυτό θα φύγω. Όμως, πριν φύγω, μια χάρη σου ζητώ. Τρεις τρίχες απ το τρίχωμά σου, να φτιάξω γιατρικό για να μερέψει ο άντρας μου. Τέσσερα χρόνια τον περίμενα κι αυτός γύρισε πίσω αλλιώτικος, αγριεμένος απ τον τρόμο του πολέμου πετρωμένος. Γυναίκα, τρεις μέρες κρέας για τρεις τρίχες απ το τρίχωμά μου, μοιάζει το δίκιο να ναι με το μέρος σου. Πάρ τες, όμως μη φεύγεις. Μείνε και τούτη τη νύχτα και τραγούδα. Και το τεράστιο ζώο ξαπλώθηκε στα πόδια της. Η γυναίκα το χάιδεψε. Τράβηξε τις τρεις τρίχες, ενώ του τραγουδούσε. Κι ύστερα συνέχισε να τραγουδά ως λίγο πριν χαράξει. Με το πρώτο αχνό φως, ο λύκος πήρε το μονοπάτι του βουνού κι η γυναίκα το μονοπάτι του χωριού, σφίγγοντας στον κόρφο της τις τρίχες για το γιατρικό της. Πήγε γραμμή στην καλύβα της γριάς. 24
Θεια, έφερα τις τρίχες. Φτιάξε μου το μαντζούνι. Για δώσ τες μου να δω αν πραγματικά είναι από λύκο, είπε η γριά κι άπλωσε το χέρι. Τις πήρε, τις κοίταξε στο θάμπος της φωτιάς κι είπε: Ναι, από λύκο είναι. Κι ύστερα, τις φύσηξε μέσα στη φωτιά. Θεια, τι έκανες, θεια; Τώρα, πώς θα ζωντανέψει ο άντρας μου; Κυρά μου, μονάχα εσύ μπορείς να τον γιατρέψεις. Εσύ μέρεψες λύκο κι έναν άντρα δε θα μπορέσεις να μερέψεις; Τώρα, ξέρεις πώς γίνεται. Τράβα και κάμε αυτό που ξέρεις. Η γυναίκα γύρισε στο σπίτι, άναψε τη φωτιά κι έβαλε πάνω το τσουκάλι. Δεν πέρασαν τρεις μέρες, κι ο άντρας της ζωντάνεψε στην αγκαλιά της Και ζήσανε καλά 25