ΟΠΕΚ 22/01/2014 << Με έργα αμφισβητούμε την κατοχή! ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΥΠΡΟ>> Το θέμα του Περιουσιακού μέσα στο πλέγμα των οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων που επισώρευσε στους εκτοπισθέντες η Τουρκική εισβολή, αποτελεί ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα τα οποία είναι όλα αυτά τα 40 χρόνια ζωντανά στη σκέψη και στη ζωή τους. Το θέμα αυτό μεταφέρεται άλυτο από τους γονείς στα παιδιά και στα εγγόνια. Δεν έχει αντιμετωπισθεί από τη πολιτεία και αναμένεται από τον κάθε ένα ιδιοκτήτη να τα βγάλει πέρα μόνος του, χωρίς καμία βοήθεια, ούτε οικονομική ούτε άλλης μορφής, όπως για παράδειγμα αποζημίωση από το κράτος, είτε νομική υποστήριξη για να διεκδικήσουν οι ιδιοκτήτες τα δίκαια και δικαιώματα τους μέσω των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων, είτε μέσω άλλων Διεθνών Οργανισμών. Η διάσταση του θέματος των περιουσιών που παρέμειναν στα κατεχόμενα είναι τόσο σοβαρή, που έπρεπε να αποτελέσει πολύ σύντομα μετά την εισβολή ένα από τα κυριότερα θέματα για τα οποία έπρεπε να καθοριστεί μια Κυβερνητική Πολιτική η οποία θα ακολουθείτο από όλες τις μετέπειτα Κυβερνήσεις, ώστε να προστατευτούν στο μέτρο του δυνατού όλες οι κατεχόμενες περιουσίες, και να καθοδηγηθούν οι ιδιοκτήτες ως προς τις ενέργειες τους και τα διάφορα νομικά η άλλα μέτρα που θα έπρεπε συντονισμένα και οργανωμένα να μπορούσαν να λάβουν. Όσον αφορά τις Τουρκοκυπριακές Περιουσίες που παρέμειναν στις ελεύθερες Περιοχές, δημιουργήσαμε νομοθεσία για να προστατευθούν μέσω του Κηδεμόνα, (Υπουργείο Εσωτερικών) ενώ αφήσαμε εντελώς απροστάτευτες τις κατεχόμενες περιουσίες μας και τους ιδιοκτήτες τους. 1
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι οι περιουσίες αυτές, ενώ είναι οι πλείστες ιδιωτικής ιδιοκτησίας, πέρα από ένα ποσοστό που είναι Κρατικής ιδιοκτησίας, είναι ένας εθνικός πλούτος ο οποίος παρέμενε ανεκμετάλλευτος και αφέθη στο έλεος της καταπάτησης και παράνομης ανάπτυξης από τους Τουρκοκύπριους και την Παράνομη Τουρκοκυπριακή Διοίκηση. Μια άλλη διάσταση του προβλήματος του Περιουσιακού είναι ότι το ίδιο το Κράτος δεν έλαβε σωστά υπόψη την αδικία που επροκαλείτο σε ένα μερίδιο του Κυπριακού λαού που είχαν την ατυχία να χάσουν τα σπίτια και τις περιουσίες τους από την Τουρκική εισβολή, ενώ την ίδια στιγμή ο υπόλοιπος πληθυσμός που δεν έχασε τίποτα από τα περιουσιακά του στοιχεία δεν εκλήθη να συμβάλει στη κατανομή των οικονομικών βαρών που προκάλεσε η Τουρκική Εισβολή. Στην πραγματικότητα δημιουργήσαμε τότε στην Κύπρο Τυχερούς και Άτυχους με την επιβεβαίωση στις Αρχές Δεκεμβρίου 1974 από τον Πρόεδρο Μακάριο. Σε συνάντηση του Διοικητικού Συμβουλίου του Επιμελητηρίου Αμμοχώστου, κατά την οποία το Επιμελητήριο εισηγήθηκε τη δίκαιη κατανομή των βαρών όπως αναφέρω πιο πάνω, η εισήγηση δεν έγινε αποδεχτή από τον Μακάριο, λέγοντας ότι δεν είναι ορθό να κληθούν να εισφέρουν στα βάρη οι πολίτες των περιοχών που δεν κατέλαβαν τα Τουρκικά στρατεύματα. Έτσι η κατάταξη των Πολιτών σε Τυχερούς και Άτυχους έμεινε μέχρι σήμερα και οι Άτυχοι εκτοπισθέντες δεν γνωρίζουν τι θα γίνει με τις περιουσίες τους και εξακολουθούν να είναι έρμαια των ορέξεων των κατακτητών. Την ίδια στιγμή οι Τυχεροί που δεν έχασαν τις περιουσίες τους ωφελήθηκαν από την ανάπτυξη των περιουσιών τους και τη σημαντική αύξηση της αξίας τους και την ίδια στιγμή οι περιουσίες τους όλα αυτά τα χρόνια παρήγαγαν εισοδήματα και είχαν όφελος από τη εκμετάλλευση όλων των περιουσιακών τους στοιχείων. Εδώ επιτρέψετε μου να αναφέρω ότι πολλοί από τους συμπατριώτες μας που δεν έχουν υποστεί τις ζημιές της Τουρκικής εισβολής και δεν έχασαν 2
οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία δεν αντιλαμβάνονται πώς νοιώθει κάποιος ο οποίος έχασε το σπίτι του και όλα τα υπάρχοντα του και ξεκίνησε από μηδενική βάση μετά τη καταστροφή του 1974. Τοποθετούνται όμως για τα θέματα των κατεχομένων περιοχών, είτε γενικότερα των προσφυγικών προβλημάτων, με τρόπο που είναι εντελώς μακριά από τη πραγματικότητα, και σε πολλές περιπτώσεις παρουσιάζονται ως ειδικοί, χωρίς να έχουν αντίληψη της ουσίας των προβλημάτων. Κατά κακή μας τύχη αυτή η συμπεριφορά και νοοτροπία υπάρχει και μεταξύ πολιτικών οι οποίοι δυστυχώς συμβάλλουν στη διαμόρφωση πολιτικών θέσεων που δεν εξυπηρετούν τη σωστή διαχείριση του εθνικού μας θέματος. Επανερχόμενος στην ουσία του περιουσιακού, είναι γνωστό ότι στις πρώτες τρεις δεκαετίες μετά την εισβολή πολλοί ιδιοκτήτες προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με αίτημα την αποζημίωση για την απώλεια χρήσης των περιουσιών τους, η/και τη επιστροφή των περιουσιών τους η/και τη κατεδάφιση οικοδομών που κτίσθηκαν παράνομα στις περιουσίες τους, (παράδειγμα η υπόθεση ORAMS). Είναι αλήθεια ότι οι διαδικασίες στο ΕΔΑΔ ήταν τόσο δαπανηρές όσο και χρονοβόρες, όμως οι πρώτες αποφάσεις ήταν αρκετά ικανοποιητικές για τους αιτητές. Αυτή η εξέλιξη ενεθάρρυνε πολύ περισσότερους ιδιοκτήτες να προσφύγουν στο ΕΔΑΔ. Ως συνέπεια το Δικαστήριο είχε τόσες πολλές προσφυγές που έκρινε ότι ήταν αδύνατο να τις χειρισθεί. Η μόνη περίπτωση που εγώ γνωρίζω ότι κατεβλήθησαν χρήματα από τη Τουρκία ήταν η υπόθεση της Κας Τιτίνας Λοϊζίδου. Για πολλές άλλες υποθέσεις που επιδικάσθηκαν αποζημιώσεις από το ΕΔΑΔ πριν χρόνια, μέχρι της στιγμής δεν έχουν καταβληθεί οποιαδήποτε ποσά από την Τουρκική Κυβέρνηση, χωρίς να μπορεί η δική μας Κυβέρνηση να πιέσει για τη συμμόρφωση της εκτέλεσης των αποφάσεων. 3
Μετά από την πιο πάνω εξέλιξη, το ΕΔΑΔ αποφάσισε να δεχθεί ως κατάλληλο ένδικο μέσο την Τ/Κ Επιτροπή Αποζημιώσεων (IPC) την οποία δημιούργησε η Τουρκία. Κάλεσε δε τους ενδιαφερόμενους να αποτείνονται στη εν λόγω επιτροπή και εφόσον δεν ικανοποιηθούν, αφού ακολουθήσουν τη διαδικασία της επιτροπής, τότε μόνο να προσφύγουν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν υπήρχε άλλη οδός από την Επιτροπή, που θεωρήθηκε η νόμιμη οδός που έπρεπε να ακολουθηθεί όταν οι ταλαιπωρημένοι ιδιοκτήτες ήθελαν να διεκδικήσουν τα δίκαια τους. Δυστυχώς η Κυβέρνηση μας δεν κατόρθωσε να αποτρέψει την εξέλιξη αυτή και ταυτόχρονα, όπως και στο παρελθόν, δεν έδωσε οποιαδήποτε κατεύθυνση ή θεραπεία σε όσους είχαν οικονομικές υποχρεώσεις. Έτσι οι αιτήσεις στην Επιτροπή υπεβλήθησαν σε μεγάλους αριθμούς που έφθασαν περίπου σε αριθμό πέραν των 5000. Με αυτά τα δεδομένα κατά τη άποψη μου δεν έχει κανένας δικαίωμα, ούτε η Κυβέρνηση ούτε και η Βουλή να κατηγορήσει αυτούς τους ιδιοκτήτες όταν διεκδικούν τα ανθρώπινα δικαιώματα τους τα οποία το Κράτος δεν μπόρεσε να τους τα προστατεύσει. Κανένας δεν θα ήθελε να ταλαιπωρηθεί και να μπει στη διαδικασία της προσφυγής στην Επιτροπή και να ξεπουλήσει τις περιουσίες του στην Τουρκία, εάν είχε μια έστω μικρή στήριξη από το δικό του Κράτος. Είναι τουλάχιστο ύβρις να κατηγορούνται αυτοί οι άνθρωποι ως Προδότες, διότι λόγω προβλημάτων οικονομικών, ή έστω λόγω της ανάγκης τους να διεκδικήσουν τα ανθρώπινα δικαιώματα τους, υποχρεώθηκαν να προσφύγουν στην εν λόγω Επιτροπή. Πριν κλείσω την παρουσίαση μου και επειδή το θέμα του Περιουσιακού είναι άμεσα συνδεδεμένο με τη ζωή μας και η οποιαδήποτε οριστική ρύθμιση του εξαρτάται απόλυτα από τη λύση του μεγάλου Κυπριακού Προβλήματος, 4
επιτρέψετε μου να αναφερθώ σε συντομία στα διάφορα στάδια και τις αποτυχημένες προσπάθειες που έγιναν για τη λύση του. Η πρώτη ευκαιρία ήταν το Άγγλο Αμερικανο-Καναδικό Σχέδιο το 1978. Ακολούθησαν άλλες ευκαιρίες το 1981, το 1985 το 1992 και το αποκορύφωμα ήταν η υποβολή του Σχεδίου των Ηνωμένων Εθνών το 2002 με Γενικό Γραμματέα τον Kofi Annan. Το Σχέδιο τούτο το ενέκρινε ομοφώνα το Συμβούλιο Ασφάλειας (ψήφισμα 1475), το ενέκρινε επίσης με συντριπτική πλειοψηφία το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ενεκρίθη επίσης από τη Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως επίσης και από την Ελλάδα. Κατόπιν αρκετών συζητήσεων, εμείς στη Κύπρο το απορρίψαμε με το δημοψήφισμα της 24 ης Απριλίου το 2004. Με βάση το Σχέδιο αυτό θα είχαμε επιστροφή.: α. Της Αμμοχώστου στη μεγαλύτερη της έκταση. β. Της Μόρφου γ. 80 περίπου χωριών, δ. 100 περίπου χιλιάδες πρόσφυγες θα επέστρεφαν στις πατρογονικές τους εστίες. Με βάση το Σχέδιο Αννάν το μεγαλύτερο μέρος των περιουσιών των προσφύγων θα επεστρέφετο. Όσον αφορά τις υπόλοιπες περιουσίες θα λειτουργούσε Διεθνής Επιτροπή Περιουσιών, η οποία θα αποφάσιζε για το ύψος των Αποζημιώσεων για εκείνες τις Περιουσίες που δεν θα επιστρέφονταν, όπως επίσης και για άλλα σχετικά θέματα. Μέχρι το 2004 η ανάπτυξη σε Ελληνοκυπριακές Περιουσίες στα κατεχόμενα ήταν πολύ περιορισμένη. Η μεγάλη εκμετάλλευση των Ε/Κ περιουσιών έγινε μετά τη απόρριψη του Σχεδίου Ανάν. Επειδή είχα επισκέψεις στα Κατεχόμενα πριν και μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων σε διαφορές περιοχές, μπορώ σοβαρά και υπεύθυνα να πω ότι ποσοστό 80% της συνολικής παράνομης ανάπτυξης που υπάρχει σήμερα στα κατεχόμενα, έγινε μετά το 2004. 5
Χωρίς να θέλω να ασχοληθώ με τους λόγους για τους όποιους με πλειοψηφία 76% απερρίφθη από το λαό το Σχέδιο Αννάν, παρόλο ότι έχω άποψη, εν τούτοις δεν μπορώ παρά να τονίσω τις τρομερές συνέπειες που η απόφαση αυτή επέφερε, κατά κύριο λόγο στους εκτοπισθέντες, όπως πιο κάτω: Α. Αποστέρηση της ευκαιρίας σε ένα μεγάλο ποσοστό του Κυπριακού λαού να επιστρέψει στα σπίτια και τις περιουσίες του. Β. Τεράστια οικονομική ζημιά στο Σύνολο του Κυπριακού Λαού διότι του στερήθηκε ο τεράστιος πλούτος της αξίας των περιουσιών που παρέμειναν στο έλεος των Τουρκοκυπρίων. Γ. Ανισότητα ανάμεσα στο λαό της Κύπρου και ανισορροπία στις ευκαιρίες ανάπτυξης μεταξύ των πληγέντων και των μη πληγέντων. Δ. Απώλεια μέρους των εδαφών μας, τα οποία πωλούνται σήμερα μέσω της Επιτροπής Αποζημιώσεων στον κατακτητή, με τις ευλογίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την αδυναμία του κράτους μας να σταματήσει την ίδρυση της Επιτροπής.. Οι ηγέτες της συγκυβέρνησης όφειλαν τότε να ζητήσουν ένα μεγάλο ΣΥΓΝΩΜΗ από τους πρόσφυγες που θα επέστρεφαν στις πατρογονικές τους εστίες και τους αποστέρησαν το Ανθρώπινο Δικαίωμα της επιστροφής στις εστίες τους και της κατοχής της Περιουσίας τους, χωρίς να προσφέρουν οποιεσδήποτε εναλλακτικές διεξόδους. 1 ον ο Πρόεδρος Παπαδόπουλος με την αρνητική τοποθέτηση του πάνω στο Σχέδιο και την καθοδήγηση του κόσμου προς το ΟΧΙ. 2 ον ο Γενικός Γραμματέας του ΑΚΕΛ κος Δημήτρης Χριστόφιας που είπε το αμίμητο «Να ψηφίσουμε ΟΧΙ για να τσιμεντώσουμε το ΝΑΙ», καλώντας τους ψηφοφόρους του κόμματος του προς το ΟΧΙ. Από το 2004 μέχρι σήμερα έχουν χαθεί 10 σχεδόν χρόνια χωρίς να γίνει κάποια σοβαρή προσπάθεια για τη λύση και δυστυχώς ο χρόνος παρέρχεται άγονος, η διχοτόμηση βαθαίνει και δεν βλέπουμε ενέργειες που να στηρίζονται πάνω σε 6
ρεαλιστικά δεδομένα, παρά μόνο ότι οι πολιτικοί μας συναγωνίζονται σε πατριωτικές και εθνικές εξάρσεις, οι οποίες κάθε άλλο παρά βοηθούν στη λύση και επανένωση της πατρίδας μας. Τελειώνοντας, θα μπορούσα να παρατηρήσω ότι, αφού η κυβερνητική πολιτική για το κυπριακό ήταν ο μακροχρόνιος αγώνας, το κράτος θα έπρεπε να αναλάβει τις ευθύνες του, καθοδηγώντας τους πολίτες στην πορεία αυτή και στηρίζοντας τους, ώστε να μην εξαρτάται η έκβαση του περιουσιακού θέματος από την οικονομική ανάγκη του κάθε πρόσφυγα, ή από την προσωπική κρίση του καθενός μέσα στο συνονθύλευμα δηλώσεων και τοποθετήσεων που ακούγονταν από κάθε κατεύθυνση. Κλείνοντας θα προτείνω στους πολιτικούς μας που είναι στο Εθνικό Συμβούλιο να κάμουν μια περιοδεία στα κατεχόμενα για να αντιληφθούν την κατάσταση που επικρατεί σήμερα. Πιστεύω ότι δεν μπορεί κάποιος να έχει βάσιμη άποψη πάνω σε σοβαρά θέματα που έχουν σχέση με το πολιτικό μας μέλλον, όταν δεν έχει άμεση γνώση από πρώτο χέρι. 7