ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Μεταπτυχιακό Τμήμα Τομέας Αστικού, Αστικού Δικονομικού και Εργατικού Δικαίου Γ έτος-διπλωματική Διπλωματική Εργασία στο Αστικό Δικονομικό Δίκαιο: «Η κατάταξη των εργατικών απαιτήσεων στην αναγκαστική εκτέλεση - 975 αρ.3 ΚΠολΔ» Παπαδοπούλου Αναστασία Επιβλέπων καθηγητής: Αρβανιτάκης Πάρις ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2008
Περιεχόμενα -ΕΙΣΑΓΩΓΗ Α. Η ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΣΤΟΝ ΚΠΟΛΔ...σ.4 Β. Ο ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΚΠΟΛΔ: ΚΥΡΙΑ ΠΡΑΞΗ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ...σ.5 -ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι: Η ΔΙΑΝΟΜΗ ΤΟΥ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΑΤΟΣ - ΤΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΚΠΟΛΔ Α. ΔΙΑΝΟΜΗ ΤΟΥ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΑΤΟΣ-ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ...σ.7 Β. ΤΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΔΙΑΝΟΜΗΣ ΤΟΥ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΑΤΟΣ -ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΕΠΙ- ΣΚΟΠΗΣΗ...σ.8 Γ. Η ΔΙΑΝΟΜΗ ΟΤΑΝ ΕΠΑΡΚΕΙ ΤΟ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΑ...σ.11 Δ. Η ΔΙΑΝΟΜΗ ΟΤΑΝ ΤΟ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝΕΠΑΡΚΕΣ...σ.13 1. Ο πίνακας κατάταξης...σ.13 2. Οι αρχές κατάταξης των δανειστών...σ.15 3. Περί των προνομίων επιμέρους ζητήματα...σ.20 -ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ: ΤΑ ΓΕΝΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ - ΕΙΔΙΚΑ ΤΟ ΠΡΟΝΟΜΙΟ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 975 ΑΡ. 3 ΚΠΟΛΔ Α. ΤΑ ΓΕΝΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΚΠΟΛΔ -ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ...σ.26 Β. ΤΟ ΠΡΟΝΟΜΙΟ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΑΡΘΡΟΥ 975 ΑΡ.3 ΚΠΟΛΔ...σ.36 1. Συνταγματικότητα του προνομίου των εργαζομένων...σ.36 2. Οι απαιτήσεις από την παροχή εξαρτημένης εργασίας...σ.46 3. Χρονική έκταση του προνομίου-χρονικά όρια αυτού-και λοιπά ζητήματα από το άρθρο 31 του ν.1545/1985...σ.68 4. Διαίρεση του πλειστηριάσματος κατ άρθρο 977 ΚΠολΔ...σ.77 Γ. Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΩΝ...σ.80 -ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ: ΤΟ ΠΡΟΝΟΜΙΟ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΣΤΟ ΝΕΟ ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΤΩΧΕΥΣΗ...σ.85 1. Πτώχευση και Αναγκαστική εκτέλεση...σ.85 2. Ο νέος Πτωχευτικός Κώδικας...σ.87 3. Οι Πιστωτές του πτωχού-κατηγορίες...σ.88 2
Β. ΤΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ-ΕΝΤΑΞΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΤΙ- ΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΣΤΙΣ ΓΕΝΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΟΥΧΕΣ...σ.92 1. Ο πίνακας διανομής...σ.92 2. Η κατάταξη των πιστωτών στην πτώχευση-προνόμια...σ.93 3. Τα γενικά προνόμια σην πτώχευση-ειδικά το προνόμιο των εργαζομένων (άρθρο 154 περ. γ ΠτχΚ)...σ.96 4. Αναγκαστική εκτέλεση σε πτώχευση-κατάταξη πιστωτών...σ.98 5. Σύγκρουση και συρροή προνομίων...σ.101 Γ. ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΟΙ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙ- ΚΑΣΙΑ...σ.102 -ΕΠΙΛΟΓΟΣ...σ.111 -ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...σ.115 3
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Α. Η ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΣΤΟΝ ΚΠΟΛΔ Η απονομή της δικαιοσύνης με την εφαρμογή των επιταγών του δικαίου πραγματοποιείται σε δύο βασικά στάδια: το πρώτο στάδιο είναι η διαγνωστική διαδικασία, το δεύτερο η αναγκαστική εκτέλεση. Με τη μεν διαγνωστική διαδικασία επιδιώκεται η έκδοση δικαστικής απόφασης που να ανταποκρίνεται στην ορθή έννοια του δικαίου και την αλήθεια των πραγμάτων. Με τη δε αναγκαστική εκτέλεση επιτυγχάνεται η υλική κατά βάση πραγματοποίηση των κυρώσεων που απειλεί το δίκαιο 1. Ως αναγκαστική εκτέλεση νοείται έτσι η ικανοποίηση αξιώσεων με κρατική επιβολή. Η τελευταία δε είναι που εκδηλώνεται με πολλαπλούς τρόπους: άλλοτε τα όργανα της εκτελέσης παίρνουν στην εξουσία τους πράγματα του οφειλέτη και τα παραδίδουν ή αποδίδουν στον δανειστή άλλοτε πάλι τα εκτελεστικά όργανα δεσμεύουν πράγματα του οφειλέτη προκειμένου να εκποιηθούν αυτά με πλειστηριασμό και να εκποιηθούν οι δανειστές από το προϊόν του 2. Ώστε και ο πλειστηριασμός ακόμα, ως επακόλουθο της κατάσχεσης και αποκορύφωμα της όλης διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, να εμφανίζεται τελικά σαν το υπέρτατο μέσο εκδήλωσης και έκφρασης της κρατικής αυτής επιβολής 3. Το δίκαιο αναγκαστικής εκτέλεσης περαιτέρω, τόσο από τη φύση του όσο και από τον τρόπο λειτουργίας του, προκαλεί τη σύγκρουση των συμφερόντων των δανειστών από τη μια, και αυτά των οφειλετών ή τρίτων από την άλλη 4. Αποβλέποντας επομένως στα συνδυασμένα συμφέροντα δανειστή και οφειλέτη, ο νομοθέτης προσπαθεί, ώστε ο πλειστηριασμός περιουσιακών στοιχείων να αποδώσει όσο δυνατό μεγαλύτερο τίμημα. 1 Γέσιου-Φαλτσή, Αναγκαστική Εκτέλεση Γενικό Μέρος (1998), σ.1. 2 Γέσιου-Φαλτσή, ό.π., σ.5. 3 Γέσιου-Φαλτσή, ό.π., σ.5. 4 Γέσιου-Φαλτσή, ό.π., σ.6-7. 4
Β. Ο ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΚΠΟΛΔ: ΚΥΡΙΑ ΠΡΑΞΗ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙ- ΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ Η ανάγκη λοιπόν ικανοποίησης των χρηματικών απαιτήσεων του επισπεύδοντος δανειστή είναι που επιβάλλει τελικά και τη ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων που κατασχέθηκαν. Η μετατροπή ωστόσο αυτή σε χρήμα περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη πρέπει να γίνεται δημόσια και με το κύρος και την επίβλεψη της δημόσιας αρχής, ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος συμπαιγνίας, αλλά και για να μπορεί να επιφέρει τα καλύτερα δυνατά οικονομικά αποτελέσματα 5. Για το λόγο δε αυτό, ως κύρια πράξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης μετά την κατάσχεση, επιβάλλεται η εκποίηση των πραγμάτων που κατασχέθηκαν με δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό (άρθρα 959 1 και 998 1 του ΚΠολΔ). Η εκποίηση γίνεται με πλειοδοσία σε αυτόν που προσφέρει το μεγαλύτερο τίμημα 6, ο δε πλειστηριασμός περατώνεται με κατακύρωση του πράγματος στον υπερθεματιστή (άρθρο 965 2 και 1002 1 εδ. α του ΚΠολΔ). Ο πλειστηριασμός επιλέον στον ΚΠολΔ διακρίνεται σε αναγκαστικό και εκούσιο. Αναγκαστικός είναι ο πλειστηριασμός που ακολουθεί την αναγκαστική κατάσχεση της περιουσίας του οφειλέτη και διενεργείται παρά τη θέληση του κυρίου του πράγματος. Αποτελεί την αναγκαστική εκποίηση περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, η οποία και γίνεται με κρατική πράξη και με μοναδικό σκοπό την όσο δυνατόν μεγαλύτερη ικανοποίηση των χρηματικών απαιτήσεων του δανειστή 7. Εκούσιος από την άλλη είναι ο πλειστηριασμός που γίνεται με τη βούληση αυτού που έχει την εξουσία διαθέσεως του πράγματος 8 και όχι στους δανειστές του, χαρακτηρίζεται δε από την έλλειψη αντιδικίας μεταξύ των μερών, και το 5 Φραγκίστας, Ο Πλειστηριασμός, Νομικαί Μελέται Ι, σ.493επ. 6 Γέσιου-Φαλτσή, Αναγκαστική Εκτέλεση -Ειδικό Μέρος (2001), σ.185. 7 Γέσιου-Φαλτσή, ό.π., σ.185. Βλ επίσης Χαμηλοθήρη/Κλουκίνα Χ./Κλουκίνα Θ./Γιαννοπούλου, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης -Πλειστηριασμός (2005), τόμος 4 ος, σ.6. 8 Για τη φύση της σχετικής συμφωνίας βλ ιδίως Μητσόπουλο, Προβλήματα του εκουσίου πλειστηριασμού, Δ 8 (1997), σ.189, αλλά και Νικολόπουλο, Εννοιολογικός προσδιορισμός του εκουσίου πλειστηριασμού και σχετικά ζητήματα, Δ 8 (1997), σ.178. 5
πλειστηρίασμα που επιτυγχάνεται αποδίδεται στον κύριο ή στους κυρίους του πράγματος 9. Ο ΚΠολΔ εντούτοις, θεωρεί ως πλειστηριασμό εκούσιο και αυτόν που επιβάλλεται με διάταξη νόμου ή δικαστική απόφαση (έτσι άρθρο 1021 του ΚΠολΔ). Σκοπός πάντως του εκούσιου πλειστηριασμού είναι, όχι να ικανοποιηθούν οι δανειστές του κυρίου του πράγματος, αλλά με την τήρηση των αρχών δημοσιότητας και υπό την εποπτεία δημόσιας αρχής, να επιτευχθεί το μεγαλύτερο δυνατό πλειστηρίασμα, προς το συμφέρον κατά κανόνα του κυρίου του πράγματος 10. Στην παρούσα μελέτη θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε όσο πληρέστερα τις απαιτήσεις των εργαζομένων, και δη τον τρόπο με τον οποίο αυτές ικανοποιούνται κατά το στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, το (γενικό) προνόμιο με το οποίο αυτές εξοπλίζονται και τη σχέση τους με τις υπόλοιπες προνομιούχες απαιτήσεις, την κατάταξή τους στον πίνακα διανομής του πλειστηριάσματος, την τύχη τους στην περίπτωση συρροής ή και σύγκρουσης περισσοπτέρων συμφερόντων, και την εν γένει πορεία τους στο μετέπειτα του πλειστηριασμού τμήμα αναγκαστικής εκτέλεσης, ως και την αντίστοιχη θέση και αντιμετώπισή τους στην πτώχευση, ιδίως μετα τις πρόσφατες τροποποιήσεις με την εισαγωγή του νέου Πτωχευτικού Κώδικα. Στο πλαίσιο αυτό είναι που μας ενδιαφέρει αποκλειστικά και μόνον ο αναγκαστικός πλειστηριασμός, όπως τον προσεγγίσαμε συνοπτικά μόλις ανωτέρω, καθώς επίσης και ο πίνακας κατάταξης που για τις ανάγκες του πλειστηριασμού καταρτίζεται. Η ρύθμιση πάντως του ΚΠολΔ για τον πλειστηριασμό των κινητών και των ακινήτων πρέπει να σημειωθεί ότι είναι κατά κανόνα όμοια. Συχνά μάλιστα, οι διατάξεις για πλειστηριασμό των ακινήτων ρητά παραπέμπουν στις διατάξεις περί πλειστηριασμού των κινητών. Για το λόγο αυτό ακριβώς και η ανάπτυξη που ακολουθεί αναφέρεται και στις δύο περιπτώσεις, είναι δε αυτονόητο ότι όπου υπάρχει διαφορά θα γίνεται ιδιαίτερη μνεία. 9 Καλλιμόπουλος, Πώλησις διά δημοσίου πλειστηριασμού άνευ αντιδικίας (Εκούσιος Πλειστηριασμός), Δ 8 (1997), σ.187-189. 10 Γέσιου-Φαλτσή, Αναγκαστική Εκτέλεση Ειδικό Μέρος (2001), σ.186. Βλ επίσης Χαμηλοθήρη/Κλουκίνα Χ./Κλουκίνα Θ./Γιαννοπούλου, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης- Πλειστηριασμός (2005), τόμος 4 ος, σ.6. 6
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι: Η ΔΙΑΝΟΜΗ ΤΟΥ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΑΤΟΣ - ΤΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΚΠΟΛΔ Α. ΔΙΑΝΟΜΗ ΤΟΥ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΑΤΟΣ-ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Η όλη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, αν και κατά βάση στηρίζεται στην πρωτοβουλία του επισπεύδοντος, απολήγει τελικά σε ομαδικό αποτέλεσμα. Μπορεί ως προς την κατεύθυνσή της να μοιάζει καταρχήν ατομοκρατική, δεν αποκλείει όμως την ικανοποίηση και των υπολοίπων δανειστών. Στο πλαίσιο αυτό επομένως της εκτελεστικής διαδικασίας προβλέπεται μεταξύ άλλων και ο τρόπος ικανοποίησης των άλλων δανειστών πέραν του επισπεύδοντος, όσων δηλαδή προϋπήρχαν αλλά και όσων που έγιναν μετέπειτα δανειστές κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης διαδικασίας 11. Η δυνατότητα έτσι της συμμετοχής των άλλων δανειστών στο πλειστηρίασμα εξασφαλίζεται στο ελληνικό δίκαιο με το θεσμό της αναγγελίας, και όχι με το σύστημα των πολλαπλών κατασχέσεων όπως ισχύει σε αλοδαπές έννομες τάξεις. Προβάλλει όμως αναπόφευκτα στο σύστημα αυτό το ερώτημα ως προς τον σαφή και δίκαιο τρόπο διανομής του πλειστηριάσματος ανάμεσα στον επισπεύδοντα και στους δανειστές που αναγγέλθηκαν, όπως και το ερώτημα περί των κριτηρίων με βάση τα οποία θα κανονιστεί η σειρά ικανοποίησης των περισσοτέρων δανειστών, ή το ποσοστό της ικανοποίησης του καθενός εφόσον το πλειστηρίασμα δεν επάρκεί για όλους 12. Αυτό το κομμάτι της αναγκαστικής εκτέλεσης είναι που ενδιαφέρει πρωτίστως την παρούσα μελέτη, αφού εδώ είναι που κάνουν την εμφάνισή τους τα λεγόμενα προνόμια του ΚΠολΔ, όπως θα δούμε αναλυτικά αμέσως παρακάτω. 11 Γέσιου-Φαλτσή, Αναγκαστική Εκτέλεση Ειδικό Μέρος (2001), σ.269. 12 Γέσιου-Φαλτσή, ό.π., σ.269. 7
Β. ΤΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΔΙΑΝΟΜΗΣ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΑΤΟΣ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ Η συγκριτική θεώρηση αναφορικά με τον τρόπο διανομής του πλειστηριάσματος, δείχνει ότι τα παραπάνω ερωτήματα αντιμετωπίζονται με διαφορετικό τρόπο σε καθεμία αλλοδαπή έννομη τάξη. Ενδεικτικά και πριν προχωρήσουμε σε όσα ισχύουν τελικά στο ελληνικό δίκαιο, παραθέτουμε εδώ τι ισχύει στο λατινικό, στο γερμανικό και στο ελβετικό. Λατινικό σύστημα Στο λατινικό σύστημα το πλειστηρίασμα διανέμεται ανάμεσα στους συρρέοντες δανειστές «συμμέτρως» (αρχή της σύμμετρης ικανοποίησης), ανάλογα δηλαδή με το μέγεθος της απαίτησης του καθενός. Ο χρόνος γένεσης των συρρεουσών απαιτήσεων δεν έχει σημασία, καθόσον οι παλαιότερες απαιτήσεις δεν έχουν καλύτερη μεταχείριση από νεότερες 13. Δεν έχει επίσης σημασία το είδος του τίτλου που στηρίζει την απαίτηση 14, αλλά ούτε και ο χρόνος στον οποίο οι διάφοροι δανειστές έλαβαν μέρος στην αναγκαστική εκτέλεση. Ο κατάσχων δανειστής δεν αποκτά προνόμιο απέναντι στους δανειστές που αναγγέλθηκαν, οι δε προηγούμενοι αναγγελθέντες δανειστές δεν έχουν κανένα προνόμιο απέναντι στους μεταγενέστερους. Οι δανειστές απολαμβάνουν έτσι ίση μεταχείριση, εάν δεν έχουν απαιτήσεις αυτές καθαυτές προνομιούχες 15. Προς το λατινικό αυτό σύστημα είναι κατά βάση προσανατολισμένα το γαλλικό, το ιταλικό, το ιαπωνικό 16, όπως επίσης και το ελληνικό δίκαιο 17. Γαλλικό σύστημα Στο γαλλικό σύστημα, που ακολουθεί και αυτό κατά βάση αρχή της σύμμετρης ικανοποίησης, με εξαίρεση την κατάσχεση απαιτήσεων, γίνεται πάντοτε διάκριση ανάμεσα στη διαδικασία της κατάταξης (ordre) 13 Βλ και Δημητρίου, Ο έλεγχος της διαδικασίας και των απαιτήσεων κατά τη διανομή του πλειστηριάσματος (2004), σ.40. 14 Αν δηλαδή η απαίτηση στηρίζεται σε τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή σε κάποιο άλλο δημόσιο έγγραφο ή σε ιδιωτικό, ή αν δεν στηρίζεται καθόλου σε έγγραφο. 15 Βλ και Δημητρίου, ό.π., σ.41. 16 Nakamura, Die rezeption des deutschen Rechts in Japan, ZZP 84 (1971), σ.74επ. 17 Γέσιου-Φαλτσή, Αναγκαστική Εκτέλεση Ειδικό Μέρος (2001), σ.270. 8
και στη διαδικασία της συνεισφοράς (contribution) 18. Και οι δύο αυτές αποτελούν τρόπους διανομής (distribution) του πλειστηριάσματος 19. Ο πρώτος εφαρμόζεται, όταν πρόκειται να διανεμηθεί το πλειστηρίασμα ακινήτου ανάμεσα σε ενυπόθηκους ή άλλους προνομιούχους δανειστές. Στην διαδικασία έτσι της κατάταξης (ordre) οι δανειστές ικανοποιούνται ανάλογα με τη σειρά της υποθήκης ή του προνομίου τους. Η διαδικασία πάλι της συνεισφοράς (contribution) χρησιμοποιείται, όταν δεν συντρέχει περίπτωση κατάταξης, κυρίως δηλαδή όταν πρόκειται για κινητά ή στο ακίνητο δεν υπάρχουν υποθήκες 20. Αν δεν επαρκεί το πλειστηρίασμα η διαδικασία της συνεισφοράς σημαίνει ακριβώς ότι ο κάθε ένας δανειστής δικαιούται ποσοστό ανάλογο με μέγεθος απαίτησής του, συνεισφέροντας με το υπόλοιπο στη γενική απώλεια. Η αρχή αυτή μάλιστα περιέχεται ρητά στο άρθρο 2093 C civ, όπου ορίζεται ότι η περιουσία του οφειλέτη είναι κοινό ενέχυρο όλων των δανειστών του, το τίμημα της οποίας κατανέμεται σε όλους κατά αναλογία αν δεν υπάρχει νόμιμος λόγος προτίμησης. Και μετά από πρόσφατες σχετικά τροποποιήσεις πάντως, η γαλλική ρύθμιση ενέμεινε κατά βάση στο σύστημα της σύμμετρης ικανοποίησης 21. Γερμανικό σύστημα Αντίθετα από το σύστημα της σύμμετρης ικανοποίησης όλων των δανειστών, στη Γερμανία ισχύει το σύστημα της χρονικής προτίμησης (Präventionsprinzip) 22. Στο σύστημα αυτό η σειρά της ικανοποίησης των δανειστών προσδιορίζεται από τον χρόνο κατά τον οποίον ο κάθε δανειστής πραγματοποίησε την (δική του) κατάσχεση. Στον Γερμανικό ΚΠολΔ 18 Με εξαίρεση την κατάσχεση των απαιτήσεων, βλ. Gaul, Η πραγμάτωση του δικαίου διαμέσου της αναγκαστικής εκτέλεσης, Δ 30 (1999), σ.723. Κατά τον ίδιο μάλιστα, στη γαλλική έννομη τάξη, κατ εξαίρεση της αρχής της σύμμετρης ικανοποίησης, ισχύει πλέον εν μέρει (ειδικότερα στην αναγκαστική κατάσχεση στα χέρια τρίτου, πλην της κατάσχεσης των απαιτήσεων καταβολής μισθού) η αρχή της χρονικής προτεραιότητας. 19 Βλ. Ράμμο/Glasson/Tissier/Morel VI αρ.1444. 20 Βλ. Ράμμο/Glasson/Tissier/Morel VI, ό.π. 21 Βλ. και Traichel, Die Reform des franzosischen Zwangvollstreckungsrechts (1995), σ.117επ. 22 Βλ. Fragistas, Das praventionsprinzip in der Zwangsvollstreckung (1931), σ.15-30. Ιδίως Gaul, ό.π., Δ 30 (1999), σ. 723, 730. Το ίδιο σύστημα υιοθετεί και το αυστριακό δίκαιο. Βλ και Δημητρίου, Ο έλεγχος της διαδικασίας και των απαιτήσεων κατά τη διανομή του πλειστηριάσματος (2004), σ.41. 9
(DZPO) εξάλλου, η επιβολή της μιας αναγκαστικής κατάσχεσης δεν αποκλείει και την επιβολή νέων κατασχέσεων. Κατά συνέπεια, δανειστής που εμφανίζεται μετά την πρώτη κατάσχεση ενεργεί μια νέα (πρόσθετη) κατάσχεση, και (κάθε) νέα πρόσθετη κατάσχεση δημιουργεί υπέρ του κατάσχοντος δικαίωμα ενεχύρου. Το πλειστηρίασμα διανέμεται τελικά ανάμεσα στους ενεχυρούχους αυτούς δανειστές ανάλογα με τη σειρά των ενεχύρων στα οποία ισχύει η αρχή της χρονικής προτεραιότητας, και ο κάθε δανειστής ικανοποιείται ανάλογα με τη σειρά της συμμετοχής του στην διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης 23. Ελβετικό σύστημα Συμβιβαστική ρύθμιση ανάμεσα στα δύο εκ διαμέτρου αντίθετα συστήματα της σύμμετρης ικανοποίησης και της χρονικής προτίμησης, υιοθετεί το ελβετικό δίκαιο 24. Σύμφωνα με αυτό, οι δανειστές που εμφανίζονται μέσα σε τριάντα ημέρες από τη διενέργεια της πρώτης κατάσχεσης αποτελούν μία ομάδα με τον κατάσχοντα. Οι δανειστές αυτοί (που μετέχουν στην πρώτη ομάδα) είναι ισότιμοι και ικανοποιούνται έτσι συμμέτρως. Ο δανειστής που εμφανίζεται όμως μετά την πάροδο τριάντα ημερών δικαιούται και οφείλει να ενεργήσει και δεύτερη (πρόσθετη) κατάσχεση, αποτελώντας, μαζί με τους δανειστές που εμφανίζονται μέσα σε τριάντα ημέρες από την δεύτερη αυτή κατάσχεση, τη δεύτερη ομάδα. Οι δανειστές της δεύτερης ομάδας ικανοποιούνται επίσης συμμέτρως, εφόσον βέβαια, μετά την ικανοποίηση της πρώτης ομάδας, παρέμεινε υπόλοιπο. Το ελβετικό δίκαιο παρέλαβε έτσι από το γερμανικό, την αρχή της χρονικής προτίμησης, αλλά περιόρισε σημαντικά τη δύναμή της. Και τούτο διότι, δίνοντας στους άλλους δανειστές μία ορισμένη προθεσμία από την κατάσχεση προκειμένου να επιτύχουν τη συμμετοχή τους στην 23 Γέσιου-Φαλτσή, Αναγκαστική Εκτέλεση Ειδικό Μέρος (2001), σ.270. Βλ επίσης και Δημητρίου, Ο έλεγχος της διαδικασίας και των απαιτήσεων κατά τη διανομή του πλειστηριάσματος (2004), σ.41. 24 Βλ. Fragistas, Das praventionsprinzip in der Zwangsvollstreckung (1931), σ.59-62, 65. Επίσης Δημητρίου, ό.π., σ.41, σημ.64. 10
εκτέλεση, ως και την κατάταξή τους στην ίδια σειρά με τον κατάσχοντα, καθιέρωσε ουσιαστικά την ομαδική προτίμηση 25. Γ. Η ΔΙΑΝΟΜΗ ΟΤΑΝ ΕΠΑΡΚΕΙ ΤΟ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΑ Το πρόβλημα σχετικά με το εφαρμοστέο σύστημα διανομής του πλειστηριάσματος στους τυχόν περισσότερους συρρέοντες δανειστές έχει περιεχόμενο μόνον στην περίπτωση που το πλειστηρίασμα δεν επαρκεί για την ικανοποίηση όλων. Η επάρκεια του πλειστηριάσματος, αντίθετα, απαλλάσσει το νομοθέτη από την ανάγκη να σταθμίσει δικαιοπολιτικά τα διάφορα συστήματα διανομής πλειστηριάσματος, αφού οι δανειστές δεν έχουν συγκρουόμενα συμφέροντα και πρόκειται να ικανοποιηθούν όλοι στο ακέραιο. Σε τέτοιο ενδεχόμενο εκείνος που έχει ανάγκη προστασίας είναι μόνον ο οφειλέτης 26. Τις παραπάνω κατευθυντήριες γραμμές περιέχουν τα άρθρα 971 για τον πλειστηριασμό των κινητών και 1006 1,2 του ΚΠολΔ για τον πλειστηριασμό των ακινήτων. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των άρθρων αυτών, εφόσον το πλειστηρίασμα επαρκεί για την (πλήρη) ικανοποίηση του επισπεύδοντος και των δανειστών που αναγγέλθηκαν, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού προχωρεί αμέσως στην ικανοποίησή τους 27, μετά την παρέλευση ορισμένης προθεσμίας, δίχως βέβαια να χρειάζεται να δημιουργήσει κανέναν πίνακα διανομής για τους δανειστές, ως και να τους κατατάξει σε αυτόν 28. 25 Γέσιου-Φαλτσή, Αναγκαστική Εκτέλεση Ειδικό Μέρος (2001), σ.271. Βλ επίσης και Δημητρίου, Ο έλεγχος της διαδικασίας και των απαιτήσεων κατά τη διανομή του πλειστηριάσματος (2004), σ.41. 26 Γέσιου-Φαλτσή, ό.π., σ.271. 27 Οπότε και συντάσσεται πράξη διανομής του πλειστηριάσματος και εξόφλησης των δανειστών και αναλαμβάνεται πλειστηρίασμα από Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. 28 Το άρθρο 971 ΚΠολΔ αναφέρει στην 1 επί λεξεί: «Αν το πλειστηρίασμα αρκεί για να ικανοποιηθούν εκείνος υπέρ του οποίου έγινε η εκτέλεση και οι δανειστές που αναγγέλθηκαν, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, αφού αφαιρέσει τα έξοδα της εκτέλεσης, τους ικανοποιεί την εικοστή μέρα μετά τον πλειστηριασμό, ή και νωρίτερα, αν συμφωνήσει εκείνος κατά του οποίου έχει στραφεί η εκτέλεση.». Ομοίως και το άρθρο 1006 ΚΠολΔ σημειώνει στην 1 ότι : «Αν ο υπερθεματιστής καταβάλει αμέσως το πλειστηρίασμα και είναι αυτό αρκετό για να ικανοποιηθεί εκείνος υπέρ του οποίου έγινε η εκτέλεση και οι 11
Οι προϋποθέσεις επομένως για τη διανομή του πλειστηριάσματος, χωρίς να γίνει κατάταξη των δανειστών, είναι κατά πρώτον η επάρκεια του πλειστηριάσματος για την ικανοποίηση τόσο του επισπεύδοντος όσο και των δανειστών που αναγγέλθηκαν (μετά την αφαίρεση των εξόδων της εκτέλεσης), ή και η ανυπαρξία αναγγελμένων δανειστών, έστω και αν δεν επαρκεί το πλειστηρίασμα για την ικανοποίηση του επισπέυδοντος 29. Αν το πλειστηρίασμα δεν καταβληθεί, δεν μπορεί φυσικά να εφαρμοσθεί το άρθρο 971 ΚΠολΔ 30. Κατά δεύτερον, η ικανοποίηση των δανειστών χωρίς πίνακα μπορεί να γίνει μόνο μετά την παρέλευση ορισμένης προθεσμίας από τον πλειστηριασμό, και δη μονάχα μετά την εικοστή ημέρα από τον πλειστηριασμό, πέντε επομένως ημέρες μετά τη λήξη της προθεσμίας αναγγελίας (άρθρο 972 1 εδ. γ ΚΠολΔ). Η διανομή βέβαια χωρίς πίνακα μπορεί να γίνει και νωρίτερα, εάν σε αυτό συμφωνήσει και ο οφειλέτης (άρθρα 971 1 και 1006 1 ΚΠολΔ). Πέραν των παραπάνω, δικαίωμα ανακοπής κατά της αναγγελίας οποιουδήποτε δανειστή έχει μόνον ο οφειλέτης (άρθρα 971 2,3 και 1006 1,2 του ΚΠολΔ). Ο καθού η εκτέλεση από τη μεριά του μπορεί πρώτα πρώτα να ασκήσει ανακοπή με λόγο που αναφέρεται στην διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, σύμφωνα με το άρθρο 933 ΚΠολΔ. Η διαδικαστική πράξη έτσι της αναγγελίας του δανειστή, ως πράξη της διαδικασίας εκτέλεσης, μπορεί αναμφίβολα να προσβληθεί από τον οφειλέτη με την ανακοπή του άρθρου 933, εώς τον χρόνο διανομής (εικοσαήμερη προθεσμία μετά τον πλειστηριασμό), ακόμη δηλαδή και αν έχει περάσει η προθεσμία του άρθρου 934 1 εδ. β ΚΠολΔ. Για τους λοιπούς δανειστές καθώς και για τον επισπεύδοντα, το άρθρο 971 2 του ΚπολΔ δεν δίνει δικαίωμα ανακοπής, διότι έννομο συμφέρον να ασκήσει ανακοπή όταν επαρκεί το πλειστηρίασμα, έχει μονάχα ο οφειλέτης. Οι δανειστές που αναγγέλλονται έχουν έννομο δανειστές που αναγγέλθηκαν, εφαρμόζονται όσα ορίζει το άρθρο 971.», και συνεχίζει στην 2 «Αν δόθηκε προθεσμία για την καταβολή του πλειστηριάσματος και αυτή έγινε αφού πέρασε η προθεσμία του άρθρου 971 παρ.1, η ικανοποίηση των δανειστών πρέπει να γίνει μέσα σε δύο μέρες από την καταβολή του υπολοίπου.». 29 Βλ ΜονΠρωτΑθ 9024/1972, Δ 4 (1973), σ.244. 30 Στην περίπτωση αυτή το άρθρο 971 ΚΠολΔ θα εφαρμοστεί στη διανομή του πλειστηριάσματος του αναπλειστηριασμού. 12
συμφέρον και μπορούν πλέον να στραφούν κατά της αναγγελίας των υπολοίπων, μόνον με την ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης, όταν δηλαδή δεν επαρκεί το πλειστηρίασμα για την ικανοποίηση όλων, όπως θα δούμε και αμέσως παρακάτω. Δ. Η ΔΙΑΝΟΜΗ ΟΤΑΝ ΤΟ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝΕΠΑΡΚΕΣ 1. Ο πίνακας κατάταξης Όταν το πλειστηρίασμα δεν επαρκεί για να ικανοποιηθεί τόσο ο επισπεύδων, όσο και όλοι οι υπόλοιποι δανειστές που αναγγέλθηκαν, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού είναι υποχρεωμένος να προχωρήσει στη διανομή, συντάσσοντας τον πίνακα κατάταξης με βάση τα στοιχεία που έχουν τεθεί υπόψη του, όπως ακριβώς ορίζουν τα άρθρα 974 και 1006 3 του ΚΠολΔ 31. Κατά συνέπεια, όταν στην διαδικασία της κατάταξης μετέχει μόνον η απαίτηση, υπέρ της οποίας έγινε η εκτέλεση, τότε δεν συντάσσεται πίνακας κατάταξης, ανεξαρτήτως της επάρκειας ή μη του πλειστηριάσματος για την κάλυψη της απαίτησης αυτής 32. Η δε διαδικασία που οδηγεί στη σύνταξη του πίνακα κατάταξης αρχίζει με τις αναγγελίες δανειστών. Μετά την πάροδο της προθεσμίας προς αναγγελία και κατάθεση των τίτλων (άρθρο 972 1 ΚΠολΔ: το αργότερο μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από τον πλειστηριασμό) και συγκεκριμένα μέσα σε πέντε ημέρες από την λήξη της, ο επισπεύδων αλλά και κάθε δανειστής που αναγγέλθηκε, όπως και ο καθ ου η εκτέλεση, έχει δικαίωμα να υποβάλει παρατηρήσεις ενώπιον του υπαλλήλου πλειστηριασμού, ο οποίος συντάσσει και σχετική πράξη (άρθρα 974 και 1006 3 ΚΠολΔ). 31 Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 974 ΚΠολΔ: «Αν το πλειστηρίασμα δεν αρκεί για να ικανοποιηθεί εκείνος υπέρ του οποίου έγινε η εκτέλεση και οι δανειστές που αναγγέλθηκαν,,ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, αφού λάβει υπόψη και τις παρατηρήσεις που τυχόν έχουν υποβληθεί, συντάσσει πίνακα κατάταξης». Ομοίως και η διάταξη του άρθρο 1006 3 ΚΠολΔ παραπέμπει στις ίδιες ρυθμίσεις: «Αν το πλειστηρίασμα δεν αρκεί για να ικανοποιηθεί εκείνος υπέρ του οποίου έγινε η εκτέλεση και οι δανειστές που αναγγέλθηκαν, εφαρμόζονται τα άρθρα 974, 979, 980 και 1007.». 32 Βλ και Χαμηλοθήρη/Κλουκίνα Χ./Κλουκίνα Θ./Γιαννοπούλου, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης-Πλειστηριασμός (2005), τόμος 4 ος, σ.210. 13
Ο πίνακας κατάταξης εν τέλει πρέπει να συνταχθεί μέσα σε δέκα ημέρες από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής παρατηρήσεων (άρθρα 974 εδ. β και 1006 3 ΚΠολΔ), η πάροδός της όμως δεν δημιουργεί δικονομική ακυρότητα, εκτός και αν συντρέξει βλάβη που δεν μπορεί να αποτραπεί με άλλον τρόπο 33. Σχετικά με τη φύση του, ο πίνακας κατάταξης γίνεται δεκτό ότι αποτελεί διαδικαστική πράξη 34 που καθορίζει τη σειρά, το ποσοστό και τους όρους ικανοποίησης των δανειστών 35, ενώ στο έργο του αυτό ο υπάλληλος του πλειστηριασμού ασκεί στην ουσία οιονεί δικαστικά καθήκοντα (judex chartularius) 36. Σαν διαδικαστική πράξη μάλιστα, ο πίνακας κατάταξης, εάν πάσχει από ελαττώματα (και ιδίως εάν ακυρωθεί ο πλειστηριασμός που αποτελεί το θεμέλιό του) μπορεί να προσβληθεί κανονικά με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ 37, και όχι με αυτήν του άρθρου 979 ΚΠολΔ, αφού η τελευταία προβλέπει μόνον τη μεταρρύθμιση ή την επικύρωσή του. Σύμφωνα δε με την πρόβλεψη του ΚΠολΔ η κατ άρθρο 979 2 εδ. α ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης, αντικείμενο έχει την διαδικασία κατάταξης, η οποία αρχίζει από τις αναγγελίες, συνεχίζεται με κατάθεση των εγγράφων και ολοκληρώνεται με τη σύνταξη του πίνακα 38. Όπως και να χει, μετά την πάροδο των προθεσμιών του άρθρου 972 2 ΚπολΔ ή την επικύρωσή του από το δικαστήριο, ο πίνακας αποκτά τελεσιδικία, και δη εκτελεστότητα. 33 ΕφΘεσ 1750/1993, ΕλΔνη 1994, σ.679. ΕφΑθ 2922/1971, ΝοΒ 1972, σ.231. Αντιθέτως εδώ η Γέσιου-Φαλτσή, Αναγκαστική Εκτέλεση Ειδικό Μέρος (2001), σ.277επ., κατά την οποία ούτε και η δικονομική βλάβη που τυχόν υφίστανται οι δανειστές από την παρέλευση της προθεσμίας, μπορεί να θεραπευτεί με την κήρυξη της ακυρότητας, αλλά αντίθετα θα επιταθεί, γιατί μια ενδεχόμενη κήρυξη ακυρότητας θα αναβάλει ακόμα πιο πολύ την ικανοποίηση των δανειστών. 34 Βλ και Κεραμεύς, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο (1983), εκδ 2 η, σ.118. Επίσης Φρέρη, Προβληματική των προνομίων στην αναγκαστική εκτέλεση, Δ 24, σ.798 και υποσημ 2, όπου και αναφορά σε Μπέη και Μπρίνια, οι οποίοι αμφισβητούν ότι ο υπάλληλος του πλειστηριασμού ασκεί οιονεί δικαστικά καθήκοντα. 35 Γέσιου-Φαλτσή, ό.π., σ.277. Επίσης, Φρέρη, ό.π., Δ 24 (1993), σ.797. ΕφΑθ 2877/1996, ΝοΒ 45 (1997), σ.788. ΕφΑθ 5327/1991, Δ 24 (1993), σ.206-207. 36 Νταφούλης, Ζητήματα από τα προνόμια του άρθρου 975 ΚΠολΔ και την ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης δανειστών, Δ 24 (1993), σ.819, 824. Πρβλ ακόμα Φρέρη, ό.π., σ.797-798. 37 Η ανακοπή κατά του πίνακα μπορεί να ασκηθεί και σωρευτικά με την ανακοπή κατά του πλειστηριασμού. Βλ και την απόφαση ΜονΠρωτΑθ 5734/1982, ΝοΒ 32 (1984), σ.104-105, με σημείωση Μπρίνια. 38 Βλ και ΕφΑθ 7261/2001, ΕλΔνη 43, σ.799. 14
Σημειώνουμε και πάλι ότι ρύθμιση του ΚΠολΔ για την κατάταξη των δανειστών, είναι ίδια τόσο για τον πλειστηριασμό των κινητών, όσο και για τον πλειστηριασμό ακινήτων, και για το λόγο αυτό η ανάπτυξη που ακολουθεί αμέσως παρακάτω, και δη στο επόμενο υποκεφάλαιο, καθώς επίσης και στην συνέχεια της παρούσας μελέτης θα είναι καταρχήν ενιαία (βλ. άρθρα 974-980 και 1006 3, 1007 του ΚΠολΔ). 2. Οι αρχές κατάταξης των δανειστών Αρχή της πρόληψης Στην πιο συνήθη περίπτωση το πλειστηρίασμα που επιτυγχάνεται δεν επαρκεί για την ικανοποίηση των απαιτήσεων όλων των δανειστών, με αποτέλεσμα να υφίσταται σύγκρουση δικαιωμάτων των περισσοτέρων δανειστών του ίδιου οφειλέτη. Αφετηρία για την λύση της παραπάνω σύγκρουσης, αποτελεί η αρχή της πρόληψης, που επιτρέπει την ικανοποίηση απαιτήσεων όχι όλων των δανειστών αλλά μόνον εκείνων που αναγγέλθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα 39. Στη διανομή έτσι του πλειστηριάσματος, μετέχουν μονάχα αυτός που επισπεύδει την εκτέλεση καθώς και οι δανειστές που αναγγέλθηκαν και κατέθεσαν τους τίτλους νόμιμα και εμπρόθεσμα 40. Αρχή της ίσης μεταχείρισης: σύμμετρη ικανοποίηση Στη διανομή του πλειστηριάσματος που δεν επαρκεί, ισχύει επίσης στον ΚΠολΔ η αρχή ίσης μεταχείρισης όλων των νομίμως κ εμπροθέσμως αναγγελθέντων δανειστών, η οποία και υλοποιείται εν προκειμένω με το σύστημα της σύμμετρης ικανοποίησης: όλοι οι δανειστές που ανήγγειλαν τις απαιτήσεις τους ικανοποιούνται από το πλειστηρίασμα συμμέτρως, ανάλογα δηλαδή με το μέγεθος της απαίτησης του καθενός 41 (βλ. άρθρο 977 2 και 3 ΚΠολΔ). 39 Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις (1972), σ.1043. 40 Βλ και Χαμηλοθήρη/Κλουκίνα Χ./Κλουκίνα Θ./Γιαννοπούλου, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης -Πλειστηριασμός (2005), τόμος 4 ος, σ.214. 41 Γέσιου-Φαλτσή, Αναγκαστική Εκτέλεση Ειδικό Μέρος (2001), σ.277. Ταμπάκης, Σύμμετρος ή ανάλογος ικανοποίησις δανειστών (κατά την διαδικασίαν της κατατάξεως και διανομής του πλειστηριάσματος), Δ 1979, σ.79. 15
Καταρχήν λοιπόν, όλοι οι δανειστές είναι ίσοι. Ο χρόνος γένεσης των απαιτήσεων δεν έχει αξία, ούτε όμως και η ύπαρξη εκτελεστού τίτλου προσπορίζει προνόμιο στην απαίτηση που ενσαρκώνει ο συγκεκριμένος τίτλος, αλλά ούτε και ο χρόνος συμμετοχής του δανειστή στην διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης παίζει ρόλο. Ο επισπεύδων δανειστής με τον δανειστή που αναγγέλλει την απαίτησή του τελευταία στιγμή, έχουν ίσα δικαιώματα στο πλειστηρίασμα, εφόσον βέβαια δεν έχουν προνόμια, για τα οποία και θα γίνει λόγος αμέσως παρακάτω. Αρχή της προτίμησης: γενικά και ειδικά προνόμια Η αρχή της ίσης μεταχείρισης των δανειστών διασπάται 42 ωστόσο από κάποιες εξαιρέσεις: τόσο στον πλειστηριασμό κινητών όσο και στον πλειστηριασμό ακινήτων υπάρχουν απαιτήσεις που εξοπλίζονται από το νόμο με προνόμια (προνομιούχες απαιτήσεις) και ικανοποιούνται έτσι πριν από τους υπόλοιπους δανειστές, ώστε καθίσταται συχνά ανέφικτη η ικανοποίηση των μη προνομιούχων 43. Οι προνομιούχες απαιτήσεις είναι άρα δύο ειδών: α)εκείνες που ικανοποιούνται προνομιακά από οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο του οφειλέτη, και οι οποίες χαρακτηρίζονται ως γενικά προνόμια (άρθρο 975 ΚΠολΔ), και β)εκείνες που ικανοποιούνται προνομιακά από ορισμένα 42 Οι δανειστές, όπως είπαμε, απολαμβάνουν καταρχήν της ίσης μεταχείρισης κατά την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους. Σημαντική διάσπαση ωστόσο του κανόνα αυτού εισάγεται με την καθιέρωση των προνομιακών απαιτήσεων, οι οποίες ικανοποιούνται κατά προτεραιότητα. Βλ Γαζή, Η σύγκρουσις δικαιωμάτων (1959), σ.11-13, 134-135. 43 Η διάσπαση στην αρχή της ισότητας των δανειστών συνέβαλε στη δημιουργία ικανών επιφυλάξεων κατά της αθρόας θέσπισης προνομίων. Η επιφυλακτική αυτή στάση χαρακτήρισε τις προπαρασκευαστικές εργασίες του ΚΠολΔ (βλ επίσης και Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεσις, εκδ β, σ.1097), μάλιστα ο εισηγητής των διατάξεων περί αναγκαστικής εκτέλεσης Μιχελάκης την εξέφρασε με σαφήνεια στην εισήγησή του προς τη Συντακτική Επιτροπή: «Το ζήτημα της προνομιακής κατάταξης των δανειστών αποτελεί εν των σοβαρωτέρων προβλημάτων της αναγκαστικής εκτέλεσης, διότι εξ αυτού εξαρτάται η πίστις. Όσον περισσότερα προνόμια εισάγονται, τόσον περισσότερον κλονίζεται η πίστις, διότι ουδείς έχει πλέον την πιθανότητα δανείζων να εισπράξη δια της εκτελέσεως την απαίτησιν αυτού. Παρ ημίν το πλήθος των προνομίων, εισαχθέντων δι ειδικών νόμων, έχει φθάσει εις τοιούτον σημείον, ώστε να γεννάται πολλάκις η απορία εις τι δύναται να ωφελήσει τον δανειστήν η αναγκαστική εκτέλεσις, όταν επί του πλειστηριασμού εμπίπτουν ο προνομιούχοι εκτοπίζοντες ακόμη και δι εμπραγμάτου ασφαλείας ησφαλισμένας απαιτήσεις..» (ΣχΠολΔ VIII [1959], σ.30-31). Η ίδια εφεκτική αντιμετώπιση των προνομίων υπήρξε έκδηλη και κατά τις συζητήσεις στην Αναθεωρητική Επιτροπή του Κώδικος (ΠρΑνΕπ [1967], σ.446-447). 16
μόνο πράγματα βρισκόμενα σε ορισμένη σχέση με τη απαίτηση, και οι οποίες χαρακτηρίζονται ως ειδικά προνόμια (άρθρο 976 ΚΠολΔ) 44. Τα γενικά προνόμια ρυθμίζονται σήμερα με το άρθρα 975 ΚΠολΔ και 52 ΕισΝΚΠολΔ, καθώς επίσης και με όσους νόμους εγκαινίασαν προνόμια σε μεταγενέστερο χρόνο. Κατά δε το άρθρο 975 προνομιούχες απαιτήσεις είναι σε γενικές γραμμές: 1)οι απαιτήσεις για την κηδεία και τα νοσήλεια του καθού η εκτέλεση, 2)οι απαιτήσεις για την παροχή των αναγκαίων τροφίμων συντήρησης του καθ ου η εκτέλεση οφειλέτη, 3)οι απαιτήσεις από την παροχή εξαρτημένης εργασίας και οι απαιτήσεις των δασκάλων (εδώ υπάγονται και οι απαιτήσεις δικηγόρων), 4)οι απαιτήσεις των αγροτών και αγροτικών συνεταιρισμών, 5)οι απαιτήσεις του δημοσίου και των δήμων ή κοινοτήτων, 6)οι απαιτήσεις των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, και τέλος 7)οι απαιτήσεις του Συνεγγυητικού 45. Τα ειδικά προνόμια από την άλλη, ρυθμίζονται σήμερα στο άρθρο 976 ΚΠολΔ. Σύμφωνα δε με αυτό ειδικά προνομιούχες απαιτήσεις, που ικανοποιούνται από ορισμένα μόνο πράγματα του οφειλέτη, τα οποία 44 Γέσιου-Φαλτσή, Αναγκαστική Εκτέλεση Ειδικό Μέρος (2001), σ.278. 45 Κατά το άρθρο 975 ΚΠολΔ «Η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα γίνεται με την εξής σειρά: αφού αφαιρεθούν τα έξοδα της εκτέλεσης που ορίζονται αιτιολογημένα από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, κατατάσσονται 1)οι απαιτήσεις για την κηδεία ή τη νοσηλεία εκείνου κατά του οποίου είχε στραφεί η εκτέλεση, της συζύγου και των τέκνων του, αν προέκυψαν κατά τους τελευταίους δώδεκα μήνες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού, 2)οι απαιτήσεις για την παροχή τροφίμων αναγκαίων για τη συντήρηση εκείνου κατά του οποίου είχε στραφεί η εκτέλεση, της συζύγου και των τέκνων του, αν προέκυψαν κατά τους τελευταίους έξι μήνες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού, 3)οι απαιτήσεις από την παροχή εξαρτημένης εργασίας, καθώς και οι απαιτήσεις δασκάλων εφόσον όλες αυτές προέκυψαν κατά τους τελευταίους έξι μήνες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού (το σημείο αυτό τροποποιήθηκε ως προς το χρονικό διάστημα κυρίως με το άρθρο 31 του ν. 1545/1985 για το οποίο θα γίνει λόγος αναλυτικά κατωτέρω, ενώ με το άρθρο 6 παρ.16α του ν. 2479/1997 προστέθηκαν στον αρ.3 και οι απαιτήσεις των δικηγόρων από αμοιβές, έξοδα και αποζημιώσεις με τα όσα ειδικότερα ο εν λόγω νόμος ορίζει), 4)οι απαιτήσεις αγροτών ή αγροτικών συνεταιρισμών από πώληση αγροτικών προϊόντων, αν προέκυψαν κατά τους τελευταίους είκοσι τέσσερις μήνες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού ή την κήρυξη της πτώχευσης, 5)οι απαιτήσεις του δημοσίου και των δήμων και κοινοτήτων από φόρους που ορίστηκαν από την αξία της προσόδου ή από το είδος των πραγμάτων που πλειστηριάστηκαν και που αφορούν το έτος που έγινε ο πλειστηριασμός και το προηγούμενο, 6)οι απαιτήσεις των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, εφόσον προέκυψαν μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού ή την κήρυξη της πτώχευσης, 7)οι απαιτήσεις του Συνεγγυητικού κατά του οφειλέτη, εφόσον ο οφειλέτης έχει ή είχε στο παρελθόν την ιδιότητα της επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 2 του ν. 2396/ 1996 και οι απαιτήσεις του Συνεγγυητικού έχουν προκύψει εντός δύο ετών από την ημέρα του πλειστηριασμού.». Για δε τα ακίνητα στις ως άνω διατάξεις του άρθρου 975 παραπέμπει ρητά το άρθρο 1007 του ΚΠολΔ. 17
βρίσκονται σε ορισμένη σχέση με την απαίτηση, είναι: 1)οι απαιτήσεις από δαπάνες για τη διατήρηση του πράγματος, 2)οι απαιτήσεις υπέρ των οποίων υπάρχει ενέχυρο, 3)οι απαιτήσεις από δαπάνες για τηνπαραγωγή και συγκομιδή καρπών 46. Επειδή όμως τα προνόμια συγκρούονται πολύ συχνά μεταξύ τους, όπως θα δούμε αναλυτικά και στη συνέχεια, ο ΚΠολΔ ομαδοποιεί τις απαιτήσεις που θα πάρουν τελικά μέρος στη διανομή του πλειστηριάσματος, σε τρεις μεγάλες κατηγορίες 47 : 1)στις απαιτήσεις που ασφαλίζονται με γενικό προνόμιο, και οι οποίες ρυθμίζονται από το άρθρο 975, όπως είδαμε ανωτέρω, 2)στις απαιτήσεις που ασφαλίζονται με ειδικό προνόμιο, και που ρυθμίζονται από το άρθρο 976, όπως επίσης είδαμε ανωτέρω, και 3)στις απαιτήσεις των εγχειρόγραφων δανειστών, των απλών δηλαδή, μη προνομιούχων δανειστών του άρθρου 977 3 ΚΠολΔ. Οι δύο πρώτες 48 από τις παραπάνω κατηγορίες διαιρούνται και σε περισσότερες υποκατηγορίες (τάξεις), των οποίων η απαρίθμηση γίνεται εκεί με φθίνουσα σειρά αξιολόγησης, σε αντίθεση με την τρίτη ομάδα που δεν περιέχει καθόλου σειρά αξιολόγησης 49. Αρχή της ομαδοποίησης και της ιεράρχησης - Είδη κατάταξης Η ταξινόμηση συνεχίζοντας των απαιτήσεων που αναγγέλθηκαν στηρίζεται σε δύο αρχές: στην αρχή της ομαδοποίησης κατά ομοιότητα και στην αρχή της ιεράρχησης κατά αξιολόγηση 50. Η ιεράρχηση στην οποία προχωρεί ο νόμος εκδηλώνει ακριβώς το αποτέλεσμα της όλης 46 Κατά το άρθρο 976 ΚΠολΔ: «Οι απαιτήσεις που έχουν προνόμιο επάνω σε ορισμένο κινητό πράγμα ή ποσότητα χρημάτων, κατατάσσονται με την ακόλουθη σειρά, εφόσον πρόκειται να διανεμηθεί το πλειστηρίασμα ή η ποσότητα χρημάτων 1)οι απιτήσεις που προέκυψαν από δαπάνες για τη διατήρηση του πράγματος, 2)οι απαιτήσεις για τις οποίες υπάρχει ενέχυρο, 3)οι απαιτήσεις που προέκυψαν από δαπάνες για την παραγωγή και τη συγκομιδή καρπών.». Για δε τα ακίνητα ισχύουν ομοίως οι διατάξεις του άρθρου 976, κατά ρητή παραπομπή και πάλι του άρθρου 1007 ΚΠολΔ, με τη διαφορά ότι «τη θέση της απαίτησης του άρθρου 976 αρ.2 παίρνει η ενυπόθηκη απαίτηση», και ότι δε μπορεί να νοηθεί η ύπαρξη της απαίτησης του άρθρου 976 αρ.3 για τους καρπούς όταν πλειστηριάζεται ακίνητο. 47 «Τάξεις» σύμφωνα με την ορολογία του προηγούμενου δικαίου. 48 Βλ όμως και Ταμπάκη, Σύμμετρος ή ανάλογος ικανοποίησις δανειστών (κατά την διαδικασίαν της κατάταξης και διανομής του πλειστηριάσματος), Δ 3 (1979), σ.79-80, που ανακριβώς γράφει ότι και οι τρεις κατηγορίες υποδιαιρούνται σε τάξεις. 49 Γέσιου-Φαλτσή, Αναγκαστική Εκτέλεση Ειδικό Μέρος (2001), σ.278. Βλ επίσης και Ταμπάκη, ό.π., σ.79. 50 Βλ Ταμπάκη, ό.π., σ.79. 18
στάθμισης συμφερόντων διαφόρων δανειστών 51. Η δε σειρά ικανοποίησης μεταξύ των γενικών, των ειδικών και των εγχειρόγραφων δανειστών, καθορίζεται από το άρθρο 977 του ΚΠολΔ, ενώ αρχές που διέπουν τη σειρά ικανοποίησης διαφόρων απαιτήσεων στα πλαίσια των παραπάνω ομαδοποιήσεων, είναι αφενός η αρχή της προτίμησης (άρθρο 977 1,2) και αφετέρου η αρχή της σύμμετρης ικανοποίησης (άρθρο 977 3) 52. Ο νόμος κάνει περαιτέρω λόγο στα άρθρα 975 και 976 ΚΠολΔ για τη σειρά κατάταξης των γενικών ή ειδικών προνομιούχων δανειστών, ενώ ακόμη οι απαιτήσεις που ανήκουν στις ίδιες ομάδες των προνομίων και που ικανοποιούνται σε συγκεκριμένη σειρά, θεωρούνται ότι ανήκουν στην ίδια τάξη. Η κατάταξη των δανειστών μπορεί να είναι οριστική, αν από τα στοιχεία που προσκομίζονται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, η απαίτηση του δανειστή αποδεικνύεται πλήρως. Αν πάλι η απαίτηση του δανειστή τελεί υπό αίρεση (είτε αναβλητική είτε διαλυτική) ή θεωρηθεί αμφίβολη, δηλαδή όχι πλήρως αποδεδειγμένη, τότε η κατάταξη είναι τυχαία (άρθρο 978 ΚΠοΔ). Η δε οριστική κατάταξη σημαίνει ότι η ικανοποίηση του δανειστή θα γίνει, αν η κατάταξή του δεν προσβληθεί εμπρόθεσμα με ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης, και η τυχαία ότι ο δανειστής θα ικανοποιηθεί αν η απαίτησή του αποδειχθεί μεταγενέστερα πλήρως 53. Η κατάταξη τέλος δανειστών μπορεί να είναι και επικουρική για την περίπτωση που ενδεχομένως ματαιωθεί η ικανοποίηση του δανειστή που κατατάχθηκε τυχαία, οπότε καθορίζεται στον πίνακα και ο τρόπος διανομής του ποσού που αναλογεί στην απαίτηση αυτή (άρθρο 978 2 ΚΠολΔ). 51 Γέσιου-Φαλτσή, Αναγκαστική Εκτέλεση Ειδικό Μέρος (2001), σ.278. 52 Βλ Ταμπάκη, Σύμμετρος ή ανάλογος ικανοποίησις δανειστών (κατά την διαδικασίαν της κατάταξης και διανομής του πλειστηριάσματος), Δ 3 (1979), σ.79. 53 Βλ και Χαμηλοθήρη/Κλουκίνα Χ./Κλουκίνα Θ./Γιαννοπούλου, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης -Πλειστηριασμός (2005), τόμος 4 ος, σ.216. 19
Να σημειωθεί και εδώ ότι η ρύθμιση των προνομίων είναι ενιαία τόσο στον πλειστηριασμό κινητών (άρθρα 975, 976, 977 ΚΠολΔ), όσο και στον πλειστηριασμό ακινήτων (άρθρο 1007 1 ΚΠολΔ) 54. 3. Περί των προνομίων επιμέρους ζητήματα Ξεκινώντας από το νομοθετικό λόγο θέσπισης των προνομίων, θα λέγαμε ότι είναι μάλλον η επιθυμία του νομοθέτη να δώσει προβάδισμα σε ορισμένες απαιτήσεις, είτε για να ενισχύσει την πίστη, όπως στην εμπράγματη ασφάλεια, είτε για να ευνοήσει ορισμένους δανειστές για λόγους ανθρωπιστικούς ή γενικότερης σκοπιμότητας 55. Στις περιπτώσεις αυτές είναι ακριβώς που η αρχή της προτίμησης διασπά τελικά την αρχή της πρόληψης 56. Τα προνόμια δημιουργούνται λοιπόν από το νόμο, καθόσον με αυτά εισάγεται απόκλιση από την αρχή της σύμμετρης των δανειστών ικανοποίησης, και συνεπώς η δημιουργία τους επιβάλλεται για λόγους γενικότερους, για λόγους δηλαδή που αφορούν κυρίως δημόσια τάξη 57. Ενόψει αυτών είναι ανεπίτρεπτη η με ιδιωτική βούληση τροποποίηση των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων, με την έννοια αδυναμίας δημιουργίας προνομίου που δεν αναγνωρίζεται από το νόμο 58. Τέτοιου περιεχομένου τυχόν συμφωνία θα είναι άκυρη, αφού εξέρχεται από τα όρια αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης 59. 54 Στα ακίνητα βέβαια, αντί για ενέχυρο (976 2 ΚΠολΔ), γίνεται λόγος για υποθήκη (1007 1 εδ. β ΚΠολΔ) και δεν υπάρχει από τα πράγματα ειδικό προνόμιο στους καρπούς (976 3 ΚΠολΔ). Βλ και 1007 1 εδ. α ΚΠολΔ. 55 Γαζής, Η σύγκρουσις δικαιωμάτων (1959), σ.129. Ταμπάκης, Σύμμετρος ή ανάλογος ικανοποίησις δανειστών (κατά την διαδικασίαν της κατάταξης και διανομής του πλειστηριάσματος), Δ 3 (1979), σ.79, σημ.3. Ο δε Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ (1997), τομ Ε, άρθρο 975, σ.917, προσθέτει και λόγους όπως το δημόσιο συμφέρον, η πρόνοια, ο ανθρωπισμός, η φιλανθρωπία ή η ενίσχυση ορισμένης κατηγορίας ατόμων, δηλαδή η κοινωνική ανάγκη και σκοπιμότητα. 56 Γέσιου-Φαλτσή, Αναγκαστική Εκτέλεση Ειδικό Μέρος (2001), σ.278. Βλ και Γαζή, ό.π.,σ.129. Ταμπάκη, ό.π.,σ.79-80,σημ.3. Απαλαγάκη, Ζητήματα διαχρονικού και διατοπικού δικαίου των προνομίων, ιδίως κατά τον ΚΠολΔ, Δ 24 (1993), σ.843, 860. 57 Βλ και Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεσις, εκδ β, σ.410. 58 Βλ και Γαζή, ό.π., σ.29. 59 Ρητή όμως ή σιωπηρή παραίτηση από το προνόμιο, που επιφέρει απόσβεσή του είναι επιτρεπτή, με εξαίρεση το προνόμιο των απαιτήσεων από παροχή εξαρτημένης εργα- 20
Η επισήμανση ωστόσο ότι με την καθιέρωση προνομίων διασπάται η ίση μεταχείριση των πιστωτών με τις όποιες περαιτέρω συνέπειες για τη συναλλακτική πίστη, επηρεάζει σημαντικά την ερμηνευτική προσέγγιση των διατάξεων που τα καθιερώνουν 60. Ο υποστηριζόμενος αποκλεισμός της διασταλτικής ερμηνείας ή της ανάλογης εφαρμογής των διατάξεων αυτών 61, υιοθετείται απόλυτα και στη νομολογία. Γίνεται έτσι δεκτό ότι, καθώς τα προνόμια «αποτελούν εξαίρεση από τον γενικό κανόνα της ίσης ικανοποιήσεως όλων των δανειστών και για το λόγο αυτό δεν πρέπει να επεκτείνονται ερμηνευτικώς» 62, επιβάλλεται κατά συνέπεια και η στενή ερμηνεία των διατάξεων που τα καθιερώνουν 63, ώστε «δεν είναι δυνατή η επέκταση του προνομίου χωρίς σαφή νομοθετική επιταγή και επί άλλων απαιτήσεων» 64. Πέραν αυτού, οι διατάξεις για την προνομιακή κατάταξη δανειστών όπως και τα με αυτές θεσπιζόμενα προνόμια, γίνεται σαφώς δεκτό 65 ότι δεν βρίσκονται σε αντίθεση προς το ισχύον Σύνταγμα, δεν προσκρούουν δηλαδή ούτε στη συνταγματική αρχή της ισότητας 66, ούτε στη σχετική διάταξη για την προστασία της ιδιοκτησίας ακόμη και αν συντρέχουν με σίας, που εν προκειμένω μας ενδιαφέρουν. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ (1997), τομ Ε, άρθρο 975 σ.916. 60 Κουσούλης, Ζητήματα προνομιακής κατατάξεως, ΧρΙΔ Γ/2003, σ.85. 61 Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις, εκδ. B, σ.1083. 62 ΟλΑΠ 22/2000, ΕλΔνη 42 (2001), σ.56. Βλ και την ΕφΘεσ 2663/2005, Αρμ 2006, σ.277, η οποία αναφέρει χαρακτηριστικά για τα προνόμια των εργαζομένων:«κατά την αληθινή έννοια των ανωτέρω διατάξεων (975 αρ. 3 ΚΠολΔ και 31 ν.1545/1985), η οποία συνάδει και με το σαφές γράμμα του νόμου και οι οποίες διατάξεις πρέπει να ερμηνεύονται στενά και να αποκλείεται η επέκταση τους ερμηνευτικά, αφού με τα προνόμια που αυτές καθιδρύουν εισάγουν εξαίρεση στον γενικό κανόνα της ίσης ικανοποιήσεως των δανειστών, προκύπτει ότι στην προνομιακή κατάταξη του άρθρου 31 του ν.1546/1985 εμπίπτουν μεταξύ των άλλων και οι απαιτήσεις που βασίζονται σε παροχή εξαρτημένης εργασίας, οι οποίες όμως, είτε κύριες είτε παρεπόμενες αυτών (τόκοι), έχουν προκύψει μέσα στην τελευταία διετία από την ημερομηνία του ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού, πλην αν πρόκειται περί αποζημιώσεως, λόγω καταγγελίας της σχέσεως εργασίας, οπότε αυτές (κύριες και παρεπόμενες) δεν υπόκεινται σε κανένα χρονικό περιορισμό και επομένως ικανοποιούνται προνομιακά μέχρι την εξόφληση τους» (παραπέμπει μάλιστα στις ΟλΑΠ 22/2000, ΕλΔνη 42, σ.56επ., ΑΠ 61/2001, ΕλΔνη 42, σ.914, ΑΠ 283/1997, ΝοΒ 46, σ.1236). 63 ΟλΑΠ 23/1990, Δ 21 (1990), σ.1015. Έτσι και Βαθρακοκοίλη,ό.π.,άρθρο 975 σ.917. 64 ΟλΑΠ 13/1990, ΝοΒ 38 (1990), σ.1334. Βλ και Νταφούλης, Ζητήματα από τα προνόμια του άρθρου 975 ΚΠολΔ και την ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης δανειστών, Δ 24 (1993), σ.819επ. 65 Έτσι και Βαθρακοκοίλης, ό.π., άρθρο 975 σ.917. 66 Νταφούλης, ό.π., σ.819, 824. Πρβλ και ΕφΛαρ 462/1995, Αρμ Ν (1996), σ.1148, με παρατηρήσεις Αρβανιτάκη, σ.1152 επ. = ΕλλΔνη 39 (1998), σ.161. Επίσης βλ ΕφΑθ 12529/1995, Δ 28 (1997), σ.47, 50, με παρατηρήσεις Μπέη. 21
απαιτήσεις που ασφαλίζονται με υποθήκη 67. Δεν υπάρχει άρα αντίθεση προς τη συνταγματικά διασφαλιζόμενη αρχή της ισότητας (της οποίας η διάσπαση επέρχεται), καθόσον τα προνόμια καθιερώνονται με τρόπο απρόσωπο και για λόγους γενικότερης κοινωνικής ανάγκης ή σκοπιμότητας. Η δε ρύθμιση των προνομίων δεν απολήγει σε κατάλυση ή έστω σε περιορισμό της επίσης συνταγματικά προστατευόμενης ιδιοκτησίας, σε περίπτωση συνδρομής και ενυπόθηκων δανειστών 68, καθόσον η εμπράγματη ασφάλεια, υποθηκική ή ενεχυρική, μπορεί να αποτελεί μεν ένα εμπράγματο δικαίωμα, αλλά όχι αυθύπαρκτο και αυτοτελές, παρά παρεπόμενο και εξαρτημένο, που συναρτάται κατά την υπόστασή του με την ενοχική απαίτηση την οποία διασφαλίζει (και δεν έχει ως αντικείμενο την ουσία του πράγματος, ούτε παρέχει εξουσία χρήσης και κάρπωσης στο πράγμα, αλλά δυνατότητα προς απόκτηση χρηματικής ποσότητας προς προνομιακή ικανοποίηση με την εκποίηση του αντικειμένου της, γι αυτό και δεν εντάσσεται στην προστασία του άρθρου 17 του Συντάγματος) 69. Αναφορικά με τη νομική φύση τους, τα προνόμια δεν αποτελούν συστατικό στοιχείο της οπλισμένης απαίτησης, ούτε και προέρχονται από ίδιο γενεσιουργό λόγο με αυτήν. Τα προνόμια αποτελούν τελικά μια δικονομική πρόσθετη «εγγύηση» για αποτελεσματική ικανοποίηση της απαίτησης, όταν αυτή συγκρούεται με άλλες. Ενεργοποιούνται συνεπώς μονάχα όταν ο οφειλέτης αρνείται να ικανοποιήσει δανειστή εκουσίως και μόνο όταν αυτός έχει και άλλα χρέη. Με τη μορφή αυτή τα προνόμια 67 Γέσιου-Φαλτσή, Αναγκαστική Εκτέλεση Ειδικό Μέρος (2001), σ.278. Αυτό γίνεται δεκτό ιδίως με την θεμελίωση ότι η εμπράγματη ασφάλεια, αφού δεν αποτελεί αυθύπαρκτο και αυτοτελές δικαίωμα, αλλά παρεπόμενο και εξαρτημένο, δεν μπορεί να ανήκει στην εμβέλεια του άρθρου 17 Σ. Βλ και Νταφούλη, Ζητήματα από τα προνόμια του άρθρου 975 ΚΠολΔ και την ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης δανειστών, Δ 24 (1993), σ.819, 825. Επίσης ΑΠ 631/1992, ΕλλΔνη 35 (1994), σ.85-86. ΑΠ 533/1993, ΕλλΔνη 35 (1994), σ.1302. ΑΠ 534/1993, ΕλλΔνη 35 (1994), σ.1088. ΑΠ 535/1993, ΕλλΔνη 35 (1994), σ.1302. Σχετικά ιδίως Δωρής, Παρατηρήσεις, ΝοΒ 39 (1991), σ.755. Βλ όμως και την αιτιολογία των ΑΠ 458/1990, ΝοΒ 39 (1991), σ.753-754. ΑΠ 309/ 1994, ΝοΒ 43 (1995), σ.237-238. Για κριτική Αρβανιτάκης, Μπέης ό.π. Ούτε όμως και θεωρήθηκαν οι διατάξεις για τα προνόμια ασυμβίβαστες με το άρθρο Ι του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης Ρώμης για τα ανθρώπινα δικαιώματα που προστατεύει την έννοια της ιδιοκτησίας. Το όλο ζήτημα πάντως απασχόλησε τη νομολογία ενόψει του άρθρου 31 ν.1545/1985, που παραμέρισε το δικαίωμα της υποθήκης. Αναλυτικότερα στο επόμενο κεφάλαιο της παρούσας μελέτης. 68 ΑΠ 458/1990, ΕΕΝ 1991, σ.75. 69 Βλ Δωρή, ό.π., ΝοΒ 39, σ.754. 22
δεν ανήκουν στην ύλη του ουσιαστικού δικαίου 70, αλλά καθορίζοντας απλώς τη σειρά ικανοποίησης της απαίτησης, αποτελούν μια ρύθμιση δικονομικού δικαίου 71, άσχετη και ανεξάρτητη από εκείνη που αφορά στην ουσία της απαίτησης. Τα παραπάνω δεν ισχύουν βέβαια για την εμπράγματη ασφάλεια, αφού η ουσία της, όπως αυτή διαμορφώνεται από το ουσιαστικό δίκαιο, αφορά ακριβώς την προνομιακή ικανοποίηση του δανειστή 72. Σύμφωνα πάντως με άλλη γνώμη 73, τα προνόμια ανήκουν στο ουσιαστικό δίκαιο, διότι αποτελούν ιδιότητα των απαιτήσεων, συνιστώντας αφανή βάρη που προκαλούν ρήγμα στην αρχή της ισότητας των ενοχικών δικαιωμάτων 74. Ο καθορισμός βέβαια της νομικής φύσης των προνομίων είναι, κατά πρώτο λόγο, κρίσιμος προκειμένου να λυθούν τα προβλήματα διαχρονικού δικαίου 75. Συνέπεια του χαρακτηρισμού των προνομίων ως ρύθμιση ουσιαστικού δικαίου, θα ήταν ότι πρέπει αυτά να κρίνονται με βάση το δίκαιο που ίσχυε όταν γεννήθηκε η απαίτηση 76. Η λύση αυτή θα οδηγούσε ωστόσο στην εφαρμογή, κατά τη σύνταξη πίνακα κατάταξης, διαφορετικού δικαίου για κάθε κατατασσόμενη απαίτηση, ανάλογα με τον χρόνο γενέσεώς της, πράγμα που θα δημιουργούσε περιπλοκές. Αντίθετα, ο χαρακτηρισμός των προνομίων ως ύλης του δικονομικού 70 Αντίθετα ο Μπέης, Δ 1, σ. 352, ο ίδιος, ΕΕΝ 36, σ.406, κατά τον οποίο τα προνόμια χαρακτηρίζονται ως φύσης ουσιαστικού δικαίου, βλ και επόμενες υποσημειώσεις λίγο παρακάτω. 71 Γέσιου-Φαλτσή, Αναγκαστική Εκτέλεση Ειδικό Μέρος (2001), σ.279. Βλ Νταφούλης, Ζητήματα από τα προνόμια του άρθρου 975 ΚΠολΔ και την ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης δανειστών, σ.819, 824. Βλ επίσης Απαλαγάκη, Ζητήματα διαχρονικού και διατοπικού δικαίου των προνομίων, ιδίως κατά τον ΚΠολΔ, Δ 24 (1993), σ.843 (845-846, 860-862 με ευρύτερη ακόμη θεμελίωση). Επίσης, ΑΠ 153/1996, ΕλλΔνη 38 (1997), σ.554. ΑΠ 7/1995, ΕλλΔνη 37 (1996), σ.332. ΑΠ 21/1994, ΝοΒ 44 (1996), σ.38. ΑΠ 458/1990, ΝοΒ 39 (1991), σ.753-754. 72 Βλ όμως και Απαλαγάκη, ό.π., σ.843, 856-858. Η νομολογία δέχεται μάλιστα ότι τα προνόμια των ενυπόθηκων δανειστών κρίνονται από το νόμο του χρόνου σύστασης της υποθήκης. Βλ και ΕφΘεσ 774/1971, Αρμ ΚΕ (1971), σ.981. 73 Μπέης, Δ 1 (1970), σ.352. Ο ίδιος, ΕΕΝ 36 (1969), σ.406-407. Φρέρης, Προβληματική των προνομίων στην αναγκαστική εκτέλεση, Δ 24 (1993), σ.797, 802. Επίσης βλ ΟλΑΠ 21/1994, ΝοΒ 44 (1996), σ.38. 74 Γέσιου-Φαλτσή, ό.π., σ.279. 75 Βλ αναλυτική παρουσίαση Απαλαγάκη, ό.π., Δ 24 (1993), σ.843, 846επ., όπου και η ιστορική εξέλιξη του ζητήματος. 76 Ο Μπέης όμως, Δ 1 (1970), σ.351-352, ξεκινώντας από τον χαρακτηρισμό των προνομίων ως ρύθμιση ουσιαστικού δικαίου, καταλήγει στην εφαρμογή του δικαίου του χρόνου κατάταξης. Έτσι και ΕφΘεσ 498/1971, Αρμ ΚΕ (1971), σ.786-787. 23
δικαίου, επιβάλλει να κρίνεται η ύπαρξη και η έκτασή τους με βάση το δίκαιο 77 που ισχύει όταν συντάσσεται ο πίνακας κατάταξης 78. Και τούτο διότι η λόγω του προνομίου προτίμηση δεν αποτελεί στοιχείο απαίτησης, αλλά αφορά τη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους, εξαιτίας συνδρομής περισσοτέρων δανειστών 79. Το ίδιο προκύπτει εξάλλου και από την αρχή 77 «Τα προνόμια κρίνονται με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο κατάταξης..» ΑΠ 1340/ 2004, ΕλΔνη 46, σ.1432. ΑΠ 1051/1999, ΕΕΝ 68, σ.41. «Τα προνόμια δεν κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο της γενέσεως του δικαιώματος ή της ενάρξεως της αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά σύμφωνα με αυτόν που ισχύει κατά τον χρόνο της κατατάξεως. Το ίδιο ισχύει και όταν ο υπάλληλος του πλειστηριασμού βραδύνει να συντάξει τον πίνακα κατατάξεως και, εν τω μεταξύ, επέλθει νομοθετική μεταβολή» ΑΠ 411/1999, ΕλΔνη 40 (1999), σ.1547 =ΝοΒ 48 (2000), σ.966. 78 Απαλαγάκη, Ζητήματα διαχρονικού και διατοπικού δικαίου των προνομίων, ιδίως κατά τον ΚΠολΔ, Δ 24 (1993), σ.843, 862-863. Αυτή είναι και η άποψη που επικρατεί στη νομολογία. Βλ ΟλΑΠ 21/1994, ΝοΒ 44 (1996), σ.38, κατά την οποία ρητά τα προνόμια των απαιτήσεων κρίνονται σύμφωνα με το νόμο τον ισχύοντα κατά τον χρόνο σύνταξης του πίνακα κατάταξης ή του λογαριασμού διανομής. Ομοίως «..Τα καθιερούμενα από τους νόμους προνόμια ορισμένων χρηματικών απαιτήσεων, αναφορικά με τη σειρά ικανοποίησής των στον πίνακα κατάταξης για τη διανομή του πλειστηριάσματος, ιεραρχούνται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο τη κατάταξης, και όχι σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο που γεννήθηκε κάθε μία από τις χρηματικές απαιτήσεις που αναγγέλθηκαν προς κατάταξη» ΑΠ 1340/2004, Δ 36, σ.434 με παρατηρήσεις Μπέη =ΧρΙΔ Ε/2005, σ.361.επίσης ΑΠ 41/1999, ΕλΔνη 1999, σ.1547, η οποία μάλιστα υποστηρίζει ότι τούτο ισχύει «..ακόμη και αν ο συμβολαιογράφος βραδύνει να συντάξει τον πίνακα και επέλθει στο μεταξύ νομοθετική μεταβολή εξαιτίας της οποίας μεταβάλλεται η σειρά ικανοποίησης των αναγγελθέντων δανειστών». Ομοίως και ΑΠ 193/1996, ΕλΔνη 1997, σ.554. Βλ επίσης ΑΠ 41/1998 ΕλλΔνη 40 (1999), σ.1547. ΑΠ 153/1996, ΕλλΔνη 38 (1997), σ.554. ΑΠ 7/1995, ΝοΒ 44 (1996), σ.613. Έτσι και Μπέης, Δ 1 (1970), σ.351-352, αν και με άλλη θεμελίωση. 79 Έτσι και χαρακτηριστικά η ΑΠ 458/1990, ΝοΒ 39 (1991), σ.753, με σημείωση Δωρή, η οποία απόφαση αναφέρει ότι «Επειδή οι νόμοι που ρυθμίζουν τη σειρά ικανοποίησης των απαιτήσεων των δανειστών στη διαδικασία της κατάταξης, δεν αφορούν τις ίδιες τις απαιτήσεις ούτε τα εμπράγματα δικαιώματα τα οποία τις εξασφαλίζουν, αλλά τον τρόπο που θα ικανοποιηθούν αυτές από την ομάδα περιουσίας, η οποία υπάρχει κατά τον χρόνο της κατάταξης και για το λόγο αυτό τα προνόμια που καθιερώνονται, κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο αυτό (της κατάταξης), αφού η λόγω του προνομίου προτίμηση δεν αποτελεί στοιχείο της απαίτησης, αλλά αφορά τη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους, λόγω της συνδρομής περισσοτέρων δανειστών, η δε κατά τον ανωτέρω τρόπο ρύθμιση των προνομίων, σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο της κατάταξης, δεν άγει σε ανατροπή εμπραγμάτων δικαιωμάτων, όπως είναι και το δικαίωμα της υποθήκης, που υπήρχαν πριν την ισχύ του νόμου αυτού και επομένως, δεν προσκρούει στις διατάξεις του άρθρου 17 του Συντάγματος για την προστασία της ιδιοκτησίας». Ως προς το πρακτικό ζήτημα που απασχόλησε εδώ τον ΑΠ, αν δηλαδή θα έπρεπε να εφαρμοστεί ή όχι το άρθρο 31 του ν.1545/1985, σύμφωνα με το οποίο -κατά τροποποίηση των αρχικών για τα γενικά προνόμια διατάξεων του ΚΠολΔ- οι προνομιακές απαιτήσεις από εξαρτημένη εργασία ικανοποιούνται από το σύνολο του πλειστηριάσματος και όχι μόνο από το προβλεπόμενο στο άρθρο 977 ΚΠολΔ μέρος του (1/3), επισημαίνει έντονα στη σημείωσή του ο Δωρής, ότι, με απόφαση άλλου τμήματος, δηλαδή την ΑΠ 1901/1990, ΝοΒ 39 (1991), σ.758, ακολουθεί ο ΑΠ εκ διαμέτρου αντίθετη άποψη, και με όχι εντελώς πειστική επιχειρηματολογία. Συγκεκριμένα: σε αντίθεση με την ΑΠ 458/1990, σύμφωνα με την οποία τα κατά την εκτέλεση γενικά προνόμια των άρθρων 975επ. ΚΠολΔ, κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο της κατάταξης, με το ισχυρό ασφαλώς επιχείρημα, που είχε ακολουθήσει και η παλαιότερη νομολογία (βλ. ΑΠ 941/1976, 24