ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Η ΡΕΒΑΝΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΙΣΛΑΜ και Ανάπτυξης εκμεταλλεύθηκε τις υπαρκτές συνωμοσίες των στρατηγών για να εξουδετερώσει όχι μόνο τους εμπλεκόμενους, αλλά και πολιτικούς αντιπάλους του που δεν είχαν αποδεδειγμένη συμμετοχή στα σχέδια πραξικοπήματος ή σε βρόμικες δραστηριότητες. Οι νέες συλλήψεις ανώτατων αξιωματικών υποχρέωσαν τον αρχηγό των ενόπλων δυνάμεων στρατηγό Ισίκ Κοσάνερ και τους αρχηγούς των γενικών επιτελείων Στρατού, Αεροπορίας και Ναυτικού να αντιδράσουν (τέλη Ιουλίου του 2011). Μην έχοντας πια κανένα πολιτικό έρεισμα για πραξικόπημα, απείλησαν με παραίτηση εάν δεν σταματούσαν οι συλλήψεις αξιωματικών για συμμετοχή στο σχέδιο Βαριοπούλα και εμποδίζονταν οι προαγωγές όσων είχαν συλληφθεί. Ο Ερντογάν απέρριψε το διάβημά τους. Η παραίτησή τους, άλλωστε, τον διευκόλυνε να ελέγξει και τη στρατιωτική ηγεσία. Αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων ορίσθηκε ο μέχρι τότε αρχηγός της Στρατοχωροφυλακής στρατηγός Νετζντέτ Οζέλ, γνωστός σκληροπυρηνικός εθνικιστής, αλλά και ένας από τους ελάχιστους ανώτατους αξιωματικούς που ανέπτυξε δεσμούς με το κυβερνών κόμμα. Οι μαζικές αποστρατείες ανώτατων αξιωματικών επέτρεψαν στη νεοοθωμανική κυβέρνηση να βάλει πόδι και στο Γενικό Επιτελείο, αλλά κυρίως να το εξουδετερώσει ως αντίπαλο πόλο εξουσίας. Οικοδομώντας νέο καθεστώς Όλα δείχνουν ότι, στο όνομα του ξηλώματος του κεμαλικού βαθέος κράτους, οι νεοοθωμανοί οικοδομούν το δικό τους κατεστημένο, το οποίο έχει, επίσης, πτυχές βαθέος κράτους. Τοποθετούν συστηματικά σ όλες τις καίριες θέσεις, ειδικά 79
ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΕΡΝΤΟΓΑΝ ΤΙ; στους ευαίσθητους κρατικούς μηχανισμούς, δικά τους στελέχη, τα οποία αναπαράγουν με άλλο ιδεολογικοπολιτικό πρόσημο ένα ουσιαστικά αντιδημοκρατικό καθεστώς. Ο ίδιος ο Ερντογάν, άλλωστε, μπορεί να έλαβε μέτρα εκδημοκρατισμού, αλλά προσωπικά, όσο ενίσχυε την εξουσία του, συμπεριφερόταν ολοένα και με μεγαλύτερο αυταρχισμό. Ειδικά μετά την επανεκλογή του το 2007 συμπεριφέρεται σαν σουλτάνος. Δεν ανέχεται κριτική, συχνά ασκεί φραστική βία εναντίον επικριτών του και δεν διστάζει να στρέφεται με όλα τα μέσα εναντίον των αντιπάλων του. Κατά τη διάρκεια της πρώτης πρωθυπουργικής θητείας του ο Ερντογάν κατέθεσε περισσότερες από εκατό μηνύσεις εναντίον δεκάδων δημοσιογράφων, συγγραφέων, αλλά και βουλευτών της αντιπολίτευσης. Οι περισσότερες μηνύσεις του εναντίον δημοσιογράφων προκλήθηκαν από σκληρή αλλά θεμιτή κριτική. Το 2005 μήνυσε τον γελοιογράφο της αντιπολιτευόμενης εφημερίδας Τζουμχουριέτ Μούσα Καρτ, επειδή τον σκιτσάρισε σαν γάτα μπερδεμένη σ ένα κουβάρι. Ο Ερντογάν έχασε κάποιες από τις δίκες, αλλά κατάφερε να ενσπείρει τον φόβο στους αντιπάλους του. Ας σημειωθεί ότι η Τουρκία κατέχει παγκόσμιο αρνητικό ρεκόρ σε φυλακισμένους δημοσιογράφους για αδικήματα τα οποία συνδέονται με την άσκηση του επαγγέλματός τους. Πολλοί εξ αυτών, μάλιστα, εκτίουν αλλεπάλληλες ποινές φυλάκισης. Η έκθεση της Κομισιόν για την Τουρκία έχει επανειλημμένως ασκήσει κριτική γι αυτό. Δεν είναι, όμως, μόνο αυτό. Μετά την εδραίωση της εξουσίας του ο Ερντογάν επέδειξε την ίδια αντιπάθεια με την κεμαλική στρατογραφειοκρατία για μέτρα ουσιαστικής φιλελευθεροποίησης του πολιτικού και εν γένει του δημόσιου βίου. Είναι ενδεικτικό ότι ο Τούρκος πρωθυπουργός προσπάθησε συστη- 80
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Η ΡΕΒΑΝΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΙΣΛΑΜ ματικά να θέσει υπό τον έλεγχό του όσο το δυνατόν περισσότερα ΜΜΕ και ιδιαιτέρως τα ΜΜΕ που ήλεγχε το κεμαλικό κατεστημένο. Η τακτική του είναι να ασκεί ασφυκτικές πιέσεις στους ιδιοκτήτες, με σκοπό να τους υποχρεώσει να τα πουλήσουν σε επιχειρηματίες οι οποίοι είναι φιλικοί, αν όχι προσδεδεμένοι, στη νεοοθωμανική κυβέρνηση. Με αυτό τον τρόπο απέκτησε τον έλεγχο ΜΜΕ και η αδελφότητα του Γκιουλέν, για την οποία θα μιλήσουμε στη συνέχεια. Ο Ερντογάν κατηγορήθηκε για «κατακτητικές βλέψεις νεοοθωμανικής κοπής» με στόχο την «άλωση των τουρκικών ΜΜΕ με αθέμιτα μέσα». Τον Απρίλιο του 2007 το κρατικό Ταμείο Ασφάλισης των Καταθέσεων προχώρησε σε κατάσχεση του δεύτερου μεγαλύτερου συγκροτήματος ΜΜΕ της Τουρκίας, του συγκροτήματος της Σαμπάχ. Το ελεγχόμενο από την κυβέρνηση Tαμείο το πούλησε στη συνέχεια στον όμιλο Τσαλίκ, ο γενικός διευθυντής του οποίου είναι γαμπρός του πρωθυπουργού! Ο Αχμέτ Τσαλίκ χρηματοδότησε την εξαγορά με δάνεια που πήρε από δύο κρατικές τράπεζες και με τη συμβολή μιας εταιρείας ΜΜΕ με έδρα το Κατάρ, η οποία αγόρασε το 25% των μετοχών του συγκροτήματος της Σαμπάχ. Μεσολαβητής για την επιχειρηματική συνεργασία του ομίλου Τσαλίκ με τον εμίρη του Κατάρ ήταν ο Γκιουλ. Ας σημειωθεί ότι οι υπόλοιποι που κατέθεσαν προσφορές για την εξαγορά του συγκροτήματος της Σαμπάχ αποσύρθηκαν, προφανώς κατόπιν πιέσεων. Περιττό να σημειωθεί ότι υπό τη νέα ιδιοκτησία το συγκρότημα της Σαμπάχ υιοθέτησε ακραιφνώς φιλοκυβερνητική στάση. Ακόμα πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η διαμάχη του Ερντογάν με το μεγαλύτερο συγκρότημα ΜΜΕ της Τουρκίας. Το συγκρότημα του Αϊντίν Ντογάν είχε υπό τον έλεγχό του πάνω από τα μισά ΜΜΕ, τις εφημερίδες Χουριέτ, Μιλιέτ, Ραντι- 81
ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΕΡΝΤΟΓΑΝ ΤΙ; κάλ, Πόστα, την αθλητική Φανατίκ, την αγγλόφωνη Χουριέτ Ντέιλι Νιους, τους τηλεοπτικούς σταθμούς CNN Türk, Kanal D, Star TV, αρκετούς ραδιοφωνικούς σταθμούς και πολλές ιστοσελίδες. Ο αυτοδημιούργητος Ντογάν χρησιμοποιούσε τη δύναμη πυρός που του εξασφάλιζε η μιντιακή αυτοκρατορία του για να ασκεί επιρροή στις κυβερνήσεις και να αποσπά προνομιακή μεταχείριση στις επιχειρηματικές δραστηριότητές του. Ας σημειωθεί ότι είχε υπό τον έλεγχό του σημαντικές επιχειρήσεις στους τομείς της ενέργειας, της βιομηχανίας, του τουρισμού και των τραπεζών. Με άλλα λόγια, ο Ντογάν ήταν η προσωποποίηση της διαπλοκής στην Τουρκία. Για χρόνια διατηρούσε στενές σχέσεις με το τότε πανίσχυρο Γενικό Επιτελείο. Το περιοδικό Νοκτά, μάλιστα, τον είχε κατηγορήσει ότι συνωμοτούσε με τους στρατηγούς για την ανατροπή της κυβέρνησης Ερντογάν. Τα όργανα του συγκροτήματος Ντογάν δεν είχαν όλα επικριτική στάση προς την κυβέρνηση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Η μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα Χουριέτ ήταν έντονα επικριτική, αλλά οι εφημερίδες Μιλιέτ και Ραντικάλ τηρούσαν ισορροπημένη και συχνά εποικοδομητική στάση. Το ποτήρι στις σχέσεις των δύο ανδρών ξεχείλισε το 2008. Το συγκρότημα εξαπέλυσε επίθεση, κατηγορώντας τον Ερντογάν ότι είχε προσωπική εμπλοκή στο σκάνδαλο Ντενίζ Φενερί, το οποίο αφορούσε την παράνομη μεταβίβαση φιλανθρωπικών πόρων που συνελέγησαν με εράνους στη Γερμανία, στο ταμείο του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Ο Ερντογάν απάντησε ότι δέχθηκε την επίθεση επειδή αντιστάθηκε σε επιχειρηματικές απαιτήσεις του Ντογάν. Δεν περιορίσθηκε, όμως, μόνο σ αυτή την καταγγελία. Κήρυξε πόλεμο εναντίον του αντιπάλου του. Τα φιλοκυβερνητικά συγκροτήμα- 82
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Η ΡΕΒΑΝΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΙΣΛΑΜ τα έφεραν στο φως της δημοσιότητας τα άπλυτα του Ντογάν και ειδικότερα τις εκβιαστικές επιχειρηματικές μεθόδους του. Παραλλήλως, οι φορολογικές αρχές επέβαλαν στο συγκρότημα πρόστιμα ύψους μισού δισεκατομμυρίου ευρώ για φοροδιαφυγή. Λίγους μήνες αργότερα (μέσα του 2009) επιβλήθηκαν στο συγκρότημα νέα πρόστιμα που αθροιστικά προσέγγισαν τα 3,7 δισεκατομμύρια δολάρια. Ήταν ξεκάθαρο ότι ο Ερντογάν είχε αποφασίσει με τα εξοντωτικά πρόστιμα να υποχρεώσει τον αντίπαλό του ή να πουλήσει τα υπό τον έλεγχό του ΜΜΕ στο φιλοκυβερνητικό ισλαμικό κεφάλαιο ή να παραδοθεί. Απ αυτή την άποψη, ήταν βάσιμη η καταγγελία του Ντογάν, αλλά και πολλών φιλελεύθερων κύκλων στην Τουρκία, ότι ο πρωθυπουργός προσπαθούσε να επιβάλει τη σιωπή και την υποταγή καταγγελία που βρήκε απήχηση στην Ευρώπη και αποτυπώθηκε και σε σχετική δήλωση του εκπροσώπου της Κομισιόν. Από την άλλη πλευρά, όμως, ήταν εξίσου βάσιμες και εύστοχες οι καταγγελίες του Ερντογάν για τις μεθόδους του βαρόνου των ΜΜΕ και ολιγάρχη του χρήματος. Ο πόλεμος της κυβέρνησης Ερντογάν με τον όμιλο Ντογάν αποτυπώνει όχι μόνο τον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται το παιχνίδι της εξουσίας στην Τουρκία, αλλά και τη συστηματική προσπάθεια των νεοοθωμανών να οικοδομήσουν το δικό τους καθεστώς. Με άλλα λόγια, είναι ενδεικτικός του κυρίαρχου πολιτικού πολιτισμού, κεντρικά στοιχεία του οποίου είναι ο αυταρχισμός, η βεντέτα, η διαπλοκή-διαφθορά και η ανενδοίαστη παραβίαση των θεσμών και των δημοκρατικών κανόνων. Χωρίς αυτές τις πρακτικές, όμως, είναι πολύ αμφίβολο εάν ο Ερντογάν θα είχε καταφέρει να κερδίσει τον πόλεμο με το κεμαλικό κατεστημένο. 83
ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΕΡΝΤΟΓΑΝ ΤΙ; Υπό το βάρος της επίθεσης που δέχθηκε, ο Ντογάν υποχρεώθηκε να αναδιπλωθεί. Στο τέλος του 2010 ο ίδιος παραιτήθηκε, και στην προεδρία του συγκροτήματος προωθήθηκε μία από τις κόρες του. Για να κατευνασθεί ο πρωθυπουργός, είχε παραιτηθεί και ο γενικός διευθυντής του συγκροτήματος Ερτουγρούλ Οζκιόκ, ο οποίος έχει κατηγορηθεί ότι διατηρούσε στενές σχέσεις με την Εργένεκον. Περιττό να αναφερθεί ότι από τότε το συγκρότημα Ντογάν άλλαξε τη στάση του έναντι της κυβέρνησης Ερντογάν. Η αδελφότητα Γκιουλέν Στο σημείο αυτό είναι επιβεβλημένο να εντάξω στην ανάλυση για την πολιτική συνάρτηση της Τουρκίας τον παράγοντα Γκιουλέν. Εάν δεν συνυπολογισθεί αυτός ο παράγοντας, θα χάσουμε τη σχετικά αφανή όψη του πολιτικού Ισλάμ και της πολιτικοεκλογικής επέλασής του στη δεκαετία 2002-2011. Το όνομα Φετουλάχ Γκιουλέν εισέβαλε στο διεθνές προσκήνιο όταν πριν από μερικά χρόνια ψηφίσθηκε από το διεθνές κοινό πρώτος μεταξύ των 100 σημαντικότερων στοχαστών στον κόσμο. Ο Τούρκος ισλαμιστής διανοούμενος και αρχηγός του θρησκευτικού τάγματος Νουρ συγκέντρωσε 500.000 ψήφους, προκαλώντας αμηχανία στους οργανωτές, που ήταν τα περιοδικά Foreign Policy (αμερικανικό) και Prospect (βρετανικό). Όπως είχε συμβεί παλαιότερα και με τον Κεμάλ, η πρωτιά του Γκιουλέν προέκυψε από μια οργανωμένη εκστρατεία των οπαδών του, που ψήφισαν μαζικά. Ο εκδότης του Prospect, μάλιστα, δήλωσε ότι οι οπαδοί του Γκιουλέν μετέτρεψαν την ανοικτή ψηφοφορία σε παρωδία. Ο Γκιουλέν ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως ιμάμης και 84