ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑΤΟΣ Σελίδα 5 από 10 ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Α. Από το κείμενο που σας δίνεται να μεταφράσετε τα αποσπάσματα: «Ταῦτα μὲν γὰρ οἶμαι ἴσασιν γίγνονται καὶ αἱ κολάσεις καὶ αἱ νουθετήσεις» και «Εἰ γὰρ ἐθέλεις ἐννοῆσαι ὁ τοῦτον ἰδὼν κολασθέντα». «Γιατί γνωρίζουν, νομίζω, γι αυτά ότι από τη φύση και την τύχη έρχονται στους ανθρώπους, δηλαδή οι καλές ιδιότητες και οι αντίθετές τους όσα όμως αγαθά με επιμέλεια, άσκηση και διδασκαλία νομίζουν ότι τα αποκτούν οι άνθρωποι, εάν κάποιος δεν έχει αυτά, αλλά τα αντίθετά τους κακά, γι αυτές τις περιπτώσεις, υποθέτω, γίνονται και οι θυμοί και οι τιμωρίες και οι παραινέσεις». «Αν θέλεις πραγματικά να καταλάβεις, Σωκράτη, το να τιμωρεί κανείς αυτούς που αδικούν τι τάχα σημαίνει, αυτό το ίδιο θα σε διδάξει ότι οι άνθρωποι τουλάχιστον πιστεύουν πως η αρετή είναι πράγμα που μπορεί να αποκτηθεί. Γιατί κανείς δεν τιμωρεί αυτούς που αδικούν έχοντας το νου του σε αυτό και εξαιτίας αυτού, επειδή δηλαδή διέπραξε αδίκημα, εκτός αν κάποιος τιμωρεί ασυλλόγιστα όπως ακριβώς ένα θηρίο αυτός όμως που σύμφωνα με τη λογική επιχειρεί να τιμωρεί, δεν τιμωρεί για το αδίκημα που έχει γίνει στο παρελθόν - γιατί δεν μπορεί βέβαια να κάνει αυτό που έγινε να μην έχει γίνει- αλλά για το μέλλον, για να μην αδικήσει πάλι ούτε αυτός ο ίδιος ούτε άλλος που είδε ότι αυτός τιμωρήθηκε». Β1. Ποια άποψη διατυπώνει ο Πρωταγόρας για τα χαρακτηριστικά που οι άνθρωποι έχουν από τη φύση ή από κάποιο τυχαίο γεγονός και πώς αυτά αντιμετωπίζονται από το κοινωνικό σύνολο; Να αξιολογήσετε αυτές τις απόψεις. Ο Πρωταγόρας κάνει λόγο για τα ελαττώματα και τα προτερήματα που προέρχονται από τη φύση και την τύχη και είναι ανεξάρτητα από τη βούληση και την ευθύνη του ανθρώπου (ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου), για να τα αντιπαραθέσει με τα ηθικά καλά και κακά, που οφείλονται στον ίδιο. Με αυτόν τον τρόπο θα δείξει ότι στα πρώτα είναι αδύνατη η παρέμβαση του ανθρώπου, ενώ τα άλλα εξαρτώνται από το ίδιο το άτομο. Αναφέροντας ως παραδείγματα φυσικών ή τυχαίων μειονεκτημάτων την ασχήμια, το μικρό ανάστημα και το ασθενικό σώμα παρατηρεί ότι κανένας δεν οργίζεται με τους ανθρώπους που τα έχουν, αντίθετα όλοι τους λυπούνται. Κανένας δηλαδή δεν προσπαθεί να διορθώσει αυτά τα μειονεκτήματα με τα μέσα της αγωγής: τις νουθεσίες, τη διδασκαλία και τις τιμωρίες. Η διάκριση βέβαια ανάμεσα σε έμφυτα και επίκτητα ελαττώματα είναι δύσκολη γιατί μια σωματική ή ψυχική ασθένεια, που από τον Πρωταγόρα θεωρείται έμφυτο ελάττωμα, ενδέχεται να οφείλεται σε βιολογικούς παράγοντες ή ακόμη και στο περιβάλλον μέσα στο οποίο το άτομο διαβιώνει. Αυτή η ανθρωπιστική στάση είναι πολύ προχωρημένη για εκείνη την
εποχή και δεν απέχει από τη στάση των σημερινών κοινωνιών που δείχνουν περίθαλψη, συμπαράσταση και κατανόηση απέναντι σε κείνους που έχουν φυσικά ελαττώματα ή ακόμα ειδικές ανάγκες. Αυτή η στάση είναι όχι μόνο ηθική αλλά και λογική γιατί οι άνθρωποι αυτοί δεν ευθύνονται για τα μειονεκτήματά τους, ενώ τα ίδια αυτά γίνονται αιτία να νιώθουν ένα συναίσθημα κατωτερότητας. Τα κακά που προέρχονται από τη φύση και τα αντίστοιχα καλά είναι όσα έχει ο άνθρωπος από τη γέννησή του (αναπηρίες, σωματικά ελαττώματα ή ομορφιά, ωραίο παράστημα), ενώ τα κακά που προέρχονται από την τύχη οφείλονται σε αστάθμητους παράγοντες κατά τη διάρκεια της ζωής του (ατυχήματα, αρρώστιες). Β2. Να αναπτύξετε τη θεωρία του Πρωταγόρα σχετικά με την ποινή, όπως καταγράφεται στο παραπάνω κείμενο που σας δίνεται. Στη συνέχεια να αξιολογήσετε την αποδεικτική της ισχύ για το διδακτό της πολιτικής αρετής λαμβάνοντας υπόψη την επικρατούσα αντίληψη για την ποινή στις αρχαιοελληνικές κοινωνίες. Ο Πρωταγόρας υποστηρίζει ότι πρωταρχικός σκοπός της έλλογης («μετὰ λόγου») επιβολής ποινής σε κάποιον που διέπραξε μια έκνομη ενέργεια δεν είναι η εκδίκηση (η ανταπόδοση στο αδίκημα που διαπράχθηκε με την τέλεση μιας εξίσου άδικης πράξης / «οὐδεὶς κολάζει τοὺς ἀδικοῦντας... ὅτι ἠδίκησεν»), αλλά η αποτροπή (η εξάλειψη ή η ελαχιστοποίηση του ενδεχόμενου τέλεσης ανάλογων αξιόποινων πράξεων στο μέλλον, που θα καταστεί δυνατή με το σωφρονισμό του παραβάτη και τον παραδειγματισμό των υπολοίπων μελών του κοινωνικού συνόλου («ἵνα μὴ αὖθις ἀδικήσῃ... ἀποτροπῆς γοῦν ἕνεκα κολάζει»). Αυτό σημαίνει ότι η ποινή έχει παιδαγωγικό / παιδευτικό χαρακτήρα και όχι κατασταλτικό / εκδικητικό, αποτελεί δηλαδή ένα από τα μέσα διδαχής το έσχατο της ηθικής και πολιτικής αρετής σε όσους εκδηλώνουν αντικοινωνική συμπεριφορά. Επομένως, ο σκοπός επιβολής της ποινής αποτελεί ένα πρόσθετο αποδεικτικό στοιχείο του διδακτού της πολιτικής αρετής. Ο σοφιστής εδώ εκφράζει μια ρηξικέλευθη για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο θέση σχετικά με τον παιδευτικό και σωφρονιστικό χαρακτήρα της ποινής, που παρουσιάζει σημαντικές ομοιότητες με τις αντίστοιχες κορυφαίων εκπροσώπων του ευρωπαϊκού διαφωτισμού (Cesare Beccaria). Με βάση αυτή απορρίπτεται η ανταπόδοση/εκδίκηση ως κίνητρο για την επιβολή ποινής καθώς η τελευταία θεωρείται μέσο που συμβάλλει στην ηθική αναμόρφωση του ανθρώπου και κατ' επέκταση στη διδαχή της πολιτικής αρετής. Επομένως, η συγκεκριμένη ιδιότητα μπορεί να μεταδοθεί από άνθρωπο σε άνθρωπο με την κατάλληλη αγωγή και διδασκαλία. Η πολιτεία επιβάλλει ποινή στην περίπτωση που ο πολίτης δεν έχει αποκτήσει σε ικανοποιητικό βαθμό την πολιτική αρετή με τα προσφερόμενα μέσα («ἐπιμέλεια», «ἄσκησις», «διδαχή»). Ο σοφιστής, όμως, προκειμένου να ολοκληρώσει την απόδειξη της θέσης του σχετικά με το διδακτό της «πολιτικής αρετής», ισχυρίζεται ότι όλοι οι σύγχρονοί του αποδίδουν στην Σελίδα 6 από 10
ποινή παιδαγωγικό χαρακτήρα κι ότι κατά συνέπεια επιβάλλουν ποινές σε όσους αδικοπραγούν με σκοπό να τους σωφρονίσουν («Ταύτην οὖν τὴν δόξαν... παρασκευαστὸν εἶναι καὶ διδακτὸν ἀρετήν»). Ο ισχυρισμός του αυτός δεν μπορεί να υιοθετηθεί ανεπιφύλακτα, εφόσον ο ίδιος δεν τον έχει αποδείξει αλλά τον θεωρεί δεδομένο. Αντίθετα, είναι γνωστό πως στις αρχαίες ελληνικές κοινωνίες η ποινή είχε κατασταλτικό και ανταποδοτικό χαρακτήρα. Η αρχή της ανταπόδοσης («τίσις» ή «lex talionis») ως μέσου απονομής της δικαιοσύνης ήταν βαθιά εδραιωμένη στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι με τον τρόπο αυτό (ανταπόδοση σε μια άδικη πράξη με την τέλεση μιας αντίστοιχης / ισοδύναμης προς αυτή αδικοπραγίας) αποκαθίστανται η ηθική τάξη και η κοσμική ισορροπία, που είχαν διασαλευτεί με τη διάπραξη μιας έκνομης ενέργειας. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις, η ανταπόδοση / εκδίκηση δεν θεωρούνταν μόνο αναφαίρετο δικαίωμα αυτού που υπέστη την αδικία (ή των οικείων του) αλλά και απαράβατο θρησκευτικό καθήκον. Ο σοφιστής επομένως χρησιμοποιεί ως αποδεικτικές αρχές στοιχεία που χρήζουν τα ίδια αποδείξεως («σόφισμα λήψεως τοῦ αἰτουμένου»). Β3. «Έτσι, και η πόλη, υπογραμμίζοντας τους νόμους, αυτά τα επινοήματα των καλών, παλαιῶν νομοθετῶν, αναγκάζει και όσους ασκούν ένα αξίωμα και όσους άρχονται να συμμορφώνονται με αυτούς. Εκείνος δε ο οποίος τους παραβαίνει υφίσταται κυρώσεις, και οι κυρώσεις αυτές ονομάζονται, και σε σας εδώ [δηλαδή στην Αθήνα] και σε πολλά άλλα μέρη εὐθύνες, λες και η δικαιοσύνη ξαναβάζει [τον παραβάτη] στην ευθεία». Να συσχετίσετε το σκοπό της έλλογης ποινής που παρουσιάζεται στο πρωτότυπο κείμενο με το τρίτο στάδιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας στην Αθήνα, όπως περιγράφεται στο παραπάνω απόσπασμα. Ο Πρωταγόρας παρουσιάζει το εκπαιδευτικό σύστημα της Αθήνας ως την πλέον λογική απόδειξη για το διδακτό της αρετής. Πρόκειται για ένα ολόκληρο σύστημα που στοχεύει στην καλλιέργεια του κριτικού νου, ο οποίος δε θα υπάρξει ποτέ αποκομμένος από τη ζωή και τα γενικότερα ήθη της κοινωνίας. Στο αποκορύφωμα αυτής της εκπαιδευτικής διαδικασίας έρχεται ο νόμος ως ύψιστος διδάσκαλος της πολιτικής αρετής μέσα από την κοινωνικοπολιτική εμπειρία. Με το νόμο οι πολίτες καταφέρνουν να ευθυγραμμίζονται με τις αρχές και τις δομές της πολιτισμένης κοινωνίας στην οποία διαβιούν. Οι νόμοι είναι ο άριστος τρόπος διαπαιδαγώγησης των πολιτών. Η ύπαρξη και η θρησκευτική ευλαβική υπακοή σε αυτούς αποτελούν τα μοναδικά εχέγγυα για την τάξη και την αρμονία στις κοινωνίες. Δεν πρόκειται για τυχαίες δημιουργίες αλλά επινοήσεις καλών νομοθετών, ώστε να δημιουργούν υποδειγματικούς πολίτες. Η ίδια η πολιτεία επισφραγίζει το εκπαιδευτικό σύστημα με τους νόμους της. Ο πολίτης υποχρεώνεται να μαθαίνει και να ρυθμίζει τη ζωή του με τους νόμους. Για αυτό μάλιστα αυτοί αναγράφονταν σε ξύλινες πινακίδες και Σελίδα 7 από 10
τοποθετούνταν σε δημόσιο χώρο να διαβάζονται από όλους τους πολίτες. Με την υπακοή σε αυτούς, οι πολίτες μπορούσαν να αναπτύξουν μεταξύ τους σχέσεις συνεργασίας, αλληλεγγύης και αλληλοσεβασμού. Αυτοί οριοθετούν τα πλαίσια δράσης των πολιτών και απαιτούν πλήρη συμμόρφωση και από όσους άρχονται αλλά ασφαλώς και από όσους άρχουν. Ιδανικός είναι ο πολίτης που διοικεί και διοικείται σωστά, πειθαρχεί και πειθαρχείται από τους ανωτέρους του. Τα μέσα που χρησιμοποιούνται είναι - όπως σε κάθε περίπτωση - ήπια και καταναγκαστικά, ή η προαιρετική υπακοή σε αυτούς ή ο θεσμός των ευθυνών. Ευθύνες ήταν η λογοδοσία ενός δημόσιου λειτουργού, στο τέλος της θητείας του για τις ενέργειές του στους ειδικούς λειτουργούς του κράτους. Η ζωή λοιπόν του πολίτη είναι μια συνεχής πορεία εκμάθησης της αρετής. Σε αυτήν η τιμωρία έχει τη δική της συμβολή δεδομένου ότι αποτελεί απευκταίο, αλλά κάποτε αναγκαστικό μέσο διδασκαλίας της ενδεδειγμένης πολιτικής και κοινωνικής παρουσίας. Η έλλογη ποινή λειτουργεί αποτρεπτικά και καλλιεργεί ηθικά τους πολίτες. Μέσα από αυτήν οι πολίτες ανακτούν την ευκαιρία για μια υγιή πολιτική ζωή και για περαιτέρω καλλιέργεια της ευβουλίας που τόσο επιθυμούν να αποκτήσουν. Μέσω και αυτής επέρχεται συνολικά η σωφροσύνη και η δικαιοσύνη και οι άνθρωποι μπορούν να γίνουν καλύτεροι αναπτύσσοντας συνεργατικές κοινωνικές σχέσεις. Β4. Να προσδιορίσετε το περιεχόμενο και τη λειτουργία της διάλεξης ως σοφιστικής μεθόδου προσέγγισης της αλήθειας. Βλ. εισαγωγή σχολικού βιβλίου, σελ. 57 («Αντίθετα, η αναζήτηση της αλήθειας»). Β5. Να γράψετε από ένα ομόρριζο ουσιαστικό στα νέα ελληνικά (απλό ή σύνθετο) από τις παρακάτω λέξεις: διδάσκει, ἴσασιν, ἔχῃ, ἡγοῦνται, ἐπιχειρῶν, παρεληλυθότος, κολασθέντα, συμβουλεύοντος, ἀποδέδεικται, φαίνεται. διδάσκει: διδασκαλία ἴσασιν: ιστορία ἔχῃ: σχολείο ἡγοῦνται: καθηγητής ἐπιχειρῶν: διαχείριση παρεληλυθότος: ερχομός κολασθέντα: κόλαση συμβουλεύοντος:συμβουλή ἀποδέδεικται: υπόδειξη φαίνεται: έμφαση Σελίδα 8 από 10
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Γ1. Να μεταφράσετε το κείμενο που σας δίνεται. Αυτή βέβαια, η συνέλευση του λαού κλήθηκε (για να αποφασίσει) για τη δική μας προετοιμασία, με ποιο τρόπο πρέπει να εκπλεύσουμε στη Σικελία εγώ ωστόσο, νομίζω ότι πρέπει να σκεφτούμε ακόμη για αυτό το ίδιο το θέμα (για την ουσία αυτού του ζητήματος), εάν δηλαδή, είναι συμφέρον να στείλουμε τα πλοία μας, και να μην αναλάβουμε κατόπιν τόσο βραχείας σκέψης για σπουδαία ζητήματα, έναν πόλεμο που δε μας αφορά, παρασυρόμενοι από ξένους. Και βέβαια, αυτό (η εκστρατεία) σε μένα τουλάχιστον, φέρει τιμή και για τη δική μου ζωή φοβάμαι λιγότερο από κάθε άλλον άνθρωπο, αν και θεωρώ ότι είναι ομοίως (εξ ίσου) καλός πολίτης, όποιος τυχόν προνοεί και για τη ζωή του και για την περιουσία του γιατί κυρίως, ένας τέτοιος άνθρωπος θέλει χάριν του προσωπικού του συμφέροντος να ευδοκιμούν και τα πράγματα της πόλεως. Γ2. Για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις του κειμένου να γράψετε τον τύπο που σας ζητείται: τὰς ναῦς: δοτική ενικού και πληθυντικού αριθμού: τῇ νηί, ταῖς ναυσὶ(ν) βραχείᾳ βουλῇ: ονομαστική πληθυντικού αριθμού: αἱ βραχεῖαι βουλαὶ μεγάλων πραγμάτων: αιτιατική ενικού αριθμού: τὸ μέγα πρᾶγμα τοιούτου: αιτιατική ενικού και πληθυντικού αριθμού στο ουδέτερο γένος: τοιοῦτο(ν), τοιαῦτα ἐμαυτοῦ: η ίδια πτώση στον άλλο αριθμό και στα άλλα δύο πρόσωπα: ὑμῶν αὐτῶν, ἑαυτῶν - σφῶν αὐτῶν - αὑτῶν ξυνελέγη: β ενικό ευκτικής και προστακτικής στο χρόνο και τη φωνή που βρίσκεται: ξυλλεγείης, ξυλλέγηθι σκέψασθαι: ο ίδιος τύπος στον ενεστώτα και στον παρακείμενο: σκοπεῖσθαι (ή και σκοπεῖν), ἐσκέφθαι πειθομένους: γ πληθυντικό οριστικής παρατατικού και μέλλοντα στην ίδια φωνή: ἐπείθοντο, πείσονται ἄρασθαι: β ενικό οριστικής ενεστώτα και μέλλοντα στην ίδια φωνή: αἴρει (αἴρῃ), ἀρῇ (ἀρεῖ) νομίζων: ο ίδιος τύπος στο μέλλοντα και τον αόριστο στην ίδια φωνή: νομιῶν, νομίσας Γ3.α)Να χαρακτηρίσετε συντακτικά τους παρακάτω όρους: ἐμοί, σκέψασθαι, βουλῇ, ἀνδράσιν, πόλεμον, ἑτέρων. ἐμοί: δοτική προσωπική από το απρόσωπο ρ. δοκεῖ. σκέψασθαι: τελικό απαρέμφατο, υποκείμενο στο χρῆναι. βουλῇ: δοτική, ως επιρρηματικός προσδιορισμός του τρόπου στο ἄρασθαι. Σελίδα 9 από 10
ἀνδράσιν: αντικείμενο στη μτχ. πειθομένους. πόλεμον: αντικείμενο στο απαρέμφατο ἄρασθαι. ἑτέρων: γενική συγκριτική από το επιρρ. ἧσσον. Γ3.β) «Καίτοι ἔγωγε ὀρθοῦσθαι»: στο συγκεκριμένο απόσπασμα αφού βρείτε και χαρακτηρίσετε συντακτικά τις προτάσεις που περιέχουν ἄν (κύριες ή δευτερεύουσες), να αναφερθείτε στο είδος του που υπάρχει σ αυτές. ὅς ἄν καὶ τοῦ σώματός τι και τῆς οὐσίας προνοῆται: δευτερεύουσα, αναφορικήυποθετική πρόταση. Εκφέρεται με αοριστολογικό ἄν συντασσόμενο με υποτακτική (προνοῆται) γιατί λανθάνει υποθετικός λόγος που δηλώνει την αόριστη επανάληψη στο παρόν-μέλλον. μάλιστα γὰρ ἄν ὁ τοιοῦτος καὶ τὰ τῆς πόλεως δι ἑαυτὸν βούλοιτο ὁρθοῦσθαι: κύρια πρόταση κρίσεως. Εκφέρεται με δυνητική ευκτική [δυνητικό ἄν + ευκτική (βούλοιτο)] γιατί δηλώνει το δυνατόν να γίνει στο παρόν-μέλλον. Σελίδα 10 από 10