ηµήτρης Θεοδωρόπουλος /ντής φωτογραφίας, επ. Καθηγητής ΑΠΘ thinktank@ath.forthnet.gr - www.theodoropoulos.info «Τι είναι ο (ψηφιακός) κινηµατογράφος;»: σχετικά µε την Panasonic AG AF-101 Qu est-ce que le cinéma? 1 αναρωτιόταν ο André Bazin, περίπου µισό αιώνα πίσω, καθώς σήµερα (επαν)εξετάζουµε, άλλη µία ψηφιακή κινηµατογραφική µηχανή λήψης, που ανήκει στην οικογένεια του νέου standard, που αποτελούν πλέον οι µηχανές µονού αισθητήρα (single-chip cameras). Κοντά στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, το φθινόπωρο του 2010, παρουσιάστηκαν οι νέες εκδοχές της Red, της µηχανής λήψης που άλλαξε τα δεδοµένα στον ψηφιακό κινηµατογράφο, Scarlet & Epic, η Sony F3, η «Panny», ενώ ένα χρόνο ακριβώς αργότερα, η Canon C300 (έπεται η 4Κ-C500). Σαφώς σε µία οικονοµική κατηγορία παραπάνω, η σειρά µοντέλων της Arri Alexa, αλλά κι η Sony F35 κι αργότερα η F65, όπως κι οι πιο «εξειδικευµένες» Phantom, Weisscam, ενώ κυριάρχησε η χρήση των «φωτογραφικών» HDSLR µε τις Canon 7 & 5D, (τώρα Μκ III), προστίθεται δε και η Nikon D800, "En-face", Panasonic AG AF-101, πλήρες σετ µε Matte-box Proaim & Follow-focus Genus, σε κεφαλή Secced-Reach 1
καθώς αναµένεται η επίσηµη εµφάνιση της Blackmagic Digital Camera. Όλος αυτός ο εξοπλισµός, προτείνεται πλέον για τη δηµιουργία «ταινιών», καθώς παράλληλα, καταργείται η συµβατική διανοµή στις αίθουσες από celluloid, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, ενώ ως τα µέσα του 2013, προβλέπεται στις ΗΠΑ αµιγώς ψηφιακή διανοµή (60% των αιθουσών αυτήν την περίοδο). Κάπου εκεί, η Panasonic AF-101, µία ιδιαίτερα αξιόλογη προσέγγιση, δεν πρόλαβε να... αξιολογηθεί σωστά, κάτι που αντίθετα στο techno-lust που απαιτεί συνεχή ενηµέρωση σε εξοπλισµό πριν ακόµα ενταχθεί δηµιουργικά στο χώρο της εικόνας, θα επιχειρήσουµε να κάνουµε µε χαρακτηριστική καθυστέρηση, τοποθετώντας τη συγκεκριµένη κά- µερα στις απαιτήσεις του σύγχρονου ψηφιακού πλέον κινηµατογράφου. Ας προστεθεί εδώ, πως το 2011 αποτελεί ένα συµβολικό ορόσηµο στο χώρο της κινούµενης εικόνας, καθώς σηµατοδοτεί τη χρονιά που σταµάτησαν να κατασκευάζονται κινηµατογραφικές µηχανές λήψης µε φιλµ... Το µέγεθος του αισθητήρα, η ευαισθησία και το προτεινόµενο format. Πρόκειται για το m4/3 (micro four-thirds), format που προτείνει η Panasonic σε συνεργασία µε την Olympus. Κύριο θετικό στοιχείο, µία πληθώρα (φωτογραφικών) φακών που σχεδιάστηκαν από τις Olympus/Panasonic, αλλά και η πιθανότητα χρήσεων φακών Leica & Voigtlander είτε µε αντάπτορα είτε απ ευθείας σχεδιασµένους για το format όπως ο VG-25mm f/0.95, αλλά και ο περίφηµος SLR Magic Hyperprime 12mm f/1.6, ενώ σαφώς προτείνονται και αντίστοιχοι αντάπτορες για τη σειρά Zeiss CP2, ενώ κι η ίδια η κάµερα δέχεται το PLmount (µε σχετικό αντάπτορα). Το m4/3, είναι ακριβώς το µισό από το φωτογραφικό 24x36, µε crop factor 2x (2.1 για την ακρίβεια), πρόκειται συνεπώς για το κλασικό κινηµατογραφικό format (ελάχιστα µικρότερο από το super-35mm π.χ. των Sony F3 & Canon C300)... Ας παρατηρήσουµε µία σειρά απεικονίσεων-εκδοχών, των διαφόρων πιθανοτήτων που προτείνονται, καθώς το µέγεθος του αισθητήρα είναι ίσως η σηµαντικότερη αισθητική, τεχνική αλλά και καλλιτεχνική απόφαση, σε συνδυασµό µε τη χρήση/επιλογή των φακών κινηµατογραφικών ή φωτογραφικών. Εδώ η κύρια διαφορά ας «δεχτούµε» πως παραµένει καθαρά χρηστική, ξεπερνώντας προβληµατισµούς για αναλυτική δύναµη ή και ποιότητα κατασκευής: στους κινηµατογραφικούς φακούς, οι αποστάσεις των ενδείξεων εστίασης έχουν σαφή διαχωρισµό όπως και ευρύτερη περιστροφή, επιτρέποντας ακριβέστερη αλλά και ελαστικότερη παρακολούθηση της σχέσης εστίασης/δράσης. Αντίθετα στους καθαρά φωτογραφικούς, οι αποστάσεις είναι χαρακτηριστικά εγγύτερες, µε αποτέλεσµα αδυναµία σε µεγαλύτερες ιδιαίτερα εστιακές αποστάσεις, «αόρατης» (στον θεατή) διόρθωσης των επιλογών εστίασης. Σαφώς η προαναφερθείσα «αδυναµία», αποτέλεσε τελικά ένα νέο δείγµα «άποψης», κύρια στην πρώτη περίοδο χρήσης των HDSLR φωτογραφικών µηχανών για κινού- µενη εικόνα, µε χαρακτηριστικό φαινόµενο που προέκυπτε από το µεγαλύτερο µέγεθος αισθητήρα (µεγάλος αισθητήρας/χαµηλό βάθος πεδίου), ένα συνεχές «ψάξιµο» στις διορθώσεις (follow-focus), ιδιαίτερα στο πεδίο των µουσικών-βίντεο, όπου οι µηχανές αυτές χρησιµοποιήθηκαν κατά κόρον... Όµως, η εικόνα του ψηφιακού πλέον κινηµατογράφου έχει αλλάξει και µαζί κι οι αφηγηµατικές πιθανότητες. Στον καταιγισµό υπερπαραγωγών 2D & 3D, αµερικάνικων σήριαλ µε ιδιαίτερα εξεζητηµένη εικόνα και αφηγηµατική δοµή, ταινιών «καταστροφών» και δράσης, «διεθνών»-συµπαραγωγών, αντιστέκονται κατασκευές «DIY», ενώ απέναντι από το σινεµά του James Cameron, παρουσιάζονται είτε οι αναζητήσεις του Guy Maddin που «γυρίζει» σε ασπρόµαυρο πλέον ψηφιακό, Keyhole, 2012, µε Sony F3 (όπως κι ο Μαχαιροβγάλτης, 2011, του Γιάννη Οικονοµίδη µε Red-1), είτε ένα χειροποίητο σινεµασκόπ προερχόµενο από µία Bolex 16mm µε αναµορφικό αντάπτορα, ασπρόµαυρο εµφανισµένο στην... κουζίνα του δηµιουργού του (Two years at sea, 2012, Ben Rivers), ενώ ιδιαίτερη προσέγγιση στην οπτική καταγραφή της αφήγησης παρατηρείται ευρηµατικά και στην ταινία από τη Βραζιλία Casa de Alice, 2007, Chico Teixeira, όπου η κινηµατογράφηση έχει καθαρά φωτογραφική (στατική) αισθητική, στην αντιµετώπιση του κάδρου αλλά και του φωτός-σαν συνθήκη, ενώ από το καθαρά στατικό κάδρο χαρακτηρίζεται 81
Συγκριτικοί πίνακες εκδοχών διαφόρων µεγεθών αισθητήρων. κι ο προαναφερθείς Μαχαιροβγάλτης. Το µέγεθος του αισθητήρα σε συνδυασµό µε το µέγεθος των εικονοστοιχείων, συνεπάγεται ευκρίνεια αρχικά, ευαισθησία κύρια κι εδώ παρατηρεί κανείς πως η Panasonic σε γκάµα ευαισθησίας 200-3200 ASA (cinemode) δεν παρουσιάζει αλλαγές στην ποιότητα της εικόνας (ως τα 1600 κατά την εκτίµησή µας). Με άλλα λόγια µπορεί κανείς να την κατατάξει σε µία κάµερα βασικής ευαισθησίας 800 ASA, ενώ κι ένα «stop» πάνω, η ποιότητα παραµένει αναλοίωτη ή µε ανεκτό επίπεδο θορύβου. Το µενού προτείνει διάφορες εκδοχές ρυθµίσεων εικόνας, παραµένοντας κάπως «βασικό» µε την καλή έννοια, ενώ η ύπαρξη επιλογής B&W, για ασπρόµαυρη κινηµατογράφηση είναι πραγµατικά σηµαντική. Ας θυ- µηθούµε πως και η καινούργια φωτογραφική κάµεραfetisch, Leica M-10, αλλά κι η Σουηδική ψηφιακή κινη- µατογραφική Ikonoscope προτείνονται µε αποκλειστικά «µονόχρωµο» αισθητήρα, η τελευταία προς τιµήν του Carl Dreyer 2 (A-cam DII Panchromatic Edition Carl T. Dreyer). Εύκολα κανείς αντιλαµβάνεται τις πιθανότητες εκδοχών, ενώ ήδη στο διαδίκτυο προτείνονται πολλές ρυθµίσεις. Οι επιλογές µας για το συγκεκριµένο τεστ, ήταν οι προτάσεις της Abel-cinetech (http://blog.abelcine.com/2011/04/06/af100-scenefiles-created-by-abelcine/), που πράγµατι στο monitor φαίνονταν ορθές: η εφαρµογή µας ήταν πάνω στις προτεινόµενες scene-file 1 & 2 και συνίστανται στις παρακάτω προδιαγραφές... Επιλογή CLEAN-LOOK, µε σκεπτικό την καθαρότερη εικόνα σε επίπεδα θορύβου. Αποτελείται από NORM 2 color matrix όπως και µειωµένη επιλογή detail, ο συνδυασµός των οποίων µειώνει χαρακτηριστικά τον θόρυβο. Ελάχιστη αύξηση του Coring, που µειώνει τη λεπτοµέρεια που προστίθεται στο θόρυβο. Επιλογή gamma mode Cine V, που προσφέρει καλή δυναµική ευρύτητα, διατηρώντας ικανή αντίθεση-contrast. Για πρόσθετο contrast, προτείνεται µείωση του Master Pedestal κατά (-)2. Αναλυτικά ότι παραλείπεται στο µηδέν ή εργοστασιακή ρύθµιση: Detail: -5 V. Detail: -5 Detail Coring: +2 Chroma Level: 0 Master Ped: -2 Gamma: Cine V Matrix: Norm 2 Επιλογή RANGE για πλέον αυξηµένη δυναµική ευρύτητα µε βάση το CLEAN-LOOK. Κύρια αλλαγή η επιλογή gamma mode Cine D, που προσφέρει περισσότερη πληροφορία και στα highlights αλλά και στη χαµηλή πλευρά (σκιά) της εικόνας. Εν συνεχεία αύξηση του Master Pedestal κατά (+) 2, ανεβάζοντας τη στάθµη των µαύρων λίγο ακόµα. Μείωση chroma level κατά (-) 2 για µεγαλύτερο περιθώριο παρεµβάσεων κατά τη χρωµατική διόρθωση, µε αποτέλεσµα κάπως flat εικόνα, ας τη χαρακτηρίσουµε τύπου-log.αναλυτικά και πάλι: Detail: -5 V. Detail: -5 Detail Coring: +2 Chroma Level: -2 Master Ped: +2 Gamma: Cine D Matrix: Norm 2 82
Οι φακοί Συνειδητά επιλέξαµε να χρησιµοποιήσουµε φωτογραφικούς φακούς, που αρχικά συνάδουν περισσότερο µε την αξία της µηχανής (προϋπολογισµός), καθώς θεωρούµε δεδοµένο πως οι «ορθά» σχεδιασµένοι για το «σινεµά» κινηµατογραφικοί, έχουν πολλαπλάσιο του σώµατος κόστος, απευθυνόµενοι συνεπώς σε άλλου είδους χρήστες, άλλης «αξίας-παραγωγής». Σαφώς πρόκειται για κατά κάποιο τρόπο λιτή αλλά και περιοριστική προσέγγιση, που όµως ανταποκρίνεται όλο και περισσότερο στην (κινηµατογραφική) πραγµατικότητα όπως διαµορφώνεται (και) από τις συνθήκες της περίφηµης οικονοµικής κρίσης. Το κύριο πρόβληµα της δυσκολίας στην εστίαση βέβαια, αντιπαρέρχεται η ύπαρξη focus-assist, που σε συνδυασµό µε την επιλογή υψηλής ευαισθησίας, οδηγεί σε διαφράγµατα που καλύπτουν την έλλειψη ευελιξίας απλά πρέπει να προσαρµόζεται κανείς σε νέο τρόπο σκέψης δηµιουργικής χρήσης του βάθους πεδίου. Με την κάµερα µας προσφέρθηκαν δύο Lumix-zoom, 14-140 f/4-5.8 & 7-14mm f/4. Η γκάµα που προτείνεται από τους δύο αυτούς µεταβλητής εστιακής απόστασης φακούς είναι πράγµατι υποδειγµατική. ΟΜΩΣ: η φωτεινότητα είναι κύρια για γυρίσµατα εξωτερικά. Σαφώς η ανεκτή ευαισθησία στα ISO-1600 επιτρέπει ιδιαίτερα σε ντοκιµαντερίστικης αισθητικής γυρίσµατα λήψεις και µε αυτά τα ανοίγµατα διαφραγµάτων, παρ όλα αυτά είναι περιοριστικά. Ας δούµε όµως τα θετικά, ιδιαίτερα στον λιγότερο ευαίσθητο στο φως 14-140, που πράγµατι προσφέρει σηµαντική ποικιλία εστιακών αποστάσεων. Η λειτουργία auto-focus (και σε συνδυασµό µε focusassist) είναι εξαιρετική! Όχι τόσο το auto-iris, καθώς εδώ η εσωτερική ρύθµιση από την κάµερα, δηµιουργεί µία «σκαλωτή» αίσθηση. Πραγµατοποιώντας λήψεις όµως στον τηλεφακό, µε τον ατέρµονης εστίασης σχεδιασµό του συγκεκριµένου φακού, η σωστή σχέση που προκύπτει από τον αυτοµατισµό είναι αληθινά πολύ χρήσιµη. Τέλος πρόκειται για ευκρινέστατο φακό, χρήσιµο για τα εξωτερικά γυρίσµατα, σαν variable-prime κύρια καθώς είναι σαφώς «φωτογραφικός», δηλαδή δεν είναι χρήσιµος για κινήσεις τύπου zoom-in & out, όµως αποτελεί «εργαλείο» γι αυτό ακριβώς που είναι. Τα ίδια από τεχνικής/κατασκευαστικής άποψης ισχύουν και για τον 7-14: κατά τι φωτεινότερος, ενώ πράγµατι σ αυτήν την γκάµα εστιακών αποστάσεων «υπερευρυγωνίων», δεν προσφέρονται φακοί σε χαρακτηριστικά µεγαλύτερη φωτεινότητα, εκτός ίσως από τον SLRMagic Hyperprime 12mm, f/1.6. Ιδιαίτερα χρήσιµος φακός, ελάχιστη γεωµετρική παραµόρφωση, για το m4/3 format που προτείνεται, ίσως απαραίτητος, µε κάποια δυσκολία σε χρήσης εσωτερικών µε χαµηλές φωτιστικές συνθήκες. Άποψή µας πως οι δύο Lumix, σε συνδυασµό µε ένα µικρό σετ 12-25-50 «φλατ» φακών µε διαφράγµατα τύπου 1.5-2, αποτελούν έναν έξοχο συνδυασµό για οποιονδήποτε τύπο γυρισµάτων. Ο συγκεκριµένος αισθητήρας, έχει ανάγκη ενεργοποίησης των εικονοστοιχείων από φωτόνια, ακόµα περισσότερο Ένα πλήρες σύστηµα Anton Bauer που περιλαµβάνει το ευφιές Stasis-Flex, µπαταρία Εlip-Z 10K, τα φωτιστικά σώµατα Eled-Z & Elight-Z.
Το Samurai της Atomos. καθώς το pitch ανήκει σε «µεσαίο» ας το χαρακτηρίσουµε µέγεθος (τη στιγµή που υπάρχουν αισθητήρες µε pixel-pitch, 6.4µm - συνθήκη που θα αναπτυχθεί στο πεδίο της εγγραφής), διαφορετικά και σε συνδυασµό µε την συµπίεση του codec, είναι επιρρεπής στον «θόρυβο». Eγγραφή, dynamic range, latitude Εγγραφή προβλέπεται σε κάρτες τύπου SD/SDHC/SDXC (δύο είσοδοι) ως 64GB, µε codec AVCHD συµπίεσης χρώµατος 4:2:0, 8-bit, 24mbps. Οι έξοδοι HD-SDI & HDMI προσφέρουν δυνατότητα «ασυµπίεστου» 8-bit και πάλι, 4:2:2 1080/60i (HDMI) ή 1080 24P (SDI), καθώς η AG-AF101 προτείνει AVCCAM (AVCHD) format, MPEG-4/H.264 που συνίσταται σε 24Mb/s, 8- bit 4:2:0 στην υψηλότερη ποιότητα («PH») επιλογής. Εν ολίγοις η εγγραφή στην κάµερα παραµένει κάπως περιοριστική, µε µεγαλύτερη εκµετάλλευση του MOS αισθητήρα 12.4 Megapixel-18 x 13mm, 4700x2644 pixels (ενεργά 17.8 x 10mm 16/9, 4288x2848 pixelsανάλυσης), µε µέγεθος 4.4µm (pixel-pitch/micrometers), µόνο µέσω εξωτερικού εγγραφέα (πχ Nanoflash/Ki-pro/Hyperdeck-Shuttle/Atomos-Ninja, στα 50mbps που απαιτούνται ως µίνιµουµ από το BBC). Ευρύτητα έκθεσης (latitude) περίπου στα 10 διαφράγµατα (για την ακρίβεια 10.2, στο περίφηµο single-chip evaluation test της Zacuto3), 4.3 «στοπ» υπερ-έκθεσης & 5.9 υποέκθεσης, σύνολο δέκα περίπου «στοπ» δυναµικής ευρύτητας, µε βάση ευαισθησίας τα 800ASA. Εδώ ας προστεθεί πως 8-bit επιτρέπει στον codec-εγγραφής, «αποτύπωση» 256 αποχρώσεων γκρίζου, ενώ 10-bit codec αναλύει ως 1.024 υποδιαιρέσεις. Ας αναφερθούµε λίγο στα ζητήµατα εγγραφής καθώς στον σύγχρονο ψηφιακό κόσµο, αποτελούν το κύριο πεδίο προβληµατισµού: η ποιότητα εικόνας εγγράφεται σε 24Mb/s. Το προτέρηµα της συγκεκριµένης Panasonic αποτελεί η Progressive εγγραφή όπως και οι έξοδοι, HDMI out and HDSDI out (SDI σηµαίνει Serial Digital Interface). Πρόκειται για το επαγγελµατικό standard για transfer υλικού HD. Επιτρέπει στην µηχανή λήψης να προσφέρει την υψηλότερη δυνατή ποιότητα εικόνας από τον αισθητήρα, στέλνοντας ένα ασυµπίεστο σήµα προκειµένου να εγγραφεί από σύστηµα εγγραφής HDSDI στα προαναφερθέντα πιθανά συστήµατα σε χαρακτηριστικά υψηλότερα bit-rates. Αντί για εσωτερική εγγραφή από την κάµερα στα 24Mb/s, προβλέπεται εγγραφή σε επίπεδα 280Mb/s. Κάτι τέτοιο σηµαίνει απλά πως η εικόνα εγγράφεται δέκα (10) φορές ταχύτερα από τον εσωτερικό codec της µηχανής λήψης, όπως και µε χαρακτηριστικά περισσότερη πληροφορία στο χρώµα. Ο σχεδιασµός-η χρηστικότητα Ας πάρουµε τα πράγµατα από την αρχή: πριν από µία δεκαετία περίπου, η Panasonic παρουσίασε στο περιβάλλον mini-dv, την περίφηµη DVX-100, αργότερα την 100 A, για να οδηγηθεί στην HVX-200 στο περιβάλλον P-2 πλέον, εκδοχές της οποίας αποτέλεσαν η 151 & 84
171. Όλες αυτές οι µηχανές λήψης αποτέλεσαν εξελίξεις του πρώτου µοντέλου, που εµφανίστηκε µε φακό Leica, ιδιαίτερα υψηλού επιπέδου και βοήθησαν στη δηµιουργία εξαιρετικών ντοκιµαντέρ για την τηλεόραση και το σινεµά, όπως και για ταινίες µυθοπλασίας, ιδιαίτερα όταν χρησιµοποιήθηκαν µε αντάπτορες για φακούς 35mm. Όλες οι προαναφερθείσες µηχανές λήψης, ανήκουν στο επίπεδο των τριών CCD 1/3 της ίντσας. ιαθέτουν εξαιρετικές κατασκευές, ουσιαστικά το ίδιο σχεδιαστικά σώµα, µε τον ίδιο φακό και βελτιώσεις χρηστικές κύρια ή στο επίπεδο ευκρίνειας των οφθαλ- µοσκοπίων, στις εξόδους για ήχο ή και για εγγραφή σε εξωτερικούς δίσκους, όπως και µε παραλλαγές στο σύστηµα εγγραφής: DV, HDV, P2, SDHCcards, πάντα µε το zoom-leica Dicomar. Ο σχεδιασµός παρέµενε βασικά ο ίδιος, µε τις εξελίξεις που περιγράψαµε, αργές και βασικές σύµφωνα µε τις ανάγκες που προέκυπταν από την εµπειρία των χρηστών, ενώ οδήγησαν σε πωλήσεις µόνο στην Ελλάδα τουλάχιστον 500 τεµαχίων σε ετήσια βάση, την τελευταία δεκαετία... H πρώτη επαφή µε την AG AF 101, φέρνει σιγά-σιγά µνήµες από αυτές τις µηχανές λήψης, ιδιαίτερα αν έχει κανείς κάποια χρόνια να «συνεργαστεί» µε την HVX- 200 ας πούµε, την πλέον ολοκληρωµένη και µακροβιότερη από τις προαναφερθείσες, εξέλιξη της οποίας αποτελεί σήµερα η «250». Όσοι από εµάς έχουν συνηθίσει άλλες πρόσφατες εκδοχές τύπου 35mm «singlesensor- cameras», θα πάρουν κάποιο χρόνο ως να ξυπνήσουν οι µνήµες εξοικείωσης, κύρια στο επίπεδο της εστίασης, όπου έχουν καταγραφεί διάφορες κριτικές για ελλείψεις διευκολύνσεων τύπου, µεγέθυνση της εικόνας, ποικίλες χρωµατικές εκδοχές «focus-assist» (η συγκεκριµένη Panasonic προτείνει false-color στην εστίαση, µίας επιλογής µε κόκκινη χροιά µόνον, κάπως «µονότονη» και δύσκολη επιλογή σε θερµές φωτιστικές συνθήκες, ή /και µε θερµά στοιχεία στο κάδρο, λευκό ή και µπλε περίγραµµα θα προσέφερε καλύτερο διαχωρισµό, µαζί µε ένα peaking στο monitor/viewfinder που προσφέρεται επίσης). Πράγ- µατι λείπουν αρκετά στοιχεία που υπάρχουν σε άλλες µηχανές λήψης, χαρακτηριστικά υψηλότερου προϋπολογισµού όµως... Εδώ ο σχεδιασµός βασίστηκε σε όλα τα προηγούµενα µοντέλα, εκτιµώντας προφανώς, πως όσοι συνήθισαν να δουλεύουν σ αυτό το επίπεδο, θα προσαρµοστούν άνετα σ αυτά τα δεδοµένα. Απλά χρειάζεται λίγος χρόνος. Άλλο στοιχείο: λιγότερα «κουµπιά» για πολλαπλές χρήσεις... Καθώς κι εδώ έχουµε αναπροσαρµόσει τις προσεγγίσεις µας σε δεκάδες buttons που περιµένουν να τους προσδιορίσουµε χρηστικότητα, το σώµα στην κάµερα έχει χαρακτηριστικά λιγότερα µε εκδοχές χρήσεων, πχ ανάλογα µε τον χρόνο που θα πιεστεί το καθένα... Θέµα συνήθειας κι αυτή η συνθήκη-είναι εύκολο να ζητά κανείς τα πάντα αλλά και να κρατιέται ο προϋπολογισµός χαµηλά και πράγµατι η συγκεκριµένη µηχανή λήψης προσφέρει σε µισό ή 1/3 ή και ¼ σε σχέση µε ανταγωνιστικά προϊόντα, το ίδιο κατά κάποιον τρόπο επίπεδο εικόνας (HD), µε λιγότερες χρηστικές παραλλαγές - θα πρέπει να γίνει κατανοητό αυτό σαν γεγονός. Η προσέγγισή µας ήταν/είναι κριτική µεν, συνειδητοποιηµένη δε, καθώς στο σύνολο, η συγκεκριµένη πρόταση έχει πολλά προτερήµατα που ξεπερνούν, κάποιες «καλές» συνήθειες που έχουµε πλέον αποκτήσει. Το φινίρισµα του σώµατος, είναι πλαστικό µεν, πληθωρικό δε. Αποδείχτηκε τελικά ότι όλα αυτά τα πλαστικά ενισχυµένα µε διάφορα κράµατα σώµατα είναι ιδιαίτερα ανθεκτικά - Ιαπωνικής αισθητικής -. εν υπάρχει κάτι στριµωγµένο, ενώ πράγµατι χρειάζεται προσεκτική µελέτη του manual για µία σειρά από µικροεπιλογές που προξενούν «άγχος», το οποίο διορθώνεται δια της µελέτης... Παράδειγµα, στην επιλογή SDI-out ON, δεν παραµένει ανοιχτό το viewfinder ταυτόχρονα µε το monitor: πρέπει να ναι το SDI-off... Ο παλµογράφος έξοχος, αλλά θα µπορούσε να ναι µικρότερος (στενότερος), καθώς όταν επιλέγεται καταλαµβάνει ως διπλοτυπία όλο το κάδρο. Όµως, ας είµαστε ευτυχείς που υπάρχει παλµογράφος (και βεκτροσκόπιο και Zebra φυσικά κ.λπ.)! Εν γένει ελαφριά κατασκευή, µε όλο το πλαϊνό µέρος (χερούλι µε λουράκιβίντεο τύπου) αφαιρούµενο (όπως και το επάνω µέρος του σώµατος) όπου µπορούν να προσαρµοστούν αυτό που λέγεται third-party προσεγγίσεις για συστήµατα στήριξης και υποβόηθησης. Υπάρχει εξ άλλου πληθώρα ανα τον κόσµο κατασκευαστικών προσεγγίσεων πλέον, ιδιαίτερα µετά την επανάσταση των HDSLR. Εν γένει πρόκειται για έναν σχεδιασµό, που µε τις κατάλληλες προσθήκες αξεσουάρ υποστήριξης, όπως και µε καλούς κινηµατογραφικούς φακούς (π.χ. το υπέροχο «κοντό» zoom της Angenieux 15-40mm, εδώ µε το crop-factor οδηγεί σε µία ιδεώδη γκάµα πράγµατι εστιακών αποστάσεων / µπορεί να γυριστεί «ολόκληρη» ταινία µαζί του) βάσεις, follow-focus, όπως κι ένα εξωτερικό σύστηµα εγγραφής, οδηγεί σε µία υποδειγµατική µηχανή λήψης για «µεγάλου-µήκους» προσέγγιση παραγωγής ή/και για entrylevel δηµιουργία προσωπικού σετ εξοπλισµού, καθώς οι δυνατότητες του αισθητήρα σε επίπεδο HD είναι υψηλότατες και στα σίγουρα σαφώς χρηστικότερες από όλη την προσέγγιση HDSLR. Άλλη εκδοχή χρήσης, εκτός από 85
"Profil", Panasonic AG AF-101, πλήρες σετ µε Matte-box Proaim, το σωστά σχεδιασµένο Follow-focus µε το πρακτικότατο µεταβλητό γρανάζι & Rail Genus, επίσης ο φακός Lumix 14-140mm, σε κεφαλή Secced-Reach 1. ένα πιθανό studio-configuration, η πιο «ταπεινή» προσέγγιση µε εξοπλισµό «βασικό», δηλαδή καλής ποιότητας φωτογραφικούς φακούς (Zeiss-Leica- Voigtlander-Canon-Nikon-Tokina-Samyang-Olympus- Panasonic) µε µία γκάµα 12-25-50mm, µπορεί να προσφέρει στον ανεξάρτητο κινηµατογραφιστή ξεχωριστή ποιότητα εικόνας, ενώ εδώ πράγµατι αναδεικνύεται το m4/3-format σαν µία νέα αξία, µεγέθους χαρακτηριστικά µεγαλύτερου από το super-16mm ή τα 2/3 της ίντσας κι ελάχιστα µικρότερου (αµελητέα ως προς τις εστιακές αποστάσεις) από τα 35mm. Πρόκειται για ένα µέγεθος αισθητήρα που περιέχει ικανό αριθµό pixels και για ανάλυση αλλά και για ευαισθησία. Εν τέλει... Στα εξωτερικά γυρίσµατα, µε επιλογή ευαισθησίας στα 200 ASA, γενικά υψηλή η ευκρίνεια, απουσία φαινοµένων aliasing σε στοιχεία ιδιαίτερα λεπτά µε λεπτοµέρειες όπως λουλούδια, φύλλα, πευκοβελόνες, δεν παρατηρεί κανείς κανένα προβληµατικό artifact. Ιδιαίτερη προσοχή στην έκθεση, καθώς η υπερεκτεθηµένη πλευρά της εικόνας «κλιπάρει» ακαριαία, µε κάπως ωµά αποτελέσµατα στους τόνους δέρµατος, για παράδειγµα σε συνθήκη κάθετου ηµερήσιου φωτός. Επίσης παρατηρείται µία χροιά κιτρινωπή στις περιοχές υπερέκθεσης του πεδίου. Ίσως δε η συνθήκη του Pictureprofile «Clean» που αναπτύξαµε νωρίτερα, να περιέχει πολύ χρώµα, ιδιαίτερα µε έµφαση στο κόκκινο. Η επιλογή 400 ASA (παντα για «εξωτερικά-µέρα») σε συνδυασµό µε το Picture-Profile «Range», χαρακτηριστικά χαµηλότερου κοντράστ, πιο «παστέλ» χρωµατική γκάµα, οδηγεί σε χαρακτηριστικά φωτογενέστερη εικόνα, λιγότερο «video-like» από την προαναφερθείσα συνθήκη των 200 ASA που αναλύσαµε. Ας προστεθεί όµως, πως καίτοι η γκάµα αυτή προτείνεται για µεγαλύτερο περιθώριο επεξεργασίας εικόνας, το χαµηλό codec δεν επιτρέπει δραµατικές παρεµβάσεις. Οι πράσινες περιοχές σε ένα κήπο για παράδειγµα, µε το ωµό, κάθετο, πρώτης καλοκαιρινής συνθήκης φως του Ιούνη, είναι ικανοποιητικές, ενώ προκύπτει πως τα 400 ASA δεν οδηγούν σε θόρυβο, αντίθετα προσφέρουν µία καθαρότερη, µεγαλύτερης δυναµικής ευρύτητας εικόνα. Μας δόθηκε η ευκαιρία σ αυτά τα εξωτερικά να κάνουµε και λήψεις «ασυµπίεστες» µε το Atomos- 86
Samourai, µέσω θύρας HDSDI. Καθαρή εικόνα, ευκρινής, ωραία οθόνη επίσης (HD), λειτουργικότατο µενού, Όµως, συγκρίνοντας την εικόνα µε το 4:2:0 της µηχανής λήψης στις SD-κάρτες, δεν αλλάζει κάτι «συνταρακτικά»... Στο έξοχο περιβάλλον της Davinci-Resolve, δεν φάνηκε να προσφέρεται περισσότερο πεδίο επεξεργασίας, στο υλικό 4:2:2 που προτείνεται από το Atomos. Σε συνθήκες «εσωτερικού-ηµερήσιου», µε διάχυτο, µαλακό φως, είτε στα 400 είτε στα 800 είτε στα 1600 ASA, δεν αλλάζει τίποτε από πλευράς θορύβου στην εικόνα κι αυτό είναι ιδιαίτερα σηµαντικό, ακόµα περισσότερο µε τους κάπως αργούς φακούς που χρησιµοποιήσαµε. Ένα γενικό συµπέρασµα θα µπορούσε να αποτελέσει η συνειδητοποίηση πως η καλύτερη εικόνα που παίρνει κανείς από την κάµερα, είναι αυτή της πρωτότυπης κινηµατογράφησης, δηλαδή µε προσεκτική ορθή έκθεση, προστατεύοντας σαφώς τα «highlights», έχοντας δε ικανή πληροφορία στα «shadow-areas». Αυτές οι σταθερές, σε συνδυασµό µε υψηλής ευκρίνειας φακούς, µπορούν να δηµιουργήσουν την καλύτερη δυνατή ποιότητα εικόνας, που όταν είναι υψηλού κοντράστ θυµίζει «video», ενώ σε πλέον «µαλακή» επιλογή, προσφέρει φωτογενέστερα-«filmic» αποτελέσµατα. Γενικά προκύπτει µία soft-αισθητική, που ταιριάζει σε πιο ελεγχόµενες φωτιστικές συνθήκες. O 14-140 Lumix ιδιαίτερα ευκρινής, ενώ ο υπερευρυγώνιος 7-14, στην πλέον ευρυγώνια θέση του, στο χα- µηλότερο άνοιγµά του f/4, µας παρουσίασε κάποια αµυδρά aliasing φαινόµενα, σε σειρά λήψεων στις χορδές ενός υπέροχου χειροποίητου Πορτογαλέζικου cello. Εδώ ας προστεθεί πως συνθήκες λήψεων µε ασπρόµαυρη επιλογή και «Range» (χαµηλό κοντράστ), σε συνδυασµό µε χαµηλό κοντράστ και στον φωτισµό, δεν αποτελούν την ιδανικότερη εικαστική προσέγγιση... To «Resolve» επαναφέρει όµορφα τα γαλακτώδη µαύρα, ενώ πράγµατι υπερεκτεθηµένες περιοχές (πχ παράθυρα), αντέχουν, όπως και τα coatings των Lumix φακών, µε αποτέλεσµα ιδιαίτερη τύπου φωτογραφικού φιλµ Ilford, B&W εικόνα. Είναι αλήθεια, πως υπάρχουν πλέον µηχανές λήψης που προσφέρουν ιδιαίτερα ευκρινή εικόνα, κι εδώ η Panasonic δεν προσφέρει κάτι καινούργιο. Προτείνεται όµως µία µηχανή λήψης «βασική», χαµηλού προϋπολογισµού, φαινοµενικά απλή στη χρήση της, που απαιτείται όµως να µελετηθεί ιδιαίτερα η προδιαγραφή που προσφέρει ο αισθητήρας της, για να καταγραφεί µία εικόνα που τελικά έχει στιλ, κοντά στο χαµηλού κοντράστ κινηµατογραφικό φιλµ Fuji Eterna- 400T. Σε συνδυασµό µε υψηλού επιπέδου φακούς και σωστή έκθεση στα όρια της δυναµικής της ευρύτητας, σίγουρα έχει µία εικαστικότητα, ιδιαίτερα χρήσιµη, στην αναζήτηση για τη δηµιουργική προσέγγιση στην εικόνα. Χρήσιµοι ιστότοποι http://marvelsfilm.wordpress.com/2011/08/08/ panny-af100-af101-flat-picture-style-forcinematiclook/ http://www.abelcine.com/fov/ http://blog.abelcine.com/2011/01/14/your-af100- questions-answered/ http://www.dvxuser.com/v6/showthread.php? 260461-FS100-and-AF100-compared http://pro-av.panasonic.net/en/af100_guide/ index.html Αξιολόγηση περιφερειακού εξοπλισµού [Authorwave] To περιβάλλον Davinci-Resolve για επεξεργασία εικόνας είναι πράγµατι υποδειγµατικό, προσφέροντας ιλιγγιώδεις δηµιουργικές πιθανότητες, ταχύτητα επιλογών, αλλά και λειτουργικότητα στις εικαστικές επιλογές. [BLK] Εκτός από τους φακούς Lumix και φυσικά την κά- µερα Panasonic AG AF-101 που παρουσιάσαµε αναλυτικά, µας προτάθηκαν αρκετά παρελκόµενα. Το σύστηµα follow-focus & βάση της Genus σε συνδυασµό µε το (rotating & 2-stage/δύο φιλτροθήκες) mattebox της Proaim, αποτελούν εξαιρετικές επιλογές: στιβαρές κατασκευές, καθαρά σταµατήµατα χωρίς «τζόγο», ενώ το γαλάζιο µεταβλητό γρανάζι (focus-gear) που προσφέρεται για τοποθέτηση σε ποικίλα µεγέθη φωτογραφικών φακών (lens-barrel), είναι ευρηµατικά σχεδιασµένο µε το κούµπωµα που προσφέρει. Ίσως οι Lumix να υποφέρουν κάπως λόγω της ατέρµονης συνθήκης στην εστίαση και τα µαλακά πλαστικά µέρη: νιώθαµε πως το µεταβλητό γρανάζι πίεζε αρκετά τον φακό, κάνοντας πιο σφικτή την µεταβολή εστίασης, καθώς όπως θίξαµε το Genus-σύστηµα είναι στιβαρότατο (θετικά). Ευχάριστη έκπληξη το LED της Farseeing: µικρός όγκος κι ελαφριά κατασκευή, µεταβλητή θερµοκρασία χρώµατος (daylight & tungsten), dimmer, αλλά κύρια πολύ-πολύ φως! Τέλος κι ως «ανακλώµενο» (π.χ. στο ταβάνι, σε µικρό πεδίο βέβαια), προσφέρει ένα πολύ φυσικό «γέµισµα» σε διάχυτη φωτιστική συνθήκη. Το monitor της Ruige: εξαιρετικός σχεδιασµός βάσης κι ενίσχυσης µεταλλικής (σαν κάδρο) του σώµατος, απλές ρυθµίσεις, έξοχη ευκρίνεια, διαχωρισµός χρώ- µατος, κοντράστ. Μοναδική παρατήρηση µία κάποια καθυστέρηση σαν ιδιόµορφο refresh-rate/delay στην εικόνα, υποδειγµατικό όµως για color-correction, 87
To περιβάλλον color-correction της Authorwave, µε το Davinci Resolve και το µόνιτορ που δοκιµάστηκε της Ruige TLS2400HD 24". όπως και σηµαντικός ο λόγος προϋπολογισµού-ποιότητας HD. To τριπόδι κι η κεφαλή της Secced, Reach-1, είναι υψηλού επιπέδου κατασκευές, µε έξοχη θήκη επίσης που προστατεύει έξυπνα τα ευαίσθητα µέρη. Το 3 x 3 +3 (για το tilt/κάθετη κίνηση), ικανότατο για µηχανές λήψης HDSLR ως και ελαφρές Digi-Cine σαν την AG AF 101 και άλλες βέβαια, η κεφαλή υποδειγµατική για χρήση µε τηλεφακό αλλά και για αργές-µαλακές πανοραµικές κινήσεις, ενώ το βάρος του τριπόδου είναι κάπως µεγάλο (µε την καλή έννοια) για τέτοια µεγέθη µηχανών λήψεως, µε αποτέλεσµα σταθερότερη κίνηση, όπως κι αίσθηση στιβαρότητας κι αντοχής, τύπου 2- stage επίσης. [Calavitis] Το µικρό φωτιστικό σώµα Elight-Z (tungsten) µε υπέροχο σύστηµα µεταβολής ύψους, προτείνεται για «γέµισµα» (fill-light) στο πρόσωπο σε χρήση on-board, αλλά και για οποιαδήποτε «ερµητική» ας την χαρακτηρίσουµε εφαρµογή (π.χ. φωτισµός σε ασανσέρ), ενώ και το LED Anton/Bauer της σειράς Ζ είναι αληθινά υψηλών δυνατοτήτων για το µέγεθός του: µικρό panel Eled-Z µε περισσότερες λυχνίες, προσφέρει περισσότερο µαλακό κι απλωµένο φως είτε για τις προαναφερθείσες είτε για άλλες πιθανές φωτιστικές συνθήκες: απαραίτητα εργαλεία αµφότερα µε ιδιαίτερα προσεγµένα αξεσουάρ. Ας σταθούµε τέλος στο υποδειγµατικό Stasis-Flex: µε την έλευση όλων των «boxy» ψηφιακών µηχανών λήψεων την τελευταία δεκαετία, όπως και µε τις DSLR, έχουν παρουσιαστεί πολλοί σχεδιασµοί για χρήση «µηχανής στο χέρι ή στον ώµο». Αυτός όµως ξεχωρίζει: πρόκειται για έναν πολύσπαστο βραχίονα που άλλοτε 88 Το Davinci Resolve σε χρωµατικές αναζητήσεις. κλειδώνει κι άλλοτε αποτελεί µία χαλαρή υποστήριξη µε διαφορετικές επιλογές ύψους γωνίας λήψης επίσης, απλά ευρηµατική σκέψη-εκτέλεση(!!!), σε συνδυασµό µε βάση για τον ώµο που προσαρµόζεται στον όγκο σώµατος του χρήστη, όπως κι ένα εύκαµπτο, επίσης υποδειγµατικά σχεδιασµένο χερούλι, Egrip-Z, που λειτουργεί είτε σε συνδυασµό µε το Stasis-Flex σαν handgrip, στη βάση του, είτε ανεξάρτητα (http://www.antonbauer.com/products/lines/stasis).
Τέλος η µπαταρία Elip-Z 10K: άλλη µία ιδιαίτερα λειτουργική λύση/βάση τροφοδοσίας Anton/Bauer, που τοποθετείται στην βάση της κεφαλής (και µε quick-release), ενώ από πάνω υποδέχεται τη µηχανή λήψης, προσφέροντας τεράστια αυτονοµία (και για τα on-board φώτα), χωρίς να επηρεάζει την εργονοµία του συστή- µατος που επιλέγεται, όπως και την ευελιξία του γυρίσµατος. Το νέο 2-stage τριπόδι/κεφαλή που προτείνει η Sachtler, Ace-system, είναι ιδιαίτερα ευέλικτο κι ελαφρύ, µε 3x3 «πανοραµίκ-βερτικάλ» και 5x counter-balance: κατασκευασµένο από νέα ενισχυ- µένα fiberglass µέρη, είναι χαµηλού προϋπολογισµού, 1: «Τι είναι ο κινηµατογράφος;», Editions du Cerf, 1976 & 1985-επανέκδοση, 372 σελίδες. Συλλογή άρθρων του Bazin, κριτικού-guru του κινηµατογράφου, ιδρυτή των Cahiers du cinéma, πνευµατικού πατέρα της γαλλικής nouvelle-vague, την οποία δεν «πρόλαβε» στην µεγάλη οθόνη, καθώς ο θάνατος του (1958) προηγήθηκε των ντε- µπούτων του Truffaut, Les 400 coups, 1959 και του Godard, εξαιρετικής ποιότητας πάντα. Ιδεώδες για τις νέες ψηφιακές µηχανές, ενώ ας µην ξεχνάµε την παράδοση της εταιρίας αλλά και την υψηλή αξία µεταπώλησης. Η κίνηση fluid, µε έξοχα µαλακά σταµατήµατα / «σβησί- µατα», tilt 90 0. Σηµασία στη λεπτοµέρεια, µε πρόβλεψη για έξτρα- βίδες διαφόρων µεγεθών ανάλογα µε τη βάση της µηχανής λήψης, τοποθετηµένων µε λειτουργικό τρόπο στη βάση της κεφαλής, ενώ κι ο τρόπος που ρυθµίζει κανείς το αλφάδι µε µακρύ λεπτό χερούλι από κάτω, πραγµατικά µελετηµένος. Πάρα πολύ καλή θήκη επίσης, µε όµορφο σχεδιασµό, υψηλής προστασίας για τον εξοπλισµό. Au bout de souffle, 1960. 2: Μία υποδειγµατική ιστοσελίδα µε πλήρη συγκέντρωση υλικού που τον αφορά: http://english.carlthdreyer.dk/ 3: http://www.zacuto.com/the-great-camera-shootout- 2011/episode-one ιδιαίτερα σηµαντικό τεστ σε τρία µέρη, Ιούνιος 2011. Sachtler-Ace, εξαιρετική κεφαλή & 2-stage τρίποδο. Οι εταιρίες που συνεργάστηκαν στην παρουσίαση Authorwave: µοντάζ & επεξεργασία εικόνας, περιβάλλον Premiere Pro CS5 σε MacPro 8-core & Vista 64-bit, Color correction Davinci Resolve σε Mac µε Leopard, δηµιουργία DCP (digital cine-package). BLK: κάµερα (Panasonic AG-AF101), φακοί (Lumix 14-140mm & 7-14mm), τριπόδι/κεφαλή Secced-Reach 1, φωτιστικό σώµα LED Farseeing 3200Κ/5600Κ, fieldmonitor Datavideo TLM-700HD & monitor για color-correction Ruige [ Ruige TLS2400HD 24" http://blk.gr/pdfs/ruige/tl-2400.pdf ], αντάπτορας Adaptimax για Nikon & Canon φακούς, Mattebox Proaim, Follow Focus Genus & Rail Genus. Calavitis: τριπόδι/κεφαλή Sachtler Ace System, φωτιστικά σώµατα Anton/Bauer LED Eled- Z & Τungsten Elight-Z, σύστηµα υποβόηθησης Stasis-Flex, Anton/Bauer & Egrip-Z, µπαταρία ElipZ-10K. Θερµές ευχαριστίες, για τη στήριξη στην πραγµατοποίηση αυτής της έρευνας, στους: Πάνο Μπίσδα για το περιβάλλον επεξεργασίας εικόνας και τη διαχείριση των αρχείων, το νέο συνάδελφο Αλέξη Καπιδάκη για τις δηµιουργικές του παρατηρήσεις και τη βοήθεια στα γυρίσµατα, το συνάδελφο Γιώργο Ταρναρά που προσέφερε το Atomos-Samourai αλλά και το χρόνο του, τον Απόστολο Κωλέτση για τον εξοπλισµό εικόνας, το Στέφανο Καλαβίτη & το Χρίστο Πρωτογερόπουλο για τα διάφορα υπέροχα αξεσουάρ! 89