ΤΖΟΥΑΝΕΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ Στον καιρό της σχόλης (L Occio) Αναμνήσεις από την Κρήτη του 17ου αιώνα Εισαγωγή και σχολιασμός ALFRED VINCENT Μετάφραση του Occio και επιμέλεια ΝΑΤΑΛΙΑ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΑΚΗ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ Ιδρυτική δωρεά Παγκρητικής Ενώσεως Αμερικής ΗΡΑΚΛΕΙΟ 2012
ΠANEΠIΣTHMIAKEΣ EKΔOΣEIΣ KPHTHΣ Ίδρυμα Tεχνολογίας και Έρευνας Ηράκλειο Kρήτης, T.Θ. 1385, 711 10. Tηλ. 2810 391097, Fax: 2810 391085 Αθήνα: Κλεισόβης 3, 106 77. Tηλ. 210 3849020-23, Fax: 210 3301583 e-mail: info@cup.gr www.cup.gr ΣΕΙΡΑ: ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ / ΙΣΤΟΡΙΑ Διευθυντής σειράς: Γ. Μ. ΣΗΦΑΚΗΣ Τίτλος πρωτοτύπου: L Occio, by Zuanne Papadopoli 2007 Hellenic Institute of Byzantine and Post-byzantine Studies in Venice για την ελληνική γλώσσα: 2010 Πα νε πι στη μια κες Εκ δοσεις Κρη της Εισαγωγή και σχολιασμός: Alfred Vincent Μετάφραση του Occio και επιμέλεια: Ναταλία Δεληγιαννάκη Εκτύ πω ση & βιβλιοδεσία: Τυποκρετα Σχεδιασμός εξω φύλ λου: Βάσω Αβραμοπούλου ISBN 978-960-524-390-6
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πρόλογος της Χρύσας Μαλτέζου...11 Ευχαριστίες...13 Σημείωμα της μεταφράστριας...15 ΕΙΣΑΓΩΓΗ...17 Ένας άνθρωπος με αναμνήσεις, 17 Η ανακάλυψη του Ότσιο και η εκδοτική του ιστορία, 25 Η επο χή και ο βίος του Τζουάνε Παπαδόπουλου, 26 Τα κείμενα του Τζουάνε, 37 Η γλώσσα του Ότσιο, 41 Στον καιρό της σχόλης....43 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ...181 Εικόνες...277 Πίνακας ελληνικών λέξεων....291 Γενικό ευρετήριο...295 Βιβλιογραφία...307
ΠΡΟΛΟΓΟΣ To Eλληνικό Ινστιτούτο Βενετίας βρίσκεται, όπως είναι γνωστό, στην πρωτοπορία των σπουδών που αφορούν την εποχή της βενετοκρατίας στον ελληνικό χώρο, μείζονα περίοδο της ελληνικής ιστορίας. Χάρη στις έρευνες που πραγματοποιούν οι υπότροφοι και συνεργάτες του έχει συντελεστεί διαπλάτυνση του πεδίου παρατήρησης και έχει επιχειρηθεί αλλαγή στη θεώρηση της περιόδου, με αποτέλεσμα να ευνοηθεί πολλαπλώς και ποικιλοτρόπως το ερευνητικό τοπίο. Το επιστημονικό έργο του ιδρύματος εκτείνεται ακόμη και στον τομέα της έκδοσης πρωτογενών πηγών με την αδιάκοπη πλούσια προσφορά προς την ερευνητική κοινότητα εργαλείων έρευνας. Στην τελευταία αυτή δραστηριότητά του εντάσσεται η έκδοση των απομνημονευμάτων του Ιωάννη Παπαδόπουλου, ενός Κρητικού πρόσφυγα στην Ιταλία, στα οποία καθρεφτίζεται η κοινωνική πραγματικότητα που είχε διαμορφωθεί στον Χάνδακα στο τέλος της βενετοκρατίας. Προλογίζοντας το 2007 την πρώτη έκδοση, με αγγλική μετάφραση, είχα επισημάνει ότι τα απομνημονεύματα αποτελούν μια εξαιρετικά χρήσιμη δεξαμενή πληροφοριών για την έρευνα του βενετικού παρελθόντος της μεγαλονήσου. Με την πρωτοβουλία των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης, τα απομνημονεύματα μεταφρασμένα από τα ιταλικά στα ελληνικά απευθύνονται τώρα σ ένα ευρύ κοινό, που θα έχει τη δυνατότητα να αντλήσει από τη δεξαμενή του Παπαδόπουλου πληθώρα ειδήσεων για την καθημερινή ζωή στο Κάστρο πριν από την εισβολή και επικράτηση των Τούρκων στο νησί. Ευχαριστίες οφείλονται στον εκδότη των απομνημονευμάτων αγαπητό συνάδελφο και φίλο, γνωστό για τις εξαίρετες έρευνες και μελέτες του, κύριο Alfred Vincent, o oποίος προσέφερε την πολύτιμη εμπειρία του και στη νέα έκδοση, παρακολουθώντας όλα τα στάδια της προετοιμασίας της, στη μεταφράστρια κυρία Ναταλία Δεληγιαννάκη για την ευσυνείδητη εργασία της και βεβαίως στον 11
Στον καιρό της σχόλης κύριο Στέφανο Τραχανά, διευθυντή των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης, για το ενδιαφέρον του. Με εύλογη λοιπόν ικανοποίηση παρουσιάζω στους φιλίστορες και σε ένα ευρύτερα καλλιεργημένο κοινό την ελληνική μετάφραση των απομνημονευμάτων του Τζουάνε Παπαδόπουλου. Χρυσα Μαλτεζου Διευθύντρια Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας 12
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Αισθάνομαι απέραντη ευγνωμοσύνη για τον αείμνηστο Νίκο Παναγιωτάκη, ο οποίος ως Διευθυντής του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας με ενθάρρυνε να αναλάβω τη μελέτη και έκδοση των απομνημονευμάτων του Τζουάνε Παπαδόπουλου και με βοήθησε με τις συμβουλές και την ηθική του συμπαράσταση σε κάθε στάδιο, μέχρι τον πρόωρο θάνατό του το 1997. Χρωστώ επίσης βαθύτατη ευγνωμοσύνη στην καθηγήτρια Χρύσα Μαλτέζου, που διαδέχθηκε τον Νίκο Παναγιωτάκη στη διεύθυνση του Ινστιτούτου και φιλοξένησε την κριτική έκδοση του κειμένου, με αγγλική μετάφραση, στη σειρά δημοσιευμάτων του ιδρύματος (= Papadopoli 2007 βλ. παρακάτω, Βιβλιογραφία, σ. 327). Η ύπαρξη της ελληνικής αυτής έκδοσης του Ότσιο οφείλεται στην άδεια που δόθηκε πρόθυμα από το Ινστιτούτο και τη διευθύντριά του, για την οποία εκφράζω και από δω την ευγνωμοσύνη μου. Στη διάρκεια των ερευνών μου για τον Παπαδόπουλο και το βιβλίο του φιλοξενήθηκα αρκετές φορές στο Ινστιτούτο είχα έτσι την ευκαιρία όχι μόνο να μελετήσω διεξοδικά το χειρόγραφο του έργου, που φυλάσσεται στο Μουσείο Κορρέρ της ίδιας πόλης, αλλά και, παράλληλα, να χρησιμοποιήσω την υπέροχη βιβλιοθήκη του Ινστιτούτου. Στη βιβλιοθηκάριο δρα Δέσποινα Βλάσση και σε όλο το προσωπικό του Ινστιτούτου εκφράζω και από δω την ειλικρινή μου ευγνωμοσύνη. Στη Βενετία συμβουλεύθηκα πολυάριθμες αρχειακές σειρές στο Κρατικό Αρχείο, καθώς και κώδικες και έγγραφα στο Μουσείο Κορρέρ και τη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη, ενώ στο Ηράκλειο χρησιμοποίησα το αρχείο μικροταινιών και άλλο υλικό στη Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη στο προσωπικό των ιδρυμάτων αυτών οφείλω θερμές ευχαριστίες. Στο προσωπικό του Ιστορικού Μουσείου Κρήτης θέλω να εκφράσω την ειλικρινή μου ευγνωμοσύνη για την πρόθυμη και πολύτιμη συνδρομή τους στην εξεύρεση εικονογραφικού υλικού. Ευχαριστώ επίσης θερμά τον κ. Burkhard Traeger για 13
Στον καιρό της σχόλης την άδεια χρήσης του χάρτη του Χάνδακα από τον Μανέα Κλόντζα, που βρίσκεται στη συλλογή του. Ο πλήρης κατάλογος των συναδέλφων και φίλων που έχουν συμβάλει με διάφορους τρόπους στην ολοκλήρωση του εγχειρήματος θα ήταν πάρα πολύ μεγάλος. Ανάμεσα στα πρόσωπα που θα ήθελα να αναφέρω ιδιαίτερα είναι ο αείμνηστος καθηγητής Manlio Cortelazzo και ο καθηγητής Massimo Peri στην Πάδοβα ο καθηγητής Cristiano Luciani στη Ρώμη ο κ. Silvio Trambaiolo στο Σύδνεϋ ο καθηγητής Γεω πονίας Ζαχαρίας Κυπριωτάκης ο αείμνηστος χημικός-οινολόγος Γιώργος Δεληγιαννάκης ο καθηγητής Μωυσής Μυλωνάς στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας στο Ηράκλειο και οι συνάδελφοί του δρ Κατερίνα Βαρδινογιάννη, δρ Πέτρος Λυμπεράκης και κ. Μιχάλης Δρετάκης οι φίλοι και συνάδελφοι δρ Ηλίας Αναγνωστάκης, κα Ελένη Βαρβεράκη, δρ Ρένα Βλαχάκη, κ. Μανόλης Δρακάκης, δρ Τασούλα Μαρκομιχελάκη, κ. Δημήτρης Μίντζας, δρ Βίκη Παναγιωτοπούλου- Δουλαβέρα, δρ Ιωάννα Στεριώτου, η δρ Άννα Στραταριδάκη και ο πατέρας της κ. Γιάννης Στραταριδάκης. Ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη οφείλω στη φίλη δρα Ναταλία Δεληγιαννάκη, που εκπόνησε την ελληνική μετάφραση του κειμένου του Παπαδόπουλου και ανέλαβε τη φιλολογική επιμέλεια ολόκληρου του βιβλίου. Με τις πολυάριθμες τροποποιήσεις και διορθώσεις που πρότεινε στα κείμενα της Εισαγωγής και των Σημειώσεων η κα Δεληγιαννάκη επέφερε σημαντικές βελτιώσεις. Και, last but not least, ευχαριστώ θερμά τον διευθυντή των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης κ. Στέφανο Τραχανά, που δέχτηκε με ενθουσιασμό να συμπεριλάβει το Ότσιο στο πρόγραμμα των εκδόσεών τους, καθώς και το έμπειρο και αφοσιωμένο προσωπικό των ΠΕΚ, στο οποίο οφείλεται η ολοκλήρωση του εκδοτικού εγχειρήματος. Φυσικά, για όσα λάθη, αβλεψίες και παραλείψεις δεν διορθώθηκαν στην παρούσα έκδοση, έχει ο γράφων την αποκλειστική ευθύνη. Alfred Vincent 14
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΡΙΑΣ Όταν εντελώς αστόχαστα, μια βραδιά πριν από πολλά χρόνια σε φιλικό σπίτι του Ηρακλείου, πρότεινα στον αγαπητό Alfred Vincent να μεταφράσω τα αποσπάσματα του Ότσιο που είχε διαλέξει για τον τόμο στη μνήμη του αξέχαστου Μενέλαου Παρλαμά, δεν μπορούσα να φανταστώ το μακρύ και γοητευτικό ταξίδι στο παρελθόν της πόλης μου που μόλις άρχιζε. Γιατί ο Alfred, με τη γνωστή ευγένειά του, όχι μόνο δέχτηκε την αυθόρμητη πρότασή μου, αλλά, όταν ήρθε η ώρα για την ελληνική έκδοση ολόκληρου πια του βιβλίου με τις αναμνήσεις του «συμπολίτη» μου Τζουάνε Παπαδόπουλου, επέμεινε να αναλάβω και πάλι εγώ τη μετάφρασή τους, παρά την τυπική και σε μεγάλο βαθμό ουσιαστική άγνοιά μου της ιταλικής γλώσσας. Υπήρχε ευτυχώς η θαυμάσια αγγλική του μετάφραση και κυρίως ο ίδιος, που μου συμπαραστάθηκε με ιώβεια υπομονή στη δουλειά μου ώς την τελευταία στιγμή. Σταδιακά, ξεκινώντας ήδη από εκείνη την πρώτη επαφή μου με το κείμενο, εξοικειώθηκα αρκετά, ελπίζω, με τη γλώσσα και τη γραφή του Τζουάνε. Προσπάθησα έτσι, στο μέτρο του εφικτού και των δυνατοτήτων μου, να μιμηθώ κατά κάποιο τρόπο το μεικτό ιδίωμα και τη σχοινοτενή και μάλλον απλοϊκή του σύνταξη, και να μεταδώσω κάτι από τον ιδιαίτερο τόνο και την αμεσότητα του ύφους του. Μέσα σε μια γενικά απλή γλώσσα, που σκοπίμως, ωστόσο, δεν αποφεύγει κάποιες ασυνέ πειες και αποκλίσεις από την κοινή νεοελληνική, δεν λείπουν, όπως και στο πρωτότυπο, ορισμένες «λογιότερες» λέξεις ή εκφράσεις πλάι σε κάποιες λέξεις της εποχής του Παπαδόπουλου και του κειμένου του που μετά βίας επιζούν σήμερα στην Κρήτη. Το σκεπτικό και η δομή αυτής της έκδοσης παρουσιάζονται από τον Alfred Vincent στην Εισαγωγή. Διατηρήσαμε και εδώ το σύστημα παραπομπών της πρώτης, αγγλοϊταλικής έκδοσης, για να μην διασπάσουμε ανεπανόρθωτα τη ροή των Σημειώσεων που συνοδεύουν με τον πλούσιο σχολιασμό τους το Ότσιο. 15
Στον καιρό της σχόλης Ευχαριστώ με όλη μου την καρδιά τον συνταξιδιώτη μου Alfred Vincent για τη συναρπαστική εμπειρία που μου πρόσφερε και, εξίσου, για τη χαρά της αληθινής συνεργασίας που μου έδωσε. Ευχαριστώ ιδιαιτέρως την Κλαίρη Μιτσοτάκη, που διάβασε τη μετάφραση, πρότεινε ορισμένες βελτιώσεις και, πάνω απ όλα, με ενθάρρυνε. Ευχαριστώ επίσης τον Παναγιώτη Υφαντή, που με βοήθησε στην ερμηνεία όρων σχετιζόμενων με την εκκλησία. Ο Γιώργος Καλλίνης συζήτησε μαζί μου, όπως πάντα, πλήθος θεμάτων που κάθε τόσο ζητούσαν λύση. Και οι γονείς μου επανειλημμένα μου υπενθύμισαν, επιβεβαίωσαν ή υπέδειξαν χρήσεις μισοξεχασμένων λέξεων και τις αντίστοιχες πρακτικές αιώνων, που μέσα σε ελάχιστα χρόνια χάθηκαν οι περισσότερες για πάντα. Τώρα που χάρη στις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης ο Τζουάνες επιστρέφει ανέλπιστα στην πατρίδα του, δεν μπορώ να μην σταθώ σε δυο ανθρώπους που δεν πρόλαβαν να δουν, όπως τόσο ήθελαν, αυτό το βιβλίο: τον Νίκο Παναγιωτάκη και τον πατέρα μου, τον Γιώργο Δεληγιαννάκη, τον οποίο εκόντα άκοντα επιστρατεύσαμε τότε, στην πρώτη εκείνη δημοσίευση από το Ότσιο, για να σχολιάσει τα οινολογικά ζητήματα. Ίσως κάπου-κάπου να συναντιούνται οι δυο τους και να πίνουν ένα ποτηράκι καλό κρητικό κρασί. Ναταλια Δεληγιαννακη 16
ii r ii v Στο βιβλίο αυτό, με τίτλο Στον καιρό της σχόλης, θα δοθούν ορισμένες πληροφορίες για τις πόλεις του Βασι λείου της Κρήτης, της πατρίδας μου, πριν και μετά την εισ βολή σ αυτήν του κοινού μας εχθρού. Απ αυτές άλλες θα φανούν στον αναγνώστη παράξενες, άλλες απίστευτες κι άλλες παραμύθια, παρόλο που ό,τι παρουσιάζει ο συγγραφέας με άξεστη πένα και άτεχνα λόγια είναι πέρα για πέρα αληθινό. Ας του δοθεί λοιπόν συγχώρεση και ας αποδοθεί το φταίξιμο στην αργία, που για να την αποφύγει πήρε το θάρρος να αφηγηθεί εκείνο που δεν ήξερε πώς να βάλει σε χαρτί με μεγαλύτερη κομψότητα και μπορώ να πω ότι στην ηλικία μου πιο πρόθυμα θα δεχόμουν την τέχνη της λησμοσύνης παρά τη θύμηση της δυστυχισμένης πατρίδας, καθώς πολλά είναι εκείνα που θυμάμαι ενώ δεν θα θελα, αλλά δεν μπορώ να ξεχάσω όσα θα επιθυμούσα. Ο Πίνακας των περιεχομένων βρίσκεται στο τέλος αυτού του βιβλίου και στα περιθώρια των φύλλων στην αρχή κάθε θέματος. Πάδοβα, 1696. Με την άδεια των καλών καιρών, χάρη στη Θεία Πρόνοια, και προς έπαινο του υιού. Το Περιστέρι με την Ελιά.
Η θέση της πόλης και οι οχυρώσεις της Στον καιρό της σχόλης Η πόλη του Χάνδακα, η πατρίδα μου, ήταν η πρωτεύουσα του Βασιλείου εκείνου που λεγόταν Κρήτη. Βρισκόταν περίπου στη μέση του Βασιλείου, λουσμένη από τη θάλασσα στο βορρά, αλλά ενωμένη με τη στεριά απ όλες τις άλλες πλευρές σε ακανόνιστο περίγραμμα. Προστατεύεται από επτά προμαχώνες: Σαμπιονέρας, Βιτούρι, Ιησού, Μαρτινέγκο, Βηθλεέμ, Παντοκράτορα και Αγίου Ανδρέα, και από τρεις επιπρομαχώνες πιο ψηλούς απ όλες τις άλλες οχυρώσεις: Τζάνε, Βιτούρι και Μαρτινέγκο. Τα τείχη της πόλης περιβάλλονται από μια πλατιά και βαθιά τάφρο, με τα αντερείσματά της, που περικλείονται κι αυτά στα ψηλότερα σημεία τους από τα λεγόμενα εξωτερικά οχυρώματα, τα οποία χτίστηκαν και υψώθηκαν πριν και μετά την πρώτη πολιορκία που υπέστη η πόλη μετά από πολλά χρόνια, για να κρατούν μακριά τον εχθρό και τα ορύγματά του. Είναι το οχυρό καταφύγιο του Αγίου Ανδρέα, το μικρότερο, το ρεβελίνο του Αγίου Πνεύματος, το οχυρωματικό έργο του Παντοκράτορα, το ομώνυμο ρεβελίνο, η ημισέληνος Μοτσενίγο, το ρεβελίνο της Βηθλεέμ, το οχυρωματικό έργο της Παναγίας, το ρεβελίνο του Αγίου Νικολάου, το οχύρωμα του Φοίνικα, το ρεβελίνο Πρίουλι με το βέλος του Κρεβακουόρε και τέλος το οχυρό του Αγίου Δημητρίου, που κυριαρχεί στο οχυρωματικό έργο Μολίνο και στην πεδινή έκταση που βλέπει στη θάλασσα από την πλευρά της Σαμπιονέρας, και στη θέση και τα απομεινάρια του προαστίου του Μαρουλά, που κατεδαφίστηκε ώς τα θεμέλια κατά διαταγήν του Εξοχότατου Ντον Καμίλο Γοντζάγα και όπου κατοικούσαν πριν από την εισβολή άνθρωποι της θάλασσας, αξιω ματικοί σε ιστιοφόρα και γαλέρες, ναύτες και ψαράδες, σε ωραιότατα και άνετα σπίτια. Τα υλικά απ αυτό το προάστιο χρησιμοποιήθηκαν στην κατασκευή μέρους των εξωτερικών οχυρωμάτων που αναφέρθηκαν παραπάνω και σε άλλες ανάγκες της πόλης. 1r 1v 2r 46
2v 3r 3v Στον καιρό της σχόλης Υπάρχουν επίσης υπόγεια έργα, στοές κάτω από τα τείχη της πόλης, που περιτρέχουν αυτό το κάστρο, απ όπου, μέσα από άλλες στοές και διακλαδώσεις, υπόγειες κι αυτές, περνά κανείς στα αντερείσματα της τάφρου και τα εξωτερικά οχυρώματα που αναφέρθηκαν παραπάνω και τελικά στην ύπαιθρο, για να υπονομεύσει τα ορύγματα ή τα χαρακώματα του εχθρού, όπως πράγματι έγινε με επιτυχία κατά την πρώτη, τη δεύτερη και την τελική επίθεση του Μεγάλου Βεζίρη Αχμέτ Κιοπρουλή. Η πόλη είχε εφτά πύλες: εκείνη που οδηγούσε στη Σαμπιονέρα, που πριν από τον πόλεμο δεν είχε πολλή κίνηση παρά μόνο τον καιρό του τρύγου, όταν οι πιο κοντινοί κάτοικοι έστελναν τα βαρέλια να τους τα πλύνουν στη θάλασσα εκείνη του Αγίου Γεωργίου, που έβγαζε στο προάστιο του Μαρουλά, στον Κατσαμπά και στην εξοχή η Πύλη Ιησού, που εξυπηρετούσε κι αυτή ανθρώπους της υπαίθρου η Πύλη Μαρτινέγκο, που την είχαν πάντα κλειστή η Πύλη της Βηθλεέμ, που τη χρησιμοποιούσαν μόνο λίγοι χωρικοί του Παντοκράτορα, με πλήθος κόσμου που πηγαινοερχόταν στην ύπαιθρο και η Πύλη του Αγίου Ανδρέα, πλάι στην ακτή, πάντα ανοιχτή αλλά χωρίς πολύ κόσμο, πέρα από τους Εβραίους όταν πήγαιναν να θάψουν τους νεκρούς τους έξω στο ύπαιθρο, σ ένα μέρος όλο βράχια και σπηλιές κοντά στην ακτή, όπου είχαν φτιάξει το κοιμητήρι τους, που το φρουρούσαν αν όχι άλλοι, τουλάχιστον οι διάβολοι. Ήταν μετά η Πύλη του Δερματά, κοντά στη θάλασσα κι αυτή, όπου πήγαιναν οι γυναίκες να πλύνουν τα ρούχα και όπου έπλεναν και τα βαρέλια της γειτονιάς υπήρχαν και κάμποσοι ανεμόμυλοι για το άλεσμα των δημητριακών πάνω σε κάτι επίπεδα βράχια φαγωμένα από τη θάλασσα. Ήταν τέλος η Πύλη του Λιμανιού, απ όπου πήγαινε κανείς και στο φρούριο που βρισκόταν στην είσοδό του και λίγο πιο πέρα απ αυτή την Πύλη του Λιμανιού ήταν εκείνη που έβγαζε στα Νεώρια. Πριν από τον πόλεμο όλες αυτές οι πύλες φυ- Οι πύλες της πόλης Τόπος ταφής των Εβραίων 47
Ψυχές που ήταν μέσα στα τείχη της πόλης και στο διαμέρισμά της, επίσης καστέλια και χωριά Αριθμός των καθολικών και των ορθόδοξων ναών Πόσες ψυχές έτρεφε όλο το Βασίλειο Φεουδαλικό ιππικό, μισθοφορικά σώματα στις πόλεις του Βασιλείου και στα κάστρα του, και η ντόπια φρουρά της πολιτοφυλακής Θέση του φρου ρίου του λιμανιού, οι οχυρώσεις του 48 Στον καιρό της σχόλης λασσόταν από σώμα φρουρών από τα μισθοφορικά στρατεύματα που πλήρωνε ο Δόγης. Αυτή η πόλη πριν από τον πόλεμο είχε ενενήντα χιλιάδες ψυχές μέσα στα όριά της και δεκαπέντε φρούρια και καστέλια στο διαμέρισμά της, καθώς και τετρακόσια εξήντα πέντε χωριά, όλα με πετρόχτιστα σπίτια, που θα έδιναν την εντύπωση πόλεων σε τούτα τα μέρη αν ήταν περιτειχισμένα. Στην πόλη υπήρχαν είκοσι δύο καθολικές εκκλησίες, μικρές και μεγάλες, μαζί με την έδρα του Αρχιεπισκόπου. Οι ορθόδοξες εκκλησίες, δηλαδή όσες ήταν εκκλησίες ενορίας, ήταν εβδομήντα δύο, χώρια εκείνες που δεν είχαν ενορία, που ήταν μπόλικες. Ολόκληρο το Βασίλειο έτρεφε τετρακόσιες χιλιάδες ψυχές. Κανονικά μπορούσε ν αρματώσει είκοσι έξι γαλέρες όταν υπήρχε ανάγκη και διαταγή από τη Βενετία. Είχε ικανό αριθμό φεουδαλικού ιππικού και από ένα σώμα μισθοφορικού στρατού σε κάθε μία από τις τέσσερις πόλεις, τα Χανιά, το Ρέθυμνο, το Χάνδακα και τη Σητεία, εκτός από τη φρουρά στα κάστρα της Γραμβούσας, της Σούδας, της Σπιναλόγκας και του Παλαιόκαστρου, που απείχε από την πόλη του Χάνδακα τρία μίλια από τη θάλασσα στις πόλεις υπήρχε Η και προεπισκόπηση η πολιτοφυλακή από ντόπιους. Στην των είσοδο επόμενων του λιμανιού σελίδων ήταν το φρούριο, παλαιότατης και εξαιρετικής δεν είναι κατασκευής διαθέσιμη και αρχιτεκτονικής, με οχυρώσεις απόρθητες, με όλες του τις ανέσεις για τη διαμονή της φρουράς, μ ένα μέγαρο για τον καστελάνο, που ήταν πάντοτε Βενετός Ευγενής σταλμένος από τη Βενετία. Το φρούριο είχε αρκετά κανόνια και κολουμπρίνες, κάποια από αυτά στραμμένα στην είσοδο του λιμανιού κάτω από το επίπεδο του νερού, είχε ριτιράτες πάνω και κάτω, καλοχτισμένες θολωτές στοές και μια πέτρινη σκάλα που μπορούσε κανείς να την ανεβεί καβαλάρης. Κάθε βράδυ, πριν και μετά την έναρξη του πολέμου, το λιμάνι έκλεινε με σιδερένια αλυσίδα και μ ένα πελώριο δοκό. 4r 4v