Dikmen κατασχέθηκε ἀπό τήν Ἀστυνομία τοῦ Μονάχου 12. Μία τρίτη εἰκόνα πού ἀπεικονίζει τήν Παναγία Γαλακτοτροφοῦσα, κυπροαναγεννησιακῆς (γνωστῆς καί ὡς ἰταλοβυζαντινῆς) τεχνοτροπίας, ἐπαναπατρίστηκε τό 2009 μέ ἐνέργειες τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου Χρυσοστόμου Β καί ἐκτίθεται στό Βυζαντινό Μουσεῖο τοῦ Ἱδρύματος Ἀρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ 13. Ἐφημέριοι τοῦ ναοῦ διετέλεσαν ὁ Ἱερομόναχος Βαρνάβας, ὁ Παπά Γεώργιος Καντούνας καί ὁ διάκονος Ἰωσήφ, μετέπειτα οἰκονόμος τῆς Μονῆς Ἀποστόλου Ἀνδρέου. Οἱ τελευταῖοι κληρικοί τοῦ ναοῦ ἦταν ὁ παπά Κυριάκος καί ὁ διάκονος Σταῦρος Σαράντης. Ὁ π. Σταῦρος μετά τήν εἰσβολή λειτουργοῦσε στόν Ἅγιο Δομέτιο στή Λευκωσία 14. Οἱ ψάλτες τοῦ ναοῦ ἦταν οἱ Γεώργιος Παντελίδης 15, Ἀντώνιος Παπαδόπουλος, δικηγόρος, Ἀναστάσης Κονναρῆς 16 καί ὁ Κυριάκος Ψάλτης, ὁ ὁποῖος ἀπεβίωσε στόν προσφυγικό συνοικισμό Βρυσούλλων. Ἐκκλησιαστικοί ἐπίτροποι τῆς Ἁγίας Ζώνης διετέλεσαν ὁ ΧατζηΕυαγγέλης Λοίζου, δήμαρχος καί Πρόεδρος τῆς Σχολικῆς Ἐφορείας 17 καί ὁ Νικόλαος Παπαδόπουλος (Σίσκος) 18 Στή δυτική ἄκρη τῆς ἐκκλησίας ὑπῆρχαν οἱ παλιοί νοτάδες (κελιά). Στούς χώρους αὐτούς στεγάστηκε τό Σχολαρχεῖο (1905-1912) καί ἀκολούθως οἱ πρῶτες τάξεις τοῦ Γυμνασίου στά πρῶτα χρόνια τῆς ἵδρυσής του 20. Στή συνέχεια τά κελιά χρησιμοποιήθηκαν ὡς κατοικία τοῦ ἱερέως 21. Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ 22 Καμαροσκέπαστος μονόκλιτος ναός πιθανῶς μεσαιωνικός μέ μεταγενέστερες ἐπεμβάσεις. Τά περιουσιακά στοιχεῖα καί τά ἀντικείμενα τοῦ ναοῦ σημειώνονται στόν Κώδικα 7 τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Κύπρου. Ἐφημέριοί του ναοῦ διετέλεσαν ὁ παπά Μιχαήλ 23 καί ὁ π. Πιερής Ἠλία (μέχρι τό 1974) 24. Ψάλτης τοῦ ναοῦ ἦταν κάποιος Φώτης 25. Στήν αὐλή τοῦ ναοῦ ὑπῆρχε Ὁ ναός τοῦ Τιμίου Σταυροῦ μετά τό 1974. 13 Ὅ.π., 26. 14 Πληροφορία π. Θεοχάρη Θεοχάρους. 15 Κούμας, Βαρώσια, 37. 16 Ὅ.π., 25. 17 Ὅ.π., 37. Γιά φωτογραφία τοῦ Λοϊζου βλ. Κύρρης, Μέση Ἐκπαίδευση, εἰκ. 10. 18 Ὅ.π., Βαρώσια, 38. 20 Μιχαηλίδου, Βαρώσι, 46. 21 Κύρρης, Μέση Ἐκπαίδευση, 241, εἰκ. 39. 22 Μιχαηλίδου, Βαρώσι, 47. 23 Κούμας, Βαρώσια, 26. 24 Πληροφορία π. Θεοχάρη Θεοχάρους. Μετά τό 1974 διετέλεσε ἱερέας στό ναό τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Ἐλεήμονος στή Λεμεσό. 25 Κούμας, Βαρώσια, 26. Πνευματική Διακονία, τεῦχος 5ο - 6o 49
Ὁ ναός τοῦ Τιμίου Σταυροῦ σέ φωτογραφία τοῦ τέλους τοῦ 19ου αἰώνα (Ἀρχεῖο Πολιτιστικοῦ Ἱδρύματος Τραπέζης Κύπρου). Εἴσοδος κοιμητηρίου Τιμίου Σταυρού (πρόσφατη φωτογραφία). κοιμητήριο πού περιβαλλόταν ἀρχικά μέ περιτοίχισμα. Τό κοιμητήριο ἐγκαταλείφθηκε ὅταν δημιουργήθηκε τό νέο κοιμητήτριο 26. Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσίαζε ἡ πύλη τοῦ κοιμητηρίου στό ἀέτωμα τῆς ὁποίας ὑπῆρχε ψηφιδωτή παράσταση τῆς εἰς Ἅδου Καθόδου τοῦ Χριστοῦ (20ός αἰ.), βυζαντινῆς τεχνοτροπίας. Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ Ὁ ναός κτίστηκε τό 16ο αἰώνα καί ἐπεκτάθηκε στή συνέχεια. Ἀπό τήν ἀρχική φάση σώζεται μόνο ἡ ἁψίδα τοῦ ἱεροῦ 27. Ὁ ναός εἶναι μονόκλιτος καί ξυλόστεγος, σχετικά μεγάλων διαστάσεων. Ἡ ὀροφή του σήμερα ἔχει πέσει καί ἡ κατάσταση διατήρησής του εἶναι κακή. Μέσα στό ναό ὑπῆρχε τάφος τῆς ἐποχῆς τῆς Βενετοκρατίας 28. Τά περιουσιακά στοιχεῖα καί τά ἀντικείμενα τοῦ ναοῦ σημειώνονται στόν Κώδικα 8 τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Κύπρου. Ἐφημέριοί του ναοῦ διετέλεσαν ὁ Παπά Πέτρος 29, ὁ Παπά Δημήτρης Ζήσιμος καί ψάλτες ὁ δάσκαλος Μιχαήλ Γ. Ζήσιμος καί ὁ Στυλιανός 30. Ο ΝΑΟΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΧΡΥΣΟΣΠΗΛΙΩΤΙΣΣΗΣ Ὁ μεσαιωνικός ὑπόγειος ναός καταγράφεται στόν Κώδικα 8 ὡς τῆς «σπηλιοτίσσης». Ὁ ναός ἦταν γνωστός τούς μεσαιωνικούς χρόνους ὡς Santa Maria della Cava 31. Τά περιουσιακά στοιχεῖα καί ἀντικείμενα τοῦ ναοῦ σημειώνονται στόν Κώδικα 8 τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Κύπρου. Ἡ παλαιά εἰκόνα τῆς Παναγίας ἦταν καλυμμένη μέ ἀργυρεπίχρυση ἐσθήτα καί ἦταν κτυπημένη στή μία γωνιά της. Ὁ νέος ναός ἀνεγέρθηκε σύμφωνα μέ τό σχέδιο τοῦ ἀρχιτέκτονα Μ. Κοκκίνου πάνω ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ σπηλαιώδους ναοῦ τῆς Παναγίας 32. Πάνω ἀπό τό σπήλαιο εἶχε ἀνεγερθεῖ κωδωνο- 26 Μιχαηλίδου, Βαρώσι, 47. 27 Yapicioglou, Kuzey Kibris,taki,138-139. 28 Ὅ.π. 29 Κούμας, Βαρώσια, 40. 30 Ὅ.π., 26. 31 Yapicioglou, Kuzey Kibris,taki,136. 32 Κύρρης, Μέση Ἐκπαίδευση, 225. 50 Πνευματική Διακονία, τεῦχος 5ο - 6o
Ὁ ναός τῆς Παναγίας Χρυσοσπηλιώτισσας στό Κάτω Βαρώσι μετά τό 1974. στάσιο τεσσάρων σταθμῶν, τό ὁποῖο κατεδαφίστηκε μετά τήν ἀνέγερση τοῦ ὑφιστάμενου κωδωνοστασίου 33. Τίς εἰκόνες τοῦ ναοῦ εἶχε ζωγραφίσει ὁ Σολωμός Φραγκουλίδης. Ἐφημέριοι τοῦ ναοῦ διετέλεσαν ὁ Παπά Πέτρος, ὁ Παπά Δημήτρης Ζήσιμος καί ψάλτες ὁ δάσκαλος Μιχαήλ Γ. Ζήσιμος 34 καί ὁ Στυλιανός 35. Τελευταῖος ἱερέας τῆς Χρυσο σπηλιώτισσας ἦταν ὁ π. Παναγιώτης Παναγίδης ἀπό τήν Τριμίκληνη 36. Ὁ ναός μετά τήν κατάληψη τῆς πόλης βεβηλώθηκε, λεηλατήθηκε καί μετατράπηκε σέ τέμενος μέ τήν ὀνομασία ULU CAMI 37. Μέσα στήν ὑπόγεια κρύπτη ὑπάρχουν λίγα στασίδια καί μία μεγάλου μεγέθους εἰκόνα τῆς Βάπτισης τοῦ Χριστοῦ τοῦ 16ου αἰώνα, ἡ ὁποία λόγω διαστάσεων δέν χωροῦσε νά βγεῖ ἀπό τήν χαμηλή εἴσοδο καί δέν ἐκλάπη. Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΛΟΥΚΑ Ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ ἦταν καθολικό μικρῆς Μονῆς πού ἤκμασε κατά τήν περίοδο τῆς Βενετοκρατίας καί τῆς Τουρκοκρατίας. Ὡς πρός τόν ἀρχιτεκτονικό του τύπο ἦταν μονόκλιτος, καμαροσκέπαστος. Γιά το κτίσιμό του εἶχε χρησιμοποιηθεῖ πωρόλιθος. Γκρεμίστηκε λίγο πρίν τό 1974 καί στή θέση του ἄρχισε νά ἀνεγείρεται ἄλλος ναός πού ἔμεινε ἡμιτελής λόγω τῆς τουρκικῆς κατοχῆς τῆς πόλης 38. Ἐφημέριος του ναοῦ διετέλεσε ὁ Οἰκονόμος Ἠρακλείδιος, γνωστός καί ὡς ὁ Κονόμος τ ἈϊΛουκά 39. Ἀρχιερατικός ἐπίτροπος Ἀμμοχώστου διετέλεσε ὁ π. Εὐστάθιος, ὁ ὁποῖος ἦταν καί ἱεροκήρυκας 40. Μετά τήν εἰσβολή πῆγε στό Ἅγιο Ὅρος, ὅπου καί ἀπεβίωσε, ἀφήνοντας φήμη ὁσίου ἀνδρός. Τελευταῖος ἐφημέριος τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ ὑπῆρξε ὁ Πρωτοπρ. Ἐλευθέριος Χριστοδούλου ἀπό τή Δερύνεια, ὁ ὁποῖος ἀπεβίωσε στή Λευκωσία, ὅπου διετέλεσε ἐφημέριος τοῦ Ἁγίου Δομετίου. Ὡς διάκονος ὑπηρετοῦσε στό ναό μέχρι τό 1974 ὁ Πρωτοπρ. Εὐέλθων Χαραλάμπους, νῦν προϊστάμενος τοῦ ἱ. ναοῦ Ἁγ. Δημητρίου Παραλιμνίου. 33 Γιά φωτογραφία τοῦ παλαιοῦ κωδωνοστασίου, βλ. Ό.π., 225, εικ. 5. 34 Γιά φωτογραφία τοῦ Μιχαήλ Γ. Ζήσιμου, βλ. Κούμας, Βαρώσια, 30. 35 Ὅ.π., 26. 36 Πληροφορία π. Θεοχάρη Θεοχάρους. Ὁ π. Παναγιώτης μετά τήν εἰσβολή τοῦ 1974 διετέλεσε ἐφημέριος τοῦ ναοῦ τῆς Καθολικῆς στή Λεμεσό. Ὁ π. Παναγιώτης ἀπεβίωσε στίς 10 Δεκεμβρίου 2007 σέ ἡλικία 86 ἐτῶν καί κηδεύθηκε στίς 12 Δεκεμβρίου 2007 ἀπό τό ναό τῆς Παναγίας Ἐλεούσας στήν Τριμίκλινη, βλ. Ἐφημερίδα Ὁ Φιλελεύθερος, 12 Δεκεμβρίου 2007 ὅπου δημοσιεύεται καί φωτογραφία τοῦ ἀποθανόντος. 37 Yapicioglou, Kuzey Kibris,taki,136-137. 38 Yapicioglou, Kuzey Kibris,taki,135. 39 Κούμας, Βαρώσια, 26, 40. 40 Πληροφορία π. Θεοχάρη Θεοχάρους. Πνευματική Διακονία, τεῦχος 5ο - 6o 51
Κατά τήν 18η Ὀκτωβρίου, ἑορτή τοῦ ἁγίου Λουκᾶ γινόταν μεγάλη ἐμπορική πανήγυρης μέ ἀγοραπωλησίες διαφόρων ζώων, ὅπως βοδιῶν, γαϊδουριῶν, ἀλόγων, ἡμίονων, καμήλων, ρουχικῶν ὑποδημάτων. Στήν πανήγυρη ἐρχόντουσαν ζωέμποροι ἀπό τή Συρία καί τό Λίβανο 41. Ὁ ὑπό ἀνέγερση ναός τοῦ Ἀποστόλου Λουκά (πρόσφατη φωτογραφία). Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ 42 Ὁ ναός ἀνηγέρθη μέ ἐνέργειες τοῦ Γεωργίου Χατζηπέτρου 43 πλησίον τῆς θάλασσας. Ὁ ναός ὑφίστατο τό 1962 καί διακρίνεται σέ φωτογραφία ἐποχῆς 44. Ὁ ναός ἦταν μονόκλιτος καί ξυλόστεγος καί εἶχε δύο κωδωνοστάσια. Λίγο ἀργότερα κατεδαφίστηκε καί στή θέση του κτίστηκε ἀπό τήν Ἑταιρεία τῶν Ἀδελφῶν Φιλίππου νέος μοντέρνος ναός. Στό ναό αὐτό ἐτελεῖτο ἡ Ἀκολουθία τῶν Θεοφανείων στίς 6 Ἰανουαρίου ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Μακάριο καί ἀκολουθοῦσε ἡ κατάδυση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στή θάλασσα. Ὁ μοντέρνος ναός τῆς Ἁγίας Τριάδος. 41 Κούμας, Βαρώσια, 34. 42 Ὅ.π., 26, Μιχαηλίδου, Βαρώσι, 46-47. 43 Ὅ.π., Βαρώσια, 37. 44 1962. Μία φωτογραφική καταγραφή τῆς Κύπρου ἀπό τόν Manuel Baud-Bovy καί τήν Ἀριστέα Τζάνου, Λευκωσία 2008, 140-141. 52 Πνευματική Διακονία, τεῦχος 5ο - 6o
Ἄποψη τῆς παραλία τῆς Ἀμμοχώστου. Διακρίνεται στό βάθος ὁ παλαιός ναός τῆς Ἁγίας Τριάδος (1962. Μία φωτογραφική καταγραφή τῆς Κύπρου). Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΤΗΣ ΚΟΥΡΡΑΘΑΣ 45 (ΠΑΛΑΙΟΣ) 46 Μονόκλιτος καμαροσκέπαστος ναός τῶν χρόνων τῆς Τουρκοκρατίας ἄν ὄχι παλαιότερος 47. Ὁ Ἐσταυρωμένος (16ος αἰ.) τοῦ ναοῦ διασώθηκε γιατί εἶχε μεταφερθεῖ στήν Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή πρίν τό 1974. Ἐκτίθεται σήμερα στό Βυζαντινό Μουσεῖο στή Λευκωσία. Σέ κάρτ ποστάλ ἐποχῆς διακρίνεται κτίσμα, πιθανῶς παρεκκλήσιο στή νότια πλευρά τοῦ ναοῦ, τό ὁποῖο φέρει κωδωνοστάσιο. Σύμφωνα μέ τήν Ἀγγελίδου γινόταν τό πανηγύρι τῆς Ἐλιᾶς στόν περίβολο τοῦ ναοῦ 48. Ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου μετά τό 1974. 45 Κούμας, Βαρώσια, 26. 46 Ἀγγελίδου, Συνομιλία, 85-87. 47 Ὅ.π., 87. Ἀναφέρεται σέ εἰκόνα τοῦ Ἰωάννου Θεολόγου ὡς νά ἦταν ἀφιερωμένος ὁ ναός στόν ἅγιο αὐτό. Σημαντική εἶναι ἡ πληροφορία πού δίνει ὅτι τό κλειδί τοῦ ναοῦ εἶχε μία «ἁπλή ἀγράμματη καλόγρια». 48 Ὅ.π., 85. Πνευματική Διακονία, τεῦχος 5ο - 6o 53
Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ (ΝΕΟΣ) Ὁ ναός κτίστηκε ἀπό τόν ἴδιο ἀρχιτέκτονα πού ἔκτισε τό ναό τῆς Παναγίας Παλλουριώτισσας στή Λευκωσία. Ὁ ναός πού εἶναι τρουλαῖος εἶναι ἐπηρεασμένος ἀπό τή βυζαντινή ἀρχιτεκτονική. Τελευταῖος ἱερέας τοῦ ναοῦ ἦταν ὁ π. Γεώργιος Χαριδήμου ἀπό τό Λουβαρά, ὁ ὁποῖος μετά τήν εἰσβολή λειτουργοῦσε στό ναό τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου στή Λεμεσό. Γάμος σέ ναό τοῦ Βαρωσιοῦ (1906). Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ 49 Τό παρεκκλήσιο βρίσκεται στήν ἐνορία τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ στά Κάτω Βαρώσια. Εἶναι κτισμένο ἐπάνω σέ ἀρχαῖο ὑπόγειο τάφο μέσα σέ νεκρόπολη. Ὁ ναός ἦταν γνωστός γιά τό ἁγίασμά του 50. Ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος μετά τό 1974. Στόν παλαιό ναό εἶχαν γίνει ἐπεμβάσεις καί ἐπεκτάσεις πού καθιστοῦν δύσκολη τή χρονολόγησή του. Ἡ στέγη τοῦ ναοῦ ἔχει καταρρεύσει μετά τό 1974. Ὁ ναός αὐτός ἀναφέρεται καί ὡς Ἅγιος Λουκᾶς. Σύμφωνα μέ τόν Κούμα στό ναό τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος γίνονταν καί γάμοι 51. Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ (ΑΪΓΙΩΡΚΟΥΔΙ) 52 Μονόκλιτος ξυλόστεγος ναός κτισμένος σέ προγενέστερο σπηλαιώδη ναό. Ὁ ναός δέχθηκε μεταγενέστερες ἐπεμβάσεις 53. 49 Κούμας, Βαρώσια, 26. 50 Yapicioglou I., Kuzey Kibris,taki. Basilika Katedral Manastir ve Sapeler, vol. 1, Izmir 2007, 133-134. 51 Κούμας, Βαρώσια, 40.. 52 Ὅ.π., 26. 54 Πνευματική Διακονία, τεῦχος 5ο - 6o
Ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Σαλαμῖνος μετά τό 1974. Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΑΡΑΓΚΟΥ Ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Φαράγγου ἤ Φάραγγα ἤ Χαράγκου 54 βρίσκεται στά νοτιοδυτικά του Κάτω Βαρωσιοῦ καί ὁ κεντρικός ναός τοῦ μεσαιωνικοῦ οἰκισμοῦ Φάραγγας. Ὁ ναός ἀνήκει στόν τύπο τοῦ συνεπτυγμένου σταυροειδοῦς ἐγγεγραμένου ναοῦ καί χρονολογήθηκε στόν πρώιμο 11ο αἰώνα 55. Ὁ ναός πού δέκτηκε προσθῆκες καί ἐπεμβάσεις διασώζει σπαράγματα τοιχογραφιῶν τῶν μεσαιωνικῶν χρόνων. Μεγάλη τοιχογραφία τοῦ ἁγίου Γεωργίου τοῦ 20ου αἰ. ἀποξέσθηκε κακόβουλα ἀπό τούς Τούρκους μετά τό 1974. Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ 56 Στό δρόμο πρός τό Κάτω Βαρώσι βρίσκεται τό σπήλαιο καί ὁ ναός τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης. Εἶναι ἄγνωστο ἄν τό σπήλαιο χρησιμοποιήθηκε ἀρχικά ὡς τάφος ἤ ὡς ἀσκητήριο. Στό σπήλαιο πήγαιναν μαθήτριες καί ἄναβαν κεριά γιά νά τίς βοηθήσει στά διαγωνίσματά τους. Πάνω ἀπό τό σπήλαιο κτίστηκε σύγχρονος ναός (20ός αἰ.). Ὁ ναός λειτουργοῦσε ὡς παρεκκλήσιο τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου 57. Κατά τήν πανήγυρη τῆς ἁγίας Αἰκατερί- Ὁ ναός τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης μετά τό 1974. 53 Yapicioglou, Kuzey Kibris,taki,140. 54 Κούμας, Βαρώσια, 26. 55 Γιά πλήρη περιγραφή τοῦ ναοῦ βλ. Προκοπίου Ε., Ὁ συνεπτυγμένος σταυροειδής ἐγγεγραμμένος ναός στήν Κύπρο (9ος-12ος αἰώνας), [Μουσεῖο Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου. Μελέτες Βυζαντινῆς καί Μεταβυζαντινῆς Ἀρχαιολογίας καί Τέχνης ἄρ. 2], Διδακτορική Διατριβή, Λευκωσία 2007, 34-35. 56 Ὅ.π., 26. 57 Πληροφορία π. Θεοχάρη Θεοχάρους. 58 Ὅ.π., 31. Πνευματική Διακονία, τεῦχος 5ο - 6o 55
νης τήν 25η Νοεμβρίου ἐπισκέπτονταν τό ναό καί τουρκοκύπριες, οἱ ὁποῖες ἀκουμποῦσαν τό μέτωπό τους στήν εἰκόνα τῆς ἁγίας. Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΕΜΝΟΝΟΣ Ὁ ναός βρίσκεται στήν ὁμώνυμη ἐνορία, γνωστή καί ὡς ἐνορία Πάνω Περβολιῶν 58. Πρόκειται γιά τό μοναδικό ναό στήν Κύπρο πού τιμᾶται στόν ἅγιο Μέμνονα, τόν θαυματουργό ὅσιο ἀπό τήν Λυκία τῆς Μ. Ἀσίας 59. Ὁ Ἅγιος Μέμνων εἶναι τοῦ τύπου τοῦ μονόκλιτου μέ ἡλιακό στή νότια πλευρά του. Στό ναό ὑπῆρχε εἰκόνα τοῦ ἁγίου πού ἔγινε τό 1829 καί φυλασσόταν χειρόγραφη φυλλάδα μέ τήν ἀκολουθία τοῦ ἁγίου ἡ ὁποία (ἀντί)γράφτηκε ἀπό τόν Γεώργιο Σασσό Κάσιο τό 1879. Σέ σχέδιο, ἴσως τοῦ 19ου ἤ τοῦ 20οῦ αἰ. ὁ ἅγιος εἰκονίζεται μέ σταυροφόρο ράβδο καί μέ μεταγενέστερη ἐπιγραφή πού τόν ταυτίζει Ο ΑΓΙΟC ΜΕΜΝΙΟC. Τά χρόνια πρίν τό 1974 ἡ πανήγυρις τῆς Ἐληᾶς τήν Κυριακή τῶν Βαΐων γινόταν στό ναό τοῦ Ἁγίου Μέμνονος 60. Κατά τήν τουρκική εἰσβολή ὁ ναός λεηλατήθηκε καί ἡ προσκυνηματική εἰκόνα τοῦ ἁγίου μέ τήν ἀργυρᾶ ἐσθήτα μεταφέρθηκε ἀπό τίς κατοχικές ἀρχές στό νέο ναό τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου πού εἶχε μετατραπεῖ σέ μουσεῖο. Ὅταν οἱ Τοῦρκοι ἔκλεισαν τό μουσεῖο τό 2003 τά ἴχνη τῆς εἰκόνας χάθηκαν καί ἔκτοτε ἀγνοεῖται. Ἀπό τό ναό τοῦ Ἁγίου Μέμνονος ἔχει διασωθεῖ τό ἀρτοφόριο (20ός αἰ.), τό ὁποῖο φυ- Το κωδωνοστάσιο τοῦ Ἁγίου Μέμνονος (Φωτο: Βάσος Στυλιανοῦ). λάσσεται στήν Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Κύπρου. Πολύ κοντά στό ναό βρίσκεται τό κοιμητήριο. Ἐφημέριοι τοῦ ναοῦ διετέλεσαν ὁ Παπά Μιχαήλ, ὁ Παπά Ἀνδρέας, ὁ Παπά Ἀντώνιος καί ψάλτης ὁ Μοσχοβίας 61. Τελευταῖος ἱερέας τοῦ ναοῦ ἦταν ὁ γνωστός πνευματικός, π. Ἀναστάσιος Χαραλάμπους ἀπό τό Λιμνάτι 62, ὁ ὁποῖος μετά τό 1974 χρημάτισε ἐφημέριος τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου στή Λευκωσία. 59 Ἀνέκδοτη εἰκόνα τοῦ ἁγίου Μέμνονος τοῦ 13ου αἰώνα φυλάσσεται στή μονή τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης στό Σινᾶ. Ὁ ἅγιος ἀπεικονίζεται σέ τοιχογραφία τοῦ 14ου αἰώνα στό ναό τῆς Παναγίας Ἀσίνου στό Νικητάρι, βλ. Χατζηχριστοδούλου Χρ. καί Δ. Μυριανθεύς, Ὁ ναός τῆς Παναγίας Φορβιώτισσας στήν Ἀσίνου, Λευκωσία 2009, 25. 60 Σέ παλαιότερα χρόνια ἡ πανήγυρη γινόταν στό χῶρο ὅπου εἶναι κτισμένο τό Νοσοκομεῖο καί στό χῶρο τοῦ σιδηροδρομικοῦ σταθμοῦ ἔξω ἀπό τά τείχη τῆς Ἀμμοχώστου, βλ. Κούμας, Βαρώσια, 33. 61 Κούμας, Βαρώσια, 26. 62 Μετά τήν εἰσβολή διετέλεσε ἐφημέριος τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου στή Λευκωσία. 56 Πνευματική Διακονία, τεῦχος 5ο - 6o
Τά Βαπτιστήρια τῶν Παλαιοχριστιανικῶν Βασιλικῶν Ἁγίου Ἐπιφανίου καί Καμπανόπετρας στή Σαλαμίνα Σάββα Πραστίτη * Ἡ βάπτιση τῶν Χριστιανῶν πρέπει νά ξεκίνησε ἀπό τά ἀποστολικά χρόνια 1 ὅπως αὐτό μαρτυρεῖται καί μέσα ἀπό τίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ὅμως τό πρῶτο σωζόμενο παράδειγμα βαπτιστηρίου εἶναι αὐτό τῆς Δούρας Εὐρωποῦ (241 μ.χ.) 2. Ἐδῶ συναντοῦμε τόν χῶρο Βαπτίσματος νά εἶναι αὐτόνομος ἀπό τόν ὑπόλοιπο χῶρο λατρείας, κάτι πού μᾶς ὑποδηλώνει ὅτι τό τελετουργικό τοῦ Βαπτίσματος ἦταν ἤδη διαμορφωμένο ἀπό αὐτή τήν ἐποχή. Εἰκάζεται ὅτι βαπτιστήρια ὑπῆρχαν καί σέ κάποιες ἀπό τίς παλαιοχριστιανικές κατακόμβες τῆς Ρώμης 3. Μέ τόν ὅρο «παλαιοχριστιανικό βαπτιστήριο» ἐννοοῦμε τά τμήματα, προσκτίσματα ἀκριβέστερα, τοῦ παλαιοχριστιανικοῦ ναοῦ (ὡς ἐπί τό πλεῖστον ἦταν παλαιοχριστιανικές βασιλικές) στά ὁποῖα τελεῖτο τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος. Τήν ἀκριβή ἑρμηνεία τοῦ ὄρου «πρόσκτισμα» μᾶς τή δίνει ὁ Ἀ. Ὀρλάνδος, ὁ ὁποῖος μᾶς ἀναφέρει ὅτι «αἱ παλαιοχριστιανικαί ἐκκλησίαι ἔφερον προσκεκολλημένα ποικίλα δευτερεύοντα κτίσματα, χρήσιμα διά διαφόρους ἀνάγκας τῆς ἐκκλησίας» 4. Ἡ ὕπαρξη βαπτιστηρίου σέ μία παλαιοχριστιανική βασιλική προαπαιτοῦσε καί τήν ὕπαρξη ἐπισκόπου στήν περιοχή, χωρίς, ὅμως, βέβαια αὐτό νά σημαίνει ὅτι καί ἡ βασιλική, στήν ὁποία ἐνυπῆρχε τό βαπτιστήριο, θά ἦταν ἐπισκοπική. Παρόλο πού τό τελετουργικό τοῦ Βαπτίσματος καί οἱ ἰδιαίτεροι χῶροι τοῦ Βαπτίσματος εἶχαν ἤδη διαμορφωθεῖ ἀπό πολύ νωρίς, ἐντούτοις δέν μποροῦμε μέ ἀκρίβεια νά ξέρουμε καί νά προσδιορίσουμε τόν χρόνο ἐνσωμάτωσης τῶν Βαπτιστηρίων στίς βασιλικές καί ἀκόμη παραπέρα τή θέση του σέ σχέση μέ τό χῶρο λατρείας 5. Εἶναι δύσκολο νά συναντήσουμε Βαπτιστήρια, ἤ ἄλλους εἰδικούς χώρους βάπτισης, σέ λατρευτικά κτίσματα τῆς προκωνσταντίνειας ἐποχῆς, ἄν καί εἶναι ἐξίσου δύσκολο νά μήν ὑπῆρχαν. Τό Βαπτιστήριο τό συναντοῦμε, κυρίως, σέ βασιλικές μέχρι καί τόν 6ο αἰώνα μ.χ. Αὐτό προκύπτει ἀπό τό ὅτι κατά τά πρῶτα παλαιοχριστιανικά χρόνια, ὅσοι ἐπιθυμοῦσαν νά ἀσπαστοῦν τό Χριστιανισμό καί προέρχονταν ἀπό τούς Ἐθνικούς (εἰδωλολάτρες), ἦταν κυρίως ἐνήλικες. Ἐπίσης ἐπικρατοῦσε ἡ ἀντίληψη (ἡ ὁποία ὑφίσταται καί σήμερα, ὄχι βέβαια ὡς κοσμική ἀντίληψη, ἀλλά ὡς ἐπίσημη θέση τῆς Ἐκκλησίας μας) ὅτι μέ τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος συγχωροῦνται, παραγράφονται ὅλες οἱ ἁμαρτίες, στίς ὁποῖες ὑπέπιπτε κάποιος πρίν ἀπό τό Βάπτισμα. * Ὁ κ. Σάββας Πραστίτης εἶναι φοιτητής στό Τμήμα Ἰστορίας Ἀρχαιολογίας τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. 1 Γνωστή εἶναι ἡ βάπτιση στήν Κύπρο τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου ἀπό τούς Ἀποστόλους Παῦλο, Μᾶρκο καί Βαρνάβα. 2 Ἡ μετατροπή σέ εὐκτήριο οἶκο ἔγινε ἀπό κάποιο Δωρόθεο, ὅπως μᾶς διασώζει σήμερα ἕνα χάραγμα τό 230-231 μ.χ. ἐνῶ τό βαπτιστήριο τό 241 μ.χ. ὅπως συμπεραίνουμε ἀπό ἕνα νόμισμα πού εἶναι ἐνσωματωμένο στό δάπεδο τοῦ βαπτιστηρίου. Βλ. Γ. Γούναρη «Εἰσαγωγή στήν παλαιοχριστιανική ἀρχαιολογία», τόμ. Α, Ἀρχιτεκτονική σελ. 97, Richard Krautheimer «Παλαιοχριστιανική καί Βυζαντινή Ἀρχιτεκτονική» σελ. 34-36, Α. Ὀρλάνδου «Ἡ ξυλόστεγος Βασιλική τῆς μεσογειακῆς λεκάνης» I, σελ. 13-16. 3 Γ. Γούναρης ο.π.π. σελ. 107. 4 Α. Ὀρλάνδος ο.π.π. σελ. 57. Πνευματική Διακονία, τεῦχος 5ο - 6o 57
Ἀπότοκο αὐτῆς τῆς ἀντίληψης ἦταν τό γεγονός ὅτι προσπαθοῦσαν νά ἀναβάλλουν τό Βάπτισμα, ὅσο τό δυνατόν πιό ἀργά, γιά εὐνόητους λόγους. Παρακλάδι αὐτοῦ ἀποτελοῦσε καί ἡ ἀντίληψη ὅτι τά μικρά μωρά ἦταν ἀθώα καί ὡς ἐκ τούτου δέν χρειάζονταν νά βαπτιστοῦν ἀπό μικρῆς ἡλικίας. Μέ τήν καθιέρωση τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ στά τέλη τῆς παλαιοχριστιανικῆς ἐποχῆς (τέλη 6ου αἰ. ἀρχές 7ου αἰ. μ.χ.) βλέπουμε νά ἐγκαταλείπονται καί τά βαπτιστήρια ὡς ξεχωριστά προσκτίσματα στό χῶρο τῶν Βασιλικῶν, ἀφοῦ πλεόν τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος τελεῖτο μέσα σέ μικρή κινητή κολυμβήθρα στό χῶρο τοῦ νάρθηκα ἤ σέ κάποιο ἄλλο, πρός τοῦτο τό σκοπό, χῶρο τοῦ ναοῦ. Στήν Κύπρο μέχρι στιγμῆς ἔχουν ἀνασκαφεῖ περί τίς 80 Βασιλικές καί σέ αὐτές ἔχουν ἐξακριβωθεῖ 11 Βαπτιστήρια. Φυσικά ὑπάρχουν καί ἄλλα (γύρω στά 5 στόν ἀριθμό) πού δέν ἔχουν ἐξακριβωθεῖ ἀκόμη, παρόλο πού βρέθηκαν κάποιες ἐγκαταστάσεις καί οἱ ὁποῖες εἰκάζεται ὅτι χρησιμοποιοῦνταν ὡς Βαπτιστήρια 6. Ἡ ἀνάλυση καί ἔκδοση τῶν «μή ἐξακριβωμένων» Βαπτιστηρίων ἀποτελεῖ καί τήν πρόκληση γιά τούς ἀρχαιολόγους πού ἀσχολοῦνται μέ τίς ἐν Κύπρῳ παλαιοχριστιανικές Βασιλικές. Οἱ περισσότερες Βασιλικές ἀνασκάφηκαν κυρίως σέ παραλιακές περιοχές καί λίγες μόνο ἀνευρέθηκαν στήν ἐνδοχώρα. Αὐτό ἴσως μᾶς καταδεικνύει ὅτι πιθανῶς νά μήν ἐξυπηρετοῦσαν μόνο τίς λατρευτικές ἀνάγκες τῶν κατοίκων τῆς Κύπρου, ἀλλά νά ἐπιτελοῦσαν καί κάποια σημαντική λειτουργία ὡς πρός τούς προσκυνητές πού προέρχονταν ἀπό τίς γείτο- 5 Γ. Γούναρης, ο.π.π. σελ. 107. 6 Ἔχουν ἀναφερθεῖ Βαπτιστήρια στό χωριό Αὐλώνα τῆς Μόρφου (μοναχοῦ Χαρίτωνος Σταυροβουνιώτου καί Χριστόδουλου Χ Χριστοδούλου, «Ἕνας λησμονημένος θαυματουργός της Βυζαντινῆς Κύπρου: ἱερομάρτυς Ἀρτέμων ὁ ἐν τῷ Αὐλώνι τῆς Σολιᾶς», στό «Περιλήψεις ΚΒ Συμποσίου Βυζαντινῆς καί Μεταβυζαντινῆς Ἀρχαιολογίας καί τέχνης», Ἀθήνα 2002, σελ. 105-6. Ἐπίσης κάποιες ὑποθέσεις γιά Βαπτιστήριο στή Βασιλική τοῦ Κουρίου ἐκτός τῶν τειχῶν (extra muros) δέν ἔχουν ἐπιβεβαιωθεῖ, ὅπως ἐπίσης καί ἡ ἄποψη τοῦ Παπαγεωργίου γιά Βαπτιστήριο στή Βασιλική τοῦ Μαραθόβουνου, μία ἐκδοχή πού ἔχει ἀπορριφθεῖ. Ὀνομαστικά ἀναφέρονται μόνο Βαπτιστήρια στό Σύρβαλλο στήν Πάφο, στήν περιοχή Τούμπαλλος στήν Πάφο καθώς καί ἕνα ἄλλο πού ὑποθέτει ὁ Παπαγεωργίου στή Βασιλική τῆς Χρυσοπολίτισσας στήν Πάφο. Ἐπίσης εὑρήματα νεότερων ἀνασκαφῶν πλησίον τῆς παραλίας τῆς Ἀμαθοῦντος καταδεικνύουν τήν ὕπαρξη πιθανοῦ συγκροτήματος Βαπτιστηρίου στήν ἐκεῖ ὑπάρχουσα Βασιλική. 58 Πνευματική Διακονία, τεῦχος 5ο - 6o
νες χῶρες, ἰδίως σέ μεγάλα προσκυνήματα ὅπως ἦταν αὐτό τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου. Ἐπίσης ἄς μήν μᾶς διαφεύγει τό γεγονός ὅτι ἀπό τήν ἐποχή αὐτή ἄρχισε νά ἀναπτύσσεται ἕνα εἶδος θρησκευτικοῦ τουρισμοῦ, ὅσο παράξενο καί ἄν φαίνεται αὐτό δέν εἶναι μόνο χαρακτηριστικό τῆς δικῆς μας ἐποχῆς, ἐνῶ θά μποροῦσε νά λεχθεῖ ὅτι μέ τό κτίσιμο Βασιλικῶν καί βαπτιστηρίων σέ παράλιες περιοχές καί δή κοντά σέ μεγάλα καί ἀνεπτυγμένα λιμάνια, ὅπως αὐτό τῆς Σαλαμίνας, ἐξυπηρετοῦσαν καί τήν ἀνάγκη, ἤ καλύτερα τόν πόθο, κάποιων προσκυνητῶν ἀπό τό ἐξωτερικό νά βαπτισθοῦν Χριστιανοί σέ κάποιο μεγάλο προσκύνημα. Βασιλική τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου Ἴσως ἕνα ἀπό τά σημαντικότερα, ὑπό ἐξέταση, μνημεῖα βρίσκεται στήν περιοχή τῆς ἀρχαίας Σαλαμίνας, στό χῶρο ὅπου βρίσκεται ἀρχαιολογικῶν εὐρημάτων καί δεδομένων πού ἔχουμε στή διάθεσή μας, ξεκίνησε νά κτίζεται ἀπό τόν ἴδιο τόν Ἅγιο Ἐπιφάνιο, ὅταν βρισκόταν ἐν ζωῇ, ἀλλά λόγω τοῦ γεγονότος ὅτι δέν πρόλαβε νά τήν ὁλοκληρώσει προτοῦ κοιμηθεῖ (403 μ.χ.), τό κτίριο ὁλοκληρώθηκε μετά τήν κοίμησή του, ἀπό μαθητές του. Σύμφωνα καί μέ τή βιογραφία τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου, ὁ Ἅγιος εἶχε ταφεῖ μέσα στή Βασιλική πού ὁ ἴδιος εἶχε κτίσει. Πράγματι, στό ἀνατολικό ἄκρο τοῦ ἀρχικοῦ δεύτερου νότιου κλίτους εἶχε βρεθεῖ μαρμαρεπένδυτος τάφος, ἀλλά ἦταν κενός ἀφοῦ, ὅπως εἶναι γνωστό, τό λείψανο τοῦ Ἁγίου μεταφέρθηκε στήν Κωνσταντινούπολη 7. Ἡ Βασιλική βρίσκεται περίπου στό κέντρο τῆς ἀρχαίας Σαλαμίνας, στά βόρεια τῆς Ρωμαϊκῆς Ἀγορᾶς καί τῆς μεγάλης ὑδατοδεξαμενῆς καί μέσα στά ὅρια τοῦ νεότερου τείχους πού περιβάλλει τό κέντρο τῆς Σαλαμίνας. Ἡ Βασιλική αὐτή ἀρχικά ἦταν Ἑπτάκλιτη καί Κάτοψη τῆς Βασιλικῆς τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου στή Σαλαμίνα. ἡ παλαιοχριστιανική Βασιλική ἐπ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου, ἐπισκόπου Κωνσταντίας καί Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου καί πολιούχου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κωνσταντίας Ἀμμοχώστου. Ἡ Βασιλική αὐτή, βάσει τῶν ἀκολούθως τόν 6ο αἰώνα, περίοδο πού ἔγινε μία εὐρύτερη ἀνακατασκευή τῆς Βασιλικῆς, αὐτή μετατράπηκε σέ πεντάκλιτη, ἀφοῦ ἀφαιρέθηκαν οἱ κιονοστοιχίες πού χώριζαν τά πλάγια ἐσωτερικά κλίτη. 7 Ἡ κάρα τοῦ Ἁγίου φυλάσσεται σήμερα στήν Ἱερά Βασιλική καί Σταυροπηγιακή Μονή Παναγίας τοῦ Κύκκου. Πνευματική Διακονία, τεῦχος 5ο - 6o 59
Στό κτιριακό συγκρότημα τῆς Βασιλικῆς αὐτῆς βρίσκουμε καί τά ἐρείπια ἑνός βαπτιστηρίου, συγχρόνου τῆς Βασιλικῆς. Τό Βαπτιστήριο βρίσκεται στά νοτιοανατολικά τοῦ κτιριακοῦ συνόλου, ὅσο βέβαια ἔχει ἀνασκαφεῖ μέχρι σήμερα, ἀφοῦ μεγάλο τμῆμα του ἀκόμη δέν ἔχει δεῖ τό φῶς τῆς δημοσιότητας. Τό βαπτιστήριο τῆς βασιλικῆς τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου ἀποτελεῖται ἀπό ἕνα κεντρικό διάδρομο νοτίως τοῦ ὁποίου ὑπῆρχαν δυό εὐρύχωρα δωμάτια ἀπό τά ὁποία μόνο τό δυτικότερο ἔχει ἀνασκαφεῖ πλήρως. Τό δωμάτιο αὐτό εἶχε στό μέσο τοῦ ἀνατολικοῦ τοίχου μικρή ἡμικυκλική ἁψίδα στήν ὁποία φαίνεται ὅτι ὑπῆρχε ὁ θρόνος τοῦ ἐπισκόπου. Τό δωμάτιο αὐτό χρησίμευε γιά τίς προβαπτισματικές τελετές (ἀπόταξη, σύνταξη, ὁμολογία πίστεως). Στά βόρειά τοῦ διαδρόμου ὑπῆρχαν δυό αἴθουσες πού χρησίμευαν σάν ἀποδυτήρια, στά ὁποῖα ἐκεῖνοι πού ἐπρόκειτο νά βαπτισθοῦν ἀφαιροῦσαν τά ἐνδύματά τους καί ἀκολουθοῦσε στά ἀνατολικά ἕνα δωμάτιο μέ σταυρική κολυμβήθρα καί ἡμικυκλική ἁψίδα, τό φωτιστήριο, στό ὁποῖο βαπτίζονταν ἀπό τόν Ἐπίσκοπο οἱ κατηχούμενοι, ἀφοῦ κατέβαιναν στήν κολυμβήθρα ἀπό τό δυτικό σκέλος μέ τέσσερα σκαλοπάτια. Ἀφοῦ βαπτίζονταν ἀνέβαιναν ἀπό τό ἀνατολικό σκέλος καί ἔμπαιναν στό χρισμάριο, μία ἄλλη εὐρύχωρη αἴθουσα, γιά νά τούς χρίσουν μέ μύρο καί ἀφοῦ ντύνονταν μέ λευκά ροῦχα καί κρατώντας ἀναμμένη λαμπάδα, σχημάτιζαν πομπή, μέσω τοῦ διαδρόμου, ἔφθαναν στόν νάρθηκα καί εἰσέρχονταν στόν κυρίως ναό, ὅπου παρακολουθοῦσαν τή Θεία Λειτουργία καί μετελάμβαναν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Ἄξιο ἀναφορᾶς εἶναι καί τό γεγονός τῆς ὕπαρξης δίπλα ἀπό τήν κεντρική κολυμβήθρα διπλῶν δεξαμενῶν, λόγω πιθανῶς τῆς ὕπαρξης πολλῶν βαπτιζομένων. Τό φωτιστήριο τοῦ βαπτιστηρίου τῆς Βασιλικῆς τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου θερμαινόταν μέ ὑπόκαυστο 8. Παρόμοια λειτουργία συναντοῦμε στήν Κύπρο στό Βαπτιστήριο τοῦ Ἁγίου Φίλωνος στό Ριζοκάρπασο 9, ἀλλά καί σέ περιοχές ἐκτός Κύπρου, ὅπως σέ βαπτιστήριο τῆς Θάσου, στή Βασιλική τῶν Θηβῶν (Νέας Ἀγχιάλου) στή Θεσσαλία καί τῆς Βασιλικῆς τῆς Ἀπολλωνίας στήν Κυρηναϊκή 10. Κατά τήν περίοδο τῶν ἐπιδρομῶν πού ἀκολούθησαν τήν μετοικεσία τῶν Κυπρῖων στήν περιοχή τῆς Κυζίκου (691 μ.χ.) ἡ Βασιλική καταστράφηκε ὁλοκληρωτικά, καί κατ ἐπέκταση καί τό Βαπτιστήριό της. Μέ τήν ἐπιστροφή τῶν Κυπρῖων στήν πατρίδα τούς τό 698 μ.χ. ὁ διάδρομος πού ὁδηγοῦσε πρός τό Βαπτιστήριο μετατράπηκε σέ τρίκλιτη Βασιλική καί γιά τό σκοπό αὐτό κτίστηκε στά ἀνατολικά ἡμικυκλική ἁψίδα μέ σύνθρονο. Τά θεμέλιά τους εἶναι κτισμένα πάνω στό ἀρχικό ψηφιδωτό δάπεδο μέ τό ὁποῖο ἦταν διακοσμημένη ὁλόκληρη ἡ Βασιλική καί τό Βαπτιστήριο. Βασιλική τῆς Καμπανόπετρας Στό νοτιονατολικό ἄκρο τῆς Σαλαμίνας ἔχει ἀνασκαφεῖ μία μεγάλη τρίκλιτη καί πολυτελέστατη βασιλική, πού ὀνομάστηκε Βασιλική τῆς Καμπανόπετρας. Τήν ὀνομασία της τήν πῆρε ἀπό τό βόρειο ὀρθοστάτη τῆς κεντρικῆς εἰσόδου τοῦ αἰθρίου πού πάντοτε προεξεῖχε τοῦ ἐδάφους καί ἦταν γνωστός στούς κατοίκους τῆς περιοχῆς σάν Καμπανόπετρα. Ἡ Βασιλική κτίστηκε στά τέλη τοῦ 5ου αἰώνα 11 καί ἦταν ἕνα ἀπό τά πιό ἐπιβλητικά κτίρια τῆς ἐποχῆς. Εἶναι μία ἐπιμήκης Βασιλική, (μέ μῆκος περίπου 41 μέτρα), καί μέ τε- 8 Βλ. Χ. Χοτζάκογλου στό «Ἱστορία τῆς Κύπρου» Ἱδρύματος Ἀρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ, τόμος Γ «Βυζαντινή Κύπρος» σελ. ARDAC 1969, 9, Εικ. 33. 9 Taylor, Megaw Agios Philon σελ. 214. 10 Ἄθ. Παπαγεωργίου Μεγάλη Κυπριακή Ἐγκυκλοπαίδεια, τόμος 5, σελ. 156-7. 11 Ν. Γκιολές «Ἡ χριστιανική τέχνη στήν Κύπρο» σελ. 14. Οἱ ἀπόψεις ἐδῶ διίστανται, καθώς ὁ Ἀθανάσιος Παπαγεωργίου ἀναφέρει πώς ἡ Βασιλική της Καμπανόπετρας πρέπει νά κτίστηκε στίς ἀρχές του 6 ου καί ὄχι στά τέλη τοῦ 5ου αἰώνα. 60 Πνευματική Διακονία, τεῦχος 5ο - 6o
τράστοο αἴθριο στή δυτική πλευρά τοῦ νάρθηκα. Τό σημαντικότερο ἴσως χαρακτηριστικό εἶναι τό τρίστοο αἴθριο τό ὁποῖο βρίσκεται στά ἀνατολικά τῆς βασιλικῆς καί εἶναι τό μοναδικό στήν Κύπρο, ἴσως ἀπό ἐπίδραση τῆς μεγάλης Βασιλικῆς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ στόν Γολγοθά, ἐνῶ μᾶς θυμίζει καί παρόμοια ἀρχιτεκτονική διάταξη τοῦ κτιριακοῦ συγκροτήματος τῆς Ροτόντας τοῦ Παναγίου Τάφου 12, ὅπως μᾶς τά περιγράφει ὁ ἐκκλησιαστικός ἱστορικός Εὐσέβιος κατά τήν ἐποχή τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου 1. Σημαντικό ἐπίσης στοιχεῖο πού μᾶς τονίζει τή μεγάλη σημασία τῆς Βασιλικῆς τῆς Καμπανόπετρας, ἀλλά καί τό δανεισμό στοιχείων ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, εἶναι καί τό ὅτι οἱ ἀπολήξεις τῶν στενῶν πλευρῶν τοῦ νάρθηκα εἶχαν ἁψίδες, ἕνα φαινόμενο πού συνηθίζεται σέ μνημεῖα πού σχετίζονται μέ τήν πρωτεύουσα τῆς Αὐτοκρατορίας καί τό ὁποῖο συναντοῦμε καί στή γειτονική Βασιλική τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου 13. Στήν Βασιλική τῆς Καμπανόπετρας βλέπουμε νά γίνεται χρήση μαρμάρου ἀπό τήν Προκόνησσο σέ εὐρεία μορφή, κάτι πού μᾶς ὑποδηλώνει μία προσπάθεια «ἀπεξάρτησης» ἀπό τήν Ἀνατολή καί στροφῆς πρός τήν Κωνσταντινούπολη. Ἐπίσης ὅλα τά εἰκονιστικά ἀνάγλυφα τῆς Βασιλικῆς εἶναι εἰσηγμένα, ὅπως καί τά κιονόκρανα πού χαρακτηρίζονται ὡς ἡ προχωρημένη μετεξέλιξη τοῦ «Θεοδοσιανοῦ» τύπου. Κιονόκρανο «Θεοδοσιανοῦ» Τύπου ἀπό τή Βασιλική τῆς Καμπανόπετρας (ἀρχές 6ου αἰ.) Βέβαια ἀξιομνημόνευτο εἶναι καί τό γεγονός ὅτι διοικητικά ἡ Κύπρος ἀπό τό 536 μ.χ. καί ἑξῆς εἶχε ἀποσπαστεῖ ἀπό τή διοίκηση τῆς Ἀνατολῆς μέ ἕδρα τήν Ἀντιόχεια, εἶχε ἀναχθεῖ σέ αὐτοδιοίκητη ἐπαρχία καί ὁ τοπικός διοικητής τῆς Κύπρου ἦταν ἀπευθείας ὑπόλογος πρός τόν ἴδιο τόν Αὐτοκράτορα. Ἄρα βλέπουμε ὅτι οἱ πολιτικές καί διοικητικές ἐξελίξεις ἔχουν ἄμεσο ἀντίκτυπο καί στήν τέχνη ἀλλά καί στίς καλλιτεχνικές ἐπιδράσεις. Ἔτσι σχεδόν ἄμεσος ἦταν ὁ περιορισμός τῶν ἐπιδράσεων ἀπό τήν Ἀνατολή καί ἡ στροφή πρός τά καλλιτεχνικά ρεύματα τῆς πρωτεύουσας Κωνσταντινούπολης. Τό Βαπτιστήριο τῆς Βασιλικῆς τῆς Καμπανόπετρας τό συναντοῦμε στήν βόρεια πλευρά τοῦ κτηρίου καί συνίσταται σέ μία μονόχωρη αἴθουσα ὅπου στά ἀνατολικά της βρίσκεται μία ἡμικυκλική ἁψίδα. Στά δυτικά αὐτῆς τῆς μονόχωρης αἴθουσας βρίσκονται ἄλλα 3 δωμάτια, τά ὁποῖα ἐπικοινωνοῦν μεταξύ τούς μέ περάσματα. Ἐπίσης τό δεύτερο ἀπό τά 3 δωμάτια πέρα ἀπό τό ἄνοιγμα πρός τό βόρειο κλίτος τῆς Βασιλικῆς ἔχει καί ἄνοιγμα στό βόρειο τοῖχο γιά ἔξοδο πρός τόν αὔλειο χῶρο τῆς Βασιλικῆς. Πιθανότατα αὐτά τά 3 δωμάτια νά χρησιμοποιοῦνταν γιά τίς διάφορες ἀνάγκες τοῦ Μυστηρίου, ἤ γιά τίς 12 Ν. Γκιολές ο.π.π. σελ. 14, ΜΚΕ τόμος 6, σελ. 224-225. 13 Α. Ὀρλάνδος «Ἡ ξυλόστεγος Βασιλική» σελ 32-33 εικ. 12. 14 Πρβλ Ἅγιο Βιτάλιο Ραβέννας, Καταπολιανή στήν Πάρο (Α. Ὀρλάνδος «Ἡ ξυλόστεγος βασιλική..» σελ. 137-138, Χ. Μπούρας «Ἡ Νέα Μονή..» σελ. 151-152.) Πνευματική Διακονία, τεῦχος 5ο - 6o 61
προβαπτισματικές τελετές. Ἡ κεντρική αἴθου - σα στήν ὁποία βρισκόταν καί ἡ κολυμβήθρα εἶχε διπλή χρήση, ἀφοῦ στόν ἴδιο χῶρο γινόταν καί τό Μυστήριο τοῦ Χρίσματος. Ἡ κολυμβήθρα καί σέ αὐτή τήν περίπτωση ἦταν σταυρόσχημη μέ τά ἴδια ἀκριβῶς χαρακτηριστικά τά ὁποῖα συναντοῦμε καί στά ἄλλα Βαπτιστήρια μέ σταυρόσχημη κολυμβήθρα, δηλαδή κλίμακα στά δυτικά ἀπό ὅπου κατέβαιναν 3-4 σκαλιά γιά νά εἰσέλθουν στήν κολυμβήθρα καί ἀνέβαιναν ἀκολούθως ἀπό τό ἀνατολικό σκέλος τοῦ σταυροῦ, ἀφοῦ βαπτίζονταν. Ἐπίλογος Περαίνοντας τήν περιδιάβασή μας αὐτή στά παλαιοχριστιανικά βαπτιστήρια τῆς κοιτίδας τοῦ Χριστιανισμοῦ στήν ἁγιοτόκο νῆσο τῆς Κύπρου, τῆς Σαλαμίνας, ἀφοῦ ὁλοκληρώσουμε τό «ἐπί πτερύγων ἀνέμων» ταξίδι μας στό ἔνδοξο παρελθόν, θά ἦταν λάθος μας νά μήν δοῦμε καί τό παρόν. Νά δοῦμε τή σημερινή κατάσταση στήν ὁποία βρίσκονται τά μνημεῖα μας. Ἐρειπωμένα, ἀφημένα στό ἔλεος τοῦ πανδαμάτορα καί φθοροποιοῦ χρόνου, ἕρμαιο τῆς καταστροφικῆς καί λεηλατικῆς μανίας τοῦ ἐξ Ἀνατολῆς εἰσβολέα ὁ ὁποῖος γιά 35 τώρα χρόνια λυμαίνεται τήν γῆ τῶν προγόνων μας. Ἀλλά, τά μνημεῖα μας παρόλες τίς ἀντιξοότητες καί τίς βεβηλώσεις στέκουν ἐκεῖ ἀδιάψευστοι μάρτυρες τῆς δισχιλιετούς ταυτόσημης πορείας μέσα στό χωροχρόνο τῆς Ἐθνικῆς μας ταυτότητας, τοῦ Ἑλληνισμοῦ, μαζί μέ τή Θρησκεία, τό Χριστιανισμό. Ἑλληνισμός καί Χριστιανισμός πορεύονται μαζί, ὡς ἔννοιες ἀλληλένδετες πού πολύ δύσκολα κανείς μπορεῖ νά διαχωρίσει. «Οἱ λίθοι κεκράξονται» καί μᾶς λένε πώς ἡ Κύπρος ἦταν καί εἶναι γῆ Ἑλληνική καί Ὀρθόδοξη χριστιανική, ποτισμένη μέ αἷμα ἡρώων ἀλλά καί μαρτύρων. Κατακλείοντας, ἀναφωνοῦμε καί μεῖς μαζί μέ τόν ὑμνωδό πρός τόν πολιοῦχο καί προστάτη μας Ἅγιο Ἐπιφάνιο «δόξα τῷ σε δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σε θαυματώσαντι» καί παρακλητικά ἰκετεύουμε «ὅν καθικέτευε ἀεῖ ὑπέρ τῆς Κύπρου Ἅγιε» νά μᾶς ἐλευθερώσει τῶν δεσμῶν τῆς κατοχῆς καί ἐλεύθεροι νά λειτουργήσουμε στή Βασιλική του στή Σαλαμίνα καί σέ ὅλες τίς κατεχόμενες ἐκκλησίες μας. Σχεδιαστική ἀναπαράσταση τῆς Βασιλικῆς τῆς Καμπανόπετρας στή Σαλαμίνα μέ τό βαπτιστήριο στή βόρεια πλευρά. 62 Πνευματική Διακονία, τεῦχος 5ο - 6o
Ἀναφορά στή ζωή καί τό ἔργο τριῶν κληρικῶν τῆς Ἀμμοχώστου Πρωτοπρ. Εὐέλθοντος Χαραλάμπους Κάθε φορά πού ἡ μνήμη γυρνᾶ στό παρελθόν καί σεργιανίζει στούς δρόμους τῆς ὄμορφης, τῆς ἀλησμόνητης μας πόλης, τῆς Ἀμμοχώστου, πρῶτος σταθμός εἶναι τό σπίτι μου στήν μοσκομυρισμένη ἀπό τούς ἀνθούς τῶν πορτοκαλιῶν ἐνορία τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ. Κι ἀπό κεῖ, πάλι, γιά τρεῖς προορισμούς μπορεῖ νά μέ δρομολογήσει ἡ σκέψη. Σέ τρία σημεῖα τῆς πόλης, ὅπου μέ ἀξίωσε ὁ Θεός νά γνωρίσω ἐνάρετους καί ἁγίους κληρικούς. Ἁγίους ζωντανούς, τυλιγμένους πάντοτε στό μαῦρο τους ράσο, σεμνούς λειτουργούς τοῦ ἱεροῦ Θυσιαστηρίου, ἁπλούς καί ταπεινούς. Δέν μπορῶ νά ἰσχυριστῶ πώς ἦταν οἱ μοναδικοί εὐλαβεῖς λειτουργοί τοῦ ἱεροῦ Θυσιαστηρίου στήν Ἀμμόχωστο. Κάθε ἄλλο. Ὑπῆρχαν στήν πόλη μας κι ἄλλοι ἀξιόλογοι κι ἐνάρετοι ἄνθρωποι, κληρικοί καί λαϊκοί. Ὅμως, ὅπως χαραχτηριστικά λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «ἀστήρ ἀστέρος διαφέρει». Γι αὐτό κι ἐγώ σήμερα θά σταθῶ σέ τρεῖς μονάχα, καί μέ ἄλλη εὐκαιρία μπορῶ νά παρουσιάσω κι ἄλλες καταξιωμένες μορφές. Σήμερα, λοιπόν, ὁ λόγος γιά τόν Ἀρχιμανδρίτη Εὐστάθιο Παπαγεωργίου, τόν ταπεινό καί πράο, τόν ἁπλό καί μειλίχιο κληρικό πού σήκωνε τό βαρύγδουπο τίτλο «Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος Ἀμμοχώστου». Δεύτερος στή σειρά, ὁ διδακτικός καί ἤρεμος, ὑπομονετικός καί σεμνότατος, ὁ ὑπέροχος πνευματικός Παπααναστάσης τοῦ Ἁγίου Μέμνονα. Καί τελευταῖος, ὁ γλυκύτατος καί πεφιλημένος Προϊστάμενός μου, ὁ Παπαλευτέρης τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ. Ἀρχιμανδρίτης Εὐστάθιος Παπαγεωργίου Ἀρχίζοντας τό λόγο μέ τή σειρά πού τούς πρωτογνώρισα, τήν πρώτη θέση κατέχει ὁ Πατήρ Εὐστάθιος, πού τόν γνώρισα ἔφηβος μαθητής στήν Δ τάξη Γυμνασίου. Ἡ εἰκόνα του τῆς πρώτης μας γνωριμίας, ἔστω κι ἄν ἔχουν περάσει ἀπό τότε μερικές δεκαετίες, παραμένει πάντοτε ἀνεξίτηλη στή μνήμη μου: Κληρικός μέ φωτεινό πρόσωπο, ξανθά γένια, σεμνός καί σοβαρός, ὀρθόφωνος καί καλλίφωνος, ἐπιβλητικός, παρά τό μικρό τοῦ ἀναστήματός του, σεβάσμιος μέ τό μαῦρο ἐπανωκαλύμαυχό του. Ἐκεῖνο, ὅμως, πού μέ σαγήνευσε, ἦταν τό κήρυγμά του. Ὁ καθάριος λόγος του. Κι ἀκόμη, ἡ ἀγάπη του. Ἡ ἀγάπη του, πού ἐκδηλωνόταν τόσα πλούσια ὅταν τόν πλησίαζες κι ὅταν ἀκουμποῦσες στό πετραχήλι του. Γραφεῖο τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς, ἕδρα καί σπίτι του, ἦταν ἕνα ἁπλό σπιτάκι δίπλα ἀπό τήν Φραγκοεκκλησιά τοῦ Βαρωσιοῦ, πρός τήν Ἁγία Αἰκατερίνη. Ἀργότερα, ἐπί Κωνσταντίας Χρυσοστόμου ἀπόχτησε ἡ Ἀρχιεπισκοπή ἕνα πιό ἐπιβλητικό οἴκημα, λίγα μέτρα βορειότερα. Τό κτίριο ἄλλαξε, ἀλλά ὁ π. Εὐστάθιος παρέμενε πάντα ὁ ἁπλοϊκός καλοσυνάτος παππούλης. Μαζί του ἔμενε πάντοτε ἡ γριά μητέρα του, ἡ γερόντισσα Καλλού. Μέ τήν εἴσοδό σου στό κτίριο βρισκόσουν σ ἕνα μεγάλο σαλόνι (ἡλιακό), ὅπου ὁ π. Εὐστάθιος δεχόταν τούς ξένους του ἤ ὀργάνωνε Κύκλο Γραφῆς γιά Κληρικούς. Ἀριστερά ἦταν τό δικό του γραφεῖο, ἐνῶ δεξιά τοῦ Χωρεπισκόπου, πού ἐπισκεπτόταν τήν πόλη μας μιά φορά τήν ἑβδομάδα (συνήθως κάθε Τρίτη). * Ὁ πρωτοπρ. Εὐέλθων Χαραλάμπους εἶναι προϊστάμενος τοῦ ἱεροῦ ναοῦ Ἁγίου Δημητρίου Παραλιμνίου, τέως Λυκειάρχης. Πνευματική Διακονία, τεῦχος 5ο - 6o 63
Ὁ πατήρ Εὐστάθιος καί ὁ Γέρων Ἐλπίδιος (δίδυμος ἀδελφός τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Φιλουμένου) ἔξω ἀπό τό κελλί τους στή Νέα Σκήτη. Ἐκείνη ἡ πρώτη ἐπίσκεψή μου στόν πατέρα Εὐστάθιο παραμένει πάντοτε ζωντανή στή μνήμη μου. Γιατί γνώρισα ἐκεῖ ἕνα στοργικό πατέρα, ἕνα σοφό καθοδηγητή, ἕνα ταπεινό ἐργάτη τοῦ Εὐαγγελίου, ἕνα ἅγιο κληρικό. Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος Ἀμμοχώστου! Στά χρόνια τοῦ ἀοιδίμου Ἀρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ αὐτό ἐσήμαινε ἁρμοδιότητες Ἐπισκόπου. Ἡ θέση καί τό ἀξίωμά του, μέ κοσμικά δεδομένα, ἦταν ἐπίζηλη. Ἦταν Πρόεδρος τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαστηρίου γιά ὅλες τίς κοινότητες Ἀμμοχώστου. Ἀπό τήν Καρπασία, σ ὅλη τή Μεσαορία, στά Κοκκινοχώρια μέχρι τήν Ἀγκαστίνα καί τό Μαραθόβουνο, ἐπεῖχε θέση Ἐπισκόπου. Ὅλη τήν ἑβδομάδα στό γραφεῖο ἀσκοῦσε διοικητική ἐξουσία, ἐνῶ τίς Κυριακές καί τίς μεγάλες γιορτές περιόδευε τά χωριά, λειτουργοῦσε κάθε Κυριακή καί σέ μιά κοινότητα, κήρυσσε τό λόγο τοῦ Θεοῦ, ἔλυε διαφορές. Αὐτή ἡ ἐπαφή του μέ τό λαό καί ἡ τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας ἦταν γιά τόν πατέρα Εὐστάθιο ἡ μεγαλύτερη χαρά. Μοῦ ἔλεγε συχνά ὅτι οἱ διοικητικές ἐνασχολήσεις καί ὅλα ὅσα διαδραματίζονταν στό Ἐκκλησιαστικό Δικαστήριο τόν ἐξουθένωναν. Ἀντίθετα, ἡ ἐπαφή του μέ τό ἱερό Θυσιαστήριο, ἡ λειτουργική ζωή, ἡ προσευχή καί οἱ ἀκολουθίες, αὐτά τόν ζωογονοῦσαν. Προσδοκοῦσε πάντοτε τίς Κυριακές, γιά νά ἔλθει μέσω τῆς ἱερᾶς μυσταγωγίας σέ ἐπαφή μέ τό λαό τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά καί ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, ὅλοι οἱ χριστιανοί, μέ πόσοι λαχτάρα προσδοκοῦσαν τήν ἐπίσκεψή του στήν ἐνορία καί στό ναό τους! Γινόταν πανηγύρι τότε. Γιατί σέ ὅσους ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ ὁδηγοῦσε στό δρόμο του, ἡ ἁγιασμένη μορφή του σκορποῦσε χάρη καί ἀκτινοβολία. Ταίριαζε στήν περίπτωσή του ὁ λόγος τῶν Πράξεων «ἦν ἀνήρ ἀγαθός καί πλήρης Πνεύματος Ἁγίου καί πίστεως». Παρόλες τίς τιμές καί τά προνόμια πού τοῦ ἐξασφάλιζε ἡ θέση του, ὁ ἴδιος παρέμενε πάντοτε πράος καί ταπεινός, ὑπόδειγμα καλοῦ ποιμένα, ἀνεξίκακου κληρικοῦ, ἀφοσιωμένου ἐργάτη τοῦ Εὐαγγελίου. Ξεχωριστή εὐλογία γιά τά νέα παιδιά ἦταν κάθε καλοκαίρι ἡ παρουσία του στό χῶρο τῆς κατασκήνωσης τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς στήν Κακοπετριά. Ἦταν γιά ὅλους τούς κατα σκη νωτές ἕνα σωστό πρότυπο κηρικοῦ κι ἐνάρετου χριστιανοῦ. Ἡ σοβαρή ἀσθένεια πού γιά εἴκοσι χρόνια τόν μάστιζε (σακχαροδιαβήτης), δέν μπόρεσε ποτέ νά τοῦ καθηλώσει τό φρόνημα, τήν ἀγάπη καί τόν ἀγωνιστικό ζῆλο. Ὅπως τόν Ἀπόστολο Παῦλο ἐπαναλάμβανε «ἐδόθη μοι σκόλωψ τῇ σαρκί, ἵνα μή ὑπεραίρωμαι...». Ὅταν τό 1973 μέ τά γνωστά ἐκεῖνα τραγικά γεγονότα κενώθηκαν οἱ μητροπολιτικοί θρόνοι τῆς Κύπρου, ἦταν ὁ πρῶτος τόν ὁποῖον ὁ ἀείμνηστος Ἀρχιεπίσκοπος σκέφτηκε νά ἀναβιβάσει στό ἀρχιερατικό ἀξίωμα. Ὅμως ἐκεῖνος μέ πολλή ταπείνωση δέν ἀποδέκτηκε τήν τιμή. Τά μάτια τῆς ψυχῆς του τά εἶχε 64 Πνευματική Διακονία, τεῦχος 5ο - 6o
στραμμένα πιό ψηλά. Ἡ καρδιά του φλογιζόταν γιά τήν ἐρημική ζωή καί μέ τόν ψαλμωδό σιγοψιθύριζε «εἰς τά ὄρη ψυχή ἀρθῶμεν...». Μέ τήν εἰσβολή τῶν Τούρκων καί τήν ἐγκατάλειψη τῆς ἀγαπημένης πόλης, πῆρε καί ὁ π. Εὐστάθιος τό δρόμο τῆς προσφυγιᾶς. Κι ἐνῶ θά μποροῦσε νά ἐγκατασταθεῖ στήν ἄνεση τοῦ ἀρχιεπισκοπικοῦ μεγάρου στή Λευκωσία, προτίμησε νά βρεθεῖ ἀνάμεσα στόν κακοπαθοῦντα λαό τοῦ Θεοῦ, «ἑλόμενος συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ μάλλον». Γιατί σάν στοργικός πατέρας αἰσθανόταν τήν ἀνάγκη νά στηρίξει, νά παρηγορήσει καί νά ἐνισχύσει τά πονεμένα παιδιά του στήν δύσκολη τους ὥρα. Τώρα πού δυστυχῶς εἶχε ἐπαληθευθεῖ μέ τόν πιό σκληρό τρόπο ἕνα προφητικό κήρυγμά του: «Ἄν ὁ κόσμος δέν μετανοήσει θά ἐπιτρέψει ὁ Θεός μεγαλύτερες δοκιμασίες, ὅπως εἶναι οἱ πόλεμοι. Θά ἐπιτρέψει ὁ Θεός τήν ταπείνωση ἀπό λαούς βαρβάρους καί ἀπίστους, ὅπως εἶναι οἱ Τοῦρκοι, γιά νά συνέλθουμε, νά μετανοήσουμε καί νά ἀναγνωρίσουμε τό Θεό σάν δημιουργό καί Σωτήρα μας». Τόν Μάϊο τοῦ 1978 ἀξιώθηκε νά πραγματοποιήσει τό ὄνειρο τῆς ζωῆς του. Σέ ἡλικία πενηνταέξι ἐτῶν ἄφησε πίσω τιμές καί μεγαλεῖα, θέσεις καί ἀξιώματα καί ἀναχώρησε γιά τήν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Αὐτός, στόν ὁποῖο ἔκαναν ὑπακοή ὅλοι οἱ κληρικοί τῆς Ἀρχιεπισκοπικῆς Περιφέρειας, ἔγινε ὑποδειγματικός ὑποτακτικός τοῦ Γέροντα Ἐλπιδίου στή Νέα Σκήτη. Αὐτός πού στόν κόσμο εἶχε στή διάθεσή του ὑπηρεσιακό προσωπικό καί προσωπικό ὁδηγό, τώρα βρέθηκε σέ ἄκρα ὑπακοή, κάνοντας μέ παιδική χαρά τίς πιό ταπεινές ἐργασίες ἦταν ὁ νεώτερος τῆς συνοδείας. Βέβαια ποτέ δέ λησμόνησε τά πνευματικά του παιδιά στήν Κύπρο, γιά τά ὁποῖα πάντοτε προσευχόταν καί μέ ἐπιστολές του καθοδηγοῦσε καί συμβούλευε. Χαραχτηριστικό εἶναι τό ἀπόσπασμα ἐπιστολῆς πού μοῦ ἔστειλε στίς 3 Νοεμβρίου 1979, ἡμέρα τῆς χειροτονίας μου: «Τά μάτια μου γέμισαν δάκρυα πνευματικῆς χαρᾶς. Ἤδη ἔχεις ἀξιωθεῖ τῆς μεγαλυτέρας τιμῆς μέ τήν ὁποία μπορεῖ νά τιμηθεῖ ἄνθρωπος ἐπί τῆς γῆς. Ὁ Βασιλεύς τῶν βασιλέων σοῦ δίνει τήν τιμή καί σέ καθιστᾶ ἄξιον νά γίνεις ποιμήν τῆς ποίμνης Του. Εἰς τό ἀποστολικό αὐτό ἔργο σέ ἐνισχύει διά τῆς εἰδικῆς θείας χάριτος τήν ὁποίαν ἔλαβες διά τῶν χειρῶν καί τῶν εὐχῶν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου. Φρόντισε νά φανεῖς ἄξιος τῆς μεγάλης αὐτῆς τιμῆς. Ὁ Ἀρχιποίμην Χριστός θά σέ συνοδεύει καί θά σέ ἐνισχύει... Μιμούμενος τόν Ἀπόστολο Παῦλο γίνου ταπεινός, ὑπομονετικός, ἄκακος, ἀφιλάργυρος, γέμισε τήν καρδιά σου μέ ἀγάπη καί «γενοῦ τοῖς πᾶσι τά πάντα, ἵνα τινάς σώσῃς». Ὁ βίος του στό Ἅγιο Ὄρος ἦταν πράγματι ἀγγελικός. Ὅσοι τόν γνώρισαν ἔχουν νά λένε γιά τήν ταπείνωση καί τήν ὑπακοή του. Μόλις τρία χρόνια ἔζησε στό Ἅγιο Ὄρος, κι ὅμως «τελειωθείς ἐν ὀλίγῳ ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς». Ἀπό ἀξιόπιστους ἁγιορεῖτες καταγράφηκαν θαύματα πού ἐπετέλεσε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ μέσῳ τοῦ πατρός Εὐσταθίου. Ὁ πατήρ Εὐστάθιος μόναζε στήν Νέα Σκήτη. Κατά τίς καθημερινές τελοῦσαν τίς ἀκολουθίες μέ τόν Γέροντα τοῦ Κελιοῦ τους π. Ἐλπίδιο καί τόν παραδελφό του π. Ἐμμανουήλ στό ἐκκλησάκι τοῦ Κελιοῦ τους, ἐνῶ τίς Κυριακές καί μεγάλες ἑορτές στό Κυριακό τῆς Σκήτης. Μιά Κυριακή, ὅπως ὁμολόγησε ἀργότερα ὁ Δικαῖος τῆς Σκήτης, ὅταν πολύ πρωί πῆγε στό Κυριακό καί ἄνοιξε τό ναό γιά νά ἑτοιμάσει τά τῆς θείας Λειτουργίας, βρῆκε μέσα τόν πατέρα Εὐστάθιο μέ τό πετραχήλι νά προσεύχεται μπροστά στό εἰκόνισμα τῆς Παναγίας. «Πῶς μπῆκες Γέροντα», τόν ρώτησε μέ ἔκπληξη καί θαυμασμό ὁ Δικαῖος. Κι αὐτός τοῦ ἀπάντησε μέ τόν πιό φυσικό τρόπο: «Νά, ἦρθα, βρῆκα τίς πύλες τοῦ ναοῦ ἀνοικτές, καί εἶπα νά διαβάσω μιά Παράκληση στήν Παναγία...». Κι ὅμως, ἦταν βέβαιος ὁ Δικαῖος ὅτι βρῆκε κλειστές καί κλειδωμένες τίς πόρτες, ἀφοῦ μόλις τώρα ὁ ἴδιος τίς εἶχε ξεκλειδώσει. Ἀπό τό περιβόλι τῆς Παναγίας τόν Πνευματική Διακονία, τεῦχος 5ο - 6o 65
κάλεσε γιά νά τόν ἀναπαύσει κοντά Του ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου στίς 7 Αὐγούστου 1981. Ἄφησε σέ ὅσους τόν γνώρισαν μνήμη ἀγαθή καί ζωντανό παράδειγμα πρός μίμηση. Πρωτοπρεσβύτερος Ἐλευθέριος Χριστοδούλου Δεύτερη ξεχωριστή ἱερατική μορφή τῶν τελευταίων χρόνων τῆς Ἀμμοχώστου, ὁ Πρωτοπρεσβύτερος πατήρ Ἐλευθέριος Χριστοδούλου, ὁ γνωστός σέ ὅλους Παπαλευτέρης τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ. Εὐχαριστῶ τό Θεό γιατί μέ ἀξίωσε νά κάμω τά πρῶτα βήματα τῆς ἱερατικῆς μου διακονίας κοντά του καί νά μαθητεύσω ὡς διάκονος παρά τούς πόδας του (1973 1974). Οἱ λίγες γραμμές πού καταθέτω ἐδῶ, ἀποτελοῦν μικρό ἀντίδωρο στή δική του μεγάλη προσφορά. Γιατί διακονώντας πλάι του, αὐτό ἦταν τό πιό σημαντικό, ἐμπειρικά σέ μυοῦσε σέ ἱερατική αὐτοσυνειδησία. Γεννημένος σέ πολύτεκνη οἰκογένεια τῆς Δερύνειας τό 1938, μεγάλωσε στήν πρωτεύουσα Λευκωσία, ἐκπαιδεύτηκε στήν ἁγιογραφία στήν Ἀθήνα. Ἀπό τήν ἀγωγή καί ἀνατροφή πού ἔλαβε, τήν ἐκπαίδευση πού τοῦ δόθηκε καί τά φυσικά χαρίσματα μέ τά ὁποῖα τόν προίκισε ὁ Θεός, διακρινόταν πάντοτε ἀπό μιά ἀρχοντιά καί μιά εὐγένεια στούς τρόπους πού τόν ἔκανε νά ξεχωρίζει. Πιό πολύ, ὅμως, ξεχώριζε γιά τήν σεμνότητα, τήν σοβαρότητα καί τήν ἱεροπρέπειά του. Ἰδιαίτερα σέ σαγήνευε τό λειτουργικό του ὕφος. Ὑψηλόκορμος, μέ τήν κατάμαυρη μακριά γενειάδα του, ὄρθιος σέ ὅλη τή διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας, ποτέ καί γιά κανένα λόγο δέν βιαζόταν, δέν συντόμευε τίς ἀκολουθίες, δέν ἱκανοποιοῦσε ἀνθρώπινες ἀδυναμίες. Ἀκόμη καί τήν ἡμέρα τῆς τούρκικης εἰσβολῆς, ὅταν οἱ Τοῦρκοι βρισκόντουσαν σέ ἀπόσταση ἀναπνοῆς ἀπό τήν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονα ὅπου λειτουργούσαμε, κι ἐνῶ ὅλο τό ἐκκλησίασμα ἐγκατέλειψε τρομοκρατημένο τό ναό, αὐτός συνέχιζε ἀτάραχος στό γνωστό του ρυθμό νά διαβάζει τίς εὐχές, νά φτάσει μέχρι τό τέλος τῆς θείας Λειτουργίας. Κι ἐπειδή ἕνα παιδάκι τό εἴχαμε ἀβάπτιστο, προχώρησε, μετά τήν Ἀπόλυση, στή βάπτιση τοῦ μικροῦ ἐκείνου βρέφους. Καί οἱ Τοῦρκοι στρατιῶτες πάνοπλοι ἦσαν λίγα μέτρα πιό πέρα. Ἐκεῖνο πού ξεχώριζε τόν Παπαλευτέρη ἦταν τό ἱερατικό του ἦθος. Τήν ἱερωσύνη τήν εἶχε πολύ ψηλά, ἦταν τό πᾶν γι αὐτόν. Παρ ὅλη τή φτώχεια καί τίς οἰκονομικές δυσκολίες πού γιά χρόνια ἀντιμετώπιζε, ποτέ δέν εἶδε τήν ἱερωσύνη σάν βιοποριστικό ἐπάγγελμα. Ποτέ δέν ζήτησε καί ποτέ δέν δέχτηκε «τυχερά», οὔτε καί διεκδίκησε ἀνταλλάγματα γιά τήν μοναδική προσφορά του πρός τήν Ἀρχιεπισκοπή. Ἀπό τίς 15 Νοεμβρίου τοῦ 1959 πού ἀπό τά χέρια τοῦ ἀοιδίμου Ἀρχιεπισκόπου Μακαρίου ἔλαβε τή γλωσσοπυρσόμορφη χάρη τοῦ Πνεύματος καί φόρεσε τό ράσο, τό τίμησε ὅσο λίγοι κληρικοί. Σύνθημά του ἦταν ἡ προτροπή τοῦ Ἀπο- 66 Πνευματική Διακονία, τεῦχος 5ο - 6o
στόλου Παύλου «τύπος γίνου τῶν πιστῶν». Καί ἦταν, ὁμολογουμένως τύπος, σωστό πρότυπο ἱερατικῆς παρουσίας καί προσφορᾶς. Ἀφιλάργυρος, φιλάνθρωπος καί ἐλεήμων, πρόσφερε πάντοτε δωρεάν τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Θυμᾶμαι στήν Ἀμμόχωστο, στόν Ἅγιο Λουκᾶ, τήν ἐνορία μας, ὅταν τελοῦσε Ἁγιασμούς καί Εὐχέλαια στά σπίτια πού τόν καλοῦσαν,ποτέ δέν ἔπαιρνε χρήματα. Κι ὅταν κάποτε τοῦ τό σχολίασα, ἔχοντας ὑπ ὄψη τά οἰκονομικά προβλήματα πού ἀντιμετώπιζε, μοῦ θύμισε τό παράγγελμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «δωρεάν ἐλάβετε, δωρεάν δότε». Ἕνα ἀπομεσήμερο τοῦ Ἰουλίου τοῦ 1973 κλήθηκε γιά ἕνα Εὐχέλαιο. Ἕνας μοναξιασμένος ἡλικιωμένος περνοῦσε στό φτωχικό μικροσκοπικό του σπιτάκι τίς τελευταῖες του ὧρες. Ὁ Παπαλευτέρης ἔτρεξε ἀμέσως. Διάβασε ὁλόκληρη τήν ἀκολουθία τοῦ Εὐχελαίου μέ τόν ἴδιο κατανυκτικό τρόπο πού τελοῦσε πάντοτε τίς ἀκολουθίες. Χωρίς βιασύνη, δίχως νά παραλείψει οὔτε κεραία, μέ καθαρή φωνή, μέ ὅλη τήν ἱεροπρέπεια πού τόν διέκρινε. Ὁ ἱδρώτας τόν ἔλουζε. Οἱ γείτονες καί κάποιοι μακρινοί συγγενεῖς πού εἶχαν μαζευτεῖ γιά τό Εὐχέλαιο, μή ἀντέχοντας τήν ἀφόρητη ζέστη τοῦ σπιτιοῦ, δέν στάθηκαν στό δωμάτιο οὔτε λεπτό. Ἀναζήτησαν λίγη δροσιά στή σκιά τοῦ σπιτιοῦ, ἔξω πού φυσοῦσε λίγο τό ἀεράκι. Μόνο σάν ἔκανε ἀπόλυση ὁ Παπαλευτέρης καί σταύρωσε μέ λαδάκι τόν ἄρρωστο πλησίασαν γιά νά τοῦ προτείνουν χρήματα. Αὐτός μέ εὐγένεια δέν πῆρε τίποτε. Τούς ὑπέδειξε μόνο τό κουτί γιά τούς φτωχούς πού ὑπῆρχε στήν ἐκκλησία. Αὐτή ἡ ἀφιλοχρηματία του, ἡ θυσιαστική προσφορά του πρός τό ποίμνιο, ἡ χαρισματική ἱεροπρέπειά του, αὐτό τό δόσιμό του στό Θεό καί στήν Ἐκκλησία, συνέτειναν ὥστε νά κερδίσει τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων. Ὅταν ἀνέλαβε ἐφημέριος στόν Ἅγιο Λουκᾶ τό ἐκκλησίασμα μετριόταν στά δάκτυλα τῶν χεριῶν. Σιγά σιγά μπόρεσε νά ἑλκύσει πλῆθος πιστῶν, ὥστε ὅταν τό καλοκαίρι τοῦ 1974 ἐγκαταλείψαμε τήν Ἀμμόχωστο, ἦταν πλῆθος οἱ ἐκκλησιαζόμενοι στόν Ἅγιο Λουκᾶ. Ὁ π. Ἐλευθέριος ἐργαζόταν στήν Ἐκκλησία συνειδητά καί ἐξουθενωτικά. Ποτέ δέ λογάριασε κόπο καί χρόνο. Καί ὅμως, ποτέ δέν ἔχασε τόν ἐνθουσιασμό, τό ζῆλο, τό μεράκι, τήν ἱλαρότητά του. Τό χαμόγελο κοσμοῦσε πάντοτε τό πρόσωπό του, ἀκόμη καί μετά τήν πιό κοπιαστική ἡμέρα. Ἀκόμα καί ὅταν οἱ πειρασμοί καί οἱ δοκιμασίες τόν χτύπησαν ἀνελέητα. Θλίψεις καί βάσανα καί πόνο ἀντιμετώπισε ὁ π. Ἐλευθέριος μέ ἰώβειο ὑπομονή καί χριστιανική ἐγκαρτέρηση. Ἐγκατέλειψε στά χέρια τοῦ Ἀττίλα στέγη καί ὑπάρχοντα τό μαῦρο καλοκαίρι τοῦ 1974. Λιτάνεψε τόν πόνο καί τά βάσανα τῆς προσφυγιᾶς. Στερήθηκε τή δική του ἐκκλησία καί ἀντιμετωπίστηκε σάν «ξένος» στό δικό του τόπο, ἀπό ἐκείνους πού δέν δοκίμασαν τό πικρό ποτήρι τοῦ ξεριζωμοῦ. Ἀπό τήν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ μετακινήθηκε στήν ἐκκλησία τοῦ Τιμίου Προδρόμου στή Λάρνακα. Ἀργότερα τόν βλέπουμε στή Λευκωσία, στή Μακεδονίτισσα, μέ τελευταῖο σταθμό τόν Ἅγιο Δομέτιο. Ἀπό αὐτή τή θέση τόν κάλεσε ὁ Θεός στό ὑπερουράνιο Θυσιαστήριο. Τό μεγαλύτερο πόνο αἰσθάνθηκε ὁ π. Ἐλευθέριος μπροστά στό θάνατο προσφιλῶν καί ἀγαπημένων του προσώπων. Τοῦ πέθανε στή γέννα τό τέταρτο παιδί, γεγονός πού ἔπληξε πολύ τήν ὑγεία τῆς πρεσβυτέρας του Χρυσῆς. Ἔζησε μῆνες ἀγωνίας μέ τήν ἀσθένεια τοῦ πρωτότοκου του γυιοῦ, τοῦ Δημήτρη. Μέ σπαραγμό ψυχῆς νεκροφίλησε τό πρῶτο του ἀγόρι, ὅπως προηγουμένως καί τόν ἥρωα ἀδελφό του Δημητράκη Χριστοδούλου. Γιά δεκαπέντε ὁλόκληρα χρόνια πάλαιψε μέ τήν ἐπώδυνη καί ἀνίατη ἀρρώστεια. Νεκροφίλησε καί δεύτερο παιδί, πνευματικό τώρα, προπέμποντάς το κι αὐτό στούς οὐρανούς. Ἀπό αὐτό τό παιδί κρατοῦσε πάντοτε ἕνα ἐνθύμιο, ἕνα ἁγιορείτικο σταυρό. Αὐτό τό σταυρό κρατοῦσε στό χέρι, ὅπως ὁ ἴδιος τό εἶχε ζητήσει, κατά τήν ὥρα τοῦ ἐνταφιασμοῦ του, σημάδι γνωριμίας κατά τή συνάντησή Πνευματική Διακονία, τεῦχος 5ο - 6o 67
τους ἐκεῖ. Τή Μεγάλη Τρίτη τοῦ 2006, τή μέρα πού ψάλλουμε στήν Ἐκκλησία τό «Ἰδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται...», ὁ μακάριος δοῦλος τοῦ Θεοῦ π. Ἐλευθέριος βρέθηκε ἕτοιμος καί γρηγορῶν καί παραλήφθηκε γιά τούς οὐρανούς. Πρωτοπρεσβύτερος Ἀναστάσιος Χαραλάμπους Τελευταῖος μας σταθμός τό ταπεινό σπιτάκι τοῦ σεβάσμιου Πρωτοπρεσβυτέρου Ἀναστασίου Χαραλάμπους, δίπλα στήν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Μέμνονα, τοῦ γνωστοῦ σέ ὅλους τούς Βαρωσιῶτες Παπαναστάση. Πράος, γλυκύς καί μειλίχιος, ταπεινός λευΐτης, θά μποροῦσες νά τόν χαραχτηρίσεις «ὁ ἐξομολόγος τοῦ Βαρωσιοῦ». Ἀμέτρητο πλῆθος ἦσαν οἱ πιστοί, μικροί καί μεγάλοι, πού εὕρισκαν ἀνάπαυση κάτω ἀπό τό πετραχήλι καί τόν παρηγορητικό λόγο τοῦ ταπεινοῦ αὐτοῦ κληρικοῦ. Ἀπ ὅλες τίς ἐνορίες τῆς Ἀμμοχώστου, ἀκόμα κι ἀπό τά γύρω χωριά, πολλοί ἦσαν ἐκεῖνοι πού ἀπέθεταν τόν κόπο καί τόν μόχθο καί τόν καύσωνα τῶν ἡμερῶν, γιά νά δροσιστοῦν ἀπό τόν μοναδικό αὐτό πνευματικό πατέρα. Εξαιρετικός πνευματικός, ἀνθρώπινος, ἔνοιωθε τόν πόνο τοῦ κάθε ἀνθρώπου καί συνέπασχε μαζί του. Ζοῦσε σέ ὅλη της τήν ἔκταση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου τήν ὁμολογία «τίς ἀσθενεῖ καί οὐκ ἀσθενῶ;». Γνώριζε ἕνα - ἕνα ὅλα του τά λογικά πρόβατα, τούς καημούς καί τά βάσανά τους. Γι αὐτό καί διακριτικά, παρ ὅλη τή φτώχεια καί τίς δυσκολίες τῆς πολύτεκνης οἰκογένειάς του, εὕρισκε πάντοτε τόν τρόπο νά ἐπισκέπτεται ὅλους ὅσους εἶχαν ἀνάγκη καί νά τούς προσφέρει, ἀκόμα κι ἀπό τό ὑστέρημά του. Πραγματικά βίωσε ὁ Παπαναστάσης τή φτώχεια στήν οἰκογένειά του, ἀφοῦ τότε ὁ γλίσχρος μισθός τῶν κληρικῶν μονάχα δυό φορές τόν χρόνο ἐπέτρεπε τήν πολυτέλεια νά βλέπουν κρέας στό ἱερατικό τραπέζι. Ὅμως, παρά τήν φτώχεια καί τίς στερήσεις, ποτέ δέν ἔλειψε ἀπό τό εὐλογημένο σπίτι τοῦ Παπαναστάση τό γέλιο καί ἠ χαρά, ἡ ψαλμωδία καί τό τραγούδι. Γνώριζε τοῦ κάθε παιδιοῦ του τό πρόβλημα καί ἔκανε τό πᾶν γιά νά τό ἀνακουφίσει. Ἦταν ὁ πρῶτος πού θά ἐπισκεπτόταν τούς ἀρρώστους στόν Ἅγιο Μέμνονα, γιά νά τούς στηρίξει, νά τούς συντροφεύσει καί νά τούς παρηγορήσει. Τόν ἤξεραν ὅλα τά σπίτια τῶν φτωχῶν καί τῶν ἀπόρων νά φτάνει ταπεινά καί ἀθόρυβα πάντοτε μέ λίγα τρόφιμα, ψωμί, λάδι, γάλα γιά τά παιδιά, πού μπορεῖ, γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, νά τά στεροῦσε ἀπό τή δική του οἰκογένεια. Ἕνα περιστατικό εἶναι πολύ χαρακτηριστικό. Συνέβη ὅταν ἡλικιωμένος καί πρόσφυγας ὑπηρετοῦσε στόν Ἅγιο Ἀντώνιο στή Λευκωσία. Τόν πλησίασε μιά φτωχή γυναίκα, ζητώντας τή βοήθεια του. Ὁ Παπαναστάσης ἔψαξε τίς τζέπες του, ἔψαξε τό πορτοφόλι του, καί βρῆκε τό τελευταῖο δεκάλιρο. Μέ τά χρήματα αὐτά ἔπρεπε νά κάμει τά ψώνια τοῦ σπιτιοῦ. Χωρίς δεύτερη σκέψη τό χάρισε στήν φτωχή γυναίκα. Ὅμως, δέν ἄργησε νά μιλήσει κι ὁ Θεός. Πρίν ἀκόμη νυχτώσει, προτοῦ περάσει ἡ ἡμέρα ἐκείνη, προσφέρθηκαν ἑκατό λίρες στόν φιλάνθρωπο ἱερέα. Τά παιδιά ἦταν πάντοτε ἡ ἀδυναμία του. Τά ὑπεραγαποῦσε. Ὄχι μόνο τά δικά του, τά κατά σάρκα, ἀλλά καί τά ξένα. Γιά τόν Παπαναστάση δέν ἴσχυσε ποτέ ὁ διαχωρισμός ξένοι καί δικοί. Ὅλοι ἦταν δικοί του, ὅλοι ἦταν παιδιά του. Ὅλα τά παιδιά τῆς ἐνορίας, ἀξεχώριστα, τά ἀγκάλιαζε μέ στοργή, τά συμβούλευε, τά καθοδηγοῦσε, τά προσέλκυε κοντά του. Κι ἐκεῖνα, μέ τήν ἄδολη καρδιά τους, διαισθάνονταν τήν πατρική ἀγάπη, ἐπικοινωνοῦσαν μαζί του καί τοῦ ἄνοιγαν διάπλατα τήν καρδιά τους. Λίγοι κληρικοί ἐξομολογοῦν τόσα παιδιά, ὅσα ὁ Παπαναστάσης. Ἐπειδή ὁ ἴδιος πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια στό χωριό του τό Λιμνάτι τῆς Λεμεσοῦ, ἀφοῦ πέθανε ἡ μητέρα του προτοῦ αὐτός κλείσει τό πρῶτο ἔτος τῆς ζωῆς του, δέν ἤθελε νά βλέπει κανένα παιδί θλιμμένο, νά πονᾶ καί νά ὑποφέρει. Στό θέμα τῆς ἐξομολόγησης ἦταν πράγ- 68 Πνευματική Διακονία, τεῦχος 5ο - 6o
ματι ἐξαίρετος παιδαγωγός ὁ γέροντας. Τήν πρώτη φορά, ἔλεγε, καί τήν δεύτερη καί τήν τρίτη ἐφαρμόζω τήν ἐπιείκεια. Ὅταν ὅμως δῶ ὅτι δέν ἀποδίδει, τήν τέταρτη φορά ἐφαρμόζω τήν αὐστηρότητα. Οἱ σπουδές του ἦταν μέχρι τήν Ἱερατική Σχολή. Καί παρόλο πού φοίτησε σ αὐτήν σέ μεγάλη ἡλικία, βγῆκε στά σαράντα του ἀριστοῦχος. Καί συνέχιζε μέ τήν μελέτη σέ ὅλη του τήν ζωή τήν αὐτομόρφωση. Ἦταν βαθύς ἀνατόμος τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Γι αὐτό καί μποροῦσε ὅλους νά τούς βοηθήσει, γι αὐτό καί ὅλοι τόν ἀγαποῦσαν. Δέν πιστεύω νά ὑπάρχει ἄνθρωπος πού νά τόν γνώρισε καί νά μήν τόν ἀγάπησε. Τοῦτο ὀφείλεται καί στό γεγονός ὅτι ἦταν μιά καρδιά ἀγαπῶσα, πού πάντα εὕρισκε χρόνο γιά ὅλους. Ἀεικίνητος καί δραστήριος νά διακονήσει τούς ἄλλους, μονάχα γιά τή δική του ἀνάπαυση καί καλοπέραση δέν φρόντιζε. Ἦταν πράγματι ὁ καλός ποιμένας ὁ ὁποῖος «τήν ψυχήν αὐτοῦ τίθησιν ὑπέρ τῶν προβάτων». Τό κατεξοχήν ἔργο ἑνός κληρικοῦ τελεσιουργεῖται ἐνώπιον τοῦ ἱεροῦ Θυσιαστηρίου. Ἐδῶ, χωρίς ὑπερβολή, ὁ Παπαναστάσης ἦταν ἕνας ἄριστος λειτουργός, ἕνας πιστός οἰκονόμος τῶν μυστηρίων τῶν πνευματικῶν. Μέ τήν ἁπαλή γλυκειά φωνή του, μέ τά μισόκλειστα σχεδόν μάτια του, μέ τήν φυσική καί ἀφτιασίδωτη εὐλάβειά του, μεταφερόταν ὁ ἴδιος καί μετέφερε τό ἐκκλησίασμά του σέ οὐράνιους κόσμους. Μύστης καί μυσταγωγός μετέδιδε στό ἐκκλησίασμα τά προσωπικά ὑψηλά του βιώματα. Λιτάνευσε κι αὐτός, ὅπως καί οἱ ἄλλοι κληρικοί τῆς Ἀμμοχώστου, τόν πόνο τοῦ ξεριζωμοῦ καί τῆς προσφυγιᾶς. Πρῶτα στή Λεμεσό, στήν ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Ἀνδρονίκου καί Ἀθανασίας καί πνευματικός στό Λανίτειο Γυμνάσιο. Τό 1977 μετακινεῖται στήν Χρυσελεοῦσα τοῦ Στροβόλου, ἐνῶ παράλληλα ἐξυπηρετεῖ τίς ἐκκλησιαστικές ἀνάγκες τῶν ἀσθενῶν τοῦ Γενικοῦ Νοσοκομείου Λευκωσίας. Τέλος, τό 1980 καλεῖται στόν Ἅγιο Ἀντώνιο στή Λευκωσία. Ἀπ ὅπου πέρασε, οἱ ἄνθρωποι ἔχουν νά λένε γιά τήν σεμνότητα, τήν πραότητα, τήν ἁγιότητά του. Ἀναπαύτηκε ἀπό τούς πόνους τῆς προσωρινότητας στίς 29 Αὐγούστου 1993. Νά ἔχουμε τήν εὐχή τους. Πνευματική Διακονία, τεῦχος 5ο - 6o 69