Το Πρακτορείο Εκκλησιαστικών Ειδήσεων Romfea.gr το 2008 είχε δημοσιεύσει την θέση του Πατριαρχείου Μόσχας σχετικά με το Εσθονικό ζήτημα, και την παραθέτει και σήμερα με αφορμή το δημοσιεύμα: Ανακοίνωση της Υπηρεσίας της Συγκοινωνίας του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας, για την θέση του Πατριαρχείου Μόσχας επί του Εσθονικού προβλήματος, επ ευκαιρία των διαπραγματεύσεων μεταξύ των αντιπροσωπειών των Πατριαρχείων Μόσχας και Κωνσταντινουπόλεως, που έλαβε χώρα στην Ζυρίχη στις 26 Μαρτίου 2008. Στις 26 Μαρτίου του 2008 στη Ζυρίχη της Ελβετίας έγιναν συνομιλίες ανάμεσα στις αντιπροσωπείες των Πατριαρχείων Κωνσταντινουπόλεως καί Μόσχας. Θέμα συζητήσεως ητο οι διαφωνίες επί του προβλήματος καταστάσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Εσθονία, πού προκάλεσαν άρνηση της αντιπροσωπείας της Ορθοδόξου Εκκλησίας Ρωσίας να συμμετάσχει στην συνεδρία της Μεικτής διεθνούς επιτροπής επί του θεολογικού διαλόγου μεταξύ της Ρωμαίο - Καθολικής και της Ορθοδόξου Εκκλησίας, πού έλαβε χώρα στη Ραβέννα (Ιταλία) στις 8 Οκτωβρίου του 2007. Λόγος αρνήσεως είναι πρόσκληση για συμμετοχή του εκπροσώπου της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας Κωνσταντινουπόλεως εν Εσθονία ως επίσημο σύνεδρο εκ μέρους της αυτονόμου Ορθοδόξου Εκκλησίας Εσθονίας, κανονικό θεσμό της οποίας δεν αναγνωρίζει ούτε η Ρωσική Ορθόδοξος Εκκλησία ούτε άλλες Τοπικές Ορθόδοξοι Εκκλησίες. Αυτήν πρόσκληση έστειλε ο ορθόδοξος συμπρόεδρος της επιτροπής Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ιωάννης (Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως) χωρίς συγκατάθεση εκπροσώπων άλλων Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών. Εξαιτίας επερωτήσεων από τα μέσα μαζικών πληροφοριών, η Υπηρεσία συγκοινωνίας του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας δημοσιεύει το υπόμνημα, πού απεικονίζει την θέση της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, υποβληθείσα στις περασμένες συνομιλίες στη Ζυρίχη. Η συμμετοχή των εκπροσώπων του Πατριαρχείου Μόσχας στην εργασία της Μεικτής επιτροπής στη Ραβέννα έγινε εντελώς αδύνατη σαν αποτέλεσμα των μονομερών ενεργειών εκ μέρους του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Οι ενέργειες είχαν χαρακτήρα της προμελετημένης περιφρονήσεως της θέσεως του Πατριαρχείου Μόσχας, αφού το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ξέρει καλά την απόφαση της Αρχιερατικής Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας του 2000 «Περί καταστάσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν Εσθονία», π.3 της οποίας λέγει «Θεωρούμε απαράδεκτο συμμετοχή των εκπροσώπων της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας στις διορθοδόξους εκδηλώσεις, όπου επισήμως εκπροσωπούνται συμμέτοχοι εκ μέρους ούτως λεγομένης Αυτονόμου Ορθοδόξου Εκκλησίας Εσθονίας του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Λόγος της αποφάσεως βρίσκεται σ' αυτόν τόν όρον, αφου η Αρχιερατική Σύνοδος δέ μπορει νά απαντήση καταφατικά στήν πρόταση Ιεραρχίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως νά αναγνωρίση η Ρωσική Ορθόδοξος Εκκλησία τόν κανονικόν θεσμόν αυτονομίας της εκκλ. δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, παρευρισκομένης στήν Εσθονίαν από τόν 1996, αφου η
αναγνώριση αυτου του θεσμου δέν ανταποκρίνεται πλήρως στήν ιστορικήν ανάπτυξη καί σύγχρονη κατάσταση της Ορθοδοξίας στήν Εσθονίαν (π.ι). Αυτήν την άποψη ως προς τον κανονικόν θεσμόν της ΕΑΟΕ συμμερίζονται και μια σειρά άλλων τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών. Επί πλέον το Πατριαρχείο Μόσχας δεν έχει στη διάθεση του τις επίσημες πληροφορίες, πού επιβεβαιώνουν, οι οποιεσδήποτε Τοπικές Εκκλησίες αναγνωρίζουν την ΕΑΟΕ ως αυτόνομον Εκκλησίαν. Το 2001 ο Προκαθήμενος της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας Αγιώτατος Πατριάρχης Μόσχας καί πάσης Ρωσίας κ. Αλέξιος Β, ζήτησε τη γνώμη των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Τοπικών Εκκλησιών εάν αναγνωρίζουν τήν Εσθονικήν Αποστολικήν Ορθόδοξον Εκκλησία» ως αυτόνομον Εκκλησίαν επικεφαλής από τον 1999 Μητροπολίτου Στεφάνου. Ούτε ένας από τούς Προκαθημένους δεν απάντησε θετικά. Αυτή η επερώτηση υποβλήθηκε επειδή ο Μητροπολίτης Στέφανος πήρε μέρος στην υπογραφή του τελικού έγγραφου Συναντήσεως Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών στην Κωνσταντινούπολη τον Δεκέμβριο του 2000. Όπως αποδείχθηκε από τήν απάντηση του Αγιωτάτου Πατριάρχου Βουλγαρίας κ. Μαξίμου οι σύνεδροι τής Συναντήσεως δέν ενημερώθηκαν γιά τήν εκ των πρωτέρων υπογραφήν του μητροπολίτου Στεφάνου «ως νομικης κεφαλης της αγίας Ορθοδοξίας στήν Εσθονίαν». Εκτός απ αυτά δέν υπήρχε προκαταρκτική συζήτηση καί συμφωνία επί του θέματος. Εκτός από αυτά, από τάς ληφθείσας απαντήσεις προκύπτει, ότι μερικοί Προκαθήμενοι των Εκκλησιών θεωρούσαν τον μητροπολίτην Στέφανον ως παρατηρητήν. Ως έκφραση της κοινής γνώμης τους ειναι τά λόγια απαντήσεως του Αγιωτάτου καί Μακαριωτάτου Καθολικού Πατριάρχου πάσης Γεωργίας κ. Ηλιου Β, οτι το κανονικό καθεστώς της Ορθοδοξίας στην Εσθονίαν πρέπει νά προσδιορισθή κατά την πορείαν των διμερών διαπραγματεύσεων ανάμεσα στά Πατριαρχεια Κωνσταντινουπόλεως καί Μόσχας. Ο Αγιώτατος Πατριάρχης Σερβίας κ. Παύλος εγραφε στό γράμμα του, ότι η Ιερά Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας Σερβίας πλήρως υποστηρίζει τήν θέση της Ορθοδόξου Εκκλησίας Ρωσίας επί του ζητήματος καθώς και τις προσπάθειες της γιά μιαν δίκαιη λύσιν αυτού. Προηγούμενα δηλ. τό 1996 ο Αγιώτατος Πατριάρχης κ. Αλέζιος ελαβε μιά σειρά απηχήσεων εις απάντηση στό μήνυμα του Προκαθημένου της Ρωσικής Εκκλησίας γιά αναστολή της ευχαριστιακής κοινωνίας μέ τόν Παναγιώτατον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως κ. Βάρθολομαιον λόγω των αντικανονικών ενεργειών του τελευταίου στήν Εσθονίαν. Τότε ο Μακαριώτατος Πατριάρχης Ρουμανίας κ. Θεόκτιστος λυπήθηκε, οτι δέ ελήφθη απόφαση, επιτρέπουσαν νά ουδετερώσωμεν τό πρόβλημα, παίρνοντας υπ οψιν τήν ανάγκην κανονικής διαρθρώσεως καί ποιμαντικήν πραγματικότητα. Ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ. Χρυσόστομος Α στήν απήχηση του εκφράζει αποφατικήν συμπεριφορά του ως πρός τήν ανώμαλη κατάσταση της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Εσθονίας καί παύση της ευχαριστιακής κοινωνίας.
Ο Αγιώτατος καί Μακαριώτατος Καθολικός-Πατριάρχης πάσης Γεωργίας Ηλίας Β γνώρισε, ότι θεωρεί σκόπιμο τήν αποχή των μονομερών ενεργειών μέχρι να ληφθεί η σχετική συμφωνηθείσα απόφαση. Ακριβώς παρόμοιες ενέργιες, κατά τή γνώμη του Πατριαρχείου Μόσχας, δηλ. ασύμφωνες προσπάθειες νά καταχωρηθουν οι εκπρόσωποι της εκκλησιαστικής διαρθρώσεως, η οποία δέν εχει τήν πανορθόδοξον αναγνώρισιν στό κύκλο συμμετέχοντων διαφόρων διορθοδόξων εκδηλώσεων, κατακρίνονται. Το θέμα της διευθετήσεως του εκκλησιαστικού ζητήματος στήν Εσθονίαν εγινε κεντρικό στή σειρά συναντήσεων των εκπροσώπων δύο Πατριαρχείων. Εκ μέρους του Πατριαρχείου Μόσχας διαδηλώθηκε προθυμία του αδελφικού διαλόγου καί αμοιβαία κατανόηση, παρ όλες τις ενέργειες του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, πού προκάλεσαν λυπηρές διαιρέσεις στή ζωή των ορθοδόξων της Εσθονίας. Οι ορθόδοξες κοινότητες της Εσθονίας κατά την διάρκεια επτά εκατονταετηρίδων βρίσκονται υπό τήν δικαιοδοσίαν της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, επιμέλεια της οποίας κτίστηκαν εκεί όλοι οι ορθόδοξοι ναοί. Μετά τήν ανακήρυξη κρατικής ανεξαρτησίας της Δημοκρατίας της Εσθονίας, τό Πατριαρχειον Μόσχας παρείχε τήν αυτονομίαν στην Εκκλησίαν Εσθονίας. Το 1923 όμως ο Παναγιώτατος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μελέτιος προς παράβασιν των ιερών κανόνων ανακήρυξε την αυτόνομον Εκκλησίαν μητρόπολιν του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Τό Ι940 αποκαταστάθηκαν οι κανονικές σχέσεις με την Ρωσικήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν. Ως επαρχία του Πατριαρχείου Μόσχας η Εκκλησία της Εσθονίας υπήρχε μέχρι τις 25 Απριλίου του 1993, οπότε διά Τόμου του Αγιωτάτου Πατριάρχου Αλεξίου έλαβε θεσμός αυτοδιοικήσεως. Τόν Αύγουστο του 1993 τό Υπουργείο Εξωτερικών της Εσθονίας καταχώρησε ως ιδιοκτήτη της ιστορικής εκκλησιαστικής ιδιοκτησίας της δημοκρατίας τήν ούτως λεγόμενην Σύνοδον της Αποστολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας της Εσθονίας στή Στοκχόλμη, πού αποτελείτο από ένα κληρικό και μερικούς λαϊκούς». Μετά στήν ομάδα προσετέθησαν μερικοί κληρικοί καί λαϊκοί της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Εσθονίας. Στίς 20 Φεβρουαρίου του 1996 ο Παναγιώτατος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κ. Βαρθολομαίος δημοσίευσε τήν Πράξιν γιά αποκατάστση ισχύος του Τόμου Πατριάρχου Μελετίου του Β, 1923 καί γιά ιδρυση στήν Εσθονίαν «Εσθονικής αυτονόμου ορθοδόξου μητροπόλεως». Στίς 23 Φεβρουαρίου τό Πατριαρχείο Μόσχας δήλωσε την διακοπή της ευχαριστιακής κοινωνίας με τόν Πατριάρχην Βαρθολομαίο. Τό θέμα αποκαταστάσεως κοινωνίας αποτέλεσε αντικείμενο συνομιλιών στή Ζυρίχη τον Απρίλιο του 1996. Κατά τήν έσχατη οικονομία και προς την αποτροπή σχίσματος στην Ορθοδοξία, το Πατριαρχείο Μόσχας συγκατατέθηκε οι ενορίες και κληρικοί της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Εσθονίας να διαλέξουν όποια δικαιοδοσία προτιμούν. Κλήθηκε συμφωνία των Ιερών Συνόδων Πατριαρχείων Κωνσταντινουπόλεως καί Μόσχας, κατά τήν οποίαν τα δύο Πατριαρχεία θα συνεργάζονται μαζί στό θέμα παρουσιάσεως των θέσεων τους ενώπιον της εσθονικής κυβερνήσεως, για να έχουν τά ίδια δικαιώματα στην Εσθονίαν όλοι ορθόδοξοι, συμπεριλαμβανομένων καί των δικαιωμάτων περιουσίας. Δέν φταίει τό
Πατριαρχείο Μόσχας, πού μέχρι τώρα κατά διάρκεια 12 χρόνια αυτή η υποχρέωση δεν εφαρμόσθηκε ως τό τέλος. Σημειωτέων, ότι η συμφωνία της Ζυρίχης το 1996 δεν θίγει το θέμα του κανονικού καθεστώτος της Ορθοδοξίας της Εσθονίας. Ακριβώς γι αυτό στό επικυρωθέν υπό των Ιερών Συνόδων κείμενον δέν αναφέρονται οι εκκλησιαστικές διαρθρώσεις στήν Εσθονίαν, πού τελούν υπό τήν δικαιοδοσίαν των Πατριαρχείων Κωνσταντινουπόλεως καί Μόσχας. Η συζήτηση του θέματος έπρεπε ν αρχίσει μετά την εφαρμογή όλων των συμφωνιών, πού επέτυχαν στην Ζυρίχη το 1996, αφού ορος του καρποφόρου διαλόγου γιά τό κανονικό καθεστώς της εσθονικής Ορθοδοξίας, είναι η άρση πραγματικής διακρίσεως καί αδικίας εις βάρος μίας από των πλευρών. Κατά τον Μάρτιο καί Οκτώβριο του 2000 στή Γενεύη, στίς διαπραγματεύσεις ανάμεσα στίς αντιπροσωπείες των δύο Πατριαρχείων επάνωσυζητήθηκε τό θέμα της υλοποιήσεως της συμφωνίας του 1996 όσον αφορά τήν εκκλησιαστικήν περιουσίαν. Συνεννοήθηκαν γιά τήν από κοινού προπαρασκευή από τίς αντιπροσωπείες των δύο Πατριαρχείων σχεδίου συμφωνίας γιά τον διαμοιρασμό της εκκλησιαστικής περιουσίας. Τό 2000 ο Παναγιώτατος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κ. Βαρθολομαίος δύο φορές περιφρόνησε τά δικαιώματα δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου Μόσχας, επισκεφθείς τήν Εσθονίαν χωρίς ενημέρωση γι αυτήν του Αγιωτάτου Πατριάρχου Μόσχας καί πάσης Ρωσίας κ. Αλεξίου, καί προσκαλέσας τόν μητροπολίτην κ. Στέφανον στήν συνάντησιν των Προκαθημένων Ορθοδόξων Εκκλησιών, από συμμετοχή στήν οποίαν η Ρωσική Ορθόδοξος Εκκλησία αναγκάστηκε να αρνηθή. Παρ όλα αυτά οι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν, καί στις επόμενες συναντήσεις των αντιπροσωπειών των δύο Πατριαρχείων στην Βιέννη (Ιανουάριος 2001) καί στό Βερολίνο (Φεβρουάριος 2001) αφιερώθηκαν στην επεξεργασία και έγκριση της ως άνω συμφωνίας. Οι διαπραγματεύσεις στό Βερολίνο εστεφθήσαν υπό επιτυχούς επεξεργασίας μέ αμοιβαία συμφωνία κείμενου γιά διαίρεση της εκκλησιαστικης περιουσίας, το οποίο επρόκειτο να υπογραφεί υπό του μητροπολίτου Τάλλιν καί πάσης Εσθονίας κ. Κορνιλίου καί του μητροπολίτου Στεφάνου, τόν οποιον τό Πατριαρχειον Κωνσταντινουπόλεως διώρισε αρχηγόν της εκκλησιαστικής διαρθρώσεως του στην Εσθονίαν. Η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας επικύρωσε τό σχέδιο στίς 22 Φεβρουαρίου του 2001. Η έγκριση της ως άνω αποφάσεως υπό της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως παρατάθηκε, πράγμα τό οποίο προκάλεσε επανειλημμένες εκφράσεις προβληματισμού εκ μέρους του Πατριαρχείου Μόσχας. Επί τέλους η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως επικύρωσε τήν συμφωνίαν Βερολίνου καί ενημέρωσε γι αυτό το Πατριαρχείο Μόσχας μέ τό γράμμα από τήν 2 Μαΐου του 2003. Εν τω μεταξύ ύστερα από τήν καταχώρηση του Καταστατικού Χάρτου της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Εσθονίας της δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου Μόσχας πού έλαβε χώρα τό 2002 ως αποτέλεσμα των μακροχρόνων διαπραγματεύσεων με τά όργανα των κρατικών αρχών Δημοκρατίας Εσθονίας έπαψαν να υφίστανται οι λόγοι, με τούς οποίου εκπρόσωποι της Κωνσταντινουπόλεως εξηγήθηκαν τήν απροθυμία του μητροπολίτου Στεφάνου νά επιστραφούν οι ναοί καί ολόκληρη περιουσία σαν ιδιοκτησία των ενοριών, πού εμειναν πιστοί στό Πατριαρχείο Μόσχας. Ο αρχηγός όμως της εκκλησιαστικής
διαρθρώσεως της δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως δέν άλλαξε τήν θέση του. Κατηγορηματικά αρνήθηκε ν ακολουθήσει τήν απόφαση, πού ελήφθη από τίς αντιπροσωπείες των δύο Πατριαρχείων στη Ζυρίχη τό 1995 καί στό Βερολίνο το 2001, παρότι επικυρώθηκαν υπό της Ιεράς Συνόδου στήν Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα μέ τήν απαίτηση του μητροπολίτου Στεφάνου στό πρωτόκολλο επί τό θέμα περιουσίας, υπογραφέν τό 2002 με την μεσολάβηση του εσθονικού κράτους συμπεριελήφθη προϋπόθεση, κατά τήν οποίαν η περιουσία πολλών ενοριών της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Πατριαρχείου Μόσχας μπορεί νά τούς μεταδοθεί, αλλά ως ενοίκιο και όχι ως ιδιοκτησία. Εκπρόσωποι των δύο Πατριαρχείων προσέγγισαν τό θέμα καί στις διαπραγματεύσεις τον Απρίλιο του 2003 στή Μόσχα καί τον Ιούλιο του ιδίου στήν Κωνσταντινούπολη. Κατά διάρκεια του διαλόγου ακούστηκε καί το επιχείρημα, ότι σύμφωνα μέ τήν πληροφορίαν της πλευράς Κωνσταντινουπόλεως η κυβέρνηση της Εσθονίας δέν επιτρέπει νά μεταδώσει τήν εκκλησιαστικήν περιουσίαν ως ιδιοκτησία των ενοριών της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Πατριαρχείου Μόσχας εν Εσθονία πρίν από την καθορισμένη προθεσμία. Αλλά τό ληφθέν από το Πατριαρχείο Μόσχας γράμμα του υπουργού εσωτερικών της Εσθονίας λέγει, ότι η κυβέρνηση της Εσθονίας είναι πρόθυμη νά επικυρώσει τήν συμφωνίαν γιά μετάδοση της εκκλησιαστικής περιουσίας ως ιδιοκτησία των ενοριών κατά τας οποιασδήποτε προθεσμίες, αφού επιτευχθεί συνεννόηση γι αυτό μέ τήν ηγεσίαν της Αυτονόμου Ορθοδόξου Εκκλησίας Εσθονίας. Μέχρι σήμερα η Ορθόδοξος Εκκλησία του Πατριαρχείου Μόσχας εν Εσθονία χρησιμοποιεί πολλούς ναούς καί βοηθητικούς χώρους μέ δικαιώματα εκμισθώσεως, ενώ η εκκλησιαστική διάρθρωση δικαιοδοσίας της Κωνσταντινουπόλεως έλαβε από τό κράτος καί τούς ναούς καί όλα τά είδη ακινήτου περιουσίας, ως καί κερδοσκοπικούς οίκους καί οικόπεδα, πού μέχρι τήν σοβιετικήν εθνοποίηση είχαν στή διάθεση τούς οι ενορίες, οι οποίες τελούν υπό δικαιοδοσία της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Εσθονίας του Πατριαρχείου Μόσχας. Τά εμπόδια, γιά τά οποία δέν φταίει τό Πατριαρχείο Μόσχας, κατά την πορείαν προς την πραγματοποιήση της ισότητας των ορθοδόξων στήν Εσθονίαν σημαίνουν, ότι οι συμφωνίες της Ζυρίχης του 1996 μέχρι τώρα εμέναν ανεφάρμοστες καί λόγω τούτου ανάμεσα στα δύο Πατριαρχεία ούτε άρχισαν διαπραγματεύσεις γιά τό θέμα της κανονικής διευθετήσεως της καταστάσεως της Ορθοδοξίας στήν Εσθονίαν. Μ αυτόν τον τρόπον το κανονικό καθςστώς της εκκλησιαστικής εκεί οργανώσεως της δικαιοδοσίας Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως μένει ακόμα συζητήσιμο πρόβλημα, επί του οποίου έχουν διάφορες απόψεις οι τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες. Τό θέμα προοπτικής συνεχείας του ορθοδόξου - ρωμαιοκαθολικού διαλόγου καί άλλων πανορθοδόξων πρωτοβουλιών στίς συνθήκες των υπαρχουσών διαφωνιών όσον αφορά τον αριθμόν μετεχουσών Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών επανειλημμένως ετέθη σχετικά μέ διαφορές απόψεις γιά το κανονικό καθεστώς της Ορθοδόξου Εκκλησίας στήν Αμερική καί στήν Ορθόδοξοι Εκκλησίαν της Ιαπωνίας. Ούτως κατά τήν Πρώτην Πανορθόδοξον Προσυνοδικήν διάσκεψη στό Σαμπεζή της Ελβετίας το 1976 ο προεδρεύων μητροπολίτης Χαλκιδώνος κ. Μελίτων εκ μέρους του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως δήλωσε γιά τό αδύνατον της
συμμετοχής των εκπροσώπων της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Αμερικής στή διάσκεψη, εφ όσον τό αυτοκέφαλον της δέ αναγνωρίζεται πανορθοδόξως. Η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι σύστημα των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, αναγνωρισμένων πανορθοδόξως, υπογράμμισε ο εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Και πρόσθεσε: «Δεν μπορούμε νά μιλήσουμε, ότι από εδώ απουσιάζει η Εκκλησία της Αμερικής, διότι αυτή στήν απόλυτη πλειοψηφία αποτελείται από τήν αρχιεπισκοπή Βορίου καί Νοτίου Αμερικής της δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου». Εάν κριτήριο της κανονικής αναγνωρίσεως, κατά τή γνώμη του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως αποτελεί η αριθμητική πλειοψηφία της κοινότητος, τότε τό Πατριαρχείο Μόσχας έχει δίκιο, που δέν αναγνωρίζουν τήν Αυτοκέφαλον Ορθόδοξον Εκκλησίαν της Εσθονίας του Πατριαρχείου Μόσχας, πού παρά πολύ υστερεί από τήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν της Εσθονίας του Πατριαρχείου Μόσχας. Κατά τά επίσημα στοιχεία του Υπουργείου Εξωτερικών της Εσθονίας οι ορθόδοξοι δικαιοδοσίας Μόσχας καί Κωνσταντινουπόλεως αποτελούν αντιστοίχως 170 χιλιάδες καί 25 χιλ. Τότε στήν Πρώτην Πανορθόδοξον Προσυνοδικήν διάσκεψη ο προεδρεύων κάλεσε τήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν της Ιαπωνίας αυτοσχεδιασμένη, διεκδικούσαν αυτονομίαν. Ακριβώς γι αυτό η Ορθόδοξος Εκκλησία της Ιαπωνίας δέν μπορούσε νά συμμετάσχει στήν διάσκεψη. Μέχρι σήμερα η Ορθόδοξος Εκκλησία της Ιαπωνίας καί η Ορθόδοξος Εκκλησία της Αμερικής ποτέ δέ παρουσιάστηκαν στίς παρόμοιες διορθοδόξους εκδηλώσεις, παρά τίς επανειλημμένες προτάσεις εκ μέρους του Πατριαρχείου Μόσχας καί άλλων Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών. Στό γράμμα του Παναγιότατου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Δημητρίου πρός τόν Αγιώτατον Πατριάρχην Μόσχας καί πάσης Ρωσίας κ. Ποιμένα το 1979 εξηγηται: Ημείς φροντίσαμε, νά συμμετέχουν στήν Διορθόξον θεολογικήν επιτροπήν επί του ορθοδόξου-ρωμαιοκαθολικού διαλόγου εκπρόσωποι εκείνων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, οι οποίοι πανορθοδόξως αναγνωρίζονται ως αυτοκέφαλοι καί αυτόνομοι, μέχρι σήμερα πήραν μέρος καί συμμετέχουν στίς Πανορθοδόξους διασκέψεις καί στίς Διορθοδόξους θεολογικές επιτροπές επί των διαλόγων μέ τίς ετεροδόξους Εκκλησίες. Στο ίδιο γράμμα και αύθις υπογραμμίζεται, ότι ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως θεώρει αδύνατον την συμμετοχή στο διάλογο μέ τήν Ρωμαιο-Καθολικήν Εκκλησία, καί στήν προπαρασκευή των εκκλησιαστικών μερών, πανορθοδόξως μη αναγνωρισμένων ως αυτοκέφαλους η αυτόνομους Εκκλησίες. Είναι αυτοκατανόητα, ότι σύμφωνα μέ τά παρόμοια κριτήρια η Αυτοκέφαλος Ορθόδοξος Εκκλησία της Εσθονίας δεν μπορεί νά συμμετάσχει στήν εργασία της Μεικτής διεθνούς επιτροπής επί του θεολογικού διαλόγου μεταξύ των Ρωμαιο-Καθολικών καί Ορθοδόξων Εκκλησιών. Μ αυτόν τον τρόπον για συνεχείαν του ορθοδοξο-καθολικου διαλόγου η συμμετοχή της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας σήμερα υπάρχουν δυνατότητες ως εξης: Ι. Στόν διάλογον μπορουν νά συμμετέχουν, οπως καί προηγούμενα, μόνο αυτές Εκκλησίες, αυτοκέφαλο η αυτόνομο καθεστώς των οποίων αναγνωρίζεται
πανορθοδόξως. Σ αυτήν τήν περίπτωση συμμετοχή της Αυτοκέφαλου Ορθοδόξου Εκκλησίας της Εσθονίας είναι απαράδεκτος. 2. Στόν διάλογον θά μπορούσαν νά συμμετέχουν όλες οι αυτοκέφαλες η αυτόνομες Εκκλησίες, αναγνωρισμένες ως τέτοιες τουλάχιστον υπό μερικών Τοπικών Εκκλησιών μέ επιφύλαξη, ότι η συμμετοχή τους στό διάλογο δέν σημαίνει την αναγνώριση απ ολους τους υπολοίπους συμμετέχοντας του κανονικού καθεστώτος τους. Σ αυτήν τήν περίπτωση μπορούμε νά προσκαλέσουμε γιά συμμετοχή στόν διάλογον καί τήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν της Αμερικής καί τήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν της Ιαπωνίας. Σ αυτήν τήν περίπτωση πρέπει νά μελετήσωμεν καί τό πρόβλημα της συμμετοχης αυτοτελων Εκκλησιω`ν του Πατριαρχείου Μόσχας, δηλ. η Ορθόδοξος Εκκλησία της Ουκρανίας, η Ορθόδοξος Εκκλησία της Μολδαβίας, η Ορθόδοξος Εκκλησία της Λεττονίας, η Ορθόδοξος Εκκλησία της Εσθονίας του Πατριαρχείου Μόσχας. 3. Υπάρχει καί αλλη εκδοχή, πού προβλέπει συμμετοχήν στόν διάλογον των εκπροσώπων των Εκκλησιων, το καθεστώς των οποίων δέν εχει τήν από κοινου αναγνώριση του πληρώματος της Ορθοδοξίας στήν αντιπροσωπείαν των Εκκλησιων μητέρων τους. Μ αυτόν τόν τρόπον ο εκπρόσωπος της εκκλησιαστικης οργανώσεως του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως της Εσθονίας θά μπορουσε νά συμμετέχει στήν εργασίαν της επιτροπης μεσά στήν αντιπροσωπεία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, καί εκπρόσωποι της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Αμερικης, της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ιαπωνίας κτλ. - στην αντιπροσωπείαν του Πατριαρχείου Μόσχας. Σήμερα ως αποτέλεσμα των μονομερών ενεργειών του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως δημιουργήθηκε μια κατάσταση πολυάριθμη στόν κόσμον της Τοπικής Ορθόδοξου Εκκλησίας και δέν μπορεί νά συμμετάσχει στήν πανορθοδοξο-καθολικό διάλογον. Όσον αφορά τα ντοκουμέντα της Μεικτής διεθνούς επιτροπής χωρίς εκπροσώπους της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, πρέπει νά διασαφηνίσουμε, ότι τό Πατριαρχείο Μόσχας δεν τα θεωρεί αυτά ως έχοντα γι αυτό οποιαδήποτε έστω και μικρή δέσμευση. Είναι πασίγνωστο, οτι καί στίς άλλες Ορθοδόξους Τοπικές Εκκλησίες υπάρχουν σοβαροί προβληματισμοί, πού αφορούν την πορεία του ορθοδόξου-καθολικού διαλόγου στα εκκλησιολογικά ζητήματα. Ούτος «ορισμένη επιφύλαξη» εκφράζεται στήν επιστολήν της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος στόν Σεβ. Μητροπολίτην Περγάμου κ. Ιωάννην από τήν 8 Οκτώβρίου του 2007. Ο καταταχθείς πρόσφατα στην χορεία των αγίων της Εκκλησίας της Σερβίας επίσκοπος Οχρίδος Νικόλαος (Βελιμίροβιτς), απευθυνόμενος στήν συνεδρίαν της διεθνους προπαρασκευαστικης επιτροπης της Ι. Μονης Βατοπαιδίου του Αγίου Ορους, ειπε: Είμαι πεπεισμένος, ότι όλοι μας ανεξαίρετα αισθανόμεθα την απουσίαν της Ρωσικής Εκκλησίας...Τί ειναι η διάσκεψη μας χωρίς τήν Ρωσική Εκκλησίαν; Δέν μπορούμε νά εχομεν ούτε Προσύνοδον, ούτε οικουμενικήν Σύνοδον χωρίς τήν Ρωσικήν Εκκλησίαν, πού αποτελεί τα τρία τέταρτα του ορθοδόξου κόσμου. Εάν τό 1930 η απουσία των εκπροσώπων της Ρωσικής Εκκλησίας στήν συνεδρία της Διορθοδόξου προπαρασκευαστικής επιτροπής συνδέεται πρωτίστως μέ τραγικά γεγονότα των διωγμών εκ μέρους της αθεϊστικής εξουσίας στην Ρωσία
κατά της Εκκλησίας, κατά την παρούσαν όμως εποχήν η μονομερής ενέργεια της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Κ/πόλεως αποτελεί την μοναδική αιτία της αναγκαστικής αποχής από τη συμμετοχή στο Ορθόδοξο-Καθολικό διάλογο των εκπροσώπων του Πατριαρχείου Μόσχας.