ΑΓΕΦΥΡΩΤΕΣ ΣΙΩΠΕΣ 9 1 ΗΤΑΝ Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΟΡΑ μέσα σε μία μέρα που αναζήτησε την απομόνωση κοντά στο στοιχειωμένο γεφύρι. Η πρώτη ήταν το πρωί, πριν ακόμα προλάβει ο ήλιος να ρίξει τις καυτές αχτίδες του στις πυκνές φυλλωσιές των δέντρων, πριν το χώμα σκεπάσει το φέρετρο με το πολύτιμο φορτίο. Μόνο που τότε δεν είχε τολμήσει να πλησιάσει. Ούτε καν να ρίξει το βλέμμα της στον επιβλητικό όγκο της γέφυρας. Τώρα που είχε πέσει η αυλαία της τραγικής παράστασης, θαρρείς και κάτι την καλούσε να ξαναβρεθεί εκεί. Στο μέρος όπου είχε τελειώσει τόσο αναπάντεχα και αναίτια η ζωή της μητέρας της. Η πενήντα ενός μόλις χρόνων γυναίκα είχε γκρεμιστεί από το ύψος της πιο ψηλής καμάρας, είχε χτυπήσει το κεφάλι πάνω σε αιχμηρές πέτρες και είχε πεθάνει ακαριαία. Τα μόνα που άφησε πίσω της ήταν απέραντη θλίψη, ένα μεγάλο ερωτηματικό και ένα αινιγματικό σημείωμα στο συρτάρι του κομοδίνου της: Δεν αντέχω άλλο. Θα κάνω αυτό που πρέπει. Η Θάλεια προσπάθησε να μαντέψει τι να ήταν αυτό που δεν άντεχε πια η μητέρα της. Τι είδους φορτίο ήταν τόσο δυσβάσταχτο για τους λεπτούς ώμους της ευαίσθητης γυναίκας; Αυτοκτονία είχαν αποφανθεί ο ιατροδικαστής και η αστυνομία. Αυτοκτονία είχε συμπεράνει κι ο πατέρας της. Αυτοκτονία είχε αναγκαστεί να συμφωνήσει κι ο αδερφός της. Ωστόσο το ανήσυχο μυαλό της Θάλειας δεν μπορούσε να δε
10 ΜΑΡΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΥΡΟΥ χτεί αυτή την εξήγηση. Της φαινόταν τόσο εύκολη, τόσο απλοϊκή, τόσο αταίριαστη με το χαρακτήρα της μάνας της. Η Μαργαρίτα υπήρξε στη ζωή της άνθρωπος δυνατός και μαχητικός. Σωστός βράχος για την οικογένειά της. Παρούσα πάντα σε κάθε σημαντική και ασήμαντη στιγμή των δύο παιδιών της, συμμέτοχος σε όλες τις επιτυχίες και τις δυσκολίες του άντρα της. Ήταν η μόνη που ήξερε τόσο καλά πώς να κερνάει τις χαρές, πώς να διαχειρίζεται τις πίκρες, πώς να μεγεθύνει τις αντοχές, πώς να καλλιεργεί τις ελπίδες, πώς να μετριάζει τις εντάσεις. Χάρη σε αυτήν ο ιδιόρρυθμος και μονόχνοτος σύζυγός της είχε δημιουργήσει ένα κατανοητό, συμπαθητικό κοινωνικό προφίλ. Με τη δική της στήριξη ο κατά τρία χρόνια μικρότερος αδερφός της Θά λειας έκανε το μεταπτυχιακό του στην Αγγλία και ύστερα βρήκε μια καλή θέση σε κάποια μεγάλη εταιρεία του Λονδίνου, παντρεύτηκε και έστησε το σπιτικό του στην ξενιτιά. Και ήταν εκείνη η αιτία που η Θάλεια τόλμησε να κυνηγήσει το όνειρό της και να είναι τώρα, στα τριάντα τρία της, μια επιτυχημένη συγγραφέας. Η Μαργαρίτα στήριξε τον άντρα της στην απόφασή του να εγκατασταθούν μόνιμα στην Άρτα, και ήταν αυτή που επέβλεψε το χτίσιμο του όμορφου σπιτιού τους στο οικόπεδο που της είχαν αφήσει κληρονομιά οι δικοί της κοντά στην πλατεία Ευζώνων. Ταυτόχρονα τον βοήθησε στη μεταφορά του φοροτεχνικού γραφείου του και στο εξαρχής στήσιμό του στην όμορφη πόλη της Ηπείρου. Παρά το εξαντλητικό της πρόγραμμα, δεν παρέλειψε να επικοινωνεί καθημερινά με τα παιδιά της και δεν παραμέλησε ποτέ την εικόνα της ως γυναίκας και ως συζύγου. Τέλεια σε όλα. «Ήθελα να ήξερα», της είχε πει η Θάλεια την τελευταία φορά που είχε κατέβει στην Αθήνα η μητέρα της για να την επισκεφθεί, «δεν κουράζεσαι ποτέ εσύ; Πόσες αντοχές έχεις; Προλαβαίνεις να ξαπλώνεις πού και πού;» Η Μαργαρίτα είχε χαμογελάσει με εκείνον το γλυκό τρόπο της
ΑΓΕΦΥΡΩΤΕΣ ΣΙΩΠΕΣ 11 που θύμιζε στη Θάλεια πρόσωπο αγίας. «Μακάρι η μέρα να είχε κι άλλες ώρες, κοριτσάκι μου», της είχε απαντήσει. «Όποιος αγαπά πραγματικά τη ζωή και θέλει να την απολαύσει στο έπακρο δεν εξαντλείται ποτέ και για κανένα λόγο». Και να τώρα που αυτή η χαρούμενη, ακούραστη γυναίκα είχε αποφασίσει πως οι δυνάμεις της την είχαν ξαφνικά εγκαταλείψει και πως η ζωή δεν είχε τίποτα καλό να της προσφέρει πια. Εκεί που μέχρι πριν από λίγες μόλις μέρες ισχυριζόταν πως δεν της αρκούσε η διάρκεια του εικοσιτετραώρου, έξαφνα αποφάσισε ότι στα πενήντα ένα της χρόνια είχε ικανοποιήσει όλες της τις προσδοκίες. Ξέχασε τη λαχτάρα της να καμαρώσει την κόρη της νυφούλα, τα σχέδιά της να πετάξει το καλοκαίρι μέχρι το Λονδίνο για να απολαύσει τα δύο εγγονάκια της, τα όνειρα που έκανε να γεράσει κοντά στον αγαπημένο της σύζυγο. Η Θάλεια σκούπισε τα δάκρυα που κύλησαν στα μάγουλά της. Κάτι δεν της ταίριαζε, όμως δεν μπορούσε να το προσδιορίσει. Έριξε μια παραπονεμένη ματιά στη γέφυρα, στο σημείο όπου η γλυκιά της μανούλα πήρε τις τελευταίες της ανάσες. Σαν σε όνειρο, είδε τη λεπτεπίλεπτη φιγούρα της να στέκεται αγέρωχα πάνω από τη μεγάλη καμάρα και να κοιτάζει μελαγχολικά την αβαθή κοίτη. Έπειτα το βλέμμα της χαμήλωσε στις πέτρες που είχαν κλέψει τους χτύπους της καρδιάς της για πάντα. Δεν ένιωθε ακόμα έτοιμη να πλησιάσει. Δεν είχε βρει το θάρρος να ψάξει για τα τελευταία ίχνη της. Ένας λυγμός τάραξε το κορμί της. Αισθανόταν χαμένη, μουδιασμένη, απελπιστικά μόνη. Θα ήταν πολύ διαφορετικά αν η μητέρα της είχε φτάσει σε προχωρημένη ηλικία. Θα αποδεχόταν πιο εύκολα την απώλειά της. Ή αν είχε ταλαιπωρηθεί από κάποια μακρόχρονη αρρώστια. Ο πόνος του χαμού της θα συνοδευόταν από την παρηγοριά της ανακούφισης. Όμως αυτός ο εκούσιος θάνατος δεν είχε λογική εξήγηση, δεν έβρισκε ξαλάφρωμα πουθενά.
12 ΜΑΡΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΥΡΟΥ Κάθισε, σχεδόν σωριάστηκε, στη ρίζα ενός δέντρου. Όλα της φαίνονταν μάταια ξαφνικά. Η φύση γύρω της, η ομορφιά της μέρας, οι επιτυχίες της στον επαγγελματικό τομέα, η σχέση που ονειρευόταν να κάνει με την ελπίδα πως αυτή τη φορά θα διαρκούσε για πάντα. Αυτό το «για πάντα» τελικά ήταν βραχυπρόθεσμο. Περιορισμένο στα στενά περιθώρια του ανθρώπινου μυαλού, αλλά τόσο αόριστο όσο μια εικασία. Όταν ήταν μικρό παιδί πίστευε πως θα είχε κοντά της τη μητέρα της για πάντα. Και αργότερα που μεγάλωσε θεωρούσε σχεδόν δεδομένο ότι θα τη συντρόφευαν η ανιδιοτελής αγάπη της και οι σοφές συμβουλές της μέχρι να μεταμορφωθεί σταδιακά σε μια εύθραυστη γριούλα, που θα χρειαζόταν εκείνη επιτέλους τη βοήθειά της. Ήθελε τόσο πολύ να της ανταποδώσει κάποια στιγμή ένα μέρος από τη ζεστασιά και τη στήριξη που είχε πάρει όλα αυτά τα χρόνια. Ήθελε τόσο να της επιστρέψει λίγη από τη στοργή και την αφοσίωση που είχε εισπράξει. Δεν πρόλαβε. Κι αυτός ήταν άλλος ένας λόγος για να υποφέρει. Πέρα από τον εντελώς άδικο χαμό της, ένα ακόμα αγκάθι στην καρδιά της ήταν όλα τα όμορφα που έκρυβε μέσα της και δε θα είχε ποτέ την ευκαιρία να της προσφέρει. Αναρωτήθηκε πότε ήταν η τελευταία φορά που της είχε πει ότι την αγαπούσε. Δεν μπορούσε να θυμηθεί. Πάντα πίστευε πως ήταν αυτονόητο, πως της το έδειχνε με τη συμπεριφορά της, πως μια μάνα είναι βέβαιη για την αγάπη των παιδιών της. Κι όμως, τώρα αυτό το «σ αγαπώ» που είχε σκαλώσει τόσα χρόνια στις άκρες των χειλιών της της έφερνε μια στυφή γεύση στο στόμα. Ίσως κι αυτή η σκέψη την τάραξε περισσότερο αν είχε προφέρει αυτά τα έξι γραμματάκια, να την είχε κρατήσει στη ζωή εδώ ανάμεσά τους. Ίσως αυτή η τόση δα φρασούλα να ήταν το αντίδοτο στο άγνωστο κώνειο που είχε δηλητηριάσει την ψυχή της. Σήκωσε με πείσμα το κεφάλι και κάρφωσε το βλέμμα της στη γέφυρα. Ό,τι κι αν είχε συμβεί, ό,τι κι αν έφταιγε, όποιο κι αν
ΑΓΕΦΥΡΩΤΕΣ ΣΙΩΠΕΣ 13 ήταν το φαρμάκι που της είχε στερήσει τη μάνα, η Θάλεια ήταν αποφασισμένη να το ανακαλύψει. Προς το παρόν δεν είχε ιδέα από πού να αρχίσει, τι να ψάξει, ποιον να ρωτήσει. Όμως, σαν καθυστερημένο φόρο τιμής σε εκείνη, θα έφτανε στην αλήθεια. Με οποιοδήποτε κόστος. Ως συγγραφέας είχε δύο σημαντικά πλεο νεκτήματα: μεγάλη φαντασία και παρατηρητικότητα. Και... έφταιγε αυτή η φαντασία της γι αυτό που έβλεπε ή νόμιζε πως έβλεπε κάτω από τη μεγάλη καμάρα της γέφυρας; Η αχνή φιγούρα μιας νέας γυναίκας ξεπρόβαλλε αργά από τα θεμέλια. Το μόνο που ξεχώριζε από το σημείο όπου καθόταν ήταν ένας λαμπερός χείμαρρος από μαύρα μαλλιά και ένα λεπτοκαμωμένο κορμί αλλόκοτα ντυμένο. Παρόλο που η Θάλεια θα έπαιρνε όρκο πως η κοπέλα είχε αναδυθεί μέσα από τα νερά του Άραχθου ποταμού, τα παράξενα ρούχα και τα πυκνά μαλλιά της φαίνονταν ολότελα στεγνά. Η άγνωστη σήκωσε το χέρι για να διώξει τις αφέλειες από το πρόσωπό της και τότε κάτι γυάλισε εκτυφλωτικά πάνω στα δάχτυλά της. Κάποιο δαχτυλίδι μάλλον. Ανοιγόκλεισε γρήγορα τα μάτια για να κοιτάξει καλύτερα, όμως η παράξενη μορφή είχε ήδη χαθεί. Σηκώθηκε γρήγορα και έτρεξε προς το μέρος του πέτρινου όγκου για να μπορέσει να δει και πίσω από την καμάρα. Ούτε εκεί υπήρχε κάτι. Μόνο ένα μαύρο πουλί που βιάστηκε να πετάξει μακριά, ξαφνιασμένο από την αναπάντεχη εμφάνισή της. Η περίφημη φαντασία μου μου κάνει παιχνίδια, σκέφτηκε συνειδητοποιώντας αίφνης πως είχε πλησιάσει περισσότερο από όσο ήθελε στο σημείο της τραγωδίας. Σταμάτησε απότομα και έκανε μισό βήμα πίσω. Όσο καλά κι αν είχε ξεπλυθεί από τα γάργαρα νερά του ποταμού, αυτό το μέρος μύριζε ακόμα από το φρέσκο αίμα της μητέρας της.
14 ΜΑΡΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΥΡΟΥ 2 Η ΝΥΧΤΑ ΕΦΥΓΕ αφήνοντας στο πρόσωπο της Θάλειας τα έντονα σημάδια της αγρύπνιας και του πόνου. Η καινούρια μέρα ξημέρωσε ενισχύοντας τις αμφιβολίες της και ενθαρρύνοντας τη διαίσθησή της. Φόρεσε βιαστικά τα μαύρα ρούχα της, που ταίριαζαν απόλυτα με το σκούρο χρώμα των μαλλιών και με τη μουντή απόχρωση της ψυχής της, και κατέβηκε στην κουζίνα. Παρόλο που ο ήλιος δεν είχε ακόμα ολοκληρώσει την εντυπωσιακή εμφάνισή του στον καθαρό ουράνιο θόλο, ο Αργύρης, ο αδερφός της, καθόταν ήδη στο ορθογώνιο τραπέζι. Με το ένα χέρι κρατούσε το κεφάλι του και με το άλλο ένα φλιτζάνι αχνιστό καφέ. «Νωρίς κι εσύ, ε;» παρατήρησε η Θάλεια αφού τον καλημέρισε δύσθυμα. «Ρωτάς αν κοιμήθηκα όλο το βράδυ;» Έβαλε σε ένα μπρίκι τα υλικά για τον καφέ, άναψε το γκαζάκι και γύρισε προς το μέρος του. «Κάτι δε σου κάθεται καλά κι εσένα;» τον ρώτησε. «Τι εννοείς;» Άρχισε να ανακατεύει τον καφέ της, περισσότερο από αμηχανία, προσπαθώντας να ξεκαθαρίσει αυτό που ήθελε πραγματικά να του πει. «Αναρωτιέμαι... Είσαι απόλυτα πεπεισμένος πως η αστυνομία έχει δίκιο; Πως όντως πρόκειται για αυτοκτονία;»
ΑΓΕΦΥΡΩΤΕΣ ΣΙΩΠΕΣ 15 «Γιατί; Εσύ σκέφτεσαι κάτι άλλο;» Την κοίταξε ανήσυχα. «Τι σε κάνει να λες κάτι τέτοιο;» Περίμενε μέχρι να φουσκώσει ο καφές της και να τον αδειάσει σε ένα από τα αγαπημένα φλιτζάνια της μητέρας τους κι έπειτα πήγε να καθίσει απέναντί του. «Δεν μπορώ ακόμα να σου πω κάτι συγκεκριμένο. Το σίγουρο είναι ότι αμφισβητώ την εύκολη ετυμηγορία της αστυνομίας, όμως ακόμα δεν ξέρω ποιο μονοπάτι έρευνας να ακολουθήσω. Σκέφτομαι. Σκέφτομαι συνέχεια. Ειδικά μετά την κηδεία δεν κάνω τίποτε άλλο. Σκέφτομαι και αναρωτιέμαι. Κάτι δε μου κολλάει. Κάτι με ενοχλεί. Και η διαίσθησή μου μου λέει να μην επαναπαυτώ στα όσα λένε οι άλλοι. Εκείνοι δεν την ήξεραν τη μαμά μας όσο την ξέραμε εμείς. Εκείνοι βρίσκουν τις αποδείξεις τους στα γεγονότα και στις καταθέσεις τρίτων. Μόνο εμείς μπορούμε να ανακαλύψουμε στοιχεία αόρατα για τους άλλους. Εμείς έχουμε το πλεονέκτημα να γνωρίζουμε καλύτερα από τον καθένα το χαρακτήρα της, την ψυχή της». Ο Αργύρης την κοίταξε μπερδεμένος, χωρίς να μιλά. «Πρόσεξέ με», του ζήτησε χτυπώντας επίμονα με το δείκτη της την ανάστροφη του χεριού του. «Κάποιος φταίει γι αυτό που έγινε και πρέπει να πληρώσει. Αν είναι έγκλημα, έχουμε να κάνουμε με φονιά, που δεν πρέπει να μείνει ατιμώρητος. Αν όντως είναι αυτοκτονία, σίγουρα υπάρχει κάποιος ηθικός αυτουργός, κάποιος υπεύθυνος που την οδήγησε σε μια τέτοια απονενοημένη πράξη, και δεν αντέχω ούτε να σκεφτώ πως μπορεί να τη βγάλει καθαρή. Καταλαβαίνεις τι σου λέω;» «Νομίζω πως ναι. Το ερώτημα είναι πώς σκέφτεσαι να κινηθούμε; Θα πας στην αστυνομία; Μην ξεχνάς ότι εγώ δεν μπορώ να μείνω για πολύ στην Ελλάδα. Πήρα άδεια για να είμαι εδώ μέχρι τα εννιάμερα. Την επομένη φεύγω. Ο διευθυντής μου ήταν κατηγορηματικός σε αυτό». «Θα κάνω μια απόπειρα να ενεργοποιήσω την αστυνομία, ναι.
16 ΜΑΡΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΥΡΟΥ Αλλά δε θα περιμένω αποτελέσματα μόνο από αυτούς. Θα κινηθώ κι εγώ. Θα ψάξω. Θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να βρω κάποια άκρη». «Δεν ξέρω τι να πω», μουρμούρισε ο Αργύρης. «Αυτά που λες ακούγονται λογικά. Ωστόσο, από την άλλη, ένας άνθρωπος δε θέλει και πολλά για να καταφύγει σε ένα τέτοιο εγχείρημα. Λίγο να θολώσει το μυαλό του, λίγο να μαυρίσει η ψυχή του... Τι σόι χαρακτήρες θαρρείς πως είναι όσοι αποπειρώνται να αυτοκτονήσουν; Νομίζεις ότι διαφέρουν πολύ από εμάς τους υπόλοιπους; Αρκεί μια στιγμή απόγνωσης και μια βεβιασμένη σκέψη, και...» «Αν είναι έτσι, σ το είπα, πρέπει να βρω ποιος ευθύνεται για την απόγνωση της μαμάς. Και, αναλόγως με το μερίδιο της ευθύνης του, θα πρέπει να πληρώσει το αντίστοιχο τίμημα», επέμεινε αποφασιστικά. Εκείνη τη στιγμή στην κουζίνα εμφανίστηκε η Κάτια, η δεκατριάχρονη ψυχοκόρη της οικογένειας. Ένα μικροκαμωμένο και ντροπαλό ορφανό από τις ανατολικές χώρες, που είχε μεγαλώσει στην Ελλάδα και είχε χάσει τους γονείς του σε αυτοκινητικό δυστύχημα, όπως είχε πει ο πατέρας της Θάλειας, ο οποίος την είχε βρει σε κάποιο από τα ταξίδια του στην πρωτεύουσα και την είχε πάρει υπό την προστασία του. «Καλημέρα», είπε χαμηλόφωνα η μικρή χωρίς να σηκώσει το βλέμμα της από το στρίφωμα του φουστανιού της. «Ξύπνησε ο κύριος Θόδωρος και θα του ετοιμάσω το πρωινό του». Τα δύο αδέρφια καλημέρισαν μάλλον αφηρημένα το κορίτσι. Ο Αργύρης εξακολουθούσε να κρατάει το κεφάλι του ενώ η Θάλεια κοιτούσε αδιάφορα την Κάτια, που άρχισε να στύβει πορτοκάλια για την πορτοκαλάδα του πατέρα τους. Καημένο κοριτσάκι, σκέφτηκε. Μέσα σε τέσσερα χρόνια ορφανεύει για δεύτερη φορά. Το σφίξιμο της καρδιάς της έγινε πιο έντονο και το στομάχι της ανακατεύτηκε. Συνειδητοποίησε πως είχε να βάλει μπουκιά
ΑΓΕΦΥΡΩΤΕΣ ΣΙΩΠΕΣ 17 στο στόμα σχεδόν τρεις μέρες. Από τη στιγμή που έμαθε για το θάνατο της μητέρας της ζούσε μόνο με καφέδες και νερό. Δε θα άντεχε για πολύ έτσι. Και έπρεπε να κρατηθεί γερά στα πόδια της. Είχε πολλή δουλειά να κάνει. Σηκώθηκε, πήγε μέχρι το ψυγείο, το άνοιξε και έσκυψε για να βρει κάτι πρόχειρο να φάει. Λίγο τυρί ίσως ή κάποιο φρούτο. Μια δυσάρεστη μυρωδιά ενόχλησε το οσφρητικό της νεύρο. «Τι βρομάει έτσι εδώ μέσα;» μονολόγησε ψάχνοντας με το βλέμμα τα ράφια του ψυγείου. Εντόπισε ένα κακοτυλιγμένο πακέτο και το πήρε με προσοχή στα χέρια. Το πήγε μέχρι το νεροχύτη και το ξεδίπλωσε. «Αυτό μυρίζει», είπε. «Κρέας. Από πότε είναι εδώ μέσα;» «Το είχε αγοράσει η μαμά σου τη Δευτέρα. Ήθελε να φτιάξει φρικασέ για την Τετάρτη, που ήταν τα γενέθλιά μου», εξήγησε η Κάτια. «Τώρα πια δεν τρώγεται», είπε η Θάλεια. «Πρέπει να το πετάξουμε. Θα πάθουμε τίποτα αν το φάμε». Έκανε να το ξανατυλίξει για να φυλακίσει μέσα στο χοντρό χαρτί τη δυσοσμία, όταν ξαφνικά τα χέρια της κοκάλωσαν. Έσμιξε τα φρύδια και στράφηκε προς τον αδερφό της. «Αργύρη, μια γυναίκα που σκέφτεται να αυτοκτονήσει είναι δυνατό να προετοιμάζει το μενού για τα γενέθλια κάποιου;» «Δεν κατάλαβα», απάντησε εκείνος. «Η μαμά αυτοκτόνησε, όπως λένε, Τρίτη απόγευμα. Αν είχε τέτοιο σκοπό ή αν κάτι πολύ σοβαρό την απασχολούσε, νομίζεις πως θα είχε μυαλό την προηγούμενη μέρα να θυμάται και να σχεδιάζει τα γενέθλια της Κάτιας ή να βγει για να ψωνίσει ένα κρέας που δε θα μαγείρευε ποτέ; Σου φαίνεται λογικό;» «Η αλήθεια είναι πως όχι», απάντησε ο Αργύρης έπειτα από λίγη σκέψη. «Όμως αν κάτι μεσολάβησε στο μεταξύ;» «Σαν τι; Τι θα μπορούσε να είναι τόσο τραγικό που να την οδηγήσει έτσι άμεσα σε μια τέτοια απονενοημένη κίνηση; Η μαμά
18 ΜΑΡΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΥΡΟΥ δεν ήταν τρελή. Ακόμα κι αν δεχτώ πως θα μπορούσε να αυτοκτονήσει για κάποιο λόγο, σίγουρα δε θα το έκανε τόσο επιπόλαια. Θα αφιέρωνε πολύ χρόνο στο να παλέψει, να αναλύσει, να ζυγίσει την κατάσταση». «Ίσως το πρόβλημά της να είχε δημιουργηθεί πριν από καιρό. Προσπαθούσε να το αντιμετωπίσει ψύχραιμα και λογικά χωρίς να αλλάξει τη ροή της ζωής της. Γι αυτό και θέλησε να κάνει γενέθλια στη μικρή. Για δες το κι έτσι». Η Θάλεια το σκέφτηκε για λίγο κι έπειτα στράφηκε προς το μέρος της Κάτιας. «Η μαμά και ο μπαμπάς τα πήγαιναν καλά όλο αυτόν τον καιρό;» τη ρώτησε. «Ναι. Δηλαδή... Ήταν όπως ακριβώς τους γνώρισα. Δεν τους άκουσα ποτέ να τσακώνονται, αν είναι αυτό που εννοείς». «Μμμ...» έκανε η Θάλεια. «Αυτό εννοώ». «Γιατί δε ρωτάς ευθέως τον πατέρα για να μάθεις αυτά που θέλεις;» πρότεινε ο Αργύρης. «Θα το κάνω. Κάτια, όταν του πας το πρωινό του, πες του πως θέλω να του μιλήσω», ζήτησε μουδιασμένα. Ανέκαθεν δυσκολευόταν να μιλήσει με τον πατέρα της. Από τότε που ήταν ακόμα μικρό παιδί, η Θάλεια ένιωθε πως δεν μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί του. Τον αισθανόταν πάντα απόμακρο, σφιγμένο, ακόμα και αδιάφορο. Σαν να υπήρχε ανάμεσά τους ένα αόρατο εμπόδιο που λειτουργούσε αποτρεπτικά σε κάθε είδους επαφή. Τα πρώτα χρόνια αυτή η απόσταση τη στενοχωρούσε και την απογοήτευε. Μελαγχολούσε που δεν μπορούσε να παίξει ή να κάνει βόλτες μαζί του. Ζήλευε όταν έβλεπε το μικρότερο αδερφό της να γελάει και να κουβεντιάζει με τον άντρα που ήταν μπαμπάς και για τους δυο τους. Βούρκωνε όποτε παρατηρούσε τη σχέση