ΛΕΩΝ ΤΟΛΣΤΟΪ. Ανάσταση ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΡΩΣΙΚΑ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΚΥΡΙΑΚΑΤΟΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΚΟΒΟΣΤΗ. Digitized by 10uk1s



Σχετικά έγγραφα
Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Το παραμύθι της αγάπης

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

2 ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΛΕΝΗ ΚΟΤΣΙΡΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΖΑΝΝΕΙΟΥ ΣΧΟΛΗΣ ΠΕΙΡΑΙΑ Β ΤΑΞΗ ΤΙΤΛΟΣ: «ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ-ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΕΙΣ ΜΑΙΡΗ»

Εικόνες: Eύα Καραντινού

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Κατανόηση προφορικού λόγου

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

«Το κορίτσι με τα πορτοκάλια»

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Συγγραφέας. Ραφαέλα Ρουσσάκη. Εικονογράφηση. Αμαλία Βεργετάκη. Γεωργία Καμπιτάκη. Γωγώ Μουλιανάκη. Ζαίρα Γαραζανάκη. Κατερίνα Τσατσαράκη

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

Ιωάννα Κυρίτση. Η μπουγάδα. του Αι-Βασίλη. Εικονογράφηση Ελίζα Βαβούρη ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Η πριγκίπισσα με τη χαρτοσακούλα

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

Γλωσσικές πράξεις στη διαγλώσσα των μαθητών της Ελληνικής ως Γ2

Συνήγορος: Μπορείτε να δηλώσετε την σχέση σας με το θύμα; Paul: Είμαι ο αδελφός της ο μεγαλύτερος. Πέντε χρόνια διαφορά.

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΟΡΝΗΛΙΕ ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΑΠΟ ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΔΙΑΒΑΣΕΙ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΑ. Μαύρα, σαν τον έβενο, μαλλιά

Δύο μικρά δεινοσαυράκια θέλουν να πάνε σχολείο μαζί με τα παιδάκια

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

Αντώνης Πασχαλία Στέλλα Α.

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ. Όμορφος κόσμος

ΜΕΡΟΣ Α : ΕΚΘΕΣΗ (30 ΜΟΝΑΔΕΣ)

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

Μια μέρα καθώς πήγαινα στο σπίτι είδα έναν κλέφτη να μπαίνει από το παράθυρο και να είναι έτοιμος να αρπάξει τα πάντα...

Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Modern Greek Beginners

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΩΤΟΓΗΡΟΥ Πρωτοδίκου Διοικητικών Δικαστηρίων ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΑΛΚΙΔΟΣ

Βρισκόμαστε σε ένα μικρό νησί, που βρίσκεται εκεί που ο κόσμος, όχι όλος, πίστευε και θα πιστεύει ότι παλιά υπήρχε η Ατλαντίδα, δηλαδή για να σας

Την επομένη ήρθε προς το μέρος μου και μου είπε καλημέρα.

3 ο βραβείο ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗ. Βασιλεία Παπασταύρου. 1 ος Πανελλήνιος διαγωνισμός λογοτεχνικής έκφρασης για παιδιά ( )

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

Ταξίδι στις ρίζες «Άραγε τι μπορεί να κρύβεται εδώ;»

Αδαμοπούλου Μαρία του Δημητρίου, 9 ετών

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Πόλεμος για το νερό. Συγγραφική ομάδα. Καραγκούνης Τριαντάφυλλος Κρουσταλάκη Μαρία Λαμπριανίδης Χάρης Μυστακίδου Βασιλική

Θαύματα Αγίας Ζώνης (μέρος 4ο)

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

Modern Greek Beginners

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

The G C School of Careers

LET S DO IT BETTER improving quality of education for adults among various social groups

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Έρωτας στην Κασπία θάλασσα

Πρώτη νύχτα με το θησαυρό

Transcript:

ΛΕΩΝ ΤΟΛΣΤΟΪ Ανάσταση ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΡΩΣΙΚΑ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΚΥΡΙΑΚΑΤΟΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΚΟΒΟΣΤΗ

Τότε προσελθὼν αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπε Κύριε, ποσάκις ἁμαρτήσει εἰς ἐμὲ ὁ ἀδελφός μου καὶ ἀφήσω αὐτῷ; ἕως ἑπτάκις; λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς Οὐ λέγω σοι ἕως ἑπτάκις ἀλλʹ ἕως ἑβδομηκοντάκις ἑπτά. (Ματθ. ιη, 21,22) Τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς; (Ματθ. ζ, 3)... Ὁ ἀναμάρτητος ὑμῶν πρῶτος βαλέτω λίθον ἐπʹ αὐτὴν. (Ιωάν. η 7) Οὐκ ἔστι μαθητὴς ὑπὲρ τὸν διδάσκαλον αὐτοῦ κατηρτισμένος δὲ πᾶς ἔσται ὡς ὁ διδάσκαλος αὐτοῦ. (Λουκ. στ 40)

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι ΟΣΟ ΚΙ αν πάσχιζαν μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπινες ψυχές, στοιβαγμένες σ' εκείνο τον στενάχωρο τόπο, να τον παραμορφώσουν, όσο κι αν τον είχαν βουλιάξει στην πέτρα για να μη φυτρώνει τίποτε πάνω στη γη συνθλίβοντας και το παραμικρό χορταράκι που ξεμυτούσε, όσο κι αν έπνιγαν τον αέρα στην αιθαλομίχλη του κάρβουνου και του πετρελαίου, όσο κι αν καταστρέφανε τα δέντρα και αποδιώχνανε όλα τα ζώα και τα πουλιά, τόσο περισσότερο η άνοιξη φανέρωνε το αιώνιο μεγαλείο της, ακόμα και μέσα στην πόλη. Ο ήλιος ζέσταινε τη φύση, η χλόη ζωντανεμένη φύτρωνε και καταπρασίνιζε το χώμα, όπου είχε ακόμη απομείνει, όχι μονάχα στα παρτέρια, μα κι ανάμεσα στις πλάκες των λιθόστρωτων λεωφόρων. Οι σημύδες, οι λεύκες, οι αγριοκερασιές ξετύλιγαν τα γυαλιστερά και μυρωδάτα φύλλα τους, στις φλαμουριές τα φουσκωμένα μπουμπούκια βιάζονταν να σκάσουν, οι κουρούνες, τα σπουργίτια και τα περιστέρια ετοιμάζονταν γοργόφτερα μέσα σ' αυτό τ' ανοιξιάτικο γιορτάσι για τις καινούργιες τους φωλιές κι οι μύγες κάτω απ' το ζεστό ήλιο ζουζούνιζαν νωχελικά πάνω στους τοίχους. Γιόρταζε η πλάση όλη, τα φυτά, τα πουλιά, τα έντομα, τα μικρά παιδιά. Μονάχα οι μεγάλοι συνέχιζαν απτόητοι να εξαπατούν και να βασανίζουν ο ένας τον άλλον. Αυτό το ιερό τελετουργικό του ανοιξιάτικου πρωινού, αυτή η ομορφιά του θείου κόσμου, δώρο σ' όλα τα πλάσματα της γης που τους υποσχόταν την ειρήνη, την ομόνοια και την αγάπη, δεν άγγιζε τις ψυχές τους. Μοναδική, ζωτική τους έγνοια ήταν τι θα μηχανεύονταν οι ίδιοι για να καταδυναστεύουν ο ένας τον άλλον. Στα γραφεία των φυλακών του κυβερνείου οι αρμόδιοι αδιαφορούσαν τελείως για τις ιερές, ζωογόνες ανοιξιάτικες χαρές και συγκινήσεις που προσφέρει ο Δημιουργός σ' όλα τα πλάσματά του. Μόνη τους έγνοια ήταν το πώς θα διεκπεραίωναν ένα πρωτοκολλημένο έγγραφο που είχε φθάσει μια μέρα πριν την προσαγωγή σε δίκη τριών υποδίκων δύο γυναικών και ενός άνδρα την επομένη, 28 Απριλίου, στις 9 το πρωί. Όμως επειδή η μία από τις δύο γυναίκες αντιμετώπιζε βαρύτατες κατηγορίες, έπρεπε να προσαχθεί χωριστά. Στο σκοτεινό και βρόμικο διάδρομο της γυναικείας αχτίνας, στις 8 κιόλας το πρωί, έκανε την εμφάνισή του ο αρχιδεσμοφύλακας. Πίσω του ακολουθούσε μια γυναίκα με βασανισμένο πρόσωπο, άσπρα σγουρά μαλλιά, φορώντας ολόσωμη ζακέτα με σειρήτια στα μανίκια και στη μέση της μια ζώνη με θαλασσιά μπορντούρα. Ήταν δεσμοφύλακας. Την Μάσλοβα θέλετε; ρώτησε πλησιάζοντας μαζί με τον αρχιδεσμοφύλακα την πόρτα ενός κελλιού που έβλεπε στο διάδρομο. Ο αρχιδεσμοφύλακας ξεκλείδωσε την σιδηρόφραχτη πόρτα, ο βαρύς γδούπος της δόνησε τον διάδρομο και στο διάπλατο άνοιγμά της μια ακόμα πιο αβάσταχτη μπόχα ξεχύθηκε στο διάδρομο. Μάσλοβα, ετοιμάσου για τη δίκη, φώναξε με τραχιά φωνή και τραβώντας την πόρτα κοντοστάθηκε έξω απ' το κελί. Ο αέρας της πόλης στο προαύλιο της φυλακής ήταν ακόμα γεμάτος από τις φρέσκιες και ζωογόνες μυρωδιές των αγρών. Στο διάδρομο όμως της γυναικείας αχτίνας ο αέρας ήταν αποπνιχτικός, μολυσμένος, ανακατεμένος με δυσωδίες κοπράνων, πίσσας και σαπίλας και σκορπούσε θλίψη και συντριβή σ' όποιον έμπαινε εκεί μέσα. Η γριά δεσμοφύλακας, εκείνο το πρωί, ερχόταν από το προαύλιο των φυλακών, και παρ' όλο που ήταν συνηθισμένη σ' αυτή την μπόχα, μπροστά στο κελί λίγο έλειψε να σωριαστεί λιπόθυμη. Στο κελί ακούστηκαν θόρυβοι ανακατεμένοι με γυναικείες φωνές και πατημασιές από γυμνά πόδια. Κουνήσου Μάσλοβα, μη χαζεύεις! ούρλιαξε ο αρχιδεσμοφύλακας στην πόρτα.

Δυο λεπτά αργότερα μια νεαρή γυναίκα μετρίου αναστήματος, με πολύ πλούσιο στήθος, φορώντας άσπρη μπλούζα και φούστα και από πάνω μια γκρίζα μακριά ρόμπα, χοντροφτιαγμένες πάνινες κάλτσες και μπότες της φυλακής βγήκε με γοργό βήμα, έκανε σβέλτα μεταβολή και στάθηκε πλάι στον αρχιδεσμοφύλακα. Είχε δεμένα τα μαλλιά της με μια άσπρη κορδέλα που άφηνε επιμελώς τα μαύρα βοστρύχια της ν' ανεμίζουν ελεύθερα. Το έντονα λευκό, πανιασμένο της πρόσωπο, στο χρώμα πολυκαιρισμένων φύτρων πατάτας σ' ανήλιαγο κατώι, πρόδινε άνθρωπο που είχε περάσει καιρό έγκλειστος. Το ίδιο χρώμα είχαν και τα κοντόφαρδα χέρια της, όπως και ο παχύσαρκος λαιμός της που ξεπρόβαλλε από τον ψηλό γιακά της ρόμπας. Δύο κατάμαυρα, λαμπερά, λίγο πρησμένα, αλλά πολύ ζωηρά μάτια, που το ένα αλληθώριζε, προκαλούσαν μιαν έντονη αντίθεση σ' εκείνο το πανιασμένο χρώμα του προσώπου της. Στεκόταν αγέρωχα με το στήθος της ολόρθο. Βγαίνοντας στο διάδρομο, έγειρε λίγο το κεφάλι, κοίταξε κατάματα τον αρχιδεσμοφύλακα κι ύστερα στάθηκε υπάκουα πλάι του έτοιμη να κάνει ό,τι της ζητούσε. Την ώρα που ο αρχιδεσμοφύλακας ετοιμάστηκε να κλειδώσει, ξεπρόβαλε απότομα το χλομό, αυστηρό και καταρυτιδωμένο πρόσωπο μιας αναμαλλιασμένης γριάς που πήγε κάτι να ψιθυρίσει στη Μάσλοβα. Ο αρχιδεσμοφύλακας, όμως, της βρόντηξε κατάμουτρα την πόρτα κι η γριά λούφαξε στο κελί της. Οι κρατούμενες ξέσπασαν σε χαχανητά. Η Μάσλοβα χαμογέλασε και κοντοστάθηκε στο μανταλωμένο παραθυράκι του κελλιού. Η γριά από μέσα κόλλησε το πρόσωπό της στην πόρτα και με βραχνή φωνή της ψιθύρισε: Προπαντός, μην πεις πολλά. Μείνε μόνο στο ένα, κουβέντα παραπέρα. Γιατί, και το ένα λίγο είναι; Χειρότερα δεν γίνεται, απάντησε η Μάσλοβα, κουνώντας το κεφάλι. Καλώς... μόνο το ένα, όχι τ' άλλα, παρατήρησε ο αρχιδεσμοφύλακας με υπηρεσιακή αυτοπεποίθηση και εξυπνακίστικο ύφος. Και τώρα ακολούθησέ με, εμπρός, μαρς! Η φευγαλέα θωριά της γριάς πίσω από το παραθυράκι του κελιού έσβησε κι η Μάσλοβα, διασχίζοντας το διάδρομο με γρήγορα, ανάλαφρα βήματα, ακολούθησε τον αρχιδεσμοφύλακα. Κατέβηκαν μια πέτρινη σκάλα, πέρασαν μπροστά από τα ανδρικά κελιά που ήταν ακόμα πιο βρόμικα και θορυβώδη από τα γυναικεία, ενώ πολλά βλέμματα κολλημένα στην πόρτα παρακολουθούσαν βουβά τα βήματά τους μέχρι να μπουν στο γραφείο των φυλακών. Εκεί τους περίμεναν κιόλας οι δύο ένοπλοι συνοδοί της Μάσλοβα. Ο γραμματέας παράδωσε σ' έναν απ' τους δύο τα έγγραφα, που βρομοκοπούσαν τσιγαρίλα και δείχνοντας την κρατούμενη, του είπε: Πάρ' την, δική σου! Ο στρατιώτης, ένας χωριάταρος από το Νίζνι Νόβγκοροντ, με κόκκινο βλογιοκομμένο πρόσωπο, έχωσε τα έγγραφα στο ρεβέρ του μανικιού της χλαίνης του και ρίχνοντας ένα βλέμμα στην κρατούμενη, έκλεισε το μάτι μειδιώντας στον συνάδελφό του, έναν Τσουβά με τεράστια ζυγωματικά. Οι στρατιώτες με την Μάσλοβα κατέβηκαν τη σκάλα και βάδισαν προς την κεντρική έξοδο, διέσχισαν το προαύλιο πέρασαν την πύλη και βρέθηκαν έξω από τους τοίχους των φυλακών, παίρνοντας τους λιθόστρωτους δρόμους της πόλης. Αμαξάδες, μικροπωλητές, μαγείρισσες, εργάτες, υπάλληλοι κοντοστέκονταν με περιέργεια και κοίταζαν την κρατούμενη. Μερικοί κουνούσαν το κεφάλι σκεφτικά: «Να πού οδηγεί τον άνθρωπο ο κακός ο δρόμος...». Τα παιδιά αντίκριζαν την φόνισσα με τρόμο που τους τον απάλυνε μονάχα η συνοδεία των στρατιωτών, αφού πλέον εκείνη ήταν ανίσχυρη να βλάψει τον οποιονδήποτε. Ένας χωριάτης που είχε ξεπουλήσει το κάρβουνό του και γυρνούσε απ' το πανδοχείο, την πλησίασε, σταυροκοπήθηκε μπροστά της και της έδωσε ένα καπίκι. Εκείνη ντράπηκε, κοκκίνισε, έσκυψε το κεφάλι και κάτι πήγε να ψελλίσει. Στα εξεταστικά βλέμματα των περαστικών που καρφώνονταν πάνω της, η Μάσλοβα σκορπούσε

κρυφές ματιές χωρίς να στριφογυρίζει το κεφάλι και ασυναίσθητα ένιωσε ότι αυτό την διασκέδαζε. Η ανοιξιάτικη αύρα, τόσο καθαρή σε σύγκριση με το μουχλιασμένο αέρα της φυλακής, της τόνωσε το ηθικό, όμως, τα πόδια της ξεσυνήθιστα στο περπάτημα και στριμωγμένα μέσα στα χοντροπάπουτσα της φυλακής πονούσαν, καθώς στραβοπατούσε στο λιθόστρωτο. Αναγκαζόταν να προσέχει τα βήματά της πασχίζοντας ν' αποφεύγει τις κακοτοπιές. Περνώντας μπροστά από ένα αλευράδικο, παρά λίγο να κλωτσοπατήσει ένα απ' τα περιστέρια που άφοβα κλωθογύριζαν μπροστά της. Τρομαγμένο το γκριζογάλαζο πουλί αναπετάρισε κι οι φτερούγες του έσκισαν γοργά τον αέρα ξυστά απ' τ' αφτί της. Η Μάσλοβα ένιωσε να της διαπερνά το κορμί μια ευχάριστη ανατριχίλα και ένα αχνό χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό της φευγαλέα. Αναλογίστηκε όμως την πικρή της μοίρα κι αναστέναξε βαθιά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II Η ΙΣΤΟΡΙΑ τής κρατούμενης Μάσλοβα ήταν πολύ συνηθισμένη. Νόθο παιδί μιας ανύπαντρης υπηρέτριας που δούλευε με την τσοπάνισσα μάνα της, γεννήθηκε σ' ένα αγρόκτημα που ανήκε σε δύο γριές αδελφές αρχόντισσες, γεροντοκόρες. Η ανύπαντρη εκείνη γυναίκα κάθε χρόνο είχε κι από μια γέννα και, όπως συνηθιζόταν στα χωριά, βάφτιζαν τα ανεπιθύμητα και ενοχλητικά αυτά πλάσματα και στη συνέχεια τα ξεφορτώνονταν, αφού η ίδια τους η μάνα δεν τα θήλαζε. Έτσι πέθαναν τα πέντε της παιδιά. Τα βάφτιζαν, τα άφηναν νηστικά και πέθαιναν. Το έκτο παιδί, που το 'χε κάνει μ' έναν περαστικό τσιγγάνο, ήταν κοριτσάκι και θα 'χε την ίδια τύχη κι αυτό αν τη μέρα που γεννήθηκε δεν έμπαινε συμπτωματικά η μία γριά αρχόντισσα στο στάβλο με σκοπό να τα ψάλλει στους βοσκούς γιατί το ανθόγαλο τής μύριζε αγελαδίλα. Στο στάβλο βρισκόταν ξαπλωμένη η λεχώνα μ' ένα πανέμορφο γερό μωράκι στην αγκαλιά της. Η γριά αρχόντισσα αντικρίζοντας την κατάκοιτη γυναίκα έβαλε τις φωνές στο προσωπικό γιατί άφησαν την υπηρέτρια να γεννήσει στο στάβλο, μα βλέποντας το νεογέννητο, η καρδιά της σκίρτησε και πήρε την απόφαση να το βαφτίσει. Παράγγειλε μάλιστα να δίνουν γάλα και χρήματα στη νεαρή λεχώνα. Η μικρούλα γλίτωσε από την τύχη των χαμένων πρόωρα αδελφιών της κι οι γριές αρχόντισσες αποφάσισαν να την φωνάζουν «σωσμένη». Το παιδί ήταν τριών χρονών, όταν η μητέρα του αρρώστησε βαριά και πέθανε. Επειδή η γιαγιά δεν τα 'βγαζε πέρα, το ανέλαβαν οι γριές αρχόντισσες. Η μαυρομάτα μικρούλα μεγάλωνε κοντά τους και γινόταν έξυπνη και τρυφερή, παρηγοριά για τα γηρατειά τους. Την νεώτερη από τις δύο αρχόντισσες, την νονά της μικρής, την έλεγαν Σόφια Ιβάνοβνα, την γεροντότερη Μαρία Ιβάνοβνα. Η Σόφια έντυνε την βαφτισιμιά της με ωραία ρούχα, την έμαθε να διαβάζει και ήθελε να την υιοθετήσει. Η Μαρία, που σκόπευε να την κάνει υπηρέτρια, μια καλή καμαριέρα, ήταν απαιτητική μαζί της, την τιμωρούσε και, όταν είχε τις μαύρες της, την ξυλοφόρτωνε. Έτσι, το παιδί μεγάλωνε ανάμεσα σε δύο διαφορετικές επιρροές και έγινε μισοψυχοκόρη, μισοκαμαριέρα. Ακόμα και το όνομά της θύμιζε κάτι το μεσοβέζικο, το συμβιβαστικό δεν την φώναζαν ούτε Κάτια ούτε Κάτενκα, αλλά Κατιούσα. Έκανε όλες τις δουλειές, έραβε, συγύριζε, σέρβιρε καφέ, έβαζε μικρομπουγάδες και μερικές φορές κρατούσε συντροφιά στις αρχόντισσες διαβάζοντάς τους κάποιο βιβλίο. Την ζητούσαν πολλοί σε γάμο, αλλά εκείνη αρνιόταν, γιατί οι υποψήφιοι γαμπροί ήταν μεροκαματιάρηδες και δεν είχε καμιά διάθεση να δεινοπαθήσει μαζί τους μια και είχε γευτεί κι ήξερε τις ανέσεις της αρχοντικής ζωής. Δεν είχε ακόμη κλείσει τα δεκάξι, όταν ένας ανιψιός, ένα πλούσιο πριγκιπόπουλο, φοιτητής ακόμα, επισκέφτηκε τις θείες του στο αγρόκτημα. Κεραυνοβόλος έρωτας χτύπησε την Κατιούσα μόλις τον αντίκρισε, η ίδια δεν μπορούσε ούτε στον εαυτό της να το εκμυστηρευτεί. Πέρασαν δύο χρόνια από τότε, όταν μια μέρα τον ανιψιό, που πήγαινε να συναντήσει τη μονάδα του, τυχαία τον έφερε ο δρόμος και σταμάτησε για τέσσερις μέρες στο αγρόκτημα. Την παραμονή της αναχώρησής του, ξεμονάχιασε κάπου την Κατιούσα και την ξεπαρθένεψε. Την άλλη μέρα πριν φύγει, της έχωσε ένα εκατόρουβλο στην τσέπη. Πέντε μήνες αργότερα η Κατιούσα ήξερε πλέον με σιγουριά ότι ήταν έγκυος. Από τη στιγμή εκείνη μια καταθλιπτική απάθεια πλάκωσε την ψυχή της, το μόνο που την απασχολούσε ήταν το πώς θα γλίτωνε από τον εξευτελισμό που την περίμενε. Έκανε τις δουλειές της ανόρεχτα, φερόταν απότομα, με απρέπεια στις γριές αρχόντισσες και κάποια μέρα χωρίς να το καταλάβει κι η ίδια, έφθασε στο απροχώρητο. Τις έβρισε με χυδαίο τρόπο, για τον οποίο μετάνιωσε αργότερα, ζήτησε τα λεφτά της και ετοιμάστηκε να φύγει. Εκείνες στεναχωρήθηκαν πολύ, αλλά δε την εμπόδισαν.

Αναγκάστηκε να δουλέψει καμαριέρα στο σπίτι ενός πενηντάχρονου ενωμοτάρχη για τρεις μόνο μήνες, γιατί εκείνος ήθελε ερωτικές σχέσεις μαζί της. Όταν μια μέρα η κατάσταση έγινε αφόρητη, εκείνη αγανάκτησε, τον έβρισε ξεμωραμένο και γεροξεκούτη τον έσπρωξε απότομα και τον γκρέμισε καταγής. Για την αυθάδειά της αυτή, την έδιωξαν. Δεν είχε πού να βρει δουλειά και επειδή σύντομα θα γεννούσε πήγε κι εγκαταστάθηκε σε μια χήρα ταβερνιάρισσα, που ήταν και η μαμή του χωριού. Γέννησε χωρίς προβλήματα. Όμως η μαμή, που ήρθε σ' επαφή με μιαν άρρωστη λεχώνα, μόλυνε την Κατιούσα μ' επιλόχειο πυρετό. Το αγοράκι της, για να γλιτώσει το έστειλαν σε βρεφοκομείο, όμως, όπως είπε η γερόντισσα, που το 'χε αναλάβει, πέθανε μόλις το πήγανε. Όλα κι όλα τα χρήματα της Κατιούσα όταν εγκαταστάθηκε στην ταβερνιάρισσα ήταν εκατόν είκοσι επτά ρούβλια: τα είκοσι επτά τα είχε κερδίσει με την δουλειά της και τα εκατό της τα είχε χαρίσει ο νεαρός διαφθορέας της. Όταν έφυγε από το χωριό, της είχαν απομείνει μόλις έξι ρούβλια. Δεν μπορούσε να κάνει οικονομία, τα ξόδευε ασυλλόγιστα βοηθώντας απλόχερα όποιον τής το ζητούσε. Πλήρωσε για διαμονή και φαΐ στην ταβερνιάρισσα σαράντα ρούβλια, για τρεις μήνες, ξόδεψε είκοσι ρούβλια για να στείλει το μωρό στο βρεφοκομείο, σαράντα ρούβλια της πήρε δανεικά κι αγύριστα η ταβερνιάρισσα για ν' αγοράσει, όπως είπε, μιαν αγελάδα, κι άλλα ξόδεψε εδώ κι εκεί, για ρούχα, ξενοδοχεία. Έτσι, όταν έγιανε η Κατιούσα, δεν είχε λεφτά κι έπρεπε να βρει οπωσδήποτε μια δουλειά. Δέχτηκε να δουλέψει στο σπίτι ενός δασικού υπαλλήλου. Αν και παντρεμένος, από την πρώτη στιγμή, όπως ακριβώς κι ο ενωμοτάρχης, εκείνος άρχισε να της κολλάει. Η Κατιούσα τον σιχαινόταν και προσπαθούσε να τον αποφεύγει. Ήταν όμως πιο έμπειρος και πονηρός, σαν αφέντης, την έστελνε όπου του άρεσε, και την κατάλληλη στιγμή την ξεμονάχιασε και την έκανε δική του. Η γυναίκα του το έμαθε και μια μέρα που τους έπιασε επ' αυτοφώρω στο δωμάτιο της Κατιούσας όρμησε να την ξυλοφορτώσει. Εκείνη αντιστάθηκε, ήρθαν στα χέρια και τελικά η Κατιούσα βρέθηκε και πάλι στο δρόμο χωρίς να πάρει τα λεφτά της, αυτή τη φορά. Έφυγε τότε για την πόλη και εγκαταστάθηκε σε μια θεία της. Ο θείος της, βιβλιοδέτης στο επάγγελμα, είχε πριν μια καλή οικονομική κατάσταση, τώρα όμως είχε χάσει την πελατεία του και απελπισμένος το 'χε ρίξει στο ποτό, μπεκροπίνοντας μέχρι το τελευταίο του καπίκι. Η θεία της δούλευε μια μικρή επιχείρηση πλυντηρίων και με τις εισπράξεις συντηρούσε τον εαυτό της, τα παιδιά της και τον αχαΐρευτο άνδρα της. Πρότεινε στην ανιψιά της να στρωθεί μαζί της στη δουλειά. Εκείνη όμως βλέποντας την άθλια ζωή που έκαναν οι πλύστρες της θείας της δίσταζε κι άρχισε να ψάχνει σε μεσίτες για δουλειά υπηρέτριας. Βρήκε τελικά σ' ένα αρχοντόσπιτο μιας πλούσιας κυρίας που είχε δύο γιους, μαθητές γυμνασίου. Μετά από μια εβδομάδα ο μεγαλύτερος γιος, ένα παλικάρι με μουστάκι, μαθητής της έκτης τάξης, παράτησε το σχολείο κι άρχισε να πολιορκεί στενά την Μάσλοβα. Η μητέρα του αποφάσισε ότι για την κατάντια του παιδιού της έφταιγε εκείνη και την ξαπόστειλε. Καιρό τώρα ήταν αδύνατο να σταυρώσει κάποια δουλειά. Τυχαία σ' ένα μεσιτικό γραφείο μια μέρα η Μάσλοβα συνάντησε μία πλούσια κομψευόμενη κυρία με δαχτυλίδια και βραχιόλια στα παχουλά της χέρια. Μαθαίνοντας την ιστορία της, εκείνη ενδιαφέρθηκε να την βοηθήσει και της έδωσε την διεύθυνση του σπιτιού της για να την επισκεφτεί. Η Μάσλοβα πήγε. Την υποδέχτηκε ευγενικά, την κέρασε γλυκά, της έδωσε να πιει γλυκό κρασί και έστειλε κάπου την υπηρέτριά της μ' ένα σημείωμα. Το βράδυ τους επισκέφτηκε ένας λυγερόκορμος γέρος με μακριά άσπρα μαλλιά και γένια. Μόλις είδε την Μάσλοβα, αμέσως πήγε και κάθισε δίπλα της. Το βλέμμα του άστραφτε, καθώς την κοιτούσε εξεταστικά, ύστερα άρχισε να της χαμογελάει και να αστειεύεται με οικειότητα μαζί της. Κάποια στιγμή η οικοδέσποινα τον κάλεσε παράμερα στο άλλο δωμάτιο και η Μάσλοβα άκουσε να του λέει: Είναι φυντανάκι, μόλις ήρθε από την επαρχία. Έπειτα η οικοδέσποινα την κάλεσε ευγενικά κοντά της και της αποκάλυψε ότι ο ηλικιωμένος εκείνος κύριος ήταν ένας ζάπλουτος συγγραφέας έτοιμος

να διαθέσει για το χατίρι της όσα του ζητούσε. Η Μάσλοβα του άρεσε. Της έδωσε για την συνάντηση εκείνη είκοσι πέντε ολόκληρα ρούβλια και υποσχέθηκε να την βλέπει συχνά. Τα χρήματα αυτά τα χάλασε πολύ σύντομα πληρώνοντας το νοίκι στη θεία της, αγοράζοντας ένα καινούριο φόρεμα, καπέλο και κορδέλες. Πέρασαν λίγες μέρες κι ο γερο συγγραφέας την ξανακάλεσε σπίτι του, της ξανάδωσε είκοσι πέντε ρούβλια και της πρότεινε να της νοικιάσει δικό της διαμέρισμα. Στο διαμέρισμα που της νοίκιασε, η Μάσλοβα ερωτεύτηκε έναν πρόσχαρο νέο, εμποροϋπάλληλο, που έμενε στην ίδια αυλή. Γρήγορα εγκατέλειψε για χάρη του τον γερο συγγραφέα και μετακόμισε σ' ένα μικρότερο διαμέρισμα. Ο νέος όμως που είχε υποσχεθεί να την παντρευτεί, εξαφανίστηκε από τη ζωή της ξαφνικά φεύγοντας για το Νίζνι. Η Μάσλοβα έμεινε για άλλη μια φορά μονάχη της. Αποτάθηκε στην αστυνομία για να της δώσει άδεια να διατηρήσει το διαμέρισμα, ο αξιωματικός όμως της είπε ότι έπρεπε να πάρει κίτρινη κάρτα και να περάσει από έλεγχο. Αναγκάστηκε να γυρίσει στη θεία της. Όταν την είδε εκείνη, κομψοντυμένη, με το μοντέρνο της φουστάνι, την πελερίνα και το γούνινο καπέλο, την υποδέχθηκε με σεβασμό και ντράπηκε να της προτείνει να δουλέψει σαν πλύστρα, μια και η ανιψιά της τώρα ανήκε στην υψηλή κοινωνία. Μα ούτε βέβαια κι η Μάσλοβα επέτρεπε την παραμικρή συζήτηση πάνω σ' αυτό. Έβλεπε με συμπόνια εκείνες τις χλομές, σκελετωμένες υπάρξεις στο κάτεργο της θείας της, πολλές από τις οποίες ήταν φυματικές, να πλένουν και να σιδερώνουν μ' ορθάνοιχτα παράθυρα χειμώνα καλοκαίρι σε θερμοκρασία 30 βαθμούς τυλιγμένες μέσα στους ατμούς και στα σαπουνόνερα και την έλουζε κρύος ιδρώτας, με τη σκέψη ότι θα μπορούσε να ξεπέσει κι αυτή εκεί μέσα. Σ' αυτούς τους δίσεκτους καιρούς που η Μάσλοβα εξακολουθούσε να μένει χωρίς προστάτη, την πλησίασε μια γρια μαστροπός, που προωθούσε νεαρές σε οίκους ανοχής. Η Μάσλοβα κάπνιζε από παλιά, τον τελευταίο όμως καιρό, από τότε που την εγκατέλειψε ο εμποροϋπάλληλος, άρχισε να συνηθίζει και το αλκοόλ. Της άρεσε το κρασί όχι μόνο για την ευχάριστη γεύση του, αλλά πριν απ' όλα γιατί την βύθιζε σ' έναν ονειρικό κόσμο όπου ξεχνούσε όλα της τα βάσανα και ξαναζούσε τη χαμένη της ελευθερία και αξιοπρέπεια. Χωρίς το κρασί, βούλιαζε στη ντροπή και στην απελπισία. Μια βραδιά η γριά μαστροπός της έκανε το τραπέζι και αφού την μέθυσε άρχισε να την ψήνει να δουλέψει στον πιο ξακουστό «οίκο» της πόλης αραδιάζοντάς της ιστορίες για την καινούρια της ζωή. Η Μάσλοβα είχε να διαλέξει ανάμεσα στην εξαθλιωμένη ζωή της παραδουλεύτρας με τις συνεχείς επιθέσεις από τους κυρίους της, με τις πρόσκαιρες αγάπες και στην εξασφαλισμένη, ήσυχη και νόμιμη ζωή της πόρνης με το νομιμοποιημένο από το κράτος και ακριβά διατιμημένο αγοραίο έρωτα. Δεν δίστασε να διαλέξει το δεύτερο δρόμο. Πίστευε ότι, εκτός των άλλων, θα μπορούσε να εκδικηθεί και τον διαφθορέα της και τον εμποροϋπάλληλο που αγάπησε και την εγκατέλειψε, αλλά κι όλους όσους την έβλαψαν. Εκείνο όμως που βάρυνε πιο πολύ στην απόφασή της ήταν ότι η γριαμαστροπός της αποκάλυψε ότι με την καινούρια της ζωή θα μπορούσε να αλλάζει καθημερινά ό,τι φορέματα της άρεσαν, βελούδινα, μεταξωτά, έξωμες τουαλέτες χορού. Κι όταν φαντάστηκε τον εαυτό της να λικνίζεται μπροστά στον καθρέφτη μέσα σ' ένα βαθύ κίτρινο μεταξωτό φόρεμα με ντεκολτέ και μαύρη βελούδινη μπορντούρα, δεν άντεξε στον πειρασμό. Το ίδιο βράδυ η μαστροπός φώναξε ένα αμάξι και την κουβάλησε στο φημισμένο «οίκο» της Κιτάγιεβα. Απ' αυτή τη στιγμή άρχισε για την Μάσλοβα η ζωή του χρόνιου εγκλήματος και της παραβίασης των θεϊκών εντολών και των κανόνων της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ζωή που κάνουν εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες όχι μόνο με την άδεια, αλλά και την ευλογία της πολιτείας που κόπτεται για το καλό τους, και καταλήγουν εννιά φορές στις δέκα σε βασανιστικές αρρώστιες, πρόωρα γηρατειά και στον θάνατο. Μετά τα νυχτερινά όργια, το πρωί έπεφτε σε λήθαργο μέχρι αργά το μεσημέρι. Γύρω στις τρεις με τέσσερις το απόγευμα ξυπνούσε κουρασμένη, σηκωνόταν παραμερίζοντας τα λερωμένα σεντόνια, ρουφούσε το τονωτικό της εκχύλισμα, έπινε καφέ, περιφερόταν βαριεστημένα

στα δωμάτια φορώντας κομπινεζόν, πενιουάρ και ρόμπα, χάζευε πίσω απ' τις κουρτίνες έξω το δρόμο. Κάποιοι μικροτσακωμοί με τις άλλες, ύστερα πλύσιμο, πασάλειμμα με κρέμες, αρώματα στο κορμί, πομάδα στα μαλλιά, πρόβες φουστανιών, συζητήσεις με την πατρόνα για τις κοπέλες, κοιτάγματα στον καθρέπτη, μακιγιάζ, βάψιμο φρυδιών, τροφή λιπαρή και γλυκιά, ντύσιμο με φανταχτερό τολμηρό μεταξωτό φόρεμα. Ύστερα, το φινάλε στο λαμπροστόλιστο και κατάφωτο σαλόνι με πελάτες, μουσική, χορούς, γλυκά, κρασί, τσιγάρο, ερωτικά αγκαλιάσματα με κάθε λογής καβαλιέρους: νέους, μεσόκοπους, εφήβους, γεροξεκούτηδες, εργένηδες, παντρεμένους, εμπόρους, υπαλλήλους, Αρμένιους, Εβραίους, Τατάρους, πλούσιους, φτωχούς, υγιείς, αρρώστους, μεθυσμένους, νηφάλιους, βίαιους, ευαίσθητους, στρατιωτικούς, πολίτες, φοιτητές, σχολιαρόπαιδακάθε καρυδιάς καρύδι, απ' όλους τους χαρακτήρες. Φωνές, αστεία, τσακωμοί, μουσική, ταμπάκος, κρασί και πάλι κρασί και πάλι ταμπάκος και πάλι μουσική μέχρι τα ξημερώματα. Μονάχα το πρωί ερχόταν η λύτρωση με τον βαθύ ύπνο. Έτσι κάθε μέρα, κάθε εβδομάδα, τα ίδια κι απαράλλαχτα. Και στο τέλος της εβδομάδας, ακολουθούσε η επίσκεψη σε κρατικό ίδρυμα, όπου οι αρμόδιοι λειτουργοί, οι άνδρες γιατροί, άλλοτε σοβαρά και αυστηρά, άλλοτε κοροϊδεύοντας, ξεριζώνοντας το φυσικό αίσθημα της ντροπής, που είναι κοινό σε ανθρώπους και ζώα για να αποτρέπει το έγκλημα, θα εξετάσουν τις πόρνες και θα τους ανανεώσουν την άδεια για να συνεχίσουν να εγκληματούν με τους ομοίους τους την εβδομάδα που ερχόταν. Η ίδια απαράλλαχτη, μονότονη ζωή χειμώνα καλοκαίρι, καθημερινές και σχόλες. Αυτή ήταν η ζωή της Μάσλοβα εφτά ολόκληρα χρόνια Στο διάστημα αυτό άλλαξε δύο «οίκους» και μια φορά νοσηλεύτηκε σε κλινική. Στον έβδομο χρόνο της «θητείας» της εκεί μέσα και στον όγδοο χρόνο από το πρώτο παραστράτημα, σε ηλικία είκοσι έξι ετών μια νέα τραγωδία την οδήγησε στη φυλακή και, αφού πέρασε έξι μήνες υπόδικη, ανάμεσα σε φονιάδες και κλέφτες, έπρεπε τώρα να δικαστεί.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III ΤΗΝ ΩΡΑ που η Μάσλοβα, τσακισμένη από τον μακρύ δρόμο, πλησίαζε με ένοπλη συνοδεία την πόρτα του περιφερειακού δικαστηρίου, ο ανιψιός της ψυχομάνας της, ο πρίγκιπας Ντμίτρι Ιβάνοβιτς Νεχλιούντοφ, ο πρώτος εραστής που χρόνια πριν την είχε βιάσει, ήταν ακόμα ξαπλωμένος στο αναπαυτικό, παχύ, πουπουλένιο στρώμα του. Είχε ξεκούμπωτο τον γιακά της πεντακάθαρης ολλανδέζικης νυχτικιάς του με τις καλοσιδερωμένες πιέτες στο στήθος και κάπνιζε. Τα μάτια του ήταν στυλωμένα στο κενό και με βλέμμα χαμένο αναλογιζόταν τα όσα πέρασε το προηγούμενο βράδυ και αυτά που θα έκανε σήμερα. Αναπολώντας τη χθεσινή βραδιά στο αρχοντικό των Κορτσάγκιν, μιας πλούσιας και ξακουστής οικογένειας, που όλοι ξέρανε πως θα παντρευόταν την κόρη τους, αναστέναξε βαθιά. Πέταξε το μισοσβησμένο του παπιρόσι 1 κι άπλωσε το χέρι να πάρει απ' την ασημένια ταμπακέρα του ακόμα ένα, μα δίστασε. Κατέβηκε απ' το κρεβάτι, πέρασε τ' άσπρα παχουλά του πόδια στις παντόφλες του, έριξε στους φαρδείς του ώμους μια μεταξένια ρόμπα και με βαρύ και γοργό βήμα πέρασε από την κρεβατοκάμαρα στην τουαλέτα που μοσχοβολούσε κολόνιες, μπριγιαντίνες και αρώματα. Βούρτσισε τα καλοσφραγισμένα δόντια του με μια ειδική σκόνη και τα ξέπλυνε μ' αρωματισμένο εκχύλισμα. Έπλυνε έπειτα σχολαστικά το πρόσωπό του και σκουπίστηκε με πολλές πετσέτες. Σαπούνισε τα χέρια του με μοσχοσάπουνο, βούρτσισε τα επιμελημένα μακριά νύχια του και αφού ξέπλυνε στο μεγάλο μαρμάρινο νιπτήρα το πρόσωπο και το χοντρό λαιμό του, πέρασε στο μπάνιο, κολλητά στην κρεβατοκάμαρά του. Έκανε ένα κρύο ντους και σκέπασε το κάτασπρο γεροδεμένο, αλλά παχύσαρκο κορμί του, μ' ένα μπουρνούζι, φόρεσε αστραφτερά ασπρόρουχα, έβαλε τα φρεσκογυαλισμένα του παπούτσια και κάθισε μπροστά στον καθρέφτη να χτενίσει με δύο χτενάκια το μαύρο κατσαρό γενάκι του και, τ' αραιωμένα στο μέτωπο, σγουρά του μαλλιά. Τα είδη που χρησιμοποιούσε στην τουαλέτα του εσώρουχα, γραβάτες, καρφίτσες, μανικετόκουμπα, ρούχα, παπούτσια ήταν όλα άριστης ποιότητας, πανάκριβα, λιτά και κομψά. Τράβηξε στα τυφλά μια από τις δεκάδες γραβάτες του και τις δεκάδες καρφίτσες του (παλιότερα του άρεσε να διαλέγει, τώρα δεν του καιγόταν καρφί), και φόρεσε ένα καθαρισμένο και σιδερωμένο κουστούμι που τον περίμενε σε μια καρέκλα. Άκεφος, μα φρεσκοπλυμένος και παρφουμαρισμένος, πέρασε στη μεγάλη τραπεζαρία με το αστραφτερό παρκέ, που είχαν γυαλίσει από χθες τρεις υπηρέτες του, τον τεράστιο δρύινο μπουφέ και το θεόρατο τραπέζι με τα σκαλιστά φαρδιά ξύλινα λιονταρόποδα, στρωμένο μ' ένα λεπτό φρεσκοκολλαρισμένο τραπεζομάντιλο που 'χε κεντημένο το μονόγραμμα του πρίγκιπα. Πάνω στο τραπέζι, βρισκόταν μια ασημένια καφετιέρα με ευωδιαστό καφέ, μια ολόιδια ζαχαριέρα, μια γαλατιέρα με ζεστό καϊμάκι, κι ένα πανέρι με κουλουράκια φρυγανιές και μπισκότα. Πλάι υπήρχαν διάφορα γράμματα, εφημερίδες και το νέο περιοδικό Revue des deux Mondes 2. Δεν πρόλαβε ν' ανοίξει το ταχυδρομείο του, όταν στην πόρτα που οδηγούσε προς το διάδρομο, ξεπρόβαλε μια χοντρή ηλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στα μαύρα μ' ένα δαντελένιο μαντήλι στα μαλλιά που της έκρυβε την άψογη χωρίστρα της. Ήταν η Αγκραφένα Πετρόβνα, παλιά καμαριέρα της μακαρίτισσας της μητέρας του και σήμερα οικονόμος του. Η Αγκραφένα Πετρόβνα είχε ζήσει δέκα χρόνια στο εξωτερικό συνοδεύοντας την μητέρα του πρίγκιπα και είχε αποκτήσει ύφος και τρόπους μεγάλης κυρίας. Από μικρή ζούσε με τους Νεχλιούντοφ κι ήξερε τον πρίγκιπα από παιδάκι, όταν ακόμη τον φώναζαν κοροϊδευτικά "Μίτενκα". Καλή σας μέρα, Ντμίτρι Ιβάνοβιτς! Χαίρετε, Αγκραφένα Πετρόβνα. Τι νέα έχουμε σήμερα: ρώτησε ο Νεχλιούντοφ με διάθεση να αστειευτεί.

Ένα γράμμα απ' την πριγκίπισσα, δεσποινίδα, κυρία δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω... Το έφερε από ώρα η καμαριέρα της και περιμένει στο δωμάτιό μου, απάντησε η Πετρόβνα και δίνοντάς του το γράμμα χαμογέλασε με νόημα. Καλά, μια στιγμή, είπε ο Νεχλιούντοφ παίρνοντας το γράμμα φανερά ενοχλημένος από το μισόγελο της οικονόμου του. Ο υπαινιγμός της Πετρόβνα αφορούσε την πριγκίπισσα Κορτσάγκινα, που πίστευε ότι ο κύριός της θα παντρευόταν. Ο Νεχλιούντοφ όμως δεν συμμεριζόταν καθόλου τα υπονοούμενά της και γι' αυτό ενοχλήθηκε. Θα της πω, λοιπόν, να περιμένει λιγάκι, μονολόγησε η Πετρόβνα φανερά αμήχανη αλλάζοντας χωρίς λόγο θέση στο σκουπάκι για τα ψίχουλα πάνω στο τραπέζι και απομακρύνθηκε αθόρυβα. Ο Νεχλιούντοφ άνοιξε το φάκελο κι ο αέρας γέμισε ευωδιές. Το γράμμα ήταν γραμμένο με λεπτό κι αραιό γραφικό χαρακτήρα, σε χοντρό χαρτί με άνισες άκρες. «Τηρώντας πιστά την υπόσχεσή μου να ζω μέσα στη μνήμη σας, σας υπενθυμίζω ότι σήμερα, 28 Απριλίου, πρέπει να παραστείτε στο Κακουργιοδικείο και γιʹ αυτό δεν θα μπορέσετε να έρθετε στην έκθεση που θα επισκεφθούμε με τον Κόλοσοφ, όπως, με την γνωστή επιπολαιότητά σας, υποσχεθήκατε χθες το βράδυ à moins que vous ne soyez disposé à payer à la cour dʹ assises les 300 roubles d amende, que vous vous refusez pour votre cheval. 3 Αυτό το θυμήθηκα χθες βράδυ μόλις φύγατε. Μην το ξεχάσετε, λοιπόν. Και στην άλλη σελίδα υστερόγραφο: Πριγκίπισσα Μ. Κορτσάγκινα». Η μητέρα σάς παραγγέλνει ότι το πιάτο σας θα σάς περιμένει ως αργά. Ελάτε οπωσδήποτε ό,τι ώρα και να ʹναι. Ο Νεχλιούντοφ συννέφιασε. Η κίνηση αυτή με το γράμμα, ήταν μέρος ενός καλοστημένου σχεδίου, που εδώ και δύο ολόκληρους μήνες εξυφαινόταν πίσω απ' την πλάτη του από την πριγκίπισσα που πάσχιζε να τον τυλίξει. Εκτός από τη συνηθισμένη αναποφασιστικότητα όσων μένουν γεροντοπαλίκαρα και δεν είναι σφόδρα ερωτευμένοι, Ο Νεχλιούντοφ είχε ένα βαθύτερο λόγο να διστάζει να την παντρευτεί. Δεν τον απασχολούσε βέβαια η παλιά ξεχασμένη ιστορία της Κατιούσας, που κοντά δέκα χρόνια πριν την είχε ξεπαρθενέψει και την εγκατέλειψε έγκυο, ούτε φοβόταν ότι αυτό το γεγονός θα μπορούσε ποτέ να σκιάσει το γάμο του. Την εποχή εκείνη είχε ένα παράνομο δεσμό με μία παντρεμένη αρχόντισσα που αν και την είχε τελευταία κάνει πέρα, εκείνη δεν τον άφηνε σε χλωρό κλαρί. Από τη φύση του ήταν πολύ δειλός με τις γυναίκες κι αυτή ακριβώς η δειλία του πεισμάτωσε την γυναίκα εκείνη που βάλθηκε να τον κατακτήσει. Παντρεμένη τον πρώτο στην τάξη ευγενή της περιφέρειας, όπου ο Νεχλιούντοφ ήταν εκλέκτορας, παρέσυρε τον εραστή της σε μια ολοένα πιο συναρπαστική, μα και βαρετή γι' αυτόν σχέση. Στην αρχή ο Νεχλιούντοφ δεν κατάφερε ν' αντισταθεί στον πειρασμό, στη συνέχεια όμως άρχισε να νιώθει ενοχές και δεν μπορούσε να απαλλαγεί απ' αυτήν, αν δεν συμφωνούσε κι η ίδια να Μ.Κ.

διαλύσουν τη σχέση. Αυτός ήταν ο αληθινός λόγος που τον έκανε να πιστεύει ότι δεν είχε κανένα δικαίωμα, ακόμη κι αν ήθελε, να ζητήσει το χέρι της Κορτσάγκινα. Ανάμεσα στα γράμματα, ο πρίγκιπας ανέσυρε κι ένα γράμμα του συζύγου της ερωμένης του, που στη θέα του κοκκίνισε κι ένιωσε να του λύνονται τα γόνατα, όπως πάντοτε, όταν βρισκόταν σε κίνδυνο. Άδικα όμως ταράχτηκε, γιατί ο σύζυγος με την ιδιότητα του επικεφαλής των ευγενών της περιφέρειας, όπου ο Νεχλιούντοφ είχε τα περισσότερα τσιφλίκια του, τον πληροφορούσε για την έκτακτη σύνοδο της επαρχιακής συνέλευσης στα τέλη του Μάη. Τον παρακαλούσε να παρευρεθεί οπωσδήποτε και να τον υποστηρίξει στη δύσκολη αναμέτρηση που θα ακολουθούσε με το συντηρητικό κόμμα για τα σημαντικά θέματα της παιδείας και των δρόμων της περιοχής. Ο αρχηγός των ευγενών ήταν φιλελεύθερος πολιτικός και αγωνιζόταν με μερικούς ομοϊδεάτες του ενάντια στην αντίδραση που εκδηλώθηκε στις μέρες του αυτοκράτορα Αλέξανδρου Γ' και, απορροφημένος από τον πολιτικό αγώνα, δεν υποπτευόταν την δυστυχία που έκρυβε η συζυγική του ζωή. Μπροστά απ' τα μάτια του Νεχλιούντοφ πέρασαν φευγαλέα οι μαρτυρικές στιγμές που ζούσε τελευταία εξαιτίας αυτού του ανθρώπου. Κάποια φορά, που είχε φανταστεί ότι ο άρχοντας είχε μάθει για το δεσμό του, ετοιμάστηκε να μονομαχήσει μαζί του αποφασισμένος όμως να ρίξει στον αέρα. Μια μέρα θυμόταν εκείνη, απελπισμένη και τρομαγμένη, έτρεξε στον κήπο του αρχοντικού της θέλοντας να πέσει στη λίμνη να πνιγεί κι αυτός, τρελός από την αγωνία του, την αναζητούσε μέσα στο σκοτάδι. «Όχι, αδύνατον σήμερα να πάω εκεί ούτε θα μπορέσω να πάρω μιαν απόφαση αν δεν μου απαντήσει πρώτα η άλλη», συλλογίστηκε ο Νεχλιούντοφ. Της είχε στείλει πριν από μια εβδομάδα ένα γράμμα γεμάτο ειλικρίνεια, όπου ομολογούσε χωρίς περιστροφές την ενοχή του, δήλωνε πως ήταν έτοιμος να κάνει κάθε θυσία για να εξιλεωθεί απέναντί της και την παρακινούσε να διακόψουν οριστικά για το δικό της καλό. Άδικα όμως περίμενε απάντηση από την ερωμένη του. Για μια στιγμή αναθάρρησε. Ίσως και να 'ταν καλό σημάδι αυτό. Αν εκείνη δεν είχε συμφωνήσει να το διαλύσουν θα του είχε γράψει κιόλας ή θα ερχόταν η ίδια να τον βρει, όπως έκανε παλιά. Τώρα τελευταία είχε ακούσει ότι ένας αξιωματικός την κορτάριζε και, παρ' όλο που έσκαγε μέσα του από ζήλια, κατά βάθος χαιρόταν γιατί του έδινε φτερά η ελπίδα ότι θα γλίτωνε από το ψέμα που τόσο πολύ βάραινε την ψυχή του. Το άλλο γράμμα που άνοιξε ήταν από τον διαχειριστή των κτημάτων του, που τον καλούσε να πάει επιτόπου για να κατοχυρώσει την κληρονομιά που του άφησε πρόσφατα η μητέρα του και ακόμα για να ορίσει πώς θα την διαχειριζόταν στο εξής. Του πρότεινε, όπως και παλιότερα, όταν ζούσε η μητέρα του και διαχειριζόταν και τότε τα τσιφλίκια τους, να αυξήσουν τα κινητά περιουσιακά στοιχεία και να εκμεταλλεύονται μόνοι τους τη γη που είχαν νοικιασμένη τώρα στους κολλήγους, γιατί έτσι θα 'ταν πιο συμφερτικό. Ζητούσε συγγνώμη γιατί καθυστέρησε λίγο να του στείλει την πρώτη του μηνός τις τρεις χιλιάδες ρούβλια, θα τα έστελνε με το επόμενο ταχυδρομείο. Δεν έφταιγε ο ίδιος για την καθυστέρηση αυτή, δεν μπορούσε να μαζέψει τα λεφτά απ' τους κολλήγους και, σαν ξεδιάντροποι κι αφιλότιμοι όπου ήταν, αναγκάστηκε να ζητήσει την βοήθεια των αρχών. Το γράμμα αυτό τον έκανε να νιώσει περίεργα, μια αόριστη χαρά μα και πίκρα μαζί πλημμύρισαν την ψυχή του. Του ήταν ευχάριστο να ξέρει ότι ήταν μεγάλος γαιοκτήμονας. Δεν γινόταν όμως να ξεχάσει τα νιάτα του όταν, πλούσιος ήδη, συγκλονιζόταν από τις φιλοσοφικές ιδέες του Χέρμπερτ Σπένσερ διαβάζοντας στην Κοινωνική Στατική, που τόσο τον γοήτευε, ότι η δικαιοσύνη δεν συμβιβάζεται με την ιδιοκτησία της γης. Συνεπαρμένος από το νεανικό του πάθος, έγραφε μελέτες στο πανεπιστήμιο σαν φοιτητής και, υπηρετώντας έμπρακτα την ιδέα της κοινωνικής δικαιοσύνης, είχε δωρίσει στους κολλήγους ένα μικρό μέρος της πατρικής κληρονομιάς θέλοντας να απαλλαγεί από την ιδιοκτησία της γης και να είναι συνεπής με τις αρχές του. Τώρα με την νέα του κληρονομιά γινόταν μεγάλος και τρανός κι έπρεπε να διαλέξει ξανά. Να παραιτηθεί όπως τότε, δέκα χρόνια

πριν, όταν παραχώρησε διακόσια περίπου εκτάρια στους ακτήμονες μουζίκους ή να αποκηρύξει βουβά όλες τις νεανικές ιδέες σαν ψεύτικες και παράλογες; Του φαινόταν ακατόρθωτο να δεχθεί την πρώτη λύση, γιατί δεν είχε άλλους πόρους για να ζήσει εκτός από την κτηματική του περιουσία. Να γυρίσει στο στρατό ούτε να το σκεφτεί δεν επέτρεπε στον εαυτό του, γιατί είχε συνηθίσει για τα καλά την πολυτέλεια, στην άνετη και ράθυμη ζωή. Μα κι η δύναμη, το πάθος των ιδεών του τον είχαν εγκαταλείψει, ακόμα και η ματαιοδοξία του και η επιδεικτικότητα που του συνέγειραν έναν νεανικό αυθορμητισμό είχαν σβήσει. Δεν μπορούσε όμως αδιαμαρτύρητα να ακολουθήσει ούτε την δεύτερη λύση ήταν αδύνατον τελικά να αποκηρύξει εκείνα τα εύλογα κι ατράνταχτα επιχειρήματα για την απάνθρωπη φύση της ιδιοκτησίας που αντλούσε από την Κοινωνική Στατική του Σπένσερ και την λαμπρή επιβεβαίωσή τους που θα ανακάλυπτε πολύ αργότερα στο έργο του Χένρυ Τζωρτζ. Το γράμμα εκείνο του διαχειριστή του χάλασε για τα καλά τη διάθεση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV ΑΦΟΥ ΗΠΙΕ τον καφέ του, σηκώθηκε να πάει στο γραφείο του, για να συμβουλευτεί την ατζέντα με τα ραντεβού, να μάθει πότε, θα έπρεπε να βρίσκεται στο δικαστήριο και να γράψει μιαν απάντηση στην πριγκίπισσα. Περνώντας μπροστά απ' το ατελιέ του έριξε μια μελαγχολική, ματιά στα σκόρπια του σχέδια στους τοίχους και σ' ένα μισοτελειωμένο του πίνακα στο καβαλέτο γυρισμένο ανάποδα, που δύο χρόνια τώρα δεν μπορούσε να τον τελειώσει. Ένιωσε για μια στιγμή να τον κατακλύζει το ίδιο εκείνο συναίσθημα αδυναμίας που τον τελευταίο καιρό τον είχε καθηλώσει και του είχε στερήσει την καλλιτεχνική έμπνευση. Προσπαθούσε να παρηγορηθεί με την σκέψη ότι επειδή είχε ιδιαίτερα αναπτυγμένο αισθητικό κριτήριο, δεν μπορούσε να βρει κάτι να τον συγκινήσει, όμως, κι αυτή η εξήγηση δεν του απόδιωχνε τη θλίψη. Είχε εγκαταλείψει τη στρατιωτική καριέρα εφτά χρόνια πριν, πιστεύοντας πως είχε ταλέντο στη ζωγραφική, κι από τότε άρχισε να βλέπει με περιφρόνηση καθετί που δεν σχετιζόταν με την καλλιτεχνική έκφραση. Τώρα όμως ήξερε ότι δεν έπρεπε να το είχε κάνει. Γι' αυτό κάθε φορά που στριφογύριζε στο μυαλό του αυτή η αλήθεια πονούσε. Η ματιά του πλανήθηκε μελαγχολικά στη βαρύτιμη επίπλωση του ατελιέ και με βαριά καρδιά πέρασε δίπλα στο γραφείο του, σ' ένα τεράστιο ψηλοτάβανο δωμάτιο με κάθε λογής διακόσμηση, έπιπλα και όλες τις ανέσεις. Στο συρτάρι ενός μεγάλου σεκρεταίρ, σ' ένα ντοσιέ με την ένδειξη «Επείγοντα» βρήκε την πρόσκληση για το δικαστήριο και διάβασε την ώρα. Έπρεπε να παρουσιαστεί στις ένδεκα ακριβώς. Στο βιαστικό σημείωμα, που ετοίμασε, ευχαριστούσε την πριγκίπισσα για την τιμή που του έκανε και υποσχέθηκε πως θα προσπαθούσε να μην λείψει από το τραπέζι. Δεν του άρεσε όμως το ύφος, το βρήκε πολύ οικείο, το 'σκισε κι έγραψε ένα άλλο. Το 'σκισε κι αυτό γιατί του φάνηκε μάλλον ψυχρό, σχεδόν προσβλητικό. Χτύπησε το κουδούνι. Στην πόρτα έκανε την εμφάνισή του ένας ηλικιωμένος υπηρέτης, καλοξυρισμένος με μακριές φαβορίτες, με ύφος αυστηρό, φορώντας γκρίζα χασεδένια ποδιά. Στείλτε να φωνάξουν ένα αμάξι, παρακαλώ. Όπως διατάξετε. Διαβιβάστε επίσης στον άνθρωπο του Κορτσάγκιν, που περιμένει κάτω τις ευχαριστίες μου για την πρόσκληση και ότι θα προσπαθήσω να ανταποκριθώ. Μάλιστα Κύριε. «Είναι μεγάλη αγένεια απ' τη μεριά μου, αλλά δεν μπορώ να της γράψω. Δεν πειράζει, όμως, αφού θα την δω απόψε το δίχως άλλο», συλλογίστηκε ο Νεχλιούντοφ και πήγε να πάρει το παλτό του. Στο ξώστεγο ένα αμάξι με λαστιχένιες ρόδες, με τον γνώριμο του αμαξά, τον περίμενε κιόλας. Χτες βράδυ, μόλις έφτασα στου πρίγκιπα Κορτσάγκιν του είπε αυθόρμητα ο αμαξάς μισογυρίζοντας το δυνατό ηλιοκαμένο του σβέρκο, που ξεχώριζε από τον άσπρο γιακά του πουκαμίσου του ο πορτιέρης μου φώναξε: «Μόλις έφυγε ο κύριος...» «Ορίστε ακόμα κι οι αμαξάδες ξέρουν για τη σχέση μου με την Κορτσάγκινα», μονολόγησε ο Νεχλιούντοφ. Κι ένιωσε την απάντηση στο άλυτο βασανιστικό του ερώτημα, αν θα 'πρεπε να την παντρευτεί και στ' άλλα που ανελέητα τον κατέτρυχαν σαν Ερινύες τώρα τελευταία, να γίνεται ένας

αόρατος σφιχτός βρόγχος γύρω απ' το λαιμό του. Όχι δεν έβλεπε γενικά με κακό μάτι το γάμο. Αντίθετα μάλιστα, τον βόλευε γιατί, πρώτο, θα του χάριζε τις χαρές της οικογενειακής εστίας, θα τον γλίτωνε από την σεξουαλική ανασφάλεια, και θα του πρόσφερε μια ηθική ζωή και δεύτερο και κυριότερο, η οικογένεια, τα παιδιά θα του γέμιζαν τη ρημαγμένη του ζωή. Από την άλλη όμως, τρόμαζε, όπως κι όλοι οι μεσόκοποι εργένηδες στην ιδέα πως θα έχανε την ελευθερία του, ενώ ένας ενστικτώδης φόβος για την ανεξιχνίαστη και μυστηριακή φύση της γυναίκας είχε φωλιάσει στη ψυχή του. Όταν σκεφτόταν το γάμο του με την Μίσσυ (την πριγκίπισσα, την έλεγαν Μαρία κι όπως σ' όλες τις αριστοκρατικές οικογένειες, την φώναξαν χαϊδευτικά «Μίσσυ»), τον δελέαζε η ευγενική της καταγωγή που εκδηλωνόταν παντού, από το ντύσιμό της μέχρι τον τρόπο που μιλούσε, που περπατούσε, που γελούσε. Ξεχώριζε απ' τους κοινούς θνητούς με την διακριτικότητά της δεν ήξερε αλλιώς πώς να περιγράψει αυτό το χάρισμα που τόσο αγαπούσε πάνω της ο πρίγκιπας. Η Μίσσυ τον είχε προσέξει και τον ξεχώρισε ανάμεσα σε τόσους άλλους και έδειχνε πως έτρεφε απεριόριστη εκτίμηση για το πρόσωπό του. Αυτό το τελευταίο μαρτυρούσε πως ήξερε τον τρόπο να τον νιώθει βαθιά και σήμαινε πως καταλάβαινε τις μεγάλες αρετές του χαρακτήρα του, απόδειξη της εφυΐας και της αλάθητης κρίσης της, σκεφτόταν ο Νεχλιούντοφ. Βέβαια δεν μπορούσε να παραβλέψει ότι, αν δεν βιαζόταν να κάνει αυτό το γάμο, ίσως και να 'βρισκε μιαν άλλη κοπέλα, με περισσότερες χάρες απ' την Μίσσυ, που θα του ταίριαζε καλύτερα. Γιατί κι εκείνη είχε τα χρονάκια της, πάτησε κιόλας τα είκοσι επτά και οπωσδήποτε δεν θα 'ταν ο πρώτος άνδρας της ζωής της. Αυτή ειδικά η σκέψη τού τριβέλιζε αδιάκοπα το μυαλό. Ο αθεράπευτος εγωισμός του δεν του επέτρεπε ούτε κατά διάνοια να υποθέσει ότι εκείνη μπορούσε να 'χε αγαπήσει στο παρελθόν άλλον άνδρα. Αυτό θα ήταν βαριά προσβολή για το πρόσωπό του. «Περίεργα πράγματα σκεφτόταν ο Νεχλιούντοφ συμβαίνουν με το γάμο, φαύλος κύκλος, βρίσκεις τόσα υπέρ όσα και κατά». Γελούσε πικρόχολα με τον εαυτό του και του φάνηκε ότι του θύμιζε κάτι από την ιστορία με το γάιδαρο του Μπουριντάν που δεν αποφάσιζε τελικά σε ποιο παχνί να σκύψει. «Πάντως, αν δεν πάρω απάντηση από την Μαρία Βασίλιεβνα (την αριστοκράτισσα ερωμένη του), όσο εκκρεμεί η υπόθεση αυτή δεν μπορώ ν' αποφασίσω τίποτε», σκέφτηκε. Κατά βάθος, τον βόλευε αυτή η αναβολή της απόφασής του, κι αυτό τον έκανε να νιώθει πιο ανάλαφρα. «Στο κάτω κάτω θα 'χω τον καιρό να τα σκεφτώ αυτά αργότερα», αναλογίστηκε, καθώς το αμάξι ήδη κυλούσε αθόρυβα στον ασφαλτοστρωμένο περίβολο του κακουργιοδικείου. «Τώρα πρέπει ευσυνείδητα, όπως το συνηθίζω πάντα, να εκτελέσω το κοινωνικό μου χρέος. Έχει άλλωστε κι αυτό συχνά το σχετικό του ενδιαφέρον», σκέφτηκε και προσπερνώντας τον θυρωρό μπήκε στο μέγαρο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V ΟΤΑΝ ο Νεχλιούντοφ μπήκε στο δικαστήριο, στους διαδρόμους είχε κιόλας μαζευτεί κόσμος. Οι φύλακες φορτωμένοι με χαρτιά και εντολές πηγαινοέρχονταν με γοργό βήμα πότε πότε τρέχοντας, χωρίς να σηκώνουν τα πόδια τους, μα γλιστρώντας γοργά κοντανασαίνοντας. Ο κλητήρας και οι δικηγόροι έκαναν βόλτες στους διαδρόμους, οι υπόδικοι, χωρίς συνοδεία φρουράς, και οι συνήγοροι περιφέρονταν άσκοπα και μελαγχολικά σύρριζα στους τοίχους ή κάθονταν περιμένοντας να τους καλέσουν. Πού είναι το περιφερειακό δικαστήριο; ρώτησε ο Νεχλιούντοφ έναν από τους φύλακες. Ποιο ακριβώς ζητάτε; Το αστικό ή το ποινικό; Είμαι ένορκος. Τότε ζητάτε το ποινικό. Έπρεπε να το πείτε αμέσως. Θα πάτε από εδώ δεξιά, μετά αριστερά, στη δεύτερη πόρτα. Ο Νεχλιούντοφ ακολούθησε το δρόμο που του έδειξε ο φύλακας. Έξω απ' την πόρτα περίμεναν δύο άνδρες: ο ένας, ψηλός, παχύς, ήταν έμπορος, ένα αγαθό ανθρωπάκι, που απ' ό,τι φαινόταν είχε πιει κι είχε φάει και βρισκόταν στα κέφια του ο άλλος ήταν ένας εμποροϋπάλληλος εβραϊκής καταγωγής. Όταν ο Νεχλιούντοφ τους πλησίασε για να τους ρωτήσει αν αυτή ήταν η αίθουσα των ενόρκων, εκείνοι μιλούσαν για τις τιμές του μαλλιού. Αυτή είναι, κύριε μου, αυτή είναι. Είστε κι εσείς συνάδελφος, ένορκος; τον ρώτησε εύθυμα το αγαθό ανθρωπάκι, ο έμπορος, κλείνοντάς του το μάτι. Ωραία λοιπόν, θα συνεργαστούμε, συνέχισε ο έμπορος ακούγοντας το «ναι» του Νεχλιούντοφ. Μπακλάσοφ, της δεύτερης συντεχνίας των εμπόρων, συστήθηκε, προτείνοντάς του το μαλακό, αδύναμό του χέρι, πρέπει να συνεργαστούμε. Με ποιον έχω την ευχαρίστηση; Ο Νεχλιούντοφ συστήθηκε και πέρασε στην αίθουσα των ενόρκων. Στη μικρή αίθουσα υπήρχαν καμιά δεκαριά άτομα λογιών λογιών, που μόλις είχαν φθάσει. Μερικοί κάθονταν, άλλοι έκαναν βόλτες, άλλοι πάλι πλησίαζαν ο ένας τον άλλον και συστήνονταν. Όλοι τους φορούσαν ρεντινγκότα ή σακάκι, εκτός από έναν απόστρατο αξιωματικό που φορούσε τη στολή του κι έναν άλλον με ζακέτα. Όλοι, παρά το γεγονός ότι πολλοί είχαν παρατήσει τις δουλειές τους και, όπως και να το κάνουμε, το δικαστήριο ήταν γι' αυτούς μια αγγαρεία, έβλεπες πως ένιωθαν κάποια ευχαρίστηση έχοντας συνείδηση ότι εκτελούν σημαντικό κοινωνικό καθήκον. Οι ένορκοι, που κάποιοι από αυτούς είχαν προλάβει να γνωριστούν και κάποιοι απλά είχαν περιοριστεί στο να μαντεύουν με ποιους είχαν να κάνουν, συζητούσαν για τον καιρό, για την άνοιξη που φέτος ήρθε νωρίς, για το τι μέλει γενέσθαι. Όσοι ακόμα δεν είχαν γνωριστεί με τον Νεχλιούντοφ βιάστηκαν να συστηθούν, θεωρώντας το, απ' ό,τι φαίνεται, ιδιαίτερη τιμή. Ο Νεχλιούντοφ, όπως συνέβαινε πάντα, όταν βρισκόταν μεταξύ αγνώστων, αυτό το θεωρούσε αυτονόητο. Αν τον ρωτούσε κάποιος, γιατί βάζει τον εαυτό του πάνω από όλους τους άλλους, δεν θα μπορούσε να του απαντήσει όλη του η ζωή δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο να δείξει. Το γεγονός ότι

μιλούσε καλά Αγγλικά, Γαλλικά και Γερμανικά, ότι φορούσε εσώρουχα, ρούχα, γραβάτες και μανικέτια που του προμήθευαν οι καλύτεροι έμποροι του είδους, δεν μπορούσε να δικαιολογήσειτο καταλάβαινε κι ο ίδιος αυτό την ανωτερότητά του. Από την άλλη πλευρά όμως, εκείνος δεν ένιωθε την παραμικρή αμφιβολία για την ανωτερότητά του και αποδεχόταν το σεβασμό που του έδειχναν, όταν δε κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε, το θεωρούσε προσβολή. Κι η αίθουσα των ενόρκων ήταν ακριβώς ο χώρος εκείνος που ένοιωσε αυτό το δυσάρεστο συναίσθημα της έλλειψης σεβασμού για το πρόσωπό του. Μεταξύ των ενόρκων βρέθηκε και ένας γνωστός του. Ήταν ο Πιοτρ Γκεράσιμοβιτς (ο Νεχλιούντοφ ποτέ δεν ήξερε το επώνυμό του και μάλιστα περηφανευόταν κάπως που δεν το γνώριζε), πρώην δάσκαλος των παιδιών της αδελφής του. Αυτός, λοιπόν, ο Πιοτρ Γκεράσιμοβιτς είχε τελειώσει μια σχολή και ήταν τώρα δάσκαλος στο σχολείο. Ο Νεχλιούντοφ πάντα τον θεωρούσε ανυπόφορο, επειδή δεν ήξερε να κρατάει τις αποστάσεις, για το αυτάρεσκο χαχανητό του, γενικά επειδή ήταν «παρακατιανός», όπως έλεγε η αδελφή του. Μπα, κι εσείς εδώ; χαχάνισε δυνατά ο Πιοτρ Γκεράσιμοβιτς πλησιάζοντας τον Νεχλιούντοφ. Δεν μπορέσατε να γλυτώσετε; Ούτε μου πέρασε απ' το μυαλό, είπε με αυστηρό και συνάμα βαριεστημένο ύφος ο Νεχλιούντοφ. Ξέρω, ξέρω, κάνετε το καθήκον σας ως πολίτης... Περιμένετε πρώτα να πεινάσετε και να μην σας αφήνουν να κοιμηθείτε και τότε θα δούμε πόσ' απίδια βάζει ο σάκος! είπε γελώντας ακόμα πιο δυνατά ο Πιοτρ Γκεράσιμοβιτς. «Να δεις που σε λίγο αυτό το παπαδοπαίδι θ' αρχίσει να μου μιλάει και στον ενικό», σκέφτηκε ο Νεχλιούντοφ κι αφού τον κοίταξε με τέτοια θλίψη που θα ήταν φυσιολογική μόνο αν είχε μάθει εκείνη ακριβώς τη στιγμή ότι είχαν πεθάνει όλοι οι συγγενείς του, απομακρύνθηκε και πλησίασε μια ομάδα ενόρκων που είχε σχηματιστεί γύρω από έναν ψηλό, κουρεμένο γουλί, σοβαρό κύριο, ο οποίος αφηγιόταν κάτι πολύ ζωηρά. Ο κύριος αυτός μιλούσε για την δίκη, που διεξαγόταν τώρα στην αίθουσα του αστικού δικαστηρίου και έμοιαζε να γνωρίζει την υπόθεση πολύ καλά αφού αναφερόταν σε δικαστές και σε γνωστούς δικηγόρους με τα ονόματα και τα πατρώνυμά τους. Εξηγούσε την εκπληκτική τροπή που πήρε η δίκη χάρη στις προσπάθειες γνωστού δικηγόρου και παρά το γεγονός ότι η αντίδικος, μια γριά αριστοκράτισσα, είχε απόλυτο δίκιο, ξαφνικά ήταν υποχρεωμένη να πληρώσει αρκετά χρήματα στην άλλη πλευρά. Μεγαλοφυής δικηγόρος! έλεγε. Όλοι τον άκουγαν με σεβασμό. Κάποιοι προσπαθούσαν να κάνουν τις δικές τους παρατηρήσεις, αλλά εκείνος τους διέκοπτε όλους, λες και μόνο αυτός γνώριζε την αληθινή εικόνα των πραγμάτων. Ο Νεχλιούντοφ αναγκάστηκε να περιμένει αρκετή ώρα ακόμη κι ας είχε αργήσει λίγο να έρθει. Η υπόθεση καθυστερούσε επειδή κάποιο από τα μέλη του δικαστηρίου δεν είχε ακόμη εμφανιστεί.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ έφθασε στο δικαστήριο από νωρίς. Ήταν ένας ψηλός, γεμάτος άνδρας με μεγάλες γκρίζες φαβορίτες. Ήταν παντρεμένος, μα έκανε μια πολύ άστατη ζωή, όπως και η γυναίκα του. Δεν ενοχλούσαν ο ένας τον άλλο. Σήμερα το πρωί είχε λάβει ένα σημείωμα από την Ελβετίδα γκουβερνάντα που ζούσε στο σπίτι τους το καλοκαίρι του έγραφε πως βρισκόταν ήδη στην Πετρούπολη ερχόμενη από το Νότο και ότι θα τον περίμενε από τις τρεις ως τις έξι στο ξενοδοχείο "Ιτάλια". Γι' αυτό και ήθελε ν' αρχίσει και να τελειώσει γρήγορα τη σημερινή συνεδρίαση, για να προλάβει να επισκεφτεί αυτή την μικρή κοκκινομάλλα, την Κλάρα Βασίλιεβνα, με την οποία είχε μια ερωτική περιπέτεια το περασμένο καλοκαίρι στη ντάτσα του. Μπαίνοντας στο γραφείο του κλείδωσε την πόρτα, έβγαλε από το κάτω ράφι του ντουλαπιού με τα διάφορα έγγραφα δυο αλτήρες και έκανε είκοσι κινήσεις προς τα πάνω, μπροστά, στο πλάι και προς τα κάτω και στη συνέχεια έκανε γρήγορα δύο βαθιά καθίσματα, κρατώντας τους αλτήρες πάνω απ' το κεφάλι του. «Τίποτα δεν μπορεί να σε κρατήσει καλύτερα σε φόρμα από ένα καλό ντους και τη γυμναστική», σκέφτηκε ψηλαφίζοντας με το αριστερό του χέρι, μ' αυτό που φορούσε τη βέρα στον παράμεσο, το φουσκωμένο ποντίκι του δεξιού του μπράτσου. Ετοιμαζόταν να κάνει δύο ακόμα ασκήσεις (πάντα τις έκανε πριν από το πολύωρο καθισιό της δίκης), όταν η πόρτα άρχισε να τρέμει. Κάποιος ήθελε να την ανοίξει. Ο πρόεδρος έβαλε βιαστικά τα βάρη στη θέση τους και ξεκλείδωσε την πόρτα. Συγγνώμη, είπε. Μπήκε στο γραφείο ένα από τα μέλη του δικαστηρίου φορούσε γυαλιά με χρυσό σκελετό, ήταν κοντός με ανασηκωμένους ώμους και κατσουφιασμένο πρόσωπο. Πάλι απουσιάζει ο Ματφέι Νικίτιτς, είπε δυσαρεστημένα. Ώστε λείπει; είπε ο πρόεδρος φορώντας τη στολή του. Αιωνίως καθυστερημένος... Η ασυνειδησία του είναι κάτι το καταπληκτικό, είπε ο κακόκεφος δικαστής και πήγε να καθήσει βγάζοντας τα παπούτσια του. Ο δικαστής αυτός, άνθρωπος πολύ τακτικός, είχε σήμερα το πρωί μια δυσάρεστη σύγκρουση με τη γυναίκα του, επειδή εκείνη είχε ξοδέψει νωρίτερα από το καθορισμένο χρονικό διάστημα τα χρήματα που της είχε διαθέσει να περάσει το μήνα. Του ζήτησε να της δώσει μια προκαταβολή, εκείνος όμως δήλωσε ότι δεν επρόκειτο να υποχωρήσει. Έγινε σκηνή. Η γυναίκα του τον προειδοποίησε πως σ' αυτή την περίπτωση, δεν θα έπρεπε το μεσημέρι να περιμένει φαΐ. Στο σημείο αυτό εκείνος έφυγε απ' το σπίτι σίγουρος ότι η γυναίκα του θα πραγματοποιούσε την απειλή της, από αυτή όλα μπορούσε να τα περιμένει. «Αυτά παθαίνει όποιος ζει ενάρετα και ηθικά», σκέφτηκε βλέποντας τον εύθυμο και καλοκάγαθο πρόεδρο, που έσφυζε από υγεία, να στρώνει τις φαβορίτες του κι απ' τις δύο πλευρές του κεντημένου του κολάρου με τα όμορφα άσπρα του χέρια, «αυτός πάντα ευχαριστημένος και εύθυμος, ενώ εγώ βασανίζομαι». Μπήκε ο γραμματέας και έφερε κάποιο φάκελο. Σας είμαι ευγνώμων, είπε ο πρόεδρος κι άναψε το παπιρόσι. Ποια υπόθεση θα εκδικάσουμε πρώτη; Νομίζω αυτή της φαρμακείας, είπε μάλλον αδιάφορα ο γραμματέας.

Καλώς, ας είναι η φαρμακεία, είπε ο πρόεδρος καταλαβαίνοντας ότι πρόκειται για υπόθεση που μπορεί να τελειώσει μέχρι τις τέσσερις και μετά θα είναι ελεύθερος να φύγει. Ο Ματφέι Νικίτιτς δεν φάνηκε ακόμα; Όχι, ακόμα. Ο Μπρεβέ είν' εδώ; Εδώ, απάντησε ο γραμματέας. Πείτε του, αν τον δείτε, ότι θ' αρχίσουμε με την υπόθεση της φαρμακείας. Ο Μπρεβέ ήταν ένας αντιεισαγγελέας που είχε οριστεί κατήγορος σ' αυτή τη δίκη. Βγαίνοντας στο διάδρομο ο γραμματέας συνάντησε τον Μπρεβέ. Περπατούσε γρήγορα στο διάδρομο με το κεφάλι χωμένο στους ώμους, τη στολή ξεκούμπωτη, το χαρτοφύλακα υπό μάλης, έτρεχε σχεδόν, χτυπώντας τα τακούνια του και κουνούσε το ελεύθερο χέρι με τέτοιο τρόπο που η παλάμη του έπεφτε κάθετη στην κατεύθυνση που είχε το σώμα του. Ο Μιχαήλ Πετρόβιτς θα ήθελε να μάθει αν είστε έτοιμος, τον ρώτησε ο γραμματέας. Εννοείται, εγώ είμαι πάντα έτοιμος, είπε ο αντιεισαγγελέας. Ποια υπόθεση είναι πρώτη; Η φαρμακεία. Θαυμάσια, είπε ο αντιεισαγγελέας, αλλά κάθε άλλο παρά θαυμάσιο το έβρισκε αυτό. Όλη τη νύχτα δεν είχε κλείσει μάτι. Είχε ξεπροβοδίσει με την παρέα του έναν φίλο, είχαν πιει πολύ, έπαιξαν χαρτιά μέχρι τις δύο, μετά πήγαν για γυναίκες σ' εκείνο τον ίδιο τον «οίκο» που πριν από έξι μήνες βρισκόταν η Μάσλοβα, κι η υπόθεση της φαρμακείας ήταν αυτή ακριβώς που δεν είχε προλάβει να μελετήσει, γι' αυτό ήθελε να της ρίξει μια γρήγορη ματιά. Ο γραμματέας, πάλι, επίτηδες πρότεινε στον πρόεδρο να εκδικάσει πρώτη αυτή την υπόθεση, γνωρίζοντας ότι ο αντιεισαγγελέας δεν την είχε διαβάσει. Ήταν άνθρωπος φιλελεύθερος με ριζοσπαστικές μάλλον ιδέες. Ο Μπρεβέ, από την άλλη πλευρά, ήταν συντηρητικός και, όπως όλοι οι Γερμανοί κρατικοί υπάλληλοι στη Ρωσία, ιδιαίτερα αφοσιωμένος στην Ορθοδοξία, κι ο γραμματέας τον αντιπαθούσε και εποφθαλμιούσε τη θέση του. Και τι θα γίνει με τους Σκόπτσι 4 ; ρώτησε ο γραμματέας. Είπα ότι δεν είμαι σε θέση να την αναλάβω, απάντησε ο αντιεισαγγελέας, δεν υπάρχουν μάρτυρες, αυτό πρόκειται να δηλώσω και στο δικαστήριο. Και τι σημασία έχει αυτό; Σας είπα, δεν γίνεται! Και κουνώντας το χέρι του, μπήκε τρέχοντας στο γραφείο του. Ανέβαλε την δίκη για τους Σκόπτσι εξαιτίας της απουσίας ενός τελείως ασήμαντου και άχρηστου μάρτυρα, μόνο και μόνο επειδή η υπόθεση αυτή εκδικαζόταν σε δικαστήριο όπου οι ένορκοι ήταν άνθρωποι μορφωμένοι και μπορούσε να καταλήξει στην αθώωσή τους. Είχε συμφωνήσει με τον πρόεδρο να ορίσουν δικάσιμο στο περιφερειακό δικαστήριο, εκεί που οι ένορκοι αγρότες θα είναι πιο πολλοί, επομένως θα είναι περισσότερες και οι πιθανότητες οι κατηγορούμενοι να καταδικαστούν.