Αισθάνεται κανείς χαρά όταν βλέπει πως μια ιδέα, αρχικώς αρκετά περιορισμένη ως προς τις φιλοδοξίες της, αξιοποιείται και δίνει στη συνέχεια ένα πολύ ενδιαφέρον αποτέλεσμα. Στην περίπτωσή μας, η ιδέα ήταν η απόφασή μου να πάρω μια συνέντευξη από τον Κώστα Πασχαλούδη για τη δράση του ως μέλους της ΟΚΝΕ και της ΕΠΟΝ στην περίοδο της Κατοχής και της απελευθέρωσης. Για να είμαι ειλικρινής, στην αρχή δεν έλπιζα πως η συνέντευξη αυτή θα ξεπερνούσε τις συνήθεις χρονικές διαστάσεις που έχουν αυτές οι συζητήσεις. Στην πορεία συνειδητοποίησα, προς μεγάλη μου έκπληξη, πως διαψεύστηκα. Οι συζητήσεις μας συνεχίστηκαν πολύ περισσότερο από το προγραμματισμένο και οι επισκέψεις μου στο σπίτι του Κώστα Πασχαλούδη απόκτησαν μια κανονικότητα ασυνήθιστη. Έτσι καταγράφηκαν αρκετές ώρες συνομιλιών. Μερικές φορές αισθανόμουν πως, κατά κάποιον τρόπο, συνωμοτούσαμε και η συζήτησή μας ήταν κάτι περισσότερο από μια αφήγηση για το παρελθόν. Δεν έχω αυταπάτες, παρόλο που δεν μιλήσαμε ποτέ γι αυτό, τη φήμη μου ως «αντικομμουνιστή και αναθε- 15
από δω και πέρα θα είσαι ο Νίκος ωρητή» ο Πασχαλούδης την γνώριζε καλά. Είμαι μάλιστα βέβαιος πως είχε ήδη διαβάσει κάποιο ή κάποια από τα βιβλία μου, αν και αυτό δεν μου το ανέφερε ποτέ, όπως επίσης και τις πιθανές ενστάσεις του προφανώς από διακριτικότητα και ευγένεια. Εκτίμησα ιδιαίτερα πως αυτός ο παλιός και «μπαρουτοκαπνισμένος» κομμουνιστής, με πολλά χρόνια φυλάκισης και ενεργού πολιτικής και συνδικαλιστικής δράσης, συνομιλούσε μαζί μου με άνεση και με λεπτομέρειες για τη βία της Αριστεράς ή τον έλεγχο των εαμικών οργανώσεων από τα στελέχη του ΚΚΕ, θέματα τα οποία ορισμένοι από τους έλληνες ιστορικούς δείχνουν να κοκκινίζουν από ντροπή όταν τα συναντούν μπροστά τους. Ο Πασχαλούδης, σε αυτές μας τις συζητήσεις, μου ξεδίπλωσε ένα διπλό και ασυνήθιστο χάρισμα. Καταρχάς, αποδεικνύοντας πως διατηρούσε μια μνήμη εκπληκτική για τα δεδομένα της ηλικίας του, προέβη, όπως θα το διαπιστώσει αυτό ο αναγνώστης, σε λεπτομερείς περιγραφές προσώπων και καταστάσεων, σε τέτοιο βαθμό που μερικές φορές αναρωτιόμουν μήπως είχε προετοιμάσει από την προηγουμένη την αφήγησή του. Κατά δεύτερον, ο λόγος του δεν είχε τις συνηθισμένες αυτοδικαιωτικές υπερβολές των παλιών κομμουνιστών, ούτε πολλές από τις στομφώδεις εκφράσεις των αγωνιστών της Αντίστασης. Αντίθετα, ο λόγος του ήταν κοφτός, χωρίς φλυαρίες, και απόλυτα περιεκτικός. Ακριβώς επειδή δεν εξωράιζε ούτε και δραματοποιούσε το παρελθόν και τις εμπειρίες του, αισθανόμουν πως αυτά που έλεγε έμοιαζαν περισσότερο να είναι ένας «εσωτερικής χρήσης» απολογισμός δράσης, που απευθυνόταν σε ανθρώπους που γνώριζαν τα πράγματα, παρά μια αφήγηση προσωπικής προβολής. Από την πλευρά μου, η συνέντευξη είχε μία βασική επιδίωξη: τη διερεύνηση της κομμουνιστικής δράσης και λειτουργίας κατά 16
τα χρόνια της Κατοχής. Με άλλα λόγια, δεν με ενδιέφερε απλώς να πάρω συνέντευξη από έναν ακόμη αντιστασιακό αλλά πρωταρχικό μου μέλημα ήταν να μου μιλήσει κάποιος από την οπτική του κομμουνιστή και στελέχους στα χρόνια εκείνα. Η συνέντευξη με ένα κομμουνιστικό στέλεχος της σταλινικής περιόδου, όπως ήταν ο Κ. Πασχαλούδης, αναδεικνύει με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο τις δύο διαστάσεις του κομμουνισμού: α) τη συστημική/τελεολογική διάστασή του, που αναφέρεται στον ιδεολογικό του πυρήνα, τον μαρξισμό-λενινισμό, το κόμμα νέου τύπου και τον προλεταριακό διεθνισμό, που συνδέεται με την υπεράσπιση της ΕΣΣΔ ως μητέρας του σοσιαλισμού, και β) την κοινωνική/εθνική διάσταση, που συνδέεται με την ειδική ιστορία του κάθε κομμουνιστικού κόμματος, τις συνθήκες ένταξης και αποδοχής του από το εθνικό πολιτικό σύστημα, την κοινωνιολογία του σε κάθε χώρα. Το κάθε κομμουνιστικό κόμμα, στην Ευρώπη ή και πέρα από αυτήν, ενσωμάτωσε στην ταυτότητά του τις δύο αυτές διαστάσεις, λειτουργώντας ταυτόχρονα ως έκφραση ενός διεθνούς συστήματος και ως αντανάκλαση εγχώριων κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων και επιλογών. Αυτή η ιδιαίτερη διπλή ταυτότητα διαπέρασε όλα τα στελέχη των κομμουνιστικών κομμάτων, όλους τους ανθρώπους σαν τον Κώστα Πασχαλούδη. Η συνέντευξη με τον Πασχαλούδη αποδείχθηκε πολλαπλώς χρήσιμη, καθώς, πέρα από τα εξαιρετικά στοιχεία κοινωνιολογίας του ελληνικού κομμουνισμού που αναδεικνύει (και που ο Πολυμέρης Βόγλης εύστοχα επισημαίνει στο επίμετρο), εντοπίζονται οι συστημικές/τελεολογικές λογικές του κατά τη δράση του μέσα στην Κατοχή και την απελευθέρωση. Η μεταπολίτευση καλλιέργησε αρκετούς μύθους για το παρελθόν της χώρας. Πολλές φορές, φωτίζοντας υπερβολικά μερικές πτυχές της σύγχρονης ιστορίας και συσκοτίζοντας άλλες, προέκυψε, 17
από δω και πέρα θα είσαι ο Νίκος ιδιαίτερα στο επίπεδο της δημόσιας ιστορίας, μια αφελής, το λιγότερο που μπορώ να πω, εικόνα για τα πράγματα. Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την αντιστασιακή δράση κατά τα χρόνια της Κατοχής, η ιδέα μιας αυθόρμητης, σχεδόν παλλαϊκής αντίστασης, με ασαφείς, γενικά «προοδευτικούς», ιδεολογικούς στόχους (Λαοκρατία), μη ταυτισμένους με τις οργανωτικές επιλογές και τις στρατηγικές της εξουσίας του ΚΚΕ, υπήρξε ένας ιδιαίτερα διαδεδομένος μύθος. Έτσι, υποβαθμίστηκε και συσκοτίστηκε ο ρόλος του ΚΚΕ στη δημιουργία του ΕΑΜ, καθώς και όλων των άλλων πολιτικών θεσμών (Λαϊκή Αυτοδιοίκηση, λαϊκά δικαστήρια κ.λπ.) Θα το πω απλά και ας κινδυνεύω να παρεξηγηθώ δεν θα είναι η πρώτη φορά άλλωστε. Η ιδέα πως η εαμική αντίσταση υπήρξε απλώς μια ανιδιοτελής πατριωτική απόφαση των ελλήνων κομμουνιστών και πολλών άλλων είναι απλώς μύθος. Παντού στην Ευρώπη (έτσι και στην Ελλάδα) τα κομμουνιστικά κόμματα οργάνωσαν ένοπλα αντιστασιακά κινήματα προκειμένου να εξυπηρετήσουν τους στόχους που η ίδια η Κομιντέρν και η ΕΣΣΔ έθεσε μετά την εισβολή των Γερμανών στη Ρωσία το 1941. Από εκείνη τη στιγμή διαμορφώθηκε, από ένα μικρό κύκλο ηγετικών στελεχών της Κομιντέρν, η στρατηγική των εθνικών μετώπων. Η στρατηγική αυτή αποτέλεσε τμήμα της πολιτικής εθνικής ασφαλείας της ΕΣΣΔ και περιλάμβανε τρία στοιχεία: α) τη διοργάνωση ανταρτοπόλεμου στις κατεχόμενες από τις δυνάμεις του Άξονα χώρες, β) την ευρύτερη δυνατή κινητοποίηση του πληθυσμού για την υποστήριξη αυτής της ένοπλης αντίστασης, και γ) την οργάνωση όλων των αντιναζιστικών δυνάμεων σε ένα κίνημα εθνικού μετώπου υπό την καθοδήγηση των κομμουνιστών. Το φθινόπωρο του 1942 η στρατηγική των εθνικών μετώπων είχε πλήρως διαμορφωθεί. Η νέα αυτή γραμμή της Κομιντέρν είχε τον εξής άμεσο αντίκτυπο στο διεθνές κομμουνιστικό σύστη- 18
μα: οι κομμουνιστές σε κάθε χώρα έπρεπε άμεσα να εγκαταλείψουν τις μέχρι χθες πολιτικές απομόνωσής τους και να προχωρήσουν σε συμμαχίες με όλες τις πολιτικές δυνάμεις που επιθυμούσαν να πολεμήσουν τον φασισμό, οποιαδήποτε και αν ήταν η προηγούμενη πολιτική τους θέση, ακόμη και αν ήταν πρώην φασίστες. Ο Πασχαλούδης αντιλαμβάνεται με ιδιαίτερα διεισδυτικό τρόπο τη σχέση με το διεθνές κέντρο: «Εν τω μεταξύ, τον Ιούνιο έχει κηρυχθεί ο πόλεμος ενάντια στη Σοβιετική Ένωση και από τότε πια η Αριστερά παίρνει ανοικτά θέση υπέρ της αντίστασης, εναντίον του Άξονα, ενώ μέχρι τότε δεν είχε ξεκάθαρη θέση. Μέχρι τότε φαινόταν αυτό και από τον τρόπο που μιλούσαν ο Δηλαβέρης και ο Γιουβανούδης. Δεν μιλούσαν με φανατισμό εναντίον των Γερμανών. Μόλις, όμως, κηρύχθηκε ο πόλεμος εναντίον της ΕΣΣΔ άρχισαν να μιλάνε αλλιώτικα, διαφορετικά». Γενικότερα, ο Πασχαλούδης ξεπερνά και υπονομεύει αρκετά από τα στερεότυπα και δεν διστάζει να αντιμετωπίσει τα συνήθη ταμπού. Για παράδειγμα, δείχνει με σαφήνεια τις σχέσεις της ΟΚΝΕ με την ΕΠΟΝ και τον καθοδηγητικό ρόλο του κόμματος εκεί μέσα, που μερικοί συγγραφείς δείχνουν να αγνοούν, άλλοι σκόπιμα και άλλοι από υποτίμηση κάποιων στοιχείων, παρουσιάζοντας έτσι την ΕΠΟΝ σχεδόν σαν κάποια εκπολιτιστική οργάνωση. Καθώς το 1943 διαλύθηκε η ΟΚΝΕ και έγινε η ΕΠΟΝ, μετά από απόφαση του κόμματος απόλυτα προσαρμοσμένη στις διεθνείς στρατηγικές της Μόσχας, και οι αχτίδες της ΟΚΝΕ μετονομάστηκαν σε τομείς της ΕΠΟΝ, ο κομμουνιστής έπρεπε γρήγορα να προσαρμοστεί στη νέα γραμμή: «Εμείς, σαν ΕΠΟΝ πλέον, δεν στρατολογούμε μέλη για το Κόμμα. Εμείς λέμε [οι υπογραμμίσεις δικές μου] ότι δουλεύουμε για την ΕΠΟΝ, όπου η γραμμή και οι θέσεις συνταυτίζονται λίγο-πολύ με το 19
από δω και πέρα θα είσαι ο Νίκος Κόμμα. Είναι συμφέρον του Κόμματος να πλατύνει η ΕΠΟΝ και να εφαρμοστούν οι σκοποί της. Δεν υπάρχουν αντιδράσεις». Χωρίς στερεοτυπικό τρόπο παρουσιάζεται από τον Πασχαλούδη η κηδεμονία του κόμματος πάνω στους θεσμούς της Λαϊκής Αυτοδιοίκησης: «Γίνονταν εκλογές για να αναδειχθούν αντιπρόσωποι για τις εκλογές που είχαν οργανωθεί από την ΠΕΕΑ [...] η εφορευτική επιτροπή ήταν πάντοτε εαμική, ΚΚΕ καθαρό. Στο τέλος αυτοί είχαν την ευθύνη των αποτελεσμάτων, χωρίς να τους ελέγχει κανείς. Βέβαια, ο κόσμος έβαζε σταυρούς και αποφάσιζε. Αλλά στην ουσία τα στελέχη που εκλέγονταν είχαν υποδειχθεί από πριν. Αυτό δεν σήμαινε ότι ήταν πάντοτε κομματικοί. Το αντίθετο. Πολλές φορές το Κόμμα επέλεγε ανθρώπους οι οποίοι δεν ήταν κομματικοί αλλά ήταν συνεργάσιμοι. Αυτό θεωρούνταν ότι θα είχε καλή απήχηση, ότι θα έκανε το αποτέλεσμα πιο αντιπροσωπευτικό κι έτσι ο υποψήφιος προωθούνταν. Όλα ήταν οργανωμένα από πριν [...] Με αυτόν τον τρόπο, τα μέλη του Κόμματος, στα διάφορα όργανα της αυτοδιοίκησης, κατά την περίοδο της Κατοχής και μετά στην απελευθέρωση, ήταν η μεγάλη πλειοψηφία. Το 95%, ας πούμε. Ίσως και περισσότερο. Στην πράξη, λοιπόν, το Κόμμα ελέγχει τις οργανώσεις του ΕΑΜ, απόλυτα. Μπορεί στην κορυφή να γίνονταν χατίρια, να μην ήθελαν να τα χαλάσουν με κάποιους από τους συμμάχους, στη βάση, όμως, κάτω, αυτή η τακτική δεν υπήρχε. Επιτροπή του ΕΑΜ σήμαινε Επιτροπή του ΚΚΕ. Γκρίνιες και καβγάδες μεταξύ κομματικών και μη κομματικών δεν εμφανίζονταν. Και δεν εμφανίζονταν γιατί υπερισχύει η μία πλευρά πολυποίκιλα, αριθμητικά και ποιοτικά: οι κομματικοί». Οτιδήποτε απειλούσε την πρωτοκαθεδρία του ΚΚΕ έπρεπε να παταχθεί, ακόμη και με βία. Όπως το υπογραμμίζει ο Κ. Πασχαλούδης, «αν σε κάποιο χωριό ένας παράγοντας, ένας άνθρωπος με κύρος, ο οποίος είναι εαμικός αλλά δεν είναι μέλος του Κόμματος, δη- 20
μιουργεί προβλήματα, δεν υπακούει, τότε πέφτει πριόνισμα». Ο Πασχαλούδης θα αναφερθεί μέσα στην συνέντευξη σε δύο χαρακτηριστικές δολοφονίες της ΟΠΛΑ στην περιοχή της δράσης του. Η μία μάλιστα, ενός στελέχους του Αγροτικού Κόμματος από την περιοχή της Επανομής, του Τζώνη, είχε πολύ αρνητικές συνέπειες στην εικόνα του ΚΚΕ, «από εκείνη τη στιγμή, η Επανομή ολόκληρη πέρασε στην αντίδραση», θα πει χαρακτηριστικά. Εντέλει, στο βιβλίο ο αναγνώστης θα βρει την αφήγηση για τη δράση ενός νεαρού κομμουνιστή που διαμόρφωσε τα όνειρά του μέσα από τους κοινωνικοποιητικούς μηχανισμούς ενός κόμματος, του ΚΚΕ, στα χρόνια της Κατοχής, της Αντίστασης και του Εμφυλίου. Τα ατομικά αυτά όνειρα μορφοποιήθηκαν μέσα στο καλούπι που το ΚΚΕ και η συγκυρία του πολέμου διαμόρφωσαν. Η ειδοποιός διαφορά σε σχέση με άλλες περιπτώσεις είναι πως ούτε το ΚΚΕ ήταν ένα κόμμα όπως όλα τα άλλα, αλλά ούτε και οι καιροί που έζησε ο Κώστας Πασχαλούδης ήταν συνηθισμένοι. Νίκος Μαραντζίδης Πανεπιστήμιο Μακεδονίας 21