Ἐµπειρική Δογµατική. τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ θεολογία περί τῆς Ἁγίας Τριάδος

Σχετικά έγγραφα
Πώς οι Πατέρες αντιμετώπισαν τους αιρετικούς.

4. ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ

Εἰς τήν Κυριακήν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. (Β Κυριακή τῶν Νηστειῶν).

1. Η Αγία Γραφή λέει ότι ο Χριστός είναι η μόνη δυνατότητα σωτηρίας. 2. Ο Θεός φανερώνεται στην Παλαιά Διαθήκη πάντα με κεραυνούς και αστραπές.

ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ

ατηρηθῆ ἡ ἐσωτερική ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν χάνεται ἡ ἀποκαλυπτική ἀλήθεια (δόγμα) καί ἡ ἀσκητική - νηπτική προϋπόθεση βιώσεως καί διατηρήσεως τοῦ

Σύνοδος οὐρανοῦ καί γῆς

π. Ἰωάννης Σ. Ρωμανίδης, ἕνας κορυφαῖος δογματικός θεολόγος τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας

Θεολογία γεγονότων. Ὅπως ἡ ἰατρική ἐπιστήμη μεταδίδεται ἀπό ἰατρούς σέ μαθητές, ἔτσι μεταδίδεται καί ἡ πνευματική ἰατρική ἐπιστήμη στούς

Ποιος είναι ο Θεός κατά την πίστη του Χριστιανισμού. Διδ. Εν. 4

Κυριακή 3 Μαρτίου 2019.

Κυριακή 23 Ἰουνίου 2019.

Ἕνα συγκλονιστικό περιστατικό ἀκούσαμε σήμερα

Κυριακή 2 Ἰουνίου 2019.

Εὐλογημένη ἡ ἐπιθυμία τοῦ πλούσιου νέου σήμερα νά

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΤΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΔΑΜ Οι Πατέρες λένε ότι κατά την πτώση του ανθρώπου εσκοτίσθηκε ο νους του ανθρώπου. Εκσοτίσθη ο νους του Αδάμ.

Εἰς τήν Κυριακήν τῆς Ὀρθοδοξίας (Α Κυριακή τῶν Νηστειῶν).

Γενικὴ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία Α

Εἰς τήν Κυριακήν τοῦ Θωμᾶ.

Κυριακή 14 Ἰουλίου 2019.

Ο άνθρωπος ως κοινωνός της θείας ζωής: κίνδυνος παρερμηνειών

Στὴν ἀρχὴ ἦταν ὁ Λόγος. Ὁ Λόγος ἦταν μαζὶ μὲ

Κυριακή 29η Σεπτεμβρίου 2019 (Κυριακή Β Λουκᾶ).

Ο Τριαδικός Θεός: Η Τριαδικότητα και η Μοναδικότητα του Θεού

Εἰς τήν Κυριακήν τῆς Σταυροπροσκυνήσεως (Γ Κυριακή τῶν Νηστειῶν).

ΠΑΝΑΓΙΑ ΠΡΟΥΣΙΩΤΙΣΣΑ Περιοδικό ἐκδιδόμενο κάθε Κυριακή

Δερμάτινοι Χιτῶνες Ἀναφορά στήν βιολογική ζωή, τίς ἀσθένειες, τά γηρατειά, τόν θάνατο καί τήν ὥρα τοῦ θανάτου

Κυριακή 5 Μαΐου 2019.

ΠΑΝΑΓΙΑ ΠΡΟΥΣΙΩΤΙΣΣΑ Περιοδικό ἐκδιδόμενο κάθε Κυριακή

Χριστιανική Γραμματεία

Κυριακή 30 Ἰουνίου 2019.

Κυριακή 19 Μαΐου 2019.

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 18: ΤΑ ΔΟΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΩΣ ΔΕΙΚΤΕΣ ΖΩΗΣ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών

Κυριακή 28 Ἰουλίου 2019.

5 Μαρτίου Το μυστήριο της ζωής. Θρησκεία / Θεολογία. Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς ( 1979)

Η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος (Κυριακή της Πεντηκοστής)

ΑΝΑΒΑΣΕΙΣ. Metr. ΑΝΤΗΟΝΥ ΒLΟΟΜ

Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2017

Ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου

ΑΓΙΑΣ ΦΙΛΟΘΕΗΣ 19-21, ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ FAX: ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ

Κυριακή 27 Ἰανουαρίου 2019

Ἡ «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» στήν Κρήτη θεολογικές καί ἐκκλησιαστικές θέσεις

Να συμπληρώσετε κάθε μια από τις προτάσεις 1, 2, και 3 επιλέγοντας τη σωστή

Πατρολογία Ι. Εισαγωγή στην Πατρολογία Γραµµατεία και Θεολογία των Πατέρων των τεσσάρων πρώτων αιώνων.

Αι ιστορικαί χειροτονίαι των Γ.ΟΧ. υπό του αειμνήστου Επισκόπου Βρεσθένης κυρού Ματθαίου του Α’ το έτος 1948

Τι είναι το Άγιο Πνεύμα. Διδ. Εν. 8

Εἰς τήν Κυριακήν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναῒτου, συγγραφέως τῆς Κλίμακος. (Δ Κυριακή τῶν Νηστειῶν).

Μέτρο για όλα ο άνθρωπος; (Μέρος 2o)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το Άγιο Πνεύμα και Πνευματικότητα

Μιά βραδυά στήν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους

Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες. Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016, 9.00 π.μ. Στάδιο Εἰρήνης καί Φιλίας, Αἴθουσα «Μελίνα Μερκούρη» Πειραιῶς

π. Ἰωάννης Σ. Ρωμανίδης, τό ἔργο καί ἡ διδασκαλία του

Ὁ χορτασμός τῶν πεντακισχιλίων

Θεολογία καί Ἱστορία

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ. (Επιλεγόμενο Μάθημα - Χειμερινού Εξαμήνου 2013)

Δημιουργώντας μια Συστηματική Θεολογία

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 1: Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών

2.«Δογματική Γ (Δ ) Συμβολική Θεολογία» (Δ. Τσελεγγίδης) θά γίνεται κάθε Παρασκευή 12:00 14:00 στήν αἴθουσα Ε τοῦ 4 ου ὀρόφου τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς.

Κυριακή 17 Μαρτίου 2019.

ΤΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΓΝΩΣΗ; ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ; Το ερώτημα για το τι είναι η γνώση (τι εννοούμε όταν λέμε ότι κάποιος γνωρίζει κάτι ή ποια

Ἡ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ τῆς Καπερναούμ

ΠΑΝΑΓΙΑ ΠΡΟΥΣΙΩΤΙΣΣΑ Περιοδικό ἐκδιδόμενο κάθε Κυριακή

Κυριακή 14 Ἀπριλίου 2019.

Η θεολογική διδασκαλία της προς Εβραίους. Οι βασικές θέσεις και οι ιδιαιτερότητες της επιστολής σε σχέση με τα υπόλοιπα βιβλία της Κ.Δ.

Εἰς τήν Κυριακήν μετά τά Φῶτα.

2η ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΠΟ 22. ΘΕΜΑ: Οι βασικοί σταθµοί του νεώτερου Εµπειρισµού από τον Locke µέχρι και τον Hume. ΣΧΕ ΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Α.

Εἰς τόν Ἅγιον Ἰωάννην τόν Πρόδρομον.

Τά δύο βιβλία τοῦ Θεοῦ

* * * Κάθε ἀξίωμα πού δίνει ὁ Θεός τό δίνει γιά νά εἶναι ὁ χαρισματοῦχος διάκονος τοῦ λαοῦ καί νά ὑπηρετήση τόν λαό καί ὄχι

Γενικὴ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία [Α] Δρ. Ἰωάννης Ἀντ. Παναγιωτόπουλος

Πίστη καί Ἐπιστήμη στόν 21 ο αἰῶνα

Κάιν καί Ἄβελ. ΜΑΘΗΜΑ 3ο. Γένεσις 4,1-15

Εἰς τήν Κυριακήν τοῦ Ἀσώτου.

ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ. 1. Θέματα Ερμηνείας και Θεολογίας των Επιστολών του Αποστόλου Παύλου. 2. Πατερική Ερμηνευτική.

Kataskinosis2017B_ ÎÔ Ï 8/28/17 6:58 PM Page 1. Κατασκήνωση «ΘΑΒΩ Ρ» τῆς Ὀρθοδόξου Ἀδελφότητος. «Η ΟΣΙΑ ΞΕΝΗ» στήν ΕΛΑΝΗ Κασσανδρείας

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές;

«Λόγοι δημοσιεύονται»

«Η πνευματική διαθήκη του Γέροντος Σωφρονίου του Έσσεξ»

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

Α ΕΞΑΜΗΝΟ. Επιλέγονται τρία (3) από τα παραπάνω προσφερόμενα μαθήματα. ΣΥΝΟΛΟ (επί των επιλεγομένων μαθημάτων) 30 Β ΕΞΑΜΗΝΟ

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ. (Επιλεγόμενο Μάθημα - Χειμερινού Εξαμήνου 2013)

Ἡ Α' Οἰκουμενική Σύνοδος (325 μ.χ.)

Κυριακή 18 Αὐγούστου 2019.

Ιστορία και Θεολογία των Εκκλησιαστικών Ύμνων

Ἡ θεολογία τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων

Χριστιανική Γραμματεία ΙIΙ

Ο Τριαδικός Θεός: οι γιορτές της Πεντηκοστής και του Αγίου Πνεύματος. Διδ. Εν. 14

Παραμονή Χριστουγέννων φέτος ἡ Κυριακή πρό τῆς

Αρχές Φιλοσοφίας Β Λυκείου Τράπεζα Θεμάτων: 2 ο κεφάλαιο «Κατανοώντας τα πράγματα»

Να συμπληρώσετε κάθε μια από τις προτάσεις 1, 2, 3, 4 και 5, επιλέγοντας τη. 1. Ο χώρος τέλεσης της χριστιανικής λατρείας ονομάστηκε ναός

Μητρ. Δημητριάδος: Η Μακεδονία είναι μία και ελληνική

ΠΑΝΑΓΙΑ ΠΡΟΥΣΙΩΤΙΣΣΑ Περιοδικό ἐκδιδόμενο κάθε Κυριακή

Χριστιανική Γραμματεία ΙIΙ

Θρησκευτικά Α Λυκείου GI_A_THI_0_8712 Απαντήσεις των θεμάτων ΘΕΜΑ Α1

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

Εὐκλείδεια Γεωµετρία

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΕΙΟ

ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΟΝΟ ΕΝΑΣ ΘΕΟΣ!

Εὐκλείδεια Γεωµετρία

ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Α ΕΞΑΜΗΝΟ. 3 5 ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟΣ Χρήστος Καραγιάννης ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟΣ Αλεξάνδρα Παλάντζα 30693

Transcript:

Ἐµπειρική Δογµατική τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας Ἡ θεολογία περί τῆς Ἁγίας Τριάδος Τοµος Β Τό θέµα τοῦ Θεοῦ ἀπασχόλησε τούς ἀνθρώπους σέ ὅλες τίς ἐποχές, τόσο ἀπό φιλοσοφικῆς ὅσο καί ἀπό θεολογικῆς πλευρᾶς. Στά ἐρωτήµατα ὅπως, τί εἶναι ὁ Θεός, ἀπό πότε ὑπάρχει, ποιός τόν ἔκανε, ποιά εἶναι ἡ σχέση του µέ τόν κόσµο κλπ., προσπαθοῦν νά ἀπαντήσουν τά διάφορα φιλοσοφικά καί θρησκευτικά συστήµατα. Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διδάσκουµε ὅτι ὁ Θεός ἀποκαλύφθηκε στούς Προφῆτες, Ἀποστόλους, Πατέρες καί ἁγίους, καί αὐτοί ἔχουν τήν ἀληθινή γνώση τοῦ Θεοῦ. Αὐτοί εἶναι οἱ πραγµατικοί θεολόγοι στήν Ἐκκλησία καί οἱ θεολογοῦντες εἶναι ὅσοι ἔχουν φωτισµένο νοῦ καί ἀκολουθοῦν τήν διδασκαλία τῶν πεπειραµένων ἔτσι, στηριζόµαστε στήν δική τους µαρτυρία, γιατί ὁ Θεός δέν εἶναι ἀντικείµενο πού ἀνακαλύπτει ὁ ἄνθρωπος µέ τήν ἰσχυρή του λογική, ἀλλά τό Πρόσωπο πού ἀποκαλύπτεται στήν καθαρή καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, κατά τόν µακαρισµό: «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» (Ματθ. ε, 8). Τήν ἐµπειρία τῶν θεοπτῶν ἁγίων θά καταθέσουµε στήν συνέχεια. 1. Δόγµα καί µυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος Ἡ ἐµπειρία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ διατυπώθηκε ἀπό τούς Πατέρες τῶν Οἰκουµενικῶν Συνόδων, µέ τήν ὁρολογία τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, γιά νά ὁριοθετηθῆ ἡ πίστη καί νά ἀποφευχθῆ ἡ παραχάραξή της. Παρά τήν ὁριοθέτηση τῆς πίστεως, ἡ Ἁγία Τριάς, ὡς πρός τήν οὐσία της, εἶναι µυστήριο ἀκατανόητο ἀπό τούς ἀνθρώπους καί τούς ἀγγέλους. α) Ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ Ὁ Θεός ὑπάρχει πρό πάντων τῶν αἰώνων, καί πρίν ἀπό τήν δηµιουργία τοῦ κόσµου. Θά µποροῦσε ὁ Θεός καί νά µή δηµιουργοῦσε τόν κόσµο, χωρίς αὐτό νά ἔχη συνέπειες

στήν ὕπαρξή Του, δηλαδή ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τόν κόσµο καί τόν ἄνθρωπο καί ἀπό τίς ἐπιθυµίες τῶν ἀνθρώπων. Ἡ Ἐκκλησία διακηρύσσει τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, γιατί στηρίζεται στήν ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ καί τήν θεοπτία τῶν Προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τῶν Ἀποστόλων καί Πατέρων τῆς Καινῆς Διαθήκης. Πρόκειται γιά µιά ἐµπειρική πίστη καί ὄχι στοχαστική διακήρυξη. «Ὁ Θεός πού ὑπάρχει εἶναι ἐκεῖνος πού εἶναι γνωστός στήν ἐµπειρία τῆς θεώσεως. Ὅταν ὁ ἅγιος φθάνη στήν θέωση καί γεύεται τόν Θεό στήν ἐµπειρία του, αὐτός ὁ Θεός τῆς ἐµπειρίας ὑπάρχει, ὁ ἐµπειρικός Θεός. Οἱ ἄλλοι θεοί τῶν ἄλλων δέν εἶναι θεοί. Δέν ὑπάρχουν οἱ ἄλλοι. Ὑπάρχει αὐτός ὁ Θεός. Ὁπότε, ὅταν οἱ Πατέρες µιλᾶνε περί Θεοῦ, µιλᾶνε γιά πολύ-πολύ συγκεκριµένο πράγµα. Δέν µιλᾶνε ποτέ ἀφηρηµένα γιά τόν Θεό». Οἱ θεόπτες, κατά τήν ἐµπειρία, βλέπουν «τρίφωτον θεότητα». Τά δύο Φῶτα ἔχουν πηγή τό πρῶτο Φῶς, τό δεύτερο προέρχεται ἀπό τό πρῶτο, ἀλλά ἔχει σῶµα, καί τό τρίτο ἐκπορεύεται ἀπό τό πρῶτο Φῶς, ἀλλά δέν ἔχει σῶµα. «Οἱ θεούµενοι βλέπουν τόν Λόγο ὅµοιο κατά πάντα τῷ Πατρί. Φῶς ἐκ φωτός, Θεόν ἀληθινόν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ. Αὐτόν εἶδαν οἱ Προφῆτες. Εἶδαν Φῶς ἐκ Φωτός. Φῶς- Φῶς ὅµοιο τό ἕνα µέ τό ἄλλο κατά πάντα, καί τό ἕνα ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ ἄλλου, πού σηµαίνει, ὅτι τό ἕνα εἶχε πηγή τό ἄλλο, καί εἶναι ἀπό τό ἄλλο, δέν εἶναι ἀπό τό µηδέν. Αὐτά ἀπό ποῦ τά ξέραµε; Ἀπό τήν ἑλληνική φιλοσοφία ἤ ἀπό τήν ἐµπειρία τῆς θεώσεως; Ὁπωσδήποτε ἀπό τήν ἐµπειρία τῆς θεώσεως». Οἱ θεούµενοι, ἀπό τήν προσωπική τους ἐµπειρία γνωρίζουν ὅτι τά τρία αὐτά Φῶτα δέν εἶναι ἀνεξάρτητα µεταξύ τους, ἀλλά εἶναι µιά «τρίφωτος θεότης ἐν µιᾷ θεότητι ἤ ἐν ἑνί Φωτί». «Δηλαδή ἕνα Φῶς, τό ὁποῖο εἶναι τρία Φῶτα, τά ὁποῖα ὅµως Φῶτα δέν εἶναι τρία ξεχωριστά Φῶτα. Ὁ θεούµενος ἐν ἑνί Φωτί, µέσῳ τοῦ ἄλλου Φωτός βλέπει τό ἀρχέτυπον Φῶς. Αὐτή ἦταν ἡ βάση τῆς ἐµπειρίας τους». Δηλαδή, «ἐν τῷ Φωτί (τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος) διά τοῦ Φωτός (τοῦ Χριστοῦ) βλέπουµε τήν πηγή τοῦ Φωτός (τόν Πατέρα)».

«Ἄλλο εἶναι ἡ ἐµπειρία τῆς θεώσεως (σέ ἀντίθεση µέ τόν φιλοσοφικό στοχασµό), τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ἔχει µπροστά του καί ζῆ µέσα στό µυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ξέρει ὅτι ἡ δόξα εἶναι ἄκτιστος, οἱ ἐνέργειες εἶναι ἄκτιστες, οὐσία δέν βλέπει, διακρίνει µέσα στήν δόξα τόν Πατέρα, τόν Υἱό καί τό Πνεῦµα τό Ἅγιον. Δέν εἶναι βέβαια, τά ὀνόµατα αὐτά ὁ Θεός. Βλέπει Φῶς, Φῶς, Φῶς. Φῶς ἐκ φωτός, Φῶς ἐνσαρκωθέν, Φῶς µή ἐνσαρκωθέν, τό ὁποῖο Φῶς εἶναι ἐκ τοῦ πρώτου Φωτός. Ὁπότε, τά δύο Φῶτα εἶναι ἐκ τοῦ πρώτου Φωτός. Τό ἕνα Φῶς ἔχει ἐνσαρκωθῆ, τό ἄλλο δέν εἶναι ἐνσαρκωµένο. Καί αὐτό εἶναι ὁ Πατήρ, Υἱός καί τό Ἅγιον Πνεῦµα. Καί τό ὅτι τό ἕν Φῶς ἐνσαρκώθη καί τά ἄλλα δύο Φῶτα δέν εἶναι ἐνσαρκωµένα, σηµαίνει ὅτι ὑπάρχει µιά τέτοια διαφορά µεταξύ τῶν τριῶν Φώτων. Αὐτό θέλει κάποια διατύπωση, ἔκφραση, ὣστε ὁ κατηχούµενος, ὁ ὁποῖος δέν ἔχει ἐµπειρία τῆς θεώσεως, νά ξέρη αὐτό τό θέµα». Ὁ Θεός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι Θεός τῆς ἀποκαλύψεως, ἐνῶ ὁ Θεός τῆς σχολαστικῆς θεολογίας εἶναι ἕνα µέσον γιά νά ἱκανοποιήση τήν εὐδαιµονία τῶν ἀνθρώπων, ὁπότε ἡ ἱκανοποίηση αὐτῆς τῆς εὐδαιµονίας θεωρεῖται ἀπόδειξη τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ. «Ὁ Θεός τῆς σχολαστικῆς θεολογίας εἶναι µιὰ προβολὴ τῆς ἀνάγκης τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν εὐδαιµονία. Δὲν ξέρω ἂν µὲ παρακολουθῆτε. Δηλαδὴ, ὁ Θεός εἶναι τό µέσον ποὺ καθίσταται ὁ ἄνθρωπος εὐδαίµων. Ὁπότε, ὁ ἄνθρωπος, γιὰ νὰ ἱκανοποιήση τὶς ἐπιθυµίες του, ὑπάρχει ὁ Θεός. Λοιπόν, ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ ἐξαρτᾶται ἀπό τὶς ἐπιθυµίες τοῦ ἀνθρώπου. Τώρα νὰ σᾶς κάνω µιὰ γρήγορη ἀνάλυση. Ἄν πάρετε τόν Θωµᾶ τόν Ἀκινάτη, θὰ δῆτε ἐκεῖ ὅτι ἀπόδειξη περὶ τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅτι ἐὰν ὁ Θεός δὲν ὑπάρχη, τότε δὲν θὰ ἱκανοποιηθοῦν οἱ ἐπιθυµίες τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν εὐδαιµονία. Ὁπότε, αὐτό εἶναι ἀπόδειξη περὶ ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ. Λοιπόν, λέει ὅτι ὁ ἄνθρωπος κατὰ φύσιν ρέπει πρός τὴν εὐδαιµονίαν. Ἑποµένως, ἐφ ὅσον ὁ ἄνθρωπος στὴν φύση του ἔχει τὴν ροπὴ πρός τὴν εὐδαιµονία, ἄρα, πρέπει νὰ ὑπάρχη ἡ εὐδαιµονία. Ἐφ ὅσον ὁ ἄνθρωπος φύσει ἀναζητᾶ τὴν εὐδαιµονία, ἡ εὐδαιµονία ὑπάρχει. Εἶναι βασικό ἐπιχείρηµα περὶ ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ». Κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἡ µόνη ἀπόδειξη περί τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ἡ εὐδαιµονία, ἀλλά, ὅπως προαναφέρθηκε, ἡ ἀποκάλυψή Του στούς ἁγίους

µέσα στήν δόξα Του καί ἡ µετοχή τοῦ ἀνθρώπου στήν θέα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, διά τῆς θεώσεώς του. Καί αὐτό µᾶς τό διαβεβαιώνουν οἱ θεόπτες-θεούµενοι διά µέσου τῶν αἰώνων, Προφῆτες, Ἀπόστολοι, ἅγιοι. Ἔπειτα, στήν Δύση ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ συνδέθηκε µέ τήν λογική τοῦ ἀνθρώπου, τήν ὁποία θεώρησαν ὅτι δέν εἶναι ὑλική, ἀφοῦ τά ζῶα δέν ἔχουν λογική καί δέν µποροῦν νά σκεφθοῦν ὅπως οἱ ἄνθρωποι. Μέ τό δεδοµένο αὐτό ἀναπτύχθηκε στήν Δύση ἡ σχολαστική θεολογία, ἡ ὁποία στηρίχθηκε στήν λογική καί, κυρίως, στήν λογικοκρατία. Γιατί ἄλλο εἶναι ὁ ὀρθός λόγος καί ἄλλο ὁ ὀρθολογισµός, ἄλλο ἡ λογική καί ἄλλο ἡ λογικοκρατία. «Στήν Δύση συνδέθηκαν οἱ ἀποδείξεις περί ὑπάρξεως Θεοῦ µέ τήν ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου νά γνωρίση πράγµατα τά ὁποῖα δέν εἶναι ὑλικά. Καί ἐκεῖνο πού δέν εἶναι ὑλικό εἶναι οἱ σκέψεις». «Ἐπειδή οἱ Φράγκοι, ἀκολουθοῦντες τόν Αὐγουστῖνο, καί µετά τόν Ἀριστοτέλη καί τόν Πλάτωνα, πιστεύοντας ὅτι ἡ λογική εἶναι πνευµατική λειτουργία καί δέν εἶναι ὑλική, φθάσανε στό συµπέρασµα ὅτι αὐτό ἀποτελεῖ τήν ἀπόδειξη ὅτι ἡ ψυχή, ἀφοῦ εἶναι ἄϋλη καί ἀσύνθετη, εἶναι ἀθάνατη, αὐτό, κατά φυσικό τρόπο, ὁδηγεῖ στήν πίστη ὅτι ὑπάρχει ἕνα ὑπέρτατο Ὄν, µιά ὑπέρτατη λογική δηλαδή. Ὁπότε, δέν µπορεῖ νά ὑπάρχη µόνο ἡ λογική τοῦ ἀνθρώπου, διότι ὁ κόσµος ὁ ἴδιος πρέπει νά κατευθύνεται ἀπό µιά µεγάλη λογική γιά νά ὑπάρχη ἡ λογική τοῦ ἀνθρώπου. Ἀπό ἐκεῖ κανείς πάει φυσιολογικά στήν ὕπαρξη τῆς µιᾶς µεγάλης λογικῆς, τῆς ψυχῆς τοῦ κόσµου, πού µπορεῖ νά εἶναι ἕνας θεός ἤ δύο θεοί, ἀνώτεροι καί κατώτεροι, πού συναντοῦµε στά εἰδωλολατρικά συστήµατα». Στούς Πατέρες ὅµως τῆς Ἐκκλησίας ἡ γνώση τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ δέν συνδέθηκε µέ τήν λογική, ἀλλά µέ τόν καθαρό νοῦ, πού λέγεται καρδιά. Εἶναι γνωστός ὁ µακαρισµός τοῦ Χριστοῦ: «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» (Ματθ. δ, 8). Οἱ θεούµενοι πού ἔχουν καθαρθῆ, διδάχθηκαν καί βίωσαν τόν ἀληθινό τρόπο γνώσεως τοῦ Θεοῦ. «Οἱ Πατέρες τονίζουν ὅτι ἡ λογική µπορεῖ νά γνωρίση µόνο τά ὑλικά φαινόµενα. Ἡ λογική µπορεῖ µόνο τά κτιστά, δέν µπορεῖ νά γνωρίση τό ἄκτιστο. Εἶναι ἕνα βασικό δόγµα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Καί γι αὐτό µεταξύ τοῦ κόσµου καί τοῦ Θεοῦ δέν ὑπάρχει καµµία ὁµοιότητα. Ἐφ ὅσον καί ἡ λογική γνωρίζει µόνο τά

κτιστά, δέν µπορεῖ νά γνωρίση τό ἄκτιστον. Γι αὐτόν τόν λόγο οἱ γνώσεις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι περιορισµένες. Ὁ ἄνθρωπος δέν µπορεῖ ἀπό µόνος του νά γνωρίση τόν Θεό. Γι αὐτόν τόν λόγο, ἡ µόνη γέφυρα, ἡ ὁποία ὑπάρχει µεταξύ τοῦ κτιστοῦ καί ἀκτίστου γιά τήν Ὀρθοδοξία εἶναι οἱ θεούµενοι. Τίθεται τό ἐρώτηµα: εἶναι µέσα στόν Χριστιανισµό ἡ ἰδέα ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει τήν φυσική δύναµη νά γνωρίση τό ἄκτιστον; Αὐτό γιά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τελείως ἀπαράδεκτο, διότι ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει τήν φυσική δύναµη νά γνωρίση τόν Θεό. Γι αὐτόν τόν λόγο, ἐφ ὅσον δέν ὑπάρχει καµµία ὁµοιότητα µεταξύ Θεοῦ καί κόσµου, µεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου, πρέπει κανείς νά ἠξεύρη ποιά εἶναι ἡ γέφυρα, πρέπει νά ὑπάρξη κάποια γνωσιολογική γέφυρα. Καί αὐτή εἶναι µόνο οἱ θεούµενοι». Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἔχει τήν νοερά ἐνέργεια, τόν νοῦ, πού εἶναι τό κατάλληλο ὄργανο γιά τήν θεογνωσία, ἀλλά ἀφοῦ ἐλλαµφθῆ καί µεταµορφωθῆ ἀπό τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. β) Γνώση τοῦ Θεοῦ - Θεολογία Ἐφ ὅσον ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται στόν θεούµενο καί ἐκεῖνος µετέχει στήν δόξα Του, αὐτό σηµαίνει ὅτι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι πνευµατική, γνώση τῆς καρδιᾶς καί ὄχι γνώση τῆς λογικῆς. Πρόκειται γιά γνώση πού συνδέεται µέ τήν θέωση τοῦ ἀνθρώπου, καί στήν πραγµατικότητα εἶναι γνώση ὑπέρ τήν ἀνθρώπινη γνώση. Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ ἀποκτᾶται µέ τόν νοῦ καί τήν καρδιά. Ἡ λογική εἶναι ἀνίκανη νά ἀποκτήση τήν θεογνωσία ἁπλῶς τήν διατυπώνει, ἀνάλογα µέ τήν δυνατότητα πού ἔχει. Ὁ Θεός ἀνήκει στό ἀΐδιο, οἱ ἅγιοι καί οἱ ἄγγελοι στό αἰώνιο καί ὁ ἄνθρωπος στόν χρόνο ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος πού ζῆ στόν κόσµο δέν µπορεῖ νά συλλάβη ὅλα ὅσα γίνονται στόν χρόνο. Κάτι ὀλίγα µπορεῖ νά γνωρίση ἀπό τό αἰώνιο, ὅπου κινοῦνται οἱ ἄγγελοι καί οἱ ἅγιοι, καί µάλιστα ὕστερα ἀπό ἀποκάλυψη. Στήν περίπτωση αὐτή µόνον ὁ Θεός ἀποκαλύπτει ὅσο µπορεῖ νά ἀνθέξη ὁ ἄνθρωπος. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι στοχαστική, δηλαδή σχολαστική, καί ἡ Ἐκκλησία προετοιµάζει κατάλληλα τόν ἄνθρωπο, διά τῆς καθάρσεως καί τοῦ φωτισµοῦ τοῦ νοός, γιά νά ἀποκτήση κάποια γνώση τοῦ Θεοῦ.

«Ἐφ ὅσον ὅµως, ἡ κατήχηση αὐτή τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι στοχαστική, ἡ Ἐκκλησία δέν φτιάχνει ἀνθρώπους νά κάθωνται νά συλλάβουν τόν Θεό, γιατί ὁ Θεός εἶναι ἀσύλληπτος. Αὐτό σηµαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἑτοιµάζει τόν ἄνθρωπο, τόν φθάνει στόν φωτισµό καί ἐκεῖ, στόν φωτισµό, ἔχει τά νοήµατα τοῦ φωτισµοῦ. Ξέρει τί σηµαίνουν αὐτά τά νοήµατα. Ὁ φωτισµένος ξέρει τί σχέση ἔχει τό νόηµα µέ τήν πραγµατικότητα». Οἱ Πατέρες γνωρίζουν ὅτι ἡ χρησιµοποίηση τῆς ὁρολογίας περί τοῦ Θεοῦ δέν σηµαίνει καί γνώση τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἡ πραγµατική γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἐµπειρία τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἀποφατική λεγοµένη θεολογία χαρακτηρίζεται ἔτσι ὄχι ἐπειδή δῆθεν εἶναι ἀφηρηµένη-φανταστική γνώση, ἀλλά ἐπειδή ὑπερβαίνει τήν ἀνθρώπινη γνώση, πού ἔχει κέντρο τήν λογική. «Καί γνώση ὑπάρχει. Ἐδῶ γνώση εἶναι αὐτό πού λέµε σήµερα θεολογία. Αὐτό σηµαίνει, αὐτό πού λένε οἱ Πατέρες, ὅτι ἡ θέωση εἶναι γνώση τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ὑπέρ τήν γνώση, γι αὐτό ὁ ἄνθρωπος ἀγνώστως γνωρίζει τόν Θεό κλπ. Αὐτά τά πράγµατα δέν εἶναι οὔτε τοῦ Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου οὔτε τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου οὔτε τῆς λεγοµένης ἀποφατικῆς θεολογίας. Ὁρίστε ἡ ἀποφατική θεολογία. Εἶναι σαφῆ τά θεµέλια τῆς ἀποφατικῆς θεολογίας µέσα στήν Ἁγία Γραφή». Τό ὅτι ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται στόν ἄνθρωπο καί τό ὅτι, µέ τήν δική Του δύναµη, ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ γνώση τοῦ Θεοῦ, σηµαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος «δέν ἔχει τήν φυσική δύναµη νά γνωρίση τό ἄκτιστο», τόν Θεό, ἀλλά αὐτή ἡ γνώση εἶναι δωρεά τοῦ Θεοῦ. Ἡ πατερική γνωσιολογία διαφέρει ἀπό κάθε ἄλλη ἀνθρωποκεντρική γνωσιολογία. Μάλιστα δέ στήν πατερική παράδοση γίνεται διάκριση µεταξύ γνώσεως τοῦ Θεοῦ διά τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἐµπειρίας καί γνώσεως περί τοῦ Θεοῦ διά τῆς πίστεως ἐξ ἀκοῆς. «Γνώση τοῦ Θεοῦ µπορεῖ νά ἔχη µόνον ὁ θεούµενος, ὁ ὁποῖος ἐµπειρικά γνωρίζει τόν Θεό ἀπ εὐθείας καί ἡ ἐµπειρία αὐτοῦ τοῦ θεουµένου εἶναι τό θεµέλιο τῆς ὀρθοδόξου πίστεως περί τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή, ὁ θεούµενος γνωρίζει τόν Θεόν ἀπ εὐθείας, µετά αὐτός ὁ θεούµενος µᾶς µεταδίδει τά περί τοῦ Θεοῦ καί ἐµεῖς ἔχουµε γνώση περί τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν θεούµενο. Ὁπότε, ὁ Προφήτης καί ὁ Ἀπόστολος καί ὁ ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ αὐθεντία ἡ δική µας περί τοῦ Θεοῦ καί ἐµεῖς ἔχουµε πίστη στόν Θεό µέσῳ αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων. Δέν µποροῦµε νά ἔχουµε ἄµεση

ἐµπειρία τοῦ Θεοῦ, ἐκτός καί ἄν ἔχουµε φθάση στό στάδιο τοῦ φωτισµοῦ καί τῆς θεώσεως στήν πνευµατική µας ζωή». Οἱ θεούµενοι-θεόπτες πού ἀποκτοῦν τήν ἀκριβῆ γνώση τοῦ Θεοῦ, ὅσο εἶναι δυνατόν στόν ἄνθρωπο, γίνονται ὁδηγοί τῶν πιστῶν, ὥστε νά φθάσουν καί αὐτοί στήν βίωση τῆς ἀκτίστου πραγµατικότητας, καί αὐτό γίνεται µέ τόν νοῦ καί ὄχι µέ τήν λογική. «Καί τό παράδοξο τῆς ἐµπειρίας τῆς θεώσεως εἶναι ὅτι στήν ἐµπειρία τῆς θεώσεως ὅλα τά νοήµατα περί Θεοῦ καταργοῦνται, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀντικρύση τήν πραγµατικότητα, πού εἶναι τό ἄκτιστο, δηλαδή τήν ἄκτιστη πραγµατικότητα. Δέν καταργοῦνται, βέβαια, τά νοήµατα περί τῶν κτισµάτων οὔτε τά νοήµατα περί τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ κ.ο.κ. Τά νοήµατα πού καταργοῦνται εἶναι τά περί ἀκτίστων». Πάντως, ὁ θεούµενος ἀποκτᾶ τήν αὐθεντική γνώση τοῦ Θεοῦ καί ἀποτελεῖ τήν αὐθεντία γιά µᾶς. Ἀλλά αὐτή ἡ γνώση δέν εἶναι φυσική, εἶναι πνευµατική, γιατί ἀποκτᾶται διά τῆς θεώσεως, διά τῆς µεθέξεως τῆς ἀκτίστου θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Στήν κατάσταση αὐτή, µέ τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί τήν συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου, µεταµορφώνεται ὁ ὀφθαλµός γιά νά δῆ τόν Θεό, καί λέγεται «αὐτοπτικό ὄµµα». «Γιά νά γνωρίση ὁ ἄνθρωπος τά ἄκτιστα, ὁ Θεός δίνει στόν ἄνθρωπο τήν ἐµπειρία τῆς θεώσεως καί δίνει στόν ἄνθρωπο τό αὐτοπτικό ὄµµα, τό ἄκτιστο, ὁπότε ὁ ἄνθρωπος µετέχει στό αὐτοπτικό Φῶς τοῦ Θεοῦ καί διά τοῦ Θεοῦ βλέπει τόν Θεό. Γι αὐτό, γνώση περί Θεοῦ δέν ὑπάρχει ἐκτός τῆς ἐµπειρίας τῆς θεώσεως, τοῦ δοξασµοῦ. Ὑπάρχει πίστη στόν Θεό, ὑπάρχει µιά γενική πίστη στόν Θεό πού ἀνήκει σέ ὅλες τίς θρησκεῖες, ἀλλά εἶναι πάντοτε πλανεµένη. Καί ὁ φιλόσοφος µπορεῖ νά ἀσχολῆται µέ τόν Θεό, ἀλλά θά βρίσκεται πάντοτε ἐν πλάνῃ. Μόνον ὅταν δέχεται τήν αὐθεντία τῶν θεουµένων καί ἀκολουθεῖ τούς θεουµένους, τότε δέν βρίσκεται στήν πλάνη, διότι βαδίζει ἐπάνω στά ἴχνη τῶν θεουµένων. Καί ποιοί εἶναι αὐτοί οἱ θεούµενοι; Εἶναι οἱ Προφῆτες στήν Παλαιά Διαθήκη, οἱ Ἀπόστολοι στήν Καινή Διαθήκη καί ὅσοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν φθάσει στήν θέωση. Αὐτή εἶναι καί ἡ αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί εἶναι καί ἡ θεολογική µέθοδος τῆς Ἐκκλησίας».

γ) Διατύπωση τῆς ἐµπειρίας-δόγµατος Οἱ θεόπτες διατυπώνουν τήν ἐµπειρία περί τῆς Ἁγίας Τριάδος γιά ποιµαντικούς καί ἀντιαιρετικούς σκοπούς. Ὑπάρχει λόγος πού οἱ Πατέρες δηµιουργοῦν εἰδικούς ὅρους γιά νά ἐκφράσουν τόν Θεό. «Νοµίζω ὅτι πρέπει νά εἶναι σαφής ὁ σκοπός καί ὁ χαρακτήρας τῆς ὁρολογίας πού χρησιµοποιεῖται στήν θεολογία, δηλαδή στήν γλώσσα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τῆς Καινῆς Διαθήκης, στήν γλώσσα τῶν Πατέρων καί τῶν Συνόδων. Καί τί σκοπό ἔχει ἡ ὁρολογία πού χρησιµοποιεῖται; Ἡ θεολογική ὁρολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας φαίνεται σαφῶς ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁλόκληρη ἡ ὀρθόδοξη θεολογία βασίζεται σέ ἐµπειρία». Ἡ ὁρολογία πού χρησιµοποιεῖ ἡ Ἐκκλησία γιά τόν Θεό δέν γίνεται γιά τήν κατανόηση τοῦ Θεοῦ, ἀλλά γιά τήν ἀντιµετώπιση διαφόρων αἱρετικῶν πού ἐµφανίζονται, γι αὐτό καί µερικές φορές καί ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία ἀλλάζει καί ὁρολογία. «Αὐτό σηµαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι προσκολληµένη σέ µιά ὁρισµένη ὁρολογία ἀπό ἕναν αἰώνα σέ ἄλλο. Δέν µπορεῖ νά κολληθῆ ἐπάνω σέ µιά µόνιµη ὁρολογία περί Θεοῦ, διότι οἱ ὁρολογίες περί Θεοῦ ρυθµίζονται ἀπό τίς συνθῆκες µέ τίς ὁποῖες χρησιµοποιοῦµε τήν ὁρολογία. Ὅταν χρειασθῆ, ἡ Ἐκκλησία µπορεῖ νά προσθέση ἕναν ὅρον πού δέν ὑπῆρχε πρίν. Μπορεῖ ἀκόµη καί νά πάρη ἕναν ὅρο αἱρετικό καί νά τόν χρησιµοποιήση ὀρθόδοξα». Ἡ ὁρολογία καθορίζεται καί κατοχυρώνεται ἀπό τούς θεουµένους-θεόπτες Πατέρες τῶν Οἰκουµενικῶν Συνόδων καί στήν συνέχεια γίνεται αὐθεντικό τµῆµα τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης. Ἑποµένως, τό δόγµα περί τῆς Ἁγίας Τριάδος δέν εἶναι φιλοσοφικές θεωρίες, ἀλλά καρπός τῆς θείας ἀποκαλύψεως. «Γιά τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν λέµε δόγµα τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι οἱ θεοφάνειες», οἱ ὁποῖες στήν συνέχεια καταγράφονται σέ ὅρους-δόγµατα καί σέ κηρύγµατα. Ἤδη οἱ ἐπιστολές τῶν Ἀποστόλων εἶναι καταγραφή τῶν θεοφανειῶν. Παρά τό ὅτι οἱ Πατέρες προσπαθοῦν νά ὁριοθετήσουν τήν ἀποκάλυψη περί τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἐν τούτοις ἡ Ἁγία Τριάδα παραµένει πάντα ἀπόρρητο µυστήριο. Ἔτσι, κάνουµε τήν διάκριση γιά τό ὅτι ἄλλο εἶναι τό δόγµα περί τῆς Ἁγίας

Τριάδος, πού γίνεται καταληπτό διανοητικά καί ἄλλο εἶναι τό µυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος πού εἶναι ἀκατάληπτο ἀπό τόν ἄνθρωπο. «Στήν ἐποχή πρό τῆς Α Οἰκουµενικῆς Συνόδου γίνεται µιά µεγάλη προσπάθεια ἀπό τούς Πατέρες νά χαράξουν µιά ὁµοφωνία πάνω στά θέµατα ὁρολογίας. Δίνεται ἡ ἐντύπωση στούς σηµερινούς ἐρευνητές, ὅτι οἱ Πατέρες ψάχνουν νά νοηµατοποιήσουν τό δόγµα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Γίνεται µιά προσπάθεια νά καταλάβουν τό δόγµα. Καί ἀφοῦ καταλάβουν τό δόγµα, νά ἐκφράσουν τό δόγµα. Οὔτε µποροῦµε νά ἐννοήσουµε τόν Θεό οὔτε µποροῦµε νά ἐκφράσουµε τόν Θεό. Αὐτό πού εἶπε ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος Θεόν φρᾶσαι ἀδύνατον, νοῆσαι ἀδυνατώτερον, ἀποτελεῖ τό κλειδί τῆς ὅλης ἱστορίας. Οἱ Πατέρες ξέρανε ὅτι δέν µποροῦν νά ἐκφράσουν τόν Θεό, παρά ταῦτα ἔψαχναν νά βροῦν διατύπωση. Γιά ποιούς λόγους; Διότι, ὑπῆρχε ταυτότητα ἐµπειρίας τοῦ φωτισµοῦ καί τῆς θεώσεως µεταξύ τῶν Πατέρων. Ὅλοι γνωρίζανε, καί Ἀνατολικοί καί Δυτικοί, ἐκτός ἀπό τόν Αὐγουστῖνο, ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά διατυπώση κανείς τό µυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁπότε, τό µυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος ὑπερβαίνει πάντοτε τήν νόηση. Καί τό παράξενο εἶναι, ὅτι, ὅταν φθάνη κανείς στήν θέωση, στήν ἄλλη ζωή, τό µυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος θά παραµείνη µυστήριο. Δέν θά λυθῆ ποτέ τό µυστήριο τοῦ Θεοῦ». Ἡ ἐµπειρία τῆς θεολογίας περί τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἀπό τούς θεόπτες ἐκφράζεται µέσα ἀπό ὅρους πού λαµβάνουµε ἀπό τήν ὁρολογία τῆς ἐποχῆς καί µέ ὀνόµατα πού λαµβάνουµε ἀπό τά κτίσµατα. «Ὅ,τι ὀνόµατα ἔχουµε περί Θεοῦ, τά ὀνόµατα αὐτά τά ἔχουµε ἀπό τά κτίσµατα. Βλέπουµε τά κτίσµατα, πού ἔχουν δύναµη, καί λέµε, ὅπως εἶναι δυνατό τό κτίσµα, ὁ Θεός εἶναι παντο-δύναµος καί ἔχει ὅλη τήν δύναµη καί ὑπεράνω ἀπ ὅ,τι µποροῦν νά ἔχουν τά κτίσµατα. Ἀλλά ἡ εἰκόνα περί δυνάµεως εἶναι ἀπό τά κτίσµατα. Δέν εἶναι κατ εὐθείαν ἀπό τόν Θεό. Ὅταν κανείς ἔχη τήν ἐµπειρία τῆς θεώσεως, καταλαβαίνει ὅτι ὁ Θεός ὑπερβαίνει ὅλα τά νοήµατα, ἀκόµη καί τήν δύναµη καί τήν ἐνέργεια καί τήν τριάδα καί τήν µονάδα. Αὐτά τά νοήµατα εἶναι οἱ ἐµπειρίες πού ἔχουµε ἀπό τά κτίσµατα. Οἱ θεούµενοι πού ἔχουν τήν θεοπνευστία, χρησιµοποιοῦν εἰκόνες ἀπό τήν καθηµερινή ἐµπειρία τῶν ἀνθρώπων, γιά νά µποροῦν νά ὁδηγήσουν τόν ἄνθρωπο πρός τόν Θεό».

Ἡ ἐµπειρία ἐκφράζεται µέ πολλούς ὅρους, ὅπως φαίνεται στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, πού ἔζησαν σέ διάφορες ἐποχές καί διάφορους χώρους. «Μερικές φορές µπορεῖ νά µήν εἶναι αἵρεση ἡ κακή ἔκφραση µέ νοήµατα τῆς ἐµπειρίας τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά µποροῦµε νά ἔχουµε περιπτώσεις πού ἐκφράσθηκε αὐτή ἡ ἐµπειρία, ὄχι µόνο µέ µιά ὁρολογία, ἀλλά µέ δύο τρεῖς ὁρολογίες. Δηλαδή, µποροῦµε νά ἔχουµε πρόβληµα, ὥστε µιά παράδοση νά ἐπιµένη στήν δική τους ὁρολογία καί νά ἀποκλείη τίς ἄλλες ὁρολογίες, ἐνῶ καί οἱ δύο ὁρολογίες ἰσχύουν». Οἱ ἅγιοι Πατέρες εἶχαν τό Ἅγιον Πνεῦµα καί θεολογοῦσαν, καί γι αὐτό δέν αὐτοσχεδίαζαν, δέν ἦταν «αὐτοχειροτόνητοι θεολόγοι». Ἀντίθετα, µερικοί θεολογοῦν στηριζόµενοι στόν στοχασµό τους καί στόν θεσµικό τους ρόλο, ἀγνοώντας ἤ παραθεωρώντας τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. «Ὅταν λένε οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔδοξε τῷ Πνεύµατι τῷ Ἁγίῳ καί ἡµῖν (Πράξ. ιε, 28), πῶς ξέρουν τί ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύµατι; Διότι τό Ἅγιον Πνεῦµα ἦταν µέσα τους καί εἶχαν τήν ἐµπειρία Του. Ἅµα λένε σήµερα οἱ δεσποτάδες τό ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύµατι καί ἡµῖν, λένε ἀνοησίες». Ἡ Σύνοδος τῶν Ἐπισκόπων εἶναι ὀρθόδοξη ἐάν ὑπάρχουν Ἐπίσκοποι πού βρίσκονται στόν φωτισµό καί τήν θέωση, διαφορετικά θά εἶναι ὀρθόδοξη ἐάν ἀκολουθῆ τήν διδασκαλία καί τήν ἐµπειρία τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων καί Πατέρων.