Πολυκριτηριακή Ανάλυση του Παράγοντα «Μαθητές - Γονείς» για τη βελτίωση της ποιότητας της εκπαιδευτικής διαδικασίας



Σχετικά έγγραφα
Σχέδια Δράσης Πεδία: Τομείς: Δείκτες:

Σχέδιο Έκθεσης Γενικής Εκτίμησης της Εικόνας του Σχολείου

Η ΣΥΝΕΧΙΖΟΜΕΝΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΙΣ ΧΩΡΕΣ-ΜΕΛΗ ΤΗΣ Ε.Ε: ΘΕΣΜΟΙ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ

Η Αξιολογηση του Εκπαιδευτικού Έργου- Διαδικασία Αυτοαξιολόγησης στη σχολική μονάδα

Συντάχθηκε απο τον/την Konstantina Πέμπτη, 13 Ιανουάριος :15 - Τελευταία Ενημέρωση Κυριακή, 23 Ιανουάριος :24

Ερωτηματολόγιο προς εκπαιδευτικούς

ΟΔΗΓΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ. ΟΡΓΑΝΩΣΙΑΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ m128 ΣΟΦΗ ΛΕΟΝΤΟΠΟΥΛΟΥ ΛΕΚΤΟΡΑΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ

Κάθε επιλογή, κάθε ενέργεια ή εκδήλωση του νηπιαγωγού κατά τη διάρκεια της εκπαιδευτικής διαδικασίας είναι σε άμεση συνάρτηση με τις προσδοκίες, που

Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Έργου στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Διαδικασία Αυτοαξιολόγησης στη Σχολική Μονάδα

Συντάχθηκε απο τον/την ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΡΡΙΚΟΣ ΧΛΑΠΑΝΗΣ Κυριακή, 11 Σεπτέμβριος :18 - Τελευταία Ενημέρωση Κυριακή, 11 Σεπτέμβριος :18

2 ο Πειραματικό Γυμνάσιο Αθηνών. Αυτοαξιολόγηση σχολικής μονάδας Ερωτηματολόγια εκπαιδευτικών

ΠΑΙ ΑΓΩΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΤΗ ΜΟΡΦΩΤΙΚΗ ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ

ΠΡΟΩΡΗ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ ΣΧΟΛΕΙΟΥ (Π.Ε.Σ.) ΠΡΑΓΑ 25-29/1/2016

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΟΥ 1 ΟΥ ΥΠΟ ΕΜΦΑΣΗ ΣΤΟΧΟΥ «ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΩΝ ΜΑΘΗΣΙΑΚΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ» ΤΗΣ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

Εισαγωγή στην Ειδική Εκπαίδευση

Εισαγωγή. ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Κουλτούρα και Διδασκαλία

Δείκτης Αξιολόγησης 7.1: Επίτευξη των στόχων του σχολείου

ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΠΕΔΙΑ ΕΚΠΟΝΗΣΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΕΣΥΠ

Πρότυπα-πειραματικά σχολεία

Κωνσταντίνος Καλτσάς Σχολικός Σύμβουλος ΠΕ17.03

ΣΥΣΤΗΜΑ 1 ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΓΙΑ ΣΤΗΡΙΞΗ ΚΑΙ ΜΟΝΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΝΕΟΔΙΟΡΙΖΟΜΕΝΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ

4.2 Μελέτη Επίδρασης Επεξηγηματικών Μεταβλητών

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ. Γεώργιος Ν. Πριµεράκης Σχ. Σύµβουλος ΠΕ03

Το Νέο Λύκειο Σχολικό έτος

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΙΔΡΟΥΝ ΣΤΗ ΣΧΕΣΗ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ

Η πολιτική του σχολείου για βελτίωση της διδασκαλίας και της μάθησης: Δύο περιπτώσεις προγραμμάτων σχολικής αποτελεσματικότητας και σχολικής βελτίωσης

Συστηματική Διερεύνηση (προαιρετική) Επιλογή και Διαμόρφωση Σχεδίου Δράσης (υποχρεωτική) Σύνταξη Ετήσιας Έκθεσης του σχολείου(υποχρεωτική)

Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Αθήνας

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ

Συντάχθηκε απο τον/την Administrator Παρασκευή, 27 Μάιος :40 - Τελευταία Ενημέρωση Παρασκευή, 27 Μάιος :08

Αναπτύσσοντας δεξιότητες επικοινωνίας, συνεργασίας και ενσυναίσθησης μεταξύ μαθητών, εκπαιδευτικών και γονέων

Σχολικό έτος

Δημοτικό Σχολείο Σωτήρας Β Η δική μας πρόταση- εμπειρία

ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΣΤΕΛΕΧΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Ο ΔΙΑΚΡΙΤΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ. Κατσούγκρη Αναστασία

Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Έργου στην Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση. Διαδικασία Αυτοαξιολόγησης στη Σχολική Μονάδα

Ίδρυση Ιδιωτικού μη Κερδοσκοπικού Επαγγελματικού Λυκείου Ναυτικής Κατεύθυνσης Τ.E.E.N.S.


ΟΛΟΗΜΕΡΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΔΙΑΚΟΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΡΧΟΝΤΟΥΛΑ ΣΧΟΛΙΚΗ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ 2 ΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΠΕΡΦΕΡΕΙΑΣ ΣΑΜΟΥ

ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ ΑΥΤΙΣΤΙΚΟΥ ΦΑΣΜΑΤΟΣ: Βασικε ς πληροφορι ες

Δομές Ειδικής Αγωγής στην Δευτεροβάθμια. Εκπαίδευση και Εκπαιδευτική Ηγεσία: ο ρόλος. του Διευθυντή μέσα από το υπάρχον θεσμικό.

Αξιολόγηση του Προγράμματος Ταχύρρυθμης Εκμάθησης της Ελληνικής στη Μέση Εκπαίδευση (Ιούνιος 2010)

ΣΧΈΔΙΟ RELEASE για τη δια βίου μάθηση και την ενδοϋπηρεσιακή επιμόρφωση των εκπαιδευτικών στην Κύπρο

Αξιολόγηςη του Εκπαιδευτικοφ Ζργου ςτην Προςχολική Εκπαίδευςη. Διαδικαςία Αυτοαξιολόγηςησ ςτη Σχολική Μονάδα

Καθορισμός των ειδικότερων καθηκόντων και αρμοδιοτήτων των προϊσταμένων των περιφερειακών

Από τη σχολική συμβατική τάξη στο νέο υβριδικό μαθησιακό περιβάλλον: εκπαίδευση από απόσταση για συνεργασία και μάθηση

Πιλοτική Εφαρμογή της Πολιτικής για Επαγγελματική Ανάπτυξη και Μάθηση

Είδαμε τη βαθμολογία των μαθητών στα Μαθηματικά της προηγούμενης σχολικής χρονιάς. Ας δούμε τώρα πώς οι ίδιοι οι μαθητές αντιμετωπίζουν τα Μαθηματικά.

Η Ψυχική υγεία του παιδιού και ο ρόλος του ευρύτερου περιβάλλοντος

ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΠΕΔΙΑ ΕΚΠΟΝΗΣΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΕΣΥΠ

Υ.Α Γ2/6646/ Επιµόρφωση καθηγητών στο ΣΕΠ και τη Επαγγελµατική Συµβουλευτική

Βαθμολογία των μαθητών

«Η παιδαγωγική αξία της αξιολόγησης του μαθητή» Δρ. Χριστίνα Παπαζήση Σχολική Σύμβουλος Φυσικών Επιστημών

Μελέτη των επιδράσεων που ασκούν στους μαθητές της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, όσον αφορά στην αντίληψή τους για την αγορά εργασίας: (α) Οι

ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΑΣΕΠ ΝΗΠΙΑΓΩΓΩΝ

888 ΧΡΟΝΙΑ. Πρόγραμμα Κοινωνικής Υπηρεσίας χεν θεσσαλονίκης ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΠΡΑΞΗ: «ΜΟ.ΔΙ.Π» (Μονάδα Διασφάλισης Ποιότητας) του Πανεπιστημίου Μακεδονίας» Κωδικός MIS ΥΠΟΕΡΓΟ:

Ελένη Μοσχοβάκη Σχολική Σύμβουλος 47ης Περιφέρειας Π.Α.

Πότε ένας δάσκαλος θα κρίνεται ελλιπής και πότε εξαιρετικός

Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας και Αξιολόγησης

ΣΥΧΝΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ TIMSS

Το σχολείο ως εστία προώθησης της διαφοροποιημένης διδασκαλίας μέσω της επαγγελματικής μάθησης ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ

ΣΧΟΛΕΙΟ: ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΡΕΜΠΑΠΗ ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ

«Π.Α.Ι.Δ.Ε.Ι.Α. ΑΡΙΣΤΕΙΑΣ»

O ΡΟΛΟΣ ΚΑΙ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΕΩΣ ΣΤΟΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟ

Αξιολόγηση. Φ. Κ. Βώροs, «Αξιολόγηση του Μαθητή, και Παιδαγωγική Ευαισθησία (ή Αναλγησία)» 2. (

Οι περιοχές που διερευνήθηκαν συστηματικά από τα σχολεία ήσαν οι ακόλουθες: Σχέσεις μεταξύ εκπαιδευτικών-μαθητών και μεταξύ μαθητών

Παιδαγωγικές δραστηριότητες μοντελοποίησης με χρήση ανοικτών υπολογιστικών περιβαλλόντων

α. η παροχή γενικής παιδείας, β. η καλλιέργεια των δεξιοτήτων του μαθητή και η ανάδειξη των

Δ.Ε.Π.Π.Σ. Α.Π.Σ. & ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ. Δρ Δημήτριος Γκότζος

Η αξιολόγηση των μαθητών

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

ΠΡΟΤΥΠΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ANNEX ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. της. Σύστασης του Συμβουλίου. για μια ολοκληρωμένη προσέγγιση σχετικά με τη διδασκαλία και την εκμάθηση γλωσσών

ΑΝΑΦΟΡΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ (STATE OF THE ART) ΤΟΥ ENTELIS ΕΚΔΟΣΗ EΥΚΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ

Γενικοί Δείκτες για την Αξιολόγηση στη Συνεκπαίδευση

Αξιολόγηςη του Εκπαιδευτικοφ Ζργου ςτην Προςχολική Εκπαίδευςη. Διαδικαςία Αυτοαξιολόγηςησ ςτη Σχολική Μονάδα

ΚΒ Παγκύπριο Συνέδριο Διευθυντών Δημοτικής Εκπαίδευσης Ο ρόλος του Διευθυντή στη Δημιουργία του Ανθρώπινου και Δημοκρατικού Σχολείου

Εφαρμογή και αξιολόγηση προγράμματος συνεκπαίδευσης στην αγγλική γλώσσα σε ένα σχολικό έτος

ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

νος Κλουβάτος Κων/νος Εναλλακτικές μορφές αξιολόγησης των μαθητών με ανομοιογενή χαρακτηριστικά Αξιολόγηση της διαφοροποιημένης διδασκαλίας

International Conference Quality and Equity in Education: Theories, Applications and Potentials

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΣΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΘΗΣΗΣ: ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΣΧΟΛΙΚΗ ΗΓΕΣΙΑ Διεθνείς τάσεις στη θεωρία, την έρευνα και την πρακτική σήμερα - Μελλοντικές προοπτικές. Δρ Ανδρέας Κυθραιώτης

Οδηγίες για την Πιλοτική Εφαρμογή των μαθημάτων και των Βιωματικών Δράσεων στο Γυμνάσιο

ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ. Ηγεσία

Εκπαίδευση, κοινωνικός σχεδιασμός. Ρέμος Αρμάος MSc PhD, Υπεύθυνος εκπαίδευσης στελεχών ΚΕΘΕΑ

Περιφερειακό Γυμνάσιο Αγίας Βαρβάρας

3ο ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΖΩΓΡΑΦΟΥ Σχολικό Έτος: ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΤΩΝ ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΩΝ (Σ.Δ.) Άρθρο 37 (Ν. 1566/85)

ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑΣ, ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Αναλυτικό Πρόγραμμα Μαθηματικών

Ο ρόλος των ΤΠΕ στη δόμηση της Κοινωνίας της Γνώσης

Ομιλία του Κωνσταντίνου Τσουτσοπλίδη Γενικού Γραμματέα Διαχείρισης Κοινοτικών και άλλων Πόρων, στην

Ο πολλαπλός ρόλος του Διευθυντή στο νέο σχολείο 1. Εισαγωγή 2. Τα καθήκοντα του Διευθυντή της σχολικής μονάδας.

Αξιολόγηςη του Εκπαιδευτικοφ Ζργου ςτην Προςχολική Εκπαίδευςη. Διαδικαςία Αυτοαξιολόγηςησ ςτη Σχολική Μονάδα

Τσικολάτας Α. (2011) Οι ΤΠΕ ως Εκπαιδευτικό Εργαλείο στην Ειδική Αγωγή. Αθήνα

Εκπαιδευτικοί Όμιλοι: Συμπεράσματα από την πρώτη υλοποίησή τους.

Αειφόρα σχολεία και προαγωγή της Υγείας

Η παιδαγωγική σχέση: αλληλεπίδραση και επικοινωνία μεταξύ εκπαιδευτικού και μαθητή

Transcript:

Πολυκριτηριακή Ανάλυση του Παράγοντα «Μαθητές - Γονείς» για τη βελτίωση της ποιότητας της εκπαιδευτικής διαδικασίας Εισαγωγή Δρ. Ευστάθιος Αθ. Ζωγόπουλος, Σχολικός Σύμβουλος ΠΕ12.04 Στις σύγχρονες προκλήσεις της πολυπαραμετρικής κοινωνίας της γνώσης, της πληροφορίας, της τεχνογνωσίας και της μεγεθυνόμενης πολυπολιτισμικότητας, στόχο αποτελεί η διαμόρφωση μιας πολυδιάστατης, δημιουργικής προσωπικότητας του μαθητή. Για το λόγο αυτό απαιτείται στρατηγική η οποία θα πλαισιώνεται από σχεδιασμούς και πρακτικές που θα προσεγγίζουν στην ουσία τους εκπαιδευτικούς στόχους καθώς και το μαθησιακό πλαίσιο σύμφωνα με τη νοητική ηλικία του μαθητή, τη μεθοδολογία, την ισότητα ευκαιριών των δύο φύλων, των ομάδων με ειδικές εκπαιδευτικές ικανότητες και ανάγκες, των ομάδων με ιδιαίτερα πολιτισμικά και γλωσσικά χαρακτηριστικά. Ο μαθητής είναι ο αποδέκτης των εκπαιδευτικών εκροών. Η σχολική μονάδα με το εκπαιδευτικό της δυναμικό φέρει την ευθύνη για τη μακροπρόθεσμη μαθησιακή ευημερία των μαθητών διδάσκοντάς τους πώς να μαθαίνουν, πώς να αξιολογούν την ποιότητα της εκμάθησής τους, πώς να επενδύουν δια βίου στις διαδικασίες της εκμάθησής τους. Επίσης, η συνεργασία μεταξύ οικογένειας μαθητή και σχολείου αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την πρόοδο του μαθητή και την αποτελεσματικότητα της σχολικής πράξης. Μία τέτοια συνεργασία δημιουργεί μια ισχυρή ομάδα που δύναται να επιτύχει αλλαγή στάσεων, εξεύρεση κονδυλίων και ρύθμιση νομοθετικών διατάξεων προς όφελος του μαθητή. Στο παρόν άρθρο παρατίθενται τα κριτήρια εκείνα που αναφέρονται στον Παράγοντα «Μαθητές Γονείς» και που σύμφωνα με τη βιβλιογραφία είναι σε θέση, εάν εφαρμοστούν υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις, να βελτιώσουν την ποιότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας. 41

Πολυκριτηριακή Ανάλυση του Παράγοντα «Μαθητές Γονείς» Τα κριτήρια που σχετίζονται με τον ιδιαίτερα σπουδαίο αυτόν παράγοντα «Μαθητές - Γονείς» είναι τα ακόλουθα (Ζωγόπουλος, 2011): Αριθμός Μαθητών ανά Τμήμα Όλες οι παράμετροι της διδασκαλίας και της μάθησης επηρεάζονται από τον αριθμό των μαθητών του τμήματος. Χάρη στη δημιουργία μικρών σε αριθμό τμημάτων, καθιερώνεται η διδακτική ηγεσία (instructional leadership). Λόγω αυτής, ο εκπαιδευτικός συγκεκριμένου διδασκομένου αντικειμένου κατανοεί ευκολότερα τις ατομικές μεθόδους εκμάθησης. Επιπλέον, εφαρμόζει την κατάλληλη ανά μαθητή διδακτική προσέγγιση και τους κατάλληλους τρόπους αξιολόγησης των μαθησιακών εισροών και εκροών στην αρχή, στη μέση, στο τέλος ενός σχολικού έτους, ενός τριμήνου, ενός μήνα, μίας διδακτικής ώρας. Σε συνεργασία με εκπαιδευτικούς άλλων τάξεων που διδάσκουν το ίδιο αντικείμενο ενημερώνει και ενημερώνεται εγκυρότερα για το ανά μαθητή επίπεδο των γνωστικών εισροών, έτσι ώστε να επιτελείται αποτελεσματικά ο σχεδιασμός του ρυθμού της προς διδασκαλία ύλης. Βασιζόμενη στην ενημέρωση από τους εκπαιδευτικούς, η ηγεσία πρέπει να προγραμματίζει για κάθε μάθημα τη δημιουργία μικρών τμημάτων στα οποία οι μαθητές έχουν περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά (επίπεδο γνώσης, τρόπο εκμάθησης), απαιτήσεις και στόχους. Έτσι, επιτυγχάνονται ευκολότερα οι στρατηγικοί στόχοι εκμάθησης. Η σωστή αξιοποίηση της επαρκούς ποσότητας προϋπολογισμού εγγυάται το ιδανικό μέγεθος τμήματος ως προϋπόθεση για ποιοτική διδασκαλία. Έτσι, απαιτούνται οι απαραίτητοι χώροι για τη δημιουργία πολλών τμημάτων ανά τάξη με μικρό αριθμό μαθητών. Από έρευνες διαπιστώθηκε ότι οι τάξεις λιγότερων ατόμων συνεπάγονται συνήθως καλύτερες μαθησιακές εκροές (Krueger, 1998), ενώ η μικρή αναλογία μαθητών προς εκπαιδευτικούς συνεπάγεται υψηλότερα ποσοστά επιτυχίας στις εξετάσεις. Το μικρότερο μέγεθος τμήματος συνεπάγεται μεγαλύτερο βαθμό προσοχής του εκπαιδευτικού σε όσο το δυνατό περισσότερες παραμέτρους καθοριστικές της εκμάθησης του κάθε μαθητή, συνεπώς ορθή επιλογή των ανά περίπτωση διδακτικών προσεγγίσεων. Επίσης, από τον περιορισμένο αριθμό διαθέσιμων ερευνών, διαπιστώνεται ότι οι εκπαιδευτικοί της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που διδάσκουν σε μικρότερες τάξεις αντιμετωπίζουν λιγότερα προβλήματα επιβολής πειθαρχίας από τους εκπαιδευτικούς οι οποίοι διδάσκουν σε μεγαλύτερα σε αριθμό τμήματα (Achilles, 1996). Επιπλέον, 42

εκφράζουν μεγαλύτερη ικανοποίηση από την εργασία τους και έχουν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και υψηλό ηθικό, όταν διδάσκουν σε μικρότερα σε αριθμό τμήματα. Γενικά, μαθητές τμημάτων που αποτελούνται από λιγότερα από είκοσι άτομα αποδίδουν καλύτερα από τους μαθητές που ανήκουν σε τμήματα μεγαλύτερα των είκοσι ατόμων. Επιπλέον, καλύτερες είναι οι μαθησιακές εκροές περιθωριοποιημένων εξαιτίας διαφόρων δημογραφικών χαρακτηριστικών μαθητών, εάν αυτοί είναι μέλη μικρών σε αριθμό τάξεων. Επίσης, το μικρό μέγεθος του τμήματος επηρεάζει την εκπαιδευτική προσέγγιση και την εκμάθηση. Ο μικρός αριθμός μαθητών συνήθως εγγυάται υψηλότερα επίπεδα αφοσίωσης και συγκέντρωσής τους, το οποίο οδηγεί σε υψηλότερη μαθησιακή απόδοση. Ωστόσο, υπάρχουν και έρευνες που υποστηρίζουν ότι εντατική στατιστική έρευνα του συσχετισμού μεταξύ μεγέθους του τμήματος και μαθησιακών εκροών έχει και θετικές και αρνητικές παραμέτρους και λόγω της ύπαρξης 300 περίπου διαφορετικών παραμέτρων που καθορίζουν την ποιότητα της εκμάθησης, δεν πρέπει να αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό η καλύτερη μάθηση στη μείωση των μαθητών του τμήματος της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (Hanushek, 1992). Επιπλέον, ακόμη και όταν η μείωση των μαθητών ενός τμήματος επιδρά θετικά στην ποιότητα των εκπαιδευτικών εκροών, η επένδυση σε περισσότερους ανθρώπινους εκπαιδευτικούς πόρους που απαιτούνται για να διοχετευθεί ο ίδιος αριθμός εκπαιδευομένων σε περισσότερα τμήματα θεωρείται ότι επιβαρύνει το κόστος. Επιπροσθέτως, οι συντονισμένες πρωτοβουλίες μείωσης του αριθμού των μαθητών των τάξεων πρέπει να συνοδεύονται από το κόστος της εκμάθησης νέων εκπαιδευτικών προσεγγίσεων για μικρά τμήματα. Γενικότερα όμως, αρκετές έρευνες επιβεβαιώνουν ότι οι αδύναμοι μαθητές επωφελήθηκαν συγκριτικά με τους δυνατούς μαθητές από τη δραστηριότητά τους σε ολιγομελή τμήματα (Grissmer, et.al., 1998). Αυτό το γεγονός έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του χάσματος στις μαθησιακές εκροές καλών και αδύναμων μαθητών και τη συνολική βελτίωση της παρεχόμενης ποιότητας της διδασκαλίας. Πολλοί εκπαιδευτικοί ιδιωτικών οργανισμών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης προβάλλουν το μικρό αριθμό μαθητών ανά τάξη ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των οργανισμών αυτών για τη διατήρηση της «πελατείας» έναντι των δημοσίων εκπαιδευτικών οργανισμών, από τους οποίους αποχωρούν μαθητές γιατί δεν ικανοποιείται η απαίτηση της εξατομικευμένης εκμάθησης. Βέβαια, στην περίοδο κρίσης, την οποία διέρχεται και βιώνει η χώρα μας, η απαίτηση αυτή μειώνεται. Η ενδυνάμωση των ανθρωπίνων πόρων (εκπαιδευτικών), επιτυγχάνεται χάρη στον μικρό αριθμό μαθητών ανά τάξη στα σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Οι εκπαιδευτικοί στη δευτεροβάθμια 43

εκπαίδευση ενδυναμώνονται, επειδή μικρότερες σε αριθμό μαθητών τάξεις βοηθούν στον καλύτερο έλεγχο της πειθαρχίας καθώς και των εισροών και των εκροών της διαδικασίας διδασκαλίας και εκμάθησης. Σε μικρότερα τμήματα οι εκπαιδευτικοί έχουν υψηλότερη αυτοπεποίθηση και αφιερώνουν περισσότερο χρόνο σε κάθε μαθητή. Η πιο εξατομικευμένη εκπαίδευση τους καθιστά ικανούς να επιλέγουν τις κατάλληλες ανά μαθητή εκπαιδευτικές προσεγγίσεις. Επιπλέον, καταγράφουν ευκολότερα την πρόοδο του κάθε μαθητή και παρέχουν σε αυτόν και σε άλλους εκπαιδευτικούς πιο έγκυρες πληροφοριακές εισροές για όλες τις παραμέτρους της εκμάθησής του. Ακόμη, οι εκπαιδευτικοί πριν και κατά τη διάρκεια του μαθήματος έχουν περισσότερο χρόνο να σχεδιάσουν, να διαφοροποιήσουν και να εξατομικεύσουν τη διδασκαλία τους. Ως προς το σχεδιασμό της διαδικασίας, οι εκπαιδευτικοί κατανοούν ακριβέστερα τους στόχους και τις απαιτήσεις των μαθητών, τις τελικές μαθησιακές εκροές που αφορούν θεωρητικές και πρακτικές γνώσεις, τις δεξιότητες της συνεργασίας. Συνεπώς καθορίζουν την κατάλληλη προσέγγιση βάσει των ατομικών και γενικών στόχων της εκμάθησης. Ως προς την εφαρμογή της διαδικασίας της διδασκαλίας και της εκμάθησης, διευκολύνεται η μαθητοκεντρική και η προσανατολισμένη στις ατομικές ιδιαιτερότητες εκμάθηση. Οι ενδιάμεσες μαθησιακές εκροές (κατά τη διάρκεια μίας διδακτικής ώρας, ενός τριμήνου, ενός σχολικού έτους) αξιολογούνται εγκυρότερα και είναι καίριες οι βελτιώσεις στη διαδικασία. Μειώνονται επίσης τα κρούσματα απειθαρχίας και ελλιπούς συγκέντρωσης που προκαλούν «ελαττωματικές» μαθησιακές εκροές. Ως προς την αξιολόγηση της διαδικασίας καθίσταται ευκολότερος ο άμεσος, κατά τη διάρκεια της εκμάθησης, εντοπισμός των αδύναμων σημείων της διδασκαλίας και της εκμάθησης. Επιπλέον, διευκολύνεται ο καθορισμός των νέων στόχων της εκμάθησης και η πληροφόρηση των μαθητών σύμφωνα με αυτούς, βελτιώνεται ο έλεγχος της αυτοαξιολόγησης του κάθε μαθητή και παρέχονται τα κίνητρα για περαιτέρω εκμάθηση. Τα τμήματα με μικρό αριθμό μαθητών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση συντελούν επίσης στη διαχείριση των πληροφοριακών πόρων ως προς τη γρηγορότερη αρχειοθέτηση των πληροφοριών, την αξιολόγηση των αρχικών, ενδιάμεσων και τελικών μαθησιακών εισροών και εκροών στην αρχή, στη μέση, στο τέλος κάθε σχολικής ώρας, κύκλου μαθημάτων, τριμήνου, σχολικού έτους. Επίσης, τα τμήματα με μικρό αριθμό μαθητών βοηθούν στην ενημέρωση των εκπαιδευτικών (του ίδιου γνωστικού αντικειμένου και της επόμενης βαθμίδας), των γονέων και της διοίκησης ως προς την ποιότητα της διδασκαλίας και της εκμάθησης, ενώ διευκολύνεται και η επιλογή της κατάλληλης για τις ατομικές ανάγκες εκπαιδευτικής προσέγγισης. 44

Φοίτηση Μαθητική Διαρροή Με δεδομένο ότι η κανονική ή μη φοίτηση των μαθητών επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό την επίτευξη των στόχων του αναλυτικού προγράμματος σπουδών, η σχολική μονάδα θα πρέπει να: 1. Εξετάζει εάν, με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, υπάρχει διαμορφωμένη πολιτική στο σχολείο για τη φοίτηση και τις απουσίες των μαθητών. Επίσης, εάν υπάρχουν και κατά πόσο τηρούνται διαδικασίες για την παρακολούθηση της φοίτησής τους. Όψη της κανονικής φοίτησης των μαθητών αποτελεί και η έγκαιρη προσέλευση των μαθητών στο μάθημα, καθώς και η παραμονή τους στο σχολείο για την ολοκλήρωση του προγράμματος της ημέρας. 2. Διερευνά τους λόγους για τους οποίους οι μαθητές απουσιάζουν συστηματικά από συγκεκριμένα μαθήματα ή τάξεις ή απουσιάζουν σε συγκεκριμένες περιόδους της σχολικής χρονιάς. Επίσης, διερευνά εάν μαθητές συγκεκριμένης κοινωνικοοικονομικής προέλευσης απουσιάζουν συστηματικά από το σχολείο. 3. Διερευνά τις περιπτώσεις μαθητών οι οποίοι εγκαταλείπουν το σχολείο. 4. Διερευνά τους βαθμούς των εξετάσεων και τις τελικές βαθμολογίες των μαθητών. 5. Διερευνά το ποσοστό των μαθητών που επαναλαμβάνουν την ίδια τάξη. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να εξετάζει τους λόγους για τους οποίους οι μαθητές αυτοί διακόπτουν οριστικά τη φοίτησή τους, την κοινωνικοοικονομική τους προέλευση καθώς και την τελευταία τάξη στην οποία φοίτησαν ή την τάξη κατά τη διάρκεια της οποίας εγκαταλείπουν το σχολείο. Για παράδειγμα, εάν οι λόγοι εγκατάλειψης του σχολείου είναι οικονομικοί, η σχολική μονάδα είναι αναγκαίο να συνεργάζεται με τις οικογένειες των μαθητών καθώς και με φορείς (π.χ. δήμος, εκκλησία, ιδιωτικός τομέας), για την εξεύρεση οικονομικών πόρων (π.χ. εξασφάλιση υποτροφίας). Επίσης, το σχολείο μπορεί να κάνει τις απαραίτητες ενέργειες για τη σύσταση και λειτουργία ειδικών προγραμμάτων για ορισμένες κατηγορίες μαθητών (π.χ. ενισχυτική διδασκαλία) ή για την οργάνωση προαιρετικών μαθημάτων. Τα ειδικά προγράμματα λειτουργούν αποτελεσματικά για τη μείωση των απουσιών και του αριθμού των μαθητών που εγκαταλείπουν το σχολείο. Θα μπορούσε επομένως η σχολική μονάδα να διερευνήσει τους τομείς στους οποίους έχει δραστηριοποιηθεί για την αποτροπή του 45

φαινομένου της εγκατάλειψης του σχολείου. Τα ποσοστά σχολικής αποτυχίας μπορεί να συνδέονται με οικονομικούς παράγοντες, όπως ένα υψηλό ποσοστό ανεργίας ή οι διαφορές μεταξύ αστικών και αγροτικών οικονομιών. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στη Λισσαβόνα, το Μάρτιο του 2000, όρισε ως στόχο τη μείωση κατά το ήμισυ του αριθμού νέων 14 ως 18 ετών που έχουν φοιτήσει μόνο στον πρώτο κύκλο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Στις Κάτω Χώρες, η πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου αντιμετωπίζεται με τη συνεργασία των σχολείων σε περιφερειακό επίπεδο, ενώ στη Γερμανία, βιομηχανικοί εταίροι διοργανώνουν σεμινάρια. Με τη διερεύνηση αυτή η σχολική μονάδα μπορεί να εντοπίσει τα σημεία στα οποία μπορεί να παρέμβει, έτσι ώστε να προγραμματίσει ανάλογες δράσεις. Όσον αφορά το ποσοστό των μαθητών που επαναλαμβάνουν την τάξη, ως στάσιμοι μαθητές ορίζονται ως οι μαθητές οι οποίοι παραμένουν στην ίδια εκπαιδευτική βαθμίδα όπως αυτή του προηγούμενου σχολικού έτους (Lee & Barro, 2000). Ο βαθμός επανάληψης της τάξης υπολογίζεται ως το ποσοστό των στάσιμων μαθητών προς τον συνολικό αριθμό των μαθητών που παρακολουθούν μαθήματα στην ίδια εκπαιδευτική βαθμίδα. Έχει αποδειχθεί η αρνητική σύνδεση του βαθμού επανάληψης μιας τάξης με την ποιότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας σε ένα σχολείο. Έτσι, υψηλότερη τιμή του κριτηρίου αυτού προϊδεάζει για δείκτες χαμηλότερης ποιότητας του εκπαιδευτικού οργανισμού. Ωστόσο, η σημαντικότητα και αυτού του κριτηρίου, μειώνεται από την διακύμανση που παρουσιάζει ο βαθμός επανάληψης της ίδιας τάξης, λόγω της εξάρτησής του από πολυποίκιλους παράγοντες, ενδοσχολικούς και εξωσχολικούς. Η τυχαία εμφάνιση αρνητικών επιδόσεων σε αυτόν τον τομέα δεν μπορεί να συνδεθεί άμεσα με χαμηλής ποιότητας εκπαιδευτικές υπηρεσίες. Ωστόσο, μεσοπρόθεσμα, επαναλαμβανόμενα αρνητικά αποτελέσματα δείχνουν πρόβλημα στην ποιότητα του εκπαιδευτικού συστήματος. Το ποσοστό των μαθητών που εγκαταλείπουν το σχολείο, συγκροτεί ένα συμπληρωματικό κριτήριο ως προς την αξιολόγηση της μαθησιακής εκροής. Αν και το κριτήριο αυτό αντικατοπτρίζει την αποτελεσματικότητα των εκπαιδευτικών πολιτικών, όπως οι εθνικοί κανονισμοί ως προς την προαγωγή στην επόμενη τάξη και την εγκατάλειψη του σχολείου, αποτελεί και παράγοντα της εκπαιδευτικής ποιότητας και χρησιμοποιείται τόσο για την εσωτερική αξιολόγηση του εκπαιδευτικού οργανισμού όσο και για εθνικές και διεθνείς αξιολογήσεις. Επίδοση Πρόοδος Η διερεύνηση της σχολικής επίδοσης και προόδου των μαθητών της σχολικής μονάδας είναι αναγκαία, γιατί με τον τρόπο αυτό το 46

σχολείο παρακολουθεί την ποιότητα της εκπαίδευσης που προσφέρει εκτιμώντας το συνολικό εκπαιδευτικό του έργο. Παράλληλα, η πρόσβαση στις πληροφορίες που έχουν σχέση με τα επιτεύγματα των μαθητών (π.χ. αποτελέσματα πανελληνίων εξετάσεων), είναι δικαίωμα όλων εκείνων οι οποίοι συνδέονται με την εκπαιδευτική διαδικασία (γονείς, μαθητές, εκπαιδευτικές αρχές, τοπική κοινότητα κ.ά.). Ο όρος επίδοση αναφέρεται στα εκπαιδευτικά επιτεύγματα των μαθητών σε σχέση με τους στόχους και τα περιεχόμενα του προγράμματος σπουδών. Κάποια από τα επιτεύγματα αυτά μπορούν να μετρηθούν ενώ άλλα απαιτούν συνεκτίμηση πολλών παραμέτρων και θα πρέπει να διερευνηθεί διεξοδικά κατά πόσο παράγοντες όπως οι οικονομικοί πόροι, η ποιότητα της διδασκαλίας, η ποιότητα των αναλυτικών προγραμμάτων κ.ά. είναι παράγοντες που συμβάλλουν απλά ή είναι καθοριστικής σημασίας για την επίδοση των μαθητών. Η πρόοδος εστιάζεται περισσότερο στο ερώτημα κατά πόσο το σύνολο των μαθητών και κάθε μαθητής ξεχωριστά διαφοροποιείται σε σχέση με προηγούμενα επιτεύγματά του. Η σχολική επίδοση των μαθητών αποτελεί ένδειξη ενός αποτελεσματικού σχολείου. Παράλληλα, οι συγκρίσεις της σχολικής επίδοσης των μαθητών σε διεθνές επίπεδο χρησιμοποιούνται σήμερα ως ένα βασικό εργαλείο για την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου και του εκπαιδευτικού συστήματος στο σύνολό του. Αυτό αναδεικνύει σημαντικά ερωτήματα, όπως για παράδειγμα τι θεωρείται «ικανοποιητικό επίπεδο» επίδοσης; Για να αξιολογηθεί το εκπαιδευτικό έργο, θα πρέπει να θεσπιστούν κριτήρια επίδοσης σε εθνικό επίπεδο. Η διερεύνηση του κριτηρίου «επίδοση-πρόοδος» μπορεί να γίνει στο επίπεδο του σχολείου και στο επίπεδο του μαθητή. Στο επίπεδο του σχολείου θα πρέπει να εξεταστεί η συνολική εικόνα που παρουσιάζει το σχολείο με βάση τη μέση επίδοση των μαθητών. Ειδικότερα για τα Λύκεια, μπορεί να διερευνηθεί το ποσοστό των μαθητών κατά τάξη και ως σύνολο που επιτυγχάνει στις επίσημες δοκιμασίες του σχολείου, το ποσοστό των μαθητών που επιτυγχάνει στις πανελλαδικές εξετάσεις και το ποσοστό των μαθητών που παίρνουν τίτλο απολυτηρίου. Μια άλλη διάσταση του κριτηρίου μπορεί να είναι η επίδοση των μαθητών σε μαθήματα που θεωρούνται σημαντικά στο σχολικό πρόγραμμα. Στη διεθνή εκπαιδευτική έρευνα αναφέρονται η Γλώσσα, τα Μαθηματικά και οι Φυσικές Επιστήμες. Στην περίπτωση αυτή αξίζει να διερευνηθούν τυχόν συστηματικές διαφορές που παρατηρούνται στην επίδοση των μαθητών στα υπό εξέταση μαθήματα. Συγκεκριμένα, οι συστηματικές διαφορές μπορεί να οφείλονται σε παράγοντες όπως για παράδειγμα το ίδιο το περιεχόμενο του προγράμματος σπουδών ή οι μέθοδοι διδασκαλίας που υιοθετούνται ή το παιδαγωγικό κλίμα, σε ορισμένους από τους οποίους το σχολείο μπορεί να παρέμβει. Τέλος, 47

είναι σημαντικό να εξεταστεί η πρόοδος που επιτυγχάνει το σχολείο, αν δηλαδή το σχολείο παρουσιάζει ανοδική πορεία ως προς τα επιτεύγματα των μαθητών του διαχρονικά. Στο επίπεδο του κάθε μαθητή, μπορεί να εξεταστεί αν ο μαθητής επιτυγχάνει τους στόχους του προγράμματος σπουδών συνολικά και κατά μάθημα, καθώς και τους λόγους για τους οποίους μπορεί να υπάρχουν μεγάλες διαφορές στην επίδοσή του στα διάφορα μαθήματα. Η πρόοδος του μαθητή αποτιμάται εξετάζοντας τη διαδρομή του μέσα στη σχολική χρονιά και σε σχέση με προηγούμενα σχολικά έτη. Επίσης, κριτήρια ποιότητας αποτελούν εάν η διαφορά στα επιτεύγματα μεταξύ λιγότερο και περισσότερο ικανών μαθητών μειώνονται ή αυξάνονται κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στο σχολείο, εάν υπάρχουν συστηματικές διαφορές στην επίδοση που συνδέονται με συγκεκριμένα κοινωνικά χαρακτηριστικά των μαθητών, όπως είναι το φύλο και η κοινωνικοοικονομική τους προέλευση, ο ρυθμός ατομικής προόδου του μαθητή κ.ά. Η ποιότητα της εκπαιδευτικής εκροής μπορεί να μετρηθεί από τις επιδόσεις των μαθητών και των αποφοίτων (π.χ μαθητικός διαγωνισμός PISA). Η εκπαίδευση επιδρά σε πολλές διαστάσεις των γνωστικών ικανοτήτων, συμπεριλαμβανομένων της βασικής αριθμητικής, της γραφής και της ανάγνωσης, της ικανότητας επίλυσης προβλημάτων καθώς και της γενικής, επιστημονικής κατανόησης του κόσμου. Αυτές οι γνωστικές δεξιότητες επηρεάζουν την ατομική παραγωγική συμπεριφορά και είναι εφικτό να μετρηθούν αυτές οι γνωστικές ικανότητες των μαθητών και των αποφοίτων, μόνο όμως ως κριτήριο που επηρεάζει την συνολική ποιότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας, μέσα από ένα αλληλοεξαρτώμενο σύστημα κριτηρίων. Οι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη για να μετρήσουν τις επιδόσεις των μαθητών είναι συνήθως μονοδιάστατοι και δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αποκλειστικά κριτήρια-δείκτες ποιότητας για έναν εκπαιδευτικό οργανισμό. Οι παράγοντες που συνήθως καθορίζουν τις επιδόσεις των μαθητών είναι: Οι βαθμοί των εξετάσεων και οι τελικές βαθμολογίες των μαθητών Το ποσοστό των μαθητών που εγκαταλείπουν το σχολείο Το ποσοστό των μαθητών που επαναλαμβάνουν την ίδια τάξη Οι βαθμοί εξετάσεων και οι τελικές βαθμολογίες των μαθητών. Τα γνωστικά επιτεύγματα των μαθητών μπορούν να μετρηθούν με την βοήθεια της βαθμολογίας τους σε γραπτές εξετάσεις. Οι συγκριτικές μελέτες της ποιότητας των εκπαιδευτικών οργανισμών απαιτούν τη 48

μέτρηση των μαθησιακών επιτευγμάτων σε συγκεκριμένα γνωστικά πεδία, κυρίως μαθηματικά, φυσικές επιστήμες και γλώσσα, τα οποία συλλέγονται από δείγματα μαθητών της ίδιας περίπου ηλικίας και του ίδιου επιπέδου σε ό,τι αφορά την τάξη στην οποία ανήκουν. Οι μετρήσεις αυτές μπορούν να χρησιμοποιηθούν τόσο ως δείκτες για την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού οργανισμού σε εσωτερικό επίπεδο, όσο και για την αξιολόγηση του συνολικού εθνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Σε επίπεδο οργανισμού, οι επιδόσεις των μαθητών αποτελούν ένα δείκτη που αντικατοπτρίζει άμεσα την ποιότητα των μαθητών. Δεν αποτελεί μοναδικό παράγοντα αξιολόγησης, ωστόσο μπορεί να καθορίσει την ποιότητα του τελικού αποτελέσματος. Είναι σκόπιμο να αναζητηθούν τα αίτια που οδηγούν στην αποτυχία, αίτια τα οποία μπορεί, αν είναι πολυδιάστατα, και να μην σχετίζονται άμεσα με την ποιότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Το κριτήριο αυτό αποτελεί έναν άμεσο συναγερμό για τον εκπαιδευτικό οργανισμό, σε περίπτωση που τα αποτελέσματα δεν είναι τα θεμιτά. Οι επιδόσεις των μαθητών στα γραπτά διαγωνίσματα χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση του εθνικού συστήματος και την σύγκρισή του με βάση τα διεθνή πρότυπα και τα άλλα εκπαιδευτικά συστήματα των υπόλοιπων χωρών. Με βάση τα πρότυπα που έχει θέσει ο Διεθνής Οργανισμός για την Αξιολόγηση των Εκπαιδευτικών Επιδόσεων (International Association for the Evaluation of Educational Achievement: IEA) και ο Διεθνής Οργανισμός Εκτίμησης για την Εκπαιδευτική Πρόοδο (International Assessment of Educational Progress: IAEP), πραγματοποιούνται διεθνείς συγκριτικές μελέτες των επιτευγμάτων των μαθητών σε πρωτεύοντα και δευτερεύοντα μαθησιακά πεδία. Οι εξετάσεις που δίνουν οι μαθητές, σε ετήσια βάση ή και σε μικρότερα χρονικά διαστήματα, καθορίζουν το επίπεδο στο οποίο βρίσκεται ο εκπαιδευόμενος πληθυσμός, άρα και το επίπεδο του συνολικού εκπαιδευτικού συστήματος. Η συλλογή δεδομένων για τις επιδόσεις των μαθητών εστιάζεται κυρίως στα βασικά γνωστικά πεδία, αυτά των μαθηματικών, των φυσικών επιστημών και των φιλολογικών μαθημάτων Ατομική και Κοινωνική Ανάπτυξη Το σχολείο, όταν οργανώνεται δημοκρατικά, μπορεί να διαδραματίσει ένα κεντρικό ρόλο στην εξέλιξη των μαθητών (ατομική, κοινωνική, πολιτική), ενώ παράλληλα μπορεί να συμβάλει στην προαγωγή της έννοιας της δημοκρατίας. Οι μαθητές πρέπει να έχουν τον δικό τους προσδιορίσιμο ρόλο στο σχολείο και να αισθάνονται εμπιστοσύνη και ασφάλεια. Υπό τις συνθήκες αυτές μπορούν να αντληθούν αντίστοιχα παιδαγωγικά 49

δικαιώματα τα οποία αναφέρονται στην ατομική και κοινωνικοπολιτική εξέλιξη των μαθητών όπως: Τo δικαίωμα της προαγωγής Η προαγωγή είναι το δικαίωμα που έχει ο μαθητής στα μέσα της κριτικής κατανόησης και το δικαίωμα για ανάπτυξη των δυνατοτήτων του. Αυτό το δικαίωμα αποτελεί προϋπόθεση για την ανάπτυξη κλίματος εμπιστοσύνης και λειτουργεί στο ατομικό επίπεδο του μαθητή. Επιπλέον αποτελεί προϋπόθεση για την επίδοση και την πρόοδο των μαθητών. Το δικαίωμα της συμμετοχής σε διαδικασίες και πρακτικές διαμέσου των οποίων η τάξη πραγμάτων κατασκευάζεται, συντηρείται και μεταβάλλεται. Η συμμετοχή είναι προϋπόθεση για την πρακτική. Τα παιδαγωγικά δικαιώματα υποδεικνύουν τις αρχές που επιτρέπουν την αξιολόγηση της δημοκρατίας στο σχολείο, σε ατομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Για τους λόγους αυτούς θα πρέπει το σχολείο να παρέχει κατάλληλες ευκαιρίες στους μαθητές για ατομική, κοινωνική και πολιτική ανάπτυξη δίνοντας έμφαση και συμμετέχοντας σε καινοτόμα προγράμματα δράσεων, προβάλλοντας και αναδεικνύοντας δραστηριότητες των μαθητικών συμβουλίων, δημιουργώντας κλίμα του που να ευνοεί τη συνεργασία αλλά και την ανάπτυξη πρωτοβουλιών από τους μαθητές, λαμβάνοντας υπόψη την κοινωνική τάξη, το φύλο, τις ειδικές ανάγκες των μαθητών την εθνική τους κληρονομιά αλλά και τις ιδιαιτερότητες των άλλων πολιτισμών. Κατευθύνσεις Η αποτελεσματικότητα του εκπαιδευτικού έργου κρίνεται και από στοιχεία σχετικά με τις κατευθύνσεις που ακολουθούν οι μαθητές μετά από την αποφοίτησή τους από το σχολείο. Επομένως, το συγκεκριμένο κριτήριο διερευνά το ρόλο που διαδραματίζει το σχολείο στις αποφάσεις, επιλογές και ευκαιρίες των μαθητών που αφορούν την ακαδημαϊκή ή επαγγελματική σταδιοδρομία τους. Ενδείξεις για την ποιότητα του κριτηρίου αυτού αποτελούν: H ικανοποίηση των αποφοίτων του σχολείου από την ακαδημαϊκή και επαγγελματική τους εξέλιξη, που συνδέεται με το κατά πόσο η εξέλιξή τους είναι ανάλογη με τα ενδιαφέροντα, τις δυνατότητές τους και τις προσδοκίες τους. Το επίπεδο προετοιμασίας των αποφοίτων, δηλαδή η έκταση στην οποία ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της ακαδημαϊκής ή επαγγελματικής κατεύθυνσης που ακολούθησαν. 50

Η θετική στάση των αποφοίτων στη δια βίου εκπαίδευση, η οποία αποτελεί προϋπόθεση αλλά και βασικό δικαίωμα στις σύγχρονες κοινωνίες. Το σχολείο οφείλει να προσφέρει στους μαθητές επαρκή πληροφόρηση σχετικά με προγράμματα σπουδών και επαγγέλματα. Θα πρέπει να οργανώνει εκπαιδευτικές επισκέψεις σε ανάλογους χώρους για την παροχή εμπειριών στους μαθητές σχετικά με τις απαιτήσεις και τα δεδομένα των χώρων αυτών, καθώς και ευκαιρίες στους μαθητές για την ανάπτυξη δεξιοτήτων αυτοαξιολόγησης, οι οποίες τους επιτρέπουν σωστή εκτίμηση των δυνατοτήτων τους και ιεράρχηση των ενδιαφερόντων τους. Με τη διερεύνηση του κριτηρίου αυτού το σχολείο έχει τη δυνατότητα να εκτιμήσει και τη δική του συμβολή στην εξέλιξη των μαθητών. Ειδικότερα, μπορεί να εξεταστεί κατά πόσο η ποιότητα και η επάρκεια της εκπαίδευσης που προσφέρει συνδέεται με τις κατευθύνσεις των μαθητών (π.χ. επαγγελματικός προσανατολισμός). Επίσης, με στατιστική ανάλυση πληροφοριών σχετικά με τις κατευθύνσεις που ακολούθησαν οι απόφοιτοι παρελθόντων ετών, μπορεί να επιτευχθεί σύγκριση των προσδοκιών του σχολείου για τους συγκεκριμένους μαθητές σε σχέση με την πορεία που ακολούθησαν. Εξοικείωση με τα Υπολογιστικά Εργαλεία Η τεχνολογία βοηθά στη διάδοση των πληροφοριών και ενισχύει το όραμα και τους σκοπούς του εκπαιδευτικού οργανισμού για την ποιότητα της διδασκαλίας και της εκμάθησης. Όλοι οι συντελεστές της εκπαιδευτικής διαδικασίας ενημερώνονται ταχύτερα και εγκυρότερα μέσω ακριβέστερων, χάρη στην τεχνολογία, μεθόδων συλλογής πληροφοριών για το σχεδιασμό, την υλοποίηση και την αναθεώρηση των στόχων της εκμάθησης. Οι ανθρώπινοι πόροι παρουσιάζουν ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα την ενδυνάμωσή τους στη χρήση της τεχνολογίας καθώς και τη συμμόρφωση του εκπαιδευτικού οργανισμού με πρότυπα χρήσης της τεχνολογίας. Η ικανοποίηση των μαθητών από την ποιότητα των εκπαιδευτικών υπηρεσιών αυξάνεται αν οι εύρωστες τεχνολογικές υποδομές υποστηρίζουν την πρόσβαση σε πηγές γνώσεων σχετικών με τα προς εκμάθηση αντικείμενα. Επιπλέον, η μαθητική ικανοποίηση από την εκμάθηση της χρήσης της τεχνολογίας αυξάνεται στο βαθμό που αυτή προσανατολίζεται στην αγορά εργασίας ή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Επίσης, η χρήση αποτελεσματικών λογισμικών εργαλείων ευνοεί ιδιαίτερα το σχεδιασμό, την εφαρμογή και τον έλεγχο της εκμάθησης καθώς και τη βελτίωση του συνόλου των εκπαιδευτικών λειτουργιών και διαδικασιών. 51

Τα δεδομένα για τη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών στους δευτεροβάθμιους εκπαιδευτικούς οργανισμούς είναι περιορισμένα για τρεις λόγους: Πρώτον, παρέχονται πληροφορίες μόνο για το γνωστικό επίπεδο που απαιτεί η εκμάθηση από υπολογιστή. Κατά συνέπεια είναι δύσκολο να εξαχθούν πληροφορίες για να διαχωριστεί εάν οι μαθητές χρησιμοποιούν τον υπολογιστή για εκπαιδευτικούς ή για ψυχαγωγικούς σκοπούς. Δεύτερον, τα δεδομένα δεν παρέχουν πληροφορίες για να αναγνωρίσουν τη χρονική διάρκεια που οι μαθητές απασχολούνται συνολικά στους υπολογιστές, γεγονός το οποίο καθιστά δύσκολη την εκτίμηση της επιρροής της ηλεκτρονικής τεχνολογίας στην εκμάθηση. Τέλος, τα δεδομένα και οι πληροφορίες δεν είναι διαχωρισμένες για την εκπαιδευτική χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών στο σχολικό εργαστήριο ή αίθουσα από τη μία και στο σπίτι του μαθητή από την άλλη. Εν ολίγοις, οι παρεχόμενες σχετικά με την εκπαιδευτική χρήση των υπολογιστών πληροφορίες αφορούν κυρίως τη διαθεσιμότητα και την προσβασιμότητα των ηλεκτρονικών υπολογιστών στους μαθητές και όχι τον τρόπο αξιοποίησής τους. Πέρα από την ποιότητα της χρήσης των υπολογιστών για εκπαιδευτικούς σκοπούς, θα πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη σημασία σε άλλες παραμέτρους της τεχνολογίας που δύνανται να επηρεάσουν την ποιότητα της εκπαίδευσης. Η χρήση της τεχνολογίας για διδακτικούς σκοπούς θα πρέπει να εξετάζεται πάντα σε σχέση με την πρόσβαση των μαθητών σε αυτήν. Ο αριθμός των μαθητών ανά τμήμα καθορίζει την ευκολία που παρέχεται σε αυτούς να ενδυναμωθούν ως προς τη χρήση της. Οι εκπαιδευτικοί των δευτεροβάθμιων εκπαιδευτικών οργανισμών πρέπει να βοηθούν στο σχεδιασμό, στην εφαρμογή, στον έλεγχο της αποτελεσματικότητας και στις βελτιώσεις της χρήσης της τεχνολογίας στο πρόγραμμα της προς διδασκαλία ύλης. Πρέπει να καθορίζουν το σκοπό της χρήσης της τεχνολογίας, την επιλογή της και την αξιολόγηση της χρήσης της βάσει των εκπαιδευτικών στόχων. Πρέπει να διασφαλίζουν την άμεση πρόσβαση των μαθητών στις εκπαιδευτικές τεχνολογίες. Είναι ανάγκη να ενδυναμώνουν τους μαθητές ως προς την ηλεκτρονική εκμάθηση και παρουσίαση εργασιών. Όλα αυτά προϋποθέτουν να έχουν οι ίδιοι τις κατάλληλες γνώσεις χρήσης για την αξιολόγηση των διδακτικών και υποστηρικτικών τεχνολογικών εξοπλισμών. Θα πρέπει να συνεργάζονται επίσης με άλλους εκπαιδευτικούς της ίδιας τάξης, του ίδιου διδασκόμενου αντικειμένου, του ίδιου σχολείου ή άλλων εκπαιδευτικών οργανισμών για αποτελεσματικότερη διδασκαλία και εξεύρεση ιδανικών στρατηγικών εκμάθησης μέσω χρήσης της τεχνολογίας και να συνδέουν τις εφαρμογές της τεχνολογίας εντός της τάξης με αυτές στον εργασιακό χώρο. Επιπλέον πρέπει να χρησιμοποιούν την τεχνολογία και να ενημερώνουν για τα αποτελέσματα της εκμάθησης. Όσον αφορά το στρατηγικό σχεδιασμό των δευτεροβάθμιων εκπαιδευτικών οργανισμών, οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να 52

εναρμονίσουν την εφαρμογή της τεχνολογίας με τους συγκεκριμένους στόχους και απαιτήσεις εκμάθησης, να παρουσιάσουν τις συνεργατικές πρωτοβουλίες που αναπτύσσουν με τους μαθητές και τους γονείς για τη χρήση της. Επίσης, η ηγεσία των δευτεροβάθμιων οφείλει να χρησιμοποιεί την τεχνολογία για την ενημέρωση ως προς τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του εκπαιδευτικού οργανισμού, για την καταγραφή του οράματος, της φιλοσοφίας, των διαδικασιών του εκπαιδευτικού οργανισμού, για την ασφάλεια του προσωπικού και των μαθητών, για το σχεδιασμό, την εφαρμογή, την αξιολόγηση και τη βελτίωση της διδασκαλίας και της εκμάθησης. Επιπλέον, ο στρατηγικός σχεδιασμός αφορά και την επιλογή υποστηρικτικών υλικοτεχνικών υποδομών (εξοπλισμοί κυλικείου, υπολογιστές αρχειοθέτησης κοστολογικών δεδομένων, πυροσβεστήρες, φαρμακείο κ.ά.) για τη διαφύλαξη της ασφάλειας και της υγιεινής, τον έλεγχο της εφαρμογής τους και τις βελτιώσεις σε αυτά, καθώς ατυχή περιστατικά αυξάνουν τις απουσίες των μαθητών από την τάξη, με αποτέλεσμα μαθησιακές εκροές και έλλειψη ικανοποίησης. Διαδικασίες Μάθησης Οι θεωρίες μάθησης επηρεάζουν και θέτουν τις θεμελιώδεις αρχές για την ανάπτυξη της στρατηγικής της εκπαιδευτικής διαδικασίας και έχουν σημαντικές θεμελιακές διαφοροποιήσεις. Για παράδειγμα ο Συμπεριφορισμός υποστηρίζει τη μάθηση μέσα από την αλλαγή της συμπεριφοράς του ατόμου, λόγω ανακλαστικών λειτουργιών και είναι επικεντρωμένος στους στόχους μάθησης και στο περιεχόμενο της εκπαίδευσης, χωρίς να αντιμετωπίζει τις συνθήκες και το προφίλ του εκπαιδευόμενου. Ο εποικοδομητισμός, από την άλλη μεριά, θεωρεί γνώση τη μετατροπή που εξασκεί το άτομο στην πληροφορία που λαμβάνει προκειμένου να κτίσει τη γνώση του, δίνοντας έμφαση στη συμμετοχή του εκπαιδευόμενου και αντιμετωπίζοντας την εκπαίδευση ως μια προσωπική περιπέτεια. Ο εποικοδομητισμός ευνοεί τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος στο οποίο ο εκπαιδευόμενος έχει ενεργό συμμετοχή και ο καθηγητής έναν περισσότερο συντονιστικό και συμβουλευτικό ρόλο. Βασικό στόχο πρέπει να αποτελεί η προαγωγή καινοτόμων μεθόδων μάθησης για την ανακάλυψη των ιδιαίτερων ενδιαφερόντων και κλίσεων των μαθητών. Για παράδειγμα, η αυτορρυθμιζόμενη μάθηση είναι μία έμφυτα εποικοδομητική και αυτοκαθοδηγούμενη διαδικασία και προσδιορίζεται από την άποψη της αυτοπαραγόμενης σκέψης, αισθημάτων και πράξεων, τα οποία συστηματικά προσανατολίζονται προς την επίτευξη των σκοπών των ίδιων των μαθητών. Μία βασική δυνατότητα της SRL (Αυτορρυθμιζόμενη Μάθηση - Self Regulated 53

Learning) είναι η ικανότητα των μαθητών να καθοδηγούν τη δική τους μόρφωση. Οι μαθητές απασχολούνται με την αυτορρυθμιζόμενη μάθηση, διότι μπορούν να σχεδιάσουν μία δραστηριότητα μάθησης, να την επιμεληθούν και να την εκτιμήσουν καθώς και να εκτιμήσουν τη συμπεριφορά τους, χωρίς αυτό να συνεπάγεται ότι κάποιος μπορεί αυτόματα να διευθύνει και να καθοδηγεί τη διαδικασία μόρφωσης αποκλείοντας τη συμπαράσταση του εκπαιδευτικού ή του εγχειριδίου. Οικογενειακοί Παράγοντες Η ακαδημαϊκή επίδοση των μαθητών επηρεάζεται από εξωσχολικούς παράγοντες και από το οικογενειακό περιβάλλον των εκπαιδευομένων. Το οικογενειακό περιβάλλον επηρεάζει όχι μόνο την πιθανότητα τα παιδιά να εγγραφούν, να παρακολουθήσουν και να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους σε ένα σχολείο, αλλά επίσης επηρεάζει την μαθησιακή ικανότητά τους στο σχολείο. Τα ερεθίσματα που δέχεται ένας μαθητής από την οικογένειά του, δυνητικά μπορούν να δράσουν ως παράγοντες επαύξησης της μαθησιακής του ικανότητας στο σχολείο. Έτσι, ένα οικογενειακό περιβάλλον που μπορεί αν δώσει κίνητρα σε έναν μαθητή μπορεί να δράσει ως παράγοντας βελτίωσης της ποιότητας της μαθησιακής εκροής. Το οικογενειακό περιβάλλον σε συνάρτηση με τους κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες που περιβάλλουν έναν μαθητή, αποτελούν ισχυρούς παράγοντες βελτίωσης της απόδοσης των μαθητών. Η μαθησιακή εκροή που προκύπτει από ένα εκπαιδευτικό σύστημα εξαρτάται άμεσα από χαρακτηριστικά όπως η οικογενειακή κατάσταση των μαθητών και οι έμφυτες ικανότητες των μαθητών, περισσότερο δε και από τις εισροές που παρέχει ο εκπαιδευτικός οργανισμός. Βασικές μεταβλητές που αντικατοπτρίζουν την οικογενειακή κατάσταση είναι το οικογενειακό εισόδημα, το επίπεδο εκπαίδευσης των γονέων και τα επαγγέλματα των γονέων. Πιο συγκεκριμένα, το οικογενειακό εισόδημα αποτελεί παράγοντα που επηρεάζει την απαίτηση της οικογένειας για την άρτια εκπαιδευτική κατάρτιση των παιδιών. Σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα, τόσο στο δημόσιο όσο όμως κυρίως στο ιδιωτικό, η απαίτηση για χρηματικές εισφορές είναι αυξημένη. Το ίδιο σημαντικό ρόλο στην επιβάρυνση του οικογενειακού προϋπολογισμού παίζουν τόσο οι παράλληλες εκπαιδευτικές δραστηριότητες (φροντιστηριακή παιδεία, ιδιωτικά εκπαιδευτήρια ξένων γλωσσών), όσο και η ανάγκη μετοίκισης των παιδιών σε περιπτώσεις που οι σπουδές πραγματοποιούνται σε πόλη ή χώρα μακριά από την κύρια κατοικία. Μια οικογένεια με ισχυρό εισόδημα, ικανό να συντηρήσει άνετα τις ανάγκες που προκύπτουν από τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες των παιδιών, 54

μπορεί να προσφέρει στα παιδιά της όλα τα απαραίτητα εφόδια για μια επιτυχημένη εκπαιδευτική σταδιοδρομία. Το επίπεδο εκπαίδευσης των γονέων μπορεί να επιδράσει έμμεσα στο επίπεδο και την ποιότητα εκπαίδευσης των μαθητών. Οι γονείς με υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης έχουν την τάση να απαιτούν την αρτιότερη δυνατή εκπαιδευτική κατάρτιση των παιδιών τους. Δίνουν κατά αυτόν τον τρόπο όλα τα απαραίτητα εφόδια στους μαθητές ώστε να επιτύχουν υψηλές εκπαιδευτικές επιδόσεις. Παράλληλα, παρέχουν περισσότερους υλικούς πόρους καθώς και συνεισφέρουν με παράλληλες εκπαιδευτικές δραστηριότητες στην συνολική επιμόρφωση των παιδιών. Οι γονείς με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, δημιουργούν ένα φιλικό προς τον μαθητή περιβάλλον, που παρέχει όλα τα απαραίτητα κίνητρα και εφόδια στον εκπαιδευόμενο, ώστε να επιτύχει υψηλές μαθησιακές επιδόσεις. Το επάγγελμα των γονέων μπορεί ενίοτε να λειτουργήσει ως πρότυπο για το μαθητή, ωθώντας τον ουσιαστικά σε μεγαλύτερες επιδόσεις με στόχο την επίτευξη των ίδιων ή και καλύτερων εκπαιδευτικών επιδόσεων με αυτές του πατέρα ή της μητέρας αντίστοιχα. Ωστόσο η κύρια συνεισφορά αυτού του παράγοντα είναι ότι υποστηρίζει και ενδυναμώνει τους δύο προηγούμενους παράγοντες (Σαρόγλου, 2005). Κοινωνική Αποδοχή Γονέων Η έννοια της κοινωνικής αποδοχής, εμπεριέχει διαφορετικές, ακόμα και αντιμαχόμενες πολλές φορές, θέσεις, θεωρίες, απόψεις, ιδεολογίες, αξίες, προοπτικές, προσδοκίες, ακόμα και συγκρουόμενα κοινωνικά συμφέροντα. Αυτό είναι απολύτως φυσικό, εφόσον απορρέει από το κοινωνικό σύνολο που εμπεριέχει δυναμικά όλα τα παραπάνω (Γκιζελή, κ.ά., 2007). Η έννοια της αποδοχής ή της απόρριψης του εκπαιδευτικού συστήματος, στο βαθμό που αυτή μπορεί να προσδιοριστεί, προσλαμβάνεται διαφορετικά τόσο από το ίδιο το κοινωνικό σύνολο όσο και από τους ιθύνοντες σχεδιασμού της εκπαίδευσης και τις πολιτικές ηγεσίες. Η κοινωνική αποδοχή είναι απαραίτητος παράγων επιτυχίας κάθε εκπαιδευτικού συστήματος, αλλά και δύσκολος για να διερευνηθεί αξιόπιστα, καθώς τα δεδομένα στα οποία αναφέρεται δεν είναι καθολικής εμβέλειας αλλά αποτελούν στοιχεία που αναφέρονται στους πολλαπλούς στόχους του εκάστοτε εκπαιδευτικού συστήματος. Ορισμένοι εκπαιδευτικοί θεωρούν τους γονείς φορτικούς, ιδιαίτερα όταν κάνουν πολλές και άστοχες ερωτήσεις ή δίνουν συμβουλές για την εκπαίδευση του παιδιού τους, ενώ άλλοι παραπονούνται για την έλλειψη συνεργατικότητας και την αδιαφορία τους σε θέματα που αφορούν στη συνεργασία σχολείου και οικογένειας. Από την άλλη πλευρά οι γονείς δεν δείχνουν ιδιαίτερη 55

προθυμία συνεργασίας με τους εκπαιδευτικούς. Έτσι, η συνεργασία μεταξύ οικογένειας και σχολικών μονάδων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης καθίσταται δύσκολη και προβληματική (Lacey, 2001). Αναγκαία και απαραίτητη είναι η διερεύνηση των εμποδίων που καθιστούν δύσκολη μια τέτοια συνεργασία προκειμένου να γίνουν κατανοητές οι ανάγκες και ο ρόλος της κάθε πλευράς και να διευκολυνθεί η ομαλή μετάβαση του μαθητή από την εφηβεία στην ενηλικίωση και στην παραγωγική διαδικασία. Στην εφηβεία, σε σύγκριση με την παιδική ηλικία, πολλοί μαθητές εκδηλώνουν απρόβλεπτες και αντιφατικές αντιδράσεις. Η προσωπικότητά τους χαρακτηρίζεται από ρευστότητα ενώ πολλές διεργασίες που πυροδοτούν αλυσιδωτές ψυχολογικές μεταλλάξεις λαμβάνουν χώρα στη μεταβατική αυτή περίοδο της ζωής τους. Οι εφηβικές διεργασίες δημιουργούν ανησυχίες και άγχος στους γονείς οι οποίοι με τη σειρά τους μεταφέρουν αυτά τα συναισθήματα στην επικοινωνία τους με το σχολείο. Εξωσχολική Εκπαίδευση Είναι κοινώς αποδεκτό ότι σημαντικό ποσοστό από τον οικογενειακό προϋπολογισμό στη χώρα μας δαπανάται σε φροντιστήρια (σχολικών μαθημάτων, ξένων γλωσσών), αγορά βιβλίων, κ.ά. Τη συμπεριφορά αυτή τη συντηρεί η βαθιά χαραγμένη πίστη της ελληνικής κοινωνίας ότι η εγγραμματοσύνη είναι ο μόνος γνωστός και ασφαλής δρόμος κοινωνικής ανέλιξης και αυτό προϋποθέτει ότι ένα μεγάλο ποσοστό των οικογενειακών κονδυλίων θα επενδυθεί για την επιτυχία αυτού του στόχου. Επίσης, πολλές οικογένειες καταφεύγουν στο χώρο της ιδιωτικής εκπαίδευσης καθώς το δημόσιο σχολείο δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες τους, προσδοκίες που σχετίζονται με την παροχή ολοκληρωμένης παιδείας, εκπαίδευσης και αγωγής που καλλιεργεί τις ικανότητες και αναπτύσσει την προσωπικότητα και την κριτική σκέψη των μαθητών και με την επαγγελματική σταδιοδρομία των παιδιών τους. Έτσι, η επιλογή εξωσχολικών εναλλακτικών εκπαιδευτικών διαδικασιών συνοδεύεται και από μια αντίστοιχη υποτίμηση της δημόσιας, δωρεάν παρεχόμενης, υποστηρικτικής βοήθειας με τη μορφή της Ενισχυτικής Διδασκαλίας (Γυμνάσιο) και Πρόσθετης Διδακτικής Στήριξης (Λύκειο), θεσμός που δεν έχει προσελκύσει ιδιαίτερα το ενδιαφέρον μαθητών και γονέων. Το γεγονός αυτό πιθανώς συνδέεται με τα ιδιαίτερα προβλήματα που πλαισιώνουν και χαρακτηρίζουν τη λειτουργία του (οργάνωση, σχεδιασμός, υλοποίηση, στελέχωση τμημάτων με έμπειρους εκπαιδευτικούς, συγκρότηση των μαθητικών ομάδων με ενδεδειγμένα παιδαγωγικά κριτήρια και διδακτικούς στόχους). Ορισμένες άλλες αιτίες είναι οι υψηλοί στόχοι, η ανεπάρκεια διαθέσιμου διδακτικού χρόνου, ο 56

όγκος της διδακτέας ύλης, οι μαθησιακές δυσκολίες, κ.ά. Οι γονείς όλων των κοινωνικών στρωμάτων επιζητούν για τα παιδιά τους καλύτερη εκπαίδευση. Συνοχή Κριτηρίων - Συμπεράσματα Η μεγαλύτερη πρόκληση της χρησιμοποίησης της ποιότητας είναι η εφαρμογή της στην τάξη. Για το σκοπό αυτό πρέπει να αναπτυχθούν μέσα εσωτερικού κεντρίσματος των μαθητών. Η εκπαίδευση θεωρείται επιτυχημένη, όταν οι μαθητές έχουν αντιληφθεί και κατανοήσει το ρόλο τους και την αναγκαιότητα της μάθησης (Jarvenoja & Jarvela, 2005). Αυτό όμως θα επιτευχθεί, όταν το σχολείο δώσει σ αυτούς την ευκαιρία για μάθηση και τις κατάλληλες συνθήκες για το καλύτερο. Οι διδάσκοντες και γενικότερα το σχολείο πρέπει να αυξήσει τις προσδοκίες από τους μαθητές. Πρέπει να δημιουργηθεί ένα κλίμα υψηλών προσδοκιών τόσο για τους μαθητές όσο και για τους εκπαιδευτικούς και να αναπτυχθούν πρότυπα βάσει των οποίων πρέπει να μετριέται η απόδοση του μαθητή. Όλοι οι μαθητές μπορούν να μάθουν με τις κατάλληλες συνθήκες. Η αποτελεσματικότητα εξαρτάται από τις ίσες ευκαιρίες μάθησης σε όλο το μαθητικό πληθυσμό. Παρόλο που οι μαθητές μπορούν να θεωρηθούν πελάτες του εκπαιδευτικού οργανισμού, υφίσταται μία βασική διαφορά μεταξύ μαθητών και πελατών, όπως χρησιμοποιείται ο τελευταίος όρος παραδοσιακά στην παραγωγή αγαθών. Δεν υπάρχει τόσο μεγάλη ελευθερία επιλογής στους μαθητές όσο στους πελάτες. Σύμφωνα με την αντίληψη της Διοίκησης Ολικής Ποιότητας, η αναγνώριση της διαφορετικότητας των μαθητών συμβάλλει στη βελτίωσή τους, παράλληλα με τη βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος. Δηλαδή το μορφωτικό επίπεδο κάθε μαθητή είναι αποδεκτό και στόχος είναι η περαιτέρω βελτίωσή του, χρησιμοποιώντας μορφές αξιολόγησης ως δείκτες των ιδιοτήτων των διαδικασιών του συστήματος και της αποτελεσματικότητάς τους και όχι ως δείκτες αποτυχίας ή επιτυχίας των μαθητών. Η διαδικασία αυτή δεν υποβιβάζει την προσωπικότητά των μαθητών ούτε τους κατατάσσει σύμφωνα με τη βαθμολογία τους. Δημιουργεί αίσθημα ασφάλειας και ελευθερίας, που αποτελεί πρόσφορο έδαφος ανάπτυξης της δημιουργικότητας και της καινοτομίας, και επενδύει στις διαδικασίες συνεχούς βελτίωσης ως αποτέλεσμα συνεργασίας εκπαιδευτικών και μαθητών. Η δημιουργία ενός ανοιχτού και ελκυστικού μαθησιακού περιβάλλοντος, το οποίο να είναι προσαρμοσμένο στις ανάγκες των διαφόρων εκπαιδευομένων ομάδων, ώστε να μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην προαγωγή των ίσων ευκαιριών, στην ενίσχυση της κινητικότητας, των ανταλλαγών και της συνεργασίας, στην ενίσχυση των 57

δεσμών με τον κόσμο της εργασίας και της έρευνας, στην ανάπτυξη της βιώσιμης κοινωνικής αλληλεπίδρασης και της δημιουργικής συμμετοχής των πολιτών στα κοινά. Η βελτιστοποίηση κάθε ποιοτικής παραμέτρου θα συμβάλει και στην αναβάθμιση της γενικής παιδείας, αλλά και στον περιορισμό της σχολικής διαρροής, η οποία πυροδοτεί τον κοινωνικό αποκλεισμό και, τελικά την ανεργία και κάθε μορφή κοινωνικής παθογένειας. Ορισμένα από τα καίρια ερωτήματα που θα πρέπει να διερευνηθούν είναι: ποιος είναι ο ρόλος του σημερινού σχολείου και πώς εκτιμάται από εκπαιδευτικούς, μαθητές και γονείς, πώς αξιολογείται η μαθησιακή και παιδαγωγική διαδικασία της εκπαίδευσης σε σχέση με τις σημερινές ανάγκες των αποδεκτών, όπως αυτές διαμορφώνονται στην κοινωνία της γνώσης και της τεχνολογικής καινοτομίας, κατά πόσο επηρεάζεται ο εκπαιδευτικός και κοινωνικοποιητικός ρόλος του σημερινού σχολείου από την παρουσία των αλλοδαπών μαθητών, κατά πόσο επηρεάζεται το σχολείο, αλλά και οι λειτουργίες του, από την «οικονομία της αγοράς», κατά πόσο το ελληνικό σχολείο επιτυγχάνει να ανταποκριθεί και να ικανοποιήσει τις προσδοκίες εκπαιδευτικών, μαθητών και γονέων και κατά πόσο είναι αποτελεσματικό, εάν συνδέεται με την αγορά εργασίας, ποιοι άλλοι παράγοντες επηρεάζουν την ποιότητα της εκπαίδευσης, κ.ά., για τη βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης και για τον επαναπροσδιορισμό του ρόλου του σχολείου στη σημερινή κοινωνία. Στο σχολείο του αύριο, θα πρέπει η αυστηρότητα εφαρμογής των κανόνων του να ισορροπεί με την ελευθερία κινήσεων των μαθητών του και τη δημιουργικότητά τους. Ένα σχολείο που θα συνδέεται με την αγορά εργασίας μειώνοντας σημαντικά την ανεργία των νέων, έτσι ώστε η ελληνική εκπαίδευση να βελτιωθεί. Η αποτίμηση της ποιότητας θα πρέπει να επεκταθεί και εκτός των ορίων της εκπαιδευτικής κοινότητας. Στα πλαίσια της οικονομικής αναδιάρθρωσης και της συστοιχίας με το κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον η εκπαίδευση θα πρέπει να αυξήσει την ευελιξία και την προσαρμοστικότητα του ατόμου, εφοδιάζοντάς το με τις απαραίτητες ικανότητες και δεξιότητες χωρίς να αγνοείται ο μορφωτικός και παιδευτικός ρόλος του σχολείου που αποσκοπεί στη διαμόρφωση ολοκληρωμένων προσωπικοτήτων. Οι νέες αξίες και τα ισχύοντα καταναλωτικά πρότυπα υποβάλλουν, την αξιολόγησή τους με βάση το τυπικό αποτέλεσμα. Το σχολείο θα πρέπει να εντοπίσει και να εφαρμόσει τις ισορροπίες εκείνες που, εκτός από την προετοιμασία των μαθητών στις γνωστικές και επαγγελματικές τους ικανότητες, θα τους διαμορφώσει και εκείνα τα χαρακτηριστικά της ολόπλευρης ανάπτυξής τους ως αυριανούς πολίτες. Σκόπιμο κρίνεται να ενεργοποιηθεί και το δικαίωμα των γονέων για ελεύθερη παρακολούθηση της διδασκαλίας στο σχολείο. Για την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία του σχολείου με σκοπό 58

την επίτευξη των παιδαγωγικών και των άλλων συναφών στόχων, απαραίτητη είναι η συχνή, γόνιμη και εποικοδομητική επικοινωνιακή σχέση μεταξύ γονέων και εκπαιδευτικού προσωπικού σε ένα πλαίσιο αλληλοσεβασμού και αλληλοεκτίμησης. Οι γονείς ή και οι κηδεμόνες γενικότερα οφείλουν από την έναρξη της φοίτησης του παιδιού στο σχολείο να έχουν στενή συνεργασία όχι μόνο στα θέματα προόδου, αλλά και σε αυτά της γενικότερης συμπεριφοράς, όπως αυτό της κοινωνικοποίησης και της διαμόρφωσης του χαρακτήρα του. Η συνεργασία σχολείου και γονέων αναμφίβολα δεν είναι πάντα εφικτή, γιατί οι συνθήκες ζωής έχουν αλλάξει. Τα ηθικά και κοινωνικά πρότυπα έχουν μεταβληθεί ριζικά τις τελευταίες δεκαετίες. Το αίτημα για την αύξηση της παραγωγικότητας και των οικονομικών αποτελεσμάτων, απαιτούν από το γονέα περισσότερη ανάλωση χρόνου στον καθημερινό βιοπορισμό, σε βάρος της συμμετοχής του στη διαμόρφωση της σχολικής προόδου και του χαρακτήρα του παιδιού του. Έτσι, λοιπόν, ένα πλήθος από γονείς, κυρίως των χαμηλότερων οικονομικών στρωμάτων αδυνατούν να βοηθήσουν δίνοντας την εντύπωση ότι αδιαφορούν για τη σωστή και ποιοτική εκπαίδευση του παιδιού τους. Και επιπλέον, ότι ενδιαφέρονται μόνο για την απασχόλησή του και την προστασία του κατά το χρονικό διάστημα που αυτοί δραστηριοποιούνται επαγγελματικά. Παρά τα όποια προβλήματα, το δημόσιο σχολείο εξακολουθεί να αποτελεί σημαντικό φορέα κοινωνικοποίησης, που δίνει την ευκαιρία στο μαθητή να εκφράζεται ελευθέρα, να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, να συμμετέχει σε πολιτιστικά και κοινωνικά δρώμενα, να συνεργάζεται, να αξιοποιεί τη διαφορετικότητα, να δημιουργεί, να επικοινωνεί με τους συμμαθητές του και τους εκπαιδευτικούς. Βιβλιογραφία: Γκιζελή, Β. Δ., Μακρίδης, Γ. κ.ά., (2007). Κοινωνική αποδοχή. Επιθεώρηση Εκπαιδευτικών Θεμάτων, 13, σσ.166-180. Ζωγόπουλος, Ε. (2011). Ανάλυση Παραγόντων και Κριτηρίων και Υλοποίηση Μοντέλου Βελτίωσης Ολικής Ποιότητας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Αθήνα, αυτοέκδοση. Σαρόγλου Κ. (2005). Αρχές ολικής ποιότητας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση: από τη θεωρία στην πράξη. Διπλωματική εργασία στο διατμηματικό πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών στη διοίκηση επιχειρήσεων. Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Achilles, C. M. (1996). Response to Eric Hanushek: Students Achieve More in Smaller Classes. Educational Leadership, pp.76 77. Grissmer, D., Flanagan, A. and Williamson, S. (1998). Why Did the Black-White Score Gap Narrow in the 1970s and 1980s? In The 59

Black-White Test Score Gap, edited by C.Jencks, and M. Phillips. Washington, DC: Brookings Institution Press. Hanushek, E. A. (1992). The Trade-Off between Child Quantity and Quality. Journal of Political Economy, 100(1), pp.84 117. Jarvenoja H. & Jarvela S. (2005). How students describe the sources of their emotional and motivational experiences during the learning process: A qualitative approach, Learning and Instruction, Vol.15, No.5, pp.465-480. Krueger, A. B. (1998). Experimental Estimates of Education Production Functions. Princeton, NJ: Princeton University Industrial Relations Section, pp.3-5. Lacey, P. (2001). Support partnerships. London: David Fulton Publishers Ltd. Lee, J. & Barro, R. (2000). Schooling Quality in a Cross Section of Countries, Korea University, Harvard University, pp.4-17. 60