ΣΑΤΙΡΑ 2008 Η σάτιρα γράφτηκε από τον Ιάκωβο Ιωάννου, τις ιστοριούλες μάζεψε ο Αντώνης Καραντώνης, το κείμενο δακτυλογραφήθηκε από τον Αντώνη Καραντώνη και διορθώθηκε από τον Χριστόφορο Μάκη. Επια την πέννα τζι έκατσα τζιε φέτι για να γράψω για τες κουβέντες π άκουσα σάτυρα να συντάξω, κουβέντες πουν πραγματικές ούλες τους εν αλήθκεια διώ σας πιστοποιητικό πως έννεν παραμύθκια. Εν οι Μηλιώτες μάνα μου του γέλιου μιάλοι παίκτες παγκόσμιοι πρωταθλητές μεγάλοι περιπαίχτες. Εχομεν το στο γαίμα μας αρέσκουν μας τα χάζια πάντως λαλώ καλιώρα μας εν βάλλουμε μαράζια. Μουχτάρη μου για λλόου σου πρώτου την έννιαν είχα, πρόεδρε της κοινότητας αγαπητέ Παττίχα εκέρδισες τες εκλογές στους ψήφους ήρτες πρώτος τζιαι έβκει μεγάλη τσακριτζιά μα τζιαι μεγάλος κρότος. Εκαμες προεκλογικό εδούλεψες καμπόσο, για κάτι πούμουν μάρτυρας όμως θα σε προδώσω. Θυμάσαι που μαστεν οι δκυό μαζί με τον Αντώνη τον γιό καλέ της Ειρηνούς το γένος Καραντώνη. Τζιαι ελαμνήσαμε τζιοι τρεις εις το Μαρί να πάμε τζιε γρισταρκά σπιθκιάσιμη στην Ντίνα για να φάμε. Ετσι σαν επηαίνναμεν εφώναξες τ Αντώνη να κάμει στραβοτιμονιά να κόψει το τιμόνι, την στράτα ένας κουρκουτάς βούραν να διασχίσει τζιαι του Αντώνη είπες του να μεν τον ητσιλλίσει. Εγλεπε ρε Αντώνη μου είπες του μ έναν ύφος ο κουρκουτάς εν χωρκανός εν σίουρα μια ψήφος. Τώρα γελάς μουχτάρη μου μ αύριο εν να κλαίεις που να σας πιαν το κύπελλο τι θα σιεις για να λέεις. Εμέναν εν τζιαι κόφτει με Παττίχα που κανένα μα το Ζιαρτέλ (ποδοσφαιριστής της Ανόρθωσης) συγκόφκω τον τζιαι πιο πασιή που σένα. Μαν τούτος που να φκάλει γκολ το δίκτυ να τρυπήσει, χαρκούμαι μόνο για φαϊ κάμνει τζιαι για τζιημήσι.
Εγιώνι που σε έφτασα Μουχτάρη πούσουν νέος, μεγάλος ποδοσφαιριστής ήσουν πολλά σπουδαίος. Θυμούμαι που επαίζαμε κάποτε δίπλα δίπλα που τράβας σιούτ σαν κεραυνό, πούσιες σπουδαίαν τρίπλα. Αρκεψε την προπόνηση Παττίχα να προφτάσεις καμιάν εικοσαρκά κιλά όμως πρέπει να χάσεις. Οφτά στον φούρνο μεν βάλλεις τζιαι την σούβλα κόψε, απόδειξε ότι μπορείς άρκεψε που τα πόψε. Δείξε σε τούτο τον Ζιαρτέλ, τζιαι στον Μπουαβεντούρα, παίξε μάππα καλλύττερη τζιαι πιο πολλά τους βούρα, να κάμεις υπερήφανους τζιαι μας τους χωρκανούς σου ένθερμους τζιαι τους πιστούς Παττίχα οπαδούς σου... Αντώνη Καραντώνη μου είπες μου μιαν ημέρα, μιαν ιστορία που παλιά τζιαι έθελα αέρα, που πήαιννες Δημοτικό τζιαι ήσουν τάξη Τρίτη, τζιαι τον Αντρίκκο φίλο σου έκαμνες του Πραστίτη, έθελεν η δασκάλα σας νάβρει ένα μασιαίρι τζιαι ο Αντρίκκος μονομιάς είσιε ψηλά το σιέρι. Παιδκιά ποιός που εσάς έσιει ένα μασιαίρι, έσιεις εσύ Αντρίκκο μου θωρώ ψηλώνεις σιέρι. Τζιαι απαντά ο Αντρίκκος μας που τ όνομα τ ακούει. Κυρία, μασιαίρι εν έχω, κάμνει σου το τσιακκούι; Ετσι κουβέντες είχαμε τζιαι που εγινισκούνταν τζιαι εκυκλοφορούσασιν τζιαι εφτύς εακουούνταν. Θυμάστε φίλοι, του Κρανή τον Προδρομή τον γιό του, τζείνο το περιστατικό που γίνην το δικό του. Μόλις κυκλοφορήσασιν εις τη Μηλιά γραβάτες, ο Προδρομής εφόρεν τες όμορφες τζιαι μοδάτες. Ηρτεν σε μιάν εποχή που ήταν καλοτζιαίρι που ππέφταν πας τα δώματα να τους φυσά τ αέριν. Εξύπνησεν ένα πρωί ο Προδρομής τζιαι σάστην, εντύθην, εχτενίστηκεν τζιαι άμαν εποσπάστην, γύρεψε την γραβάτα του τζιαι του Κρανή φωνάζει που πας το δώμα έππεφτε ακόμα για να πνάζει. «Πατέρα την γραβάτα μου αν θέλεις άρπαξε την ήρτα κάτω τζιαι ξίασα αν θέλεις πέταξε την». Μα ο Κρανής δεν ήξερε γραβάτες τζ ιστορίες ποτούτην την εξέλιξη μόδες τζιαι φασαρίες.
Γιέ μου, λαλεί του Προδρομή, θέλεις για να αρπάξω στο δώμα την κρεβάτα σου τζιαι κάτω να πετάξω; Ατε πατέρα, είπε του ο Προδρομής του γέρου θ αρκήσω τζι οι παρέες μου αλόπως θα με δέρουν. Καλά λαλεί του ο Κρανής αφούτις επιμένεις πετάσσω την να μεν σε χω άλλο να περιμένεις. Τζιαι το κρεββάτι που ππεφτε έπιαν τζιαι βούννησε του Τζι ο Προδρομής αρκοφωνές αμέσως άρκεψεν του. Πατέρα μου είντα πούκαμες, θέλεις να με σκοτώσεις, έσυρες μου το πάνω στην κκελλέ να με ισοπεδώσεις; Φίλε Σαββή του Τάκαρου πόσιες ταμπεραμέντο στην ψαλτιτζιή τζιαι στο φκιολί πούσεν κρυφό ταλέντο, προχτές που εβρεθήκαμε τζιαι έκατσα μιτά σου, εκράτεσε παράπονο τζι ελάλες τα δικά σου. Λαλώ σου είντα σιεις Σαββή, ηρέμησε τζιαι πέμου. Λαλείς μου ρε Ιάκωβε έχω πρόβλημα γιέ μου. Μήκακον είσαι άρρωστος εγιώ ερώτησα σε, ώσπου τζιαι τα κατάφερα Σαββή τζι εξήφκαλα σε. Που πάεις εις την εκκλησιά τζιαι στέκεσαι τζιε ψάλλεις τους στίχους εις υπόψη σου πολλά βαθκεία τους βάλλεις. Μέσα εις το απόδειπνον μια εντολή ορίζει ο άνθρωπος τη σάρκα του να μεν την ερεθίζει, να μεν αφήνει το μυαλό να σκέφτεται το σώμα γυμνό να κουλλουρκάζεται πάνω σε ένα στρώμα. Ιάκωβε θκειαβάζω τα που ψάλλω κάθε μέρα πε τζιαι να πεις τα ίδια κατάπτωση μου φέρα, τζιαι διατρέχω κίνδυνο αλόπως να ποζέξω. Μα κόμα αφού είμαι μιτσής, τζιαι ζωηρός μα τζιαι ροτσής τζιαι ννα το ρίξω έξω.. Επόμενο στην λίστα μου τζιαι τον καλοσωρίζω, τον γιο του Ούκκου χωρκανοί το φίλο το Λοϊζο, να με πληροφορήσουσιν κάποιοι εαναλάβαν για την παγίδα πόστησεν εις τη Γιορτού του Σάββα. Είσιεν που λέτε η Γιορτού ρέντες δίπλα στη Φάρμα κάτι αγγούρκα έφκαλλε φρέσκα μα ήταν χάρμα, που πήαιννε εις στα κτηνά στη μάντρα τζι έσαζεν τα στο τέλος τζιαι τα ρεντικά δίπλα επότιζεν τα,
τζιαι έστρωσε την αγγουρκά δίπλα που το κουπάϊ, μα ο Λοϊζος έψαχνε τρόπο να μπεί να φάει. Τζιαι είντα που εσκέφτηκεν αν κόφκει το μυαλό σας, να δείτε ήντα πονηρό έσιετε χωρκανό σας. Εκρέμμασεν εις το λαιμό τζείνος καμπανελλούι τζιαι η Γιορτού ενόμιζε πως ήταν το ριφούι, που το χωράφιν έφεφκε στην μάντρα να σκοπίσει τζιαι ο Λοϊζος έβρισκε πλάτσα να αλωνίσει, έτρωε τα αγγουράκια του, χαμαί να μεν μηνίσκει, τζιαι η Γιορτού εσκέφτετουν είνταλως λλιανίσκει. Γειά σου Λοϊζο χωρκανέ είσαι μυαλό σαϊνι, του Μάνι-Μάνι τ όνομα αθάνατο να μείνει.. Στο γιο του Λούκα εν να πω στο φίλο το Σωτήρη, εις το καζίνο μια ζαρκά να πάει για να σύρει, άκουσα ότι τον βουρά η τύχη τελευταία εκέρτισε σε κλήρωση ταξίδκια πουν ωραία. Προχτές εκάμαν κλήρωση τζιαι είχαν ταξίδι πάνω εις την Αθήναν εκδρομή με το αεροπλάνο. Ενεκατώναν τους λαχνούς κάποιος για να τραβήσει τζιαι ο Σωτήρης έθελε κάτι για να μιλήσει που έτσι τύχη μάνα μου εμάς εν νάρτει νάβρει να δούμε που εν που να φκεί εμάς εν κάττα μαύρη. Τζιαι άμαν τζιαι ετραβήσασιν λαλώ σας ένα πράμα έππεσε τζείνου ο λαχνός εγιούτισεν το κλάμα. Σ ένα που τα ταξίθκια του εν τζιεν καθόλου λλία, πάντα με την Μαρίνα του τζιαι πήαν στη Γαλλία, εκάτσαν να πιούν ποτό τζι έθελε καλαμάκι, για να ρουφά καλλύττερα τζιαμαί το φραπεδάκι. Μα γαλλικά εν ήξερε πως θα το παραγγείλει τζιαι η Μαρίνα ανέλαβε για να του παρατζίηλει. Ακου εμέ Σωτήρη μου που ξέρω τζιαι πεντέξι τα γαλλικά εν εύκολα βαλλε το ΛΑ τζιαι λέξη. Εφώναξε του καρσονιού κοντά του για να έρτει τζι έπιαν το ύφος του, έκαμνε τζιαι το σέρτη. Ακου κουμπάρε για να πιώ εγίωνι το ποτό μου, ΛΑ καλαμάκι φέρε μου άτε να δω το γιό μου. Γειά σου Σωτήρη άρχοντα που τα παιθκιά τα λλία αφήκες την σφραγίδα σου τζεικάτω στη Γαλλία...
Φίλοι Μηλιώτες χωρκανοί, ούλλοι αγαπημένοι σαν είμαστε στην προσφυγιά νάμαστεν ενωμένοι. Εσιει ο τζιαιρός γυρίσματα τζιαι ο Θεός ηξέρει πάλε ξανά εις τη Μηλιά μπορεί τζιαι να μας φέρει.