Οδυσσέας Ελύτης: Νόμπελ για την ομορφιά και την καθαρότητα Το κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε χρόνια πριν, με αφορμή μια έκδοση με τους πιο σπουδαίους παγκόσμιους Έλληνες δημιουργούς. Δεν πρόκειται απλά για βιογραφία. Είναι η ζωή του Οδυσσέα Ελύτη αποτυπωμένη με κάποια φαντασία και λογοτεχνική μορφή. του Νίκου Παπανικολάου Στα 27 του χρόνια, καθισμένος στο πατάρι του «Λουμίδη», στην οδό Σταδίου, πλάι στον ποιητή Νίκο Γκάτσο, δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει τι σήμαινε το γεγονός ότι είχε ήδη γνωρίσει την «ελίτ» της ελληνικής διανόησης. Ότι πολύ σύντομα θα αποτελούσε ενεργό μέλος της και θα αποδεικνυόταν άξιος εκπρόσωπός της μ ένα ψευδώνυμο που έκανε τον γύρο του κόσμου: Ελύτης. Είχε ήδη αποφασίσει για την πορεία που θα ακολουθούσε στους δύσκολους κόσμους της ποίησης, όχι χωρίς δυσκολίες και πισωγυρίσματα. Τα πρώτα του βήματα ήταν δειλά και έγιναν κρυφά από τους δικούς του ανθρώπους, εξαιτίας της λογικής εμμονής τους στη συνέχιση της οικογενειακής παράδοσης. Με μια επιχείρηση εξαιρετικά μεγάλη, με μια μακρόχρονη ιστορία, δεν ήταν επιτρεπτό να σπάσει αυτός την ατέρμονα αλυσίδα της! Τον Μάρτιο του 1938, ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης μόλις είχε απολυθεί από τον στρατό και είχε γράψει τα ποιήματα «Μαρίνα των βράχων», «Η Ηλικία της γλαυκής θύμησης» και είχε συμπληρώσει τις σειρές «Αιθρίες» και «Η συναυλία των υακίνθων». Εκεί, πίνοντας τον καφέ του ανάμεσα σε γνωστές του φυσιογνωμίες, αφέθηκε σ ένα γλυκό ονειροπόλημα Είχε γεννηθεί σε μια δύσκολη περίοδο, στις 2 Νοεμβρίου του 1911, στο Ηράκλειο Κρήτης, στη
συνοικία Εφτά Μπαλτάδες. Οι Κρητικοί είχαν ξεσηκωθεί απαιτώντας, με την πολιτική τους δράση, την ανεξαρτησία του νησιού και την ένταξή του στην Ελλάδα, αφυπνίζοντας πνευματικά μια ολόκληρη γενιά! Γέννημα αυτής της εποχής, που αργότερα έδειξε να έχει επηρεάσει βαθύτατα τον Οδυσσέα Ελύτη, ήταν και ο Νίκος Καζαντζάκης. Ηταν το έκτο παιδί των Μυτιληνιών Παναγιώτη Αλεπουδέλη και Μαρίας Βρανά. Ο πατέρας του, πλοιοκτήτης που δούλευε στη γραμμή Ηράκλειο Σύρα Πειραιάς, βοήθησε τους επαναστάτες μεταφέροντας με το πλοίο του στη νότια Κρήτη, υπό δυσμενείς συνθήκες, πολεμοφόδια, ιματισμό και τρόφιμα. Με το πέρας της εξέγερσης και τη δημιουργία για το νησί αυτόνομου κράτους (1898-1913), ο Παναγιώτης Αλεπουδέλης εξελέγη δημοτικός σύμβουλος στο Ηράκλειο, θέση την οποία διατήρησε από το 1907 έως το 1912. Εκτός από πλοιοκτήτης, ήταν έμπορος και βιομήχανος με συγκρότημα ελαιουργίας, πυρηνελαιουργίας και σαπωνοποιίας στην παραλία της πόλης. Το 1914 το μετέφερε στον Πειραιά, γεγονός που σήμανε και τη μετακίνηση της οικογένειάς του προς την Αθήνα. Κατέλυσαν στη Σόλωνος 98α, σ ένα σπίτι, στο οποίο παρέμειναν έως το 1930. Εκεί, στου Λουμίδη, ακούγοντας τον φίλο του Νίκο Γκάτσο να μονολογεί, αισθανόταν βέβαιος ότι όλα σιγά σιγά θα αποκτούσαν την καθαρότητα, την οποία επιδίωκε και στην ποίησή του. Ο μικρός Οδυσσέας ευτύχησε, από πολύ μικρή ηλικία, να γνωρίσει από κοντά μεγάλες προσωπικότητες του τόπου. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, με τον οποίο ήρθε σε μια πρώτη επαφή, όταν ακόμη ήταν τεσσάρων ετών, στο πατρικό κτήμα του Ακλειδιού, όπου έκανε τις πρώτες του καλοκαιρινές διακοπές. Εκεί είχε προστρέξει ο Έλληνας πολιτικός και μετά τη διαφωνία του με τον βασιλιά Κωνσταντίνο που είχε προηγηθεί της παραίτησής του. Οι γονείς του τον έγραψαν στο ιδιωτικό σχολείο του Δ. Ν. Μακρή, στην οδό Ιπποκράτους, στο οποίο δίδασκαν οι Μ. Παναγιωτόπουλος, Γ. Αποστολάκης και Ι. Θ. Κακριδής. Ήταν λίγο πριν από τη μεγάλη τραγωδία που χτύπησε την οικογένειά του! Η επιδημία ισπανικής γρίπης που είχε ξεσπάσει, οδήγησε στο θάνατο τη Μυρσίνη, την εικοσάχρονη αδελφή του επτάχρονου, τότε, Οδυσσέα. Τα πολιτικά γεγονότα, όμως, έτρεχαν κάποιες φορές ανεξέλεγκτα! Ο Βενιζέλος έχασε τις εκλογές του 1920 και η οικογένεια του μικρού γνώρισε τον διωγμό, εξαιτίας των βενιζελικών της φρονημάτων, με αποκορύφωμα τη σύλληψη του Παναγιώτη Αλεπουδέλη.
Ο Οδυσσέας είχε ήδη αρχίσει να πηγαινοέρχεται για διακοπές στις Σπέτσες, ανάμνηση που διατήρησε σε όλη τη ζωή του. Η λατρεία του για τα ελληνικά νησιά αποτυπώθηκε ακέραια, σε ολόκληρο το ποιητικό του έργο. Είχε κανείς την εντύπωση ότι η ζωή του ποιητή ήταν ταγμένη, μέσα από μια μυστικιστική, σχεδόν πρωτόγονη σχέση, στη θάλασσα. Σε αυτήν στρεφόταν για να πάρει ανάσες ζωής, από αυτήν αντλούσε συναίσθημα και δανειζόταν εκφραστικά μέσα. Στο σχολείο, την περίοδο της Μικρασιατικής καταστροφής, ασχολήθηκε με τον κλασικό αθλητισμό, κερδίζοντας τους σχολικούς αγώνες των 100 μέτρων. Παρά τα προβλήματά της, η οικογένειά του φιλοξένησε πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία επιδεικνύοντας, για άλλη μια φορά, μια ξεχωριστή ευαισθησία σε εθνικά θέματα. Η οικονομική της ευμάρεια του επέτρεψε, στα δώδεκά του χρόνια, να γνωρίσει από κοντά διάφορες πόλεις της Ευρώπης, μεταξύ των οποίων τη Λωζάνη, εκεί όπου συνάντησε και πάλι τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Το 1924 γράφτηκε στο Γ Γυμνάσιο Αρρένων και ξεκίνησε τη συνεργασία του με το περιοδικό η «Διάπλασις των Παίδων». Ήταν ένα όμορφο παιδί, που στις παρέες έδειχνε μια εκπληκτική σεμνότητα και αυτοσυγκράτηση, που διατηρούσε μια ξεχωριστή ηρεμία. Όμως, το κακό ξαναχτύπησε! Μετά το θάνατο της αδελφής του, ο Οδυσσέας έχασε, το 1925, και τον πατέρα του, από πνευμονία. Μετά τη Σύρο, σειρά είχαν τα νησιά Σαντορίνη, Τήνος, Μύκονος, αυτά δηλαδή που «γαλούχησαν» τον ποιητή Ελύτη σε μια αιγαιοπελαγίτικη «φιλοσοφία». Λίγο πριν πάρει το απολυτήριο του γυμνασίου, είχε ήδη γνωρίσει την ποίηση του Κωνσταντίνου Καβάφη και είχε δείξει τη μεγάλη του κλίση προς τη λογοτεχνία. Πριν όμως κάνει τη μεγάλη του στροφή προς την ποίηση, διαβάζοντας Ελιάρ, Λόρκα και ανακαλύπτοντας τον υπερρεαλισμό, έμελλε
να έρθει σε «ρήξη» με το οικογενειακό του περιβάλλον. Το καλοκαίρι του 1928, περίοδο κατά την οποία τους επισκέφτηκε στο πατρικό τους κτήμα ο Βενιζέλος, δέχτηκε αφόρητες πιέσεις να σπουδάσει χημικός. Το 1930 μετακόμισαν στην οδό Μοσχονησίων 14β και ο Οδυσσέας αποφάσισε να γραφτεί στη Νομική σχολή, ασχολούμενος, παράλληλα, με μεταφράσεις των κειμένων του Τρότσκι για φοιτητική εφημερίδα και δημοσιεύοντας τα πρώτα του ποιήματα, με διάφορα ψευδώνυμα. Η λογοτεχνία, όμως, δεν του αρκούσε. Η φιλοσοφία ήρθε να καθησυχάσει κάπως την ανησυχία του και να απαντήσει στον ευαίσθητο, ανικανοποίητο χαρακτήρα του. Το 1933 έγινε μέλος της «Ιδεοκρατικής Φιλοσοφικής Ομάδας του Πανεπιστημίου Αθηνών», την οποία είχαν ιδρύσει οι Κανελλόπουλος, Τσάτσος, Θεοδωρακόπουλος και Συκουτρής. Τον ίδιο χρόνο, γνωρίστηκε με τον Σαραντάρη, που του σύστησε τους εκδότες του περιοδικού «Νέα Γράμματα», Σεφέρη, Κατσίμπαλη, Θεοτοκά, Καραντώνη. Γνωρίστηκε, όμως, και με τον Ανδρέα Εμπειρίκο, όπως και με το έργο του ζωγράφου Θεόφιλου, που τον επηρέασε αφάνταστα. Το 1935, έχοντας ήδη γράψει τα Πρώτα ποιήματα» που αργότερα παρουσιάστηκαν στους «Προσανατολισμούς», δημοσίευσε στο τεύχος του Νοεμβρίου ποιήματά του με το ψευδώνυμο «Ελύτης», το όνομα με το οποίο καθιερώθηκε, κέρδισε το Νόμπελ λογοτεχνίας και έγινε γνωστός παγκοσμίως. Από το καφέ του Λουμίδη περνούσαν τα μεγαλύτερα ονόματα των τεχνών, πρόσωπα που έπαιξαν σημαντικότατο ρόλο στη διαμόρφωση της ποιητικής μορφής του Οδυσσέα Ελύτη και έδωσαν λάμψη στην ελληνική δημιουργία. Αν τον ρωτούσαν ποιος τον επηρέασε περισσότερο, ίσως να μιλούσε για τον Μαξ Έρνστ, τον υπερρεαλισμό, τον Θεόφιλο ή την προσωκρατική φιλοσοφία, την Πυθαγόρεια Αριθμητική και την ανατολική πνευματικότητα. Ιδέες και πρόσωπα που γοήτευαν και την ομήγυρή του στις ατέλειωτες λογοτεχνικές τους συζητήσεις.
«Τα όπλα μου είναι η ομορφιά και η αθωότητα. Μόνο στο κίνημα του Μάη του 68 είχε αναπτυχθεί ένα τέτοιο πνεύμα», είχε ομολογήσει ο ίδιος. Με τον Νίκο Γκάτσο γνωρίστηκαν το 1937, λίγο πριν ο Eλύτης καταταγεί στον στρατό και στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών της Κέρκυρας. Οι μήνες από τον Ιανουάριο έως τον Σεπτέμβριο, πέρασαν πολύ δύσκολα για τον νεαρό άντρα που είχε αγαπήσει την ησυχία της ποίησης και τη γαλήνη του Αιγαίου. Ο Σεφέρης με επιστολές του τον παρηγορούσε, έως ότου, τελικώς, μετατέθηκε στην Αθήνα. Παρά τις αντιξοότητες των καιρών, η επαφή του με την ποίηση δεν χάθηκε ποτέ! Έγραψε τα ποιήματα «Οι κλεψύδρες του αγνώστου» και οι «Σποράδες» και από το 1938, με τον Γκάτσο, φτιάχνοντας μια ολόκληρη παρέα με κοινές ευαισθησίες, καθιέρωσαν ως λογοτεχνικό στέκι το πατάρι του «Λουμίδη» στην οδό Σταδίου, και το καφενείο «Ηραίον». Οι δουλειές του δημοσιεύονταν ή εκδίδονταν (οι «Προσανατολισμοί» από τον «Πυρσό») η μια μετά την άλλη (μετέφρασε Lautreamont, έγραψε τη «Θητεία του καλοκαιριού») προκαλώντας τεράστιο ενδιαφέρον. Ο S. Baud-Bovy μετέφρασε ποιήματα του στα γαλλικά, ενώ στα «Νέα Γράμματα» δημοσιεύτηκε μελέτη του Α. Καραντώνη με τίτλο «Η ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη». Οι επαφές του, τώρα πια, απέκτησαν μια άλλη διάσταση! Γνωρίστηκε με τον Χένρι Μίλερ κι ενώ η οικογένειά του μετακόμισε στην οδό Ιθάκης 31, ο πόλεμος του 40 τον ανάγκασε να καταταγεί ως ανθυπολοχαγός στο 24ο Σύνταγμα Πεζικού και να πολεμήσει στα Βορειοηπειρωτικά βουνά. Το 1941, με βαρύ κρούσμα κοιλιακού τύφου, μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Ιωαννίνων, λίγο πριν καταφέρει, κάτω από τραγικές συνθήκες, να διασωθεί και να φτάσει στην Αθήνα. Ήταν η εποχή της ποιητικής σειράς «Ήλιος ο Πρώτος». Το 1944, στα επανεκδοθέντα «Νέα Γράμματα» δημοσίευσε το δοκίμιο «Τα κορίτσια», που αποτέλεσε και την αιτία να κληθεί σε ανάκριση από τη γερμανική λογοκρισία! Την επόμενη χρονιά δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Τετράδιο» το «Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας». Όπως πολύ αργότερα ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Δημήτρης Χορν, ο Οδυσσέας Ελύτης διορίστηκε διευθυντής προγράμματος της νεοσύστατης ραδιοφωνίας. Η ποίησή του ήταν πια γνωστή παγκοσμίως για το λυρισμό και το έντεχνο «κάλλος» της. Η φύση, πάντα παρούσα, ανέπνεε ανάμεσα στις λέξεις που ανέσυρε από ένα εκπληκτικά πλούσιο λεξιλόγιο, μυστήρια, βουβή απέναντι σε μια λιτή ποίηση που επιδίωκε εναγωνίως. H ζωή του συνέχισε να είναι, από κάθε άποψη, άκρως δημιουργική. Τα έργα του, που τα περισσότερα μεταφράστηκαν σε άλλες γλώσσες, και οι γνωριμίες του, όπως αυτή με τον Πολ Ελιάρ και τον E. Teriant, επαυξάνονταν, όπως και οι συνεργασίες του με εφημερίδες («Ελευθερία», «Καθημερινή») ή περιοδικά («Αγγλο-ελληνική Επιθεώρηση» του Γ. Κ. Κατσίμπαλη), στα οποία αρθρογραφούσε, σχολίαζε, έγραφε δοκίμια. Από το 1948, έπειτα από πολλές προσπάθειες, του χορηγήθηκε διαβατήριο και αναχώρησε για μόνιμη εγκατάσταση στο Παρίσι, όπου ήρθε σε επαφή με τους Picasso, Leger, Matisse, Shagal, Giacometti, Char. Την ίδια ώρα που στην Αθήνα ο Αλέξης Σολομός παρουσίαζε σε θεατρική μορφή το «Άσμα ηρωικό
και πένθιμο», ο ίδιος συνεργαζόταν στο Λονδίνο με το BBC και ξεκινούσε τη συγγραφή του «Άξιον Εστί». Τον Σεπτέμβριο του 1951 επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου δύο χρόνια αργότερα διορίστηκε και πάλι Διευθυντής Προγράμματος του ΕΙΡ και μέλος του Δ.Σ. του Θεάτρου Τέχνης, και λίγο αργότερα πρόεδρος του Δ.Σ. του «Ελληνικού Χοροδράματος». Το 1956 ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο Τέχνης «Ο κύκλος με την κιμωλία» του Μπρεχτ, σε δική του μετάφραση, και το 1957 μετακόμισε στην οδό Πελλήνης 1. Τον Δεκέμβριο του 1959 εκδόθηκε το «Άξιον Εστί» που του πρόσφερε μεγάλη χαρά, πριν τον βυθίσει στη θλίψη ο χαμός της μητέρας του και του αδελφού του Κωνσταντίνου. Mετά το έργο του «Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό», ακολούθησε η απονομή του Α Κρατικού Βραβείου Ποίησης και το 1961 στην Αμερική, σε συνεργασία με τον Teriade, η ίδρυση του «Μουσείου Θεόφιλου». Την επόμενη χρονιά μετακόμισε στην οδό Σκουφά 23, λίγο πριν ταξιδέψει στη Σοβιετική Ένωση και συναντηθεί με τον Γεφτουσένκο. Το 1964 έγινε η πρώτη εκτέλεση του λαϊκού ορατορίου του Μίκη Θεοδωράκη πάνω στο «Άξιον Εστί», του απονεμήθηκε το «Παράσημο Ταξιάρχου του Φοίνικος», ενώ μετά το πραξικόπημα της χούντας και για ένα διάστημα απείχε από τη δημοσιότητα, έως ότου εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπως ακριβώς ο Μίκης Θεοδωράκης και η Μελίνα Μερκούρη. Στο μεταξύ, κυκλοφόρησε σε δίσκο ο «Ήλιος ο Πρώτος», σε μουσική Μαρκόπουλου. Το 1972 αρνήθηκε βραβείο που θέσπισε το δικτατορικό καθεστώς. Με την πτώση της χούντας εξελέγη πρόεδρος του Δ.Σ. του ΕΙΡΤ και την επόμενη χρονιά ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Οι αρνήσεις του, όμως, δεν σταμάτησαν την περίοδο της δικτατορίας. Το 1977 αρνήθηκε να γίνει Ακαδημαϊκός! Τελείωσε τα «Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας», έγραψε την «Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο» και κυκλοφόρησε τη «Μαρία Νεφέλη». Τον Δεκέμβριο του 1979 του απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ, η ύψιστη τιμή και διάκριση, που του χάρισε την αθανασία και έδωσε στην Ελλάδα τη δυνατότητα να γιορτάσει την παρουσία, στους κόλπους της, ενός ακόμη μεγάλου Έλληνα δημιουργού. Το «Άξιον Εστί», αν και εξαιρετικά δύσκολο σε σύλληψη και απόδοση, αποτέλεσε το πιο πολυμεταφρασμένο έργο του ποιητή: κυκλοφόρησε σε 22 χώρες και η μελοποίησή του από τον Μίκη Θεοδωράκη, του έδωσε μια εκπληκτική ώθηση. Στις 23 Μαΐου 1979, τον τίμησε η πόλη που τον γέννησε, το Ηράκλειο Κρήτης. Η γέννησή του στο Μεγάλο Κάστρο ήταν, κατ αυτόν, «μια συμβολική χειρονομία της μοίρας»! Το Τολέδο τον ανακήρυξε επίτιμο δημότη και τα πανεπιστήμια του Λονδίνου, της Ρώμης και των Αθηνών, επίτιμο διδάκτορα. Το 1982 του απονεμήθηκε το Χρυσό Μετάλλιο Τιμής του Δήμου Αθηναίων και το 1983 ξεκίνησε το παρθενικό του ταξίδι, πλοίο με το όνομα του ποιητή. Τα λογοτεχνικά του έργα και οι μεταφράσεις τους διαδέχονταν το ένα το άλλο: «Σαπφώ», «Η αποκάλυψη του Ιωάννη», «Ο Μικρός Ναυτίλος», «Ιδιωτική Οδός», στα
σουηδικά «Ο ήλιος ο πρώτος», στα τουρκικά το «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου». Όπως, τώρα πια, και τα έργα του στη ζωγραφική που του απέφεραν το βραβείο «Μεσόγειος της Κοινότητας των Μεσογειακών Πανεπιστημίων και μια μεγάλη έκθεση στο Μπομπούρ. Το 1989 του απονεμήθηκε το παράσημο του Ανωτάτου Ταξιάρχου της Λεγεώνας της Τιμής στη Γαλλία, ενώ το «Άξιον Εστί» εκδόθηκε στο Ιράκ και μερικά χρόνια αργότερα στη Μπογκοτά της Κολομβίας. Στα τελευταία του έργα συγκαταλέγονται ο δεύτερος τόμος των πεζών του με τον τίτλο «Εν λευκώ» (1992), η ποιητική του συλλογή «Δυτικά της λύπης» και «Ο κήπος με τις αυταπάτες» πεζά με 49 συνεικόνες (1995). Στις 18 Μαρτίου του 1996, στις δύο το μεσημέρι μιας αθηναϊκής βροχερής ημέρας, ο ποιητής άφησε την τελευταία του πνοή στο σπίτι της οδού Σκουφά 23. Tα τελευταία δεκατρία του χρόνια τα έζησε με τη νεαρή ποιήτρια Ιουλίτα Ηλιοπούλου. Τα λόγια του για την ελευθερία και το γάμο, δίνουν, ενμέρει, το ανυπότακτο πνεύμα του ποιητή: «Πρέπει να υπάρχει η ελευθερία του να ζεις όπως αισθάνεσαι. Εγώ είμαι υπέρ του γάμου, αλλά για τους άλλους. Και σ όλη μου τη ζωή είχα μεγάλες παρέες και σχέσεις με νέα κορίτσια. Σ αυτά, πέραν των σεξουαλικών, βρήκα πολύ μεγαλύτερη ανταπόκριση και κατανόηση απ ό,τι στους επώνυμους κριτικούς. Οφείλω σε τέτοιες σχέσεις πάρα πολλά έργα». Δεν έχει σημασία τι πίστευε η νεαρή γυναίκα που στάθηκε πλάι του για τη μεγάλη διαφορά ηλικίας, αλλά πώς βίωσε τη σχέση της με έναν άντρα αυτού του διαμετρήματος: «Πάρα πολλές φορές, η διαφορά ηλικίας μεταξύ των ανθρώπων είναι ένα εμπόδιο «Σ αυτή την περίπτωση δεν ισχύουν όλ αυτά, γιατί εκείνος είναι πολύ πιο ελεύθερος από μένα, πολύ πιο μπροστά στη σκέψη από μένα. Εκείνος με διδάσκει ελευθερία. Σ αυτή τη σχέση, το σημαντικό δεν είναι τόσο το πήγαιν έλα της ζωής, όσο η ουσιαστική σχέση με τη ζωή. Εκεί ομολογώ ότι είναι πιο ελεύθερος, πιο γρήγορος, πιο νέος απ ό,τι είμαι εγώ» Με το θάνατό του, ο Οδυσσέας Ελύτης άφησε πίσω του, εκτός από τη μεγαλύτερη διάκριση το βραβείο νόμπελ για το «Άξιον Εστί»- ογδόντα βιβλία που συνεχίζουν να κυκλοφορούν σε 25 χώρες του κόσμου.