13.10.2003 EL Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Πράξεις για την ισχύ των οποίων απαιτείται δηµοσίευση)



Σχετικά έγγραφα
ΔΙΕΘΝΕΣ ΛΟΓΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΤΥΠΟ 1 «ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ»

ΛΠ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΑ ΙΕΘΝΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ. Copyright 2006 Dr. Stergios Athianos. All rights reserved. 38-2

ΥΠΟ ΕΙΓΜΑΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ. ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 1126/2008 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της 3ης Νοεμβρίου 2008

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. (Οι αριθμοί παραπέμπουν στις σελίδες) ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ (Οι αριθμοί παραπέμπουν στις σελίδες)

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

ΜΠΛΑΝΟΣ ΑΘΛΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΨΥΧΑΓΩΓΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΜΕΣΟΓΑΙΑ Α.Ε Κατάσταση χρηµατοοικονοµικής θέσης (Ισολογισµός) της της

ΔΙΕΘΝΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 247/3

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Λογ ο ι γ σ ι τι τ κ ι έ κ ς αρχές κ ι µέθ έ ο θ δοι ( cco c un u t n i t n i g Pol o i l c i i c e i s)

ΛΠ 12 Φόροι Εισοδήµατος. IAS 12 Income Taxes

H γνησιότητα του παρόντος μπορεί να επιβεβαιωθεί από το

Ιδιοπαραχθέντα πάγια στοιχεία. Αποτέλεσμα προ φόρων , ,26. ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΛΟΓ/ΜΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΧΡΗΣΗΣ 31ης ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2015 (1/1-31/12/2015)

Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 44 παράγραφος 2 στοιχείο ζ), την πρόταση της Επιτροπής ( 1 ),

ΛΟΓΙΣΤΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ. Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα (ΔΛΠ) & Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (ΔΠΧΑ) Δρ. Μαρία Ροδοσθένους

L 21/10 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Σηµαντικά σηµεία των Νέων Λογιστικών Προτύπων

Διεθνή Λογιστικά & Χρηματοοικονομικά Πρότυπα

Παράγραφος Περιεχόμενο άρθρου 29 3 α) ΚΑΘΑΡΙΟΣ Α.Τ.Ε.Β.Ε.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Ερώτηση 2 η : Ποια είναι η αξία του συνόλου των ιδίων κεφαλαίων (ή καθαρής θέσης της επιχείρησης ) ; Απάντηση :

ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΧΡΗΣΕΩΣ 2016

ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΧΡΗΣΕΩΣ 2017

- - Λοιπά άυλα 0,01 0,01 Σύνολο 0,01 0,01

ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΧΡΗΣΕΩΣ 2016

Υπόδειγμα Β.2.1: Κατάστασης Αποτελεσμάτων κατά λειτουργία Ατομικές χρηματοοικονομικές καταστάσεις

(1) Ισολογισµός της εταιρείας ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ 30 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2005 ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 30/9/ /12/2004 Μη κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία Λοιπά Άυλα περ

ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΡΑΣ ΠΑΤΣΙΟΥΡΑΣ ΑΕ ΑΡ. Γ.Ε.Μ.Η

ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑ. (βάσει των διατάξεων του κωδικοπ. Ν.4308/2014, όπως ισχύει) ΤΗΣ ΝΤΑΝΑ ΒΙΛΛΑΣ A.E

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

F A R M A E M WORK R K F O F R R T H T E P RE R PAR A A R T A I T ON A N A D

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Ο ΒΑΣΙΚΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΤΩΝ ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ

ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ. της Χρήσης 1 η Ιουλίου 2017 έως 30 η Ιουνίου 2018

Ισολογισµός της 30 ης Σεπτεµβρίου 2007 Κατάσταση αποτελεσµάτων περιόδου 1 Ιανουαρίου 30 Σεπτεµβρίου 2007 Κατάσταση µεταβολών Ιδίων Κεφαλαίων 1 Ιανουαρ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΦΙΛΟΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε. ΑΡ.ΓΕΜΗ [ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΧΡΗΣΗΣ 2016]

ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ & ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΑΡΚΟΥ ΚΡΗΤΗΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ. Τεχνολογικό Πάρκο Κρήτης Βασιλικά Βουτών

Ενδιάµεσες Οικονοµικές Καταστάσεις. σύµφωνα µε τα ιεθνή Πρότυπα Χρηµατοοικονοµικής. Πληροφόρησης

ΙΛΥ Α ΑΕ. Ενδιάµεσες Οικονοµικές Καταστάσεις. σύµφωνα µε τα ιεθνή Λογιστικά Πρότυπα

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1361/2014 της Επιτροπής

Βεβαιώνεται ότι οι συνηµµένες Οικονοµικές Καταστάσεις είναι εκείνες που εγκρίθηκαν από το ιοικητικό Συµβούλιο της «ΑΙΘΕΡΑΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ

Κανονισμός (ΕΕ) 2015/2343 της Επιτροπής της

.Π.Χ.Π. 5.Π.Χ.Π. 5 : Μη κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία που κατέχονται για πώληση και διακοπείσες δραστηριότητες 2

ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΟΔΩΝ ΚΑΙ ΓΕΦΥΡΩΝ ΕΔΡΑ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗ Ν. ΕΒΡΟΥ Σ. Οικονόμου ΑΡ. Μ.Α.Ε /65/Β/86/03 ΑΡ. ΓΕ.ΜΗ.

Για την εταιρεία «ALTIUS IT SOLUTIONS ΕΠΕ» παρουσιάζονται οι χρηματοοικονομικές της καταστάσεις για την περίοδο 2016

Ετήσιες Οικονοµικές Καταστάσεις Χρήσεως 2008

Λογιστικές Πολιτικές, Αλλαγές στις Λογιστικές εκτιμήσεις και λάθη ΔΛΠ 8. Accounting Policies, Changes in Accounting Estimates and Errors IAS 8

Σημ Ενσώματα πάγια Ακίνητα Μηχανολογικός εξοπλισμός Λοιπός εξοπλισμός

ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ, ΙΚΤΥΑ, ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΥΨΗΛΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ Α.Ε. HITECH SNT A.E.

BROKERS UNION ΜΕΣΙΤΕΣ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ Α.Ε.

«ΠΟΛΥΣΥΣΤΕΜΣ (POLYSYSTEMS)-ΕΜΠΟΡΙΑ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΠΟΛΥΟΥΡΕΘΑΝΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΊΑ» δ.τ. «ΠΟΛΥΣΥΣΤΕΜΣ ΙΚΕ»

ΜΑΚΕ ΟΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΜΕΛΕΤΩΝ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ

1. Στοιχεία Ισολογισµού Εταιρείας της 31 Μαρτίου ΣTOIXEIA IΣΟΛΟΓΙΣΜΟΥ (ποσά εκφρασµένα σε ευρώ) Ε Ν Ε Ρ Γ Η T Ι Κ Ο Πάγια

D044554/01 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. Εταιρείες Επενδύσεων: Εφαρμογή της εξαίρεσης όσον αφορά την ενοποίηση. (Τροποποιήσεις στο ΔΠΧΑ 10, ΔΠΧΑ 12 και ΔΛΠ 28)

Διεθνή Λογιστικά & Χρηματοοικονομικά Πρότυπα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. Ετήσιες βελτιώσεις στα ΔΠΧΑ Κύκλος

Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ. Καταχώρισης στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.), στοιχείων της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «ΠΑΡΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ».

PRISMA ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΧΑΡΑΞΕΙΣ ΚΥΛΙΝΔΡΩΝ ΒΑΘΥΤΥΠΙΑΣ ΕΤΗΣΙΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ Ν. 4308/2014

Βελισαρίου 5, Δράμα Αριθμός Μητρώου ΓΕ.ΜΗ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΙΔΗΣ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ

RASS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΚΤΗ ΠΟΣΕΙΔΩΝΟΣ 10, 18531, ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Γ.Ε.ΜΗ.

ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΧΡΗΣΕΩΣ 2015

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 19 Ιουλίου 2016 (OR. en)

Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση

ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΗΜΗΤΡΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΛΑΤΟΜΕΙΟΥ

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΟΛΥΚΛΙΝΙΚΗ ΛΑΡΙΣΑΣ ΑΕ

ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Α. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Α.Ε ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ ΥΨΗΛΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΚΑΙ ΗΧΟΥ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ 2017

ΤΕΚΤΟΝΑΡΧΟΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ. ΑΓ.ΤΡΥΦΩΝΟΣ 8, Αθήνα. Αρ.Μ.Α.Ε.46416/014Τ/Β/00/501 ΑΡΙΘΜΟΣ Γ.Ε.ΜΗ

Ετήσιες χρηματοοικονομικές Καταστάσεις της ΑΦΟΙ ΣΕΒΑΣΤΙΔΗ ΑΕ του φορολογικού

ΚΟΙΝΟ ΤΑΜΕΙΟ ΕΙΣΠΡΑΞΕΩΝ ΛΕΩΦΟΡΕΙΩΝ ΝΟΜΟΥ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

(ποσά σε ΕΥΡΩ) Ενσώματα πάγια Ακίνητα , ,42 Μηχανολογικός εξοπλισμός 8.738, ,17 Λοιπός εξοπλισμός 2.647,80 3.

ΤΑΤΣΗΣ ΛΟΓΙΣΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΜΟΝ. ΕΠΕ

Ενδιάμεση Χρηματοοικονομική Αναφορά ΔΛΠ 34. Interim Financial Reporting IAS 34

ΚΑΛΛΙΣΤΩ ΠΕΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΡΙΑ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΗ ΦΥΣΗ

Γ Ε Ν Ι Κ Α Ι Ε Μ Π Ο Ρ Ι Κ Α Ι Ε Π Ι Χ Ε Ι Ρ Η Σ Ε Ι Σ Ε. Π. Ε. ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗ 2, ΒΟΛΟΣ/ Α.Φ.Μ Δ.Ο.Υ. ΒΟΛΟΥ / ΑΡ.Γ.Ε.ΜΗ.

ΑΡ.Μ.Α.Ε /06/Β/92/15 Ε ΡΑ: Α ΡΙΑΝΗ ΡΑΜΑΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΛΙΓΝΙΤΕΣ Α.Ε.

Σηµείωση Ακίνητα , ,64. Μηχανολογικός εξοπλισµός , ,85. Λοιπός εξοπλισµός ,52 36.

3. Οι παρούσες χρηματοοικονομικές καταστάσεις έχουν συνταχθεί σε πλήρη συμφωνία με το νόμο 4308/2014.

ΔΟΥΡΟΣ - ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ & ΕΜΠΟΡΙΑ ΕΤΟΙΜΩΝ ΕΝΔΥΜΑΤΩΝ Α.Ε

Ενδιάµεσες συνοπτικές οικονοµικές καταστάσεις σύµφωνα µε τα ιεθνή Πρότυπα Χρηµατοοικονοµικής Πληροφόρησης

ΑΠΟΦΑΣΗ 4/507/ τoυ ιοικητικού Συµβουλίου

ΑΝΕΜΟΔΟΜΙΚΗ Α.Ε.Ε. Ετήσιες Οικονομικές Καταστάσεις σύμφωνα με τα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα για τη χρήση που έληξε 31 Δεκεμβρίου 2018

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α Γενικές πληροφορίες για την εταιρία. Στοιχεία και πληροφορίες περιόδου από 1 Ιανουαρίου 2005 έως 31 Μαρτίου 2005.

ΚΛΩΣΤΟΫΦΑΝΤΟΥΡΓΙΑ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΑΒΕΕ ΕΝ ΙΑΜΕΣΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ

ΔΗΜΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΗΧΑΝΟΓΡΑΦΗΣΗΣ & ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ Ο.Τ.Α. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΧΡΗΣΗΣ 2015

2. ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ

DPG GROUP OF COMPANIES

Ε. ΠΑΪΡΗΣ Α.Β.Ε.Ε. ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΛΑΣΤΙΚΩΝ ΕΝ ΙΑΜΕΣΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ Α ΤΡΙΜΗΝΟΥ 2005

Με εντολή Προέδρου Ε.Ε.Α. Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΗΤΡΩΟΥ

Φοιτήτρια: Πάλλιου Αθηνά, Αριθµός Μητρώου: Εισηγήτρια: Κα Αντώνογλου Νεκταρία

REDS Ανώνυμη Εταιρεία Ανάπτυξης Ακινήτων & Υπηρεσιών. Ενδιάμεσες συνοπτικές Οικονομικές καταστάσεις για την 3μηνη περίοδο έως 31 Μαρτίου 2005.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. Ετήσιες βελτιώσεις στα ΔΠΧΑ Κύκλος

Transcript:

EL Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 261/1 I (Πράξεις για την ισχύ των οποίων απαιτείται δηµοσίευση) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 1725/2003 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 29ης Σεπτεµβρίου 2003 για την υιοθέτηση ορισµένων διεθνών λογιστικών προτύπων σύµφωνα µε τον κανονισµό (ΕΚ) αριθ.1606/ 2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου (Κείµενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ, Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, τον κανονισµό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου της 19ης Ιουλίου 2002 για την εφαρµογή διεθνών λογιστικών προτύπων ( 1 ), και ιδίως το άρθρο 3 παράγραφος 3, Εκτιµώντας τα ακόλουθα: (1) Ο κανονισµός (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 προβλέπει ότι για κάθε οικονοµικό έτος που αρχίζει από την 1η Ιανουαρίου 2005 και µετά, οι εταιρείες που διέπονται από το δίκαιο κράτους µέλους καταρτίζουν τους ενοποιηµένους λογαριασµούς τους σύµφωνα µε διεθνή λογιστικά πρότυπα, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 του παρόντος κανονισµού. (2) Αφού έλαβε υπόψη τις συµβουλές που της παρείχε η τεχνική επιτροπή λογιστικών θεµάτων, η Επιτροπή συµπέρανε ότι τα υφιστάµενα στις 14 Σεπτεµβρίου 2002 λογιστικά πρότυπα πληρούν τα κριτήρια που προβλέπει το άρθρο 3 του κανονισµού (ΕΚ) για την υιοθέτησή τους. (3) Η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη τα σχέδια που έχουν αναληφθεί για την αναθεώρηση πολλών υφιστάµενων προτύπων. Η υιοθέτηση των διεθνών λογιστικών προτύπων που θα προκύψουν από αυτή την αναθεώρηση θα εξεταστεί µετά την οριστικοποίηση των σχετικών προτύπων. Η ύπαρξη αυτών των προτάσεων αναθεώρησης δεν επηρεάζει την απόφαση της Επιτροπής να υιοθετήσει τα υφιστάµενα πρότυπα, εκτός από το ΛΠ 32 Χρηµατοπιστωτικά Μέσα: Γνωστοποίηση και Παρουσίαση, το ΛΠ 39 Χρηµατοπιστωτικά Μέσα: Καταχώρηση και Αποτίµηση και έναν περιορισµένο αριθµό διερµηνειών που σχετίζονται µε τα πρότυπα αυτά: ΜΕ 5 Ταξινόµηση Χρηµατοπιστωτικών Μέσων Όροι Ενδεχόµενου ιακανονισµού, ΜΕ 16 Μετοχικό ( 1 ) ΕΕ L 243 της 11.9.2002, σ. 1. Κεφάλαιο Επαναπόκτηση Ιδίων Μετοχών («µετοχές θησαυροφυλακίου») και ΜΕ 17 Ίδια Κεφάλαια Κόστος µιας Συναλλαγής Ιδίων Κεφαλαίων. (4) Η ύπαρξη προτύπων υψηλής ποιότητας για τα χρηµατοπιστωτικά µέσα, περιλαµβανοµένων των παράγωγων, έχει ιδιαίτερη σηµασία για την κεφαλαιαγορά της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Ωστόσο, στην περίπτωση των ΛΠ 32 και 39, οι σχεδιαζόµενες αναθεωρήσεις ενδέχεται να είναι τόσο σηµαντικές ώστε να µην είναι ενδεδειγµένη η υιοθέτηση αυτών των προτύπων µε τη σηµερινή τους µορφή. Αµέσως µετά την ολοκλήρωση των σχεδίων αναθεώρησης που έχουν αναληφθεί, η Κοινότητα θα εξετάσει κατά προτεραιότητα τη δυνατότητα υιοθέτησης των αναθεωρηµένων προτύπων σύµφωνα µε τον κανονισµό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002. (5) Κατά συνέπεια, όλα τα υφιστάµενα στις 14 Σεπτεµβρίου 2002 λογιστικά πρότυπα, εκτός από το ΛΠ 32, το ΛΠ 39 και τις σχετικές διερµηνείες πρέπει να υιοθετηθούν. (6) Τα µέτρα που θεσπίζονται µε τον παρόντα κανονισµό είναι σύµφωνα µε τη γνώµη της Κανονιστικής Επιτροπής Λογιστικών Θεµάτων. ΕΞΕ ΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ: Άρθρο 1 Τα διεθνή λογιστικά πρότυπα που αναφέρονται στο Παράρτηµα υιοθετούνται. Άρθρο 2 Ο παρόν κανονισµός αρχίζει να ισχύει την τρίτη ηµέρα από τη δηµοσίευσή του στην Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

L 261/2 EL Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ο παρών κανονισµός είναι δεσµευτικός ως προς όλα τα µέρη του και ισχύει άµεσα σε κάθε κράτος µέλος. Βρυξέλλες, 29ης Σεπτεµβρίου 2003. Για την Επιτροπή Frederik BOLKESTEIN Μέλος της Επιτροπής

EL Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 261/3 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΕΘΝΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΛΠ 1: Παρουσίαση των οικονοµικών καταστάσεων (αναθεωρηµένο 1997) ΛΠ 2: Αποθέµατα (αναθεωρηµένο 1993) ΛΠ 7: Καταστάσεις ταµιακών ροών (αναθεωρηµένο 1992) ΛΠ 8: Καθαρό κέρδος ή ζηµία περιόδου, βασικά λάθη και µεταβολές στις λογιστικές αρχές (αναθεωρηµένο 1993) ΛΠ 10: Γεγονότα µετά την ηµεροµηνία του ισολογισµού (αναθεωρηµένο 1999) ΛΠ 11: Συµβάσεις κατασκευής έργων (αναθεωρηµένο 1993) ΛΠ 12: Φόροι εισοδήµατος (αναθεωρηµένο 2000) ΛΠ 14: Πληροφόρηση κατά τοµέα (αναθεωρηµένο 1997) ΛΠ 15: Πληροφορίες που εµφανίζουν τις επιδράσεις από τις µεταβολές των τιµών (αναθεωρηµένο 1994) ΛΠ 16: Ενσώµατα πάγια (αναθεωρηµένο 1998) ΛΠ 17: Μισθώσεις (αναθεωρηµένο 1997) ΛΠ 18: Έσοδα (αναθεωρηµένο 1993) ΛΠ 19: Παροχές σε εργαζοµένους (αναθεωρηµένο 2002) ΛΠ 20: Λογιστική των κρατικών επιχορηγήσεων και γνωστοποίηση της κρατικής υποστήριξης (αναθεωρηµένο 1994) ΛΠ 21: Οι επιδράσεις των µεταβολών στις τιµές συναλλάγµατος (αναθεωρηµένο 1993) ΛΠ 22: Ενοποιήσεις επιχειρήσεων (αναθεωρηµένο 1998) ΛΠ 23: Κόστος δανεισµού (αναθεωρηµένο 1993) ΛΠ 24: Γνωστοποιήσεις συνδεδεµένων µερών (αναθεωρηµένο 1994) ΛΠ 26: ΛΠ 27: Λογιστική και πληροφόρηση για τα προγράµµατα παροχών εξόδου από την υπηρεσία (αναθεωρηµένο 1994) Ενοποιηµένες οικονοµικές καταστάσεις και λογιστική επενδύσεων σε θυγατρικές επιχειρήσεις (αναθεωρηµένο 2000) ΛΠ 28: Λογιστική επενδύσεων σε συγγενείς επιχειρήσεις (αναθεωρηµένο 2000) ΛΠ 29: Χρηµατοοικονοµική πληροφόρηση σε υπερπληθωριστικές οικονοµίες (αναθεωρηµένο 1994) ΛΠ 30: Γνωστοποιήσεις στις οικονοµικές καταστάσεις των τραπεζών και των όµοιων χρηµατοπιστωτικών ιδρυµάτων (αναθεωρηµένο 1994) ΛΠ 31: Χρηµατοοικονοµική πληροφόρηση για τα δικαιώµατα σε κοινοπραξίες (αναθεωρηµένο 2000) ΛΠ 33: Κέρδη κατά µετοχή (1997) ΛΠ 34: Ενδιάµεση χρηµατοοικονοµική πληροφόρηση (1998) ΛΠ 35: ιακοπτόµενες εκµεταλλεύσεις (1998) ΛΠ 36: Αποµείωση αξίας περιουσιακών στοιχείων (1998) ΛΠ 37: Προβλέψεις, ενδεχόµενες υποχρεώσεις και ενδεχόµενες απαιτήσεις (1998) ΛΠ 38: Άϋλα περιουσιακά στοιχεία (1998) ΛΠ 40: Επενδύσεις σε ακίνητα (2000) ΛΠ 41: Γεωργία (2001)

L 261/4 EL Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΙΕΡΜΗΝΕΙΕΣ ΤΗΣ ΜΟΝΙΜΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΙΕΡΜΗΝΕΙΩΝ ΜΕ -1: ΜΕ -2: ΜΕ -3: ΜΕ -6: ΜΕ -7: ΜΕ -8: ΜΕ -9: ΜΕ -10: ΜΕ -11: ΜΕ -12: ΜΕ -13: ΜΕ -14: ΜΕ -15: ΜΕ -18: ΜΕ -19: ΜΕ -20: ΜΕ -21: Αρχή της συνέπειας ιαφορετικές µέθοδοι προσδιορισµού του κόστους των αποθεµάτων Αρχή της συνέπειας Κεφαλαιοποίηση κόστους δανεισµού Απάλειψη µη πραγµατοποιηθέντων κερδών και ζηµιών από συναλλαγές µε συγγενείς επιχειρήσεις Κόστος τροποποίησης υπάρχοντος λογισµικού Εισαγωγή του ευρώ Πρώτη εφαρµογή των διεθνών λογιστικών προτύπων ως βασικό λογιστικό πλαίσιο Ενοποιήσεις επιχειρήσεων Ταξινόµηση είτε ως αγορές είτε ως συνενώσεις συµφερόντων Κρατική υποστήριξη Καµία ειδική σχέση µε επιχειρηµατικές δραστηριότητες Συνάλλαγµα Κεφαλαιοποίηση ζηµιών που προέρχονται από σοβαρές υποτιµήσεις του νοµίσµατος Ενοποίηση Οικονοµικές µονάδες ειδικού σκοπού Από κοινού ελεγχόµενες οικονοµικές µονάδες Μη νοµισµατικές συνεισφορές από κοινοπρακτούντες Ενσώµατα πάγια Αποζηµίωση για την αποµείωση ή ζηµία στοιχείων Λειτουργικές µισθώσεις Κίνητρα Συνέπεια Εναλλακτικές µέθοδοι Τηρούµενο νόµισµα Αποτίµηση και παρουσίαση των οικονοµικών καταστάσεων σύµφωνα µε τα.λ.π. 21 και 29 Μέθοδος καθαρής θέσης Καταχώρηση ζηµιών Φόροι εισοδήµατος Ανάκτηση αναπροσαρµοσµένων µη αποσβέσιµων περιουσιακών στοιχείων ΜΕ -22: Ενοποιήσεις επιχειρήσεων Μεταγενέστερη προσαρµογή εύλογων αξιών και υπεραξίας που καταχωρήθηκαν αρχικά ΜΕ -23: ΜΕ -24: ΜΕ -25: ΜΕ -27: ΜΕ -28: ΜΕ -29: ΜΕ -30: ΜΕ -31: ΜΕ -32: ΜΕ -33: Ενσώµατα πάγια Κόστος σηµαντικής επιθεώρησης ή γενικών επισκευών Κέρδη κατά µετοχή Χρηµατοπιστωτικά µέσα και λοιπές συµβάσεις που µπορεί να διακανονιστούν σε µετοχές Φόροι εισοδήµατος Μεταβολές στο φορολογικό καθεστώς µιας επιχείρησης ή των µετόχων της Εκτίµηση της ουσίας των συναλλαγών που συνεπάγονται το νοµικό τύπο µιας µίσθωσης Ενοποιήσεις επιχειρήσεων «Ηµεροµηνία ανταλλαγής» και εύλογη αξία των συµµετοχικών τίτλων Γνωστοποίηση Συµφωνίες για παραχώρηση του δικαιώµατος παροχής υπηρεσιών Τηρούµενο νόµισµα Μετατροπή από το νόµισµα αποτίµησης σε νόµισµα παρουσίασης Έσοδα Συναλλαγές ανταλλαγής που εµπεριέχουν υπηρεσίες διαφήµισης Άϋλα περιουσιακά στοιχεία Κόστη δικτυακού τόπου Ενοποίηση και µέθοδος καθαρής θέσης υνητικά δικαιώµατα ψήφου και κατανοµή των δικαιωµάτων ιδιοκτησίας Σηµείωση: Τα παραρτήµατα των ανωτέρω προτύπων και διερµηνειών δεν θεωρούνται µέρη τους και συνεπώς δεν αναπαράγονται. Η αναπαραγωγή επιτρέπεται εντός του Ευρωπαϊκού Οικονοµικού Χώρου. Εκτός του Ευρωπαϊκού Οικονοµικού Χώρου προστατεύονται όλα τα δικαιώµατα, µε την εξαίρεση του δικαιώµατος αναπαραγωγής για προσωπική χρήση ή άλλους θεµιτούς σκοπούς. Για περισσότερες πληροφορίες µπορείτε να απευθύνεστε στο Συµβούλιο ιεθνών Λογιστικών Προτύπων (IASB) στη διεύθυνση www.iasb.org.uk.

EL Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 261/5 ΙΕΘΝΕΣ ΛΟΓΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΤΥΠΟ ΛΠ 1 (ΑΝΑΘΕΩΡΗΜΕΝΟ 1997) ΛΠ 1 Παρουσίαση των Οικονοµικών Καταστάσεων Αυτό το αναθεωρηµένο ιεθνές Λογιστικό Πρότυπο αντικαθιστά το ΛΠ 1 «γνωστοποίηση των λογιστικών αρχών», το ΛΠ 5 «πληροφορίες που πρέπει να γνωστοποιούνται µε τις οικονοµικές καταστάσεις» και το ΛΠ 13 «εµφάνιση των κυκλοφορούντων περιουσιακών στοιχείων και των βραχυπρόθεσµων υποχρεώσεων», τα οποία εγκρίθηκαν από το Συµβούλιο, σε αναµορφωµένες εκδόσεις το 1994. Το ΛΠ 1(αναθεωρηµένο 1997) εγκρίθηκε από το Συµβούλιο της Ε ΛΠ τον Ιούλιο του 1997 και άρχισε να εφαρµόζεται για οικονοµικές καταστάσεις που αφορούν λογιστικές περιόδους που άρχιζαν την ή µετά την 1 Ιουλίου 1998. Το Μάιο του 1999, το ΛΠ 10 (αναθεωρηµένο 1999), «γεγονότα µετά την ηµεροµηνία ισολογισµού», τροποποίησε τις παραγράφους 63, 64, 65 και 74. Οι τροποποιήσεις άρχισαν να ισχύουν όταν το ΛΠ 10 (αναθεωρηµένο 1999) εφαρµόσθηκε δηλαδή για τις Οικονοµικές Καταστάσεις που αφορούν λογιστικές περιόδους που άρχιζαν την ή µετά την 1η Ιανουαρίου 2000. Οι κατωτέρω διερµηνείες αφορούν το ΛΠ 1: ιερµηνεία ΜΕ -8: «Πρώτη εφαρµογή των ΛΠ ως βασικό λογιστικό πλαίσιο». ιερµηνεία ΜΕ -18: «Συνέπεια εναλλακτικές µέθοδοι» ιερµηνεία ΜΕ -27: «Εκτίµηση της ουσίας των συναλλαγών που συνεπάγονται το νοµικό τύπο µιας µίσθωσης» ιερµηνεία ΜΕ -29: «Γνωστοποίηση συµφωνίες για παραχώρηση του δικαιώµατος παροχής υπηρεσιών» ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Αυτό το Πρότυπο ( ΛΠ 1 αναθεωρηµένο 1997) αντικαθιστά τα ιεθνή Λογιστικά Πρότυπα 1 «γνωστοποίηση των λογιστικών αρχών», 5 «πληροφορίες που πρέπει να γνωστοποιούνται µε τις οικονοµικές καταστάσεις» και 13 «Εµφάνιση των Κυκλοφορούντων Περιουσιακών Στοιχείων και των Βραχυπρόθεσµων Υποχρεώσεων». Το ΛΠ 1 (αναθεωρηµένο) εφαρµόζεται για τις λογιστικές περιόδους που αρχίζουν την ή µετά από την 1 Ιουλίου 1998, µολονότι ενθαρρύνεται η εφαρµογή αυτού του Προτύπου και ενωρίτερα, επειδή οι ρυθµίσεις του είναι συναφείς µε εκείνες των υφισταµένων Προτύπων. 2. Το Πρότυπο ανανεώνει τις ρυθµίσεις των Προτύπων που αντικαθιστά, σύµφωνα µε το Πλαίσιο της Ε ΛΠ για την Κατάρτιση και Παρουσίαση των Οικονοµικών Καταστάσεων. Επιπρόσθετα, αποσκοπεί στο να βελτιώσει την ποιότητα των οικονοµικών καταστάσεων που παρουσιάζονται σύµφωνα µε τα ιεθνή Λογιστικά Πρότυπα, επειδή µε αυτό το Πρότυπο: (δ) Εξασφαλίζεται ότι, οι οικονοµικές καταστάσεις που δηλώνουν συµµόρφωση προς τα ΛΠ, συµµορφώνονται προς κάθε ένα εφαρµοστέο Πρότυπο, συµπεριλαµβάνοντας όλες τις αναγκαίες γνωστοποιήσεις. Εξασφαλίζεται ότι οι παρεκκλίσεις από τις ρυθµίσεις των Προτύπων περιορίζονται σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις (περιπτώσεις µη συµµόρφωσης θα τίθενται υπό παρακολούθηση και θα εκδίδονται περαιτέρω οδηγίες, όταν χρειάζεται). Παρέχονται οδηγίες για τη δοµή των οικονοµικών καταστάσεων, που συµπεριλαµβάνουν τις ελάχιστες απαιτήσεις για κάθε βασική κατάσταση, για τις λογιστικές αρχές και για το Προσάρτηµα, καθώς και ένα προσαρτηµένο υπόδειγµα εφαρµογής. Καθιερώνονται [µε βάση το Πλαίσιο] πρακτικές ρυθµίσεις σε θέµατα, όπως η σπουδαιότητα κονδυλίου ή πληροφορίας, η συνεχιζόµενη δραστηριότητα, η επιλογή των λογιστικών αρχών για πράξεις που δε διέπονται από συγκεκριµένο Πρότυπο, η οµοιοµορφία και η παρουσίαση των συγκριτικών πληροφοριών. 3. Για να αντιµετωπισθούν οι απαιτήσεις των χρηστών για περισσότερο περιεκτικές πληροφορίες, ως προς την «απόδοση» της επιχείρησης, που να αποτιµάται ευρύτερα από ότι το «αποτέλεσµα» που εµφανίζεται στην κατάσταση λογαριασµού αποτελεσµάτων, το Πρότυπο εισάγει µια νέα ρύθµιση αναφορικά µε µια βασική οικονοµική κατάσταση, που να εµφανίζει όσα κέρδη και ζηµιές δεν εµφανίζονται µέχρι τώρα στην κατάσταση λογαριασµού αποτελεσµάτων. Η νέα κατάσταση µπορεί να παρουσιάζεται είτε ως µια «παραδοσιακή» συµφωνία των ιδίων κεφαλαίων σε στήλες είτε ως µια αυτοτελής κατάσταση της απόδοσης της επιχείρησης. Το Συµβούλιο της Ε ΛΠ συµφώνησε κατ' αρχήν, τον Απρίλιο του 1997, να αναλάβει µία αναθεώρηση του τρόπου µε τον οποίο αποτιµάται και απεικονίζεται η απόδοση της επιχείρησης. Το έργο αυτό πρόκειται να λάβει κατ' αρχήν υπόψη την αλληλεπίδραση µεταξύ της απεικόνισης της απόδοσης και των αντικειµενικών επιδιώξεων της οικονοµικής πληροφόρησης εντός του Πλαισίου της Ε ΛΠ. Συνεπώς, η Ε ΛΠ θα αναπτύξει προτάσεις σε αυτό το πεδίο.

L 261/6 EL Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΛΠ 1 4. Το Πρότυπο εφαρµόζεται σε όλες τις επιχειρήσεις που καταρτίζουν οικονοµικές καταστάσεις σύµφωνα µε τα ΛΠ, συµπεριλαµβανοµένων των Τραπεζών και των ασφαλιστικών εταιριών. Οι ελάχιστες δοµές έχουν σχεδιαστεί να είναι επαρκώς ευπροσάρµοστες, ώστε να µπορούν να προσαρµόζονται στις ανάγκες κάθε επιχείρησης. Οι Τράπεζες, για παράδειγµα, πρέπει να είναι σε θέση να αναπτύξουν µία παρουσίαση που συµµορφώνεται µε αυτό το Πρότυπο, καθώς και στις περισσότερο λεπτοµερείς ρυθµίσεις του ΛΠ 30 «Γνωστοποιήσεις µε τις Οικονοµικές Καταστάσεις των Τραπεζών και των όµοιων Χρηµατοπιστωτικών Ιδρυµάτων». ΠΕΡΙΕΧΌΜΕΝΑ Παράγραφοι Σκοπός Πεδίο εφαρµογής 1-4 Σκοπός των οικονοµικών καταστάσεων 5 Ευθύνη για τις οικονοµικές καταστάσεις 6 Στοιχεία που συνθέτουν τις οικονοµικές καταστάσεις 7-9 Γενικές αρχές 10-41 Ακριβοδίκαιη παρουσίαση και συµµόρφωση προς τα ΛΠ 10-19 Λογιστικές αρχές 20-22 Συνεχιζόµενη δραστηριότητα 23-24 Αρχή της αυτοτέλειας των λογιστικών περιόδων 25-26 Οµοιοµορφία της παρουσίασης 27-28 Σπουδαιότητα και ολότητα 29-32 Συµψηφισµός 33-37 Συγκριτική πληροφόρηση 38-41 οµή και περιεχόµενο 42-102 Εισαγωγή 42-52 Εξατοµίκευση των οικονοµικών καταστάσεων 44-48 Καλυπτόµενη περίοδος 49-51 Έγκαιρη κατάρτιση των οικονοµικών καταστάσεων 52 Ισολογισµός 53-74 ιαχωρισµός κυκλοφορούντων και µη κυκλοφορούντων στοιχείων 53-56 Κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία 57-59 Βραχυπρόθεσµες υποχρεώσεις 60-65 Πληροφορίες που παρουσιάζονται στην όψη του ισολογισµού 66-71 Πληροφορίες που παρουσιάζονται είτε στην όψη του ισολογισµού είτε στο προσάρτηµα (σηµειώσεις επί των) οικονοµικών καταστάσεων 72-74

EL Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 261/7 Κατάσταση λογαριασµού αποτελεσµάτων 75-85 ΛΠ 1 Πληροφορίες που παρουσιάζονται στην κατάσταση λογαριασµού αποτελεσµάτων 75-76 Πληροφορίες που παρουσιάζονται είτε στην όψη της κατάστασης λογαριασµού αποτελεσµάτων είτε στις σηµειώσεις επί των οικονοµικών καταστάσεων 77-85 Μεταβολές των ιδίων κεφαλαίων 86-89 Κατάσταση ταµιακών ροών 90 Προσάρτηµα οικονοµικών καταστάσεων (σηµειώσεις επί των οικονοµικών καταστάσεων) 91-102 οµή 91-96 Παρουσίαση των λογιστικών αρχών 97-101 Άλλες γνωστοποιήσεις 102 Ηµεροµηνία έναρξης ισχύος 103-104 Η ανάγνωση των κειµένων του Προτύπου, τα οποία έχουν τυπωθεί µε έντονα πλαγιαστά γράµµατα πρέπει να γίνεται στο πλαίσιο του επεξηγηµατικού υλικού και των οδηγιών εφαρµογής σε αυτό το Πρότυπο, καθώς και της Εισαγωγής στα ιεθνή Λογιστικά Πρότυπα. Τα ιεθνή Λογιστικά Πρότυπα δεν προορίζονται για εφαρµογή σε επουσιώδη θέµατα (βλέπε παράγραφο 12 της Εισαγωγής). ΣΚΟΠΟΣ Σκοπός αυτού του Προτύπου είναι να περιγράψει τη βάση παρουσίασης των γενικού σκοπού οικονοµικών καταστάσεων, ώστε να εξασφαλίζεται συγκρισιµότητα τόσο µε τις οικονοµικές καταστάσεις των προηγούµενων περιόδων της ίδιας της επιχείρησης όσο και µε τις οικονοµικές καταστάσεις άλλων επιχειρήσεων. Για να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός το Πρότυπο θέτει γενικές αρχές για την παρουσίαση των οικονοµικών καταστάσεων, κατευθυντήριες γραµµές για τη δοµή τους και τις ελάχιστες απαιτήσεις για το περιεχόµενό τους. Η καταχώρηση, η αποτίµηση και η γνωστοποίηση εξειδικευµένων συναλλαγών και γεγονότων εξετάζεται σε άλλα ιεθνή Λογιστικά Πρότυπα. ΠΕ ΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ 1. Αυτό το Πρότυπο πρέπει να εφαρµόζεται για την παρουσίαση όλων των γενικού σκοπού οικονοµικών καταστάσεων που καταρτίζονται και παρουσιάζονται σύµφωνα µε τα ιεθνή Λογιστικά Πρότυπα. 2. Οι γενικού σκοπού οικονοµικές καταστάσεις είναι εκείνες που προορίζονται να εξυπηρετούν τις ανάγκες των χρηστών, που δεν είναι σε θέση να ζητήσουν οικονοµικές εκθέσεις προοριζόµενες να καλύπτουν τις δικές τους συγκεκριµένες ανάγκες πληροφόρησης. Οι γενικού σκοπού οικονοµικές καταστάσεις συµπεριλαµβάνουν εκείνες που παρουσιάζονται ξεχωριστά ή µέσα σε ένα άλλο δηµόσιο έγγραφο, όπως µια ετήσια έκθεση οικονοµικών πεπραγµένων της επιχείρησης ή ένα δελτίο πληροφοριών. Αυτό το Πρότυπο δεν εφαρµόζεται για συνοπτικού τύπου ενδιάµεση οικονοµική έκθεση. Αυτό το Πρότυπο εφαρµόζεται ισοδύναµα στις ατοµικές οικονοµικές καταστάσεις µιας επιχείρησης και στις ενοποιηµένες οικονοµικές καταστάσεις ενός οµίλου επιχειρήσεων. Όµως, δεν αποκλείει την ταυτόχρονη παρουσίαση σε ενιαίο έγγραφο των ενοποιηµένων οικονοµικών καταστάσεων που συµµορφώνονται µε τα ιεθνή Λογιστικά Πρότυπα µαζί µε τις οικονοµικές καταστάσεις της µητρικής εταιρίας σύµφωνα µε τις εθνικές ρυθµίσεις, εφόσον η λογιστική βάση κατάρτισης της κάθε µιας από τις παραπάνω οικονοµικές καταστάσεις σαφώς γνωστοποιείται στην κατάσταση των λογιστικών αρχών. 3. Αυτό το Πρότυπο εφαρµόζεται σε όλους τους τύπους των επιχειρήσεων συµπεριλαµβανοµένων των Τραπεζών και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Επιπρόσθετες ρυθµίσεις για τις Τράπεζες και τα παρόµοια χρηµατοπιστωτικά ιδρύµατα, συναφείς µε τις ρυθµίσεις αυτού του Προτύπου, τίθενται στο ΛΠ 30 «Γνωστοποιήσεις στις Οικονοµικές Καταστάσεις των Τραπεζών και των όµοιων Χρηµατοπιστωτικών Ιδρυµάτων». 4. Αυτό το Πρότυπο χρησιµοποιεί ορολογία που είναι κατάλληλη για µία επιχείρηση µε σκοπό το κέρδος. Οι εµπορικές επιχειρήσεις του ηµόσιου Τοµέα είναι δυνατόν συνεπώς να εφαρµόζουν τις ρυθµίσεις αυτού του Προτύπου. Μη κερδοσκοπικές, κρατικές και άλλες επιχειρήσεις του δηµόσιου τοµέα, που επιδιώκουν να εφαρµόσουν αυτό το Πρότυπο, µπορεί να χρειάζεται να αλλάξουν τις περιγραφές που χρησιµοποιούνται για ορισµένα κονδύλια των οικονοµικών καταστάσεων αλλά και για τις ίδιες τις οικονοµικές καταστάσεις. Τέτοιες επιχειρήσεις µπορεί επίσης να παρουσιάζουν συµπληρωµατικά στοιχεία των οικονοµικών καταστάσεων.

L 261/8 EL Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΛΠ 1 ΣΚΟΠΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ 5. Οι οικονοµικές καταστάσεις είναι µία δοµηµένη οικονοµική παρουσίαση της οικονοµικής θέσης µιας επιχείρησης και των συναλλαγών που έχουν αναληφθεί από αυτή. Επιδίωξη των γενικού σκοπού οικονοµικών καταστάσεων είναι να παρέχουν πληροφορίες σχετικά µε την οικονοµική θέση, την απόδοση και τις ταµιακές ροές της επιχείρησης, που είναι χρήσιµες για ένα ευρύ κύκλο χρηστών προκειµένου αυτοί να παίρνουν οικονοµικές αποφάσεις. Οι οικονοµικές καταστάσεις δείχνουν επίσης τα αποτελέσµατα της διαχείρισης, από τη ιοίκηση, των πόρων που της εµπιστεύθηκαν. Για να επιτύχουν αυτό το σκοπό, οι οικονοµικές καταστάσεις παρέχουν πληροφορίες σχετικές µε τα ακόλουθα στοιχεία µιας επιχείρησης: (δ) (ε) τα περιουσιακά στοιχεία, τις υποχρεώσεις, τα ίδια κεφάλαια, τα έσοδα και τα έξοδα, συµπεριλαµβανοµένων των κερδών και ζηµιών και, τις ταµιακές ροές. Αυτές οι πληροφορίες, παράλληλα µε άλλες πληροφορίες στο Προσάρτηµα των οικονοµικών καταστάσεων, βοηθούν τους χρήστες να προεκτιµήσουν τις µελλοντικές ταµιακές ροές της επιχείρησης και ειδικότερα το χρόνο και τη βεβαιότητα της δηµιουργίας Ταµιακών διαθεσίµων και Ταµιακών ισοδύναµων. ΕΥΘΥΝΗ ΓΙΑ ΤΙΣ OΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ KΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ 6. Το ιοικητικό Συµβούλιο ή/και άλλο διοικούν όργανο µιας επιχείρησης είναι υπεύθυνο για την κατάρτιση και την παρουσίαση των οικονοµικών της καταστάσεων. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΣΥΝΘΕΤΟΥΝ ΤΙΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ 7. Μια πλήρης σειρά οικονοµικών καταστάσεων περιλαµβάνει τα ακόλουθα συνθετικά στοιχεία: ισολογισµό, κατάσταση λογαριασµού αποτελεσµάτων κατάσταση που να παρουσιάζει: (i) (ii) είτε όλες τις µεταβολές των ιδίων κεφαλαίων, είτε τις µεταβολές των ιδίων κεφαλαίων, εκτός από εκείνες που προκύπτουν από συναλλαγές µε τους ιδιοκτήτες και από διανοµές στους ιδιοκτήτες, (δ) (ε) κατάσταση Ταµιακών ροών και λογιστικές αρχές και επεξηγηµατικές σηµειώσεις 8. Οι επιχειρήσεις προτρέπονται να παρουσιάζουν, πέραν των οικονοµικών καταστάσεων, µια χρηµατοοικονοµική επισκόπηση από τη διοίκηση τους, που να περιγράφει και επεξηγεί τα κύρια χαρακτηριστικά της χρηµατοοικονοµικής απόδοσης και της οικονοµικής θέσης της επιχείρησης, καθώς και τις κύριες αβεβαιότητες που αντιµετωπίζει. Η έκθεση αυτή µπορεί να περιλαµβάνει µια επισκόπηση: Των κύριων παραγόντων και επιδράσεων που προσδιορίζουν την απόδοση, συµπεριλαµβανοµένων των µεταβολών στο περιβάλλον στο οποίο η επιχείρηση λειτουργεί, της ανταπόκρισης της επιχείρησης σε αυτές τις µεταβολές και την επίδρασή τους, καθώς και της πολιτικής της επιχείρησης για επενδύσεις προς διατήρηση και ενίσχυση της απόδοσης, συµπεριλαµβανοµένης της πολιτικής της για τα µερίσµατα. Των πηγών κεφαλαιοδότησης της επιχείρησης και των πολιτικών κεφαλαιακής διάρθρωσης και διαχείρισης των κινδύνων της. Της δυναµικής και των πόρων της επιχείρησης, η αξία των οποίων δεν αντανακλάται στον ισολογισµό, σύµφωνα µε τα ιεθνή Λογιστικά Πρότυπα.

EL Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 261/9 9. Πολλές επιχειρήσεις παρουσιάζουν, πέραν από τις οικονοµικές καταστάσεις, πρόσθετες καταστάσεις, όπως περιβαλλοντολογικές εκθέσεις και καταστάσεις προστιθέµενης αξίας, ειδικώς σε κλάδους όπου οι περιβαλλοντικοί παράγοντες είναι σηµαντικοί και όπου οι εργαζόµενοι θεωρούνται ότι είναι µια σηµαντική οµάδα χρηστών. Οι επιχειρήσεις προτρέπονται να παρουσιάζουν τέτοιες πρόσθετες καταστάσεις, αν η διοίκηση πιστεύει ότι θα βοηθήσουν τους χρήστες να πάρουν οικονοµικές αποφάσεις. ΛΠ 1 ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ Ακριβοδίκαιη παρουσίαση & Συµµόρφωση προς τα ΛΠ 10. Οι οικονοµικές καταστάσεις πρέπει να παρουσιάζουν ακριβοδίκαια την οικονοµική θέση, τη χρηµατοοικονοµική απόδοση και τις ταµιακές ροές µιας επιχείρησης. Η κατάλληλη εφαρµογή των ιεθνών Λογιστικών Προτύπων, µε επιπρόσθετες γνωστοποιήσεις όταν είναι αναγκαίες, έχει ως αποτέλεσµα, σε όλες σχεδόν τις περιστάσεις, να επιτυγχάνουν οι οικονοµικές καταστάσεις µία ακριβοδίκαιη παρουσίαση. 11. Η επιχείρηση της οποίας οι οικονοµικές καταστάσεις συµµορφώνονται µε τα ιεθνή Λογιστικά Πρότυπα, πρέπει να γνωστοποιεί αυτό το γεγονός. Οι Οικονοµικές Καταστάσεις δεν πρέπει να περιγράφονται ως συµµορφούµενες µε τα ιεθνή Λογιστικά Πρότυπα, εκτός αν συµµορφώνονται µε όλες τις απαιτήσεις κάθε εφαρµοστέου Προτύπου και κάθε εφαρµοστέας διερµηνείας της ιαρκούς Επιτροπής ιερµηνειών (Standing Interpretations Committee) ( 1 ). 12. Ακατάλληλοι λογιστικοί χειρισµοί δεν αποκαθίστανται είτε µε τη γνωστοποίηση των λογιστικών αρχών που χρησιµοποιήθηκαν είτε µε σηµειώσεις ή επεξηγηµατικό υλικό. 13. Σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις, όταν η διοίκηση καταλήγει στο συµπέρασµα ότι η συµµόρφωση µε κάποια ρύθµιση ενός Προτύπου θα ήταν παραπλανητική και συνεπώς η παρέκκλιση από τη ρύθµιση είναι αναγκαία για να επιτευχθεί µια ακριβοδίκαιη παρουσίαση, πρέπει να γνωστοποιείται από την επιχείρηση: (δ) ότι η διοίκηση έχει καταλήξει στο συµπέρασµα ότι οι οικονοµικές καταστάσεις παρουσιάζουν ακριβοδίκαια την οικονοµική θέση της επιχείρησης, τη χρηµατοοικονοµική απόδοση και τις ταµιακές ροές, ότι έχει συµµορφωθεί από κάθε ουσιώδη άποψη µε τα εφαρµοστέα ιεθνή Λογιστικά Πρότυπα, µε εξαίρεση την παρέκκλιση από ένα Πρότυπο προκειµένου να επιτύχει µια ακριβοδίκαιη παρουσίαση, το Πρότυπο από το οποίο η επιχείρηση έχει παρεκκλίνει, η φύση της παρέκκλισης, συµπεριλαµβανόµενου του χειρισµού που το Πρότυπο θα απαιτούσε, το λόγο για τον οποίο αυτός ο χειρισµός θα ήταν παραπλανητικός για τις περιστάσεις και το χειρισµό που υιοθετήθηκε και, την οικονοµική επίπτωση της παρέκκλισης στο καθαρό κέρδος ή στη ζηµία, στα περιουσιακά στοιχεία, στις υποχρεώσεις, στα ίδια κεφάλαια και στις ταµιακές ροές της επιχείρησης, για κάθε λογιστική περίοδο που παρουσιάζεται. 14. Οι οικονοµικές καταστάσεις έχουν µερικές φορές περιγραφεί ότι είναι «βασισµένες σε» ή «συµµορφούµενες µε τις ουσιώδεις ρυθµίσεις των» ή «σε συµµόρφωση προς τις λογιστικές απαιτήσεις των» ιεθνών Λογιστικών Προτύπων. Συχνά, δεν υπάρχει άλλη περαιτέρω πληροφόρηση, µολονότι είναι σαφές ότι ουσιαστικές ρυθµίσεις γνωστοποίησης πληροφοριών, αν όχι και λογιστικές ρυθµίσεις καθ' αυτές, δεν ακολουθούνται. Τέτοιες καταστάσεις είναι παραπλανητικές, επειδή αποµακρύνονται από την αξιοπιστία και την κατανοητότητα των οικονοµικών καταστάσεων. Το παρόν Πρότυπο για να εξασφαλίσει ότι οι οικονοµικές καταστάσεις, που δηλώνουν συµµόρφωση µε τα ιεθνή Λογιστικά Πρότυπα, πληρούν τις αρχές που απαιτούνται από τους χρήστες διεθνώς, περιλαµβάνει µια γενική ρύθµιση, ότι οι οικονοµικές καταστάσεις πρέπει να παρέχουν µια ακριβοδίκαιη παρουσίαση, και οδηγίες για το πώς καλύπτεται η ανάγκη της ακριβοδίκαιης παρουσίασης, καθώς και περαιτέρω οδηγίες για τον προσδιορισµό των εξαιρετικώς σπάνιων περιστάσεων, όταν µια παρέκκλιση καθίσταται αναγκαία. Επίσης απαιτεί προέχουσα γνωστοποίηση των συνθηκών που περιβάλλουν µια παρέκκλιση. Η ύπαρξη σύγκρουσης µε εθνικές διατάξεις δεν είναι επαρκής, αφ' εαυτής, να δικαιολογήσει µια παρέκκλιση στις οικονοµικές καταστάσεις, που καταρτίζονται µε βάση τα ιεθνή Λογιστικά Πρότυπα. ( 1 ) Βλέπε επίσης ιερµηνεία ΜΕ 8: «πρώτη εφαρµογή των διεθνών λογιστικών προτύπων ως βασικό λογιστικό πλαίσιο».

L 261/10 EL Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΛΠ 1 15. Σε όλες σχεδόν τις περιστάσεις, µια ακριβοδίκαιη παρουσίαση επιτυγχάνεται µε συµµόρφωση, από κάθε ουσιώδη άποψη, προς τα εφαρµοστέα ιεθνή Λογιστικά Πρότυπα. Μια ακριβοδίκαιη παρουσίαση προϋποθέτει: να επιλέγονται και να εφαρµόζονται οι λογιστικές αρχές σύµφωνα µε την παράγραφο 20, να παρουσιάζεται πληροφόρηση, που περιλαµβάνει και τις λογιστικές αρχές, κατά τρόπο που παρέχει συναφή, αξιόπιστη, συγκρίσιµη και κατανοητή πληροφόρηση και να παρέχονται πρόσθετες γνωστοποιήσεις, όταν οι ρυθµίσεις στα ιεθνή Λογιστικά Πρότυπα είναι ανεπαρκείς για να καταστήσουν τους χρήστες ικανούς να αντιληφθούν την επίδραση των ειδικής φύσης συναλλαγών ή γεγονότων στη χρηµατοοικονοµική θέση και απόδοση της επιχείρησης. 16. Σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις, η εφαρµογή συγκεκριµένης ρύθµισης ενός ιεθνούς Λογιστικού Προτύπου θα µπορούσε να οδηγήσει σε παραπλανητικές οικονοµικές καταστάσεις. Αυτό θα συµβαίνει µόνον όταν ο απαιτούµενος από το Πρότυπο χειρισµός είναι σαφώς ακατάλληλος και για το λόγο αυτό δεν µπορεί να επιτευχθεί µια ακριβοδίκαιη παρουσίαση είτε µε την εφαρµογή του Προτύπου είτε µόνο µε µία πρόσθετη γνωστοποίηση. Παρέκκλιση δε δικαιολογείται για µόνο το λόγο ότι ένας άλλος χειρισµός θα έδινε επίσης µια ακριβοδίκαιη παρουσίαση. 17. Όταν ερευνάται αν µία παρέκκλιση από συγκεκριµένη ρύθµιση των ιεθνών Λογιστικών Προτύπων είναι αναγκαία, δίδεται προσοχή: στο σκοπό της ρύθµισης και στο λόγο για τον οποίο ο σκοπός αυτός δεν επιτυγχάνεται ή δεν είναι σχετικός µε τις συγκεκριµένες περιστάσεις και, στον τρόπο κατά τον οποίο οι σχετικές µε την επιχείρηση περιστάσεις διαφέρουν από εκείνες άλλων επιχειρήσεων, οι οποίες εφαρµόζουν τη ρύθµιση. 18. Επειδή οι περιστάσεις που απαιτούν µία παρέκκλιση αναµένεται να είναι εξαιρετικά σπάνιες ενώη ανάγκη για παρέκκλιση θα αποτελέσει θέµα για πολλές συζητήσεις και υποκειµενικές κρίσεις, είναι σηµαντικό να πληροφορούνται οι χρήστες για το ότι η επιχείρηση δεν έχει συµµορφωθεί πλήρως µε όλες τις ουσιώδεις θέσεις των ιεθνών Λογιστικών Προτύπων. Είναι επίσης σηµαντικό να παρέχονται στους χρήστες επαρκείς πληροφορίες για να τους καταστήσουν ικανούς να σχηµατίσουν θεµελιωµένη κρίση ως προς αν η παρέκκλιση είναι αναγκαία και να υπολογίσουν τις προσαρµογές που θα απαιτούνταν για συµµόρφωση προς το Πρότυπο. Η Ε ΛΠ θα παρακολουθεί περιπτώσεις µη συµµόρφωσης, που θα τίθενται υπόψη της (π.χ. από τις επιχειρήσεις, τους ελεγκτές και τις ρυθµιστικές αρχές) και θα εκτιµήσει την ανάγκη για διευκρινίσεις µέσω διερµηνειών ή για τροποποιήσεις στα Πρότυπα, ανάλογα µε την περίπτωση, ώστε να εξασφαλίζεται ότι οι παρεκκλίσεις θα εξακολουθήσουν να είναι αναγκαίες µόνο σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις. 19. Όταν, σύµφωνα µε τις ειδικές προβλέψεις ένα ιεθνές Λογιστικό Πρότυπο εφαρµόζεται πριν την ηµεροµηνία έναρξης ισχύος του, το γεγονός αυτό πρέπει να γνωστοποιείται. ΛΟΓΙΣΤΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ 20. Η διοίκηση πρέπει να επιλέγει και να εφαρµόζει τις λογιστικές αρχές της επιχείρησης, ούτως ώστε οι οικονοµικές καταστάσεις να συµµορφώνονται µε όλες τις ρυθµίσεις κάθε εφαρµοστέου ιεθνούς Λογιστικού Προτύπου και ιερµηνείας της ιαρκούς Επιτροπής ιερµηνειών. Όπου δεν υπάρχει ειδική ρύθµιση, η διοίκηση πρέπει να αναπτύξει µεθόδους που να εξασφαλίζουν ότι οι οικονοµικές καταστάσεις παρέχουν πληροφορίες οι οποίες είναι: συναφείς προς τις ανάγκες για τη λήψη αποφάσεων από τους χρήστες και, αξιόπιστες ως προς το ότι: (i) απεικονίζουν πιστά τα αποτελέσµατα και την οικονοµική θέση της επιχείρησης,

EL Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 261/11 (ii) αντανακλούν την οικονοµική ουσία των γεγονότων και συναλλαγών και όχι απλά το νοµικό τύπο ( 2 ), ΛΠ 1 (iii) είναι ουδέτερες, τουτέστιν ελεύθερες από προκατάληψη, (iv) είναι συντηρητικές και (v) είναι πλήρεις από όλες τις ουσιαστικές απόψεις. 21. Λογιστικές αρχές είναι οι συγκεκριµένες µέθοδοι, βάσεις, παραδοχές, κανόνες και πρακτικές, που υιοθετούνται από µία επιχείρηση για την κατάρτιση και παρουσίαση των οικονοµικών καταστάσεων. 22. Αν δεν υπάρχει σχετικό ιεθνές Λογιστικό Πρότυπο και διερµηνεία της ιαρκούς Επιτροπής ιερµηνειών, η διοίκηση χρησιµοποιεί την κρίση της στην ανάπτυξη λογιστικών αρχών, που παρέχουν τις πλέον χρήσιµες πληροφορίες στους χρήστες των οικονοµικών καταστάσεων της επιχείρησης. Για τη διαµόρφωση αυτής της κρίσης, η διοίκηση λαµβάνει υπόψη: τις ρυθµίσεις και τις οδηγίες των ιεθνών Λογιστικών Προτύπων, που πραγµατεύονται όµοια και σχετικά αντικείµενα, τους ορισµούς, τα κριτήρια καταχώρησης και αποτίµησης για τα περιουσιακά στοιχεία, τις υποχρεώσεις, τα έσοδα και τα έξοδα, που τίθενται στο Πλαίσιο της Ε ΛΠ και, τις εξαγγελλόµενες θέσεις άλλων σωµάτων λογιστικής τυποποίησης, καθώς και αποδεκτές επιχειρηµατικές πρακτικές, αλλά µόνο στο µέτρο που αυτές είναι συνεπείς µε τα προβλεπόµενα από τα και αυτής της παραγράφου. ΣΥΝΕΧΙΖΟΜΕΝΗ ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ 23. Όταν καταρτίζονται οι οικονοµικές καταστάσεις, η διοίκηση πρέπει να προβαίνει σε εκτίµηση της δυνατότητας της επιχείρησης να συνεχίσει την επιχειρηµατική δραστηριότητα της. Οι οικονοµικές καταστάσεις πρέπει να καταρτίζονται στη βάση της συνεχιζόµενης δραστηριότητας, εκτός αν η διοίκηση είτε προτίθεται να ρευστοποιήσει την επιχείρηση ή να παύσει τις εµπορικές συναλλαγές είτε δεν έχει καµία πραγµατική εναλλακτική επιλογή από το να πράξει έτσι. Όταν η διοίκηση κάνοντας τις εκτιµήσεις της, γνωρίζει την ύπαρξη σηµαντικών αβεβαιοτήτων, οι οποίες σχετίζονται µε γεγονότα ή συνθήκες, που µπορεί να δηµιουργήσουν σοβαρή αµφιβολία σχετικά µε τη δυνατότητα της επιχείρησης να συνεχίσει την επιχειρηµατική δραστηριότητά της, αυτές οι αβεβαιότητες πρέπει να γνωστοποιούνται. Όταν οι οικονοµικές καταστάσεις δεν καταρτίζονται στη βάση της συνεχιζόµενης δραστηριότητας, το γεγονός αυτό πρέπει να γνωστοποιείται, µαζί µε τη βάση πάνω στην οποία οι οικονοµικές καταστάσεις καταρτίζονται και το λόγο για τον οποίο η επιχείρηση δε θεωρείται ότι µπορεί να συνεχίσει την επιχειρηµατική δραστηριότητά της. 24. Κατά την εκτίµηση για το αν συντρέχει η παραδοχή της συνεχιζόµενης δραστηριότητας, η διοίκηση λαµβάνει υπόψη όλες τις διαθέσιµες πληροφορίες για το προβλεπτό µέλλον, το οποίο πρέπει να εκτείνεται σε χρονικό διάστηµα δώδεκα µηνών ή περισσότερο από την ηµεροµηνία του ισολογισµού. Το βάθος της σχετικής έρευνας εξαρτάται από τα δεδοµένα σε κάθε περίπτωση. Όταν µια επιχείρηση έχει ένα παρελθόν κερδοφόρων επιχειρηµατικών δραστηριοτήτων και άµεση πρόσβαση σε οικονοµικούς πόρους, δε χρειάζεται µεγάλη ανάλυση για να εξαχθεί το συµπέρασµα ότι η λογιστική βάση της συνεχιζόµενης δραστηριότητας είναι ορθή. Σε άλλες περιπτώσεις η διοίκηση µπορεί να χρειάζεται να λάβει υπόψη ένα ευρύ κύκλο παραγόντων, που περιβάλλουν την τρέχουσα και την αναµενόµενη κερδοφορία, τα προγράµµατα εξόφλησης χρεών και τις πιθανές εναλλακτικές πηγές χρηµατοδότησης, πριν καταλήξει στη γνώµη ότι η βάση της συνεχιζόµενης δραστηριότητας είναι η ορθή. ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΛΟΓΙΣΤΙΚΩΝ ΠΕΡΙΟ ΩΝ 25. Η επιχείρηση πρέπει να καταρτίζει τις οικονοµικές καταστάσεις της τηρώντας τη λογιστική αρχή της αυτοτέλειας των λογιστικών περιόδων µε εξαίρεση τις πληροφορίες των Ταµιακών ροών. ( 2 ) Βλέπε επίσης ιερµηνεία ΜΕ 27: «εκτίµηση της ουσίας των συναλλαγών που συνεπάγονται το νοµικό τύπο µιας µίσθωσης».

L 261/12 EL Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΛΠ 1 26. Με βάση τη λογιστική αρχή της αυτοτέλειας των λογιστικών περιόδων, οι συναλλαγές και τα γεγονότα καταχωρούνται, όταν προκύπτουν (και όχι όταν εισπράττονται ή πληρώνονται µετρητά ή ταµιακά ισοδύναµα), καταγράφονται στα λογιστικά αρχεία και παρουσιάζονται στις οικονοµικές καταστάσεις των περιόδων τις οποίες αφορούν. Τα έξοδα καταχωρούνται στην κατάσταση λογαριασµού αποτελεσµάτων στη βάση της άµεσης συσχέτισης µεταξύ του κόστους που προέκυψε και του συγκεκριµένου εσόδου που αποκτήθηκε (συσχετισµός). Όµως η εφαρµογή της αρχής του συσχετισµού εσόδων και εξόδων δεν επιτρέπει την καταχώρηση στον ισολογισµό στοιχείων, τα οποία δεν ανταποκρίνονται στον ορισµό των περιουσιακών στοιχείων ή των υποχρεώσεων. ΟΜΟΙΟΜΟΡΦΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ 27. Η εµφάνιση και η ταξινόµηση των στοιχείων στις οικονοµικές καταστάσεις πρέπει να διατηρείται όµοια από περίοδο σε περίοδο, εκτός αν: µια σηµαντική µεταβολή στη φύση των επιχειρηµατικών δραστηριοτήτων της επιχείρησης ή µία επανεξέταση του τρόπου παρουσίασης των οικονοµικών καταστάσεών της, καταδεικνύει ότι η µεταβολή θα καταλήξει σε µία περισσότερο κατάλληλη παρουσίαση των γεγονότων ή των συναλλαγών, ή µια µεταβολή στην παρουσίαση απαιτείται από ένα ιεθνές Λογιστικό Πρότυπο ή από διερµηνεία της ιαρκούς Επιτροπής ιερµηνειών ( 3 ). 28. Μια σηµαντική αγορά ή διάθεση ή µια επανεξέταση του τρόπου παρουσίασης των οικονοµικών καταστάσεων ενδέχεται να υπαγορεύει την ανάγκη διαφορετικής παρουσίασης των καταστάσεων αυτών. Η επιχείρηση πρέπει να διαφοροποιεί τον τρόπο παρουσίασης των οικονοµικών καταστάσεων της, µόνον όταν η νέα δοµή πρόκειται να συνεχιστεί ή το όφελος από µία άλλη παρουσίαση είναι προφανές. Όταν γίνονται τέτοιες αλλαγές παρουσίασης, η επιχείρηση επαναταξινοµεί τις συγκριτικές πληροφορίες της, σύµφωνα µε την παράγραφο 40. Αλλαγή στην παρουσίαση για να ανταποκρίνεται στις εθνικές ρυθµίσεις επιτρέπεται, εφόσον η αναθεωρηµένη παρουσίαση είναι συνεπής µε τις ρυθµίσεις αυτού του Προτύπου. ΣΠΟΥ ΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΟΛΟΤΗΤΑ 29. Κάθε ουσιώδες στοιχείο πρέπει να παρουσιάζεται ξεχωριστά στις οικονοµικές καταστάσεις. Επουσιώδη ποσά πρέπει να συναθροίζονται µε ποσά όµοιας φύσης ή λειτουργίας και δε χρειάζεται να παρουσιάζονται ξεχωριστά. 30. Οι οικονοµικές καταστάσεις είναι αποτέλεσµα της επεξεργασίας µεγάλου αριθµού συναλλαγών, οι οποίες κατατάσσονται και συγκεντρώνονται σε οµάδες, σύµφωνα µε τη φύση ή τη λειτουργία τους. Το τελικό στάδιο στη διαδικασία της συγκέντρωσης και ταξινόµησης είναι η παρουσίαση του συµπυκνωµένου και ταξινοµηµένου πληροφοριακού υλικού, που σχηµατίζει σειρά κονδυλίων είτε στην όψη των οικονοµικών καταστάσεων είτε στο προσάρτηµα. Αν ένα συγκεκριµένο κονδύλι δεν είναι ουσιώδες, αυτό συγκεντρώνεται µαζί µε άλλα είτε στην όψη των οικονοµικών καταστάσεων είτε στο προσάρτηµα. Ένα κονδύλι που δεν είναι επαρκώς ουσιώδες για να δικαιολογεί ξεχωριστή παρουσίαση στην όψη των οικονοµικών καταστάσεων µπορεί παρόλα αυτά να είναι επαρκώς ουσιώδες, ώστε να πρέπει να παρουσιαστεί ξεχωριστά στο προσάρτηµα. 31. Σε αυτό το πλαίσιο, οι πληροφορίες είναι ουσιώδεις, αν η µη γνωστοποίησή τους θα µπορούσε να επηρεάσει τις οικονοµικές αποφάσεις των χρηστών, που λαµβάνονται βάσει των οικονοµικών καταστάσεων. Η σπουδαιότητα εξαρτάται από το µέγεθος και τη φύση του κρινόµενου στοιχείου στις ειδικές συνθήκες της παραλείψεώς του. Για την απόφαση, αν ένα στοιχείο ή µια συγκέντρωση στοιχείων είναι ουσιώδης, συνεκτιµώνται η φύση και το µέγεθός του. Αναλόγως των συνθηκών, είτε η φύση είτε το µέγεθος του στοιχείου θα µπορούσε να είναι ο καθοριστικός παράγοντας. Για παράδειγµα, κατ' ιδίαν περιουσιακά στοιχεία µε την ίδια φύση και λειτουργία συγκεντρώνονται και αν ακόµη τα κατ' ιδίαν ποσά είναι µεγάλα. Όµως, µεγάλα κονδύλια τα οποία διαφέρουν στη φύση ή τη λειτουργία παρουσιάζονται ξεχωριστά. 32. Η σπουδαιότητα προβλέπει ότι δε χρειάζεται να πληρούνται οι συγκεκριµένες απαιτήσεις γνωστοποίησης των ιεθνών Λογιστικών Προτύπων, αν η πληροφόρηση που προκύπτει δεν είναι ουσιώδης. ( 3 ) Βλέπε επίσης ιερµηνεία ΜΕ 18: «συνέπεια εναλλακτικές µέθοδοι».

EL Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 261/13 ΣΥΜΨΗΦΙΣΜΟΣ ΛΠ 1 33. Περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις δεν πρέπει να συµψηφίζονται, εκτός αν ο συµψηφισµός απαιτείται ή επιτρέπεται από άλλο ιεθνές Λογιστικό Πρότυπο. 34. Στοιχεία εσόδων και εξόδων πρέπει να συµψηφίζονται όταν και µόνον όταν: ένα ιεθνές Λογιστικό Πρότυπο το απαιτεί ή το επιτρέπει, ή κέρδη, ζηµίες και σχετικά έξοδα που προκύπτουν από τις ίδιες ή όµοιες συναλλαγές και γεγονότα δεν είναι ουσιώδη. Τέτοια ποσά πρέπει να συναθροίζονται σύµφωνα µε την παράγραφο 29. 35. Είναι σηµαντικό τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις, καθώς και τα έσοδα και έξοδα, όταν είναι ουσιώδη, να απεικονίζονται ξεχωριστά. Ο συµψηφισµός είτε στην κατάσταση λογαριασµού αποτελεσµάτων είτε στον ισολογισµό, εκτός αν αυτός αντικατοπτρίζει την ουσία της συναλλαγής ή του γεγονότος, αποστερεί από τους χρήστες τη δυνατότητα να αντιλαµβάνονται τις συναλλαγές που αναλήφθηκαν και να εκτιµούν τις µελλοντικές ταµιακές ροές της επιχείρησης. Η απεικόνιση των περιουσιακών στοιχείων µετά την αφαίρεση υποτιµήσεων, για παράδειγµα λόγω απαξίωσης αποθεµάτων και επισφάλειας απαιτήσεων, δεν είναι συµψηφισµός. 36. Το ΛΠ 18 «Έσοδα», παρέχει τον ορισµό του εσόδου και απαιτεί να αποτιµάται αυτό στην εύλογη αξία του ληφθέντος ή του εισπρακτέου ανταλλάγµατος, λαµβάνοντας υπόψη το ποσό των κάθε είδους εκπτώσεων που παρέχονται από την επιχείρηση. Μια επιχείρηση αναλαµβάνει, κατά την πορεία των συνηθισµένων δραστηριοτήτων της, άλλες συναλλαγές που δε δηµιουργούν έσοδα, αλλά οι οποίες είναι απαραίτητες για τις κύριες δραστηριότητες που δηµιουργούν έσοδα. Τα αποτελέσµατα τέτοιων συναλλαγών παρουσιάζονται, όταν αυτή η παρουσίαση αντανακλά την ουσία της συναλλαγής ή του γεγονότος, ύστερα από την αφαίρεση, από κάθε έσοδο, των σχετικών εξόδων που προκύπτουν από την ίδια συναλλαγή. Για παράδειγµα: Κέρδη και ζηµίες από τη διάθεση µη κυκλοφορούντων περιουσιακών στοιχείων, συµπεριλαµβανοµένων των επενδύσεων και των λειτουργικών περιουσιακών στοιχείων, παρουσιάζονται, αφού από το προϊόν της διάθεσης αφαιρεθεί η λογιστική αξία του εν λόγω περιουσιακού στοιχείου και τα σχετικά έξοδα πώλησης. απάνες που ανακτώνται βάσει συµβατικού διακανονισµού µε ένα τρίτο µέρος (µια συµφωνία υποµίσθωσης, για παράδειγµα), µειώνονται κατά το ποσό που ανακτάται. Έκτακτα κονδύλια µπορεί να παρουσιάζονται καθαρά, δηλαδή µετά από τους σχετικούς φόρους και δικαιώµατα µειοψηφίας, ενώτα ακαθάριστα ποσά εµφανίζονται στο προσάρτηµα. 37. Επιπροσθέτως, κέρδη και ζηµίες που προκύπτουν από µία οµάδα οµοίων συναλλαγών απεικονίζονται σε καθαρή βάση, όπως για παράδειγµα τα συναλλαγµατικά κέρδη και ζηµίες ή τα κέρδη και ζηµίες που προκύπτουν από χρηµατοπιστωτικά µέσα που περιλαµβάνονται στο Χαρτοφυλάκιο συναλλαγών. Ωστόσο, τέτοια κέρδη και ζηµίες απεικονίζονται ξεχωριστά, αν το µέγεθός τους, η φύση τους ή η περίπτωσή τους είναι τέτοια, που η ξεχωριστή γνωστοποίηση να απαιτείται από το ΛΠ 8 «Καθαρό Κέρδος ή Ζηµία Περιόδου, Βασικά Λάθη και Μεταβολές Λογιστικών Αρχών». ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ 38. Η συγκριτική πληροφόρηση πρέπει να γνωστοποιείται σε σχέση µε την προηγούµενη λογιστική περίοδο για όλες τις αριθµητικές πληροφορίες στις οικονοµικές καταστάσεις, εκτός αν ένα ιεθνές Λογιστικό Πρότυπο επιτρέπει ή απαιτεί διαφορετικά. Η συγκριτική πληροφόρηση πρέπει να συµπεριλαµβάνεται στην αφηγηµατική και περιγραφική πληροφόρηση, όταν είναι απαραίτητη για την κατανόηση των οικονοµικών καταστάσεων της τρέχουσας λογιστικής περιόδου. 39. Σε µερικές περιπτώσεις η αφηγηµατική πληροφόρηση που παρέχεται στις οικονοµικές καταστάσεις για την προηγούµενη λογιστική περίοδο ή περιόδους, συνεχίζει να αφορά και την τρέχουσα περίοδο. Για παράδειγµα, οι λεπτοµέρειες για µία δικαστική διένεξη, το αποτέλεσµα της οποίας ήταν αβέβαιο κατά την ηµεροµηνία του τελευταίου ισολογισµού και η οποία εξακολουθεί να εκκρεµεί, γνωστοποιούνται στην τρέχουσα περίοδο. Οι χρήστες ωφελούνται από τις πληροφορίες για το ότι η αβεβαιότητα υπήρχε κατά την ηµεροµηνία του τελευταίου ισολογισµού και για τα µέτρα που έχουν ληφθεί κατά τη διάρκεια της περιόδου για τη λύση της αβεβαιότητας.

L 261/14 EL Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΛΠ 1 40. Όταν η παρουσίαση ή κατάταξη των στοιχείων στις οικονοµικές καταστάσεις µεταβάλλεται, τα συγκριτικά κονδύλια πρέπει να ανακατατάσσονται, εκτός αν αυτό δεν είναι πρακτικά δυνατόν, προκειµένου να εξασφαλίζεται η συγκρισιµότητα µε την τρέχουσα περίοδο. Παράλληλα, πρέπει για κάθε ανακατάταξη να γνωστοποιείται η φύση αυτής της ανακατάταξης, το ποσό και η αιτία. Όταν δεν είναι δυνατόν να γίνει ανακατάταξη συγκριτικών κονδυλίων η επιχείρηση πρέπει να γνωστοποιεί την αιτία της µη ανακατάταξης και τη φύση των µεταβολών που θα είχαν γίνει, αν τα ποσά είχαν ανακαταταγεί. 41. Μπορεί να υπάρχουν περιπτώσεις, όπου δεν είναι δυνατόν να γίνει ανακατάταξη των συγκριτικών πληροφοριών για να επιτευχθεί συγκρισιµότητα µε την τρέχουσα περίοδο. Για παράδειγµα, µπορεί σε προηγούµενες περιόδους να µην έχουν συγκεντρωθεί στοιχεία κατά τρόπο που να επιτρέπουν την ανακατάταξη και µπορεί να µην είναι πρακτικά δυνατόν να ανακτηθούν οι πληροφορίες. Σε τέτοιες περιπτώσεις, γνωστοποιείται η φύση των προσαρµογών που θα είχαν γίνει στα συγκριτικά ποσά. Το ΛΠ 8 αναφέρεται στις προσαρµογές που απαιτούνται για τη συγκριτική πληροφόρηση, ύστερα από µια µεταβολή στις λογιστικές αρχές, που εφαρµόζεται αναδροµικά. ΟΜΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ Εισαγωγή 42. Αυτό το Πρότυπο απαιτεί ορισµένες γνωστοποιήσεις στην όψη των οικονοµικών καταστάσεων. Απαιτεί επίσης τη γνωστοποίηση άλλων επί µέρους στοιχείων είτε στην όψη των οικονοµικών καταστάσεων είτε στο προσάρτηµα και παραθέτει σε προσάρτηµα αυτού του Προτύπου τους προτεινόµενους τρόπους διάρθρωσης, τους οποίους µία επιχείρηση µπορεί να ακολουθεί για τις δικές της συνθήκες. Το ΛΠ 7 παρέχει µια δοµή για την παρουσίαση της κατάστασης ταµιακών ροών. 43. Αυτό το Πρότυπο χρησιµοποιεί τον όρο της γνωστοποίησης µε τη γενική έννοια, που εµπερικλείει στοιχεία τα οποία παρουσιάζονται στην όψη κάθε οικονοµικής κατάστασης, όπως επίσης και στο προσάρτηµα των οικονοµικών καταστάσεων. Οι γνωστοποιήσεις που απαιτούνται από άλλα ιεθνή Λογιστικά Πρότυπα γίνονται σύµφωνα µε τις ρυθµίσεις αυτών των Προτύπων. Οι γνωστοποιήσεις αυτές γίνονται είτε στην όψη της σχετικής οικονοµικής κατάστασης είτε στο προσάρτηµα, εκτός αν το παρόν ή άλλο Πρότυπο ορίζει διαφορετικά. Εξατοµίκευση των οικονοµικών καταστάσεων 44. Οι οικονοµικές καταστάσεις πρέπει να εξατοµικεύονται σαφώς και να διακρίνονται από άλλες πληροφορίες στα ίδια δηµοσιευόµενα έντυπα. 45. Τα ιεθνή Λογιστικά Πρότυπα εφαρµόζονται µόνο στις οικονοµικές καταστάσεις και όχι σε άλλες πληροφορίες που παρουσιάζονται στην ετήσια έκθεση οικονοµικού απολογισµού ή σε άλλο έντυπο. Συνεπώς, είναι σηµαντικό το ότι οι χρήστες είναι σε θέση να διακρίνουν τις πληροφορίες που καταρτίστηκαν µε βάση τα ιεθνή Λογιστικά Πρότυπα από άλλες πληροφορίες που µπορεί να είναι χρήσιµες στους χρήστες, αλλά δεν υπόκεινται στα Πρότυπα. 46. Κάθε στοιχείο που συγκροτεί τις οικονοµικές καταστάσεις πρέπει να εξατοµικεύεται σαφώς. Επιπρόσθετα, οι ακόλουθες πληροφορίες πρέπει προεχόντως να εκτίθενται και να επαναλαµβάνονται, όταν είναι αναγκαίο για µια κατάλληλη κατανόηση των πληροφοριών που παρουσιάζονται: η επωνυµία της επιχείρησης που καταρτίζει τις οικονοµικές καταστάσεις ή άλλοι τρόποι εξατοµίκευσης, (δ) (ε) αν οι οικονοµικές καταστάσεις καλύπτουν την επιχείρηση µεµονωµένα ή όµιλο επιχειρήσεων, η ηµεροµηνία του ισολογισµού ή η περίοδος που καλύπτεται από τις οικονοµικές καταστάσεις, ανάλογα µε την επιµέρους οικονοµική κατάσταση. το τηρούµενο νόµισµα, και ο βαθµός ακρίβειας που χρησιµοποιήθηκε στην παρουσίαση των ποσών στις οικονοµικές καταστάσεις. 47. Οι απαιτήσεις της παραγράφου 46 αντιµετωπίζονται συνήθως µε την παρουσίαση των κατά σελίδα επικεφαλίδων και των συντετµηµένων επικεφαλίδων των στηλών κάθε σελίδας των οικονοµικών καταστάσεων. Απαιτείται κρίση για να προσδιοριστεί ο καλλίτερος τρόπος παρουσίασης τέτοιων πληροφοριών. Για παράδειγµα, όταν οι οικονοµικές καταστάσεις διαβάζονται ηλεκτρονικά, µπορεί να µη χρησιµοποιούνται χωριστές σελίδες, οπότε τα ανωτέρω στοιχεία παρουσιάζονται αρκετά συχνά για να εξασφαλίζουν µια επαρκή κατανόηση των παρεχόµενων πληροφοριών.

EL Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 261/15 48. Οι οικονοµικές καταστάσεις συχνά γίνονται περισσότερο κατανοητές µε την παρουσίαση πληροφοριών σε χιλιάδες ή εκατοµµύρια µονάδων του τηρούµενου νοµίσµατος. Αυτό είναι αποδεκτό εφόσον γνωστοποιείται ο βαθµός ακρίβειας στην παρουσίαση και δε χάνονται απαραίτητες πληροφορίες. ΛΠ 1 Καλυπτόµενη περίοδος 49. Οι οικονοµικές καταστάσεις πρέπει να παρουσιάζονται τουλάχιστον ετησίως. Όταν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η ηµεροµηνία του ισολογισµού µιας επιχείρησης αλλάζει και οι ετήσιες οικονοµικές καταστάσεις παρουσιάζονται για µια περίοδο µεγαλύτερη ή µικρότερη από ένα έτος, η επιχείρηση πρέπει να γνωστοποιεί, επιπροσθέτως από την περίοδο που καλύπτεται από τις οικονοµικές καταστάσεις και: το λόγο που χρησιµοποιήθηκε περίοδος διαφορετική από αυτή του ενός έτους και το γεγονός ότι τα συγκριτικά ποσά της κατάστασης λογαριασµού αποτελεσµάτων, των µεταβολών των ιδίων κεφαλαίων, των Ταµιακών ροών και των σχετικών σηµειώσεων δεν είναι συγκρίσιµα. 50. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις µια επιχείρηση µπορεί να χρειαστεί ή να αποφασίσει να αλλάξει την ηµεροµηνία του ισολογισµού της, για παράδειγµα ύστερα από την αγορά της επιχείρησης από άλλη επιχείρηση µε διαφορετική ηµεροµηνία ισολογισµού. Όταν συµβαίνει αυτό, είναι σηµαντικό να ενηµερώνονται οι χρήστες ότι τα ποσά που εµφανίζονται για την τρέχουσα περίοδο και τα συγκριτικά ποσά δεν είναι συγκρίσιµα και να γνωστοποιείται ο λόγος για την αλλαγή στην ηµεροµηνία του ισολογισµού. 51. Κανονικά, οι οικονοµικές καταστάσεις καταρτίζονται για να καλύπτουν περίοδο ενός έτους σε µόνιµη βάση. Όµως, µερικές επιχειρήσεις προτιµούν για πρακτικούς λόγους να παρέχουν πληροφόρηση π.χ. για µια περίοδο 52 εβδοµάδων. Αυτό το Πρότυπο δεν αποκλείει αυτή την πρακτική, καθώς οι προκύπτουσες οικονοµικές καταστάσεις είναι απίθανο να διαφέρουν ουσιωδώς από εκείνες που θα παρουσιάζονταν για ένα έτος. 'Εγκαιρη κατάρτιση των οικονοµικών καταστάσεων 52. Η χρησιµότητα των οικονοµικών καταστάσεων µειώνεται, αν αυτές δεν είναι διαθέσιµες στους χρήστες µέσα σε εύλογο χρόνο µετά από την ηµεροµηνία του ισολογισµού. Μια επιχείρηση πρέπει να είναι σε θέση να εκδώσει τις οικονοµικές καταστάσεις της µέσα σε έξι µήνες από την ηµεροµηνία του ισολογισµού. Συνήθεις παράγοντες, όπως η πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων µιας επιχείρησης, δεν είναι επαρκείς λόγοι για αδυναµία έγκαιρης πληροφόρησης. Πιο συγκεκριµένα χρονικά όρια καθορίζονται από τη νοµοθεσία και, πολλές φορές, από κανονισµούς λειτουργίας της αγοράς σε πολλές επικράτειες. Ισολογισµός ιαχωρισµός κυκλοφορούντων και µη κυκλοφορούντων στοιχείων 53. Κάθε επιχείρηση πρέπει να προσδιορίσει, βασιζόµενη στη φύση των δραστηριοτήτων της, αν πρέπει ή όχι να παρουσιάζει τα κυκλοφορούντα και µη κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία και τις βραχυπρόθεσµες ή µακροπρόθεσµες υποχρεώσεις της, ως ιδιαίτερες κατηγορίες στην όψη του ισολογισµού. Όταν γίνεται αυτή η διάκριση, εφαρµόζονται οι παράγραφοι 57 µέχρι 65 αυτού του Προτύπου. Όταν µια επιχείρηση επιλέγει να µην κάνει αυτή την κατάταξη, τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις πρέπει να παρουσιάζονται γενικά κατά τη σειρά της ρευστότητάς τους. 54. Ανεξάρτητα από την υιοθετηµένη µέθοδο παρουσίασης, µια επιχείρηση πρέπει, για κάθε περιουσιακό στοιχείο και υποχρέωση που αποτελείται από ποσά που αναµένεται να εισπραχθούν ή να διακανονιστούν σε χρόνο µικρότερο αλλά και µεγαλύτερο των δώδεκα µηνών από την ηµεροµηνία του ισολογισµού, να γνωστοποιεί τα ποσά που αναµένεται να εισπραχθούν ή να διακανονιστούν µετά από την παρέλευση δώδεκα µηνών. 55. Όταν µια επιχείρηση παρέχει αγαθά ή υπηρεσίες µέσα σε ένα σαφώς εξατοµικευµένο κύκλο εκµετάλλευσης, η χωριστή κατάταξη των κυκλοφορούντων και των µη κυκλοφορούντων στοιχείων και των βραχυπρόθεσµων και µακροπρόθεσµων υποχρεώσεων, στον πίνακα του ισολογισµού, παρέχει χρήσιµες πληροφορίες µε το διαχωρισµό των καθαρών περιουσιακών στοιχείων που συνεχώς ανακυκλώνεται ως κεφάλαιο κίνησης, από εκείνα τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία χρησιµοποιούνται στις µακροπρόθεσµες δραστηριότητες της επιχείρησης. Αυτή η κατάταξη επίσης φανερώνει τα περιουσιακά στοιχεία που αναµένεται να ρευστοποιηθούν µέσα στον τρέχοντα κύκλο εκµετάλλευσης και τις υποχρεώσεις που οφείλονται να τακτοποιηθούν µέσα στην ίδια περίοδο.

L 261/16 EL Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΛΠ 1 56. Πληροφορίες για τις ηµεροµηνίες λήξης των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων είναι χρήσιµες για την εκτίµηση της ρευστότητας και της φερεγγυότητας µιας επιχείρησης. Το ΛΠ 32 «Χρηµατοπιστωτικά Μέσα: Γνωστοποίηση και Παρουσίαση», απαιτεί γνωστοποίηση των ηµεροµηνιών λήξης των χρηµατοοικονοµικών περιουσιακών στοιχείων και των χρηµατοοικονοµικών υποχρεώσεων. Τα χρηµατοοικονοµικά περιουσιακά στοιχεία περιλαµβάνουν τις εµπορικές και άλλες εισπρακτέες απαιτήσεις και οι χρηµατοοικονοµικές υποχρεώσεις περιλαµβάνουν τις εµπορικές υποχρεώσεις και άλλους λογαριασµούς πληρωτέους. Άσχετα αν τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις κατατάσσονται ως κυκλοφορούντα ή µη κυκλοφορούντα στοιχεία, είναι επίσης χρήσιµη η παροχή πληροφοριών για την αναµενόµενη ηµεροµηνία ρευστοποίησης και διακανονισµού αντίστοιχα των µη νοµισµατικών περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων, όπως είναι τα αποθέµατα και οι προβλέψεις. Για παράδειγµα, µια επιχείρηση γνωστοποιεί το ποσό των αποθεµάτων, που αναµένεται να ρευστοποιηθεί σε χρόνο µεγαλύτερο του ενός έτους από την ηµεροµηνία του ισολογισµού. Κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία 57. Ένα περιουσιακό στοιχείο κατατάσσεται ως κυκλοφορούν περιουσιακό στοιχείο ενεργητικού, όταν αυτό: αναµένεται να ρευστοποιηθεί ή κατέχεται για πώληση ή ανάλωση, κατά τη συνήθη πορεία του κύκλου εκµετάλλευσης της επιχείρησης ή κατέχεται κυρίως για εµπορικούς σκοπούς ή για βραχύ χρόνο και αναµένεται να ρευστοποιηθεί µέσα σε δώδεκα µήνες από την ηµεροµηνία του ισολογισµού, ή συνιστά ταµιακά διαθέσιµα ή ταµιακά ισοδύναµα τα οποία δεν έχουν περιορισµούς στη χρήση τους. Όλα τα άλλα περιουσιακά στοιχεία πρέπει να κατατάσσονται ως µη κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία. 58. Αυτό το Πρότυπο χρησιµοποιεί τον όρο «µη κυκλοφορούντα» για να συµπεριλάβει ενσώµατα, άϋλα, λειτουργικά και χρηµατοοικονοµικά περιουσιακά στοιχεία µακροπρόθεσµης φύσης. εν απαγορεύεται η χρήση εναλλακτικών περιγραφών, εφόσον η έννοια είναι σαφής. 59. Κύκλος εκµετάλλευσης µιας επιχείρησης είναι ο χρόνος µεταξύ της κτήσης των υλών που υπεισέρχονται σε µία διαδικασία και της ρευστοποίησής τους σε ταµιακά διαθέσιµα ή σε ένα µέσο που είναι άµεσα µετατρέψιµο σε ταµιακά διαθέσιµα. Τα κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία περιλαµβάνουν αποθέµατα προς πώληση ή ανάλωση και εµπορικές απαιτήσεις, στο πλαίσιο του κανονικού κύκλου εκµετάλλευσης, ακόµη και όταν δεν αναµένεται η ρευστοποίησή τους µέσα σε δώδεκα µήνες από την ηµεροµηνία του ισολογισµού. Εµπορεύσιµα αξιόγραφα κατατάσσονται ως κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία, αν αναµένεται να ρευστοποιηθούν µέσα σε δώδεκα µήνες από την ηµεροµηνία του ισολογισµού. Άλλως κατατάσσονται ως µη κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία. Βραχυπρόθεσµες υποχρεώσεις 60. Μια υποχρέωση πρέπει να κατατάσσεται ως βραχυπρόθεσµη όταν αυτή: αναµένεται να διακανονιστεί κατά τη συνήθη πορεία του κύκλου εκµετάλλευσης της επιχείρησης, ή οφείλει να διακανονιστεί µέσα σε δώδεκα µήνες από την ηµεροµηνία του ισολογισµού. Όλες οι άλλες υποχρεώσεις πρέπει να κατατάσσονται ως µακροπρόθεσµες υποχρεώσεις. 61. Η κατάταξη των βραχυπρόθεσµων υποχρεώσεων µπορεί να γίνεται µε τον ίδιο τρόπο, όπως τα κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία. Μερικές βραχυπρόθεσµες υποχρεώσεις, όπως οι εµπορικοί πληρωτέοι λογαριασµοί το δεδουλευµένο κόστος µισθοδοσίας και τα λοιπά δουλευµένα κόστη εκµετάλλευσης, συνιστούν τµήµα του κεφαλαίου κίνησης που χρησιµοποιείται στο συνήθη κύκλο εκµετάλλευσης της επιχείρησης. Τέτοια στοιχεία της εκµετάλλευσης κατατάσσονται ως βραχυπρόθεσµες υποχρεώσεις, ακόµη και αν οφείλεται να διακανονιστούν σε χρόνο µεγαλύτερο των δώδεκα µηνών από την ηµεροµηνία του ισολογισµού. 62. Άλλες βραχυπρόθεσµες υποχρεώσεις δε διακανονίζονται ως µέρος του τρέχοντος κύκλου εκµετάλλευσης, αλλά πρέπει να διακανονιστούν εντός δώδεκα µηνών από την ηµεροµηνία του ισολογισµού. Παραδείγµατα αποτελούν, το βραχυπρόθεσµο µέρος των εντόκων υποχρεώσεων, οι τραπεζικές υπεραναλήψεις, τα πληρωτέα µερίσµατα, οι φόροι εισοδήµατος και άλλες οφειλές, που δε σχετίζονται άµεσα µε αγορές. Οι έντοκες υποχρεώσεις, µέσω των οποίων χρηµατοδοτείται το κεφάλαιο κίνησης σε µακροπρόθεσµη βάση και δεν είναι πληρωτέες µέσα σε δώδεκα µήνες, αποτελούν µακροπρόθεσµες υποχρεώσεις.

EL Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 261/17 63. Η επιχείρηση πρέπει να συνεχίσει να κατατάσσει τις µακροπρόθεσµες έντοκες υποχρεώσεις ως µακροπρόθεσµες, ακόµη και όταν πρέπει να διακανονιστούν µέσα σε δώδεκα µήνες από την ηµεροµηνία του ισολογισµού, αν: ΛΠ 1 η αρχική προθεσµία ήταν για περίοδο µεγαλύτερη των δώδεκα µηνών, η επιχείρηση προτίθεται να αναχρηµατοδοτήσει την υποχρέωση σε µακροπρόθεσµη βάση και αυτή η πρόθεση στηρίζεται σε συµφωνία αναχρηµατοδότησης ή αναδιαπραγµάτευσης των όρων εξόφλησης, η οποία ολοκληρώνεται πριν εγκριθούν για έκδοση οι οικονοµικές καταστάσεις. Το ποσό κάθε υποχρέωσης που έχει εξαιρεθεί από τις βραχυπρόθεσµες υποχρεώσεις, σύµφωνα µε αυτή την παράγραφο, µαζί µε τις πληροφορίες που στηρίζουν αυτή την παρουσίαση, πρέπει να γνωστοποιούνται στο προσάρτηµα του ισολογισµού. 64. Μερικές υποχρεώσεις, που πρέπει να εξοφληθούν µέσα στον επόµενο κύκλο εκµετάλλευσης, µπορεί να αναµένεται να αναχρηµατοδοτηθούν ή να «ανανεωθούν», κατά τη διακριτική ευχέρεια της επιχείρησης και, συνεπώς, δεν αναµένεται να χρησιµοποιήσουν το υπάρχον κεφάλαιο κίνησης της επιχείρησης. Τέτοιες υποχρεώσεις θεωρούνται ότι αποτελούν µέρος της µακροπρόθεσµης χρηµατοδότησης της επιχείρησης και πρέπει να κατατάσσονται ως µακροπρόθεσµες. Όµως, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η αναχρηµατοδότηση δεν είναι στη διακριτική ευχέρεια της επιχείρησης (όπως θα ήταν η περίπτωση, αν δεν υπήρχε συµφωνία για αναχρηµατοδότηση), η αναχρηµατοδότηση δεν µπορεί να θεωρείται αυτόµατη και η υποχρέωση κατατάσσεται ως βραχυπρόθεσµη, εκτός αν η ολοκλήρωση µιας συµφωνίας αναχρηµατοδότησης, πριν από την έγκριση για έκδοση των οικονοµικών καταστάσεων, παρέχει απόδειξη ότι η ουσία της υποχρέωσης κατά την ηµεροµηνία του ισολογισµού ήταν µακροπρόθεσµη. 65. Μερικές συµφωνίες δανεισµού ενσωµατώνουν δεσµεύσεις του λήπτη (όρους), που έχουν ως αποτέλεσµα το ότι η υποχρέωση καθίσταται αµέσως πληρωτέα, αν παραβιαστούν ορισµένοι όροι που αφορούν τη χρηµατοοικονοµική θέση του δανειζοµένου. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η υποχρέωση κατατάσσεται ως µακροπρόθεσµη, µόνον όταν: ο δανειστής έχει συµφωνήσει, πριν από την έγκριση για έκδοση των οικονοµικών καταστάσεων, να µην απαιτήσει την πληρωµή ως συνέπεια της παραβίασης, και δεν πιθανολογείται ότι περαιτέρω παραβιάσεις θα συµβούν µέσα σε δώδεκα µήνες από την ηµεροµηνία του ισολογισµού. Πληροφορίες που παρουσιάζονται στον πίνακα του ισολογισµού 66. Ο πίνακας του ισολογισµού πρέπει να περιλαµβάνει, ως ελάχιστον, θέσεις στοιχείων που παρουσιάζουν τα ακόλουθα κονδύλια: (δ) (ε) (στ) (ζ) (η) (θ) (ι) (ια) (ιβ) (ιγ) Ενσώµατα πάγια. Άϋλα περιουσιακά στοιχεία. Χρηµατοοικονοµικά περιουσιακά στοιχεία (εξαιρουµένων των ποσών που εµφανίζονται µε τα στοιχεία (δ), (στ) και (ζ)). Επενδύσεις που λογιστικοποιούνται µε τη χρήση της µεθόδου της καθαρής θέσης. Αποθέµατα. Απαιτήσεις από πελάτες και λοιπές απαιτήσεις. Ταµιακά διαθέσιµα και ισοδύναµα προς αυτά. Υποχρεώσεις σε προµηθευτές και λοιποί λογαριασµοί πληρωτέοι. Φορολογικές υποχρεώσεις και απαιτήσεις, όπως απαιτείται από το ΛΠ 12 «φόροι εισοδήµατος». Προβλέψεις. Μακροπρόθεσµες έντοκες υποχρεώσεις. ικαιώµατα µειοψηφίας. Κεφάλαιο και αποθεµατικά.

L 261/18 EL Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΛΠ 1 67. Επιπρόσθετες θέσεις στοιχείων, επικεφαλίδες και µερικά αθροίσµατα πρέπει να παρουσιάζονται στον πίνακα του ισολογισµού, όταν απαιτείται από ένα ιεθνές Λογιστικό Πρότυπο ή όταν τέτοια εµφάνιση είναι αναγκαία για να παρουσιαστεί ακριβοδίκαια η οικονοµική θέση της επιχείρησης. 68. Αυτό το Πρότυπο δεν περιγράφει την διάταξη ή τη µορφή µε την οποία τα στοιχεία πρέπει να παρουσιάζονται. Η παράγραφος 66 παρέχει απλώς έναν κατάλογο στοιχείων, που είναι τόσο διαφορετικά στη φύση ή στη λειτουργία, ώστε να αξίζουν ιδιαίτερη παρουσίαση στον πίνακα του ισολογισµού. Υποδείγµατα διάρθρωσης του Πίνακα αυτού παρατίθενται στο προσάρτηµα αυτού του Προτύπου. Στις προσαρµογές των προαναφερόµενων θέσεων του ισολογισµού περιλαµβάνονται τα παρακάτω: προστίθενται θέσεις, όταν ένα άλλο ιεθνές Λογιστικό Πρότυπο απαιτεί ξεχωριστή παρουσίαση στον πίνακα του ισολογισµού ή όταν το µέγεθος, η φύση ή η λειτουργία ενός στοιχείου είναι τέτοια, ώστε µία ξεχωριστή εµφάνιση θα βοηθούσε στην παρουσίαση της οικονοµικής θέσης της επιχείρησης µε τρόπο ακριβοδίκαιο και οι περιγραφές που χρησιµοποιούνται και η διάταξη των στοιχείων µπορεί να τροποποιηθούν ανάλογα µε το είδος της επιχείρησης και των συναλλαγών της, για να παρέχουν πληροφορίες που είναι αναγκαίες για µια συνολική αντίληψη της οικονοµικής θέσης της επιχείρησης. Για παράδειγµα, µία Τράπεζα τροποποιεί τις ανωτέρω περιγραφές, για να εφαρµόσει τις ειδικότερες απαιτήσεις των παραγράφων 18 µέχρι 25 του ΛΠ 30 «Γνωστοποιήσεις στις Οικονοµικές Καταστάσεις των Τραπεζών και των όµοιων Χρηµατοπιστωτικών Ιδρυµάτων». 69. Οι θέσεις του καταλόγου της παραγράφου 66 είναι γενικές στη φύση τους και δε χρειάζεται να περιορίζονται σε στοιχεία που εµπίπτουν στο πεδίο εφαρµογής άλλων Προτύπων. Για παράδειγµα, η θέση άϋλα περιουσιακά στοιχεία περιλαµβάνει την υπεραξία επιχείρησης και τα περιουσιακά στοιχεία που προκύπτουν από δαπάνες ανάπτυξης. 70. Η κρίση κατά πόσο πρόσθετα στοιχεία παρουσιάζονται ξεχωριστά βασίζεται σε εκτίµηση: για το είδος και τη ρευστότητα των περιουσιακών στοιχείων και τη σπουδαιότητά τους, που οδηγεί, στις περισσότερες περιπτώσεις, στην ξεχωριστή παρουσίαση της υπεραξίας επιχείρησης και των περιουσιακών στοιχείων που προέρχονται από δαπάνες ανάπτυξης, των νοµισµατικών και µη νοµισµατικών περιουσιακών στοιχείων και των κυκλοφορούντων και µη κυκλοφορούντων περιουσιακών στοιχείων, για τη λειτουργία τους µέσα στην επιχείρηση, που οδηγεί, για παράδειγµα, σε ξεχωριστή παρουσίαση των λειτουργικών περιουσιακών στοιχείων, των χρηµατοοικονοµικών περιουσιακών στοιχείων, των αποθεµάτων, των απαιτήσεων και των ταµιακών διαθεσίµων ή ταµιακών ισοδυνάµων περιουσιακών στοιχείων και για τα ποσά, τη φύση και το χρόνο των υποχρεώσεων, που οδηγεί, για παράδειγµα, στην ξεχωριστή παρουσίαση των εντόκων και µη εντόκων υποχρεώσεων και προβλέψεων, που κατατάσσονται ως βραχυπρόθεσµες ή µη, ανάλογα µε την περίπτωση. 71. Περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις που διαφέρουν στη φύση ή λειτουργία υπόκεινται µερικές φορές σε διαφορετικές βάσεις αποτίµησης. Για παράδειγµα, ορισµένες κατηγορίες ενσώµατων παγίων µπορεί να τηρούνται λογιστικά σε τιµή κόστους ή σε αναπροσαρµοσµένες αξίες, σύµφωνα µε το ΛΠ 16. Η χρήση διαφορετικών βάσεων αποτίµησης, για διαφορετικές κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων, υποδηλώνει ότι η φύση ή η λειτουργία τους είναι διαφορετική και, συνεπώς, πρέπει να εµφανίζονται σε ξεχωριστές θέσεις. Πληροφορίες που παρουσιάζονται είτε στον πίνακα του ισολογισµού είτε στο προσάρτηµα οικονοµικών καταστάσεων 72. Η επιχείρηση πρέπει να γνωστοποιεί, είτε στον πίνακα του ισολογισµού είτε στο προσάρτηµα του ισολογισµού, περαιτέρω υποκατηγορίες των θέσεων που παρουσιάσθηκαν, ταξινοµηµένες µε τρόπο που αρµόζει στις δραστηριότητες της επιχείρησης. Κάθε στοιχείο πρέπει να αναλύεται και να εµφανίζεται όπου αρµόζει, αναλόγως της φύσεώς του. Επίσης, πρέπει να γνωστοποιούνται ξεχωριστά τα πληρωτέα ποσά στη µητρική επιχείρηση, σε κάθε θυγατρική και συγγενείς επιχειρήσεις και σε άλλα συνδεδεµένα µέρη, καθώς και οι απαιτήσεις από τις επιχειρήσεις αυτές.

EL Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 261/19 73. Οι λεπτοµέρειες που παρέχονται στις υποταξινοµήσεις, είτε στον πίνακα του ισολογισµού είτε στο Προσάρτηµα, εξαρτώνται από τις απαιτήσεις των ιεθνών Λογιστικών Προτύπων και το µέγεθος, τη φύση και τη λειτουργία των σχετικών κονδυλίων. Οι παράγοντες που εκτίθενται στην παράγραφο 70 χρησιµοποιούνται επίσης για να αποφασιστεί η βάση της υποταξινόµησης. Οι γνωστοποιήσεις θα ποικίλουν για κάθε στοιχείο, για παράδειγµα: ΛΠ 1 Τα ενσώµατα πάγια κατατάσσονται κατά κατηγορία, όπως περιγράφεται στο ΛΠ 16 «Ενσώµατα Πάγια». Οι απαιτήσεις αναλύονται σε ποσά εισπρακτέα από πελάτες, από άλλα µέλη του οµίλου, από εισπρακτέους λογαριασµούς συνδεδεµένων µερών, από προπληρωµές και λοιπά ποσά. Τα αποθέµατα υποταξινοµούνται, σύµφωνα µε το ΛΠ 2 «Αποθέµατα», σε κατηγορίες τέτοιες όπως εµπορεύµατα, υλικά παραγωγής, ύλες, παραγωγή σε εξέλιξη και έτοιµα αγαθά. (δ) (ε) Οι προβλέψεις αναλύονται για να παρουσιάζουν ξεχωριστά τις προβλέψεις για κόστος παροχών προς τους εργαζοµένους, ενώκάθε άλλο στοιχείο κατατάσσεται κατά τον κατάλληλο τρόπο ανάλογα µε τις δραστηριότητες της επιχείρησης. Το µετοχικό κεφάλαιο και τα αποθεµατικά αναλύονται για να δείχνουν ξεχωριστά τις διάφορες κατηγορίες του καταβεβληµένου κεφαλαίου, της διαφοράς υπέρ το άρτιο και των αποθεµατικών. 74. Η επιχείρηση πρέπει να γνωστοποιεί τα ακόλουθα, είτε στον πίνακα του ισολογισµού είτε στο προσάρτηµα. Για κάθε κατηγορία µετοχικού κεφαλαίου: (i) (ii) (iii) (iv) (v) (vi) (νii) τον αριθµό των εγκεκριµένων µετοχών, τον αριθµό των µετοχών που εκδόθηκαν και έχουν ολοσχερώς καταβληθεί και των µετοχών που εκδόθηκαν αλλά δεν έχουν εξοφληθεί, την ονοµαστική αξία κατά µετοχή ή ότι οι µετοχές δεν έχουν ονοµαστική αξία, συµφωνία του αριθµού των µετοχών που κυκλοφορούν στην αρχή και στο τέλος του έτους, τα δικαιώµατα, προνόµια και περιορισµούς που αφορούν στην κατηγορία µετοχών, που συµπεριλαµβάνει περιορισµούς στη διανοµή µερισµάτων και στην επιστροφή του κεφαλαίου, µετοχές της επιχείρησης, που κατέχονται από την ίδια την επιχείρηση ή από θυγατρικές ή συγγενείς επιχειρήσεις και µετοχές υπό έκδοση, σύµφωνα µε συµβάσεις άσκησης ικαιωµάτων Προαίρεσης (options) και πωλήσεων, µε αναφορά των σχετικών όρων και των ποσών. (δ) Περιγραφή της φύσης και του σκοπού κάθε αποθεµατικού που περιλαµβάνεται στα ίδια κεφάλαια. Το ποσό των µερισµάτων που προτάθηκαν ή ανακοινώθηκαν µετά την ηµεροµηνία του ισολογισµού, αλλά πριν οι οικονοµικές καταστάσεις εγκριθούν για έκδοση. Τα ποσά των σωρευµένων µερισµάτων προνοµιούχων µετοχών τα οποία δεν έχουν καταχωρηθεί. Μια επιχείρηση χωρίς µετοχικό κεφάλαιο, όπως π.χ. µια οµόρρυθµη εταιρία, πρέπει να γνωστοποιεί πληροφορίες ισοδύναµες προς τις απαιτούµενες, σύµφωνα µε τις παραπάνω ρυθµίσεις που να δείχνουν τις κινήσεις κατά τη διάρκεια της περιόδου σε κάθε κατηγορία συµµετοχής και δικαιωµάτων των εταίρων, καθώς και τα δικαιώµατα, τα προνόµια και τους περιορισµούς που αφορούν την κάθε κατηγορία δικαιωµάτων. Κατάσταση λογαριασµού αποτελεσµάτων Πληροφορίες που παρουσιάζονται στον πίνακα της κατάστασης του λογαριασµού αποτελεσµάτων 75. Ο πίνακας της κατάστασης του λογαριασµού αποτελεσµάτων πρέπει να περιλαµβάνει, ως ελάχιστο, θέσεις στοιχείων που παρουσιάζουν τα ακόλουθα κονδύλια: Έσοδα. Τα αποτελέσµατα εκµετάλλευσης. Χρηµατοοικονοµικό κόστος.

L 261/20 EL Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΛΠ 1 (δ) (ε) (στ) (ζ) (η) (i) Μερίδιο κερδών και ζηµιών από συγγενείς επιχειρήσεις και κοινοπραξίες που παρακολουθούνται µε τη χρήση της µεθόδου της καθαρής θέσης. Έξοδο φόρου. Κέρδος ή ζηµία από συνήθεις δραστηριότητες. Έκτακτα κονδύλια. ικαιώµατα µειοψηφίας. Καθαρό κέρδος ή ζηµία περιόδου. Επιπρόσθετες θέσεις στοιχείων, επικεφαλίδες και µερικά αθροίσµατα πρέπει να παρουσιάζονται στον πίνακα της κατάστασης του λογαριασµού αποτελεσµάτων όταν απαιτείται από ένα ιεθνές Λογιστικό Πρότυπο ή όταν τέτοια εµφάνιση είναι αναγκαία για να παρουσιαστεί ακριβοδίκαια η χρηµατοοικονο- µική απόδοση της επιχείρησης. 76. Τα αποτελέσµατα των διαφόρων δραστηριοτήτων µιας επιχείρησης, οι συναλλαγές και τα γεγονότα διαφέρουν σε σταθερότητα, κίνδυνο και προβλεψιµότητα και η γνωστοποίηση των δεδοµένων της απόδοσης βοηθά στην κατανόηση της επιτευχθείσας απόδοσης και στην εκτίµηση των µελλοντικών αποτελεσµάτων. Πρόσθετες θέσεις στοιχείων που περιλαµβάνονται στον πίνακα της κατάστασης λογαριασµού αποτελεσµάτων και οι περιγραφές που χρησιµοποιήθηκαν και η διάταξη των στοιχείων τροποποιούνται, όταν αυτό είναι απαραίτητο για να εξηγηθούν τα δεδοµένα της απόδοσης. Οι παράγοντες που πρέπει να λαµβάνονται υπόψη περιλαµβάνουν τη σπουδαιότητα και τη φύση και λειτουργία των διαφόρων συνθετικών στοιχείων των εσόδων και εξόδων. Για παράδειγµα, µια τράπεζα τροποποιεί τις περιγραφές για να εφαρµόσει τις πιο ειδικές ρυθµίσεις των παραγράφων 9 µέχρι 17 του ΛΠ 30. Έσοδα και έξοδα συµψηφίζονται µόνον όταν πληρούνται τα κριτήρια της παραγράφου 34. Πληροφορίες που παρουσιάζονται είτε στον πίνακα της Κατάστασης Λογαριασµού Αποτελεσµάτων είτε στο Προσάρτηµα των Οικονοµικών Καταστάσεων 77. Η επιχείρηση πρέπει να παρουσιάζει, είτε στον πίνακα της κατάστασης λογαριασµού αποτελεσµάτων είτε στο σχετικό προσάρτηµα, µια ανάλυση των εξόδων χρησιµοποιώντας µια κατάταξη που βασίζεται είτε στο είδος των εξόδων είτε στη λειτουργία τους µέσα στην επιχείρηση. 78. Συνιστάται στις επιχειρήσεις να παρουσιάζουν την ανάλυση της παραγράφου 77 στον πίνακα της κατάστασης του λογαριασµού αποτελεσµάτων. 79. Τα στοιχεία των εξόδων υποταξινοµούνται περαιτέρω για να επισηµάνουν µία σειρά στοιχείων της χρηµατοοικονοµικής απόδοσης, τα οποία µπορεί να διαφέρουν σε σταθερότητα, σε πιθανότητα κέρδους ή ζηµία και σε προβλεψιµότητα. Αυτές οι πληροφορίες παρέχονται µε ένα από τους δύο τρόπους. 80. Η πρώτη ανάλυση αναφέρεται ως η µέθοδος της φύσης των εξόδων. Τα έξοδα συγκεντρώνονται στην κατάσταση λογαριασµού αποτελεσµάτων, σύµφωνα µε τη φύση τους (για παράδειγµα αποσβέσεις, αγορές υλών, κόστος µεταφοράς, µισθοί και ηµεροµίσθια, κόστος διαφήµισης) και δεν ανακατανέµονται µεταξύ των διαφόρων λειτουργιών µέσα στην επιχείρηση. Αυτή η µέθοδος είναι απλή για να εφαρµόζεται σε πολλές µικρότερες επιχειρήσεις, αφού καµία κατανοµή των εξόδων εκµετάλλευσης µεταξύ των λειτουργικών κατατάξεων δεν είναι αναγκαία. Ένα παράδειγµα κατάταξης, χρησιµοποιώντας τη µέθοδο της φύσης των εξόδων, έχει ως ακολούθως: Έσοδα Άλλα έσοδα εκµετάλλευσης X X Μεταβολές στα αποθέµατα ετοίµων προϊόντων και παραγωγής σε εξέλιξη Αναλώσεις πρώτων υλών και υλικών Κόστος προσωπικού Έξοδα αποσβέσεων Άλλα λειτουργικά έξοδα X X X X X Σύνολο εξόδων εκµετάλλευσης (X) Κέρδος από την εκµετάλλευση (οργανικό) X