Δήμος Ντέντος. Το γνωμολογικό ποίημα Ι.2.31 του Γρηγορίου Ναζιανζηνού: Μεταπτυχιακή ιπλωµατική Εργασία

Σχετικά έγγραφα
3 ο Δημοτικό Σχολείο Βροντάδου Χίου Οι Τρεις Ιεράρχες, η ζωή και το έργο τους. Χίος, 29 Ιανουαρίου 2016 Εκπαιδευτικός: Κωσταρή Αντωνία

ΒΑΣΙΛΙΚΟΙ ΑΝΔΡΙΑΝΤΕΣ. ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΛΕΜΜΥΔΗΣ, ΜΑΝΟΥΗΛ Β' ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ.

Εισαγωγή στη Βυζαντινή Φιλολογία

Εισαγωγή στη Βυζαντινή Λογοτεχνία. Επιλογή Βιβλιογραφίας Μαρίνα Λουκάκη Φιλοσοφική Σχολή Τμήμα Φιλολογίας Τομέας Βυζαντινής Φιλολογίας και Λαογραφίας

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ A N A K O I N Ω Σ Η

Οι τρεις Ιεράρχες. 30 Ιανουαρίου

Πατρολογία Ι. Εισαγωγή στην Πατρολογία Γραµµατεία και Θεολογία των Πατέρων των τεσσάρων πρώτων αιώνων.

Συντάχθηκε απο τον/την tsanidis Κυριακή, 25 Δεκέμβριος :21 - Τελευταία Ενημέρωση Δευτέρα, 16 Ιανουάριος :58

ΟΙ 3 ΙΕΡΑΡΧΕΣ: Βασίλειος

Οι Τρεις Ιεράρχες διέσωσαν αξίες με πανανθρώπινο περιεχόμενο

Ειδίκευση: Βυζαντινή Ιστορία

Πατέρες και Οικουµενικοί Διδάσκαλοι. Πατρολογία Ι (Υ102) Διδάσκων: Συμεών Πασχαλίδης

Η ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΩΝ ΑΝΕΚΔΟΤΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΧΥΜΕΡΗ

Για παραπομπή : Παλατινή Ανθολογία

Εισαγωγή στη Βυζαντινή Φιλολογία

Ομιλία στην Σχολική Εορτή των Τριών Ιεραρχών Γυμνάσιο Ξυλοφάγου


Πατρολογία Ι. Εισαγωγή στην Πατρολογία Γραµµατεία και Θεολογία των Πατέρων των τεσσάρων πρώτων αιώνων.

Η εκπαίδευση στην αρχαιότητα και στο βυζάντιο

Οδηγός Πλοήγησης στην Ηλεκτρονική Αρχαιογνωσία

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ

Πατρολογία Ι. Εισαγωγή στην Πατρολογία Γραµµατεία και Θεολογία των Πατέρων των τεσσάρων πρώτων αιώνων

β. εκφράζουν αλήθειες για τον Χριστό, τη Θεοτόκο, την Αγία Τριάδα, τους αγίους

Οι Άγιοι της Θεσσαλονίκης.

Την 30ή Ιανουαρίου γιορτάζουμε την μνήμη των Τριών Ιεραρχών, όπως καθιερώθηκε από το 1100 μ.χ. Η γιορτή τους, από το 1842, λέγεται και Γιορτή των

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ. Διεύθυνση αλληλογραφίας: Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας/Φιλοσοφική Σχολή/ Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων/ Τ.Κ

Πατρ τ ιάρχης Αλ εξα εξ νδρείας ένας από τους πέντε μεγάλους Πατέρες της Ανατολικής Εκκλησίας

ΥΛΗ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Α ΚΥΚΛΟΥ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ

ΣΠΟΥΔΕΣ : Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Πτυχίο (Κλασική Φιλολογία)

ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ. 1. Θέματα Ερμηνείας και Θεολογίας των Επιστολών του Αποστόλου Παύλου. 2. Πατερική Ερμηνευτική.

Kalogirou, Dimitra. Neapolis University

Χριστιανική Γραμματεία

ΧΛΟΗ ΜΠΑΛΛΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ. Ερευνητικά ενδιαφέροντα: Πλάτων, Αριστοτέλης, Σοφιστές ιατρικοί συγγραφείς.

Το ιστορικό πλαίσιο της παλαμικής διδασκαλίας: ο βίος του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά

13Κ7: Εισαγωγή στην Ιστοριογραφία. Ηρόδοτος (Α Εξάμηνο) 13Κ31_15: Ηρόδοτος - Θουκυδίδης Ξενοφών (Δ Εξάμηνο)

«Ο κωμικός ποιητής Βάτων. Τα αποσπάσματα»

Χριστιανική Γραμματεία Ι

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΗΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΗΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ

Οδηγός Πλοήγησης στην Ηλεκτρονική Αρχαιογνωσία

Περί Μελαγχολίας. Διδάσκων: Αναπλ. Καθηγητής Δημήτριος Καργιώτης. 2 η ενότητα: «Η μελαγχολία στην αρχαιότητα»

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΑΚΑΔ. ΕΤΟΥΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Η ΚΟΙΝΗ ΓΙΟΡΤΗ. Σκηνή 1 η

Χρόνος καί αἰωνιότητα στόν Πλωτῖνο. Ελένη Περδικούρη Τμήμα Φιλοσοφίας

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 1: Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών

ΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

BYZANTINA ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ 22 (2012)

Μητρ. Βελγίου: «Αναμένοντες τον Πατριάρχη του Γένους»

109 Φιλολογίας Αθήνας

ΠΡΟΣΟΧΗ! ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ ΣΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΑΡΙΝΟΥ ΕΞΑΜΗΝΟΥ ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΟΣΟΙ ΦΟΙΤΗΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙ ΠΤΥΧΙΩ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΤΑΥΡΟΥ Ι. ΤΣΙΤΣΙΡΙΔΗ

Χριστιανική Γραμματεία Ι

Α ΕΞΑΜΗΝΟ Ημέρα Ώρα Αίθουσα Διδάσκων / Μάθημα. Δευτέρα 19/6/18. Τρίτη 12/6/18 Τρίτη 12/6/18 Τετάρτη 13/6/18. Παρασκευή 15/6/18 29/6/18

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Α. ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ ΕΑΡΙΝΟΥ ΕΞΑΜΗΝΟΥ

Α ΕΞΑΜΗΝΟ. Επιλέγονται τρία (3) από τα παραπάνω προσφερόμενα μαθήματα. ΣΥΝΟΛΟ (επί των επιλεγομένων μαθημάτων) 30 Β ΕΞΑΜΗΝΟ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΕΙΟ

Ο ελληνικός αυλός στην κλασική και στην ελληνιστική εποχή σύμφωνα με τις γραπτές, τις αρχαιολογικές και τις εικονογραφικές πηγές

Α ΕΞΑΜΗΝΟ Ημέρα Ώρα Αίθουσα Διδάσκων / Μάθημα Δευτέρα 22/1/18 Πέμπτη 25/1/18 Δευτέρα 29/1/18 Πέμπτη 1/2/18. Δευτέρα. 5/2/18 Πέμπτη 8/2/17

Ο Μέγας Αθανάσιος: ανυποχώρητος αγωνιστής της ορθής πίστης.

Ιστορία και Θεολογία των Εκκλησιαστικών Ύμνων

Οι Τρεις Ιεράρχες και η παιδεία

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ Α ΘΕΜΑΤΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ. Συντάκτης: Ευάγγελος Δεναξάς

106 Ελληνικής Φιλολογίας Θράκης (Κομοτηνή)

Τι είναι αυτό που καθιστά την ορθοδοξία μοναδική;. Παρακάτω καταγράφεται η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα.

Εισαγωγή στην Κ.Δ. και ιστορία εποχής της Καινής Διαθήκης

Πατρολογία Ι. Εισαγωγή στην Πατρολογία Γραµµατεία και Θεολογία των Πατέρων των τεσσάρων πρώτων αιώνων.

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Μ. Γκουτζιούδης Μάθημα 1

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

π ε ρ ι ε χ ο μ ε ν α

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

Εισαγωγή στη Βυζαντινή Φιλολογία

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΗΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ- ΕΒΡΑΪΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ-ΘΕΣΜΟΛΟΓΙΑ

ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΕΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ. Ολυμπία Μπάρμπα Μπάμπης Χιώτης Κων/να Μάγγου 2017, Β3 Γυμνασίου

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΛΕΥΚΑΔΑΣ

Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη.

Β Τάξη Μάθημα Γενικής Παιδείας. Ύλη

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΧΕΙΜΕΡΙΝΗΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗΣ

Χριστιανική Γραμματεία

ΓΕΛ ΑΛΙΑΡΤΟΥ Σχ. Έτος ΟΜΑΔΑ: Κατερίνα Αραπίτσα Κατερίνα Βίτση Ειρήνη Γκραμόζι Σοφία Ντασιώτη

113 Φιλολογίας Ιωαννίνων

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ. (ισχύει για τους εισαγομένους από το ακαδημαϊκό έτος )


ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

Καθορισμός ημερομηνίας εορτασμού του Πάσχα

Ερμηνεία των Πράξεων των Αποστόλων

Εισαγωγή στη Βυζαντινή Λογοτεχνία

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ Α ΘΕΜΑΤΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ. Συντάκτης: Ευάγγελος Δεναξάς

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 10 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

π ε ρ ι ε χο μ ε ν α

Κωνσταντίνος: από τη Ρώμη στη Νέα Ρώμη

Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη.

Χριστιανική Γραμματεία Ι

ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ~ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΝΕΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Δήμος Ντέντος Το γνωμολογικό ποίημα Ι.2.31 του Γρηγορίου Ναζιανζηνού: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΈΚΔΟΣΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΧΟΛΙΑ Μεταπτυχιακή ιπλωµατική Εργασία Επιβλέπων καθηγητής: Χρήστος Σιμελίδης ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2016 ~ 1 ~

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ~ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΝΕΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Δήμος Ντέντος Το γνωμολογικό ποίημα Ι.2.31 του Γρηγορίου Ναζιανζηνού: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΈΚΔΟΣΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΧΟΛΙΑ Μεταπτυχιακή ιπλωµατική Εργασία Τριμελής εξεταστική επιτροπή: Χρήστος Σιμελίδης (επιβλέπων) Ιωάννης Βάσσης Ηλίας Ταξίδης ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2016 ~ 2 ~

~ 3 ~ Στην οικογένειά µου

Αἰὲν ἀριστεύειν καὶ [ ] µηδὲ γένος πατέρων αἰσχυνέµεν [ ] ~ Όµηρος, Ἱλιὰς 6.208-209 [ ] sapias, vina liques, et spatio brevi spem longam reseces. dum loquimur, fugerit invida aetas: carpe diem quam minimum credula postero. ~ Horatius, Carmina 1.11, 6-8 ~ 4 ~

Περιεχόµενα ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ.. 7 ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ.... 22 Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Ενότητα πρώτη: Βιογραφικό διάγραμμα.. 25 2. Ενότητα δεύτερη: Εργογραφία.. 30 3. Ενότητα τρίτη: Οι ποιητικές τάσεις της Ύστερης Αρχαιότητας και η χριστιανική ποίηση του Γρηγορίου Ναζιανζηνού.. 33 3.1. Το ιστορικό πλαίσιο.... 33 3.2. Χριστιανισμός και Ελληνισμός: η συμπόρευση (?) δύο ετερόκλητων στοιχείων 35 3.3. Οι τάσεις της ποίησης κατά την Ύστερη Αρχαιότητα. 38 3.4. Η χριστιανική ποίηση το παράδειγμα του Γρηγορίου Ναζιανζηνού 40 4. Ενότητα τέταρτη: Η γνωμολογική ποίηση και ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός. 47 4.1. Η αρχαία ελληνική γνωμική ποίηση 47 4.2. Η γνωμολογική ποίηση του Γρηγορίου 49 4.3. Απηχήσεις της θεογνίδειας γνωμολογικής ποίησης στο ποίημα Ι.2.31... 51 5. Ενότητα πέμπτη: Οι γλωσσικές επιλογές του Γρηγορίου στο ποίημα Ι.2.31 60 6. Ενότητα έκτη: Το ύφος και η ρητορική του Γρηγορίου Ναζιανζηνού στο ποίημα Ι.2.31 65 7. Ενότητα έβδομη: Ζητήματα μετρικής. 71 7.1. Εισαγωγικά.. 71 7.2. Προσωδιακά χαρακτηριστικά στο ποίημα Ι.2.331. 74 7.3. Ελεγειακό δίστιχο ο εξάμετρος στίχος του ποιήματος Ι.2.31..... 76 7.4. Ελεγειακό δίστιχο ο πεντάμετρος στίχος του ποιήματος Ι.2.31. 80 7.5. Η ακροστιχίδα.... 82 7.5.1. Η ακροστιχίδα ως στιχουργικό τεχνοπαίγνιο.. 82 7.5.2. Η ακροστιχίδα στην αρχαιοελληνική και στην πρώιμη βυζαντινή ποίηση 84 7.5.3. Οι ακροστιχίδες του Γρηγορίου Ναζιανζηνού το παράδειγμα του ποιήματος Ι.2.31... 86 ~ 5 ~

Περιεχόµενα 8. Οι βυζαντινές παραφράσεις 89 8.1. Εισαγωγικά.. 89 8.2. Οι παραφράσεις των ποιημάτων του Γρηγορίου Ναζιανζηνού... 92 8.3. Οι παραφράσεις του ποιήματος Ι.2.31.. 94 8.3.1. Η παράφραση Α. 98 8.3.2. Η παράφραση Β... 100 9. Η χειρόγραφη παράδοση του κειμένου... 107 10. Οι αρχές της παρούσας έκδοσης. 116 Β. ΕΚΔΟΣΗ 1. Sigla 118 2. Έκδοση ποιήματος 1.2.31 με παράλληλη μετάφραση.. 119 3. Ερμηνευτικό υπόμνημα. 128 Γ. INDICES I. Index nominum. 150 II. Index verborum. 150 III. Index locorum.. 154 Δ. ΕΠΙΜΕΤΡΟ 1. Έκδοση των παραφράσεων του ποιήματος. 161 2. Εικονογραφικό υλικό. 167 ΠΕΡΙΛΗΨΗ 171 ABSTRACT.. 172 Εικόνα εξωφύλλου: Peter Paul Rubens, St. Gregory of Nazianzus, (1621), Albright-Knox Art Gallery Buffalo, New York. ~ 6 ~

Βιβλιογραφία ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ Α. ΠΗΓΕΣ 1 Κορ. = The Greek New Testament, K. Aland M. Black, C. M. Martini B. M. Metzger A. Wikgren (έκδ.), Stuttgart 1968, 426-456. 2 Κορ. = The Greek New Testament, K. Aland M. Black, C. M. Martini B. M. Metzger A. Wikgren (έκδ.), Stuttgart 1968, 457-478. 1 Πέτρ. = The Greek New Testament, K. Aland M. Black, C. M. Martini B. M. Metzger A. Wikgren (έκδ.), Stuttgart 1968, 583-591. Αθανάσιος, Ἐξήγησις Ψαλμῶν PG 27 = Αθανάσιος, Ἐξήγησις Ψαλμῶν PG 27.59-590. Αλέξανδρος, Περὶ σχημάτων = Rhetores Graeci, L. Spenge (έκδ.), τόμ. III, Leipzig 1856, 7-40. Αντισθένης = Vitae Philosophorum, H. S. Long (έκδ.), τόμ. 1, Oxford 1964, 375-387. Απολλινάριος, Παράφρασις τῶν Ψαλμῶν = Apollinarii, Metaphrasis Psalmorum, A. Ludwich (έκδ.), Leipzig 1912. Απολλώνιος Ρόδιος, Ἀργοναυτικὰ = Apollonii Rhodii Argonautica, H. Fraenkel (έκδ.), Oxford 1961. Αποφθέγματα Πατέρων PG 65 = Αποφθέγματα Πατέρων PG 65.71-441. Άρατος, Φαινόμενα = Aratus Solensis, Phaenomena, G. R. Mair (έκδ.), London 1921. Αριστοτέλης, Ἀθηναίων Πολιτεία = Aristotle, The Athenian Constitution, The Eudemian Ethic, On Virtues and Vices, Η. Rackha (έκδ.), (Loeb Classical Library 20), Cambridge London 1932 (ανατ. 1971). Αριστοτέλης, Πολιτικὰ = Aristotelis Politica, W.D. Ross (έκδ.), Oxford 1957. (ανατ. 1964). Αφθόνιος, Προγυμνάσματα = Ioannis Sardiani Commentarium in Aphthonii Progymnasmata H. Rabe (έκδ.), Leipzig 1928. Βασίλειος, Λόγοι PG 85 = Βασίλειος, Λόγοι PG 85, 27-474. Γρ. Ναζιανζηνός, επιστολές = Saint Grégoire de Nazianze, Letters, P. Gallay (έκδ.), τόμ. 1-2, Paris 1964, 1967). Γρ. Ναζιανζηνός, Λόγος 4 = Grégoire de Nazianze, Discours 4-5, J. Bernardi (έκδ.) (Sources Chrétiennes 247), Paris 1978. Γρ. Ναζιανζηνός, Λόγος 40 = Grégoire de Nazianze, Discours 38-41, C. Moreschini (έκδ.) (Sources Chrétiennes 358), Paris 1990. Γρ. Ναζιανζηνός, Λόγος 43 = Grégoire de Nazianze, Discours 42-43, J. Bernardi (έκδ.) (Sources Chrétiennes 384), Paris 1992. ~ 7 ~

Βιβλιογραφία Γρ. Ναζιαζηνός, Λόγος 24 = Γρηγόριος, Λόγος 24, PG 35.1167-1194. Γρ. Νύσσης, Κατὰ Εὐνομίου = Gregorii Nysseni Opera, τόμ. II: Contra Eunomium III, W. Jaeger (έκδ.), Leiden 1960. Γρ. Νύσσης, Πρὸς Ἁρμόνιον = De professione Christiana ad Harmonium, W Jaeger (έκδ.), Gregorii Nysseni opera, τόμ. 8.1, Leiden 1963, 129-142. Γρ. Νύσσης, Ψαλμοὶ = Gregorii Nysseni Opera, τόμ. V: In Inscriptiones Psalmorum, J. McDonough (έκδ.), Leiden 1962. DK: H. Diels and W. Kranz (έκδ.), Die Fragmente der Vorsokratiker, griechisch und deutch, τόμ. 3, Berlin 1951-1952. Διονύσιος Περιηγητής, Περιήγησις = Διονυσίου Ἀλεξανδρέως Οἰκουμένης Περιήγησις, Ι. Τσαβαρή (έκδ.), Ιωάννινα 1990. Εκκλησιαστής = Septuaginta, A. Rahlfs (έκδ.), τόμ. 1, Stuttgart 1935, 238-260. Εμπεδοκλής, απ. = Diels, H. & Kranz, W, Οι Προσωκρατικοί: οι Μαρτυρίες και τα Αποσπάσματα, τόμ. 2, Β. Α. Κύρκος (μτφρ.), Αθήνα 2007 2. Επίκτητος, Διατριβαὶ = Discourses and Selected Writings, R. Dobbin, (έκδ.), Penguin Classics 2008. Ευριπίδης, Ἀνδρομάχη = Euripides, Children of Heracles. Hippolytus. Andromache. Hecuba, D. Kovacs (έκδ.), (Loeb Classical Library 484), Cambridge 1995. Ευριπίδης, απ. = Euripidis Tragoediae superstites et deperditarum fragmenta; ex recensione Augusti Nauckii, 1854. Ευριπίδης, Ἠλέκτρα = The Electra of Euripides, G. Murray (έκδ.), London 1913. Ευστάθιος, Παρεκβολαὶ εἰς τὴν Ὀμήρου Ἰλιάδα = Eustathios of Thessaloniki, Commentarii ad Homeri Iliadem, M. van der Valk (έκδ.), τόμ. IV, Leiden 1971-87. Ησίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι = Hesiod Works and Days, M.L. West (έκδ.), Ed. με prolegomena and commentary, Oxford 1978 (1990). Ησύχιος = Hesychii Alexandrini Lexicon, Κ. Latte (έκδ.), τόμ. 2, E-O, Copenhagen 1966. Θέογνις = Iambi et Elegi Graeci ante Alexnadrum Cantati, M. L. West (έκδ.), τόμ. 1, Oxford 1989. Θουκυδίδης = Thucydidis Historiae, H.S. Jones J.E. Powell (έκδ.), τόμ. I-II, Oxford Classical Texts, Oxford 1942 (με συνεχείς ανατυπώσεις). Ιάκωβος = The Greek New Testament, K. Aland M. Black, C. M. Martini B. M. Metzger A. Wikgren (έκδ.), Stuttgart 1968, 574-582. Ιούλιος Πολυδεύκης, Ὀνομαστικόν = Iulii Pollucis, Onomastikon, G. Dindorf (έκδ.), τόμ. I, Leipzig 1824. ~ 8 ~

Βιβλιογραφία Ιω. Γεωμέτρης, Ποιήματα = Jean Géomètre, Poèmes en hexamètres et en distiques élégiaques. Edition, traduction, commentaire, E. M. van Opstall (έκδ.), Leiden Boston 2008. Ιω. Χρυσόστομος, Εἰς τὴν Παραβολήν PG 51 = Ιω. Χρυσόστομος, Εἰς τὴν Παραβολήν, PG 51, 17-30. Ιω. Χρυσόστομος, Θεία Λειτουργία PG 63 = Ιω. Χρυσόστομος, Θεία Λειτουργία, PG 63.901-922. Ιω. Χρυσόστομος, Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ἅγιον Ματθαῖον PG 57 = Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ἅγιον Ματθαῖον τὸν Εὐαγγελιστήν, PG 57. Ιωάννης από τις Σάρδεις, Προγυμνάσματα = Ioannis Sardiani Commentarium in Aphthonii Progymnasmata, H. Rabe (έκδ.), Leipzig 1928. Καλλίμαχος, απ. = Callimachus, R. Pfeiffer (έκδ.), τόμ. 1: Fragmenta, Oxford 1949. Καλλίμαχος, Ὕμνος εἰς Ἀπόλλωνα = Callimachus, R. Pfeiffer (έκδ.), τόμ. 2, Oxford 1949. Κλήμης Αλεξανδρείας, Στρωματεῖς = Clemens Alexandrinus zweiter Band; Stromata, O. Stahlin (έκδ.), τόμ. I-VI (GCS 15), Leipzig 1906 (U. Treu, Berlin 1975 3 ). Κύριλλος Αλεξανδρείας, Σχόλια στον Ιωάννη = Cyril of Alexandria, Commentarii in Joannem. In Sancti patris nostril Cyrilli archiepiscopi Alexandrini in Joannis evangelium, P.E. Pussey (έκδ.), Oxford 1872. Κύριλλος Αλεξανδρείας, Χριστός = Quod unus sit Christus, στο: Sancti patris nostri Cyrilli Alexandriae archiepiscopi opera omnia, Aubert (έκδ.), τόμ. 4, Paris 1638. Λουκάς = The Greek New Testament, K. Aland M. Black, C. M. Martini B. M. Metzger A. Wikgren (έκδ.), Stuttgart 1968, 199-319. Lactantius, De ira Dei = Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum 27, S. Brandt (έκδ.), Vienna 1893, 127 κ.εξ. Lactantius, Divinae institutiones = Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum 19, S. Brandt (έκδ.), Vienna 1890, 39 κ.εξ. Μανουήλ Φιλής = Manuelis Philae Carmina, τόμ. 1-2, E. Miller (έκδ.), Paris 1855 1857 (ανατ. 1967). Marcellus, De piscibus fragmentum = Marcellus, De piscibus fragment Die griechischen Dichterfragmente der römischen Kaiserzeit, E. Heitsch (έκδ.), τόμ. 2, Göttingen 1964. Ματθαίος = The Greek New Testament, K. Aland M. Black, C. M. Martini B. M. Metzger A. Wikgren (έκδ.), Stuttgart 1968, 1-117. Μένανδρος, Γνῶμαι = Fragmenta comicorum Graecorum, A. Meineke (έκδ.), τόμ. 4, Berlin 1841 (ανατ. 1970). Mεθόδιος Ολύμπου, Συμπόσιον τῶν δέκα παρθένων ἢ περὶ ἀγνείας = H. Musurillo V. H.Debidour (έκδ.), (Studies in Church History 95), Paris 1963, 310-320. ~ 9 ~

Βιβλιογραφία Μ. Ψελλός, Θεολογικὰ = Michaelis Pselli Theologica I, P. Gautier (έκδ.), Leipzig 1989. Μ. Ψελλός, Χαρακτῆρες PG 122 = Μ. Ψελλός, Χαρακτῆρες Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ Χρυσοστόμου καὶ Γρηγορίου Νύσσης [PG 122.901-908]. Νικηφόρος, Refutatio = Nicephori Patriarchae Constantinopolitani Refutatio et Eversio Definitionis Synodalis Anni 815, J. M. Featherstone (έκδ.), (Corpus Christianorum, Series Graeca 33),Turnhout 1997; Νόννος, Διονυσιακὰ = Nonnos de Panopolis: Les Dionysiaques, V. Francis κ.ά. (έκδ.), Paris 1976-2006. Ξενοφών, Ἀπομνημονεύματα = Xenophontis opera omnia, E. C. Marchant (έκδ.), τόμ. 2, 2nd edn. Oxford 1921 (ανατ. 1971). Όμηρος, Ἱλιάς = Homeri Ilias, T. W. Allen (έκδ.), τόμ. 2-3, Oxford 1931. Όμηρος, Ὀδύσσεια = Homeri Odyssea, P. von der Mühll (έκδ.), Basel 1962. [Όμηρος], Ὕμνος εἰς τὴν Δήμητραν = The Homeric hymns, A., Tomas, W., William, R. Halliday, E. E., Sikes (εκδ.), τόμ. 2, Oxford 1936. [Όμηρος], Ὕμνος εἰς τὸν Ἑρμῆν = The Homeric hymns, A., Tomas, W., William, R. Halliday, E. E., Sikes (εκδ.), τόμ. 1, Oxford 1936. Ορφικά, απ. 66 = Orphicorum et Orphicis Similium Testimonia et Fragmenta, A. Bernabé (έκδ.), τόμ. ΙΙ.1, Leipzig 2005, 77. ΠΑ = Anthologia Graeca, Η. Beckby (έκδ.), τόμ. I-VI, München 1957. ΠΑ (appendix) = Epigrammatum Anthologia Palatina. Appendix nova epigrammatum, E. Cougny (έκδ.), Paris 1890. PG = J.-P. Migne, Patrologiae cursus completes. Series graeca, τόμ. 161, Paris 1857 κ.εξ. Παροιμίες = Septuaginta, A. Rahlfs (έκδ.), τόμ. 2, Stuttgart 1935, 183-238. Πλάτων Ἀλκιβιάδης Α = Platonis opera, J. Burnet (έκδ.), τομ. 5, Oxford 1907, II.103a-135c. Πλάτων, Νόμοι = Platonis opera, J. Burnet (έκδ.), τόμ. 5, Oxford 1907, 624a-969d. Πλάτων, Πρωταγόρας = Πλάσ Platonis opera, J. Burnet (έκδ.), τομ. 3, Oxford 1907, I.309a-362a. Πλάτων, Φίληβος = Platonis opera, J. Burnet (έκδ.), τομ. 2, Oxford 1907, II.11a-67b. Πλάτων, Χαρμίδης = Platonis opera, J. Burnet (έκδ.), τομ. 3, Oxford 1907, II.153a-176d. Πράξεις = The Greek New Testament, K. Aland M. Black, C. M. Martini B. M. Metzger A. Wikgren (έκδ.), Stuttgart 1968, 297-390. Προκόπιος Γάζης, Σχόλια στον Ησαΐα, PG 87 = Προκόπιος Γάζης, Σχόλια στον Ησαΐα, PG 87, 1801-2716. ~ 10 ~

Βιβλιογραφία Πρὸς Ἐφεσίους = The Greek New Testament, K. Aland M. Black, C. M. Martini B. M. Metzger A. Wikgren (έκδ.), Stuttgart 1968, 489-500. Πρὸς Ῥωμαίους = The Greek New Testament, K. Aland M. Black, C. M. Martini B. M. Metzger A. Wikgren (έκδ.), Stuttgart 1968, 391-425. Σειράχ = Septuaginta, J. Ziegler (έκδ.), τόμ. 12, Göttingen 1965, 364-368. Σίβυλλα = Die Oracula Sibyllina, J. Geffcken (έκδ.), Leipzig 1902. Σόλων, απ. = Iambi et Elegi Graeci ante Alexnadrum Cantati, M. L. West (έκδ.), τόμ. 2, Oxford 1992. Σούδα = Suidae Lexicon, A. Adler (έκδ.), τόμ. 5, Leipzig 1928-38. Σοφοκλής, Οἰδίπους Τύραννος = Sophocles, Oedipus rex, R.D. Dawe (έκδ.), Cambridge 2006. Στοβαίος, Ἀνθολόγιον = Die Fragmente der Vorsokratiker, τόμ. III (10 Α 3), H. Diels W. Kranz (έκδ.), Berlin 1951-1952 6. Σχόλια στην Ὀδύσσεια του Ομήρου = Scholia Graeca in Homeri Odysseam, C. W. Dindorf (έκδ.), τόμ. ΙΙ, Oxford 1855. Σχόλια στην Ἡλέκτρα του Ευριπίδη = Scholia graeca in Euripidis tragoedias: ex codicibus aucta et emendata, Dindorf (έκδ.), τόμ. Ι, Oxford 1863. Σχόλια στον Οἰδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή = Edipo re, O. Longo (έκδ.), Firenze 1972. Σωκράτης, Εκκλησιαστική Ιστορία = Sokrates Kirchengeschichte, G. C. Hansen (έκδ.), (Die griechischen christlichen Schriftsteller 1), Berlin 1995. Σωζομενός, Εκκλησιαστική Ιστορία = Sokrates Kirchengeschichte, G. C. Hansen (έκδ.), (Die griechischen christlichen Schriftsteller 50), Berlin 1960. Φίλων Ιουδαίος, De mutatione nominum = Philo Judaeus, De mutatione nominum, στο: Philionis opera, P. Wendland (έκδ.), τόμ. ΙΙΙ, Berlin 1897. Φωκυλίδης = Iambi et Elegi Graeci ante Alexnadrum Cantati, M. L. West (έκδ.), τόμ. 1, Oxford 1989-1992 2. Φώτιος, Λεξικό = Photii Patriarchae Lexicon, Chr. Theodoridis (έκδ.), τόμ. 3, Berlin New York 1982. Ψαλμοί = Septuaginta, A. Rahlfs (έκδ.), τόμ. 2, Stuttgart 1935, 1-164. Ψευδο-Ζωναράς, Λεξικό = Pseudo-Zonaras, Lexicon, Tittmann (έκδ.), Leipzig 1808. Ψευδο-Οππιανός, Κυνηγετικὰ = Oppian of Apamea, Cynegetica, στο: Oppian, Colluthus, Tryphiodorus A. W. Mair (έκδ.), Cambridge, Mass. 1928, (ανατ. 1963). Ωριγένης, Ἐκλογαὶ εἰς Ἰώβ PG 12 = Ωριγένης, Ἐκλογαὶ εἰς Ἰώβ PG 12, 1032-1049. ~ 11 ~

Βιβλιογραφία Ωριγένης, Κατὰ Κέλσου = Origéne contre Celse, M. Borret (έκδ.) (Sources Chrétiennes 147), τόμ. IV, Paris 1969. Ωριγένης, Σχόλια στους Ψαλμούς, PG 12 = Ωριγένης, Σχόλια στους Ψαλμοὺς, PG 12, 1053-1684. Β. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ Agosti, G.-Gonnelli, F. (1995): Materiali per la storia dell esametro nei poeti cristiani Greci, στο: M. Fantuzzi-R. Pretagostini (εκδ.), Struttura e storia dell esametro Greco (Studi di metrica classica, 10), Rome, τόμ. I, 289-434. Agosti, G. (2001): L epica biblica nella tarda antichita greca. Autori e lettori nel IV e V secolo, in Fr. Stella (ed.), La scrittura infinita: Bibbia e poesia in età medievale e umanistica: atti del convegno di Firenze, 26-28 giugno 1997, Tavarnuzze, 67-104. ---------- (2003): Nonno di Panopoli. Parafrasi del Vangelo di Sant Giovanni. Canto Quinto, Florence. ---------- (2006), La voce dei libri: dimensione performative dell epica greca tardoantica, στο: E. Amato A. Roduit M. Steinrück (έκδ.), Approches de la Troisième Sophistique. Hommage à Jacques Schamp, Βρυξέλλες, 35-62. Azzara, S. (2003): Fonti e rielaborazione poetica nei «Carmina moralia» di Gregorio di Nazianzo, στο: M. S. Funghi (έκδ.), Aspetti di letteratura gnomica nel mondo antico (Studi / Accademia toscana di scienze e lettere La Colombaria 218), Florence, 53-69. Asmus, R. (1894): Gregorius von Nazianz und sein Verhaltnis zum Kynismus, στο: M. Billerbeck (έκδ.), Der Kynismus (1901), 185-205. Attridge, D. (1995): Poetic Rhythm: an introduction, Cambridge 1995. Bacci, L. (1996): Gregorio Nazianzeno: Ad Olimpiade [carm. II, 2, 6]. Introduzione, testo critico, traduzione, commento e appendici, Pisa. Bandini, A.M. (1961): Catalogus codicum graecorum Bibliothecae Mediceae Laurentianae, I-III, Florentiae 1764-1770 (fotorist. Lipsiae). Becker, M. (2015): Porphyrios, Contra Christianos, Berlin. Bènin, R.-M. (1988): Une autobiographie romantique au IVe siecle: Le poeme II 1.1 de Grégoire de Nazianze. Introduction, texte critique, traduction et commentaire, διδακτορική διατριβή (Universite Paul Valery-Montpellier III). Brown, P. (1998): Ο κόσμος της ύστερης αρχαιότητας 150-750 μ.χ., Ε. Σταμπόγλη (μτφρ.) Αθήνα. ~ 12 ~

Βιβλιογραφία Browning, R. (1960): Recentiores non deteriores, Bulletin of the Institute of Classical Studies VII, 1-21. ---------- (1983 2 ): Medieval and Modern Greek, Cambridge. ---------- (1978): The Language of Byzantine Literature, στο: S. Vryonis (έκδ.), The Past in Medieval and Modern Greek Culture. Malibu: 103-33. (ανατ. Browning 1989). ---------- (2008 6 ): Η ελληνική γλώσσα, μεσαιωνική και νέα, Μ. Ν. Κονομής (μτφρ.), Αθήνα. Βάσσης, Ἰ. (2002): Τῶν νέων φιλολόγων παλαίσματα. Ἡ συλλογή σχεδῶν τοῦ κώδικα Vaticanus Palatinus gr. 92, Ἑλληνικὰ 52, 37-68. Βερτουδάκης, Β. (2011): Το όγδοο βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας. Μια μελέτη των επιγραμμάτων του Γρηγορίου Ναζιανζηνού, Αθήνα. Bydén, B. (2012): Imprimatur? Unconventional Punctuation and Diacritics in Manuscripts of Medieval Greek Philosophical Works, στο: A Bucossi E. Kihlman (εκδ.), Ars Edendi, Stockholm University, 155-172. BZ: Byzantinische Zeitschrift, Leipzig (München) 1892 κ.εξ. Carrière, J.(1962): Théognis. Poèmes élégiaques, Paris. Carvounis, Κ. Hunter, R. (2008): Introduction, στο: K. Carvounis R. Hunter (επιμ.), Signs of Life? Studies in Later Greek Poetry (= Ramus 37. 1-2), 2008, 1-10. Chantraine, P. (1963 3 ): Grammaire homérique, τόμ. Ι: Phonétique et morphologie, Paris. ---------- (1968): Dictionnaire étymologique de la langue grecque. Histoire des mots, Paris. ---------- (1990): Ιστορική μορφολογία της ελληνικής γλώσσας, Ν. Κ. Αγκαβανάκης (μτφρ.), Αθήνα. Codoñer, J. S. (2014): Towards a Vocabulary for Rewriting in Byzantium, στο: J. S. Codoñer I. P. Martín (έκδ.), Textual Transmission in Byzantium Between Textual Criticism and Quellenforschung, Turnhout, 61-90. Counillon, P. (1981): Un autre acrostiche dans la Périégèse de Denys, Revue des Études Grecques 94, 514-522. Crimi Kertsch (1995): Gregorio Nazianzeno, Sulla virtù. Carme giambico [I, 2, 10]. Introduzione, testo critico e traduzione di C. Crimi. Commento di M. Kertsch. Appendici a cura di C. Crimi e J. Guirau, Pisa ( Poeti cristiani 1). Crimi, C. (1996) Le anacreontee di Gregorio Nazianzeno: tra metrica e tradizione manoscritta, στο: F. Conca (έκδ.), Byzantina Mediolanensia: V Congresso Nazionale di Studi Bizantini Soveria Mannelli, 117-25. Dagron, G. (2003): Emperor and Priest: The Imperial Office in Byzantium (translated by J. Birrell), Cambridge 2003. ~ 13 ~

Βιβλιογραφία D Ambrosi, M. (2008): I tetrastici giambici ed esametrici sugli episodi principali della vita di Gregorio Nazianzeno, Roma 2008. Damschen, G. (2004): Das lateinische Akrostichon, Philologus 148, 88-115. Daley, B. E. (2006): Gregory of Nazianzus, London New York. Davids, H. L. (1940): Die gnomologieën van sint Gregorius van Nazianze, Nijmegen-Utrecht. De Groote, M. (2004): Johannes Geometres Metaphrasis of the Odes: Critical Edition, Greek, Roman, and Byzantine Studies 44, 375-410. Demoen, K. (1996): Pagan and Biblical Exempla in Gregory Nazianzen: A Study in Rhetoric and Hermeneutics (Corpus Christianorum, Lingua Patrum, 2), Brepols. ---------- (2004): John Geometres Iambic Life of Saint Panteleemon. Text, Genre and Metaphrastic Style, στο B. Janssens κ.ά. (εκδ.), Philomathestatos. Studies in Greek and Byzantine Texts Presented to Jacques Noret for his Sixty-Fifth Birthday, Leuven κ.ά.: Peeters (Orientalia Lovaniensia Analecta, 137), 165-184. Desmond, W. (2008): Cynics. Ancient Philosophies. Stocksfield: Acumen 2008. De Stefani, C. (2002): Nonno di Panopoli: Parafrasi del Vangelo di S. Giovanni Canto I. Introduzione, testo critico, traduzione e commento, Bologna. Devreesse R. (1937): Codices Vaticani Graeci II. Codices 330-603, Vatican. DGE: Diccionario griego-espanol, ed. F. R. Adrados, E. Gangutia et al., 7 τόμ. (α-ἔξανος) (Madrid, 1980-2009). Δετοράκης, Θ. (1995): Βυζαντινή Φιλολογία. Τα πρόσωπα και τα κείμενα Ι: Προβυζαντινοί και Πρωτοβυζαντινοί χρόνοι (περ. 150-527 μ.χ.), Ηράκλειο. Dindorf, W. (1863): Scholia graeca in Euripidis tragoedias, 4 τόμ., Oxford. DK: Diels, Η. & Kranz, W. (1951-26), Die Fragmente der Vorsokratiker, 3 τόμοι, Berlin (1903 1 ). Dodds, E. R. (1978): Οι Έλληνες και το Παράλογο, Γ. Γιατρομανωλάκης (μτφρ.), Αθήναι. Domiter, K. (1999): Gregor von Nazianz: De humana natura (c. 1, 2, 14). Text, Übersetzung, Kommentar (Patrologia. Beitrage zum Studium der Kirchenvater, 6), Frankfurt. DOP: Dumbarton Oaks Papers (Cambridge-Mass.) Washington 1941 κ.ε. Dorandi, Τ. (1999): The Cambridge History of Hellenistic Philosophy, τόμ ΙΙ, Cambridge. Dronke, E., S. (1840): Gregorii Nazianzeni Carmina Selecta. Accedit Nicetae Davidis Paraphrasis Nunc Primum E Codice Cusano Edita, Gottingen. Fain, G. (2006): Apostrophe and Σφρηγίς in the Theognidean Sylloge, Classical Quarterly 56.1, 301-304. ~ 14 ~

Βιβλιογραφία Figueira Th. (1985): Chronological Table. Archaic Megara, 800-500 B.C., στο: Figueira-Nagy (επιμ.) Theognis of Megara: Poetry and the Polis, Baltimore, 278-303. Gallavotti, C. (1959): Planudea, Bollettino del Comitato per la preparazione dell Edizione Nazionale dei classici greci e latini, n.s. 7, 25-50. Gallay, P. Jourjon, M. (1978): Grégoire de Nazianze, Discours 27-31 (Discours théologiques). Introduction, texte critique, traduction et notes, Paris. Gallay, P. (1943): La vie de Saint Grégoire de Nazianze, Lyon-Paris. --------- (1969): Gregor von Nazianz Briefe, Berlin. GCS: Die griechischen christlichen Schriftsteller der ersten Jahrhunderte (Leipzig and Berlin, 1899 ) Gerhard, G. A. (1909): Phoinix von Colophon, Leipzig und Berlin. Gertz, N. (1986): Die handschriftliche Überlieferung der Gedichte Gregors von Nazianz: 2. Die Gedichtgruppe I. Mit Beitragen von Martin Sicherl (Studien zur Geschichte und Kultur des Altertums, nf Reihe 2; Forschungen zu Gregor von Nazianz, Band 4), Paderborn. Goodwin, W. W. (1889): Syntax of the Moods and Tenses of the Greek verb (ανατ. 1966), London-Melbourne-Toronto-New York. Guthrie, W. K. C. (1969): Α History of Greek Philosophy, τόμ. ΙΙΙ: The Sophists and Socrates, Cambridge. Hammerstaedt, J. (2001): Ύστερη Αρχαιότητα, στο: H.-G. Nesselrath κ.ά. (έκδ.), Εισαγωγή στην Αρχαιογνωσία, τόμ. Ι: Αρχαία Ελλάδα, Αθήνα, 298-320. Hemberg, B., Anax, Anassa und Anakes als Götternamen unter besonderer Berücksichtigung der attischen Kulte, Uppsala Wiesbaden 1955. Hinterberger, Μ. (2010): Hagiographische Metaphrasen. Ein möglicher Weg der Annäherung an die Literarästhetik der frühen Palaiologenzeit, στο: A. Rhoby and E. Schiffer (εκδ.), Imitatio, Aemulatio, Variatio: Akten des internationalen wissenschaftlichen Symposions zur byzantischen Sprache und Literature, Vienna, 137-151. --------- (2014): Between Simplification and Elaboration: Byzantine Metaphraseis Compared, στο: J. Signes Codoñer I. Pérez Martín (εκδ.), Textual Transmission in Byzantium: Between Textual Criticism and Quellenforschung, Turnhout, 33-60. Höllger, W. (1985): Die handschriftliche Überlieferung der Gedichte Gregors von Nazianz. 1.Die Gedichtgruppen XX und XI. Mit Vorwort und Beitragen von Martin Sicherl und den Ubersichtstabellen zur handschriftlichen Uberlieferung der Gedichte Gregors von Nazianz von Heinz Martin Werhahn (Studien zur Geschichte und Kultur des Altertums, nf Reihe 2; Forschungen zu Gregor von Nazianz, Band 3), Paderborn. ~ 15 ~

Βιβλιογραφία Hunger, H., και Ševcĕnko, Ι. (1986): Des Nikephoros Blemmydes Βασιλικὸς Ἀνδριάς und dessen Metaphrase von Georgios Galesiotes und Georgios Oinaiotes. Ein weiterer Beitrag zum Verstandnis der byzantinischen Schrift-Koine, Vienna. Hunger, H. (1969-1970): On the imitation (ΜΙΜΗΣΙΣ) of Antiquity in Byzantine Literature, DOP 23/24, 17-38. --------- (1981): Anonyme Metaphrase zu Anna Komnene, Alexias XI XIII. Ein Beitrag zur Erschliessung der byzantinischen Umgangssprache, Vienna. --------- (1992 1 ): Βυζαντινή Λογοτεχνία. Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών, τόμ. Β, Τ. Κόλιας Κ. Συνέλλη Γ. Χ. Μακρή Ι. Βάσσης (μτφρ.), Αθήνα. --------- H. (1995): Ο κόσμος του βυζαντινού βιβλίου. Γραφή και ανάγνωση στο Βυζάντιο, Γ. Βασίλαρος (μτφρ.), Αθήνα. Jacoby, F. (1931): Theognis, Sitzungsberichte der preussischen Akademie der Wissenschafte, Berlin. Jacques, J.-M. (1960): Sur un acrostiche d Aratos (Phén., 783-787), Revue des Études Arméniennes 62, 48-61. Jeffreys, M. (1981): Byzantine Metrics: Non-Literary Strata, JÖB 31.1, 315-19. JÖB/ JÖByz: Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik, Wien (-Köjl-Graz) 1969 κ.ε. Jungck, C. (1974): Gregor von Nazianz: De Vita Sua. Einleitung, Text, Übersetzung, Kommentar, Heidelberg. Každan, A. (1999): A History of Byzantine Literature (650-850). Σε συνεργασία με την Lee F. Sherry-Christine Angelidi, Athens. Καλαμάκης, Δ. (1992): Λεξικὰ τῶν ἐπῶν Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου μετὰ γενικῆς θεωρήσεως τῆς πατερικῆς λεξικογραφίας, Αθήνα. Καραγιαννόπουλος, I. (1984): Το Βυζαντινόν κράτος, Αθήνα. --------- (1996): Η Βυζαντινή ιστορία από τις πηγές, Θεσσαλονίκη. Καρπόζηλος, Α. (1997): Βυζαντινοί ιστορικοί και χρονογράφοι, τόμ. Α (4ος -7ος αι.), Αθήνα. Korenjak, M. (2009): ΛΕΥΚΗ: Was bedeutet das erste Akrostichon?, Rheinisches Museum für Philologie 152, 392-396. Kroll, J. (1936): Theognis-Interpretationen, Leipzig. Lambros, Sp.P. (1913): To en Rhome Hellenikon Gymnasion kai hoi en to archeio autou hellenikoi kodikes, Νέος Ἑλληνομνήμων 10, 3-32. Lausberg, H. (1990): Handbuch der literarischen Rhetorik: eine Grundlegung der Literaturwissenschaft, Stuttgart. ~ 16 ~

Βιβλιογραφία Lehrs, K. (1873): Die Pindarscholien. Eine kritische Untersuchung zur philologischen Quellenkunde. Nebst einem Anhange u ber den falschen Hesychius Milesius und den falschen Philemon, Leipzig. Lemerle, P. (1981): Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός, Σημειώσεις και παρατηρήσεις για την εκπαίδευση και την παιδεία στο Βυζάντιο από τις αρχές ως τον 10 ο αιώνα, Μ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου (μτφρ.), Αθήνα. Lesky, A. (1981): Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, Α. Τσομπανάκης (μτφρ.), Θεσσαλονίκη. Livrea, E. (1989): Nonno di Panopoli, Parafrasi del Vangelo di S. Giovanni. Canto XVIII. Introduzione, traduzione, testo critico e commentario, Napoli. --------- (2000): Nonno di Panopoli, Parafrasi del Vangelo di S. Giovanni. Canto B. Introduzione, testo critico, traduzione e commento, Bologna ("Biblioteca Patristica" 36). Longo, O. (1971): Scholia Byzantina in Sophoclis Oedipum Tyrannum, Padua. Lorenz B. (1979): Zur Seefahrt des Lebens in den Gedichten des Gregor Von Nazian, Vigiliae Christianae 33, 234-41. Lozza, G. (2000), Cosma di Gerusalemme: Commentario ai Carmi di Gregorio Nazianzeno. Introduzione, testo critico e note (Storie e Testi, 12), Naples. LSJ: H. G. Liddell and R. Scott, A Greek-English Lexicon, 9th edn., revised by Sir H. S. Jones (Oxford, 1940); Revised Supplement, P. G. W. Glare (έκδ.), Oxford 1996. Λυπουρλής, Δ. (1983): Αρχαία ελληνική μετρική, Θεσσαλονίκη. Luz, C. (2010): Technopaignia. Formspiele in der griechischen Dichtung, Leiden. Maas, P. (1903): Der byzantinische Zwölfsilber, BZ 12, 278-323. --------- (1962): Greek Metre, Translated by Hugh Lloyd-Jones, Oxford. Masaracchia, E. (1990): Giuliano Imperatore, Contra Galileos, Roma. McGuckin, J. A. (2001): St Gregory of Nazianzus: An Intellectual Biography, New York. Meier, B. (1989): Gregor von Nazianz: Über die Bischöfe (Carmen 2,1,12). Einleitung, Text, Übersetzung, Kommentar (Studien zur Geschichte und Kultur des Altertums, nf Reihe 2; Forschungen zu Gregor von Nazianz, Band 7), Paderborn. Mercati, G. (1903): Varia Sacra, τόμ. Ι, Studi e Testi 2, Roma. Μητσάκης, Κ. (1971): Βυζαντινὴ Ὑμνογραφία, Αθήνα. Miller, E. (1855-1857): Manuel Philes Carmina, 2 τόμ., Paris (ανατ. Amsterdam: A.M. Hakkert, 1967). Mioni, E. (1912): Catalogus codicum graecorum Bibliothecae Nationalis Neapolitanae, 1,1. Digessit E. Mioni, Roma. ~ 17 ~

Βιβλιογραφία -------- (1981): Bibliothecae Divi Marci Venetiarum: Codices Graeci Manuscripti I. Thesaurus Antiquus, Codices 1-299, Roma. Mondesért, C. L. Matray, CH. Marrou, H. I. (1970): Clément d Alexandrie, Le Pédagogue, III, (Sources Chrétiennes 158), Paris. Montanari, F. (2008): Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας από τον 8 ο αι. π.χ, έως τον 6 ο αι. μ.χ., Σ. Κορτάκης κ.ά. (μτφρ.), Δ. Ιακώβ Α. Ρεγκάκος (επιμ.). Θεσσαλονίκη. Moreschini, C. (1997): St Gregory of Nazianzus: Poemata Arcana. Introduction, translation and commentary by D. A. Sykes. English translation of textual introduction by L. Holford- Strevens (Oxford Theological Monographs), Oxford. Moroni, M. G. (2006): Gregorio Nazianzeno: Nicobulo jr. al padre [carm. II,2,4], Nicobulo sen. al figlio [carm. II,2,5]. Una discussione in famiglia. Introduzione, testo critico, traduzione, commento e appendici, Pisa. Mossay, J. (1977): Gregor von Nazianz in Konstantinopel (379-381 A.D.), Byzantion 47, 223-238 --------- (1983): II. Symposium Nazianzenum: Louvain-la-Neuve, 25-28 août 1981: Actes du colloque international (Studien zur Geschichte und Kultur des Altertums, 2; Forschungen zu Gregor von Nazianz, 2), Paderborn. Μπενάκη, Λ. (1976): Η ελληνική φιλοσοφία των πρώτων χριστιανικών αιώνων, στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Στ, Αθήνα, 430-459. Musurillo, H. J. (1963): Méthode d Olympe, Le Banquet, (Sources Chrétiennes 95), Paris. Νικήτας Δαβίδ: Νικήτα τοῦ καὶ Δαυῒδ δούλου Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ φιλοσόφου, Ἐξήγησις τῶν ἀποῤῥήτων τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ἐπῶν. Ο σχολιασμός για το ποίημα Ι.2.31 βρίσκεται στην PG 38, 777-788 (ο Migne ανατυπώνει την έκδοση του E. Dronke [Gottingen, 1840], όπου το Ι.2.31 στις σσ. 205-218). NTL: A Greek-English Lexicon of the New Testament and Other Early Christian Literature, 3rd edn., revised and edited by F. W. Danker, based on W. Bauer s (Chicago-London, 2000). Oberhaus, M. (1991): Gregor von Nazianz: Gegen den Zorn (Carmen 1,2,25). Einleitung und Kommentar. Mit Beitragen von Martin Sicherl (Studien zur Geschichte und Kultur des Altertums, nf Reihe 2; Forschungen zu Gregor von Nazianz, Band 8), Paderborn. ODB : The Oxford Dictionary of Byzantium, A. P. Kazhdan A. M. Talbot T. Gregory N. Ševčenco (επιμ.) τόμ. 1-3, New York-Oxford 1991. Omont, H. (1886): Inventaire sommaire des manuscrits grecs de la Bibliotheque Nationale, τόμ. Ι, Paris. Oost, S. I. (1973): The Megara of Theagenes and Theognis, Classical Philology 68, 186-196. ~ 18 ~

Βιβλιογραφία Ostrogorsky, G. (1978): Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, τόμ. Α, I. Παναγόπουλος Στ. Βασιλόπουλος (μτφρ.), Αθήνα. Palla Kertsch (1985): Gregor von Nazianz, Carmina de virtute Ia / Ib, ediert von R. Palla, übersetzt und kommentiert von M. Kertsch, Graz. Palla, R. (1990): Studi sulla tradizione manoscritta dei carmi di Gregorio Nazianzeno (Parte I), Galatina. Παπαδόπουλος, Στ. (1991): Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Σπουδὴ τοῦ βίου καὶ τοῦ ἔργου του, Αθῆνα. Παπανικολάου, K. (1952): Νεοελληνικὴ Καλολογία: Αἰσθητικὴ τοῦ λόγου, Αθήνα. Παπουτσής, Α. (1999): Ἡ σχέση τῆς ποιήσεως τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου πρὸς τὴν ποίηση τῶν Ἑλλήνων κλασσικῶν, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή (Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών). Parsons, P. J. (1970): A School-book from the Sayce Collection, Zeitschrift für Papyrologie und Epigraphik 6, 133-149. Pellegrino, M. (1932): La poesia di S. Gregorio Nazianzeno, Milano. Pepin, J. (1989 2 ) «Ελληνισμός και Χριστιανισμός», στο: F. Châtelet (εκδ.), Η Φιλοσοφία, τόμ. 1: Από τον Πλάτωνα ως τον Θωμά τον Ακινάτη, Κ. Παπαγιώργης (μτφρ.), Αθήνα, 195-242. Petridès, S. (1909): Les καρκίνοι dans la littérature greque, Echos d Orient 12, 86 94. PGL: A Patristic Greek Lexicon, G. W. H. Lampe (έκδ.), Oxford 1968. Pratt, L. (1995): The Seal of Theognis, Writing, and Oral Poetry, American Journal of Philology 116, 171-184. Puech, A. (1930): Histoire de la littérature grecque chrétienne depuis les origines jusqu à la fin du IVe siècle, τόμ. ΙΙΙ, Paris. Rabe, H. (1928): Ioannis Sardiani Commentarium in Aphthonii Progymnasmata, Leipzig. Reinsch, D. R. (2012): What Should an Editor Do with a Text Like the Chronographia of Michael Psellos?, στο: A. Bucossi E. Kihlman (εκδ.), Ars Edendi, τόμ. ΙΙΙ, Stockholm University, 131-154. Reitzenstein, R. (1893): Epigramm und Skolion, Gießen Resh, D. (2015): Toward a Byzantine Definition of Metaphrasis στο: Greek, Roman, and Byzantine Studies 55, 754-787. Roberts, M. (1985): Biblical Epic and Rhetorical Paraphrase in Late Antiquity, Liverpool. Rostovtzeff, Μ. (1984): Ρωμαϊκή ιστορία, Β. Κάλφογλου (μτφρ.), Αθήνα. Runciman, St. (1978): Βυζαντινός πολιτισμός, Δ. Δετζώρτζη (μτφρ.), Αθήνα. ~ 19 ~

Βιβλιογραφία Rutherford, W. G. (1905): A Chapter in the History of Annotation: Being Scholia Aristophanica, 3 τόμ., London. Ševčenko, I. (1981): Levels of Style in Byzantine Prose, JÖB 31, 290-312. -------- (1982): Additional Remarks to the Report on Levels of Style, JÖB 32, 220-33. Sicherl, M. (2011): Die handschriftliche Überlieferung der Gedichte Gregors von Nazianz. 3. Die epiche une elegischen Gruppen, Paderborn. Simelidis, Ch. (2009): Selected poems of Gregory of Nazianzus. I.2.17; II.1.10, 19, 32: A Critical Edition with Introduction and Commentary, Göttingen. Σκουτερόπουλος, Ν. Μ. (2006): Οι αρχαίοι κυνικοί. Αποσπάσματα και μαρτυρίες, Αθήνα 2006. Σπανουδάκης, Κ. Καρβούνη, Κ. Λίτινας, Ν. (2015): Ποίηση Ύστερης Αρχαιότητας, Ανθολόγιο, Αθήνα. Το ηλεκτρονικό βιβλίο διατίθεται στην ιστοσελίδα πανεπιστημιακών συγγραμμάτων www.kallipos.gr: http://repository.kallipos.gr/handle/11419/363 (τελευταία επίσκεψη: 2/3/2016). Stickler, G. (1992): Manuel Philes und seine Psalmenmetaphrase, Vienna: Verband der wissenschaftlichen Gesellschaften Osterreichs (Dissertationen der Universitat Wien, 229). Sykes, D. A. (1970): The Poemata Arcana of St. Gregory Nazianzen, Journal of Theological Studies 21, 31-42. Τατάκης, Β. Ν (1977): Η Βυζαντινή φιλοσοφία, Αθήνα. Trapp, E. (1993), Learned and Vernacular Literature in Byzantium: Dichotomy or Symbiosis?, DOP 47, 115-129. Τσοπανάκης, Α. (1983 4 ): Εισαγωγή στον Όμηρο, Θεσσαλονίκη. Tuilier, A.-Bady, G. (2004): Saint Grégoire de Nazianze: OEuvres poetiques, τόμ. Ι. 1re partie. Poemes personnels: II, 1, 1-11. Texte etabli par A. Tuilier et G. Bady, traduit et annote par J. Bernardi (Collection /des Universites de France; Les Belles Lettres), Paris. Turyn, A. (1972), Dated Greek Manuscripts of the Thirteenth and Fourteenth Centuries in the Libraries of Italy, τόμ. I, Urbana. van Dieten, J.-L. (1979): Bemerkungen zur Sprache der sog. vulgargriechischen Niketasparaphrase, Byzantinische Forschungen 6, 37-77. van der Horst, P. W. (1978): The Sentences of Pseudo-Phocylides. With Introduction and Commentary, Leiden. van Groningen, A. (1966): Théognis: Le premier livre, Amsterdam. van Opstall, E. M. (2008): Jean Géomètre, Poèmes en hexamètres et en distiques élégiaques. Edition, traduction, commentaire, Leiden Boston. ~ 20 ~

Βιβλιογραφία Vassis, I. (1991): Die handschriftliche Überlieferung der sogenannten Psellos-Paraphrase der Ilias (Meletemata, 2), Hamburg. Vogt, E. (1967): Das Akrostichon in der griechischen Literatur, Antike und Abendland 13, 80-95. Wahlgren, St. (2010): Byzantine Literature and the Classical Past, στο: E. Bakker (έκδ.), A Companion to the Ancient Greek Language, Chichester, 527-538. Wendland, P. (1898): Philionis Alexandrini opera quae supresunt, 3 τόμ., Berlin: Reimer (ανατ. De Gruyter, 1962). Werhahn, H. M. (1953): Gregorii Nazianzeni: Σύγκρισις βίων. Carmen edidit, apparatu critico munivit, quaestiones peculiares adiecit Henricus Martinus Werhahn, Wiesbaden. West, M. L. (1974): Studies in Greek Elegy and Iambus, Berlin New York. ---------, (1982): Greek Metre, Oxford. Whitby, M. (2008): Sugaring the pill : Gregory of Nazianzus advice to Olympias (Carm. 2.2.6), Ramus, 37, 79-98. Wyss, B. (1949): Gregor von Nazianz: Ein griechisch-christlicher Dichter des 4. Jahrhunderts, Museum Helveticum 6, 177-210. Χρήστου, Π. (1989): Ελληνική Πατρολογία: περίοδος θεολογικής ακμής Δ κι Ε αιώνες, τόμ. Δ, Θεσσαλονίκη. Ζηζιούλας, Ι. (2003): Ελληνισμός και Χριστιανισμός. Η συνάντηση των δύο κόσμων, (έκδ. Αποστολική Διακονία), Αθήνα α έκδοση: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Στ, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1976, 519-559. ~ 21 ~

Αντί Προλόγου ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ «Δύο ποιήματα ἐναυάγησαν γιατὶ δὲ βρῆκα Γρηγόριο Ναζιανζηνό!». 1 Με αυτή τη φράση ο αλεξανδρινός ποιητής Κ.Π. Καβάφης, ο οποίος αναφέρεται πολλές φορές στη σπουδαιότητα του έργου του Γρηγορίου Ναζιανζηνού, 2 προβάλλει την ιστορία και τη λογοτεχνία της εποχής του Γρηγορίου ως πηγές έμπνευσής του. Η παρούσα εργασία φιλοδοξεί να συμβάλει στη μελέτη του επικού, γνωμολογικού ποιήματος Ι.2.31 του γρηγοριανού corpus. Για το σκοπό αυτό επιχειρήθηκε η κριτική έκδοση, η απόδοσή του στη νέα ελληνική γλώσσα καθώς και ο σχολιασμός του. Στην εισαγωγή, μετά τις απαραίτητες βιοεργογραφικές «συστάσεις» του εξεταζόμενου συγγραφέα (ενότητες 1, 2), επιχειρείται η ένταξή του στην ποίηση της Υστερης Αρχαιότητας και στο πνευματικό κλίμα της εποχής εκείνης, αλλά και η ανάδειξη της συνεισφοράς του Γρηγορίου στη χριστιανική ποίηση της πρώιμης βυζαντινής περιόδου (ενότητα 3). Παράλληλα, εξετάζεται το είδος της γνωμικής ποίησης από την αρχαιότητα ως τις μέρες του Γρηγορίου, η ιδιαιτερότητα των γνωμολογικών ποιημάτων του ίδιου και επιχειρείται η ανίχνευση θεματικών και γλωσσικών συστοιχιών με τον γνωμολογικό ποιητή Θέογνι (ενότητα 4). Ορισμένες αναφορές σχετικά με τα μετρικά, γλωσσικά και υφολογικά χαρακτηριστικά του ποιήματος κρίθηκαν απαραίτητες για την επίτευξη ενός ολόπλευρου σχολιασμού του παρατίθενται στις ενότητες 5, 6 και 7 αντίστοιχα. Η ενότητα 8 έχει ως θέμα της κείμενα που τα τελευταία χρόνια προσελκύουν το ενδιαφέρον των ερευνητών, τις βυζαντινές παραφράσεις. Αφού πρώτα αναγράφονται τα χαρακτηριστικά και οι στόχοι της συγγραφής τους, εξετάζονται οι βυζαντινές παραφράσεις των ποιημάτων του Γρηγορίου με έμφαση στο εξεταζόμενο ποίημα και εντοπίζονται και ερμηνεύονται ορισμενα γλωσσικά και υφολογικά χαρακτηριστικά που τις διέπουν. 1 Γ. Σεφέρης, Δοκιμές, τόμ. Ι: 1936-1947, Αθήνα 1974, 343. 2 πβ. το πεζό ποίημα Οἱ Βυζαντινοὶ ποιηταὶ στο Κ.Π. Καβάφης, Τα πεζά (1882;-1931), Αθήνα 2003, 58-63. ~ 22 ~

Αντί Προλόγου Στην ένατη ενότητα εξετάζεται η χειρόγραφη παράδοση του ποιήματος, παρουσιάζονται οι σχέσεις μεταξύ των χειρογράφων που χρησιμοποιήθηκαν αλλά και που αποκλείστηκαν. Η ενότητα 10 περιλαμβάνει τις αρχές που τηρήθηκαν στη συγκεκριμένη έκδοση ιδιαιτέρως σχετικά με τη στίξη και την ορθογραφία. Στο δεύτερο και κεντρικό μέρος της εργασίας, τοποθετείται η κριτική έκδοση του ποιήματος η οποία γίνεται για πρώτη φορά μετά την αντίστοιχη του Migne στην PG με παράλληλη μετάφραση στη ν.ε. γλώσσα. Ακολουθεί εκτενής ερμηνετικός και υφολογικός σχολιασμός του ποιήματος, ενώ συγχρόνως γίνεται απόπειρα να ανιχνευθούν οι λογοτεχνικές πηγές του Γρηγορίου. Στην κατακλείδα της εργασίας τοποθετούνται οι indices (nominum, verborum και locorum) και το επίμετρο στο οποίο επιχειρείται η έκδοση των παραφράσεων του ποιήματος, ενώ ολοκληρώνεται με εικονογραφικό υλικό από τα χειρόγραφα που λήφθηκαν υπόψιν για την έκδοση του ποιήματος Ι.2.31. Η ανά χείρας διπλωματική εργασία αποτελεί το επιστέγασμα της θήτευσής μου στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα της Μεσαιωνικής Ελληνικής Φιλολογίας του τμήματος Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Όσο κι αν φαντάζει τετριμμένο σε παρόμοιες εργασίες, θα ήθελα στο σημείο αυτό να εκφράσω την ειλικρινή ευχαρίστησή μου στον επόπτη μου, κ. Χρήστο Σιμελίδη, για την αφειδή υποστήριξή του και την άψογη συνεργασία όλο αυτό το διάστημα τέλος, ευχαριστώ θερμά τόσο τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής της εργασίας μου, κκ. Ιωάννη Βάσση και Ηλία Ταξίδη για την προθυμία με την οποία με την οποία ανέλαβαν την αξιολόγησή της, όσο και τις καθηγήτριες του μεταπτυχιακού προγράμματος, κκ. Σοφία Κοτζάμπαση και Μαριάννα Αυγερινού, για όλες τις γνώσεις που αποκόμισα από τα μαθήματά τους κατά τη διετή διάρκειά του. Η εργασία αφιερώνεται στην οικογένειά μου, ως το ελάχιστο δείγμα της ακραιφνούς υποστήριξης και ενθάρρυνσης με την οποία υποδέχεται κάθε νέο μου στόχο. Δήμος Ντέντος Θεσσαλονίκη, Μάρτιος 2016 ~ 23 ~

Αντί Προλόγου Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ~ 24 ~

Ενότητα πρώτη ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΡΩΤΗ Βιογραφικό διάγραμμα Γρηγορίου Νόννης τε φίλον τέκος ἐνθάδε κεῖται, τῆς ἱερῆς Τριάδος Γρηγόριος θεράπων, καὶ σοφίῃ σοφίης δεδραγµένος ἠΐθεός τε οἷον πλοῦτον ἔχων ἐλπίδ ἐπουρανίην. [Περὶ τὸν ἑαυτοῦ βίον, II.1.96, PG 37, 1450 A] 3 Ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός αποτελεί έναν από τους τρεις ιεράρχες της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας και μια από τις πιο πολυσχιδείς προσωπικότητες. 4 Γεννημένος πιθανότατα μεταξύ των ετών 329-330 σε μια μικρή πόλη της Καππαδοκίας, τη Ναζιανζό ή στο χωριό Αριανζός 5 από ευσεβή και ευκατάστατη οικογένεια, ο Γρηγόριος έλαβε φροντισμένη μόρφωση. Ο πατέρας του, Γρηγόριος και αυτός, ανήκε από μικρός στο τάγμα των Υψισταρίων, ένα είδος θρησκεύματος που διατηρούσε τόσο ειδωλολατρικά στοιχεία, όσο και χαρακτηριστικά από άλλες ελληνικές θρησκείες και τον ιουδαϊσμό. Η ευσεβής χριστιανή σύζυγός του Νόννα όμως, προσπάθησε και τελικά το κατόρθωσε, να φέρει τον σύζυγό της στους κόλπους της Εκκλησίας, πείθοντάς τον να ασπαστεί τον Χριστιανισμό, να βαπτιστεί και εντός ολίγων ετών να χειροτονηθεί ιερέας στη Ναζιανζό. 6 Ήταν ένας άνδρας με αγάπη για τη μόρφωση και με πίστη 3 Μτφρ. Εδώ κείτεται ο αγαπημένος γιος της Νόννας και του Γρηγορίου/ ο Γρηγόριος, ο δούλος της ιερής Τριάδας/ και αρπάζοντας με τη σοφία τη σοφία από νεαρή ηλικία/ είχε ως πλούτο την ουράνια ελπίδα. 4 Σχετικά με τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό βλ. ODB 880-882 (Gregory of Nazianzus) (όπου και η παλαιότερη βιβλιογραφία). Βλέπε επίσης Gallay (1943), Παπαδόπουλος (1991), McGuckin (2001), Daley (2006). Τέλος, για περαιτέρω βιβλιογραφία βλ. τη συλλογή του Centre d etudes sur Grégoire de Nazianze, η οποία περιλαμβάνει όλες τις μελέτες κριτικές εκδόσεις που γίνονται ανά έτος σχετικά με τον Γρηγόριο: http://nazianzos.fltr.ucl.ac.be/002contents.htm. (τελευταία επίσκεψη: 3/3/2016). 5 Για τις απόψεις σχετικά με την καταγωγή του Γρηγορίου βλ. Παπαδόπουλος (1991: 35). 6 βλ. Gallay (1943: 22). ~ 25 ~

Βιογραφικό διάγραµµα στις θετικές συνέπειές της για τον άνθρωπο, την οποία φρόντισε να μεταλαμπαδεύσει και στον γιο του, διδάσκοντάς του ο ίδιος τα πρώτα γράμματα. Ο μικρός Γρηγόριος έζησε τα παιδικά του χρόνια μέσα σε συνθήκες τρυφής, αγάπης, αγνότητας και αρετής με πολλούς χριστιανούς συγγενείς και φίλους να παρελαύνουν καθημερινά στο σπίτι του. Ο ίδιος επεδείκνυε υπερβάλλοντα ζήλο σε ό,τι αφορούσε τα εκκλησιαστικά πράγματα. Ο αδελφός της μητέρας του, Αμφιλόχιος, αποτέλεσε επίσης πρότυπο ρητοροδιδάσκαλου για τον Γρηγόριο, από τον οποίο έμαθε γραμματική και ρητορική στη Διοκαισάρεια, όπου και δίδασκε. Το 342 (ή 345) μετέβη στην Καισάρεια της Παλαιστίνης όπου συνέχισε τις εγκύκλιες σπουδές του υπό την επίβλεψη του Καρτέριου αρχικά, και του σοφιστή Θεσπέσιου στη συνέχεια. Την ίδια περίοδο γνωρίστηκε με τον Μ. Βασίλειο, ο οποίος σπούδαζε στο ίδιο μέρος, τον οποίο συνάντησε και μετέπειτα στην Αθήνα κατά τη διάρκεια των σπουδών τους. Οι δύο άνδρες ανέπτυξαν μια σταθερή και εγκάρδια φιλία πέρα από το κοινό σπίτι και τραπέζι, τους ένωναν επίσης τα ίδια πνευματικά ενδιαφέροντα. Έτσι λοιπόν, μετά από μια σύντομη επίσκεψή του στα Ιεροσόλυμα και στην Αλεξάνδρεια, το 350, ύστερα από ένα δύσκολο και επικίνδυνο ταξίδι, έφτασε στην Αθήνα για να σπουδάσει θύραθεν παιδεία, προκειμένου να μην «υστερεί» σε σχέση με τους εθνικούς που είχαν γαλουχηθεί αμιγώς με τέτοιου είδους παιδεία. 7 Στους δασκάλους του Γρηγορίου στην Αθήνα συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, ο Ιμέριος και ο Προαιρέσιος, οι οποίοι του δίδαξαν γραμματική, ρητορική, φιλοσοφία, αστρονομία, γεωμετρία, αριθμητική, ίσως και η ιατρική. 8 Τέλος, μαζί με τον Βασίλειο, συγκρότησαν γύρω τους την πρώτη χριστιανική ομάδα φοιτητών, τη λεγόμενη «φατρία». Το καλοκαίρι του 355 οι δύο φίλοι χωρίστηκαν, αφού ο Μ. Βασίλειος 7 πβ. Παπαδόπουλος (1991: 40). 8 Πληροφορίες για τους δασκάλους του Γρηγορίου μάς παρέχουν τα έργα των ιστορικών Σωκράτη και Σωζομενού, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία 4.26 και Ἑκκλησιαστική Ἱστορία 6.17 [εκδ. Hansen] αντίστοιχα πβ. Gallay (1943: 51). ~ 26 ~

Ενότητα πρώτη αναχώρησε για την Καππαδοκία με σκοπό να μονάσει, ενώ ο Γρηγόριος διορίστηκε έπειτα από επιμονή των φίλων και δασκάλων του καθηγητής στην έδρα της ρητορικής στην Αθήνα. Το 357 και έπειτα από μια στάση του στην Κωνσταντινούπολη, επέστρεψε στη Ναζιανζό όπου ανέλαβε τη διαχείριση της κτηματικής περιουσίας του πατέρα του και συγχρόνως δίδασκε ρητορική, μελετούσε την Αγία Γραφή και κείμενα του Ωριγένη, αντάλλαζε επιστολές με τον φίλο του Βασίλειο και ζούσε ασκητικά στο ασκητήριό του, στον Πόντο, δίπλα στον Ίρι ποταμό (360-361). Το Δεκέμβριο του 361 (ή στις αρχές του 362) χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στη Ναζιανζό, και μετά από μια σύντομη απόδραση στο ασκητήριό του, επέστρεψε το Πάσχα του ίδιου έτους για να αναλάβει ευρύ ποιμαντικό έργο και για να βοηθήσει τον πατέρα του στο ναό που ο ίδιος είχε οικοδομήσει. Εκεί συνέταξε τους πρώτους Λόγους του, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν δύο πραγματείες κατά του Ιουλιανού, τον οποίο μάλιστα είχε γνωρίσει κατά τη διάρκεια των σπουδών του στην Αθήνα. Ο Γρηγόριος δεν δίστασε να πάρει θέση σε διάφορα εκκλησιαστικά προβλήματα της Ναζιανζού και της Καισάρειας, κήρυττε συνεχώς, εξηγούσε χωρία της Γραφής και συνέτασσε Ομιλίες. Τέλος, το 362, προσκλήθηκε από τον Ευσέβιο Καισαρείας να τον βοηθήσει στον αγώνα του κατά των αιρετικών. Εκείνος όμως αντιπρότεινε στη θέση του τον Βασίλειο. Το 368/9 πεθαίνει ο αδερφός του, Καισάριος και λίγο αργότερα η αδελφή του, Γοργονία. Η απώλεια αυτών των δύο προσώπων προκάλεσε, όπως ήταν φυσικό, μεγάλη θλίψη στον Γρηγόριο. Ένα χρόνο αργότερα πέρασε και ο ίδιος δύσκολη αρρώστια, κατά τη διάρκεια της οποίας τον επισκέφθηκε ο Βασίλειος, τον οποίο ο ίδιος χαρακτήρισε για πρώτη φορά «μέγα», βοηθώντας τον στη συνέχεια μετά το θάνατο του Ευσεβίου να γίνει μητροπολίτης Καισάρειας. Μετά τη χειροτονία του Βασίλειου, ο Γρηγόριος, αφού απέρριψε τα αξιώματα που θα του πρόσφερε ο φίλος του, χειροτονήθηκε (372) άκων επίσκοπος Σασίμων, χωρίς όμως να εγκατασταθεί στην περιοχή αυτή. Αντιθέτως, έγινε προσωρινά ερημίτης-ησυχαστής και διατύπωσε για πρώτη φορά την πλήρη Τριαδολογία. ~ 27 ~

Βιογραφικό διάγραµµα Το 374 πεθαίνει ο πατέρας του σε μεγάλη ηλικία και λίγο αργότερα αιφνιδίως η μητέρα του. Ο ίδιος αρρωσταίνει, αλλά δεν παύει να φροντίζει συνεχώς το ποίμνιό του. Το 378 φτάνει στην Κωνσταντινούπολη 9 και στηρίζει τους λίγους στον αριθμό Ορθοδόξους έχοντας ως κέντρο δράσης του το μικρό ναό της Αναστασίας. Το Μ. Σάββατο του ίδιου χρόνου, όμως, τραυματίζεται έπειτα από την επίθεση των αρειανών και συλλαμβάνεται ως υπεύθυνος για τα συγκεκριμένα γεγονότα ωστόσο, λίγο αργότερα αθωώνεται. Στο μεταξύ, φτάνει στην Κωνσταντινούπολη ο κυνικός φιλόσοφος Μάξιμος, ο οποίος λίγο αργότερα χειροτονήθηκε επίσκοπος Κωνσταντινούπολης από μια ομάδα αιγυπτίων επισκόπων, με φανερή τη δυσαρέσκεια των ορθοδόξων της πόλης. Δεν δίστασαν μάλιστα να κατηγορήσουν για απρονοησία τον ίδιο τον Γρηγόριο επειδή αρχικά έδειξε φιλική διάθεση και καλοσύνη απέναντί του. Το γεγονός αυτό του προκάλεσε ιδιαίτερη θλίψη, που λίγο έλειψε να εγκαταλείψει την Πόλη. Το 380 δραπετεύει για λίγη ξεκούραση σε μια έρημη παραθαλάσσια τοποθεσία όπου διάγει μια ερημική ζωή. Επιστρέφοντας, συντάσσει θεολογικούς λόγους και δέχεται την στήριξη του Πέτρου Αλεξανδρείας ο οποίος παύει να είναι με το μέρος του Μάξιμου. 10 Λίγο αργότερα, μετά τον ερχομό του Μ. Θεοδόσιου στη Θεσσαλονίκη, ο Γρηγόριος εγκαταστάθηκε στο ναό των Αγίων Αποστόλων ως επίσκοπος της πόλης χωρίς όμως να ενθρονιστεί επίσημα παράλληλα με την εγκατάλειψη όλων των ναών της Κωνσταντινούπολης από τους αρειανούς ένας από αυτούς αποπειράθηκε ανεπιτυχώς να τον δολοφονήσει. 11 Το 381 αναλαμβάνει τις εργασίες σύγκλησης της Β Οικουμενικής Συνόδου, από την οποία ενθρονίστηκε Επίσκοπος Κωνσταντινούπολης με την ελπίδα να εξασφαλίσει την ενότητα μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Πρόεδρος της Συνόδου ορίστηκε ο Μελέτιος Αντιοχείας, όμως μετά το θάνατό του, τη θέση του έλαβε ο ίδιος ο Γρηγόριος, ο οποίος πρότεινε τη λύση ενός παλαιού ζητήματος, του αντιοχειανού με την παραμονή του μέχρι τότε επισκόπου Παυλίνου στο θρόνο 9 Για τη δράση του Γρηγορίου στην Κωνσταντινούπολη το συγκεκριμένο διάστημα, πβ. Mossay (1977). 10 McGuckin (2001: 348). 11 πβ. Ι.2.11 (De vita sua), στ. 1445-1474 [εκδ. Jungck]. Ο επίδοξος δολοφόνος φέρει το όνομα «σφαγεύς». Ο Dagron χρονολογεί το επεισόδιο μεταξύ του Νοεμβρίου του 380 και του Μαΐου του 381 πβ. Dagron (2003: 451). ~ 28 ~

Ενότητα πρώτη της Αντιόχειας και με την εκλογή μετά τον επερχόμενο θάνατό του, καθησυχάζοντας έτσι τους δυτικούς, ενισχύοντας όμως τη δυσαρέσκεια των ανατολικών επισκόπων και του λαού της Αντιόχειας, οι οποίοι δεν επιθυμούσαν τον Παυλίνο εν τέλει, η πρόταση του Γρηγορίου ναυάγησε εξαιτίας του μένους των επισκόπων. Την ίδια εποχή, έγιναν επίσης διάφορες θεολογικές συζητήσεις, καθώς και η σύνταξη του Συμβόλου της Πίστεως από τον Γρηγόριο, με απόλυτη επιτυχία παρά την αρνητική στάση κάποιων επισκόπων και την επιδείνωση της υγείας του. Μάλιστα, το τελευταίο γεγονός τον έκανε να συντάξει τη διαθήκη του και, σε συνδυασμό με την κακή συμπεριφορά των συνεπισκόπων του στη σύνοδο, να εγκαταλείψει την επισκοπική οικία, γεγονός που σήμανε την αρχή του τέλους για την παραίτησή του από το θρόνο και από την προεδρία της Συνόδου, η οποία συντελέστηκε το καλοκαίρι του 381. Η παραίτησή του βρήκε εν τέλει σύμφωνο τον αρχικά αντίθετο με αυτήν αυτοκράτορα Θεοδόσιο, αλλά όχι και τους οπαδούς του Γρηγορίου, οι οποίοι αντέδρασαν έντονα. Ο ίδιος, προσπάθησε να τους κατευνάσει συντάσσοντας έναν Συντακτήριο λόγο με τον οποίο αποχαιρετούσε τους πάντες από την Κωνσταντινούπολη. Μετέβη, έτσι, πολύ άρρωστος και κουρασμένος στη Ναζιανζό και έπειτα στην Αριανζό, όπου συνέταξε πολλά ποιήματα και επιστολές. Το Φεβρουάριο του 382 αποφασίζει για λόγους άσκησης να σιγήσει από τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή έως το Πάσχα, χωρίς να σταματήσει όμως να συντάσσει επιστολές και ποιήματα. Μετά το Πάσχα του 382 αναλαμβάνει αγώνα εναντίον του απολιναρισμού και την προετοιμασία του ποιμνίου της Ναζιανζού, ως συνεχιστής της δράσης του πατέρα του, από την οποία όμως παραιτείται λόγω της κάμψης της υγείας του. Έτσι, κατέφυγε στην Καρβάλη της Αριανζού όπου διήγε ησυχαστικό και ασκητικό βίο, δείχνοντας όμως φροντίδα για εκκλησιαστικά θέματα, όσο και για την αντιμετώπιση προβλημάτων φίλων και συγγενών ως το 390, όταν, λόγω της μεγάλης σωματικής του εξάντλησης, εγκατέλειψε το ασκητήριό του στην Καρβάλη. Εκοιμήθη το ίδιο έτος στην Αριανζό ή στην Καρβάλη, κληροδοτώντας με το έργο του τεράστια παρακαταθήκη για όλους τους Χριστιανούς. Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 25 Ιανουαρίου. ~ 29 ~

Ενότητα δεύτερη ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΕΥΤΕΡΗ Εργογραφία Γρηγορίου πόνος εἰµί, τετραστιχίην δὲ φυλάττω, γνώµαις πνευµατικαῖς µνηµόσυνον σοφίης. [Γνωµολογία Τετράστιχος, PG 37, 928Α] Το έργο του Γρηγορίου Ναζιανζηνού είναι ιδιαίτερα πλούσιο και περιλαμβάνει λόγους, επιστολές, ποιήματα και επιγράμματα. Βρίσκεται συγκεντρωμένο στους τόμους 35-38 της Ελληνικής Πατρολογίας, ενώ έχει μερικώς εκδοθεί σε νεότερες κριτικές εκδόσεις. Ακολουθεί μια σύντομη παρουσίαση σε καταλογική μορφή του πολύπλευρου αυτού έργου. 2.1. Λόγοι Σημαντικό τμήμα στο έργου του Γρηγορίου Ναζιανζηνού καταλαμβάνουν οι λόγοι του που, ως επί το πλείστον, χρησιμοποίησε για τη διδασκαλία και την ηθική ανόρθωση του ποιμνίου του. Ξεκίνησε να τους συντάσσει λίγο πριν από το Πάσχα του 362 κατά τη διάρκεια της απομόνωσής του στο ασκητήριό του. 12 Οι λόγοι αυτοί, οι οποίοι ξεχωρίζουν για την ποιητικότητα και τη λογοτεχνικότητά τους, για το καλλιεργημένο ύφος και για τη ρητορική δεινότητα που τους χαρακτηρίζει, γράφονταν με διάφορες αφορμές: είτε θέλοντας να επιχειρηματολογήσει για την ενιαία φύση και θεότητα των τριών θείων υποστάσεων και τη μεταξύ τους διάκριση (ηθικοί δογματικοί), είτε με αφορμή διάφορες θρησκευτικές γιορτές (π.χ. Πάσχα, Θεοφάνεια) και διάφορα μυστήρια (πανηγυρικοί, εορταστικοί, εγκωμιαστικοί) επίσης, ξεχωρίζουν οι λόγοι του εναντίον των αιρέσεων (αντιαιρετικοί) και μάλιστα εναντίον του απολιναρισμού, τον οποίο ο Γρηγόριος πολέμησε σθεναρά. Οι περισσότεροι Λόγοι του έχουν εκδοθεί στη σειρά Sources 12 Παπαδόπουλος (1991: 54 κ.εξ.). ~ 30 ~

Εργογραφία Chrétiennes, ενώ μεταφράσεις τους (κυρίως συριακές και αρμενικές) δημοσιεύονται στη σειρά Corpus Christianorum. 13 2.2. Επιστολές Ο Γρηγόριος συνέγραψε επίσης εκατοντάδες επιστολές σε διάφορους παραλήπτες για πάσης φύσεως αφορμές. Μεταξύ αυτών, δεσπόζει η επιστολή 53 προς τον ανιψιό του Νικόβουλο [PG 37.105-108], μέσω της οποίας ο Γρηγόριος προβάλλει τις προγραμματικές του θέσεις περί συγγραφής επιστολών και η οποία αποτέλεσε πρότυπο συγγραφής επιστολών για τους μετέπειτα επιστολογράφους. Στην PG περιλαμβάνονται 244 επιστολές, οι οποίες αποτελούν ενιαία συλλογή 14 η διακοσιοστή τεσσαρακοστή πέμπτη εκδόθηκε ξεχωριστά από τον G. Mercati. 15 Αξίζει, τέλος να σημειωθεί πως ο ίδιος ο Γρηγόριος υπήρξε επιμελητής των επιστολών του, μιας και τις συγκέντρωνε σε συλλογές, με πιθανό σκοπό τη μελλοντική τους δημοσίευση. 2.3. Ποιήματα Επιγράμματα Περίοπτη θέση στο γρηγοριανό corpus καταλαμβάνουν τα ποιήματά του. Πρόκειται για ένα ευρύ ειδολογικό φάσμα κειμένων από διάφορες θεματικές περιοχές: 16 δογματικά, βιβλικά, ηθικά, γνωμολογικά, θρηνητικά, αυτοβιογραφικά-προγραμματικά, αυτοβιογραφικά-ελεγειακά, αυτοβιογραφικά-«πολεμικά», αυτοβιογραφικά-απολογητικά ποιήματα, ποιητικές/ έμμετρες επιστολές 17 και (επιτάφια) επιγράμματα. 18 Πράγματι, τα (πάνω από 400) ποιήματα του Γρηγορίου, αριθμούν συνολικά περίπου 18.000 στίχους. Πολλοί μελετητές αποδίδουν στον ίδιο και την τραγωδία 13 Όλοι οι λόγοι του Γρηγορίου περιλαμβάνονται επίσης στους τόμους 35 και 36 της PG. 14 βλ. PG 37.21-388. Οι επιστολές του Γρηγορίου έχουν εκδοθεί από τον Gallay (1964, 1967). 15 βλ. Mercati (1903). 16 Για έναν διαχωρισμό των ποιημάτων του Γρηγορίου βλ. K. Demoen (1996: 61-63). 17 Δεν υπάρχει καμία έκδοση του συνόλου των ποιητικών επιστολών του Γρηγορίου. Για μεμονωμένες εκδόσεις βλ. Bacci (1996), Moroni (2006). 18 Για τα επιγράμματα του Γρηγορίου βλ. Βερτουδάκης (2011). ~ 31 ~

Ενότητα δεύτερη «Χριστὸς Πάσχων». 19 Τα ποιήματα καταλαμβάνουν τους τόμους 37 και 38 της PG. Μολονότι όμως πολλά από αυτά έχουν κατά καιρούς εκδοθεί σε διάφορες σειρές, λείπει μια αυτοτελής έκδοση του συνόλου τους. 20 19 Περισσότερα για το έργο βλ. Χρήστου (1989: 137) και Hunger (1992: 502-503). Ο τελευταίος εκδότης του έργου, A. Tuilier, αποδίδει την «τραγωδία» επίσης στον Γρηγόριο. 20 Το επίπονο, κοπιαστικό μα εξαιρετικά χρήσιμο αυτό εγχείρημα έχει αναλάβει ο λέκτορας Μεσαιωνικής Ελληνικής Φιλολογίας του ΑΠΘ, κ. Χρήστος Σιμελίδης, στον οποίο έχει ανατεθεί η έκδοση του συνόλου των ποιημάτων του Γρηγορίου για τη σειρά Corpus Christianorum. ~ 32 ~

Ενότητα τρίτη ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΡΙΤΗ Οι ποιητικές τάσεις της Ύστερης Αρχαιότητας και η χριστιανική ποίηση του Γρηγορίου Ναζιανζηνού Εγώ, ο Αύγουστος Κωνσταντίνος, και εγώ, ο Αύγουστος Λικίνιος, όταν ευτυχήσαµε να συναντηθούµε στο Μεδιόλανο και να συζητήσουµε όλα τα θέµατα που αφορούν το κοινό συµφέρον, αποφασίσαµε ότι... έπρεπε πρώτα απ όλα να τακτοποιήσουµε όσα έχουν σχέση µε την ευλάβεια και το σεβασµό προς το θείο, δηλαδή να δώσουµε και στους χριστιανούς και σ όλους τους άλλους την ελευθερία να επιλέγουν τη θρησκεία που θέλουν, ώστε οποιαδήποτε θεότητα και οποιαδήποτε ουράνια δύναµη υπάρχει να είναι ευνοϊκή προς εµάς και σε όλους όσους είναι κάτω από την εξουσία µας. [Ευσέβιος, Εκκλησιαστική ιστορία, Χ, V, 4-5.] 21 3.1. Το ιστορικό πλαίσιο Με τον όρο Ύστερη Αρχαιότητα συνηθίζεται να αποκαλείται συμβατικά από τους ιστοριογράφους η ιστορική περίοδος που ακολούθησε την εξίσου συμβατική «αυτοκρατορική εποχή» (τέλος 1 ου αι. π.χ.-324 μ.χ.) και που φτάνει μέχρι και τις αρχές του 7 ου αιώνα. 22 Ουσιαστικά λοιπόν μιλάμε για μια περίοδο η οποία εκτείνεται από τις αρχές του 4 ου έως και τις αρχές του 7 ου αιώνα μ.χ. Πριν εξετάσουμε την ποιητική παραγωγή της περιόδου εμμένοντας περισσότερο στη χριστιανική ποίηση, κρίνεται σκόπιμο να αναφερθεί αδρομερώς το ιστορικό, κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο αυτή γεννήθηκε και παγιώθηκε, αφού ως γνωστόν τα εκάστοτε πνευματικά δημιουργήματα πρέπει να εξετάζονται σε συνάρτηση με τα ιστορικά συμφραζόμενα της εποχής τους. 23 21 Η μετάφραση του αποσπάσματος προέρχεται από την έκδοση: Π. Χρήστου, Ευσεβίου Καισαρείας «Εκκλησιαστική Ιστορία», τ. 3, Θεσσαλονίκη 1997, σσ. 286-288. 22 Άλλοι τοποθετούν το τέλος της Ύστερης Αρχαιότητας το 529, όταν ο Ιουστινιανός διέταξε το κλείσιμο της (νεο)πλατωνικής Ακαδημίας στην Αθήνα. 23 Για την ιστορία της Ύστερης Αρχαιότητας αλλά και της πρωτοβυζαντινής περιόδου βλ. Brown (1998), Καραγιαννόπουλος (1984), (1996), Runciman (1978), Ostrogorsky (1978). ~ 33 ~

Οι ποιητικές τάσεις της Ύστερης αρχαιότητας και η χριστιανική ποίηση του Γρηγορίου Ναζιανζηνού Για την Ύστερη Αρχαιότητα τα αισιόδοξα γεγονότα, όπως λ.χ. η Ρωμαϊκή Ειρήνη (Pax Romana) που επέβαλε ο Οκταβιανός και κράτησε ως τον 3 ο αιώνα, ανήκουν στο παρελθόν. Αντίθετα, απειλητικά σύννεφα φαίνεται να σκιάζουν τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία καθ όλη τη διάρκεια του συγκεκριμένου αιώνα, καθώς όλο αυτό το διάστημα υφίσταται συνεχή φθορά, τόσο στο εσωτερικό της (λόγω της κρίσης του αυτοκρατορικού θεσμού, των επαναστάσεων ολόκληρων επαρχιών με στόχο την ανεξαρτητοποίησή τους, αλλά και την οικονομική κρίση που μαστίζει τους κατοίκους της), όσο και στο εξωτερικό (λόγω της απειλής που δέχονται τα σύνορά της από νέους εχθρούς, ιδιαιτέρως από γερμανικά φύλα, όπως επίσης και από τους Γότθους, τους Έρουλους και τους Πέρσες). Τα παραπάνω προβλήματα δεν άργησαν να οδηγήσουν αφενός στην παρακμή της ίδιας της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας αφενός, και αφετέρου στο τέλος του αρχαίου κόσμου. 24 Την κρίση αυτή του αρχαίου κόσμου ακολούθησε μετά από μερικούς αιώνες ένας καινούριος «μεσαιωνικός» κόσμος, με την περίοδο της Ύστερης Αρχαιότητας να σηματοδοτεί ουσιαστικά ένα μεταβατικό στάδιο. Ως εκ τούτου, όπως συμβαίνει πάντοτε σε μεταβατικές εποχές, η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από έντονες αντιθέσεις και από την παρουσία του συγκρουσιακού στοιχείου από το οποίο διαπνέονται όλοι οι τομείς. Ενδεικτικό στοιχείο προς επίρρωσιν της θέσης αυτής, αποτελεί το γεγονός πως καθ όλη τη διάρκεια του 4 ου αι. μ.χ. η αυτοκρατορία ήταν διαιρεμένη σε Ανατολικό και Δυτικό ρωμαϊκό κράτος (η διαίρεσή της αυτή ξεκίνησε από τον Διοκλητιανό και οριστικοποιήθηκε από τον Μ. Θεοδόσιο, μέχρι την κατάλυση του δυτικού τμήματος το 476). Δύο «στάσεις» σε δύο χαρισματικές φυσιογνωμίες αξίζει να γίνουν στο σημείο αυτό 1) στον αυτοκράτορα Διοκλητιανό, ο οποίος με τις νομοθετικές μεταρρυθμίσεις του αναδιοργάνωσε το κράτος μεταβάλλοντας το πολίτευμα σε απολυταρχικό (Dominatus) και 2) στον Μ. Κωνσταντίνο, που έθεσε ουσιαστικά τις βάσεις μετεξέλιξης του χαρακτήρα της 24 Σύμφωνα με τον Rostovtzeff (1984: 366-367) ένα από τα αίτια που οδήγησαν στην παρακμή του αρχαίου κόσμου ήταν «ο αριστοκρατικός και «κλειστός» χαρακτήρας του αρχαίου πολιτισμού. Η πνευματική αντίδραση, δηλ. η αδιαφορία για την επίγεια ζωή και το κοινωνικό χάσμα (μεταξύ των ανωτέρων τάξεων και της μάζας) στέρησαν τον αρχαίο κόσμο από τη δύναμη να διατηρήσει τον πολιτισμό του, ή να τον υπερασπίσει από την εσωτερική αποσύνθεση και τον εξωτερικό κίνδυνο, τις εισβολές των βαρβάρων». ~ 34 ~

Ενότητα τρίτη αυτοκρατορίας με τη μεταφορά της πρωτεύουσας της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στο Βυζάντιο (330). 25 Αναφορικά με την τύχη των δύο τμημάτων της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αξίζει να σημειωθεί ότι το δυτικό πέρασε σταδιακά πέρασε σε φάση παρακμής επί κυβερνήσεως Θεοδοσίου Α λόγω της κατάλυσής του από γερμανικά φύλα στη διάρκεια του 5 ου αιώνα. Το ανατολικό από την άλλη, κατάφερε πέρα από τις συνεχείς αναταραχές και επιθέσεις από ξένους λαούς να επιβιώσει και να εξελιχθεί στη βυζαντινή αυτοκρατορία. Έτσι, στα τέλη του 5 ου αιώνα η εικόνα που παρουσιάζει η πρώην ρωμαϊκή αυτοκρατορία έχει ως εξής: Από την παλιά αυτοκρατορία έχει απομείνει μόνο το ανατολικό κτήμα (περιορισμένο σε εδάφη της Βαλκανικής, της Μ. Ασίας και περιοχών της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου ενώ το δυτικό έδωσε τη θέση του στα νεοσύστατα γερμανικά βασίλεια. 3.2. Χριστιανισμός και Ελληνισμός η συνύπαρξη (?) δύο ετερόκλητων στοιχείων Η νέα αυτοκρατορία με κέντρο την Κωνσταντινούπολη χαρακτηριζόταν από τρία στοιχεία: τη ρωμαϊκή πολιτική παράδοση, τη χριστιανική πίστη και την ελληνική πολιτιστική κληρονομιά. Σημαντικός παράγοντας που επηρέασε τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν η εμφάνιση της νέας θρησκείας, του Χριστιανισμού, η οποία αρχικά ξεκίνησε ως ιουδαϊκή αίρεση κατάφερε πολύ γρήγορα να επιβιώσει, να παραμερίσει τις υπόλοιπες θρησκείες της Ύστερης Αρχαιότητας και να εγκολπωθεί στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Κατά τους πρώτους αιώνες της εμφάνισής της αντιμετωπίστηκε με ιδιαίτερη επιφύλαξη και σκληρότητα (σε αυτό συνέβαλε τα μέγιστα και ο θεσμός της θεοκρατικής βασιλείας, ο οποίος σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία κλονιζόταν) 25 Θα πρέπει να λάβει κανείς σοβαρά υπόψιν του πως ο διαχωρισμός της αυτοκρατορίας δεν υπαγορεύτηκε μόνο από τη μετατόπιση της έδρας του ρωμαϊκού κράτους στο Βυζάντιο και από την επακόλουθη καχυποψία την οποία ένιωθαν οι κάτοικοι του δυτικού τμήματός της. Αυτή ήταν μόνο η αφορμή, αφού οι δύο επαρχίες είχαν ουσιαστικές διαφορές οι οποίες τη συγκεκριμένη περίοδο βρήκαν τρόπο έκφρασης. Ενοποιητικό στοιχείο ήταν μεταξύ άλλων ο όρος Ρωμαίος με τον οποίο αυτοαποκαλούνταν οι κάτοικοί της. ~ 35 ~

Οι ποιητικές τάσεις της Ύστερης αρχαιότητας και η χριστιανική ποίηση του Γρηγορίου Ναζιανζηνού και διενεργήθηκαν διώξεις κι βασανιστήρια σε βάρος πολλών χριστιανών και οπαδών τους. Δριμεία κριτική ασκήθηκε στη νέα θρησκεία και μέσω αντιχριστιανικών λόγων οι οποίοι συντάχθηκαν κυρίως από εκπροσώπους της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας. 26 Γρήγορα όμως το πολεμικό αυτό κλίμα σταμάτησε και τη θέση του έδωσε η αποδοχή της χριστιανικής θρησκείας ως ισάξιας και ισότιμης με τις υπόλοιπες το διάταγμα των Μεδιολάνων περί ανεξιθρησκίας (313), ο συνακόλουθος εκχριστιανισμός του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου και η υιοθέτηση του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας της αυτοκρατορίας, αποτελούν γεγονότα που λειτούργησαν ως καταλύτες για την παγίωση της νέας θρησκείας στο βυζαντινό κόσμο. 27 Ωστόσο, η συμπόρευση μεταξύ του Χριστιανισμού και του Ελληνισμού 28 δημιούργησε πλήθος συγκρούσεων, κυρίως λόγω της διαφορετικής κοσμοθεωρίας την οποία εξέφραζε η κάθε τάση. Ο Ζηζιούλας, 29 αναφέρει, μεταξύ άλλων, ως παράδειγμα τη διαφορετική θεώρηση του κόσμου από την καθεμιά ο Χριστιανισμός από τη μία, εξέθρεψε την άποψη περί της βιβλικής θεώρησης του κόσμου, προτάσσοντας μεταξύ άλλων την παντοδυναμία του Θεού και υιοθετώντας μια πιο εξωανθρώπινη και εξώκοσμη άποψη: Σύμφωνα μὲ τὴ θεώρηση αὐτὴ, ὁ κόσμος δὲν εἶναι αὐθυπόστατος, οὔτε αὐτεξήγητος. Γιὰ νὰ τὸν κατανοήσῃς καὶ νὰ ζήσῃς σωστὰ σ αὐτόν, πρέπει νὰ πᾶς πίσω ἀπὸ αὐτόν, νὰ προϋποθέτῃς ἕνα ὂν 26 πβ. Κατὰ Χριστιανῶν του φιλοσόφου Πορφύριου (3 ος αι.) [εκδ. Becker (2015)] και Κατὰ Γαλιλαίων του αυτοκράτορα Ιουλιανού [εκδ. Masaracchia (1990)]. 27 Από την ιστορία δεν λείπει και το αντίθετο άκρο, δηλαδή η εχθρική αντιμετώπιση της παλιάς ειδωλολατρικής θρησκείας μεταξύ άλλων αξίζει να αναφερθεί: α) η κατάργηση των ειδωλολατρικών και ιουδαϊκών θυσιών από τον Θεοδόσιο, β) η καταστροφή των ειδωλολατρικών ναών και η ανέγερση χριστιανικών ναών στην ίδια θέση και γ) η απαγόρευση από τον Ιουστινιανό στους μη χριστιανούς να καταλαμβάνουν δημόσιες θέσεις (βλ. Καρπόζηλος (1997: 388-396)). 28 Για τη σχέση Χριστιανισμού και Ελληνισμού βλ. Ζηζιούλας (2003), Μπενάκη (1976), Lemerle (1981), Pepin (1989), Τατάκης (2000). 29 Ο Ζηζιούλας (2003), στην εξαιρετική μελέτη του περί της συνάντησης του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού, επιχειρηματολογεί υπέρ της αμοιβαίας όσμωσης και αλληλεπίδρασης των δύο κοσμοθεωριών, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να μιλά για «εκχριστιανισμό του Ελληνισμού και εξελληνισμό του Χριστιανισμού». Τμήμα της έχει δημοσιευθεί στην ιστοσελίδα: http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/history/iwannhs_pergamoy_hellenism_christanism.htm (τελευταία επίσκεψη: 5/3/2016). ~ 36 ~

Ενότητα τρίτη ἐντελῶς ἐλεύθερο ἀπὸ τὸν κόσμο, τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος δὲν ἑρμηνεύεται ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀλλὰ ἑρμηνεύει αὐτὸς ὡς προϋπόθεση τὸν κόσμο. Τόσο ἐλεύθερος εἶναι ὁ Θεὸς αὐτὸς ἀπὸ τὸν κόσμο, ὥστε ἡ ἐλευθερία Του, ἡ θέληση καὶ ἡ ἐνέργειά Του νὰ δημιουργοῦν ὄντα. Ὁτιδήποτε δηλαδὴ μπορεῖ νὰ λεχθῇ ὅτι ὑπάρχει εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐλευθερίας καὶ τῶν ἐπεμβάσεων τοῦ ἐλευθέρου αὐτοῦ Ὄντος στὸν χῶρο καὶ στὸν χρόνο.» 30 Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς πως μια τέτοια άποψη ήταν πραγματικά επαναστατική και ρηξικέλευθη για τα μέτρα της εποχής εκείνης κι αυτό γιατί υπήρχε ιδιαίτερη δυσκολία να αποσχισθεί το κοινό της εποχής από την επικρατούσα αντίληψη που ήθελε το Θεό των Ελλήνων να έχει άμεση σχέση και συνάφεια με τον επίγειο κόσμο, να υιοθετήσει τη βιβλική θεώρηση του Χριστιανισμού και ως εκ τούτου να ανατρέψει την κοσμοθεωρία του. Ανεξάρτητα πάντως από τις διαφορές των δύο πνευματικών τάσεων, ο Χριστιανισμός χρησιμοποίησε πολλά από τα στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού για να παγιώσει τα χαρακτηριστικά του. Η επιρροή που του άσκησε ο τελευταίος αντικατοπτρίζεται ιδιαίτερα στον πνευματικό τομέα, τόσο στη γλώσσα και στα εκφραστικά σχήματα (χρήση παλαιότερων κειμενικών ειδών και μέτρων κτλ.) όσο και στις φιλοσοφικές ιδέες του ελληνισμού (π.χ. τις απόψεις της στωικής φιλοσοφίας για την αξία της εγκράτειας και αρετής) που υιοθέτησε για τη διάδοση της νέας διδασκαλίας. Σε άμεση συνάφεια με τα παραπάνω, αξίζει να σημειωθεί πως δεν υπήρξε μέριμνα καθ όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας για μια αμιγή χριστιανική εκπαίδευση. Αυτό σημαίνει πως εθνικοί και χριστιανοί μοιράζονταν τα ίδια σχολεία, τους ίδιους δασκάλους και έκαναν χρήση των ίδιων κειμένων ως «διδακτέας ύλης». Τέλος, σημαντικά ήταν και τα αποτελέσματα που έφερε στον Ελληνισμό η επαφή τους με τον Χριστιανισμό μέσω αυτού οι κάτοχοι της ελληνικής παιδείας, γνώρισαν τη σωτηρία και λύτρωση που αυτός προσφέρει, κάτι που δεν ήταν ικανή να τους προσφέρει η ειδωλολατρική πολυθεϊστική θρησκεία, λόγω της επιμονής της στη φύση και της αδυναμίας της να εγγυηθεί λύτρωση, αθανασία και προσωπική σωτηρία από το θάνατο. 30 Ζηζιούλας (2003: 558). ~ 37 ~

Οι ποιητικές τάσεις της Ύστερης αρχαιότητας και η χριστιανική ποίηση του Γρηγορίου Ναζιανζηνού 3.3. Οι τάσεις της ποίησης κατά την Ύστερη Αρχαιότητα Η παρούσα ενότητα φιλοδοξεί να καταγράψει περιληπτικά τα ποιητικά είδη που καλλιεργήθηκαν κατά την περίοδο της Ύστερης Αρχαιότητας 31 και να παρακολουθήσει τις τάσεις που διαμορφώθηκαν αναφορικά με αυτά σε επίπεδο θεματολογίας, ρητορικής και μορφής. Σύμφωνα με τον Σπανουδάκη (2015: 18), η λογοτεχνία της Ύστερης Αρχαιότητας: α. έδωσε μιαν αναζωογονητική πνοή σε λογοτεχνικά γένη που είχαν δείξει σημάδια κόπωσης το προηγούμενο διάστημα, β. μετασχημάτισε την προηγούμενη ποιητική παράδοση σύμφωνα με τα αισθητικά και τα πνευματικά ρεύματα της εποχής της, και γ. διαμεσολάβησε την παράδοση αυτή στα ποιητικά είδη που επρόκειτο να γνωρίσουν άνθηση στο Βυζάντιο. Στο συγκεκριμένο σημείο, μπορούν να αναφερθούν συνοπτικά κάποια γενικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη λογοτεχνία αυτής της περιόδου: 32 1. Η σχέση με την αρχαία λογοτεχνική παράδοση παρουσιάζει δύο όψεις: την απόλυτη άρνηση και τη δημιουργική αξιοποίηση των εκφραστικών και υφολογικών μορφών και των ποικίλλων ιδεών, όλα ενδεδυμένα με ένα χριστιανικό περίβλημα. 2. Η εισαγωγή περισσότερων αυτοβιογραφικών στοιχείων από τους συγγραφείς της περιόδου. 3. Παρατηρείται η τάση για μαζική λογοτεχνική παραγωγή. Παραδείγματα τέτοιων ογκωδών ποιητικών έργων εντοπίζονται, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση του Νόννου Πανοπολίτη με το εκτενές επικό ποίημά του Διονυσιακά (28.000 δακτυλικοί εξάμετροι στίχοι) και του Γρηγορίου Ναζιανζηνού, το ποιητικό έργο του οποίου θα εξεταστεί αναλυτικά παρακάτω. 4. Κυριαρχία ενός νεωτερικού ύφους στην ποίηση, το οποίο υπαγορεύεται από την κυριαρχία της ρητορικής σ αυτήν. Τα στοιχεία που το συγκροτούν είναι: η χρήση σύνθετων επιθέτων 31 Για μια επιλεκτική ανασκόπηση της εξαμετρικής ποίησης της αυτοκρατορικής περιόδου και της Ύστερης Αρχαιότητας, βλ. K. Carvounis R. Hunter (2008: 1-10 (ιδιαίτ. σσ. 3-6)). 32 Ορισμένα από αυτά αντλήθηκαν από τον Σπανουδάκη (2015: 19-24). ~ 38 ~

Ενότητα τρίτη και νεολογισμών, οι υπερβολές στην έκφραση, τα οξύμωρα σχήματα, οι επαναλήψεις, η επαναδιαπραγμάτευση των αρχαίων μύθων μέσα σε νέα ιστορικοπολιτισμικά συμφραζόμενα κ.ά. 5. Στο πεδίο της μετρικής, φαίνεται ότι εγκαταλείπεται η προσωδιακή ποίηση και τείνει να αντικαθιστάται από την τονική μετρική. Αυτό μπορεί να εντοπιστεί ως ένα βαθμό στα μετρικά λάθη (ιδιαίτερα στην ποσότητα των διχρόνων). Συνδετικό κρίκο μεταξύ της προσωδιακής και τονικής μετρικής φαίνεται να αποτελεί ο Νόννος, στο έργο του οποίου συνυπάρχουν αρμονικά η αρχαία επική και η σύγχρονη γλώσσα. 33 6. Τέλος, κυριαρχούν οι ρητορικές ασκήσεις που επηρεάζουν ως έναν βαθμό και την ποίηση. Αξιοπρόσεκτες είναι: η παράφρασις, η ἔκφρασις, η ἠθοποιία και η σύγκρισις. Όσον αφορά τα ποιητικά είδη που καλλιεργήθηκαν την περίοδο αυτή, μπορούμε να διαπιστώσουμε πως πολλά από αυτά είχαν γνωρίσει άνθηση και κατά τις προηγούμενες περιόδους. Το παρακάτω διάγραμμα συγκροτείται με βάση τόσο τη θεματική όσο και τη μορφή των ποιημάτων. Παρακάτω παρουσιάζονται εν είδει καταλόγου τα κυριότερα ποιητικά είδη, όπως επίσης και παραδείγματα εκπροσώπων τους: 34 i. η επική μυθολογική ποίηση: πβ. Κόιντος Σμυρναίος (3 ος αι. μ.χ.) Τὰ μεθ Ὅμηρον Νόννος, Διονυσιακά. ii. το επύλλιο, δηλαδή ένα σύντομο επικό ποίημα (ἔπος + υποκορ. κατάληξη -υλλιον) πβ. Τρυφιόδωρος (3 ος -4 ος αι.), Ἱλίου Ἅλωσις Κόλλουθος (τέλη 5 ου -αρχές 6 ου αι.), Ἑλένης ἁρπαγή Μουσαίος (τέλη 5 ου -αρχές 6 ου αι.), Τὰ καθ Ἡρὼ καὶ Λέανδρον. iii. η αστρολογική ποίηση πβ. Μανέθων (4 ος αι.), Ἀποτελεσματικά Μάξιμος ο Εφέσιος (4 ος αι.), Περὶ καταρχῶν. 33 πβ. Σπανουδάκης κ.ά. (2015: 21). 34 Για την ποίηση της Ύστερης Αρχαιότητας βλ. Hammerstaedt (2001: 311-312), Simelidis (2009: 29), Σπανουδάκης κ.ά. (2015: 16-31). ~ 39 ~

Οι ποιητικές τάσεις της Ύστερης αρχαιότητας και η χριστιανική ποίηση του Γρηγορίου Ναζιανζηνού iv. το λογοτεχνικό επίγραμμα πβ. Παλλαδάς (4 ος αι.), Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Χριστόδωρος Κοπτίτης (5 ος αι.), Αγαθίας Σχολαστικός και η συλλογή επιγραμμάτων Κύκλος που επιμελήθηκε (6 ος αι.), Μακηδόνιος Ύπατος (6 ος αι.), Παύλος Σιλεντιάριος (6 ος αι.). v. οι εκφράσεις πβ. Παύλος Σιλεντιάριος (6 ος αι.), Ἔκφρασις τῆς Ἀγίας Σοφίας σε εξαμέτρους Χριστόδωρος Κοπτίτης (5 ος αι.), Ἔκφρασις τοῦ ἄμβωνα, Ἔκφρασις τῶν ἀγαλμάτων Ιωάννης Γάζης (6 ος αι.), Ἔκφρασις τοῦ κοσμικοῦ πίνακος. vi. οι ύμνοι που προορίζονταν για λατρευτικούς σκοπούς (πβ. Ορφικοί Ύμνοι (3 ος αι.), οι 7 ύμνοι του Πρόκλου και οι Ύμνοι του Συνέσιου Κυρήνης (4 ος -5 ος αι.). vii. η χριστιανική ποίηση ση πβ. Ὅρασις Δωροθέου (3 ος -4 ος αι.) τα ποιητικά κείμενα του Γρηγορίου Ναζιανζηνού η Παράφρασις τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ἰωάννη του Νόννου Πανοπολίτη (5 ος αι.) η Παράφρασις τῶν Ψαλμῶν του Απολλινάριου Λαοδικείας (;) (5 ος αι.) τα Ὁμηρόκεντρα της αυτοκράτειρας Ευδοκίας (5 ος αι.) ο αιρετικός Άρειος (Θάλεια) και οι ορθόδοξοι (Ἀντιθάλεια) τέλος, οι Σιβυλλιακοί χρησμοί, δηλαδή μια συλλογή εξάμετρων προφητειών σε 15 βιβλία (~5 ος αι.). 3.4. Η χριστιανική ποίηση η περίπτωση του Γρηγορίου Ναζιανζηνού Ένα από τα είδη που πρωτοεμφανίστηκε κατά την περίοδο της Ύστερης Αρχαιότητας είναι η χριστιανική ποίηση. Η συγγραφή της υπαγορεύτηκε από την εμφάνιση της νέας θρησκείας και της επικείμενης ανάγκης να εξυμνηθεί ο Τριαδικός Θεός. Διαπιστώθηκε ήδη η έντονη αλληλεπίδραση μεταξύ χριστιανισμού και παγανισμού, ιδίως όσον αφορά την εξάρτηση του πρώτου από τις γλωσσικές, στιχουργικές ή/και θεματικές μορφές του δεύτερου, με μια τάση επαναδιαπραγμάτευσης του «εθνικού υλικού» και της προσαρμογής του σε χριστιανικά συμφραζόμενα. ~ 40 ~

Ενότητα τρίτη Δείγματα χριστιανικής ποίησης συναντούμε κατά τα πρωιμότερα χρόνια, ήδη από τον 2 ο αιώνα μ.χ. χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Κλήμεντα Αλεξανδρείας, ο οποίος, στο τέλος του Παιδαγωγοῦ, επισυνάπτει έναν μακρό ύμνο (Ὕμνος τῶν παίδων) σε 66 αναπαιστικούς στίχους με πολλές ωστόσο παραβιάσεις, ο οποίος προοριζόταν για τη λειτουργική πράξη. 35 Αξίζει να προστεθεί και το Συμπόσιον Παρθένων του Μεθοδίου Ολύμπου, ένας από τους αρχαιότερους χριστιανικούς ύμνους, καθώς χρονολογείται μεταξύ των ετών 260-290 μ.χ. πρόκειται για έργο συντεθειμένο κατά το πρότυπο των πλατωνικών διαλόγων, που αποτελείται από 24 τετράστιχες στροφές με ιαμβικό στίχο από τον οποίο δεν λείπουν οι παραβιάσεις, και με αλφαβητική ακροστιχίδα και εφύμνιο. Ως εκ τούτου θεωρείται μακρινός πρόδρομος του κοντακίου. 36 Η ακμή όμως της χριστιανικής ποίησης θα λέγαμε πως επήλθε στα μέσα του 4 ου αιώνα. Ο λόγος που υπαγόρευσε τη σωρεία παραγωγή θρησκευτικών ποιημάτων θα πρέπει ήταν ιστορικός και πολιτικός. Ο Σωκράτης Σχολαστικός στην Ιστορία του αναφέρεται στο διάταγμα που εξέδωσε το 362 ο Ιουλιανός, με το οποίο απαγορευόταν στους χριστιανούς καθηγητές να χρησιμοποιούν στη διδασκαλία τους την εθνική λογοτεχνία και δεν επιτρεπόταν στους χριστιανούς μαθητές να παρακολουθούν μαθήματα σε εθνικά σχολεία. Αντ αυτού προτιμήθηκαν οι παραφράσεις της Παλαιάς Διαθήκης του Απολλινάριου, οι οποίες ήταν διάχυτες από γλωσσικές και υφολογικές μιμήσεις της κλασικής παράδοσης: ὁ μέντοι τοῦ βασιλέως νόμος, ὃς τοὺς Χριστιανοὺς Ἑλληνικῆς παιδείας μετέχειν ἐκώλυεν, τοὺς Ἀπολιναρίους, ὧν καὶ πρότερον ἐμνημονεύσαμεν, φανερωτέρους ἀπέδειξεν. ὡς γὰρ ἄμφω ἤστην ἐπιστήμονες λόγων, ὁ μὲν πατὴρ γραμματικῶν, σοφιστικῶν δὲ ὁ υἱός, χρειώδεις ἑαυτοὺς πρὸς τὸν παρόντα καιρὸν τοῖς Χριστιανοῖς ἀπεδείκνυον. ὁ μὲν γὰρ εὐθύς, γραμματικὸς ἅτε τὴν τέχνην, γραμματικὴν Χριστιανικῷ τύπῳ συνέταττε, τά τε Μωυσέως βιβλία διὰ τοῦ ἡρωικοῦ λεγομένου μέτρου μετέβαλεν καὶ ὅσα κατὰ τὴν παλαιὰν διαθήκην ἐν ἱστορίας τύπῳ συγγέγραπται. καὶ τοῦτο μὲν τῷ δακτυλικῷ μέτρῳ συνέταττε, τοῦτο δὲ καὶ τῷ τῆς τραγῳδίας τύπῳ δραματικῶς ἐξειργάζετο, καὶ παντὶ μέτρῳ ῥυθμικῷ ἐχρῆτο, ὅπως ἂν μηδεὶς τρόπος τῆς Ἑλληνικῆς γλώττης τοῖς Χριστιανοῖς 35 Για τον Ύμνο, πβ. Mondesért Matray Marrou (1970: 192 203). 36 Για τον Ύμνο πβ. Μεθοδίου Πατάρων, Παρθένιον, στο Musurillo (1963: 310-320). ~ 41 ~

Οι ποιητικές τάσεις της Ύστερης αρχαιότητας και η χριστιανική ποίηση του Γρηγορίου Ναζιανζηνού ἀνήκοος ᾖ. ὁ δὲ νεώτερος Ἀπολινάριος, εὖ πρὸς τὸ λέγειν παρσκευασμένος, τὰ εὐαγγέλια καὶ τὰ ἀποστολικὰ δόγματα ἐν τύπῳ διαλόγων ἐξέθετο καθὰ καὶ Πλάτων παρ Ἕλλησιν. 37 Με το διάταγμα αυτό ο Ιουλιανός αποσκοπούσε, όπως αναφέρει και ο Ψευδο- Απολλινάριος, στην παραγωγή αμιγούς χριστιανικής λογοτεχνίας: [ ] ἐγείρομεν ἀοιδήν ἑξατόνοις ἐπέεσιν, ἵνα γνώωσι καὶ ἄλλοι, γλῶσσ ὅτι παντοίη Χριστὸν βασιλῆα βοήσει καί μιν πανσυδίῃ γουνάσσεται ἔνθεα γαίης. 38 Από εκεί και στο εξής, η χριστιανική ποιητική παραγωγή αυξήθηκε με γοργούς ρυθμούς. Στο ίδιο πλαίσιο ξεκίνησαν να συγγράφονται παραφράσεις διάφορων επεισοδίων της Αγίας Γραφής ενδεικτικά αναφέρονται ο Νόννος Πανοπολίτης με την παράφραση του ευαγγελίου του Ιωάννη και ο (Ψευδο)Απολλινάριος, ο οποίος επιδόθηκε στην παράφραση των Ψαλμών. Επιπλέον, άλλα δείγματα της «προ-γρηγοριανής» ποίησης αποτελούν το σχετικά άρτι ανακαλυφθέν 39 εξαμετρικό ποίημα (το πρώτο για τα χριστιανικά δεδομένα) Ὅρασις Δωρόθεου, η υμνογραφική δραστηριότητα του αιρετικού Άρειου (Θάλεια) και ο πρώιμος χριστιανικός ύμνος που σώζεται στον P.Oxy. 1786 και χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 3 ου αι. Τέλος, ιδιαίτερη κατηγορία χριστιανικών ποιημάτων αποτελούν τα Ομηρόκεντρα, με τα οποία ασχολήθηκε η χριστιανή αυτοκράτειρα Ευδοκία δεν είναι άλλο παρά ποιητικές συνθέσεις που χρησιμοποιούν ως επί το πλείστον ομηρικούς στίχους για να ερμηνεύσουν τα βιβλικά κείμενα. Αναμφίβολα όμως, η χριστιανική ποίηση έφτασε στο απόγειό της με τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό ο χαρισματικός Καππαδόκης πατέρας συνέγραψε πλήθος ποιημάτων με ποικίλο περιεχόμενο, χρησιμοποιώντας πολλές από τις εκφραστικές φόρμες που κληροδότησε η ποιητική παράδοση. Στο ποίημα Εἰς τὰ Ἔμμετρα, 40 θέτει ο ίδιος τις προγραμματικές του αρχές και τους στόχους που επιδιώκει μέσα από τη συγγραφή των ποιημάτων του. Οι λόγοι αυτοί είναι και 37 Σωκράτης, Εκκλησιαστική Ιστορία 3.16. 1-5 [p. 210.5-19 Hansen]. 38 Απολλινάριος, Παράφρασις τῶν Ψαλμῶν, στ. 31-34 (Προθεωρία) [εκδ. Ludwich]. 39 Το ποίημα ανακαλύφθηκε στην παπυρική συλλογή P. Bodmer XXXIX το 1952. 40 PG 37.1329A-1334A. ~ 42 ~

Ενότητα τρίτη προσωπικοί (όπως ο πρώτος και ο τελευταίος) και συγχρόνως διδακτικοί, παιδευτικοί (δεύτερος λόγος) αλλά και ανταγωνιστικοί (τρίτος λόγος). Αρχικά, επισημαίνει πως επιθυμεί να γράψει μια ουσιώδη ποίηση και όχι να φλυαρήσει όπως συνηθίζουν να κάνουν πολλοί ποιητές της εποχής του αντίθετα, προτιμά να συνθέσει λίγα πράγματα τα οποία όμως θα υπηρετούν τον στόχο του να μείνει προσκολλημένος στη θεία Αποκάλυψη. Η ενδεχόμενη φλυαρία του θα χαλιναγωγηθεί μέσω της μετρικής φόρμας, η οποία θα του στερήσει την ελευθερία έκφρασης και την περιττή βερμπολογία, καθώς θα είναι ιδιαίτερα προσεκτικός στην επιλογή του λεξιλογίου προκειμένου αυτό να συμβαδίζει με τις εκάστοτε μετρικές επιταγές. Ειδικά σε ποιήματα με τη μορφή ακροστιχίδων, οι απαιτήσεις αυξάνονται καθώς πέραν της μετρικής φόρμουλας, πρέπει να μην διαταραχθεί και η συνοχή της ακροστιχίδας. 41 Επίσης, μέσω των πονημάτων του επιθυμεί να παρουσιάσει με εύγλωττο και ευχάριστο τρόπο τη δύσκολη και κοπιώδη πορεία του ανθρώπου προς την τελειότητα και τη θέωση και να καταστήσει μέσω της ποίησης τη χριστιανική διδασκαλία περισσότερο προσιτή και εύληπτη ιδιαιτέρως προς τους νέους με την ποιητική φόρμα θα επιτύχει έτσι τη σύζευξη του ηδέος και του ωφέλιμου. 42 Ως τρίτο λόγο επικαλείται την προσπάθειά του να αποδείξει μέσω της ποίησής του πως οι Χριστιανοί δεν υστερούν σε τίποτα από τους εθνικούς αλλά αντίθετα, ότι είναι και οι ίδιοι άξιοι ποιητές. Έτσι, θα δημιουργηθεί ένα είδος λογοτεχνίας, η οποία πέρα από το πνευματικό κάλλος που θα εγκολπώνεται στους στίχους της, θα συνδυάζει και το εξωτερικό κάλλος, κατορθώνοντας 41 πβ. πρῶτον μὲν ἠθέλησα, τοῖς ἄλλοις καμών, οὕτω πεδῆσαι τὴν ἐμὴν ἀμετρίαν ὣς ἂν γράφων γε, ἀλλὰ μὴ πολλὰ γράφω, καμὼν τὸ μέτρον. [PG 37.1331-1332, στ. 34-37]. 42 πβ. δεύτερον δὲ τοῖς νέοις, καὶ τῶν ὅσοι μάλιστα χαίρουσι λόγοις, ὥσπερ τι τερπνὸν τοῦτο δοῦναι φάρμακον, πειθοῦς ἀγωγὸν εἰς τὰ χρησιμώτερα, τέχνη γλυκάζων τὸ πικρὸν τῶν έντολῶν. [PG 37.1332, στ. 37-41]. ~ 43 ~

Οι ποιητικές τάσεις της Ύστερης αρχαιότητας και η χριστιανική ποίηση του Γρηγορίου Ναζιανζηνού με τον τρόπο αυτό να συναγωνιστεί επάξια τη λογοτεχνία των ξένων και αιρετικών. 43 Φαίνεται έτσι να συμφωνεί με τις επιταγές του αυτοκρατορικού διατάγματος του Ιουλιανού περί απομάκρυνσης από την ποίηση των εθνικών και για δημιουργία νέου ρεύματος. 44 Τέλος, ο Γρηγόριος θεωρούσε πως μέσω της συγγραφής των ποιημάτων του, θα έβρισκε και ο ίδιος μια ευχαρίστηση και παρηγοριά από τις ασθένειες που τον ταλάνισαν αλλά και από τα δύσκολα γηρατειά. 45 Πολύ γρήγορα συνέγραψε πλήθος ποιημάτων κατορθώνοντας έτσι να παγιώσει τα δικά του χαρακτηριστικά στον ποιητικό λειμώνα και να καταστεί πρότυπο μίμησης από ποιητές στους επόμενους αιώνες της βυζαντινής λογοτεχνίας. Η πρόσληψη του Γρηγορίου από τους νεότερούς του αποτελεί ένα θέμα μείζονος σημασίας, που ωστόσο παρεκκλίνει από τους στόχους της παρούσας εργασίας. 46 Ενδεικτικά, αξίζει να αναφερθούν δύο παραδείγματα πρόσληψης του εκδιδόμενου ποιήματος Ι.2.31 από τον Ιωάννη Γεωμέτρη (11 ος αιώνας). Το πρώτο παράδειγμα προέρχεται από το ποίημα 76. Ο Γεωμέτρης λοιπόν χρησιμοποιεί σε αυτό σε παραπλήσια νοηματικά συμφραζόμενα το ονοματικό σύνολο κάλλεος ἀρχετύπου, αναφερόμενος στο άγχος και στην αγωνία του ποιητικού υποκειμένου του ότι ενδεχομένως να μην μπορέσει να φτάσει στη θέωση λόγω των επίγειων δοκιμασιών. 43 πβ. τρίτον πεπονθὼς οἶδα πρᾶγμα μὲν τυχὸν μικροπρεπές τι, πλὴν πέπονθ οὐδ ἐν λόγοις πλέον δίδωμι τοὺς ξένους ἡμῶν ἔχειν τούτοις λέγω δὴ τοῖς κεχρωσμένοις λόγοις εἰ καὶ τὸ κάλλος ἡμῖν ἐν θεωρίᾳ. [PG 37.1332-1333, στ. 47-51]. 44 Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από δύο επιγράμματα του Θεόδωρου Πρόδρομου προς τον Γρηγόριο βλ. D Ambrosi (2008: 154). Εἰς Γρηγόριον ἐποποιοῦντα, διὰ τὸ κωλῦσαι Ἰουλιανὸν Χριστιανοὺς ἀναγινώσκειν τὰ Ὁμήρου a b Ἰουλιανέ, τί στενοῖς μοι τοὺς λόγους Τίπτε τὸ «μῆνιν ἄειδε θεὰ» περικεύθεαι, ἄναξ; καὶ τῆς Ὁμήρου τί φθονεῖς Καλλιόπης; ἔστι τὸ «Χριστὲ ἄναξ» πολὺ λώϊον, ὅσσα καὶ αὐτὸς ἔχω τὸ λαμπρὸν τοῦ Γρηγορίου στόμα, Χριστὸς ἔοι θεάων μέγα φέρτατος οὐλομενάων. ὅλας στιχουργοῦν εὐγενεῖς Ἰλιάδας. Γρηγόριον λαλέοιμι, ὅλους δὲ σὺ κεῦθε Ὁμήρους. 45 πβ. τέταρτον εὗρον τῇ νόσῳ πονούμενος παρηγόρημα τοῦτο, κύκνος ὡς γέρων, λαλεῖν ἐμαυτῷ τὰ πτερῶν συρίγματα οὐ θρῆνον, ἀλλ ὕμνον τιν ἐξιτήριον. [PG 37.1333, στ. 54-57]. 46 Για περαιτέρω πληροφορίες, βλ. Simelidis (2009: 57-74). ~ 44 ~

Ενότητα τρίτη κάλλεος ἀρχετύπου καὶ κύδεος ἡμετέροιο (Ι. Γεωμέτρης, ποίημα 76, στ. 8) ῥεῖά κεν ὧδε τύχῃς κάλλεος ἀρχετύπου (Γρ. Ναζιανζηνός, Ι.2.31, στ. 8) Το δεύτερο παράδειγμα προέρχεται πάλι από ένα ελεγειακό ποίημα του ίδιου που τιτλοφορείται εἰς τὴν ἀποδημίαν αυτή τη φορά χρησιμοποιεί ως εναρκτήρια φράση μια ολόκληρη φράση ενός άλλου ποιήματος του Γρηγορίου (Ι.2.15) και ως καταληκτήρια το σύνολο Τριάδος γνῶσιν που εντοπίζεται στον στίχο 32 του ποιήματος Ι.2.31. Θα έλεγε κανείς πως ολόκληρο το ποίημα 41 του Γεωμέτρη συνομιλεί με το γρηγοριανό πρότυπο. Ο Γρηγόριος, στο ποίημά του (Ι.2.15), εκφράζει μεταξύ άλλων την έντονη πικρία του, παρέχοντας ορισμένα ιστορικά-μυθολογικά παραδείγματα δεινών του παρελθόντος, όπως η μάταιη τρωική εκστρατεία (στ. 81-84), αλλά και άλλα που προέρχονται από την αρχαιότητα και από τη Βίβλο όλα όμως ειρωνικά ιδωμένα από τον ποιητή: τόσο η αναφορά του σε ένα πορνίδιον (έμμεσος υπαινιγμός για την ωραία Ελένη, την οποία προφανώς θεωρεί υπαίτια για τον τρωικό πόλεμο), όσο και στο κεφάλι ενός αγριόχοιρου και στο δέρμα ενός γουρουνιού. Στο τέλος καταλήγει σε μια προσευχή προς τον Χριστό για να τον σώσει από όλα τα είδη του κακού (στ. 109-110). Ο Γεωμέτρης, από την άλλη, διατηρεί το ιστορικό περιτύλιγμα του γρηγοριανού κειμένου (εν προκειμένω την αναφορά στον Τρωικό πόλεμο), διατηρώντας, σύμφωνα με την van Opstall (2008: 170) και τον ειρωνικό τόνο του πρωτοτύπου. Και ενώ στο τέλος, μπορεί να μην διατυπώνει προσευχή αντίστοιχη με εκείνη του Γρηγορίου, αναφέρεται όμως στην Αγία Τριάδα (με τη χαρακτηριστική φόρμουλα του Ναζιανζηνού), διατρανώνοντας την απόφασή του ότι θα μείνει πιστός οπαδός του χριστιανισμού, έχοντας πιο πριν εναντιωθεί στις διαφωνίες τόσο των αρχαίων για τα σαρκικά πάθη (στ. 1-2), όσο και των συγχρόνων του για τα πνευματικά (στ. 3-4). Ιωάννης Γεωµέτρης, ποίηµα 41 [εκδ. van Opstall] Γρηγόριος Ναζιανζηνός Ι.2.15 [ [PG 37.772 & 774] Τρῶες µὲν µ ν καὶ Ἀχαιο χαιοὶ ἐπ ἀλλήλοισι θορόντες σώµατος οὕνεχ ἑνὸς εἰς δέκ ἔπιπτον ἔτη, οἱ δὲ σοφοὶ καὶ ῥήµατος ἢ καὶ γράµµατος οἴου µάρναντ εἰς ἐτέων καὶ χιλίων δεκάδας τῷ µὲν κλαυθµὸς ἔην κἀνθάδε, τῷ δὲ γέλως, ὡς Τρῶες καὶ Ἀχαιο χαιοὶ ἐπ ἀλλήλοισι θορόντες, δῄουν ἀλλήλους εἵνεκα πορνιδίου. Κουρῆτές τ ἐµάχοντο καὶ Αἰτωλοὶ µενεχάρµαι, ~ 45 ~

Οι ποιητικές τάσεις της Ύστερης αρχαιότητας και η χριστιανική ποίηση του Γρηγορίου Ναζιανζηνού ἀλλ τ ἔµ ἐκ βελέων Θεὸς ἔξελεν ἔκ τε κυδοιµοῦ 5 ἐς Τ ρ ι ά δ ο ς γ ν ῶ σ ι ν, ἐν Τριάδος µε φάει. ἀµφὶ συὸς κεφαλῇ, θριξί τε χοιριδίαις. [ ] Χριστὲ ἄναξ, λίτοµαί σε, κακῶν ἄκος αὐτίκ ὀπάζοις, ἔνθεν ἀναστήσας σῷ θεράποντι, µάκαρ. Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Ι.2.31 σπεύδετ επὶ Τ ρ ι ά δ ο ς γ ν ῶ σ ι ν ἐπουρανίης. Τέλος, σε μορφή κατακλείδας, θα ήταν σκόπιμο να αναφερθεί η εξέλιξη της Βυζαντινής ποίησης μετά τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό, ως το τέλος της Ύστερης Αρχαιότητας. Η αλήθεια είναι πως μετά τον Γρηγόριο, μολονότι η ποίησή του δεν βρήκε πραγματικούς μιμητές, η χριστιανική ποίηση απογειώθηκε πλήθος προέβαλλαν οι ποιητές και οι επιγραμματοποιοί, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις άντλησαν στοιχεία ή εμπνεύστηκαν από τον Γρηγόριο συνεισφέροντας έτσι με τη σειρά τους στην «ποιητική αρένα». Ενδεικτικά αναφέρονται τα ονόματα του διαπρεπούς ιστορικού και επιγραμματοποιού Αγαθία Σχολαστικού, η συλλογή επιγραμμάτων (Κύκλος) που συμπίλησε ο ίδιος αποτέλεσε σημαντικό επίτευγμα και του Παύλου Σιλεντιάριου με την Ἕκφρασιν τῆς Ἀγίας Σοφίας και τα διάφορα επιγράμματά του. Οπωσδήποτε, λίγες δεκαετίες αργότερα, όταν τα ηνία της ποίησης ανέλαβε ο Γεώργιος Πισίδης, οι βάσεις για μια νέα μορφή ποίησης, της ακραιφνούς βυζαντινής, είχαν ήδη τεθεί. ~ 46 ~

Ενότητα τέταρτη ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΕΤΑΡΤΗ Η γνωμολογική ποίηση και ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός Ἄριστόν ἐστι πάντ ἐπίστασθαι καλά. 47 Θεὸν προτίµα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς. 48 4.1. Η αρχαία α ελληνική γνωμική ποίηση Οι παραπάνω στίχοι αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα γνωμικής ποίησης. Πρόκειται για ένα είδος που, όπως προϊδεάζει η ονομασία του, έχει αποφθεγματικό χαρακτήρα και ως εκ τούτου το ύφος που δεσπόζει σ αυτό είναι παραινετικό και διδακτικό. Τα γνωμικά ποιήματα είναι συντεθειμένα σε ελεγειακό δίστιχο, το οποίο καθιερώθηκε ως το κατεξοχήν μέτρο για τη συγκεκριμένη κατηγορία. Εξαίρεση αποτελεί η συμπιληματική συλλογή του Μενάνδρου, η οποία περιλαμβάνει γνωμικά σε διάφορες μετρικές φόρμες, ακόμη και σε πεζό λόγο. Τα γνωμικά ποιήματα καλύπτουν ευρύ φάσμα θεμάτων, σχετικών με τη φιλία, την έχθρα, τη δικαιοσύνη, την αδικία, την ψυχή, τον πλούτο, τη φτώχεια, τις αρετές, τις κακίες, ακόμα και με τον έρωτα. Η παράδοση του είδους είναι μακρά. Ένας από τους πρώτους διδάξαντες και από τους κυριότερους εκπροσώπους του, φαίνεται να είναι ο Θέογνις ο Μεγαρεύς (περ. 570-550 π.χ.), στον οποίο αποδίδεται ένας σημαντικός αριθμός ελεγειών (πάνω από 1300 στίχους), οι οποίες κατανέμονται σε δύο συλλογές. Οι ελεγείες της πρώτης συλλογής παρουσιάζουν θεματική ποικιλία μιας και αναφέρονται σε ηθικά, πολιτικά, κοινωνικά, πατριωτικά και πολλά άλλα ζητήματα με τη μορφή παραινέσεων και συμβουλών η δεύτερη συγκροτείται από ελεγείες που διαπνέονται από έναν (ομοφυλοφιλικό) ερωτισμό. 47 Μένανδρος, Γνῶμαι 33. 48 Μένανδρος, Γνῶμαι 230. ~ 47 ~

Η γνωµολογική ποίηση και ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός Στόχος του Θέογνι με το εγχείρημά του αυτό, φαίνεται να ήταν, μεταξύ άλλων, η ηθική καθοδήγηση του νεαρού φίλου και συντρόφου του, Κύρνου, 49 το όνομα του οποίου αναφέρεται συνήθως στην αρχή κάθε ελεγείας, στοιχείο που λειτουργεί μεταβατικά μεταξύ των ελεγειών, ενισχύοντας έτσι την αυτοτέλεια της συλλογής. Μολονότι όμως υπάρχει η συγκεκριμένη ένδειξη που αποτελεί και τη σφραγίδα του ποιητή, 50 κάποιες διαφορές (κυρίως ιδεολογικές) μεταξύ των ποιημάτων, κάνουν τους μελετητές να υποπτεύονται πως ενδεχομένως να μην ανήκουν όλες στον ίδιο ποιητή (και έτσι ομιλούμε για θεογνίδειο ζήτημα) και ότι μεταξύ των γνήσιων θεογνίδιων ποιημάτων ίσως να έχουν παρεισφρήσει στίχοι άλλων ποιητών (όπως του Τυρταίου, του Μίμνερμου, του Σόλωνα και ενδεχομένως του Ευήνου από την Πάρο). Έτσι πολλοί κάνουν λόγο για θεογνίδειο κόρπους. 51 Οι συγκεκριμένες ελεγείες του Θέογνι εντάσσονται στη συμποσιακή λογοτεχνία, εκείνου δηλαδή του είδους κειμένων που προορίζονταν για δημόσια ακρόαση στα συμπόσια, στα οποία σύχναζαν οι αριστοκράτες της εποχής. Για το λόγο αυτό διαπνέονται από ένα συντηρητικό, αντινεωτερικό και αριστοκρατικό πνεύμα, αφού εκφράζεται μέσω αυτών το έντονο παράπονο των αριστοκρατών λόγω κυρίως της αυξανόμενης πολιτικής και κοινωνικής ανόδου των ασθενέστερων τάξεων και της απειλής που αισθάνονται οι ίδιοι οι πάλαι ποτέ κυρίαρχοι μέσα σ αυτή τη νέα τάξη πραγμάτων. Τέλος, στα συμπόσια μνημονεύονταν και οι θεοί, γεγονός που πιστοποιείται από την ένταξη τεσσάρων υμνητικών ποιημάτων στην αρχή της συλλογής (δύο στον Απόλλωνα, ένα στην Άρτεμη και ένα στις Μούσες και στις Χάριτες). 52 49 πβ. Σούδα θ 136 [εκδ. Adler]: [ ] πρὸς Κῦρνον τὸν αὐτοῦ ἐρωμένον 50 Ο ίδιος ο Θέογνις ισχυρίζεται πως έθεσε μια σφραγίδα στο έργο του, χωρίς όμως να διευκρινίζει ποια είναι. Η σφραγίδα αυτή του Θέογνι αποτελεί ένα από τα πιο δυσερμήνευτα σημεία και έχει διχάσει τους ερευνητές του πβ. μεταξύ άλλων τις μελέτες των Fain (2006: 301-304) και Pratt (1995: 171-184). 51 Montanari (2008: 174). 52 Επίσης ένα σημείο που εγείρει ερωτηματικά, σχετικά με τον αν οι συγκεκριμένες συνθέσεις ανήκουν ή όχι στον Θέογνι πβ. Jacoby (1931: 106-107) Kroll (1936: 24 κ.εξ.) Carrière (1962: 93-95) van Groningen (1966: 17 κεξ.) Reitzenstein (1893: 74) West (1974: 55). ~ 48 ~

Ενότητα τέταρτη Γνωμικές ελεγείες έγραψε τον ίδιο αιώνα και ο Φωκυλίδης 53 από τη Μίλητο, τα έργα του οποίου ξεκινούν με τη χαρακτηριστική φράση (σφραγίδα): Καὶ τόδε Φωκυλίδεω («Κι αυτό του Φωκυλίδη»). Από τα ελάχιστα αποσπάσματα που μας έχουν σωθεί, το μεγαλύτερο, γραμμένο σε δακτυλικούς εξαμέτρους, έχει το ίδιο θέμα με τον Ἴαμβον κατὰ γυναικῶν του Σημωνίδη. Τον 4 ο αιώνα, ο μεγάλος κωμωδιογράφος Μένανδρος συνθέτει μια συλλογή γνωμικών ποιημάτων (Γνῶμαι Μονόστιχοι), επιλέγοντας γνωμικούς στίχους από την προγενέστερη λογοτεχνική παράδοση. Πολλά από αυτά τα γνωμικά χρησιμοποιεί και ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός στα δικά του ποιήματα. 4.2. Η γνωμολογική ποίηση του Γρηγορίου Ναζιανζηνού Στο γρηγοριανό corpus ποιημάτων περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, και γνωμολογικά. 54 Άμεσος συνεχιστής της γνωμολογικής παράδοσης και ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της στο Βυζάντιο, ο Γρηγόριος επιδόθηκε στη συγγραφή γνωμολογικών ποιημάτων με σκοπό να μεταλαμπαδεύσει τις ηθικές αξίες και αρχές της νέας θρησκείας, να διδάξει, να κατευθύνει και να ωφελήσει με τον τρόπο του κυρίως τη νέα γενιά. Πρόκειται για τα ποιήματα Ι.2.17, 20-23, 30-34, σύμφωνα με την αρίθμηση της PG. 55 Ορισμένα από αυτά παρουσιάζουν ακροστιχίδα, είτε αλφαβητική, είτε ονομαστική. 56 ποιήματα: Ακολουθεί ένας κατάλογος με τα κυριότερα χαρακτηριστικά καθενός από τα παραπάνω 53 βλ. van der Horst (1978: 77-80). 54 Για τη γνωμολογική ποίηση του Γρηγορίου βλ. Davids (1940) και Azzara (2003: 53-69). 55 πβ. Demoen (1996: 62). 56 Για την ακροστιχίδα τόσο γενικότερα όσο και του Γρηγορίου ειδικότερα, βλ. την οικεία υποενότητα στην ενότητα της μετρικής της παρούσας εργασίας. ~ 49 ~

Η γνωµολογική ποίηση και ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός Τα γνωμολογικά ποιήματα του Γρηγορίου Ναζιανζηνού ΠΟΙΗΜΑ ΤΙΤΛΟΣ ΕΚΤΑΣΗ ΜΕΤΡΟ ΑΚΡΟΣΤΙΧΙΔΑ ΕΚΔΟΣΗ Ι.2.17 Διαφόρων βίων μακαρισμοί 66 στίχοι ελεγειακό δίστιχο ΟΧΙ Simelidis Ι.2.20 Περὶ πόθου 5 στίχοι ιαμβικό τρίμετρο ΟΧΙ PG 37.788 Ι.2.21 Περὶ θανάτου φιλουμένων 4 στίχοι ιαμβικό τρίμετρο ΟΧΙ PG 37.789 Ι.2.22 Περὶ φίλων τῶν μὴ καλῶν 5 στίχοι ιαμβικό τρίμετρο ΟΧΙ PG 37.789 Ι.2.23 Εἰς τὸ αὐτό 6 στίχοι ιαμβικό τρίμετρο ΟΧΙ PG 37.790 Ι.2.30 Στίχων ἡ ἀκροστιχὶς τῶν πάντων στοιχείων, ἐκάστου ἰάμβου τέλος παραινέσεως ἔχοντος 24 στίχοι ελεγειακό δίστιχο ΝΑΙ (αλφαβητική) PG 37.908-910 Ι.2.31 Γνῶμαι Γρηγορίου δίστιχος εὐεπίη ἐσθλὸν ἄθυρμα νέοις καὶ χάρις έξοδίη 62 στίχοι ελεγειακό δίστιχο ΝΑΙ (ονομαστική) παρούσα εργασία Ι.2.32 Γνωμικὰ δίστιχα 146 στίχοι ελεγειακό δίστιχο ΟΧΙ PG 37.916-927 Ι.2.33 Γνωμολογία τετράστιχος 236 στίχοι ιαμβικό τρίμετρο ΟΧΙ PG 37.927-945 Ι.2.34 Ὅροι παχυμερεῖς 267 στίχοι ιαμβικό τρίμετρο ΟΧΙ PG 37.245-964 ~ 50 ~

Ενότητα τέταρτη 4.3. Απηχήσεις της θεογνίδειας γνωμολογικής ποίησης στο ποίημα Ι.2.31 Στην παρούσα υποενότητα θα επιχειρηθεί να αναζητηθούν οιεσδήποτε θεματικές και γλωσσικές απηχήσεις των ελεγειών του Θέογνι 57 στον Γρηγόριο Ναζιανζηνό. Με τον τρόπο αυτό ουσιαστικά θα ανιχνευτεί η πρόσληψη του αρχαίου ελεγειογράφου από τον Γρηγόριο η εξέταση όμως αυτή, ελλείψει χρόνου, θα περιοριστεί στην εξέταση της πρόσληψης με αφορμή το ποίημα που εκδίδεται στην παρούσα εργασία. Θα πρέπει, στο σημείο αυτό, να θεωρήσουμε δεδομένο πως ο Γρηγόριος γνώριζε πολύ καλά την ποίηση του Θέογνι, καθώς τον μνημονεύει είτε άμεσα είτε έμμεσα πολλές φορές μέσα στο έργο του. 58 Ένα παράδειγμα άμεσης αναφοράς του στον ίδιο, εντοπίζεται σε μια επιστολή του, 59 με την οποία καθίσταται φανερή η προτίμησή του στη κοσμοθεωρία και στις αντιλήψεις του αρχαίου ποιητή (εν προκειμένω, στις απόψεις του περί φιλίας): ἐπαινῶ τὸ Θεόγνιδος, ὃς τὴν μέχρι πότων καὶ τοῦ ἡδέος φιλίαν οὐκ ἐπαινῶν, ἐπαινεῖ τὴν ἐπὶ τῶν πραγμάτων τί γράφων; Πολλοὶ πὰρ κρητῆρι φίλοι γίνονται ἑταῖροι, ἐν δὲ σπουδαίῳ πρήγματι, παυρότεροι. 60 Η συνεξέτασή τους όμως θα πρέπει να λαμβάνει υπόψιν μια πολύ βασική παράμετρο το γεγονός ότι και οι δύο άκμασαν και μεγαλούργησαν σε διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα, με διαφορετικές αξίες και ιστορικά συμφραζόμενα. Μπορούμε ωστόσο να διαπιστώσουμε ότι οι αντιλήψεις τους έρχονται σε μερική συνάφεια, τηρουμένων βεβαίως των αναλογιών, αναλογιζόμενοι πως έχουμε να κάνουμε με έναν εθνικό με πίστη στο Δωδεκάθεο αφενός, και 57 Για τις ελεγείες του Θέογνι, λήφθηκε υπόψιν, μεταξύ άλλων μελετών, και το υλικό που είναι αναρτημένο στον παλαιό ιστότοπο του Τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος με τίτλο «Ελεγειακή ποίηση στην Αρχαία Ελληνική και Λατινική λογοτεχνία» (επιμέλεια προγράμματος: Θ. Παπαγγελής): http://www-old.lit.auth.gr/ancientelegy/commentarii/index.php?id=3 (επιμέλεια σύνταξης υλικού για τον Θέογνι: Αικατερίνη Δημοπούλου). Τελευταία επίσκεψη: 5/32016. 58 πβ. Simelidis (2009: 118). 59 Γρηγόριος Ναζιανζηνός, επιστολή 13. 1 [εκδ. Gallay]. 60 πβ. Θέογνις, στ. 643-644. ~ 51 ~

Ενότητα τέταρτη αφετέρου με έναν ένθερμο Χριστιανό. Τέλος, δεν θα πρέπει να λησμονούμε πως ορισμένες από τις ομοιότητες ενδεχομένως να υπαγορεύονται από τη φύση του είδους της γνωμικής ποίησης, η οποία είναι δυνατόν να επιβάλλει κάποιες θεματικές ή/και εκφραστικές (γλωσσικές) συμβάσεις. Μία από αυτές τις συμβάσεις είναι και οι συνεχείς παραινέσεις στο πλαίσιο της γενικότερης τάσης για διδακτισμό και νουθεσία, οι οποίες πολλές φορές εκδηλώνονται έχοντας προηγηθεί η περιγραφή των συνεπειών μιας αρνητικής κατάστασης που δρα απειλητικά είτε για το άτομο, είτε για τη συνοχή και την αρμονία μιας ευρύτερης κοινωνικής ομάδας. Έτσι λοιπόν, αφορμή για την «καταγγελία» του Θέογνι, αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, η δυσμενής (κατά τον ίδιο) κατάσταση που επικρατούσε στην εποχή του, 61 η συνεχής δηλαδή άνοδος των μεσαίων και κατώτερων τάξεων και η διεκδίκηση του μεριδίου των αριστοκρατών στην πολιτική και κοινωνική σκηνή. 62 Σπεύδει λοιπόν σε ένα δριμύ «κατηγορώ» κατά του χρήματος το οποίο διαφθείρει συνειδήσεις και ανατρέπει την ταξική/ συμπαντική (θα έλεγε κανείς σήμερα) αρμονία. Διασαλεύεται η τάξη και η συνοχή της κοινωνίας, μιας και η αριστοκρατική τάξη δεν έχει πλέον την αποκλειστικότητα και απειλείται από τους αχρείους και τιποτένιους, που μέχρι πρότινος ζούσαν έξω σαν τα αγρίμια στο δάσος, όπως πολύ χαρακτηριστικά αναφέρει ο Lesky. 63 Αντίθετα, αφορμή για τις παραινέσεις του Γρηγορίου, ο οποίος δρα μέσα σε ένα αμιγές χριστιανικό και άκρως συντηρητικό περιβάλλον, αποτελεί η εισβολή του κακού και της αμαρτίας στη ζωή των πιστών και η παρεπόμενη έκλυση των ηθών, που απομακρύνει τον άνθρωπο από την Εκκλησία και το θεϊκό λόγο. Γι αυτό το λόγο, θα πρέπει να υπάρξει ένας πνευματικός ταγός που θα φροντίζει για την ηθική ανάταση και τη διαφύλαξη των ηθικών αρχών του ποιμνίου του. Η τακτική του αυτή συμφωνεί και με τον στόχο που ο ίδιος έθεσε εξαρχής όσον αφορά τη συγγραφή 61 Η βιογραφική παράδοση φαίνεται να είναι ομόφωνη σε ό,τι σχετίζεται με τη χρονολόγηση του Θέογνι. Ο ίδιος έζησε και άκμασε στα μέσα του 6ου αι. π.χ, τοποθετείται δηλαδή μετά την τυραννίδα του Θεαγένη, σε μια εποχή έντονων ταραχών και ριζικών μεταβολών, όταν οι ολιγαρχικές φατρίες που είχαν συνασπιστεί για να ρίξουν τον Θεαγένη, σύντομα βρέθηκαν σε ρήξη και στην προσπάθειά τους να επιβληθούν χρησιμοποίησαν τις δυνάμεις άλλοτε της ανερχόμενης μεσαίας τάξης και άλλοτε του λαού. 62 Για ανερχόμενη τάξη βλ. Αριστοτέλης, Πολιτικὰ 1300a, 1302b και 1304b Πλούταρχος, Ηθικὰ 295d και 304e-f επίσης, πβ. Oost (1973: 186-196) και Figueira (1985: 261-303). 63 βλ. Lesky (1981: 256). ~ 52 ~

Η γνωµολογική ποίηση και ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός ποιημάτων, που δεν ήταν άλλος από την ηθική ενίσχυση των νέων. Από την άλλη πλευρά, οποιεσδήποτε αναφορές και συνδέσεις/ συζεύξεις με το θρησκευτικό στοιχείο απουσιάζουν από το θεογνίδειο corpus, πέρα από τις αναφορές στους θεούς στην αρχή στο πλαίσιο των συμβάσεων που επέβαλε την εξύμνησή τους στα συμπόσια. 64 Μολονότι λοιπόν υπάρχουν ουκ ολίγες διαφορές μεταξύ τους, οι παραινέσεις, οι προτροπές αλλά και το γενικότερο ιδεολογικό μοντέλο σκέψης που χρησιμοποιούν οι δύο άνδρες φαίνεται να διέπεται από κοινά σημεία. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η αναφορά και των δύο ανδρών στην κακία και στους ανθρώπους που δρουν με γνώμονα την ίδια πβ. τους παρακάτω στίχους του Γρηγορίου: Σπεῦδε μὲν εἶναι ἄριστος ἀφάνδανε δ οἷσιν ἄριστον καὶ κακίην τέρπειν, δυσκλεές ἐστι κλέος. αἰσχρόν, ἄριστον ἐόντα, συνήγορον ἔμμεν ἀλιτρῶν ἶσον, καὶ κακίης σὸν πόδα ἐντὸς ἔχειν. 50 Οι στίχοι αυτοί παρουσιάζουν θεματικές ομοιότητες με τους παρακάτω στίχους του Θέογνι: ταῦτα μὲν οὕτως ἴσθι κακοῖσι δὲ μὴ προσομίλει 31 ἀνδράσιν, ἀλλ αἰεὶ τῶν ἀγαθῶν ἔχεο [ ] ἐσθλῶν μὲν γὰρ ἄπ ἐσθλὰ μαθήσεαι ἢν δὲ κακοῖσιν 35 συμμίσγῃς, ἀπολεῖς καὶ τὸν ἐόντα νόον. ταῦτα μαθὼν ἀγαθοῖσι ὁμίλει, καί ποτε φήσεις εὖ συμβουλεύειν τοῖσι φίλοισιν ἐμέ. 64 Όπως αναφέρθηκε η συλλογή αρχίζει με τέσσερα υμνητικά ποιήματα εἰς θεούς: τα δύο πρώτα στον Απόλλωνα, το τρίτο στην Άρτεμη και το τέταρτο στις Μούσες και τις Χάριτες. Σ αυτά τα ποιήματα υπάρχει άμεση αναφορά στους θεούς, καθώς αφορμή για τη σύνθεσή τους αποτέλεσε η εξύμνησή τους από τον ποιητή. Κάθε άλλο ποίημα που αναφέρει τους θεούς, όπως επισημαίνει και η Δημοπούλου στην διαδικτυακή μορφή των σχολίων, είτε εκφράζει κάποιον ηθικό προβληματισμό είτε επικαλείται τη βοήθειά τους για κάτι συγκεκριμένο (337-40, 341-50, 373-400, 731-52, 757-64, 1087-90, 1117-18, 1323-26, 1386-89) η μόνη εξαίρεση είναι οι στ. 1231-34 του β βιβλίου της συλλογής, όπου έχουμε μια επίκληση στον Έρωτα. Δεν παρατηρείται όμως σε κανένα οποιαδήποτε εσχατολογική αναφορά. ~ 53 ~

Ενότητα τέταρτη Τα επίθετα ἀγαθός και κακός (και τα ισοδύναμα ἐσθλός δειλός) ορίζουν το κύριο αντιθετικό ζεύγος του αξιακού συστήματος της θεογνίδειας συλλογής. Το επίθετο ἀγαθός δηλώνει την ευγενική καταγωγή και την υψηλή κοινωνική θέση, αλλά και την ηθική ανωτερότητα και την πολιτική και κοινωνική υπευθυνότητα, ικανότητα ανταπόκρισης και συμμετοχής στις ανάγκες της κοινότητας. Το επίθετο κακός αποτελεί την άρνηση όλων αυτών των θετικών ιδιοτήτων, καθώς υποδηλώνει την ευτέλεια και ταπεινή καταγωγή, την απουσία οικονομικής δύναμης και κοινωνικής ισχύος, και τέλος, την ακαταλληλότητα για συμμετοχή στα της πόλης. 65 Ο Γρηγόριος δίνει διαφορετικό περιεχόμενο στις δύο έννοιες, αποδίδοντας σε αυτές ηθική-χριστιανική χροιά. Ταυτίζει δηλαδή τους κακούς (ἀλιτρούς με τους δικούς του όρους) όχι πλέον με τους νεόπλουτους αστούς, αλλά με τους αμαρτωλούς ανθρώπους, με όσους δηλαδή παρεκκλίνουν από τις επιταγές της χριστιανικής θρησκείας από την άλλη, οι καλοί (ἄριστοι) είναι οι ενάρετοι άνθρωποι, που ευαγγελίζονται τις ηθικές αρχές της θρησκείας, αδιαφορώντας για τα επίγεια αγαθά και δίνοντας μεγαλύτερη σημασία στα ουράνια. Ένα δεύτερο παράδειγμα σχετίζεται με την έννοια της ύβρεως έτσι όπως παρουσιάζεται από τον εκάστοτε ποιητή. Ο Θέογνις αναφέρει επ αυτής (στ. 153-154): τίκτει τοι κόρος ὕβριν βριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπωι καὶ ὅτωι μὴ νόος ἄρτιος ᾖ. Στο ίδιο πλαίσιο θα πρέπει να λογιστεί και η παρακάτω αναφορά του Γρηγορίου (στ. 25-26): Ὑβριστ βριστὴς ς κόρος κ ἐστίν. Ἐγὼ δέ σε βούλομ, ἄριστε, 25 ἔργον ἔχειν, ψυχῆς πῆξιν ἀειστρεφέος, Από τη συνεξέταση των παραπάνω στίχων παρατηρούμε πως ο κόρος και η ὕβρις εμφανίζονται μαζί. Πράγματι, ο Θέογνις σε διάφορα σημεία του έργου του χρησιμοποιεί τις δύο 65 βλ. Δημοπούλου. πβ. σε αυτό το σημείο και γνώμη: κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς εκβήσει κακός (Μένανδρος, Γνῶμαι 274). ~ 54 ~

καὶ στυγέουσ ὥσπερ πτωχὸν ἐσερχόμενον. [Θέογνις, στ. 273-278] Η γνωµολογική ποίηση και ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός έννοιες ως ζεύγος: (πβ. στ. 749 κ.εξ. και 1173 κ.εξ). 66 Η ὕβρις αποτελεί όρο αξιολογικό που παραπέμπει στην υπέρβαση των ορίων συμπεριφοράς και στην παρέκκλιση από τον κώδικα κοινωνικής ηθικής της εκάστοτε κοινωνικής ομάδας. Ο ὑβριστής άνθρωπος αυτοπεριφρονείται και τρέφει τη λανθασμένη πεποίθηση ότι μπορεί να τα υπερβεί κατά βούλησιν και εις βάρος της ύπαρξης και της τιμῆς του άλλου (πβ. Δημοπούλου). Κόρος είναι η σφοδρή και αλόγιστη επιθυμία. Ο Γρηγόριος αξιοποιεί τις δύο αυτές έννοιες και τις εισάγει για άλλη μια φορά στα χριστιανικά συμφραζόμενα της εποχής του. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η στάση κάθε ποιητή απέναντι στο γονικό (και συγκεκριμένα τον πατρικό) σεβασμό: ῥεῖά κεν ἀρνήσαιτο Θεὸν μέγαν, ὃς γενετῆρα ἴσθι δὲ καὶ γενέτην ὡς πατέρ εὐσεβίης. [Γρηγόριος, στ. 52-53] τῶν πάντων δὲ κάκιστον ἐν ἀνθρώποις θανάτου τε καὶ πασέων νούσων ἐστὶ πονηρότατον, παῖδας ἐπεὶ θρέψαιο καὶ ἄρμενα πάντα παράσχοις, χρήματα δ ἐγκαταθῇς πόλλ ἀνιηρὰ παθών, τὸν πατέρ ἐχθαίρουσι, καταρῶνται δ ἀπολέσθαι, 66 Σύμφωνα με το διαδικτυακό υπόμνημα της Δημοπούλου, ο Αριστοτέλης (Ἀθηναίων Πολιτεία 12.2) αποδίδει το συγκεκριμένο δίστιχο σε τμήμα μιας ευρύτερης σύνθεσης του Σόλωνα, ο οποίος μεταξύ άλλων αναφέρει: δῆμος δ ὧδ ἂν ἄριστα σὺν ἡγεμόνεσσιν ἕποιτο, μήτε λίην ἀνεθεὶς μήτε βιαζόμενος τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπόσοις μὴ νόος ἄρτιος ᾖ. Ο Κλήμης Αλεξανδρείας (Στρωματεῖς 6.740) επισημαίνοντας τις διαφορές μεταξύ των δύο αναφορών (του Σόλωνα και του Θέογνι), αναφέρει πως ο Σόλων παρουσιάζει ως προϋπόθεση του κόρου και της ὕβρεως τη χρονικοϋποθετική πρόταση ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται, ότι δηλαδή ο πλούτος οδηγεί στον κόρον και την ὕβριν όταν είναι πολύς και βρίσκεται στα χέρια ανθρώπων που δεν ξέρουν να σκέφτονται. Αντιθέτως, ο Θέογνις θεωρεί ως προϋπόθεση τη φράση ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται, δηλώνοντας έτσι πως ο πλούτος αποδεικνύεται προβληματικός, όταν τον χαίρεται άνθρωπος κακός και άνθρωπος που δεν ξέρει να σκέφτεται σωστά. ~ 55 ~

Ενότητα τέταρτη Από τα αποσπάσματα προκύπτει πως η συμπεριφορά εντός της οικογένειας αποτελεί ένδειξη της γενικότερης πολιτικής και κοινωνικής συμπεριφοράς του ἀρίστου. 67 Η έλλειψη σεβασμού ή φροντίδας προς τους γονείς υποδηλώνει μια ρήξη, όχι μόνο προσωπική με αυτούς, αλλά και ρήξη μεταξύ ιδεολογιών, αρχών και αξιών. Ο άνθρωπος που δεν φροντίζει για τους γονείς του, δεν ενδιαφέρεται να φροντίσει για τις αρχές και τις αξίες (τις θρησκευτικές, σύμφωνα με τον Γρηγόριο). Κοινό τόπο στην ηθική γνωμική ποίηση αποτελεί και η αντιμετώπιση των ξένων (και των ικετών, σύμφωνα με τον Θέογνι) από τους ανθρώπους: 68 οὐδείς πω ξεῖνον Πολυπαΐδη ἐξαπατήσας οὐδ ἱκέτην θνητῶν ἀθανάτους ἔλαθεν. [Θέογνις στ. 143-144] Τόσο ο ἱκέτης και ο ξένος, όσο και ο αποδέκτης του προστατεύονται από τον Δία (Ἱκέσιος/Ἱκετήσιος και Ξένιος Ζεύς). Η παραβίαση του κώδικα της ἱκεσίας ή της ξενίας σημαίνει αλαζονεία και περιφρόνηση της τιμῆς του άλλου και ανατροπή της κοινωνικής τάξης. Η σημασία της φροντίδας του ξένου φαίνεται ότι ίσχυε και στη χριστιανική εποχή, καθώς, όπως επισημαίνει ο Γρηγόριος (στ. 57-58): Ξείνων ἡμεδαπῶν περιφείδεο, ἔξοχα δ αὖτε οἳ τάδε πάντα λίπον, ἀδρανέων νεκύων. Επιπρόσθετα, στον κώδικα τιμής της αρχαίας Ελλάδας υπαγόταν και η υστεροφημία, δηλαδή το κλέος μετά το θάνατο 69 πβ. Θέογνις (στ. 244-247): 67 πβ. Dodds (1978: 66 σημ. 101): Για την παραδοσιακή ηθική «η τιμή προς τους γονείς έρχεται σε δεύτερη θέση στην κλίμακα των καθηκόντων μετά το φόβο προς τους θεούς» 68 Η ἱκεσία και η ξενία αποτελούν θεμελιώδεις αρχές της αρχαιοελληνικής ηθικής σκέψης πβ. Όμηρος, Ὀδύσσεια 9.270 κεξ: Ζεὺς δ ἐπιτιμήτωρ ἱκετάων τε ξείνων τε ξείνιος Ησίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι 327: ἶσον δ ὅς θ ἱκέτην ὅς τε ξεῖνον κακὸν ἔρξῃ κ.ά. 69 πβ. Όμηρος, Ὀδύσσεια 24.93 κ.εξ.: σὺ μὲν οὐδὲ θανὼν ὄνομ ὤλεσας, ἀλλά τοι αἰεὶ πάντας ἐπ ἀνθρώπους κλέος ἔσσεται ἐσθλόν. ~ 56 ~

Η γνωµολογική ποίηση και ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός [ ] καὶ ὅταν δνοφερῆς ὑπὸ κεύθεσι γαίης βῇς πολυκωκύτους εἰς Ἀΐδαο δόμους, οὐδέποτ οὐδὲ θανὼν ἀπολεῖς κλέος, ἀλλὰ μελήσεις ἄφθιτον ἀνθρώποις αἰὲν ἔχων ὄνομα Αξιοσημείωτο είναι πως το συγκεκριμένο ιδεώδες επικράτησε και κατά την περίοδο του χριστιανισμού, αλλάζοντας όμως σημασιολογικό φορτίο για να υποδηλώσει τον άνθρωπο που διήγε μια θεάρεστη ζωή η οποία θα ανταμειφθεί κατά την επουράνια ζωή πβ. Γρηγόριος (στ. 55-56): Σῆτες ἔδουσιν ἅπαντα λίπῃς τὰ σὰ μὴ δὲ τάφοισιν 55 ἐξοδίη τιμή, δεξιὸν οὔνομ ἔχειν. Απαραίτητη προϋπόθεση για τον ενάρετο άνδρα αποτελεί το σταθερό φρόνημα, η κρίση και η νοητική ικανότητα τα στοιχεία αυτά τον διαφοροποιούν από τον κακό, ο οποίος δρα με βάση την αφροσύνη που υπαγορεύεται από την έλλειψη κρίσης και την άγνοια: Κύρν, ἀγαθὸς μὲν ἀνὴρ γνώμην ἔχει ἔμπεδον αἰεί, τολμᾷ δ ἔν τε κακοῖς κειμένοις ἔν τ ἀγαθοῖς [Θέογνις, στ. 321-322] Απέναντι στο σύνολο ἔμπεδον γνώμην, ο Γρηγόριος σπεύδει να τοποθετήσει το έτερο προσδιοριστικό επίθετο εὐπαγέος: Γνώμη δ εὐπαγέος ἦμαρ ἄλυτον ἔχει 10 Τελευταία θεματική ομοιότητα αποτελεί η μεταφορά που χρησιμοποιεί ο Γρηγόριος στους στίχους 51-52 του ποιήματος, με την οποία παρουσιάζει την εσωτερική καθαρότητα του ανθρώπου. Μια παρόμοια εκδοχή της βρίσκουμε σε δύο σημεία της συλλογής ελεγειών του Θέογνι: στους στίχους 415-418 και στους στίχους 447-452: ~ 57 ~

Ενότητα τέταρτη οὐδέν ὁμοῖον ἐμοὶ δύναμαι διζήμενος εὑρεῖν 415 πιστὸν ἑταῖρον, ὅτῳ μή τις ἔνεστι δόλος ἐς βάσανον δ ἐλθὼν παρατρίβομαι ὥστε μολύβδῳ χρυσός, ὑπερτερίης δ ἄμμιν ἔνεστι λόγος. εἴ μ ἐθέλεις πλύνειν, κεφαλῆς ἀμίαντον ἀπ ἄκρης αἰεὶ λευκὸν ὕδωρ ῥεύσεται ἡμετέρης, εὑρήσεις δέ με πᾶσιν ἐπ ἔργμασιν ὥσπερ ἄπεφθον χρυσόν, ἐρυθρὸν ἰδεῖν τριβόμενον βασάνῳ, 450 τοῦ χροιῆς καθύπερθε μέλας οὐχ ἅπτεται ἰὸς οὐδ εὐρώς, αἰεὶ δ ἄνθος ἔχει καθαρόν. Γύρω από αυτή τη μεταφορά, λοιπόν, χτίζει το ποίημά του ο Θέογνις. Σύμφωνα και με την άποψη της Δημοπούλου (πβ. σχόλια για το στίχο 417), στο πρώτο απόσπασμα εκφράζει μια διόλου αισιόδοξη σκέψη: όσο και αν δοκιμάζει, δεν βρίσκει κανέναν που να είναι όμοιός του, πιστὸς ἑταῖρος όπως ο ίδιος, αλλά απ αυτούς που συναντά, όλοι διακρίνονται από το στοιχείο της δολιότητας. Αυτός είναι ο ακήρατος χρυσός που δοκιμάζεται πλάι στα κίβδηλα μέταλλα. Στο δεύτερο απόσπασμα προβάλλεται μια πιο αισιόδοξη άποψη: ξεκινά με μια νέα μεταφορά, αυτή του καθαρού νερού, και προχωράει στη μεταφορά του χρυσού. Το ποίημα κλείνει εμφαντικά με τη λέξη καθαρόν, ενώ έμφαση στην απόλυτη καθαρότητα δίνεται με την επανάληψη του αἰεί (448, 452) και τους εμπρόθετους κεφαλῆς ἀπ ἄκρης (447) και πᾶσιν ἐπ ἔργμασιν (449). Έτσι, σκιαγραφούνται από τον ίδιο οι διαθέσεις του, που είναι η ειλικρίνειά του και η ακεραιότητα της σκέψης του, εν αντιθέσει με τη δολιότητα και την καχυποψία που επικρατεί. Ο Γρηγόριος, επηρεάζεται τα μέγιστα από αυτή τη μεταφορά, καθώς τη χρησιμοποιεί για να αναφερθεί υπαινικτικά στην εσωτερική διαύγεια του ενάρετου ανθρώπου, κάτι που αποτελεί διαφοροποιητικό στοιχείο από τον αμαρτωλό και κακεντρεχή άνθρωπο. Αξιοσημείωτο είναι πως φροντίζει να αντικαταστήσει το ρήμα παρατρίβομαι (στ. 417, 450) από το απλούστερο δαμάζομαι (στ. 51): χρυσὸς μὲν χοάνοισι δαμάζεται, ἄλγεσι δ ἐσθλός ἄλγος ἀπημοσύνης πολλάκι κουφότερον. ~ 58 ~

Η γνωµολογική ποίηση και ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός Ως καταληκτικό σχόλιο αναφορικά με τη θεματική ομοιότητα των γνωμικών ποιημάτων του Γρηγορίου με τις ελεγείες του Θέογνι, θα μπορούσαμε να επισημάνουμε ότι γενικά διατηρούνται αλώβητες οι ηθικές προεκτάσεις και οι ηθικοί συμβολισμοί, όμως τοποθετούνται σε έναν διαφορετικό ιστορικό και θρησκευτικό καμβά, προσαρμοζόμενες στις επιταγές του δικού του πολιτισμικού περιβάλλοντος. Στο Θέογνι εξάλλου υπάρχουν πολλοί γενικότεροι προβληματισμοί που εύκολα μπορούσαν να υιοθετηθούν από τους Χριστιανούς. Άλλωστε, η έλλειψη άμεσων θρησκευτικών αναφορών από την πλευρά του, συμβάλλει στην επιτυχή υιοθέτησή τους από αυτούς και στην ομαλή και σχεδόν αναλλοίωτη ένταξή τους σε θρησκευτικά συμφραζόμενα. Τέλος, απηχήσεις της θεογνίδειας ελεγείας στο έργο του Γρηγορίου, μπορούν να αναζητηθούν και στο επίπεδο του λεξιλογίου. 70 Τα παρακάτω παραδείγματα λειτουργούν ενισχυτικά σε αυτόν το συλλογισμό. ἐντύνει, ἥτ ἀνδρὸς τλήμονα θῆκε νόον. (Θέογνις, στ. 196) πίνῃ ὑπὲρ μέτρον, κοῦφον ἔθηκε νόον. (Θέογνις, στ. 498) Θέσθε νόον ν ον, βιότῳ μὲν ὅσους γάμος ἁγνὸς ἔδησε (Γρηγόριος, στ. 33) ὥσπερ κληματίνῳ χεῖρα πυρὶ προσάγειν. (Θέογνις, στ. 1360) νύμφαι παρθενικαὶ, πάντα Θεῷ προσάγειν γειν. (Γρηγόριος, στ. 36) ἀεργά τὰ δ ἐξοπίσω, τῶν φυλακὴ μελέτω. (Θέογνις, στ. 584) ἡ δὲ Τριὰς πάντων ἔξοχά σοι μελέτω τω. (Γρηγόριος, στ. 62) ἄρτι παραγγέλλοι μ έ σ σ α τ ο ν ἦμαρ ἔχων χων, (Θέογνις, στ. 998) γνώμη δ εὐπαγέος ἦμαρ ἄ λ υ τ ο ν ἔχει. (Γρηγόριος, στ. 10) χρηΐζων καὶ ἐπ ἄλλον ἐλεύσεαι ἀλλὰ σὲ δαίμων (Θέογνις, στ. 133) Χρῄζων δὴ παθέεσσιν ἀκέστορος, ἢν κακὰ κεύθῃς, (Γρηγόριος, στ. 21) θυμὸν ἔχων μίμνειν. ἀθανάτων τε δόσεις (Θέογνις, στ. 443) θυμὸν ἔχειν ειν, σαρκῶν τηλόθεν ἱστάμεναι. (Γρηγόριος, στ. 38) 70 πβ. Simelidis (2009: 119). ~ 59 ~

Ενότητα πέµπτη ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΕΜΠΤΗ Οι γλωσσικές επιλογές του Γρηγορίου στο ποίημα Ι.2.31 Τῷ δέ γε Γρηγορίῳ ἀκόρεστος ἡ γλῶττα πανταχοῦ βάλλουσα. [ ] Τὸ Γρηγορίου χρῶµα τοῦ λόγου διήνθισται µὲν ἐκ µυρίων χρωµάτων, ἔστι δὲ ἄλλο τι παρὰ ταῦτα καὶ κάλλιον ἐκείνων παρὰ πολύ. [ ] Ἔγωγ οὖν οὐδὲ συναίρεµα ἀλλοτρίων καὶ διαφόρων τὸν ἐκείνου λόγον φηµί, ἀλλὰ µονοειδῆ τὴν φύσιν, ὥσπερ δὴ τὸ ῥόδον ἐκ τῶν τῆς γῆς λαγόνων ἄνεισι µετὰ τοῦ φυσικοῦ χρώµατος, πολυειδῆ δε, εἴ τις ὡς µῖγµα τὸ χρῶµα διαιρεῖν δύναιτο πρὸς διαφόρους χροιὰς ἐξ ὧν ἄν τις τοιοῦτόν τεχνήσαιτο. [Μ. Ψελλός] 71 Με τα παραπάνω λόγια περιγράφει ο Μ. Ψελλός τη γλώσσα του Γρηγορίου Ναζιανζηνού. Η αλήθεια είναι πως η γλώσσα των ποιημάτων του Γρηγορίου 72 μπορεί μεταξύ άλλων να χαρακτηριστεί ιδιότυπη, τεχνητή και ακραιφνώς προσωπική. Χρησιμοποιώντας κατά κόρον μια μεικτή ποιητική, σχεδόν ομηρίζουσα γλώσσα, με στοιχεία της αττικής αλλά και πάμπολλα δάνεια από την ιωνική διάλεκτο, χωρίς παράλληλα να λείπουν και δείγματα από τις υπόλοιπες, κατορθώνει να συνθέσει ένα γλωσσικό υφαντό, το οποίο έχει συγκροτηθεί χάριν της πλούσιας παρακαταθήκης γνώσεων που αποκόμισε από την προγενέστερη λογοτεχνική του παράδοση. Οφείλει όμως κανείς να έχει υπόψιν του πως πολλές φορές η επιλογή του γλωσσικού του υλικού υπαγορεύεται από τις ιδιαίτερες μετρικές ανάγκες των ποιημάτων του (ιδιαιτέρως του δακτυλικού εξαμέτρου και του ελεγειακού διστίχου), το οποίο του στερεί τη δυνατότητα για εκφραστική και προσωδιακή ελευθερία και τον υποχρεώνει στην επιλογή μιας γλώσσας με «αρχαϊκές» καταβολές. 71 Μ. Ψελλός, Χαρακτῆρες [PG 35.904-905]. 72 Για τη γλώσσα του Γρηγορίου βλ. Sykes (1970: 38-42), Simelidis (2009: 47-54), Βερτουδάκης (2011: 127-139). ~ 60 ~

Ενότητα πέµπτη Μέσα από αυτό λοιπόν το αμάλγαμα ετερόκλητων γλωσσικών κωδίκων επιτυγχάνει να συνθέσει χριστιανική ποίηση αναβιώνοντας και αξιοποιώντας το θησαυρό της παλαιότερης ελληνικής γλώσσας (όπως αυτή αποτυπώνεται στα ομηρικά κείμενα, την τραγική ποίηση, τη φιλοσοφία, την ελληνιστική ποίηση) και τα σύγχρονά του θρησκευτικά κείμενα, χωρίς ωστόσο να αδιαφορεί για την εξέλιξη της συγκαιρινής του γλώσσας. 73 Όπως αναφέρθηκε, ο Γρηγόριος επηρεάστηκε κυρίως από τον πρώτο διδάξαντα της επικής ποίησης, τον Όμηρο, επιχειρώντας μια επανασύνδεση με το απώτατο λογοτεχνικό παρελθόν. Ίσως αυτό να το επιτάσσει και το είδος της ποίησης που καλλιεργεί. Δεν είναι λίγες οι φορές που χρησιμοποιεί στο έργο του ομηρικές λέξεις και λογότυπους, προσπαθώντας να τα εντάξει στα χριστιανικά συμφραζόμενα της εποχής του. Μέσα σ αυτό το πλαίσιο, επιλέγει να χρησιμοποιήσει το ποίημα Ι.2.31: α) λέξεις περισσότερο ποιητικές, όπως για παράδειγμα: εὐπαγέος (στ. 10 πβ. Θεόκριτος, 25.208), μνώεο (στ. 4), τάμοις (στ. 1), ἀπημοσύνης (στ. 52), ἔρεξεν, στ. 23 (ποιητικός τύπος αντί ἔρρεξεν), β) εκφραστικά σύνθετα όπως: εὐεπίην (24), ἀειστρεφέος (26), παμφανόωσα (37), γ) το σχεδόν ἅπαξ λεγόμενο και έτερο εκφραστικό σύνθετο ἀφθιτόμητις του στίχου 31, δ) όπως επίσης και δ) λέξεις που προσιδιάζουν στην επική διάλεκτο: ὄσσετ(αι) (στ. 20) κ.ά. Παρακάτω παρουσιάζονται σε καταλογική μορφή ορισμένα χαρακτηριστικά των γλωσσικών επιλογών του Γρηγορίου, τόσο σε επίπεδο φωνητικής όσο και μορφολογίας, όπως αυτά αντικατοπτρίζονται στο ποίημα Ι.2.31: Α. ΦΩΝΟΛΟΓΙΑ 1. Εμφάνιση πολλών ιωνικών τύπων: α) χρήση του ιωνικού -η αντί για ᾱ π.χ. νηὸν (στ. 5), εὐεπίην (στ. 24), νηῦς (στ. 2), κακίην (στ. 49), οὐρανίην (στ. 60). β) χρήση του ιωνικού -ει αντί για -ε π.χ. ξείνων (στ. 57), ἐμεῖο (στ. 23). 73 βλ. Simelidis (2009: 47): «Gregory wanted to express his Christian ideas and concepts and he had to do this by employing traditional vocabulary in his entirely different context». ~ 61 ~

Οι γλωσσικές επιλογές του Γρηγορίου στο ποίηµα Ι.2.31 γ) έκταση του -α σε -αι π.χ. αἰεί/αἰὲν (ἀεὶ > ἀfει, στ. 28, 45, 61). δ) έκταση του -ε σε -α π.χ. τάμνω (αντί τέμνω, στ. 1). 2. Παρουσία ασυναίρετων ονοματικών και ρηματικών τύπων στη θέση συνηρημένων π.χ. νόον (στ. 5, 33, 45), ἀκαμπέα (στ. 41), βροτέη (στ. 30), παρεσταότος (στ. 3), μνώεο (στ. 4), περιφείδεο (στ. 57), ἄχθεα (στ. 59). 3. Παρουσία του φαινομένου της επικής/μετρικής διέκτασης, 74 της περίπτωσης δηλαδή της γειτονικής παρουσίας φωνηέντων από τα οποία το πρώτο είναι βραχύ και το δεύτερο μακρό, εκεί που θα περίμενε κανείς ένα μακρό φωνήεν προϊόν συναίρεσης ή δύο ασυναίρετα π.χ. παμφανόωσα (στ. 37), σαοφροσύνης (στ. 44), μνώεο (στ. 4). 75 4. Η τάση για ψίλωση ορισμένων δασειών λέξεων (φαινόμενο αιολικό και ιωνικό) π.χ. ἦμαρ, στ. 9-10 (κατά το ἡμέρα). 5. Μετάθεση ορισμένων συμπλεγμάτων (συνήθως του ρα και του αρ) π.χ. θάρσος (στ. 43), κραδίης (στ. 6), κραδίῃσι (στ. 39). 6. Διπλασιασμός συμφώνων π.χ. ὁππότερον (στ. 14), ὅσσαι (στ. 35). 7. Αποβολή τελικών φωνηέντων λόγω έκθλιψης προ αρκτικού φωνήεντος π.χ. ὄσσετ, στ. 24 (αντί ὄσσεται). 8. Αποβολή του τελικού -ς των επιρρημάτων π.χ. πολλάκι (στ. 52). 9. Κράση φωνηέντων π.χ. θατέροιο, στ. 14 (τὸ ἑτέροιο). 76 Β. ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ 74 βλ. Chantraine (1963: 75-83), (1990: 284), Τσοπανάκης (1983: 176). 75 πβ. Davids (1940: 131 υποσ. 3). 76 Στο ποίημα παρατηρείται μόνο ένα φαινόμενο κράσης. Αυτό ενδεχομένως να μην είναι άσχετο με τον ισχυρισμό του West, ο οποίος παρατηρεί (1974: 55) πως η κράση αποτελεί στοιχείο της κοινής καθομιλουμένης, μα αποφεύγεται σε κείμενα υψηλού ύφους, καθώς θεωρείται ενδεικτικό αμέλειας και κακοτεχνίας. ~ 62 ~

Ενότητα πέµπτη 1. Κλίση ονομάτων 1.1. Πρώτη κλίση α) Η γενική ενικού του θηλυκού γένους λήγει σε -ης π.χ. κραδίης (στ. 6), κακίης (στ. 18, 19, 50), ἐπουρανίης (στ. 32), εύσεβίης (στ. 54). β) Η δοτική ενικού του θηλυκού γένους λήγει σε -ῃσι π.χ. κραδίῃσι (στ. 39). γ) Η γενική ενικού του αρσενικού και του ουδετέρου γένους λήγει σε -αο/-εω. 1.2. Δεύτερη κλίση α) Η γενική ενικού λήγει σε -οιο π.χ. βιότοιο (στ. 1), κρυεροῖο θανάτοιο (στ. 3), θατέροιο (στ. 14), ὁδοῖο (στ. 17). β) Η γενική πληθυντικού λήγει σε -εων π.χ. ἡμιδαπέων (στ. 57). γ) Η δοτική πληθυντικού λήγει σε -οισι(ν) π.χ. ἀπερχομένοισι, ἐρχομένοισι (στ. 25), λογίοισιν (στ. 45), χοάνοισι (στ. 51), τάφοισιν (στ. 55), οἷσι, στ. 47 (αναφορική αντωνυμία). 1.3. Τρίτη κλίση α) Η γενική ενικού των τριτόκλιτων ουσιαστικών και επιθέτων λήγει σε -εος π.χ. εὐπαγέος (στ. 10), ἀειστρεφέος (στ. 26), κάλλεος (στ. 8). β) Η γενική πληθυντικού λήγει σε -εων π.χ. φαέων (στ. 20), ἀδρανέων (στ. 58). γ) Η δοτική πληθυντικού λήγει σε -εσσι(ν) αναλογικά με τον αρχικό τύπο (-σι) π.χ. θυέεσσιν (στ. 15), παθέεσσιν (στ. 21). α) Προσωπικές: ἐμεῖο (στ. 23). β) Κτητικές: ἑῆς (στ. 19), ἑόν (στ. 45). 2. Αντωνυμίες 3. Ρήματα: α) Αναύξητοι σχηματισμοί αορίστου π.χ. λίπον (στ. 58). ~ 63 ~

Οι γλωσσικές επιλογές του Γρηγορίου στο ποίηµα Ι.2.31 β) Τύποι απαρεμφάτων με καταλήξεις -μεν (θεσσαλική και βοιωτική κατάληξη), -μεναι (λεσβιακή κατάληξη) π.χ. ἐστάμεναι, στ. 15 (αντί: ἐστάναι), ἱστάμεναι (στ. 38). γ) Το δεύτερο ενικό πρόσωπο της μέσης φωνής είναι συνήθως ασυναίρετο π.χ. οριστική μέλλοντα: φεύξεαι (στ. 22), προστακτική ενεστώτα: μνώεο (στ. 4), περιφείδεο (στ. 57). δ) Παρουσία διαλεκτικών τύπων του ρήματος εἰμί: ἔοις (στ. 46), ἔοι (στ. 40), ἐόντα (μετοχή, στ. 15, 49), ἔμμεναι (ο αιολικός τύπος του απαρεμφάτου, στ. 49). 4. Επιρρήματα: α) Συχνός σχηματισμός επιρρημάτων με το επίθημα -θι π.χ. ἔνδοθι (στ. 6), ἔκτοθι (στ. 18). β) Χρήση του ομηρικού επιρρήματος ῥεῖα (αντί ῥέα, στ. 8, 40, 53). ~ 64 ~

Ενότητα έκτη ΕΝΟΤΗΤΑ ΈΚΤΗ Το ύφος και η ρητορική του Γρηγορίου στο ποίημα Ι.2.31 [ ] In [Gregory s] writing the word covers that of the bishop, but especially that of the city rhetor. Gregory, as the source of true dogma, and the root of new paideia, managed to achieve both. 77 Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι το ύφος του Γρηγορίου χαρακτηρίζεται από χαμαιλεόντεια τακτική. Κι αυτό γιατί ο ίδιος παρουσιάζει την ικανότητα να εναλλάσσει τις εκφραστικές του επιλογές ανάλογα με την περίσταση, να προσαρμόζεται στις εκάστοτε κειμενικές επιταγές και να ρέπει μεταξύ του πεζολογικού και του άκρως «στιλιζαρισμένου» ύφους. Άλλοτε δηλαδή μπορεί να είναι περισσότερο σύνθετος και βερμπαλιστής, στομφώδης και ρητορικός, χρησιμοποιώντας μια γλώσσα εκφραστική και ρέουσα που καθιστά το λόγο του μελίρρυτο, και άλλοτε εξόχως απλός και άμεσος. Βέβαια, τις εκάστοτε επιλογές του επιτάσσει τόσο το είδος με το οποίο ασχολείται κάθε φορά (ποίηση, επιστολές, λόγοι), όσο και η μετρική μονάδα στην οποία συνθέτει τα ποιητικά του έργα όταν γράφει σε δακτυλικό εξάμετρο ή ελεγειακό δίστιχο στίχο, φροντίζει να διατηρεί τις γλωσσικές και υφολογικές «συμβάσεις» του είδους, όπως αυτές παγιώθηκαν από τους αρχαίους ποιητές, ενώ όταν συνθέτει ιαμβικά ποιήματα το ύφος του χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη πεζολογία. Στο ποίημα Ι.2.31, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι το ύφος του Γρηγορίου είναι περισσότερο ρητορικό. Αυτό φυσικά δεν είναι άσχετο με τον χαρακτήρα του ποιήματος, αφού ως γνωμολογικό και μάλιστα προοριζόμενο κυρίως για τους νέους, δεν απουσιάζουν από αυτό εκείνα τα στοιχεία τα οποία προσδίδουν ζωντάνια και παραστατικότητα στα λεγόμενά του, υπηρετώντας πέρα από το ωφέλιμον και το τερπνόν. Στο γεγονός αυτό συμβάλλουν, όχι μόνο οι 77 McGuckin (2006: 212). ~ 65 ~

Το ύφος και η ρητορική του Γρηγορίου στο ποίηµα Ι.2.31 συνεχείς προστακτικές και προτρεπτικές υποτακτικές που χρησιμοποιεί, αλλά περισσότερο τα εκφραστικά σχήματα που επιλέγει, τα οποία αποδεικνύουν την πλήρη εξοικείωσή του με τη ρυθμική εκφορά του λόγου και με τους κανόνες της ρητορικής τέχνης. Έτσι λοιπόν, στο ποίημα Ι.2.31, ο Γρηγόριος μετέρχεται ποικίλλων σχημάτων λόγου, είτε ως προς τη θέση των λέξεων, είτε ως προς τη σημασία τους. 78 Χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις αποτελούν οι εξής: Σχετικά με τη θέση των λέξεων στην πρόταση: Άρση και θέση σύμφωνα με αυτή, προτάσσονται οι αρνήσεις και έπειτα η κατάφαση (οὐ, οὐ, οὐ ἀλλὰ). π.χ. Μήτε δικαιοσύνην τιν ἀκαμπέα, μήτε φρόνησιν ἀγκυλόεσσαν ἔχειν Μέτρον ἄριστον ἅπαν. (στ. 41-42) Υπερβατό κατά το οποίο δύο λέξεις που έχουν μεταξύ τους στενή συντακτική και λογική σχέση χωρίζονται λόγω της παρεμβολής άλλων λέξεων. π.χ. ὡς αἰεὶ κρυεροῖο παρεσταότος θανάτοιο. (στ. 3) οὔποτε σηπεδόνα φεύξεαι ἀργαλέην. (στ. 22) Αναδίπλωση ή παλλιλογία όταν μια λέξη ή μικρή φράση επαναλαμβάνεται αμέσως μετά συνήθως με έναν πρόσθετο όρο. π.χ. ἦμαρ ἐπ ἦμαρ ἄγει σε. Μια μορφή αναδίπλωσης/παλλιλογίας αποτελεί το σχήμα κατά το οποίο επαναλαμβάνεται όχι η ίδια λέξη αλλά μια συνώνυμή της. π.χ. Μήτε δικαιοσύνην τιν ἀκαμπέα καμπέα, μήτε φρόνησιν ἀγκυλόεσσαν ἔχειν Μέτρον ἄριστον ἅπαν. (στ. 41-42) 78 Για το θεωρητικό σκέλος των σχημάτων λόγου από την αρχαία ρητορική παράδοση βλ. Αλέξανδρος, Περὶ σχημάτων [III. pp. 7-40 εκδ. Spenge]. Επίσης, Lausberg (1990: 282 κ.εξ.) και Παπανικολάου (1952). ~ 66 ~

Το ύφος και η ρητορική του Γρηγορίου στο ποίηµα Ι.2.31 Ὅστις ἀπερχομένοισι καὶ ἐρχομένοισι πέποιθε, ῥεύματι πιστεύει οὔποτε ἱσταμένῳ. (στ. 11-12) Παρήχηση κατά την οποία σε διαδοχικές λέξεις επαναλαμβάνεται ο ίδιος φθόγγος για λόγους έμφασης και για ζωντάνια. π.χ. Ὡς αἰεὶ κρυεροῖο παρεσταότος θανάτοιο. (στ. 3) ῥεύματι πιστ στεύει οὔποτε ἱστ σταμένῳ. (στ. 12) καὶ κακίην τέρπειν, δυσκλε κλεές ἐστι κλέος (στ. 48) ἐξοδίη τιμή, δεξιὸν οὔνομ ἔχειν. Ξείνων ἡμιδαπέων περιφείδεο, ἔξοχα δ αὖτε. (στ. 56-57) Αντιστροφή σύμφωνα με το σχήμα αυτό, δύο φράσεις τελειώνουν με την ίδια λέξη. π.χ. Σπεῦδε μὲν εἶναι ἄριστος ριστος ἀφάνδανε δ οἶσιν ἄριστον ριστον (στ. 47) Ομοιοτέλευτο ο ή ομοιοκατάληκτο πρόκειται για σχήμα κατά το οποίο διαδοχικές προτάσεις τελειώνουν με ομοιοκατάληκτες λέξεις. π.χ. ὁππότερόν κεν ἔχοις καὶ θατέροιο τύχοις χοις. (στ. 14) Στο παραπάνω παράδειγμα εμφανίζεται και το πάρισον το σχήμα αυτό παρουσιάζει ομοιότητες με το ομοιοτέλευτο. Στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση, πρόκειται για αντιστοιχία των όρων (λέξεων ή συλλαβών) σε δύο περιόδους. Ιδιαίτερη μορφή ομοιοτέλευτου σχηματίζουν οι πεντάμετροι στίχοι 34 και 36, οι οποίοι, μολονότι δεν είναι διαδοχικοί, παρουσιάζουν έντονη ρυθμική εκφορά του λόγου δημιουργώντας ένα είδος ομοιοκαταληξίας. ληνοῖς οὐρανίαις πλείονα καρπὸν ἄγειν (στ. 34) νύμφαι παρθενικαί, πάντα Θεῷ προσάγειν. (στ. 36) ~ 67 ~

Το ύφος και η ρητορική του Γρηγορίου στο ποίηµα Ι.2.31 Παρονομασία ή ετυμολογικό σχήμα σε αυτό το σχήμα ομόρριζες λέξεις τίθενται η μία κοντά στην άλλη. π.χ. ῥεῖά κεν ἀρνήσαιτο Θεὸν μέγαν, ὃς γενετῆρα ρα ἴσθι δὲ καὶ γενέτην ὡς πατέρ εὐσεβίης. (στ. 53-54) Χιαστό με τη συνοδεία αντίθεσης: π.χ. σὸς λόγος ἔργον ἐμεῖο (στ. 23) Σχήματα λόγου σχετικά με τη σημασία των λέξεων: Παρομοίωση κατά την οποία, για να τονιστεί μια ιδιότητα ενός προσώπου ή ενός πράγματος, αυτό παραβάλλεται με άλλο που έχει αυτή την ιδιότητα σε μεγαλύτερο βαθμό. π.χ. Ἀεὶ νηὸν ἔγειρε Θεῷ νόον, ὥς κεν ἄνακτα, ἵδρυμ ἄϋλον ἔχῃς ἔνδοθι σῆς κραδίης. (στ. 5-6) πλουτεῖν δ αὖ θεότητα μόνην καὶ κόσμον ἅπαντα, ἶσον ἀραχναίοις νήμασιν αἰὲν ἔχειν. (στ. 27-28) Μεταφορά κατά την οποία η κύρια σημασία μιας λέξης ευρύνεται και μεταφέρεται αναλογικά και σε άλλες με τις οποίες έχει κάποια ομοιότητα. π.χ. κρυεροῖο θανάτοιο (στ. 3) ἵδρυμ ἄϋλον (στ. 6) γνώμη εὐπαγέος (στ. 10) σηπεδόνα ἀργαλέην (στ. 22) ψυχῆς πῆξιν ἀειστρεφέος (στ. 26) φρόνησιν ἀγκυλόεσσαν (στ. 41-42) ἱστίον ἐς ζωὴν οὐρανίην πέτασον (στ. 60) ~ 68 ~

Το ύφος και η ρητορική του Γρηγορίου στο ποίηµα Ι.2.31 Προσωποποίηση ηση όταν αποδίδονται ανθρώπινες ιδιότητες και χαρακτηριστικά σε άψυχα πράγματα ή σε αφηρημένες έννοιες. π.χ. ἦμαρ ἐπ ἦμαρ ἄγει σε (στ. 9) εὐεπίην έχέτω, σύμμαχον ἀμφίθετον. (στ. 24) Αντίθεση όταν δύο έννοιες, ιδιότητες, καταστάσεις ή εικόνες που έχουν ολότελα διαφορετικά γνωρίσματα παρατάσσονται η μία κοντά στην άλλη. π.χ. Σὸς λόγος, ἔργον ἐμεῖο (στ. 23) δυσκλεὲς κλέος (στ. 48) αἰσχρὸν ἄριστον ἐόντα, συνήγορον ἔμμεν ἀλιτρῶν (στ. 49) Λιτότητα στο σχήμα αυτό, μία έννοια αποδίδεται με άρνηση και με την αντίθετη σημασιολογικά λέξη. π.χ. Ῥεύματι πιστεύει, οὔποτε ἱσταμέν σταμένῳ (αντί: ἀστάτῳ) (στ. 12) Ὃς οὐ καλὸν ἔργον ἔρεξεν (στ. 23) Σχήματα λόγου σχετικά με την πληρότητα του λόγου: Επαναφορά χαρακτηριστικό του σχήματος αυτού είναι ότι μια λέξη ή φράση επαναλαμβάνεται, επαναφέρεται στην αρχή δύο ή περισσότερων διαδοχικών προτάσεων (ή: δύο ή περισσότερες διαδοχικές προτάσεις αρχίζουν με την ίδια λέξη ή φράση). Επειδή, ωστόσο, το ποίημα είναι συντεθειμένο με τη μορφή ακροστιχίδας, δεν υπάρχει η ευχέρεια να ξεκινούν με την ίδια λέξη δύο διαδοχικές προτάσεις. Αντίθετα, υπάρχουν διάσπαρτοι στίχοι οι οποίοι ξεκινούν με όμοιο τρόπο: π.χ. ὡς αἰεὶ κρυεροῖο παρεσταότος θανάτοιο. (στ. 3) αἰεὶ νηὸν ἔγειρε Θεῷ νόον, ὥς κεν ἄνακτα. (στ. 5) ῥεῖά κεν ὧδε τύχῃς κάλλεος ἀρχετύπου (στ. 8) ῥεῖά κεν ἔκπλυτ ἔοι. Βένθος ἔμοιγε φίλον. (στ. 40) ~ 69 ~

Το ύφος και η ρητορική του Γρηγορίου στο ποίηµα Ι.2.31 ῥεῖά κεν ἀρνήσαιτο Θεὸν μέγαν, ὃς γενετῆρα. (στ. 53) ἕν διὰ δυοῖν όταν μια έννοια εκφράζεται με δύο λέξεις που συνδέονται μεταξύ τους παρατακτικά, ενώ έπρεπε η μία να προσδιορίζει την άλλη. π.χ. Ἶσον ἐμοὶ κακόν ἐστι βίος καὶ μῦθος ἀλιτρός. (στ. 13) ~ 70 ~

Ενότητα έβδοµη ΕΝΟΤΗΤΑ ΈΒΔΟΜΗ Ζητήματα μετρικής To understand and enjoy poetry means responding to, and participating in its rhythm not as one of a number of features that make up the poetic experience, but as the heart of that experience. 79 7.1. Εισαγωγικά Το ποίημα Ι.2.31 αποτελείται από 62 στίχους, οι οποίοι είναι συντεθειμένοι στη μετρική μονάδα του ελεγειακού δίστιχου πρόκειται για ένα από τα μέτρα που κληροδότησε στο Βυζάντιο η κλασική αρχαιότητα, μαζί με τον δακτυλικό εξάμετρο και το ιαμβικό τρίμετρο. Συγκεκριμένα, σε ελεγειακό δίστιχο είναι συντεθειμένα όλα τα είδη της αρχαϊκής ελληνικής ελεγείας (πολεμική, ερωτική, πολιτική, ηθική και γνωμική ελεγεία), όπως επίσης και διάφορα επιγράμματα της ελληνιστικής κυρίως εποχής. Ο Γρηγόριος, χρησιμοποίησε και τις τρεις 80 παραπάνω μετρικές 79 Attridge (1995: 1). 80 Ποιήματα σε δακτυλικό εξάμετρο: Ι.1. 1-5 [PG 37.397-429], 7-9 [PG 37.438-464], 12-13 [PG 37.472-475], 15 [PG 37.476-477], 18-19 [PG 37.480-488], 21 [PG 37.491-492], 23 [PG 37.494], 27 [PG 37.498-506], 29 [PG 37.507-508], 33 [PG 37.514], 34-37 [PG 37.515-521] I.2. 1 [PG 37.521-632], 2 [εκδ. Zehles-Zamora], 9 [εκδ. Palla] II.1. 19 [εκδ. Simelidis], 22 [PG 37.1281-1282], 32 [PG 37.1300-1305], 42-43 [PG 37.1344-1349], 51 [PG 37.1394-1397], 54 [PG 37.1397-1399], 74-75 [PG 37. 37.1421-1423], 90 [PG 37.1445-1446] II.2. 3 [PG 37.1480-1505], 4 [εκδ. Moroni], 5 [PG 37.1521-1542], 6 [εκδ. Bacci], 7 [PG 37.1551-1577]. Ποιήματα σε ελεγειακό δίστιχο: I.1. 11 [PG 37.470-471], 14 [PG 37.475-476], 20 [PG 37.488-491], 24 [PG 37.495-496], 31 [PG 37.510-511], 38 [PG 37.521-578] I.2. 12 [PG 37.753-754], 13 [PG 37.754-755], 14 [εκδ. Domiter], 15-16 [PG 37.766-781], 17 [εκδ. Simelidis], 29 [PG 37.884-900], 31-32 [PG 37.910-927], 36 [PG 37.963-966], 38 [PG 37.967] II.1 15-17 [PG 37.1250-1269], 27-28 [PG 37.1286-1288], 34 [PG 37.1307-1322], 38 [PG 37.1325-1329], 44-46 [PG 37.1349-1391], 49-50 [PG 37.13884-1393], 55 [PG 37.1399-1401], 81-84 [PG 37.1427-1431], 87 [PG 37.1433-1435], 91-98 [PG 37.1446-1451] II.2. 1-2 [PG 37.1451-1480]. ~ 71 ~

Ζητήµατα µετρικής μονάδες στα ποιήματά του. 81 Πέρα από τις βασικές αυτές μονάδες, χρησιμοποίησε επίσης και ημίαμβους 82 στίχους, καθώς και ανακρεόντεια 83 και τροχαϊκά μέτρα. 84 Εντύπωση προκαλεί ωστόσο το γεγονός ότι απουσιάζει μια συστηματική μελέτη των γρηγοριανών αυτών μέτρων εν συνόλω μια τέτοια έρευνα θα οδηγούσε αφενός σε χρήσιμα συμπεράσματα για την εξέλιξη των μέτρων στην ύστερη αρχαιότητα και το Βυζάντιο και αφετέρου θα καταδείκνυε την μίμηση ή ελευθεριότητα του Γρηγορίου σε σχέση με τους προκατόχους του. 85 Δεν είναι λίγοι οι μελετητές που καταλογίζουν στον Γρηγόριο εσκεμμένη ή ακούσια άγνοια ορισμένων μετρικών φαινομένων, καθώς ορισμένες φορές το μέτρο των ποιημάτων του αποκλίνει από τους μετρικούς κανόνες των αντίστοιχων μέτρων όπως αυτά χρησιμοποιήθηκαν από τους ποιητές της αρχαιότητας. 86 Ο Allan Cameron (2004: 338-339) αναφέρεται σε συνειδητή Ποιήματα σε ιαμβικό τρίμετρο: I.1. 6 [PG 37.430-438], 10 [PG 37.464-470], 16-17 [PG 37.477-480], 23 [PG 37.494], 26 [PG 37.497-498] I.2. 4 [PG 27.640-642], 6 [PG 37.643-648], 8 [εκδ. Werhahn], 10 [εκδ. Crimi], 11 [PG 37.752-753], 18-23 [PG 37.786-790], 25 [εκδ. Oberhaus], 27 [PG 37.854-856], 28 [εκδ. Beuckmann], 30 [PG 37.908-910], 33-35 [PG 37.927-965], 37 [PG 37.966] II.1 1-11 [εκδ. Tuilier-Bady], 12 [εκδ. Meier], 13-14 [PG 37.1270-1250], 18-20 [PG 37.1270-1280], 23-26 [PG 37.1287], 29 [PG 37.1288-1289], 31-33 [PG 37.1299-1306], 35-37 [PG 37.1322-1325], 39-42 [PG 37.1329-1346], 47-48 [PG 37.1381-1384], 51-53 [PG 37.1394-1399], 56 [PG 37.1401], 58-67 [PG 37.1402-1408], 69-72 [PG 37.1417-1420], 74-80 [PG 37.1421-1427], 86 [PG 37.1432-1433], 89-90 [PG 37.1442-1446] II.2. 8 [PG 37.1577-1600]. 81 Για τα μέτρα των επιγραμμάτων βλ. Βερτουδάκης (2011: 210-216). 82 πβ. II.1.88 [PG 37.1435-1442]. 83 πβ. I.1.30 [PG 37.508-510], I.2.7 [PG 37.648-649], II.1.21 [PG 37.1281], II.1.30 [PG 37.1290-1299], II.1.78 [PG 37.1426]. 84 πβ I.1.7 [PG 37.438-446], I.1.26 [PG 37.497-498]. 85 Είναι αλήθεια πως απουσιάζουν μελέτες που εξετάζουν συνολικά τη μετρική του Γρηγορίου, παρά μόνο γενικές αναφορές πβ. Puech (1930: 385 κ. εξ.), Pellegrino (1932: 74-84), Wyss (1949: 203-204) περισσότερες πληροφορίες για τη μετρική παρέχουν οι εισαγωγές σε έργα που πραγματεύονται κριτικές εκδόσεις των ποιημάτων. πβ. Werhahn (1953: 9-11), Jungck (1974: 34-39), Bénin (1988: 318-324), Meier (1989: 18-22), Oberhaus (1991: 26-36), Crimi (1995: 102-107), Bacci (1996: 55-56), Sykes στο Moreschini (1997: 61-62), Domiter (1999: 264-266), Moroni (2006: 62-68), Simelidis (2009: 54-57), Βερτουδάκης (2011: 210-216). Για το δακτυλικό εξάμετρο του Γρηγορίου, βλ. Agosti Gonnelli (1995: 372-409) και Simelidis (2009: 56). Για το ανακρεόντειο, βλ. Crimi (1996). 86 Για τη σχετική συζήτηση πβ. Simelidis (2009: 55), Δετοράκης (1995: 315). ~ 72 ~

Ενότητα έβδοµη παραβίαση των προσωδιακών κανόνων της αρχαιότητας (ιδίως των δίχρονων φωνηέντων) από την πλευρά του Γρηγορίου, κάθε φορά που τον εξυπηρετούσε μια τέτοια διαφοροποίηση. Ο Paul Mass (1962: 14), από την άλλη, προσπαθώντας να εξηγήσει το φαινόμενο των λαθών στην προσωδία των ποιημάτων του Γρηγορίου, συμπεραίνει πως αυτά δικαιολογούνται εν μέρει λόγω του χριστιανικού κοινού στο οποίο απευθυνόταν (τόσο ο ίδιος ο Γρηγόριος, όσο και άλλοι χριστιανοί συγγραφείς), το οποίο δεν ήθελε να έχει ακούσματα από προγενέστερα ειδωλολατρικά στιχουργήματα. Εξάλλου, σύμφωνα με τον Hunger (1969-70: 32-33), οι συλλαβές υπολογίζονταν την εποχή εκείνη όχι σε μήκος αλλά σε αριθμό και η έννοια των μακρών και των βραχέων χανόταν. Οι περισσότεροι όμως ποιητές, φιλοδοξώντας να αποδειχθούν συνεχιστές της κλασικής παράδοσης, αποπειράθηκαν να παρουσιάσουν στον πεπαιδευμένο αναγνώστη τους μια μορφή τέλειου μέτρου, ισάξιου με το αντίστοιχο των προγενέστερων ποιητών. Έτσι λοιπόν, καλλιεργήθηκε μια «ποίηση για το μάτι» ( poetry for the eye ), που δεν είχε καμία σχέση με την πραγματικότητα της εποχής τους, αφού δημιουργήθηκαν ασυμφωνίες ανάμεσα στην ποίηση όπως διαβαζόταν και στην ποίηση όπως ακουγόταν. 87 Πριν όμως προβεί κανείς σε οποιονδήποτε αφορισμό σχετικά με την ποιότητα ή την έλλειψη αυτής για τον εκάστοτε ποιητή, θα πρέπει να λαμβάνει πάντοτε υπόψιν του τα χρονολογικά και πολιτισμικά συμφραζόμενα της εποχής του, εν προκειμένω του 4 ου αιώνα μ.χ., στη διάρκεια του οποίου έδρασε ο Γρηγόριος. Πρόκειται για μία εποχή που απέχει χρονολογικά κάμποσους αιώνες τόσο από την αρχαϊκή και κλασική εποχή, όσο και από την ελληνιστική, πράγμα που σημαίνει πως επικρατούσαν και μάλιστα εύλογα διαφορετικές συνήθειες σε όλους τους τομείς. Όσον αφορά στο μετρικό σύστημα, κατά την περίοδο αυτή (αλλά και νωρίτερα) η προσωδία έχει χαθεί και ως εκ τούτου παρατηρείται η αντικατάσταση των προσωδιακών μέτρων από τα αντίστοιχα τονικά. Είναι εύλογο λοιπόν το γεγονός ότι κάποιοι 87 Βλ. G. Agosti (2006: 35-65). Γενικά για το θέμα βλ. Hunger (1995). ~ 73 ~

Ζητήµατα µετρικής συγγραφείς προτίμησαν να είναι περισσότερο συντηρητικοί στις νέες μετρικές επιταγές (όπως ο Νόννος στα Διονυσιακά του 88 ) και άλλοι να συμβαδίσουν με τις τάσεις της εποχής τους. 7.2. Προσωδιακά χαρακτηριστικά στο ποίημα Ι.2.31 Θα ήταν σκόπιμο στο σημείο αυτό να καταγραφούν ορισμένα από τα χαρακτηριστικά της προσωδίας, όπως αυτά απορρέουν από το ποίημα Ι.2.31, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο ο Γρηγόριος παρέμεινε πιστός ή διαφοροποιήθηκε από τις αρχαιοελληνικές επιταγές. i. Εναλλαγή της προσωδίας των δίχρονων φωνηέντων, η οποία χαρακτηρίζεται από μία ελευθεριότητα, για τις ανάγκες του μέτρου. Παρατηρούνται δηλαδή περιπτώσεις κατά τις οποίες ένα δίχρονο φωνήεν έχει διαφορετική προσωδιακή αξία μέσα στην ίδια λέξη για παράδειγμα, στη λέξη ἵδρῠμα του στίχου 6, το δίχρονο της παραλήγουσας είναι βραχύχρονο, ενώ στον Καλλίμαχο (Αἴτια 1.73) στο ίδιο σημείο θεωρείται μακρόχρονο. Το ίδιο συμβαίνει και με την παραλήγουσα της λέξης νεκύων του στίχου 58, μιας και στη συγκεκριμένη θέση απαιτείται βραχύχρονο ως καταληκτικό φωνήεν στο δακτυλικό σχήμα (qww). Αντιθέτως, το δίχρονο της παραλήγουσας της λέξης ἄλῡτον του στίχου 10 θεωρείται μακρόχρονο, πράγμα που συμβαίνει και σε άλλα ποιήματά του (πβ. Ι.2.34, στ. 135 [PG 37.955] κ.ά.), ενώ σε αντίστοιχα θεωρείται κανονικά βραχύχρονο (πβ. Ι.2.10, στ. 836 [εκδ. Crimi] και ΙΙ.1.1, στ. 28 [εκδ. Tuilier-Bady]). 89 ii. Η συνειδητή παραβίαση του κανόνα περί μονοσυμφωνικής αξίας (position debilis) του συμφωνικού συμπλέγματος άφωνου και υγρού συμφώνου (muta cum liquida) πβ. στ. 20 κρ (ἄκρων), 41 φρ (μήτε φρόνησιν), 48 κλ (ἐστι κλέος) και 62 τρ (δὲ Τριὰς). Οι επιλογές 88 Μπορεί ο Νόννος στα Διονυσιακά του να παραμένει πιστός στους μετρικούς κανόνες της αρχαιότητας, στη μετάφραση όμως του Ευαγγελίου του Ιωάννη, επιδίδεται σε λανθασμένες προσωδιακές επιλογές πβ. Maas (1962: 64). Για το μέτρο του Νόννου, πβ. επίσης Jeffreys (1981: 315-19). 89 Σχετική συζήτηση βλ. Simelidis (2009: 55). ~ 74 ~

Ενότητα έβδοµη αυτές υπαγορεύονται από τη μετρική οργάνωση του στίχου η λέξη του στίχου 41 λόγω του σχηματισμού δακτύλου για την ολοκλήρωση του πέμπτου πόδα του εξαμέτρου, οι λέξεις των στίχων 20 και 48 λόγω της θέσης τους στο δεύτερο ημιεπές του πεντάμετρου στίχου, στο οποίο επιβάλλεται να υπάρχουν δάκτυλοι και η τελευταία λεξη (στ. 62) λόγω του εναρκτήριου δακτύλου του πρώτου του πρώτου ημιεπούς του πεντάμετρου. π.χ. Στ. 20 qwwqqq q w w q ww x ἴχνια μαστεύειν θηρὸς ἄκρων φαέων. qw wqww q w wqww qw w qx Στ. 41 Στ. 48 Μήτε δικαιοσύνην τιν ἀκαμπέα, μήτε φρόνησιν q wwq q q q ww qw qx καὶ κακίην τέρπειν, δυσκλεές ἐστι κλέος. qw wqq q qww q wqx Στ. 62 ἡ δὲ Τριὰς πάντων ἔξοχά σοι μελέτω. iii. Η παρουσία χασμωδικής βράχυνσης, όταν δηλαδή το μακρό ληκτικό φωνήεν (ή η δίφθογγος) βραχύνεται προ του αρκτικού φωνήεντος της επόμενης λέξης (vocalis ante vocalem). Στο ποίημα Ι.2.31, απαντούν οι εξής περιπτώσεις: στ. 9 κυλίνδεται ὅστις, 22 φεύξεαι ἀργαλέην, 47 εἶναι ἄριστος, 51 δαμάζεται ἄλγεσι, 59 καὶ ἄχθεα. Από τα παραπάνω προκύπτει πως στο ποίημα αυτό, ο Γρηγόριος τυχαίνει να εφαρμόζει τον συγκεκριμένο κανόνα μόνο στα σημεία που έχουν ως καταληκτική συλλαβή τη δίφθογγο αι 90 πβ. και 90 Σύμφωνα με τον Davids (1940: 148), εκτός από τη δίφθογγο αι, χασμωδική βράχυνση υφίσταται στο συγκεκριμένο ποίημα και η δίφθογγος ου. Ως μοναδικό παράδειγμα χρησιμοποιεί τον τέταρτο πόδα του στίχου 35, υιοθετώντας, σύμφωνα και με την έκδοση της PG, τη γραφή λόγου αντί της αντίστοιχης λόγον που παραδίδει το σύνολο των κωδίκων: A q B w w Fw w G w w J q Kx ὅσσαι δ ἂν μεγάλοιο Θεοῦ Λόγου ἀγκάζεσθε (έκδ. PG) A q B w w Fw w G w w J q Kx ὅσσαι δ αὖ μεγάλοιο Θεοῦ Λόγον ἀγκάζεσθε (παρούσα έκδοση) ~ 75 ~

Ζητήµατα µετρικής ποίημα Ι.2.29 [PG 37.884]: στ. 7 καὶ ἔνθα, 20 ἕσπεται οὐχ κτλ. στο ίδιο ποίημα ωστόσο απαντούν και τρεις περιπτώσεις σύμφωνα με τις οποίες η καταληκτική συλλαβή περιέχει τη δίφθογγο οι και ου (π.χ. στ. 46 μοι ἀλλοτρίη, 83 σου ἔχεις). iv. Συστηματική απουσία ορισμένων τρόπων θεραπείας της χασμωδίας. Συγκεκριμένα, στο ποίημα Ι.2.31 δεν συναντάται ούτε μία φορά η κράση, παρά μόνο στο στίχο 14 στον τύπο θατέροιο (τὸ ἑτέροιο = τὸ ἕτερον). Το φαινόμενο αυτό οφείλεται, σύμφωνα με τον Davids, στο γεγονός ότι οι παραπάνω πρακτικές συνηθίζονται στο δακτυλικό εξάμετρο στίχο και δεν είναι ιδιαίτερα συχνοί στο ελεγειακό δίστιχο. 91 Επιπλέον, παρατηρείται παντελής απουσία συνίζησης. Η έκθλιψη, από την άλλη φαίνεται να είναι περισσότερο συχνή, καθώς αριθμούνται 19 περιπτώσεις στο ποίημα. 7.3. Ελεγειακό δίστιχο ο εξάμετρος στίχος του ποιήματος Ι.2.31 Ο εξάμετρος είναι ένας από τους στίχους με τους οποίους ασχολήθηκε ιδιαιτέρως ο Γρηγόριος. Μια γενική κρίση σχετικά με την επιτυχή ή όχι χρήση του θα μπορούσε να είναι πως γενικά μένει πιστός στους κανόνες που επιτάσσει το είδος, χωρίς να παρεκκλίνει ιδιαίτερα ή να νεωτερίζει. Σύμφωνα με τους Agosti-Gonnelli (1995), αγαπημένοι συνδυασμοί του Γρηγορίου στον εξάμετρο στίχο αποτελούν οι ddddd (31.69 %) και sdddd (19.20%), ενώ σε μικρότερο ποσοστό απαντούν και οι dsddd (15.22%) και dddsd (8.50%), ενώ οι σπονδειάζοντες στίχοι κυμαίνονται σε ποσοστό 1.44%. Οι εξάμετροι στίχοι του ποιήματος Ι.2.31 παρουσιάζουν ποικιλία μορφών συγκεκριμένα, παρατηρούνται ολοδάκτυλοι στίχοι, στίχοι με δύο ή τρεις σπονδείους και ένας σπονδειάζων στίχος. Πρόκειται για το στίχο 35: A q B w w Fw w G w w J q K x 91 πβ. Davids (1940: 153): «mogelijk is de praktijk in louter hexametrische gedichten anders dan in elegische disticha». ~ 76 ~

Ενότητα έβδοµη ὅσσαι δ αὖ μεγάλοιο Θεοῦ Λόγον ἀγκάζεσθε Από τα παραπάνω γίνεται φανερό πως ο Γρηγόριος προτιμά σε ελάχιστες περιπτώσεις τον σπονδείο στον πρώτο πόδα του στίχου, εν αντιθέσει με τη βουκολική διαίρεση την οποία χρησιμοποιεί σε μεγάλη συχνότητα (74.20%). 92 Ίσως τα στοιχεία αυτά να αποτελούν δείγματα ενός «προσωπικού ρυθμού» του γρηγοριανού εξαμέτρου, αφού μέσω αυτών ενδεχομένως να επεδίωκε ένα δυνατό ξεκίνημα και τέλος του εξάμετρου στίχου. 93 Οι παρακάτω στατιστικοί πίνακες παρουσιάζουν: α) τις μορφές του εξαμέτρου στίχου του ποιήματος (πίνακας 1), β) την επιλογή των σπονδείων (πίνακας 2) και γ) τη συχνότητα αυτών και των δακτύλων ανά μετρικό πόδα (πίνακας 3): Πίνακας 1 Τύποι Αριθμός στίχων Ποσοστό ddddd 94 14 45.17% sdddd 95 7 22.59% dssdd 96 1 3.23% sdsdd 97 2 6.46% ssddd 98 1 3.23% dddsd 99 3 9.68% dsddd 100 1 3.23% 92 βλ. στ. 1, 5, 9, 17, 21, 23, 25, 29, 31, 33, 37, 39, 41, 43, 45, 47, 49, 51, 53, 55, 57, 59, 61. 93 Whitby (2008: 79-98) [online: http://search.informit.com.au/documentsummary;dn=69103630047 6750;res= IELHSS (τελευταία επίσκεψη: 26/2/2016)]. 94 βλ. στ. 1, 9, 11, 15, 17, 23, 31, 33, 41, 47, 49, 55, 59, 61. 95 βλ. στ. 3, 5, 21, 25, 37, 45, 51. 96 βλ. στ. 29. 97 βλ. στ. 39, 57. 98 βλ. στ. 43. 99 βλ. στ. 7, 13, 19. ~ 77 ~

Ζητήµατα µετρικής sddsd 101 1 3.23% sddds 102 1 3.23% Πίνακας 2 0 σπονδείοι 1 σπονδείος 2 σπονδείοι 45.17% 38.71% 16.13% Πίνακας 3 106 Μετρικοί πόδες Δάκτυλοι Σπονδείοι I 19 12 II 28 3 III 29 2 IV 27 4 V 30 1 Όσον αφορά τις τομές, παρατηρείται ευρεία χρήση όλων των κλασικών ειδών του εξαμέτρου στίχου. Σε υψηλή συχνότητα εμφανίζεται η κατά τρίτον τροχαίον (ή θήλεια) τομή 107 (87.10%), ενώ ακολουθούν η εφθημιμερής 108 (35.49%), 109 η τριημιμερής 110 (29.04%) και η 100 βλ. στ. 27. 101 βλ. στ. 53. 102 βλ. στ. 35. 103 βλ. στ. 1, 9, 11, 15, 17, 23, 31, 33, 41, 47, 49, 55, 59, 61. 104 βλ. στ. 3, 5, 7, 13, 19, 21, 25, 37, 51, 53, 57, 45. 105 βλ. στ. 27, 29, 35, 39, 43. 106 πβ. Davids (1940: 150). 107 βλ. στ. 1, 3, 5, 7, 9, 11, 13, 15, 17, 19, 21, 23, 25, 27, 31, 33, 35, 37, 43, 45, 47, 49, 51, 53, 55, 59, 61. 108 βλ. στ. 5, 17, 19, 25, 27, 31, 33, 35, 43, 45, 53. 109 Σύμφωνα με τον P. Maas (1903: 292), η χρήση των εφθημιμερών τομών είναι περιορισμένη στους βυζαντινούς ποιητές, αφού τις χρησιμοποιούν μόνο κατ εξαίρεσιν. 110 βλ. στ. 1, 3, 13, 19, 21, 25, 27, 33, 35. ~ 78 ~

Ενότητα έβδοµη πενθημιμερής 111 τομή (12.91%). Ιδιαιτέρως συχνή είναι και η βουκολική διαίρεση στο τέλος του τέταρτου δακτύλου. 112 Στον παρακάτω πίνακα παρουσιάζεται η συχνότητα των τομών και της βουκολικής διαίρεσης στο ποίημα Ι.2.31. Να σημειωθεί πως για λόγους συντομίας η τριημιμερής τομή συμβολίζεται με το γράμμα A, η πενθημιμερής με το Β1, η κατά τρίτον τροχαίον με το Β2, η εφθημιμερής με το C1 και η βουκολική διαίρεση με το C2: Είδη τομής Αριθμός Ποσοστό Είδη τομής Αριθμός Ποσοστό στίχων στίχων B1+C2 113 4 12.91% B2 114 3 9.68% A+B2+C1 115 3 9.68% A+B2 116 2 6.46% A+B2+C2 117 2 6.46% B2+C2 118 9 29.04% A+B2+C1+C2 119 2 6.46% B2+C1+C2 120 6 19.36% Ολοκληρώνοντας την εξέταση του εξάμετρου στίχου του ποιήματος, αξίζει να γίνει αναφορά στα ζεύγματα, τα σημεία εκείνα δηλαδή στα οποία αποφεύγεται να υπάρχει τέλος λέξης και η προηγούμενη και η επόμενη συλλαβή πρέπει να ανήκουν στην ίδια λέξη. Ο Γρηγόριος χρησιμοποιεί το ζεύγμα του Hermann με απόλυτη συνέπεια στο 83.88% των εξαμέτρων του, 121 111 βλ. στ. 29, 39, 41, 57. 112 Οι Agosti-Gonnelli (1995), αναφορικά με τη χρήση των τομών στην εξάμετρη ποίηση του Γρηγορίου, παρατηρούν πως για τη χρήση των τομών πως η θήλεια τομή εμφανίζεται σε ποσοστό 78.8% ενώ η βουκολική διαίρεση σε 65.52%. 113 βλ. στ. 29, 39, 41, 57. 114 βλ. στ. 7, 11, 15. 115 βλ. στ. 19, 27, 35. 116 βλ. στ. 3, 13. 117 βλ. στ. 1, 21. 118 βλ. στ. 9, 23, 27, 47, 49, 51, 55, 59, 61. 119 βλ. στ. 25, 33. 120 βλ. στ. 5, 17, 31, 43, 45, 53. 121 βλ. στ. 1, 3, 5, 9, 11, 13, 17, 21, 23, 25, 29, 31, 33, 37, 39, 41, 43, 45, 47, 49, 51, 53, 55, 57, 59, 61. ~ 79 ~

Ζητήµατα µετρικής ενώ το ζεύγμα του Naeke, εκεί που ο τέταρτος πόδας είναι σπονδείος, 122 δηλαδή σε ποσοστό 16.13% του συνόλου των στίχων, χωρίς να παραβιάζεται. Παράλληλα, ως προς την τονικότητα και τον ρυθμό του μέτρου αξίζει να σημειωθεί ότι οι περισσότεροι στίχοι είναι προπαροξύτονοι 123 (54.84%), ενώ η παροξυτονία 124 διακρίνεται σε ποσοστό 32.26%. Οι οξύτονοι 125 στίχοι είναι ελάχιστοι (12.91%). 7.4. Ελεγειακό δίστιχο ο πεντάμετρος στίχος του ποιήματος Ι.2.31 Όσον αφορά τις μορφές του πρώτου ημιεπούς του πεντάμετρου στίχου, ο Γρηγόριος αξιοποιεί όλα τα δυνατά πρότυπα, εκτός από την περίπτωση του διπλού σπονδείου: Τύποι Αριθμός στίχων Ποσοστό dd 126 19 61.30% ds 127 8 25.81% sd 128 4 12.91% Στο σημείο αυτό θα γίνει απόπειρα να καταγραφούν ορισμένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του πεντάμετρου στίχου του ελεγειακού δίστιχου του Γρηγορίου, όπως αυτά απορρέουν από το ποίημα Ι.2.31. 129 i. Η χρήση συλλαβής brevis in longo, η επιλογή δηλαδή βραχύχρονης στη θέση μακρόχρονης συλλαβής στο τέλος του πρώτου ημιεπούς. Το χαρακτηριστικό αυτό ήταν 122 βλ. στ. 7, 13, 19, 27, 35. 123 βλ. στ. 3, 5, 11, 15, 19, 23, 25, 27, 29, 31, 33, 35, 39, 41, 45, 47, 55. 124 βλ. στ. 1, 7, 17, 21, 37, 43, 53, 57, 59, 61. 125 βλ. στ. 9, 13, 49, 51. 126 βλ. στ. 2, 4, 6, 8, 14, 16, 18, 22, 24, 30, 32, 40, 42, 44, 46, 52, 54, 58. 127 βλ. στ. 12, 20, 26, 28, 38, 48, 56, 60, 62. 128 βλ. στ. 10, 34, 36, 50. 129 πβ. Λυπουρλής (1983: 45-46), Βερτουδάκης (2011: 212). ~ 80 ~

Ενότητα έβδοµη ιδιαίτερα συνηθισμένο κατά τον 3 ο και 4 ο αιώνα μ.χ. [πβ. West [1982: 181]). Η επιλογή συτή εντοπίζεται στους στίχους 10, 22, 32, 58 του ποιήματος. π.χ. γνώμη δ εὐπαγέος ἦμαρ ἄλυτον ἔχει. (στ. 10) ii. Η ελευθερία ως προς τη χασμωδία ανάμεσα στα δύο ημιεπή πβ. στ. 4 και 12. π.χ. μνώεο καὶ θανάτου ἥσσονος ἀντιάσεις. (στ. 4) ῥεύματι πιστεύει ει οὔποτε ἱσταμένῳ. (στ. 12) iii. Η αποφυγή γενικά της τονιζόμενης συλλαβής στο τέλος του πενταμέτρου. Ωστόσο, οι στίχοι 26, 36, 38, 56, 60 παρεκκλίνουν από αυτόν τον κανόνα. π.χ. ἔργον ἔχειν ψυχῆς πῆξιν ἀειστρεφέος. (στ. 26) iv. Η τομή του πεντάμετρου συμπίπτει με τέλος λέξης. v. Η συχνή ύπαρξη ομοιοτέλευτου ανάμεσα στα δύο ημιεπή πβ. στ. 14, 30, 46. π.χ. ὁππότερόν κεν ἔχοις καὶ θατέροιο τύχοις. (στ. 14) Εν κατακλείδι, στον πεντάμετρο στίχο κυριαρχεί εν αντιθέσει με τον εξάμετρο στίχο η παροξυτονία 130 (83.88%), η οποία επιτυγχάνεται σε μεγάλο βαθμό με στερεότυπες παροξύτονες λέξεις, όπως για παράδειγμα «ἔχειν» και «ἔχει» (στ. 50, 56, 10, 28, 44), «ἄγειν» και «προσάγειν» (Στ. 34, 36). Τέλος, ακολουθούν οι προπαροξύτονοι στίχοι 131 (12.91%) και ο μοναδικός οξύτονος στίχος (3.23%). 132 130 βλ. στ. 2, 4, 6, 8, 10, 12, 14, 16, 18, 20, 22, 26, 28, 32, 34, 36, 40, 42, 44, 46, 48, 50, 41, 56, 58, 62. 131 βλ. στ. 24, 38, 52, 60. 132 Πρόκειται για το στίχο 30. ~ 81 ~

Ζητήµατα µετρικής 7.5. Η ακροστιχίδα 7.5.1. Η ακροστιχίδα ως στιχουργικό τεχνοπαίγνιο Η ποίηση, πέρα από τον διδακτικό στόχο της, αποτελεί πολλές φορές ένα μέσο ψυχαγωγίας στους αναγνώστες της, συνδυάζοντας το τερπνόν μετά του ωφελίμου για το λόγο αυτό δεν είναι λίγοι οι ποιητές που έχουν επινοήσει διάφορα μορφικά και δομικά τεχνάσματα, προκειμένου να καταστήσουν τα δημιουργήματά τους περισσότερο προσφιλή και προσιτά στο κοινό στο οποίο απευθύνονται. Ανάμεσα σε αυτά τα στιχουργικά παίγνια 133 τα οποία εντοπίζονται στη βυζαντινή εποχή μπορούμε να συγκαταλέξουμε τα εξής: Οι καρκίνοι: Αποτελούν μια μορφή τεχνοπαίγνιου, σύμφωνα με την οποία τα γράμματα μέσα στο στίχο έχουν τέτοια διάταξη ώστε να διαβάζονται και αντίστροφα, από το τέλος προς την αρχή. Ένα άκρως αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αποτελεί μια επιγραφή που εμφανίζεται στις κρήνες διάφορων μονών: νίψον ἀνομήματα μὴ μόναν ὄψιν 134 Τα ισόψηφα: Οι στιχουργικές δηλαδή φόρμες που περιέχουν όλα τα γράμματα της αλφαβήτου. Οι κλιμακωτοί στίχοι, όταν δηλαδή κάθε επόμενη λέξη είναι μεγαλύτερη κατά μία συλλαβή από την προηγούμενή της, ή, όταν η τελευταία λέξη του κάθε στίχου επαναλαμβάνεται ως πρώτη στον επόμενο. Οι υφαντοί στίχοι, δηλαδή τα στιχουργήματα μέσα στα οποία παρατηρείται σε σχήμα χιαστό (Χ) ένας στίχος, ο οποίος αναγράφεται στον τίτλο ως στίχος υφαντός, χιαστός ή χιαστικός. 133 Για τα στιχουργικά παίγνια βλ. τη μελέτη του Luz (2010). Επίσης, βλ. Ζερβουδάκη (Βυζαντινή ποίηση: Πανεπιστημιακές σημειώσεις εαρινού εξαμήνου 2009-2010 τμήμα Φιλολογίας Πανεπιστημίου Πατρών). 134 Petridès (1909: 88 κ.εξ.). ~ 82 ~

Ενότητα έβδοµη Ο ποιητής επισημαίνει τα αντίστοιχα γράμματα στον κάθε στίχο με ερυθρό μελάνι ή αφήνει εμφανή διαστήματα. Τα τρίγωνα επιγράμματα, δηλαδή τα επιγράμματα των οποίων οι στίχοι έχουν τέτοια διάταξη, που μπορεί κανείς να αρχίσει τα αναγιγνώσκει από οποιονδήποτε στίχο, χωρίς να αλλοιώνεται το νόημά τους. Οι ακροστιχίδες. Στην παρούσα ενότητα θα μας απασχολήσει το τελευταίο αυτό είδος, η ακροστιχίδα, η έντεχνη και στοχευμένη δηλαδή τοποθέτηση των εναρκτήριων λέξεων κάθε στίχου, έτσι ώστε να σχηματίζεται συγκεκριμένη κάθε φορά λέξη ή φράση, ανάλογα με το στόχο του εκάστοτε ποιητή. Μορφολογικά οι ακροστιχίδες μπορούν να διακριθούν σε δύο κατηγορίες: στις αλφαβητικές (τα λεγόμενα αλφάβητα) και στις ονομαστικές. Σύμφωνα με την πρώτη κατηγορία, τα ποιήματα αποτελούνται συνήθως από 24 στίχους που ο καθένας φέρει ως πρώτη λέξη κάποια που ξεκινά από τα γράμματα του αλφαβήτου. Ονομαστικές ονομάζονται οι ακροστιχίδες οι οποίες σχηματίζουν κάποια συγκεκριμένη λέξη, σύμφωνη με την επιθυμία του εκάστοτε ποιητή. Οι λέξεις αυτές μπορεί να είναι ένα κύριο όνομα, είτε μια ιδιότητα, είτε αφηρημένα ουσιαστικά, τα οποία παρουσιάζουν ονοματική συνάφεια με το εκάστοτε ποίημα. Η ακροστιχίδα, πέρα από την παιχνιδιάστικη διάθεση παρουσιάζει και ορισμένα μειονεκτήματα, όπως το γεγονός ότι αποτελεί δεσμευτικό παράγοντα για τους ποιητές, αφού περιορίζεται η ελευθερία βούλησής τους και η σκέψη τους τιθασεύεται από τις επιταγές του εκάστοτε γράμματος που θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους αυτό έχει ως αποτέλεσμα να προσπαθούν να βρουν την κατάλληλη κάθε φορά λέξη που θα συμπληρώσει το ποίημα με πολλές φορές να καταφεύγουν στην έσχατη, εύκολη και πρόχειρη λύση, αυτή της διασάλευσής της. ~ 83 ~

Ζητήµατα µετρικής 7.5.2. Η ακροστιχίδα στα αρχαιοελληνική και κ στην πρώιμη βυζαντινή ποίηση Η ακροστιχίδα των ποιημάτων είναι ένα δομικό κατασκεύασμα που επινοήθηκε ήδη από τα αρχαία χρόνια 135. «Ευρετής» του ονομαστικού είδους φαίνεται να είναι ο Όμηρος, όπως μπορεί κανείς να επισημάνει μελετώντας τους πέντε πρώτους στίχους της τελευταίας ραψωδίας της Ἱλιάδος, τα αρχικά γράμματα των οποίων σχηματίζουν τη λέξη ΛΕΥΚΗ είτε πρόκειται για τυχαίο γεγονός είτε για εσκεμμένο μετρικό παιχνίδι, 136 ό,τι και να υποδηλώνουν οι συγκεκριμένοι στίχοι αποτελούν την παρθενική εμφάνιση του είδους το οποίο έμελλε στη συνέχεια να εξελιχθεί και να επηρεάσει πολλούς μεταγενέστερους ποιητές. λῦτο δ ἀγών, λαοὶ δὲ θοὰς ἐπὶ νῆας ἕκαστοι ἐσκίδναντ ἰέναι. τοὶ μὲν δόρποιο μέδοντο ὕπνου τε γλυκεροῦ ταρπήμεναι αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς κλαῖε φίλου ἑτάρου μεμνημένος, οὐδέ μιν ὕπνος ᾕρει πανδαμάτωρ, ἀλλ ἐστρέφετ ἔνθα καὶ ἔνθα Αντιθέτως, ο βυζαντινός φιλόλογος του 12 ου αιώνα και υπομνηματιστής του Ομήρου, Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, επισημαίνει πως το συγκεκριμένο μεμονωμένο περιστατικό ακροστιχίδας στην ομηρική ποίηση, ίσως να προήλθε κατά σύμπτωση, αφού τέτοια στιχουργικά παίγνια ήταν συνήθη σε ποιητικές συνθέσεις ποιητών. 137 Πράγματι, οι ποιητές της ελληνιστικής περιόδου επιδόθηκαν με υπερβάλλοντα ζήλο στη σύνθεση ποιημάτων με ακροστιχίδες, γεγονός 135 Για την ακροστιχίδα στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία, βλ. τη μελέτη του Vogt (1967), την αδημοσίευτη διατριβή του π. Α. Παπουτσή (1999), το άρθρο του Korenjak (2009) και το αντίστοιχο του Damschen (2004). 136 βλ. σχετική συζήτηση στον Korenjak (2009). 137 Οὐκ ἐπετηδεύθη δὲ τῷ ποιητῇ, ἀλλ οὕτω παρατυχὸν τὸ τῆς ἀκροστιχίδος συνέπεσεν (Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Παρεκβολαὶ εἰς τὴν Ὁμήρου Ἱλιάδα 1335, 29-32 [εκδ. van der Valk]). ~ 84 ~

Ενότητα έβδοµη που σύμφωνα με τον Κ. Μητσάκη 138 αποτελεί ένδειξη της δημοτικότητάς τους. Παρόμοια ακροστιχίδα συναντούμε στα Φαινόμενα του ελληνιστικού ποιητή Άρατου, ο οποίος στους στίχους 783-787 του έργου του χρησιμοποιεί την ακροστιχίδα ΛΕΠΤΗ: 139 Λεπτὴ μὲν καθαρή τε περὶ τρίτον ἦμαρ ἐοῦσα εὔδιός κ εἴη, λεπτὴ δὲ καὶ εὖ μάλ ἐρευθὴς πνευματίη παχίων δὲ καὶ ἀμβλείῃσι κεραίαις τέτρατον ἐκ τριτάτοιο φόως ἀμενηνὸν ἔχουσα ἠὲ νότου ἀμβλύνετ ἢ ὕδατος ἐγγὺς ἐόντος. (Άρατος, Φαινόμενα 783-787), Επιπλέον, την εμφάνιση ακροστιχίδας παρατηρούμε και στον Διονύσιο τον Περιηγητή, ο οποίος με αφορμή την αναφορά του στον Αχιλλέα, τοποθετεί ως ακροστιχίδα των στίχων 306-311 τη λέξη ΣΤΕΝΟΣ: Ταῦροί θ, οἳ ναίουσιν Ἀχιλλῆος δρόμον αἰπύν, Στεινὸν ὁμοῦ δόλιχόν τε, καὶ αὐτῆς ἐς στόμα λίμνης. Τῶν δ ὑπὲρ ἐκτέταται πολυΐππων φῦλον Ἀγαυῶν. Ἔνθα Μελάγχλαινοί τε καὶ ἄνερες Ἱππημολγοί, Νευροί θ Ἱπποποδές τε Γελωνοί τ ἠδ Ἀγάθυρσοι Ἧχι Βορυσθενέος ποταμοῦ τετανυσμένον ὕδωρ μίσγεται Εὐξείνῳ. Στους παραπάνω στίχους, η ακροστιχίδα έχει τη μορφή ενός κεφαλαίου Γ (όπως και στο αντίστοιχο ποίημα του Άρατου) και μάλιστα επαναλαμβάνεται η λέξη στεινός, του στίχου 307 ελαφρώς τροποποιημένη και μπορεί να αποδοθεί νοηματικά ως «η στενή περιοχή», «ο στενός δρόμος» του Αχιλλέα (πβ. LSJ, λήμμα στενός). Σύμφωνα με τον Korenjak, η λέξη αυτή παρουσιάζει συλλαβικές, μετρικές αλλά και νοηματικές συγγένειες με τη λέξη ΛΕΥΚΗ του Ω της Ἱλιάδος πράγματι, πέρα από τον ίσο αριθμό συλλαβών, και τα δύο σημεία αναφέρονται στον 138 Μητσάκης (1971: 244). 139 Για την ακροστιχίδα των Φαινομένων του Άρατου, βλ. Jacques (1960). ~ 85 ~

Ζητήµατα µετρικής Αχιλλέα: στο πρώτο εξιστορείται ο θρήνος του Αχιλλέα για το νεκρό φίλο του Πάτροκλο, ενώ στο απόσπασμα του Διονυσίου ο δρόμος του ίδιου του ήρωα. 140 Επιπλέον, εκτενέστερες ακροστιχίδες εντοπίζουμε στους στίχους 109-134 του προοιμίου του περιηγητικού έργου του Διονυσίου του Περιηγητή, στους στίχους 513-522 του ίδιου έργου, στους στίχους 345-353 του ποιήματος του Νικάνδρου Θηριακά, στο προοίμιο του έργου Ἀναγραφὴ Ἑλλάδος του Διονυσίου Καλλιφώντος αλλά και στο προοίμιο μιας ημερολογιακής και αστρολογικής πραγματείας του Εύδοξου του Κνίδιου. Τέλος, ενδιαφέρον παρουσιάζει η διπλή ακροστιχίδα που εντοπίζεται σε μια προφητεία που αποδίδεται στην Ερυθραία Σίβυλλα (8.217-50), αφού με τα αρχικά γράμματα των παρακάτω λέξεων σχηματίζεται η λέξη ἰχθύς: ΙΗΣΟΥΣ ΧΡ[Ε]ΙΣΤΟΣ ΘΕΟΥ ΥΙΟΣ ΣΩΤΗΡ ΣΤΑΥΡΟΣ Από την άλλη πλευρά, οι αλφαβητικές ακροστιχίδες δεν χρησιμοποιήθηκαν στην αρχαία ελληνική ποίηση, αλλά υιοθετήθηκαν από τους χριστιανούς κατά μίμηση των εβραϊκών και συριακών προτύπων στα πλαίσια της μετάφρασης των ψαλμών και ύμνων. 141 Για παράδειγμα, τέτοιου τύπου ακροστιχίδες μπορούμε να διακρίνουμε στην Παλαιά Διαθήκη (στους Θρήνους του Ιερεμία), σε διάφορους ψαλμούς, όπως επίσης και στο ποίημα Συμπόσιον τῶν δέκα παρθένων ἢ περὶ ἀγνοίας του Μεθοδίου Ολύμπου. 142 7.5.3. Οι ακροστιχίδες α του Γρηγορίου Ναζιανζηνού το παράδειγμα του ποιήματος Ι.2.31 Ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός χρησιμοποίησε στα ποιήματά του μάλλον με φειδώ τόσο αλφαβητικές, όσο και ονομαστικές ακροστιχίδες, έχοντας ως πρότυπο τους αρχαίους ποιητές που 140 Για τη συγκριτική αποτίμηση των δύο αυτών ακροστιχίδων, αλλά και με την αντίστοιχη του Άρατου πβ. Korenjak (2009) και Counillon (1981). 141 βλ. Μητσάκης (1971: 244). 142 βλ. Μεθόδιος Ολύμπου, Συμπόσιον τῶν δέκα παρθένων ἢ περὶ ἀγνείας, 310-320 [εκδ. Musurillo-Debidour]. ~ 86 ~

Ενότητα έβδοµη αναφέρθηκαν νωρίτερα. Το ποίημα Ι.2.30 [PG 37.908-911] είναι το μόνο στο οποίο εντοπίζεται αλφαβητική ακροστιχίδα εικοσιτεσσάρων στίχων, όσα και τα γράμματα της αλφαβήτου. Περισσότερο «συχνή» μοιάζει να είναι η χρήση της ονομαστικής ακροστιχίδας, η οποία παρατηρείται σε δύο γνωμολογικά ποιήματά του στο έπος ΙΙ.1.14 [PG 37.1244-1250], το οποίο φέρει ως ακροστιχίδα τη φράση: Γρηγορίου ἱερῆος ἀθύρματά τε στοχαναί τε. Τέρπεσθ οἷσι φίλον, πήμασιν ἡμετέροις. Το δεύτερο και τελευταίο παράδειγμα ακροστιχίδας του Γρηγορίου παρατηρείται στο εκδοθέν ποίημα της παρούσας εργασίας, το οποίο παραδίδει ως ακροστιχίδα τη φράση: Γνῶμαι Γρηγορίου δίστιχος εύεπίη ἐσθλὸν ἄθυρμα νέοις καὶ χάρις ἐξοδίη. Ενοποιητικό στοιχείο στις ακροστιχίδες των δύο ποιημάτων αποτελεί η χρήση του ονόματος του ποιητή Γρηγορίου στο περιεχόμενο της καθεμιάς και η χρήση της λέξης ἄθυρμα. 143 Την παραπάνω ακροστιχίδα παραδίδουν και ορισμένοι κώδικες ως τίτλο του ποιήματος. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι το παρόν ποίημα (Ι.2.31) του Γρηγορίου αριθμεί 62 ελεγειακούς δίστιχους στίχους, ο αριθμός των γραμμάτων της ακροστιχίδας είναι μικρότερος (μόλις 60) από αυτό συνεπάγεται πως δύο στίχοι εξαιρέθηκαν από την ακροστιχίδα. Ας παρακολουθήσουμε ποιοι είναι αυτοί οι στίχοι: Στ. 29: Πάντα μὲν μ ἀνθρώπων ἀλλότρια τοῦδε βίοιο Η λέξη πάντα στην αρχή του συγκεκριμένου στίχου δεν συνάδει με τις προηγούμενες ώστε να σχηματιστεί η ακροστιχίδα του ποιήματος. Στην πραγματικότητα, ο στίχος περισσεύει, αν αναλογιστούμε ότι η λέξη εὐεπίη που σχηματίζεται στην ακροστιχίδα, ολοκληρώνεται στον επόμενο στίχο, ο οποίο φέρει αρχικό γράμμα το η. Ως εναλλακτική γραφή για το συγκεκριμένο σημείο του στίχου, ο κώδικας Va και η παράφραση του Νικήτα Δαβίδ, προτείνουν ως εναρκτήρια λέξη τον ομηρικό επιρρηματικό τύπο 143 Για τη χρήση της λέξης βλ. σ. 128 της παρούσας εργασίας. ~ 87 ~

Ζητήµατα µετρικής ἤλιθα έναντι της φράσης πάντα μὲν που παραδίδει η πλειονότητα των κωδίκων. Μια τέτοια λέξη θα ήταν ιδανική για την αποκατάσταση της ακροστιχίδας του ποιήματος, θα άφηνε όμως εκτεθειμένο τον επόμενο στίχο, αφού θα έπρεπε να μην ληφθεί υπόψιν, καθώς θα σχηματιζόταν η λέξη «εὐεπίη». Στ. 61: Πάντα μὲν μ αἰὲα ἰὲν ἄριστα θεοπρεπὲς ἔργα τελείσθω Στο στίχο αυτόν διαταράσσεται για άλλη μια φορά η ακρoστιχίδα του ποιήματος. Σύμφωνα με αυτή, ο στίχος αυτός θεωρείται μάλλον περιττός, καθώς αρκεί μια λέξη με αρχικό γράμμα το -η ώστε να σχηματιστεί η κατάληξη της τελευταίς λέξης, ἐξοδίη. Ο επόμενος και τελευταίος στίχος παρέχει αυτή τη γραφή. Από τα παραπάνω παραδείγματα προκύπτουν τα εξής αναμενόμενα ερωτήματα: Για ποιον λόγο διαταράσσεται η ακροστιχίδα σε αυτά τα σημεία; Τίθεται θέμα απροσεξίας και προχειρότητας του Γρηγορίου, όπως επισημαίνει ο Davids; 144 Το ερώτημα μπορεί εν μέρει να επιλυθεί αν επιχειρήσει κανείς μια συγκριτική συνεξέταση του περιεχομένου των δύο «περιττών» αυτών στίχων και στους δύο ο Γρηγόριος φαίνεται να διατυπώνει ένα συμπέρασμα, να χρησιμοποιούνται δηλαδή ως επίλογοι όσων προηγήθηκαν και ο τελευταίος μάλιστα παρουσιάζει παραινετικό τόνο. Εξάλλου, και οι δύο ξεκινούν με τη φράση «πάντα μὲν». Το γεγονός αυτό μπορεί να λειτουργήσει προς επίρρωσιν της άποψης που θέλει τους δύο αυτούς στίχους να έχουν οβελιστεί από την ακροστιχίδα του ποιήματος. Και αυτό γιατί λόγω της καταληκτικής και παραινετικής φύσεώς τους θεωρήθηκαν πρόσθετοι στίχοι και δεν συμπεριλήφθησαν στην ακροστιχίδα του ποιήματος. 144 Davids (1940: 34). ~ 88 ~

Ενότητα όγδοη ΕΝΟΤΗΤΑ ΌΓΔΟΗ Οι βυζαντινές παραφράσεις παράφρασις δέ ἐστιν ἑρµηνείας ἀλλοίωσις τὴν αὐτὴν διάνοιαν φυλάττουσα τὸ αὐτὸ δὲ καὶ µετάφρασις προσαγορεύεται δεῖ γὰρ ἡµᾶς οὕτω ταύτην προφέρειν, οὔτε τοῦ λεχθέντος ἢ πραχθέντος ἀφισταµένους οὔτε ἐπ αὐτῶν ἀκριβῶς τῶν λέξεων µένοντας. [Αφθόνιος, Προγυμνάσματα] 145 8.1. Εισαγωγικά Ένα από τα θέματα, αναφορικά με τα χειρόγραφα και την εκδοτική πρακτική, που εγείρουν το ενδιαφέρον του επίδοξου εκδότη τόσο των βυζαντινών, όσο και των κλασικών κειμένων, αποτελούν οι παραφράσεις των έργων οι οποίες ταυτίζονται αρκετές φορές και αποδίδονται με τον όρο μετάφραση. 146 Πρόκειται για την απόδοση ενός κειμένου, είτε με τρόπο πιστό σε σχέση με το πρωτότυπο, είτε με περισσότερη ελευθερία, με μια τάση αφενός για γλωσσική εξομάλυνση του πρωτοτύπου και αφετέρου για εξήγησή του. Ο συγγραφέας των παραφράσεων απέχει συνήθως χρονικά από την εποχή συγγραφής του εκάστοτε έργου και γι αυτό το λόγο φροντίζει 145 Αφθόνιος, Προγυμνάσματα 64.23-65.5 [εκδ. Rabe]. 146 Για τη μετάφραση στη βυζαντινή λογοτεχνία βλ. Hinterberger (2010 και 2014: 34-37). Ο ίδιος, διακρίνει τις μεταφράσεις σε δύο κατηγορίες: τις αγιολογικές και τις ιστοριογραφικές, και χρησιμοποιεί παραδείγματα προκειμένου να εντοπίσει τα διακριτικά χαρακτηριστικά της καθεμιάς. Επίσης, ο Codoñer (2014), αλλά και η Resh σε πρόσφατο άρθρο της (2015), ασχολούνται, μεταξύ άλλων, με τον ορισμό του όρου μετάφραση αλλά και άλλους παρόμοιους όρους που χρησιμοποιήθηκαν από τους Βυζαντινούς, και ερευνούν πώς τους αντιλαμβάνονταν οι ίδιοι. Όσον αφορά τους όρους μετάφραση και παράφραση, τόσο στη σχολική πρακτική, όσο και στους τίτλους των λογοτεχνικών έργων, έχουν κοινό χαρακτήρα και χρησιμοποιούνται εναλλακτικά (βλ. Lehrs (1873: 49-50) και Roberts (1985: 25-26)). ~ 89 ~

Οι βυζαντινές παραφράσεις να αποδώσει το δικό του κείμενο σε μια πιο ζωντανή γλώσσα, συνήθως την ομιλούμενη της εποχής του. 147 Σύμφωνα με τον P. Parsons, οι παραφράσεις των έργων μπορούν να ταξινομηθούν σε δύο είδη. 148 Το πρώτο εξυπηρετεί, ως επί το πλείστον, την κατανόηση του λόγου του εκάστοτε παραφρασθέντος συγγραφέα υπάρχει δηλαδή η τάση να διατηρούνται όσο το δυνατό περισσότερες λέξεις και φράσεις του αρχικού κειμένου και να αντικαθίστανται μόνο οι δυσκολότερες ή/και οι ασυνήθιστες/αρχαΐζουσες για την εποχή του παραφραστή λέξεις (π.χ. διαλεκτικοί τύποι) με άλλους όρους, περισσότερο οικείους. Το δεύτερο είδος έχει ως αυτοσκοπό τη λογοτεχνική παραγωγή αποτελεί, δηλαδή, μια επαναδιατύπωση του αρχικού κειμένου με ένα νέο ύφος, διατηρώντας όμως αναλλοίωτες τις αρχικές ιδέες του συγγραφέα. Πάντως, είτε με τον έναν, είτε με τον άλλο τρόπο, τίθεται το εύλογο ερώτημα, αυτό της χρησιμότητας των παραφράσεων. Πέρα από την «εξηγητική» τους διάσταση, υπάρχει η άποψη ότι πολλά από τα κείμενα που παραφράστηκαν ενδεχομένως να προορίζονταν για σχολική χρήση. Αναντίρρητα, κείμενα όπως λ.χ. τα ομηρικά έπη, θα συνέβαλλαν ιδιαίτερα στην ηθικοπνευματική διαμόρφωση των νεαρών μαθητών, μέσω των ιδεών και των προτύπων δράσης και συμπεριφοράς που αυτά προέβαλλαν. 149 Εξάλλου, σύμφωνα με τον Βάσση: «ἡ πρακτικὴ τῶν παραφράσεων διευκόλυνε τοὺς διδασκάλους στὸ ἔργο τους, ἀφοῦ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἐξασφάλιζαν μιὰ σημαντικὴ παρακαταθήκη διδακτικοῦ ὑλικοῦ». 150 147 Έναν σύντομο ορισμό της έννοιας παράφρασις παρέχει ο Ιωάννης από τις Σάρδεις (Προγυμνάσματα) [64.23-65.5 Rabe]: βλ. παραπάνω. 148 Parsons (1970: 138). 149 βλ. και Rutherford (1905: 336). 150 Βάσσης (2002: 37). Βλ. επίσης Resh (2015: 786-787): «The extant Byzantine definitions thus restrict our understanding of metaphrasis to the perspective of a medieval schoolteacher: μετάφρασις is either combined with the school exercise of paraphrase or explained as stylistic improvement, ῥητορικὸν κάλλος, regarded as a principal feature of Metaphrastes compositions». ~ 90 ~

Ενότητα όγδοη Τέλος, όσον αφορά τη χρονολόγηση των παραφράσεων, δεν υπάρχουν σε όλες τις περιπτώσεις σαφείς ενδείξεις, χρήσιμες για τη χρονολογική τους κατάταξη 151 προφανώς συγγράφονταν σε μεταγενέστερη εποχή από τη συγγραφή των πρωτοτύπων, στην οποία το γλωσσικό κενό μεταξύ των δύο εποχών (πρωτότυπου-παράφρασης) αμβλυνόταν, στα πλαίσια της παγίωσης των γλωσσικών στοιχείων, αφού υπήρχε η ανάγκη να αναδιατυπωθεί το αρχικό κείμενο στις νέες γλωσσικές επιταγές. Ορισμένοι μελετητές τοποθετούν τη συγγραφή τους στα τέλη του Βυζαντίου, όταν η απόσταση ανάμεσα στην αττική και στην ομιλούμενη γλώσσα μεγάλωνε και επομένως ήταν περισσότερο αναγκαίο να χρησιμοποιηθεί μια πιο απλή μορφή της γλώσσας προκειμένου να επιτευχθεί η κατανόηση του κειμένου. 152 Υπάρχουν πολλά παραδείγματα συγγραφέων της μέσης και ύστερης βυζαντινής περιόδου, οι οποίοι ασχολήθηκαν με παραφράσεις και μεταφράσεις έργων (βλ. Hinterberger (2014: 34)). Ο Ιωάννης Γεωμέτρης (10 ος αι.), για παράδειγμα, έγραψε μια μετάφραση των Ωδών, αλλά και άλλη μία για τη ζωή του Αγίου Παντελεήμονος σε ιαμβικό τρίμετρο. 153 Ο Μανουήλ Φιλής (14 ος αι.), από την άλλη, προέβη σε μετάφραση των Ψαλμῶν και του Ἀκάθιστου Ὕμνου σε ιαμβικούς στίχους, αλλά και των αισώπειων μύθων στην ίδια μετρική μονάδα. 154 Όπως είναι λοιπόν φυσικό, εποχές σαν τις συγκεκριμένες ενδείκνυντο για τη συγγραφή τόσο μεταφράσεων, όσο και παραφράσεων. Ωστόσο, παραφράσεις για τα ποιήματα του Ομήρου, 155 αλλά και του Γρηγορίου (που άπτονται των ενδιαφερόντων της παρούσας εργασίας) ίσως να χρονολογούνται νωρίτερα. 151 Trapp (1993: 116). Η Resh (2015: 755) χρονολογεί τις πρώτες απόπειρες μετάφρασης/ παράφρασης αγιολογικών έργων στον 9 ο αιώνα. 152 Πράγματι, παραφράσεις διάφορων έργων προέρχονται από την εποχή των Παλαιολόγων βλ. Ševčenko (1981: 309). 153 Για τη μετάφραση της ζωής του Αγίου Παντελεήμονος βλ. Demoen (2004) για την κριτική έκδοση της μετάφρασης των Ωδών βλ. De Groote (2004). 154 Μανουήλ Φιλής, Ποιήματα II 37 (I 213-214 [εκδ. Miller]: Μετάφρασις εἰς μῦθον κοινόν) και V 1 (II 317-333 [εκδ. Miller],... μετάφρασις τῶν οἴκων τῆς ὑπεραγίας θεοτόκου). Για την παράφραση των Ψαλμῶν βλ. Stickler (1992). 155 βλ. Simelidis (2009: 83): «The oldest one is the Paraphrasis Sinaitica, in the fragments of a 9 th century manuscript from the new findings at St. Catherine s Monastery (1975)». Επίσης, πβ. Vassis (1991: 16-28). ~ 91 ~

Οι βυζαντινές παραφράσεις Επιπλέον, στην εποχή των Παλαιολόγων η λογοτεχνία προσφέρει τη μετάφραση, μία μορφή κειμένου στην οποία κείμενα που ανήκουν στο υψηλό επίπεδο ύφους, 156 παραφράζονται και απλοποιούνται. Παραδείγματα αποτελούν οι παραφράσεις των Ιστοριών της Άννας Κομνηνής (Hunger 1981) και του Νικήτα Χωνιάτη (van Dieten 1979), αλλά και του Βασιλικοῦ Ἀνδριάντα του Νικηφόρου Βλεμμύδη (Hunger και Ševcěnko 1986). Αναφορικά με τους σκοπούς που υπηρετούσαν οι συγκεκριμένες παραφράσεις, ο Browning (1978: 125) επισημαίνει πως προορίζονταν για ένα κοινό που ήταν σε θέση να κατανοήσει μόνο τα κείμενα χαμηλού επιπέδου ύφους, καθώς δεν είχε διδαχθεί την αττικίζουσα γλώσσα. Από τα κείμενα αυτά φυσικά δεν αποκλείονταν και οι μορφωμένοι άνθρωποι (βλ. Ševcěnko (1982: 228-9) και Wahlgren (2010: 537)). 8.2. Οι παραφράσεις των ποιημάτων του Γρηγορίου Ναζιανζηνού Αναφορικά με τις παραφράσεις και τα ερμηνευτικά υπομνήματα των ποιημάτων του Γρηγορίου Ναζιανζηνού, υπάρχουν έξι διαφορετικές πηγές. Η πρώτη, αποτελεί ένα ερμηνευτικό υπόμνημα που παραδίδεται από τον κώδικα Vat. Gr. 1260 που χρονολογείται στον 12 ο αιώνα. Συγγραφέας της παράφρασης αυτής είναι ο Κοσμάς Ιεροσολυμίτης, 157 όπως μας πληροφορεί ο αναλυτικός της τίτλος: «Ἐξήγησις ὧν ἐμνήσθη ἱστοριῶν ὁ θεῖος Γρηγόριος ἐν τοῖς ἐμμέτρως αὐτῷ εἰρημένοις ἔκ τε τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς καὶ τῶν ἔξωθεν ποιητῶν καὶ συγγραφέων Κοσμᾶ Ἱεροσολυμίτου πόνημα φιλογρηγορίου». 158 156 Τη δεκαετία του 1980 ο H. Hunger και ο I. Ševcěnko άρχισαν να ασχολούνται με τα επίπεδα ύφους («levels of style») στη βυζαντινή λογοτεχνία. Ο Ševcěnko (1981, 1982) ορίζει τρία επίπεδα ύφους: το υψηλό («high style»), το μεσαίο («middle style») και το χαμηλό («low style»). 157 Για πληροφορίες σχετικά με τον συγκεκριμένο συγγραφέα βλ.. Každan (1999: 118-124). 158 Η παράφραση έχει εκδοθεί από τον Lozza (2000). ~ 92 ~

Ενότητα όγδοη Δεύτερη πηγή αποτελεί ένα άλλο υπόμνημα, συγγραφέας του οποίου φέρεται να είναι ο Νικήτας Δαβίδ Παφλαγών, χρονολογούμενος περί τα τέλη του 9 ου -αρχές 10 ου αιώνα 159. Τέλος, οι τέσσερις επόμενες πηγές εντοπίζονται σε λήμματα λεξικών, τρία από τα οποία εξέδωσε ο Διονύσιος Καλαμάκης (lexicon ordine versuum, lexicon ordine alphabetico, lexicon Casinense). 160 Μεγάλος αριθμός παραφράσεων, όμως, σταχυολογείται στα ίδια τα χειρόγραφα, και μάλιστα αυτές τοποθετούνται σε ποικίλες θέσεις είτε παρεμβάλλονται μεταξύ των στίχων των ποιημάτων (ιδιαιτέρως όταν πρόκειται για σχόλια που στοχεύουν στη γλωσσική τους εξομάλυνση), είτε σε ανεξάρτητες στήλες δεξιά ή αριστερά των ποιημάτων (όπως για παράδειγμα παρατηρείται στον κώδικα Coisilinianus 56). Ακόμη, ορισμένες τοποθετούνται κάτω από τον γενικότερο τίτλο «ἑτέρα ἐξήγησις», ενώ άλλες παραδίδονται με τη μορφή παρασελίδιων σχολίων στο περιθώριο των ποιημάτων (πβ. κώδικας Oxoniensis Clarκianus 12). Οι συγγραφείς των παραφράσεων δεν έχουν ταυτιστεί. Ενδιαφέρουσα γι αυτό το θέμα είναι η έρευνα του Βάσση με αφορμή τη σχεδογραφία της Κομνήνειας περιόδου σε χειρόγραφα που παραδίδουν κείμενα τόσο κλασικής όσο και βυζαντινής γραμματείας σύμφωνα με τον ίδιο, στο χειρόγραφο Vaticanus Palatinus gr. 92 εντοπίζεται, μεταξύ άλλων, μία παράφραση για το ποίημα ΙΙ.1.55 του Γρηγορίου, η οποία έφερε την ένδειξη «τοῦ περιβλεπτηνοῦ κυροῦ Νικήτα τὸ βιβλίον ὁ θεολόγος», γεγονός που τον έκανε να υποθέσει πως ο Νικήτας Περιβλεπτηνός έγραψε ένα βιβλίο με παραφράσεις κειμένων του Γρηγορίου, όπως άλλωστε έκαναν πολλοί με κείμενα άλλων συγγραφέων. 161 Η σημασία των παραφράσεων αυτών είναι μεγάλη και πολύπλευρη εκτός από το γεγονός ότι καθίστανται χρήσιμες για τον εκδότη ώστε να αποκαταστήσει ορισμένα σημεία του κειμένου στα οποία παρουσιάζονται φθορές ή διχογνωμίες, αποτελούν και αποδεικτικά στοιχεία για τη διάδοση και τη χρήση του εκάστοτε κειμένου στην εποχή του, αλλά και για την τύχη του στους μετέπειτα αιώνες. Ακόμη, η σημασία τους έγκειται και στο ότι πολλές φορές παρέχουν 159 Έχει εκδοθεί από τον Dronke (1840). 160 Καλαμάκης (1992) και Kalamakis (1995). 161 Vassis (2002: 44-60). ~ 93 ~

Οι βυζαντινές παραφράσεις γλωσσολογικές μαρτυρίες για τη μελέτη και την εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας ανά τους αιώνες μπορούν δηλαδή να αποτελέσουν πηγές για τυχόν σημασιολογικές και φωνολογικές αλλαγές που υπέστη η γλώσσα με την πάροδο του χρόνου. Ένας από τους σκοπούς των παραφράσεων γενικότερα, αλλά και του Γρηγορίου ειδικότερα, ήταν, όπως έχει αναφερθεί, κατεξοχήν εκπαιδευτικός. 162 Άλλωστε, ο ευχάριστος και συνάμα ο γνωμικός και διδακτικός χαρακτήρας των ποιημάτων του, σίγουρα θα τα κατέστησαν κατάλληλα για τη σχολική τάξη. Εξάλλου, και ο ίδιος ο Γρηγόριος επισημαίνει στο ποίημα ΙΙ.1.39 [PG 37.1332, 39-41] πως ένας από τους λόγους που τον ώθησαν στη συγγραφή ποιημάτων ήταν η παρακαταθήκη που θα άφηνε στους νέους. Το επιχείρημα αυτό ενισχύει και ο τίτλος/ ακροστιχίδα του ποιήματος Ι.2.31 που εκδίδεται στην παρούσα εργασία: «Γνῶμαι Γρηγορίου δίστιχος ἐυεπίη ἐσθλὸν ἄθυρμα νέοις καὶ χάρις ἐξοδίη». Προκειμένου να κατηγοριοποιηθούν με κάποιον τρόπο οι παραφράσεις του ποιήματος Ι.2.31 και να εξαχθούν ορισμένα συμπεράσματα, ακολουθήθηκε σε γενικές γραμμές η διάκριση στην οποία προέβη ο Simelidis στη διατριβή του, ο οποίος κατένειμε τις παραφράσεις σε τρεις ομάδες με κριτήριο τα διακριτικά υφολογικά γνωρίσματα της καθεμιάς και τη γλωσσική σύγκλιση ή απόκλισή τους από το αρχικό κείμενο. Για το λόγο αυτό εντάσσει στην ομάδα Α όσες παραφράζουν το κείμενο σχεδόν αυτολεξεί, στη Β όσες «παρεκκλίνουν» από αυτό και υιοθετούν έναν πιο ελεύθερο τρόπο απόδοσής τους και στη Γ αυτές που βρίσκονται μεταξύ των δύο πρώτων ομάδων, με το ύφος τους να προσιδιάζει περισσότερο στη Β. 163 8.3. Οι παραφράσεις του ποιήματος Ι.2.31 Στο ποίημα Ι.2.31 οι παραφράσεις κατατάσσονται στις δύο πρώτες ομάδες. Συγκεκριμένα, η παράφραση της ομάδας Α παραδίδεται από τα χειρόγραφα Mq 1, D 2 και Ma, ενώ της Β από τα 162 Ο Simelidis στη διατριβή του (2009: 75 κ.εξ.) επιχειρηματολογεί υπέρ αυτής της άποψης που θέλει τις παραφράσεις του Γρηγορίου να επιτελούσαν, μεταξύ άλλων, και εκπαιδευτικούς σκοπούς. 163 Simelidis (2009: 83 κ.εξ.) ~ 94 ~

Ενότητα όγδοη αντίστοιχα Mq 2 και D 1. 164 Οι παραφράσεις αυτές είτε παρατίθενται σε στήλες αριστερά και δεξιά από το κείμενο του ποιήματος (αυτό συμβαίνει στα χειρόγραφα Mq και D), είτε τοποθετούνται από τον αντιγραφέα εντός του κύριου κορμού του κειμένου, ως επεξηγηματικά σχόλια, μετά από δύο-τρεις στίχους κάθε φορά, όπως για παράδειγμα στο Ma (βλ. Επίμετρο ΙΙ). Στο Επίμετρο Ι της παρούσας εργασίας εκδίδεται το κείμενο της εκάστοτε παράφρασης. Επιλέχθηκε και για τις δύο ομάδες η γραφή του κώδικα Mq (με κάποιες διορθώσεις) ως του πρωιμότερου εκ των τριών (12 ος αιώνας), χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως είναι και το ακριβέστερο, αν μπορεί φυσικά να χρησιμοποιηθεί ο όρος αυτός για να περιγράψει το κείμενο των παραφράσεων κι αυτό επειδή οι αντιγραφείς των κειμένων αυτών συχνά ένιωθαν την ανάγκη να προβούν σε μικροεπεμβάσεις αλλά και μεγάλες αλλαγές στα κείμενα που αντέγραφαν και να παρατηρούνται, επομένως, παραλλαγές παραφράσεων. Οι διαφορετικές αυτές γραφές των χειρογράφων αναφέρονται στο κριτικό υπόμνημα που παρατίθεται στο κάτω μέρος της σελίδας. Τέλος, σχετικά με τη χρονολόγηση των παραφράσεων, όπως έχει ήδη αναφερθεί, υπάρχουν δυσκολίες. Ωστόσο, ορισμένες από τις γλωσσικές αλλά και συντακτικές επιλογές των παραφραστών στο ποίημα, μας επιτρέπουν να προσδιορίσουμε κατά προσέγγιση τα χρόνια που απέχουν από την εποχή συγγραφής των ποιημάτων. Στην παράφραση τύπου Α του ποιήματος, για παράδειγμα, απαντάται η μεταγενέστερη σύνταξη σύμφωνα με την οποία το οριστικό άρθρο αντικαθιστά τη χρήση της αναφορικής αντωνυμίας: ἶσον γάρ ἐστι τοῦτο τῷ καὶ εἶναι κακόν. (παρ. Α, στ. 5). Η συγκεκριμένη σύνταξη μαρτυρείται ήδη από τον 6 ο αιώνα, 165 γεγονός που στηρίζει την υπόθεση πως ίσως η συγκεκριμένη χρονική στιγμή να αποτελεί ένα terminus post quem για τη συγγραφή της συγκεκριμένης παράφρασης. Πέραν όμως από τις συντακτικές αποκλίσεις, εξίσου χρήσιμη μπορεί να αποβεί και η μελέτη των λεξιλογικών επιλογών της εκάστοτε παράφρασης. Όπως έχει ήδη επισημανθεί, οι συγγραφείς 164 Οι εκθέτες στους κώδικες υποδηλώνουν πως το ποίημα (και η παράφρασή του) παραδίδονται δύο φορές σε αυτά. Ο εκθέτης 1 προσδιορίζει το πρώτο σημείο που εντοπίζεται το ποίημα στον κώδικα, ενώ ο 2 το δεύτερο αντίστοιχα. 165 βλ. Browning (2008: 87). ~ 95 ~

Οι βυζαντινές παραφράσεις των παραφράσεων μεταξύ άλλων προσπαθούν να αντικαταστήσουν «δύσκολες» και σπάνιες λέξεις με άλλες απλούστερες και περισσότερο κοινόχρηστες στην προφορική τους ομιλία. Έτσι λ.χ. αντικαθιστώνται η λέξη ἅλς του ποιήματος (στ. 1) με τη λέξη θάλασσα, το ρήμα ἐτύχθης (στ. 7) με τις γραφές ἐγένου (παρ. Α) και γέγονας (παρ. Β), το ουσιαστικό ἀκέστωρ (στ. 21) με την πιο απλή λέξη ἰατρός, ο τύπος κεύθω (στ. 21) με το ρήμα κρύπτω, ο ομηρικός τύπος ῥεῖα (στ. 8) με το επίρρημα ῥᾳδίως (σε θετικό βαθμό στην παρ. Α) και ῥᾷον (σε συγκριτικό βαθμό στην παρ. Β), ο τύπος ἀγκυλόεσσα (στ. 45) με τον απλούστερο σκολιά, η ποιητική λέξη χοάνοισι με τους τύπους χωνευτηρίοις (παρ. Α) και χωνευτηρίῳ (παρ. Β) και το ρήμα ἀφάνδανε (στ. 47) με την περίφραση μὴ θέλε ἀρέσκειν (παρ. Α) και με το απαρέμφατο ἀπαρέσκειν 166 (παρ. Β). Πράγματι, στα λεξικά της βυζαντινής περιόδου, εντοπίζονται λήμματα για τους παραπάνω τύπους του ποιήματος, που σημαίνει ότι αυτοί χρησιμοποιούνταν απλουστευμένοι την εποχή εκείνη οι ίδιοι τύποι χρησιμοποιούνται και από τους παραφραστές. Ενδεικτικά παραδείγματα: Για τον τύπο ἀκέστωρ: Φώτιος, Λεξικό α 736 [έκδ. Theodoridis]: ἀκεστάς: ἰατρούς καὶ <ἀκέστωρ> ὁ ἰατρός. Ἠσύχιος, α 2353 [εκδ. Latte]: ἀκέστωρ: ἰατρός, θεραπευτής (Ευριπίδης, Ἀνδρομάχη 900). Σούδα α 851.1 [εκδ. Adler]: ἀκέστωρ: ἀκέστορος, ὁ ἰατρός. Ομοίως, για τη λέξη ἀγκυλόεσσα, η οποία παράγεται από το επίθετο ἀγκύλος, πβ. Ησύχιος α 567 ἀγκύλον [εκδ. Latte]: ἐπικαμπές, σκολιόν, στρεβλόν. Τέλος, το ρήμα κεύθω, το οποίο χρησιμοποιείται από τον Γρηγόριο στην υποτακτική (κεύθῃς, στ. 21), είχε αντικατασταθεί από το ρήμα κρύπτω, όπως αποδεικνύεται από τα λεξικά του Φωτίου και του ψευδο-ζωναρά: 166 Βλ. και Ησύχιος, α 8549.1 [εκδ. Latte]: *ἀφανδάνει: ἀπαρέσκει. ~ 96 ~

Ενότητα όγδοη ἐκ τοῦ κεύθω, τὸ κρύπτω, κευσμὸς καὶ αἰολικῶς κευθμὸς, ὡς κλαύσω, κλαυσμὸς καὶ κλαυθμὸς, καὶ μηνισμὸς, μηνιθμός. 167 κεύθω: τὸ κρύπτω. 168 ὁ δὲ Θεόγνωστος παρὰ τὸ κεύθω, τὸ κρύπτω, κευθὴν καὶ κυθμὴν πλεονασμῷ τοῦ μ, καὶ τροπῇ τοῦ <κ> εἰς <π> πυθμήν. 169 κεύθειν: κρύπτειν. 170 Τη χρήση του συγκεκριμένου ρήματος αντί του παλαιότερου κεύθω, πιστοποιούν και τα υπομνηματιστικά σχόλια που γράφτηκαν από φιλολόγους της Βυζαντινής περιόδου, προκειμένου να εξηγήσουν έργα της αρχαιότητας. Ενδεικτικά παραδείγματα: Ευστάθιος, Παρεκβολαὶ εἰς τὴν Ὀμήρου Ἰλιάδα (22.482 [εκδ. van der Valk]): Τὸ δὲ «ὑπὸ κεύθεσι γαίης» ἀντὶ τοῦ ὑπὸ τοῖς κευθμῶσιν, ἑρμηνεία ἐστὶ τοῦ δόμους Ἀΐδου, ὃς τόπος ἐστὶν ὑπόγαιος καὶ οὕτω κεκρυμμένος. διὸ καὶ Ἀΐδης λέγεται, ἤγουν ἀὴρ ἀφανής, ὃν οὐκ ἔστιν ἰδεῖν. Σχόλια στην Ὀδύσσεια του Ομήρου (24.203 [εκδ. Dindorf]): κεύθεσι γαίης: κρυπτοῖς τόποις. Σχόλια στον Οἰδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή (στ. 1228-1230 [εκδ. Longo]): κεύθει: κρύπτει. Σχόλια στην Ἡλέκτρα του Ευριπίδη (στ. 17 [εκδ. Dindorf]): Πολύδωρος ὁ γεγονὼς παῖς Ἑκάβης τῆς θυγατρὸς τοῦ Κισσέως καὶ τοῦ Πριάμου λιπὼν τὸν κευθμῶνα καὶ τὰς πύλας τοῦ σκότου, ὅπου, εἰς κευθμῶνα δηλονότι κευθμὼν δὲ λέγεται ὁ κατώτατος τόπος παρὰ τὸ κεύθω, τὸ κρύπτω. 167 Ψευδο-Ζωναράς, Λεξικό ε 1187.11 [εκδ. Tittmann]. 168 Ψευδο-Ζωναράς, Λεξικό ε 1196.16 [εκδ. Tittmann]. 169 Ψευδο-Ζωναράς, Λεξικό θ 1584.11 [εκδ. Tittmann]. 170 Φώτιος, Λεξικό κ 631 [εκδ. Theodoridis]. ~ 97 ~

Οι βυζαντινές παραφράσεις Από τα παραπάνω, εξάγεται αβίαστα το συμπέρασμα πως η μελέτη των παραφράσεων προσφέρει τη δυνατότητα να παρακολουθήσει κανείς την εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας, μέσα από το λεξιλόγιο που επιλέγεται από τους συγγραφείς τους. Σύμφωνα με τον Codoñer, οι αλλαγές αυτές συντελέστηκαν στο λεξιλόγιο, το οποίο λόγω της ασταθούς φύσης του είναι προορισμένο να υπόκειται σε συνεχείς διακυμάνσεις, αλλά και στη μορφολογία και στη σύνταξη επομένως, είναι σίγουρο πως οι Βυζαντινοί διέθεταν κάποια ευλυγισία στα διαφορετικά γλωσσικά και υφολογικά επίπεδα και ότι κλειδί για να παρακολουθήσει κανείς τον τρόπο με τον οποίο εργάστηκαν και έγραψαν στο εκάστοτε επίπεδο αποτελούν τα λεξικά, τα σχόλια και οι παραφράσεις των κειμένων. 171 8.3.1. Η παράφραση Α Η παράφραση της ομάδας Α του ποιήματος αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, μια λέξη προς λέξη απόδοση του αρχικού κειμένου. Αυτό βεβαία δεν σημαίνει πως στερείται ιδιαίτερων χαρακτηριστικών αντιθέτως, υπάρχουν ορισμένα γνωρίσματα που τη διαφοροποιούν τόσο από το πρωτότυπο κείμενο, όσο και από τις παραφράσεις των υπόλοιπων ομάδων. Ορισμένα παραδείγματα: I. Η χρήση συνωνύμων σε παράταξη ή σε ασύνδετο σχήμα προκειμένου να εξηγηθούν λέξεις του πρωτοτύπου για παράδειγμα: Στ. 20: Παρ. Α: Παρ. Β: μ α σ τ ε ύ ε ι ν τὸ ἐρευνᾶν καὶ εὑρίσκειν ἀναζητεῖν 171 Codoñer (2014: 66). ~ 98 ~

Ενότητα όγδοη Σύμφωνα με το λεξικό του Ησυχίου, το ρήμα μαστεύω δεν προτιμήθηκε από τους συγγραφείς της Βυζαντινής περιόδου και αντικαταστάθηκε από συνώνυμα ρήματα: Ησύχιος μ 352.1 [εκδ. Latte] μαστεύει: ζητεῖ, ἐρευνᾷ, ψηλαφᾷ, ἐπιζητεῖ. Ένα ακόμα συνώνυμο αποτελεί ο τύπος ἀναζητεῖν που παραδίδεται από την παράφραση Β, το οποίο εντοπίζεται στον Ησύχιο (Ησύχιος α 4453 [εκδ. Latte]: *ἀναμαστεύων: ἀναζητῶν), χρησιμοποιείται όμως και μαζί με τον τύπο μαστεύω (πβ. Φίλων Ιουδαίος, De mutatione nominum 108.4 [εκδ. Wendland]: μαστεύειν καὶ ἀναζητεῖν ἕκαστα ἱκανόν). Ακόμη, προκειμένου να εξηγηθεί η φράση ἄκρων φαέων του στ. 20 του ποιήματος, η παράφραση Α επιλέγει να υιοθετήσει τη γραφή ἄκρων και να αντικαταστήσει τον τύπο φαέων με τη φράση καθαρῶν ὁφθαλμῶν, την ώρα που η παράφραση Β επιλέγει τη φράση ὁφθαλμῶν ὁρώντων ὀξύτατα. II. Η χρήση σε περιορισμένο βέβαια βαθμό βιβλικών και άλλων παραθεμάτων όπως: Στ. 2: Παρ. Α: δ υ σ ο μ έ ν η ποντιζομένη Αξίζει να σημειωθεί πως ο παραφραστής επιλέγει να αποδώσει αναλυτικότερα την παρομοίωση του πρωτότυπου ποιήματος που εκτείνεται στους δύο πρώτους στίχους: καὶ μὴ καθάπερ βαρεῖα ναῦς ὑπὸ τοῦ φόρτου ποντιζομένη, οὕτως ἐπὶ τὸ πέλαγος διοδεύεις τοῦ κόσμου τοῦ φθόνου (παρ. Α, στ. 2-3). Η συγκεκριμένη παρομοίωση συμπεριλαμβανομένης της μετοχής ποντιζόμενος, χρησιμοποιείται επίσης από τον Ιωάννη Χρυσόστομο: Ἐννόησον γάρ μοί τινα κυβερνήτην μυρία διαλαβόντα πελάγη, μετὰ τὸ τὴν θάλασσαν διαπλεῦσαι ἅπασαν, μετὰ τοὺς πολλοὺς χειμῶνας καὶ τοὺς σκοπέλους καὶ τὰ κύματα, πολὺν ἔχοντα τὸν φόρτον, ἐν αὐτῷ καταποντιζόμενον τῷ στόματι τοῦ λιμένος, καὶ γυμνῷ μόλις τῷ σώματι τὸ χαλεπὸν τοῦτο διαφυγόντα ναυάγιον. 172 172 Ιω. Χρυσόστομος, Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ἅγιον Ματθαῖον [PG 57.342.30]. ~ 99 ~

Οι βυζαντινές παραφράσεις Επιπλέον, για τη φράση χρυσὸς χοάνοισι δαμάζεται του στ. 51 του ποιήματος, η παράφραση Α παραδίδει τη γραφή χρυσὸς ἐν χωνευτηρίοις δοκιμάζεται για την οποία πβ. Παροιμίες, 17, 3.1: ὥσπερ δοκιμάζεται ἐν καμίνῳ ἄργυρος καὶ χρυσός, οὕτως ἐκλεκταὶ καρδίαι παρὰ κυρίῳ επίσης, Ωριγένης, Σχόλια στους Ψαλμούς [PG 12.1660.13]: Ὡς γὰρ χρυσὸς ἐν χωνευτηρίῳ δοκιμάζεται, οὕτως ἄνθρωποι δεκτοὶ ἐν καμίνῳ ταπεινώσεως. Τέλος, από τη συγκεκριμένη παράφραση δεν λείπουν λάθη και παραλείψεις: Στ. 1: Παρ. Α: Παρ. Β: κρυεροῖο θανάτοιο τοῦ θανάτου τοῦ φοβεροῦ θανάτου Στ. 9: Παρ. Α: Παρ. Β: κυλίνδεται περιφύρεται (sic) συναστατεῖ Στ. 57: Παρ. Α: Παρ. Β: ξείνων ἡμεδαπῶν τῶν ἰδίων ξένων καὶ τῶν ἐκ τῆς ἡμετέρας αὐλῆς 8.3.2. Η παράφραση Β Η παράφραση Β εν αντιθέσει με το κείμενο της παράφρασης Α αποδίδει το ποίημα με περισσότερη εκφραστική και υφολογική ελευθερία, χωρίς όμως να αλλοιώνονται οι κύριες ιδέες του. Ορισμένα ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά των παράφράσεων της ομάδας αυτής είναι τα ακόλουθα: ~ 100 ~

Ενότητα όγδοη I. Οι επιτυχείς αποδώσεις ορισμένων όρων ή φράσεων του πρωτότυπου κειμένου για παράδειγμα: Στ. 9: Παρ. Β: Παρ. Α: ἧμαρ ἐπ ἧμαρ βίος ἀνθρώπων τὸ σήμερόν τε καὶ αὔριον ἡμέρα πᾶσα ἐφ ἡμέρας Στ. 11: Παρ. Β: Παρ. Α: ὅστις ἀπερχομένοισι καὶ ἐρχομένοισι πέποιθε ὁ πεποιθὼς ἐπὶ πράγμασιν ἀστατοῦσι καὶ ἀπογιγνομένοις τάχιον ὅστις τοῖς ἀστάτοις καὶ ἀνθρωπίνοις πράγμασι πέποιθε Στ. 28: Παρ. Β: Παρ. Α: ἀ ρ α χ ν α ί ο ι ς νήμασιν ἀράχνης εὐδιασπάστοις νήμασι νήμασιν ἀραχνίοις Στ. 37-38: αἴγλη παμφανόωσα μονότροπος, ἀλλ ἀπὸ κόσμου θυμὸν ἔχει σαρκῶν τηλόθεν ἱστάμεναι. Παρ. Β: πάμφωτος καὶ λαμπρὸν οἷον ἀστράπτουσα πέφυκας, ὦ μονότροπε, ἀλλὰ φεῦγε κόσμον καὶ πόρρω σαρκῶν ἵστασο πυρὶ γὰρ πελάζεις, ὕλη ξηρὰ καὶ εὐκατάπρηστος κατάπρηστος. 173 Παρ. Α: αἴγλη ἐστὶν παμφανὴς πλὴν ἔχειν ὀφείλειν τὴν ψυχὴν ἔξω κόσμου καὶ σαρκῶν. II. Η χρήση περιφράσεων 174 έναντι των μονολεκτικών τύπων του αρχικού κειμένου: Στ. 1: δ υ σ ο μ έ ν η 173 Για την υπογραμμισμένη φράση, η οποία εξηγεί περισσότερο το περιεχόμενο του στίχου 38, πβ. Κύριλλος Αλεξανδρείας, Χριστός [IV. σ. 737.21 εκδ. Aubert]: Οἰστὴ δὲ ὅπως ταῖς τῆς φλογὸς ἐμβολαῖς ἡ εὐκατάπρηστος ὕλη. Για τη λέξη εὐκατάπρηστος, πβ. Σούδα ε 3527.1 [εκδ. Adler]: *εὐκατάπρηστος: εὐκατάκαυστος, Ψευδο-Ζωναράς, Λεξικό ε 908.1 [εκδ. Tittmann]: *εὐκατάπρηστος ὕλη: ἡ εὐχερῶς καιομένη. 174 Για τις περιφράσεις βλ. Codoñer (2014: 67). ~ 101 ~

Οι βυζαντινές παραφράσεις Παρ. Β: Παρ. Α: μήπου καταδὺς γένῃ παντελῶς ὑποβρύχιος ποντιζομένη Στ. 8: Παρ. Β: Παρ. Α: τύχῃς τοῦ κάλλεος ἀρχετύπου τοῦ ἀρχετύπου κάλλους ἐν μεθέξει γένοιο 175 τοῦ κάλλους ἐπιτύχοις τοῦ ἀρχετύπου Στ. 11: Παρ. Β: Παρ. Α: ῥεύματι πιστεύει ο ὔ π ο τ ε ἱ σ τ α μ έ ν ῳ ῥεύματι πιστεύων ἐστὶν οὐδέποτε στάσιν λαμβάνοντι ῥεύματι πιστεύει μήποτε ἱσταμένῳ Στ. 16: Παρ. Β: Παρ. Α: π ά ν τ α σ έ β ε ι ν διὰ τιμῆς ἄγει καὶ σεβάζεται πάντα σέβειν III. Η χρήση χωρίων από βιβλικά, πατερικά και λογοτεχνικά κείμενα: Στ. 8: Παρ. Β: Παρ. Α: βίος καὶ μῦθος ἀλιτρός βίος παράνομος καὶ λόγος διαμαρτάνων τοῦ πρέποντος 176 βίος ἄλογος καὶ λόγος οὐκ ἔμπρακτος Στ. 18: Παρ. Β: ὅστις ἔβης ἔκτοθι τῆς κακίης ὅστις ἐκεῖθεν ἐξανέδυς καὶ τῆς ἰλύος τὸ ἴχνος 177 ἀνέσπασας 175 πβ. Προκόπιος Γάζης, Σχόλια στον Ησαΐα [PG 87, 2393.22]: ὅπερ ἐστὶν ἐν μεθέξει γενέσθαι Χριστοῦ, διελθεῖν τε τὸν Ἰορδάνην καὶ γῆς τῆς ἐπηγγελμένης τυχεῖν. 176 πβ. Κύριλλος Αλεξανδρείας, Σχόλια στον Ιωάννη [II. σ. 420.20 Pusey]: τοιαύτην τινὰ θεωρίαν τοῖς προκειμένοις ἐποίσαντες, οὐκ ἂν οἶμαι τοῦ πρέποντος λόγου διαμαρτήσαιμεν. Επίσης, πβ. Μ. Ψελλός, Θεολογικὰ 68.47 [εκδ. Gautier]: ὡς οἵ γε τοὺς λόγους οἰόμενοι θεωρεῖν ἀπὸ τοῦ συγκεῖσθαι ἐκ τῶνδε ἢ τῶνδε τῶν ἰδεῶν, λόγους δὲ μὴ προτιθέντες δι' οὓς οὕτως ὁ ῥήτωρ πεποίηκεν, ἀλλὰ μὴ ἐκείνως, παντάπασί μοι δοκοῦσι διαμαρτάνειν τοῦ πρέποντος. ~ 102 ~

Ενότητα όγδοη Παρ. Α: ὅστις ἔξω τῆς κακίας ἐγένου Στ. 22: οὔποτε σηπεδόνα φεύξεαι ἀργαλέην Παρ. Β: οὔποτε στήσεις τὴν τ νομὴν ν τῆς τ κακίας, 178 οὐδὲ τὴν χαλεπὴν σηπεδόνα διαφεύξῃ Παρ. Α: οὐδέποτε φύγοις τὴν ἐξ αὐτῶν σηπεδόνα Στ. 31: πᾶσι Θεοῖο βοᾷ Λόγος ἀφθιτόμητις Παρ. Β: πᾶσιν ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος ἐγκελεύεται 179 Παρ. Α: πᾶσιν ὁ τοῦ Θεοῦ βοᾷ Λόγος ὁ ἀληθ ληθὴς καὶ πᾶσι τὴν γνῶσιν τῆς ἀληθείας ἐνέθηκε Ενδιαφέρον παρουσιάζει να παρακολουθήσει κανείς στο σημείο αυτό πώς κατανοεί και άρα πώς παραφράζει ο εκάστοτε συγγραφέας το σχεδόν ἅπαξ λεγόμενον του Γρηγορίου «ἀφθιτόμητις». Η παράφραση Α είναι ιδιαιτέρως λεπτομερής σε αυτό το σημείο, καθώς μεταφράζει τον όρο επαναλαμβάνοντας δύο φορές την έννοια της αλήθειας (ὁ ἀληθής, τῆς ἀλήθειας). Η λέξη αυτή απαντά μόνο στον Γρηγόριο και σε ένα απόσπασμα από τα Ορφικά: αἰθέρα μὲν Χρόνος οὗτος ἀγήραος, ἀφθιτόμητις γείνατο, στο οποίο η λέξη μπορεί να αποδοθεί ως «άφθαρτος» (απ. 66 [ΙΙ.1. σ. 77 Bernabé) στο LSJ από την άλλη, στο λήμμα ἀφθιτόμητος αναγράφεται η σημασία «of immortal counsel». Ο συγγραφέας της παράφρασης Α λοιπόν, κατανόησε τον όρο ως «αληθής» και τον μετέφερε μέσα σε χριστιανικά συμφραζόμενα, 177 πβ. Ψαλμοί 39, 3, Νόννος, Διονυσιακὰ 15. 3. 178 Ο παραφραστής, προκειμένου να καταστήσει σαφέστερο το νόημα του αρχικού κειμένου στο συγκεκριμένο σημείο, χρησιμοποιεί μια πρόσθετη φράση η οποία είναι αντλημένη από βιβλικά και πατερικά κείμενα πβ. Ωριγένης, Κατὰ Κέλσου [IV. 20.14 Borret]: Οὐ γὰρ κατὰ τὸν θεόν ἐστι μὴ στῆσαι τὴν τῆς κακίας νομὴν καὶ ἀνακαινῶσαι τὰ πράγματα. Ιω. Χρυσόστομος, Εἰς τὴν Παραβολήν [PG 51, 19.45]: [ ] ἀλλ' ἀναστέλλουσαν μὲν τὴν νομὴν τῆς κακίας, ἀντὶ δὲ ἀλγηδόνος πολλὴν τῷ τῆς κακίας ἀπαλλαττομένῳ παρέχουσαν τὴν ἡδονήν. 179 πβ. Γρ. Νύσσης, Πρὸς Ἁρμόνιον [VIII σ. 140 Jaeger]: εἰ οὖν ἐν μόνῃ τῇ τῆς διανοίας ὁρμῇ κατορθοῦσθαι πέφυκεν ἡ τοῦ κακοῦ ἀλλοτρίωσις, οὐδὲν ἐπίπονον ἡμῖν ὁ εὐαγγελικὸς ἐγκελεύεται λόγος. ~ 103 ~

Οι βυζαντινές παραφράσεις χρησιμοποιώντας τον ως προσδιοριστικό επίθετο του θεϊκού Λόγου. Αντίθετα, ο συγγραφέας της παράφρασης Β δεν φαίνεται να κατανόησε τον όρο αυτό, καθώς απουσιάζει η μεταφραστική εκδοχή του από το συγκεκριμένο σημείο του κειμένου του. Στ. 43: Παρ. Β: Νωμᾶσθαι καὶ θάρσος, ἐπεὶ θράσος οὐ κράτος ἔσται. Ζυγοστάτει καὶ τὴν ἀνδρείαν 180 καὶ καλῶς οἰάκιζε μήποτε τὸ θάρσος αὐτῆς εἰς θράσος μεταβαλὸν ἀντ ἀρετῆς κακία γένηται. Παρ. Α: Τὸ ἀμειλίκτως ἔχειν πρὸς ἐπιείκειαν θράσος ἔμοιγε καὶ οὐ κράτος ἐστί. Στ. 51: χρυσὸς μὲν χοάοισι δαμάζεται Παρ. Β: χρυσὸς μὲν ἐν χωνευτηρίῳ καθαίρεται. 181 Παρ. Α: χρυσὸς μὲν χωνευτηρίοις δοκιμάζεται. IV. Η διατήρηση του λογοτεχνικού ύφους και των ρητορικών σχημάτων του ποιήματος και η προσπάθεια επίτευξης ανάλογου ύφους με τις εκφραστικές επιλογές του παραφραστή: Ο συντάκτης της παράφρασης Β φαίνεται να είναι οικείος με το ρητορικό ύφος και τους εκφραστικούς τρόπους που διέπουν ένα λογοτεχνικό κείμενο. Προς επίρρωση της συγκεκριμένης άποψης, μπορούν να λειτουργήσουν κάποιες από τις επιλογές στο κείμενό του: 180 πβ. Βασίλειος, Λόγοι VII [PG 85, 104.42]: Ἔμελλε γὰρ ὁ Θεὸς ὑπόθεσιν ἀθλητικὴν τῷ δικαίῳ τὴν γονὴν ἑτοιμάζειν, καὶ διὰ παιδὸς τὴν τοῦ ἀριστέως ἀνδρείαν ζυγοστατεῖν. 181 Ωριγένης, Ἐκλογαὶ εἰς Ἰώβ [PG 12, 1037.56]: οἴεται γὰρ τὸν Ἰὼβ διὰ τὰ ἁμαρτήματα πάσχειν, καὶ ὅτι ὑπομείνας καθαίρεται δι' αὐτοῦ τοῦ πάσχειν καὶ καθαιρόμενος, ὥσπερ χρυσὸς ἐν χωνευτηρίῳ, δόκιμος ἀποφαίνεται, πᾶν τὸ ἀλλότριον ἀποθέμενος, καὶ πάσης κακίας ἀμιγὴς γεγονώς. ~ 104 ~

Ενότητα όγδοη Η επιλογή του να διατηρήσει το ρητορικό σχήμα της παρήχησης του στίχου 48 (δυσκλεές κλέος), παραφράζοντάς το με ένα απλούστερο αλλά εξίσου αντιθετικό εκφραστικό σύνολο δόξα ἄδοξος. Η απόδοση της μεταφοράς του στίχου 37 (αἴγλη παμφανόωσα μονότροπος) με την εκφραστική παρομοίωση: Πάμφωτος καὶ λαμπρὸν οἷον ἀστράπτουσα πέφυκας, ὦ μονότροπε. Η φράση ἡ διὰ τῶν ῥημάτων εὐδοκίμησις ἡ διὰ τῶν πράξεων κατόρθωσις που χρησιμοποιεί για να παραφράσει την αναφορά σὸς λόγος ἔργον ἐμεῖο του στίχου 23 του ποιήματος, η οποία αφενός συνιστά αντίθεση 182 και αφετέρου αποτελεί ομοιοτέλευτο και πάρισον. Η χρήση της αττικής σύνταξης δαπάνη μὲν σητῶν πάντα γίνεται, για το περιεχόμενο του στίχου 55 του ποιήματος. Η εμφατική επανάληψη: μόνη δὲ ἀρετὴ τῶν τοῦ βίου πάντων ἀνθρώπινον καὶ ἀνθρώποις ἁρμόδιον (στ. 30). V. Η χρήση συνώνυμων λέξεων: Η παράφραση Β χρησιμοποιεί ένα ζεύγος συνωνύμων προκειμένου να αναφερθεί στα χαρακτηριστικά της βαφής (μεταφορικά της φαινομενικής πίστης): εὐέκνιπτος, ἔκπλυτος (στ. 40). Ως πρώτο μάλιστα συνθετικό του εππιθέτου εὐέκνιπτος είναι το επίρρημα εὖ, για να δηλωθεί η ευκολία με την οποία ξεβάφει η εξωτερική αυτή πίστη Για τα επίθετα αυτά πβ. Ιούλιος Πολυδεύκης, Ὀνομαστικόν [Ι 44. εκδ. Dindorf]: Περὶ βαφῆς βεβαίας καὶ ἀβεβαίου Λέγοις ἂν περὶ βεβαίου βαφῆς δευσοποιός, ἀνέκπλυτος, μόνιμος, ἔμμονος, ἐγκρατής, ἀνεξάλειπτος, ἀνεξίτηλος, ἀνέκρυπτος, ἀνέκνιπτος, ἀνέκτριπτος, ἀνθοῦσα, εὐανθής, 182 Η αντίθεση ῥημάτων πράξεων παραπέμπει στην αντίστοιχη του Θουκυδίδη περί λόγων και έργων (βλ. ερμηνευτικό υπόμνημα σ. 139. ~ 105 ~

Οι βυζαντινές παραφράσεις ἀνθηρά. περὶ δὲ τῆς ἐναντίας ἀβέβαιος, ἔκπλυτος κπλυτος, ἐξίτηλος, εὔρυπτος, εὐέκρυπτος, εὐέκπλυτος, εὐέκνιπτος έκνιπτος, ἀκρατής, ἀνανθής. ἔστι δ εἰπεῖν καὶ ἀνεῖναι τῆς βαφῆς. τὸ δὲ ἔργον ἐκπλῦναι, ἐκνίψαι, ἐκτρῖψαι, ἐκρύψαι, ἀπορρύψαι. Τέλος, ορισμένα λάθη και παραλείψεις εντοπίζονται και στη συγκεκριμένη παράφραση. Ενδεικτικά αναφέρονται: -στ. 24: Οι κώδικες παραδίδουν τη γραφή «καλλιρημοσύνη», αντί του ορθού «καλλιρρημοσύνη». -στ. 52: Αρχικά, τη λέξη κουφότερον του ποιήματος ο παραφραστής Α τη διατηρεί αναλλοίωτη, ενώ ο παραφραστής Β την αποδίδει με τον τύπο «λυσιτελέστερον», μολονότι τα λεξικά προτείνουν διαφορετική ερμηνεια. 183 Επιπλέον, στον ίδιο στίχο, για τη λέξη ἀπημοσύνης (=υγεία, ακεραιότητα, έλλειψη βλάβης πβ. LSJ, λήμμα ἀπημοσύνη), η παράφραση Β επιλέγει τη γραφή ἀνέσεως, ενώ η Α τοποθετεί δύο συνώνυμες μεταξύ τους λέξεις (χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης), χωρίς καμία από τις δύο παραφράσεις να καταφέρει να αποδώσει πλήρως το περιεχόμενο της λέξης. 183 κουφότερον = ελαφρύ (LSJ, PGL) Ησύχιος, κ 3878.1 [εκδ. Latte]: *κοῦφον: ἄκοπον, μετέωρον, *κοῦφος ἐλαφρός, ταχύς, γοργός. ~ 106 ~

Ενότητα ένατη ΕΝΟΤΗΤΑ ΈΝΑΤΗ Η παράδοση των ποιημάτων του Γρηγορίου Ναζιανζηνού Η παράδοση των ποιημάτων του Γρηγορίου έχει απασχολήσει και συνεχίζει να απασχολεί τους μελετητές, αφού την τελευταία τριακονταετία έχουν γίνει αξιόλογες μελέτες, με πιο πρόσφατη αυτή του Martin Sicherl, ο οποίος, σε συνεργασία με διδακτορικούς φοιτητές του, δημοσίευσε πλήθος πονημάτων σχετικών με αυτές. 184 Σύμφωνα με τη μελέτη του Werhahn, τα ποιήματα του Γρηγορίου παραδίδονται στα χειρόγραφα σε 20 ομάδες ποιημάτων. 185 Πάνω στις ομάδες αυτές έχουν επίσης εργασθεί ο Höllger 186 και ο Gertz, 187 αλλά η συστηματική μελέτη του Sicherl τείνει να υποκαθιστά τις προσπάθειες των προηγούμενων, μιας και ο ίδιος έχει αναθεωρήσει πολλές από τις απόψεις τους. Τέλος, οι Tuilier και Bady στην έκδοσή τους, ασχολήθηκαν επίσης με τη χειρόγραφη παράδοση των ποιημάτων, προσφέροντας το δικό τους στέμμα για όλα τα ποιήματα. 188 Το ποίημα Ι.2.31 εντάσσεται στην ομάδα V ( Gedichtgruppe V ), η οποία περιλαμβάνει συνολικά 22 ποιήματα: I.2.5, I.2.31, epit. 119, I.2.26, I.1.36, I.1.37, I.1.38, II.1.34, II.1.38, II.1.83, I.2.29, II.2.6, epigr. 24, I.2.9, II.1.44, II.1.15, II.1.50, I.2.38, I.2.36, II.2.2, II.2.1, II.2.7. Τα ποιήματα της ομάδας V αποτελούνται συνολικά από 2.079 στίχους. Η έκδοσή μου βασίστηκε ως επί το πλείστον στη μελέτη του Sicherl σχετικά με το Gedichtgruppe V λήφθηκε, επίσης, υπόψιν και η έρευνα του Gertz, καθώς πέρα από την 184 Sicherl (2011). Οι μελέτες αυτές για την παράδοση των ποιημάτων του Γρηγορίου, αλλά και σχόλια πάνω σε επιλεγμένα ποιήματα έχουν δημοσιευτεί στη σειρά Studien zur Geschichte und Kultur des Altertums: nf Reihe 2, Forschungen zu Gregor von Nazianz (Paderborn: Schoningh). 185 βλ. Werhahn στον Holger (1985: 17-34). 186 βλ. Höllger (1985). 187 βλ. Gertz (1986). 188 βλ. Tuilier-Bady (2004). Για το στέμμα, βλ. επίμετρο ΙΙ. ~ 107 ~

Η χειρόγραφη παράδοση των ποιηµάτων του Γρηγορίου πρωιμότητά της δεν παύει να αποτελεί σημείο αναφοράς άλλωστε, και ο ίδιος ο Sicherl παραπέμπει επανειλημμένως στη μελέτη αυτή. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ποίημα βρίσκεται επίσης στο Gedichtgruppe XVIII, το οποίο ωστόσο απλά συγκεντρώνει σε μια νέα ομάδα τις ομάδες ποιημάτων I-III.V.VII.VIII, XIX, μαζί με κάποια επιγράμματα. 189 Το Gedichtgruppe XVIII παραδίδεται από το χειρόγραφο Cg και δύο απόγραφά του. Το βασικό στέμμα του Sicherl για το Gedichtgruppe V είναι το εξής: 190 Λόγω της σύμφυρσης που παρατηρείται στη χειρόγραφη παράδοση του Γρηγορίου, συμπεριέλαβα και τρία χειρόγραφα που γενικά είναι απόγραφα του Mq, τα D, Ν, και Cg (για το Gedichtgruppe V), 191 το τελευταίο και για τη βαρύνουσα αξία που έχει ως βασικός μάρτυρας για το Gedichtgruppe ΧVΙΙΙ. Έλαβα επίσης υπόψιν μου το Pj, το οποίο αν και είναι απόγραφο του Lb, φαίνεται ότι έχει επηρεαστεί από μάρτυρες της ομάδας α. 192 189 βλ. Sicherl (2011: 250). 190 βλ. Sicherl (2011: 152). Στο στέμμα αυτό δεν σημειώνονται τα χειρόγραφα που είναι ή θεωρούνται απόγραφα. 191 βλ. Sicherl (2011: 182 κεξ). Οι Tuilier-Bady αποφάσισαν γενικά να αποκλείσουν το Cg, μαζί με αρκετά ακόμη χειρόγραφα, ως μεταγενέστερα, λησμονώντας ωστόσο την αρχή που διέπει την εκδοτική των κειμένων ότι το τα πιο πρόσφατα σε εμάς χειρόγραφα δεν είναι κατ ανάγκη και χειρότερα («recentiores non deteriores»). 192 βλ. Sicherl (2011: 201). ~ 108 ~

Ενότητα ένατη Το ποίημα παραδίδεται επίσης από τον Νικήτα Δαβίδ, για το κείμενο του οποίου χρησιμοποίησα την έκδοση του κώδικα Cusanus gr. 48 (αι. X) από τον Dronke (1840). Σύμφωνα με τους Tuilier-Bady δύο μόνο στίχοι, οι 59-60, υπάρχουν και σε συριακή μετάφραση στον κώδικα Vaticanus syr. 105, αι. XVI. 193 Έτσι, οι κώδικες που χρησιμοποιήθηκαν είναι οι εξής: C Oxoniensis Bodl. Clarkianus 12, membr., αι. X, ff. 207 r -209 v. Ο κώδικας C αποτελεί έναν από τους αρχαιότερους κώδικες για τα ποιήματα του Γρηγορίου Ναζιανζηνού, καθώς τοποθετείται χρονολογικά στον 10 ο αιώνα. Περιλαμβάνει εξ ολοκλήρου ποιήματα του Γρηγορίου. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Werhahn (1953: 5 υποσ. 14), Jungck (1974: 41), Palla Kertsch (1985: 36, 40), Höllger (1985: 110), Meier (1989: 24), Crimi Kertsch (1995: 43, 47, 74), Bacci (1996: 45, 49), Tuilier Bady (2004: CII, CXCIII), Sicherl (2011: 159). Cg Romani Collegii Graeci gr. 8, chart., αι. XV, ff. 375-381. Ο συγκεκριμένος κώδικας είναι από τους οψιμότερους, καθώς χρονολογείται στον 15 ο αιώνα. Περιλαμβάνει ως επί το πλείστον ποιήματα του Γρηγορίου (ιδιαιτέρως από τα Gedichtgrupp I- V, και VIII), όπως επίσης και αποσπάσματα από ομηρόκεντρα του Πατρικίου και της Ευδοκίας. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Lambros (1913: 16), Palla Kertsch (1985: 51), Gertz (1986: 54, 64), Palla (1990: 18, 23, 52), Moroni (2006: 57), Sicherl (2011: 186). D Parisinus Coislinianus 56, chart., αι. XIV-XV, ff. 114 r -116 v & 167 v -168 r. 193 Tuilier-Bady (2004: ccvii). Για πληροφορίες σχετικά με το κείμενο του Νικήτα Δαβίδ καθώς και τη συριακή μετάφραση, βλ. Simelidis (2009: 89-91). ~ 109 ~

Η χειρόγραφη παράδοση των ποιηµάτων του Γρηγορίου Το χειρόγραφο αποτελείται από δύο μέρη (ff. 1-168, 169-194), τα οποία προέρχονται από τον ίδιο αντιγραφέα. Χρονολογείται μεταξύ του 14 ου και 15 ου αιώνα και αποτελείται από ποιήματα του Γρηγορίου Ναζιανζηνού και παραφράσεις τους. Στο f. 168 v περιέχεται ένα τμήμα 49 στίχων από τη γραφίδα του Γεωργίου Πισίδη. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Omont (1886: 124), Devreesse (1937: 52), Jungck (1974: 43), Palla Kertsch (1985: 51, 55), Höllger (1985: 117), Gertz (1986: 92, 108), Meier (1989: 25), Crimi Kertsch (1995: 43, 47, 76), Bacci (1996: 46 υποσ., 135), Tuilier Bady (2004: CXCIII), Sicherl (2011: 184-186). L Florentinus Laurentianus plut. VII,10, membr., αι. XI, f. 113. Το χειρόγραφο χρονολογείται στον 11 ο αιώνα και είναι από τα μοναδικά που περιέχουν ολοκληρωμένα (σχεδόν χωρίς ακρωτηριασμούς) πολλά από τα ποιήματα του Γρηγορίου. Στον κώδικα περιέχεται επίσης και η παράφραση του Ευαγγελίου του Ιωάννη του Νόννου Πανοπολίτη (ff. 166-188), στην οποία παρεμβάλλεται (ff. 172 v -181) το ποίημα Carmen heroicum της αυτοκράτειρας Ευδοκίας. Τέλος, σ αυτό υπάρχουν αρκετά παρασελίδια σχόλια. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Bandini Ι (216-240), Jungck (1974: 39), Palla Kertsch (1985: 36), Höllger (1985: 77), Gertz (1986: 145), Livrea (1989: 71), Meier (1989: 23), Palla (1990: 28), Crimi Kertsch (1995: 45, 47, 82), Bacci (1996: 45), Moreschini Sykes (1997: XI), Livrea (2000: 115), De Stefani (2002: 43, 65), Agosti (2003: 212, 221), Tuilier Bady (2004: XCII, CXCIV), Moroni (2006: 49, 52), Simelidis (2009: 91), Sicherl (2011: 152). Lb Florentinus Laurentianus plut. XXXII, 16, chart., αι. XIII ex. (c. 1280), f. 379. Το χειρόγραφο αυτό χρονολογείται τον 13 ο αιώνα και έχει εν μέρει αντιγραφεί από τον Μάξιμο Πλανούδη. Εκτός από ποιήματα του Γρηγορίου περιλαμβάνει επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας, τα Διονυσιακὰ του Νόννου, ειδύλλια του Θεοκρίτου, τα Ἀργοναυτικὰ του Απολλώνιου Ρόδιου, τα Ἔργα καὶ Ἡμέραι, τη Θεογονία και την Ἀσπίδα τοῦ Ηρακλέους του Ησιόδου και τα ποιήματα του Οππιανού, του Μόσχου, του Νίκανδρου, του Τρυφιόδωρου και του Φωκυλίδη. Και σ αυτόν τον κώδικα παρατηρούνται σχόλια στο περιθώριο. ~ 110 ~

Ενότητα ένατη ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Bandini II (140), Gallavotti (1959: 37), Turyn Ι (28-39) II (16-23, 223), Palla Kertsch (1985: 36, 64), Gertz (1986: 115, 121), Palla (1990: 40, 72), Bacci (1996: 46, 49), Tuilier Bady (2004: CXLIII, CXCV), Moroni (2006: 51), Simelidis (2009: 90), Sicherl (2011: 172). Ma Venetus Marcianus gr. 82 (coll. 373; olim card. Bessarionis <455>), membr., αι. XIII, ff. 216 r -219 r. Το συγκεκριμένο χειρόγραφο χρονολογείται στον 13 ο αιώνα, είναι γραμμένο από τρία χέρια και περιέχει μόνο ποιήματα του Γρηγορίου μαζί με τις παραφράσεις τους, με εξαίρεση μια Ομιλία για τη Γένεση, άγνωστου συγγραφέα. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Mioni (1981: 122-125), Höllger (1985: 86), Gertz (1986: 88, 98), Palla (1990: 52, 141), Bacci (1996: 47), Tuilier Bady (2004: CXL, CXCVI), Moroni (2006: 49), Sicherl (2011: 164). Mq Mosquensis Bibl. Synod. gr. 156 (52 / LIII), membr., αι. XII, ff. 197 v -199 r & 297 r -290 r. Ο κώδικας (του 12 ου αιώνα) συγκροτείται μόνο από ποιήματα του Γρηγορίου (55 στον αριθμό), όπως επίσης και από παραφράσεις αυτών σε δύο στήλες. Μπορούμε να αποδώσουμε τη συγγραφή του στον μοναχό Αρσένιο. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Palla Kertsch (1985: 36), Gertz (1986: 92, 98), Palla (1990: 72), Bacci (1996: 46, 50), Tuilier Bady (2004: CXXXIV-CXXXVII, CXCVII), Sicherl (2011: 171). N Neapolitanus II A 24 (olim Farnesianae Bibliothecae), chart., αι. XV, ff. 101 r -103 v. Ο όψιμος αυτός κώδικας (15 ος αιώνας) περιέχει ποιήματα του Γρηγορίου, δύο επιγράμματα του Γρηγορίου Αχρίδος (f. 1) και ένα εγκώμιο στον Άγιο Θεόδωρο Τήρωνος (ff. 218-237). ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Palla Kertsch (1985: 51, 55), Höllger (1985: 142), Gertz (1986: 94, 98), Palla (1990: 42), Mioni (1992: 68-70), Bacci (1996: 48, 50), Moreschini Sykes (1997: X), Tuilier Bady (2004: CXCVII) Moroni (2006: 57, 60), Sicherl (2011: 199). Pj Parisinus gr. 1220 (olim Medic.-Reg. 3066; Reg. 1770), chart. αι. XIV, ff. 116 v -117 v. ~ 111 ~

Η χειρόγραφη παράδοση των ποιηµάτων του Γρηγορίου Το χειρόγραφο αυτό το οποίο χρονολογείται στον 14 ο αιώνα, παρουσιάζει θεματική ποικιλία. Αποτελείται από ποιήματα του Γρηγορίου (κάποια από τα οποία συνοδεύονται από τα σχόλια του Νικήτα Δαβίδ), από την παράφραση του Νόννου για το Ευαγγέλιο του Ιωάννη (ff. 224 r - 254 v ), από αποσπάσματα του έργου του Ευάγριου από τον Πόντο (ff. 270 r -273 r ), από την «τραγωδία» Χριστὸς Πάσχων, η πατρότητα της οποίας αποδίδεται στο Γρηγόριο Ναζιανζηνό (ff. 288 r -308 v ) και από την επεξεργασία του Ἐγχειριδίου του Επικτήτου από το Νείλο το Σιναΐτη (ff. 309 r -315 r ). ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Omont (1886: 270), Palla Kertsch (1985: 64, 68), Höllger (1985: 144), Gertz (1986: 119), Livrea (1989: 74), Palla (1990: 95), Bacci (1996: 46 υποσ., 136), Livrea (2000: 121), Agosti (2001: 216, 218), De Stefani (2002: 46, 50), Tuilier Bady (2004: CXLIX, CXCIX), Moroni (2006: 50 υποσ., 120), Sicherl (2011: 201). Va Vaticanus gr. 482 (olim 888), chart., αι. XIV, ff. 73 r -75 r. Το χειρόγραφο, που χρονολογείται στον 14 ο αιώνα, αποτελείται από δύο τμήματα (ff. 1-144, 145-222) και περιέχει αποκλειστικά ποιήματα του Γρηγορίου Ναζιανζηνού. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Devreesse (1937: 284), Palla Kertsch (1985: 51, 55), Höllger (1985: 82-84), Gertz (1986: 57), Palla (1990: 20, 27), Crimi Kertsch (1995: 46, 48, 85), Tuilier Bady (2004: CXXVII, CC), Sicherl (2011: 159). Vb Vaticanus gr. 497 (olim 768), chart., αι. XIII, ff. 289 r -290 r. Ο κώδικας συγκροτείται από δύο μέρη (ff. 1-153, 154-327) και τοποθετείται στον 13 ο αιώνα. Περιλαμβάνει ποιήματα αποκλειστικά του Γρηγορίου Ναζιανζηνού, αν και η απώλεια αρκετών φύλλων λόγω της υγρασίας και του σκώρου, δεν μας επιτρέπει να είμαστε απολύτως βέβαιοι για την ύπαρξη ή μη έργων άλλων συγγραφέων. Αξίζει να σημειωθεί ότι ενδεχομένως σύμφωνα με τον παραπάνω λόγο, από το χειρόγραφο απουσιάζουν οι δύο καταληκτικοί στίχοι του ποιήματος Ι.2.31 που εκδίδεται στην παρούσα εργασία. ~ 112 ~

Ενότητα ένατη ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Devreesse (1937: 323), Palla Kertsch (1985: 36) Gertz (1986: 88, 98), Palla (1990: 40, 60), Bacci (1996: 47, 49), Tuilier Bady (2004: CXXXVII, CC), Sicherl (2011: 170). Όπως μπορεί κανείς να διακρίνει, ο αρχέτυπος ω περιλαμβάνει τις ομάδες χειρογράφων Ψ και Ω. Η ομάδα Ω περιλαμβάνει δύο ομάδες κωδίκων: τη θ και τη β. Το υπαρχέτυπο θ περιλαμβάνει δύο χειρόγραφα, το C και το Va. Η παρακάτω κοινή τους γραφή στο ποίημα Ι.2.31 επιβεβαιώνει την υπαγωγή τους σε ένα κοινό υπαρχέτυπο: στ. 51 ἄλγεσι : ἄλγεσσι CVa Ο Palla, ωστόσο, υποστηρίζει, σύμφωνα με τον Sicherl, πως μεταξύ των δύο αυτών κωδίκων, υπάρχει και άλλη μία ομάδα, στην οποία τοποθετείται ο κώδικας Vb, ο οποίος παρουσιάζει κοινά λάθη με τον C: στ. 56 στ. 10 tit. οὔνομ : ὄνομ CVb ἄλυτον : ἄπαυστον C in. marg. Vb CVb add. Γνῶμαι κατὰ διστιχίαν δι ἐλεγείων ἀκροστιχίς ante tit. Στο τελευταίο παράδειγμα, γίνεται εμφανές πως και οι δύο κώδικες παρουσιάζουν ομοιότητα στον τίτλο του ποιήματος. Ωστόσο, από τον κώδικα Vb απουσιάζει η λέξη ἀκροστιχίς, γεγονός που υποδηλώνει είτε πως η λέξη παραλείφθηκε από τον Vb, είτε ότι προστέθηκε από τον C. Εξετάζοντας τώρα τη δεύτερη ομάδα χειρογράφων που υπάγεται στο υπαρχέτυπο β (Ma, Vb, Mq, Lb), μπορούμε να συμπεράνουμε πως γίνονται εντός αυτής αμοιβαίες διορθώσεις μεταξύ των κωδίκων: π.χ. 1) στ. 30 τοῦτο : τοῦ β, corr. VbLb 2) στ. 47 δ οἷσιν : οἷσιν β, corr. MaVb ~ 113 ~

Η χειρόγραφη παράδοση των ποιηµάτων του Γρηγορίου 3) στ. 54 ὡς om. βva, corr. Vb 4) πατέρ : πατέρα β, corr. Vb 5) στ. 20 ἄκρον LC : ἄκρων βva Το γεγονός αυτό, κάνει τον Sicherl να υποθέτει πως μεταξύ τους υπήρχαν κοινά υπαρχέτυπα: 1) Ένα ε 1 που περιελάμβανε τα Ma και Vb (έτσι μπορεί να εξηγηθεί λ.χ. το παραπάνω δεύτερο παράδειγμα), το οποίο όμως προσβαλλόταν από έναν άλλο (α 3) 2) Ένα ε που περιελάμβανε τους κώδικες Ma, Vb και Mq, με ορισμένες όμως διορθώσεις του Vb στα άλλα δύο (βλ. παρ. 1 κι 3). Ωστόσο, υπάρχουν γραφές που διαφοροποιούν τα παραπάνω χειρόγραφα από τα υπόλοιπα των ομάδων τους: π.χ. 3 παρεσταότος : παρεσταῶτος Mq 30 τοῦτο : τοῦ MqMa 33 βιότῳ μὲν ὅσους : ὅσους μὲν βιότῳ Mq 41 τίν : τὴν Mq 19 κακίης : κακίας Lb 21 χρηίζων : χρῄζων Lb 31 εὖτε δὴ : δεῦτε δὲ Lb 3 βιοτή : βιοτῆς LVa 61 θεοπρεπὲς : θεοτρεφὲς LVa Οι κώδικες D και Cg αποτελούν απογόνους του Mq, αφού παρουσιάζουν κοινά λάθη. Ωστόσο, το D και το N παρουσιάζουν περισσότερες αποκλίσεις, τόσο σε σχέση με τα υπόλοιπα χειρόγραφα, όσο και μεταξύ τους, καθώς σ αυτά παραδίδονται μοναδικές γραφές. 33 βιότῳ μὲν ὅσους : ὅσους μὲν βιότῳ DN 3 παρεσταότος : παρεσταῶτος D ~ 114 ~

Ενότητα ένατη 14 κεν : κε D 21 χρηίζων : χρῄζων D 42 ἅπαν : ἔχειν N 23 ἐμεῖο : ἐμοῖο Cg Τα περισσότερα από τα παραπάνω παραδείγματα αντλήθηκαν από την μελέτη του Sicherl, ο οποίος με αφορμή την παρουσίαση της Gedichtgruppe V, εξέτασε αρκετά από τα ποιήματα που εντάσσονται σ αυτή. Από τη μελέτη του, ωστόσο, δεν λείπουν παραναγνώσεις ορισμένων σημείων των κωδίκων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν τα εξής: Στον στίχο 12 του ποιήματος ο κώδικας Va παραδίδει οὔποτε ( ) και όχι οὐδέποτε. Το τελευταίο παραδίδεται από τους κώδικες C και Vb (Sicherl 2011: 169). Στον στίχο 23, ο κώδικας Mq και τις δύο φορές που παραδίδει το ποίημα, προτείνει τη γραφή ἐμεῖο ( Mq 1 και Mq 2 ) και όχι τη γραφή ἐμοῖο που παραδίδεται μόνο από τον κώδικα Cg (Sicherl 2011: 171). Στον στίχο 61, οι κώδικες C και Ma παραδίδουν τη γραφή θεοπρεπὲς ( C και Ma)και όχι τη γραφή θεοτρεφὲς που παραδίδουν οι κώδικες L και Va. Επίσης, ούτε ο κώδικας Vb παραδίδει τη συγκεκριμένη γραφή, καθώς οι τελευταίοι στίχοι του ποιήματος (61-62) οβελίζονται (Sicherl 2011: 204). ~ 115 ~

Ένότητα δέκατη οι αρχές της παρούσας έκδοσης ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΕΚΑΤΗ Οι αρχές της παρούσας έκδοσης Το ποίημα Ι.2.31 εκδίδεται για πρώτη φορά στην παρούσα εργασία, έπειτα από την έκδοση των Βενεδικτίνων μοναχών που ανατυπώνει ο Migne στην PG, οι οποίοι δεν είχαν υπόψιν τους το σύνολο των χειρογράφων. Η αρίθμηση βασίστηκε στην αρίθμηση των ποιημάτων του Γρηγορίου έτσι όπως αποτυπώνονται στην παραπάνω έκδοση. Έτσι λοιπόν, το συγκεκριμένο ποίημα εντάσσεται στο πρώτο βιβλίο των επών του Γρηγορίου και συγκεκριμένα στο δεύτερο μέρος του, το οποίο περιλαμβάνει 40 ηθικά ποιήματα. Η έκδοση βασίστηκε στην αναλυτική εξέταση της χειρόγραφης παράδοσης. Οι κώδικες που χρησιμοποιήθηκαν αναγράφονται αναλυτικά στις συντομογραφίες που ακολουθούν. Ακολουθήθηκαν, σε γενικές γραμμές, οι γραφές των χειρογράφων όσον αφορά την ορθογραφία και τον τονισμό των λέξεων. Ως προς το θέμα αυτό, σύμφωνα και με την επικρατούσα τάση στη σύγχρονη εκδοτική των κειμένων, έγινε προσπάθεια το εκδομένο κείμενο να αποδίδει όσο το δυνατόν πιστότερα τόσο τη χειρόγραφη παράδοση, όσο και τους κανόνες της κλασικής παράδοσης. Οι ίδιοι κανόνες λήφθηκαν υπόψιν και όσον αφορά τη στίξη, για την οποία προτιμήθηκε να τηρηθεί στο μέτρο που αυτό κατέστη δυνατό η στίξη των χειρογράφων. 194 Το κριτικό υπόμνημα είναι ως επί το πλείστον θετικό, εκτός από το αντίστοιχο των παραφράσεων (στο επίμετρο της παρούσας εργασίας) που είναι αρνητικό. Σ αυτό σημειώνονται, εκτός από τις διαφορετικές γραφές των χειρογράφων που δείχνουν ταυτόχρονα τις μεταξύ τους σχέσεις, και τα λάθη ή οι διορθώσεις της έκδοσης του Migne αλλά και του υπομνήματος του Νικήτα Δαβίδ. Τέλος, οι συντομογραφίες τόσο στο υπόμνημα πηγών, όσο και στον index locorum ακολουθούν το λεξικό του Lampe. 194 πβ. τις μελέτες των Reinsch (2012) και Bydén (2012). ~ 116 ~

Ενότητα ένατη Β. ΕΚΔΟΣΗ ~ 117 ~

Μέρος Β 1. Sigla I. CODICES D = Parisinus Coislinianus 56, αι. XIV-XV, ff. 114 r -116 v (D 1 ) & 167 v -168 r (D 2 ) C = Oxoniensis Bodl. Clark. 12, αι. X, ff. 207 r -209 v. Cg = Romani Collegii Graeci gr. 8, αι. XV, ff. 375-381 L = Florentinus Laurentianus plut. VII,10, αι. XI, f. 113. Lb = Florentinus Laurentianus plut. XXXII, 16, αι. XIII ex. (c. 1280), f. 379. Ma = Venetus Marcianus gr. 82 (coll. 373; olim card. Bessarionis <455>), αι. XIII, ff. 216 r -219 r. Mq = Mosquensis Bibl. Synod. gr. 156 (52 / LIII), αι. XII, ff. 197 v -199 r (Mq 1 ) & 297 r - 290 r (Mq 2 ). N = Neapolitanus II A 24 (olim Farnesianae Bibliothecae), αι. XV, ff. 101 r -103 v. Pj = Parisinus gr. 1220 (olim Medic.-Reg. 3066; Reg. 1770), αι. XIV ff. 116 v -117 v. Va = Vaticanus gr. 482 (olim 888), αι. XIV, ff. 73 r -75 r. Vb = Vaticanus gr. 497 (olim 768), αι. XIII, ff. 289 r -290 r. II. EDITORES ET EMENDATORES PG = Migne, Patrologia Graeca, vol. 37, pp. 910-915. Nic = Νικήτα τοῦ καὶ Δαυῒδ δούλου Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ φιλοσόφου, Ἐξήγησις τῶν ἀποῤῥήτων τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ἐπῶν. Ο σχολιασμός του ποιήματος Ι.2.31 προέρχεται από την έκδοση του E. Dronke [Gottingen, 1840, σσ. 118-131]. III. CETERA add. = addidit in marg. = in margine om. = omisit transp. = transposuit ~ 118 ~

Η έκδοση του ποιήµατος 2. Έκδοση ποιήματος Ι.2.31 με παράλληλη μετάφραση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου I.2.31 γνῶμαι Γρηγορίου δίστιχος εὐεπίη: ἐσθλὸν ἄθυρμα νέοις καὶ χάρις ἐξοδίη ~ 119 ~

Μέρος Β I.2.31. Γνῶμαι Γρηγορίου δίστιχος εὐεπίη: ἐσθλὸν ἄθυρμα νέοις καὶ χάρις ἐξοδίη 911B Γυμνὸς ὅλος βιότοιο τάμοις ἅλα, μὴ δὲ βαρεῖα νηῦς ἐπὶ πόντον ἴοις, αὐτίκα δυσομένη. Ὡς αἰεὶ κρυεροῖο παρεσταότος θανάτοιο μνώεο, καὶ θανάτου ἥσσονος ἀντιάσεις. Αἰεὶ νηὸν ἔγειρε Θεῷ νόον, ὥς κεν ἄνακτα, 5 ἵδρυμ ἄϋλον ἔχῃς ἔνδοθι σῆς κραδίης. Γνῶθι σεαυτόν, ἄριστε, πόθεν καὶ ὅστις ἐτύχθης, ῥεῖά κεν ὧδε τύχῃς κάλλεος ἀρχετύπου. Ἦμαρ ἐπ ἦμαρ ἄγει σε κυλίνδεται ὅστις ἐλαφρός γνώμη δ εὐπαγέος ἦμαρ ἄλυτον ἔχει. 10 Ὅστις ἀπερχομένοισι καὶ ἐρχομένοισι πέποιθε, ῥεύματι πιστεύει οὔποτε ἱσταμένῳ. Ἶσον ἐμοὶ κακόν ἐστι βίος καὶ μῦθος ἀλιτρός ὁππότερόν κεν ἔχοις, καὶ θατέροιο τύχοις. CCgD 1 D 2 LLbMaMq 1 Mq 2 NPjVaVb(1-60) PGNic 1 βιότοιο] cf. Hom. Od. 15.446 2 κρυεροῖο θανἀτοιο] cf. AP VII 496, 5-6 (Simonidis) Beckby; Eur. fr. 916, 6-7 Nauck; Hes. Op. 152-55; Marc. de pisc. II 44-46 Heitsch 4 θανάτῳ μνώεο] cf. e.g. Sir. 7,36 5 νηὸν ἔγειρε Θεῷ] cf. 1 Cor. 3,16-17 tit. CVb add. Γνῶμαι κατὰ διστιχίαν δ ἐλεγείων ἀκροστιχίς ante tit. : ἀκροστιχίς om. Vb : D 1 add. Γνῶμαι παραινετικαὶ ὧν ἡ ἀκροστιχὶς ἥδε ante tit. : Παράφρασις τῶν διστίχων ἐπῶν D 2 Mq 1 : Γνῶμαι παραινετικαί LbMq 2 : Pj nοn legitur ante tit. : Γνῶμαι δίστιχοι Va : N add. Παράφρασις τῶν διστίχων ἐπῶν ante tit. 1 τάμοις] τέμνοις CCgD 1 D 2 LLbMq 1 Mq 2 NVaVb : τέμοις MaNic 2 μὴ δὲ] μηδὲ PG νηῦς] ναῦς LMaPG ἴοις] ἴοι PG δυσσομένη] δυσομένη LLbPjPGNic 3 παρεσταότος] παρεσταῶτος D 1 Mq 2 7 ἄριστε ὅστις] ἄριστ ὅτι ἦες κ ὅστις L : ἄριστε ὅστις καὶ πόθεν Va 7 transp. post 9 Cg 8 τύχῃς] τύχοις CLLbMaVaNic 10 ἄλυτον] ἄπαυστον C in marg. Vb 11 πέποιθε] πέποιθεν LMa 12 οὔποτε] οὐδέποθ CVb : οὔ ποτε PG 14 ὁππότερόν κεν] ὁππότερον κ ἂν C : ὁππότερόν κε D 2 : ὁππότερον κἂν Vb ἔχοις] ἔχεις Ma ~ 120 ~

Η έκδοση του ποιήµατος Γνωμικά Γρηγορίου σε εύηχα δίστιχα : ωφέλιμο παιχνίδισμα για τους νέους και παρηγοριά στα γηρατειά Να διασχίζεις τη θάλασσα της ζωής ολόγυμνος και να μην πλησιάζεις στη θάλασσα σαν φορτωμένο καράβι που πρόκειται σε λίγο να καταποντιστεί. Έχε στο νου σου πάντοτε τον παγερό θάνατο που πλησιάζει και θα απολάβεις έναν πιο ελαφρύ θάνατο. 5 Το νου σου να χτίζεις πάντοτε σαν ναό για το Θεό, σαν βασιλιά, σαν άυλη εικόνα να Τον κρατάς στα βάθη της καρδιάς σου. Γνώρισε τον εαυτό σου, άριστε, ποιος είσαι και από πού κατάγεσαι μόνο έτσι εύκολα θα κατορθώσεις την αρχέτυπη ομορφιά σου. Σε μεταφέρει η καθημερινότητα και περιπλανιέται όποιος είναι απερίσκεπτος 10 ο σταθερός ως προς το φρόνημα άνδρας έχει μια ζωή αιώνια. Όποιος εμπιστεύεται αυτά που πηγαινοέρχονται, εμπιστεύεται ένα αεικίνητο ποτάμι. Μου φαίνονται το ίδιο κακά η χαμερπής ζωή και η αισχρολογία όποιο από τα δύο κι αν έχεις, θα έχεις και το άλλο. ~ 121 ~

Μέρος Β 912A Ὕβρις ἄναγνον ἐόντα παρεστάμεναι θυέεσσι 15 δεινότερον νεκύων λείψανα πάντα σέβειν. Ἵστασο μή ποθ ὁδοῖο καλῶν κακὸν ἐς βυθὸν ἕρπειν σοὶ στάσις, ὅστις ἔβης ἔκτοθι τῆς κακίης. Τυφλὸς ὁρῶν, ὃς ἑῆς κακίης οὐκ ὄσσετ ὄλεθρον ἴχνια μαστεύειν θηρός, ἄκρων φαέων. 20 Χρῄζων δὴ παθέεσσιν ἀκέστορος, ἢν κακὰ κεύθῃς, οὔποτε σηπεδόνα φεύξεαι ἀργαλέην. Σὸς λόγος, ἔργον ἐμεῖο. Ὃς οὐ καλὸν ἔργον ἔρεξεν, εὐεπίην ἐχέτω σύμμαχον ἀμφίθετον. Ὑβριστὴς κόρος ἐστίν. Ἐγὼ δέ σε βούλομ, ἄριστε, 25 ἔργον ἔχειν ψυχῆς πῆξιν ἀειστρεφέος, 913Β πλουτεῖν δ αὖ θεότητα μόνην καὶ κόσμον ἅπαντα ἶσον ἀραχναίοις νήμασιν αἰὲν ἔχειν. Πάντα μὲν ἀνθρώπων, ἀλλότρια τοῦδε βίοιο ἡ δ ἀρετὴ βροτέη, τοῦτο μόνον βιοτή. 30 CCgD 1 D 2 LLbMaMq 1 Mq 2 NPjVaVb(1-60) PGNic 20 ἰχνία μαστεύων] cf. Ap. Rhod. Arg. 3.1289; Non. Dion. 6.355, 21.187; Pseudo-Opp. Cyn. 1.492 θηρὸς] cf. 1 Petr. 5,8 21 ἀκέστορος] cf. Matth. 9,11-12; Jac. 5,16 25 Ὑβριστὴς κόρος ἐστίν] cf. Solon 5.9-10 West; Theogn. 15 28 ἶσον ἀραχναίοις νήμασιν] cf. AP VI 206, 6 (Antipatrus Sidonius) Beckby 15 θυέεσσι] θυέεσσιν CLMa 17 καλῶν κακὸν] κακῶν καλὸν L 18 τῆς] σῆς PG : om. L κακίης] κακίας LbPG 19 ὄσσετ ] ὤσσετ Ma : ἔσσεται CgVb : ὤσσετ Ma 20 ἄκρων] ἄκρον CL 21 δὴ om. codd. Nic κεύθῃς] κεύθεις Pj 22 φεύξεαι] φεύξεται L : φεύξαιε D 2 24 ἀμφίθετον] ἀντίθετον MaN 26 πῆξιν] πίξιν Vb ἀειστρεφέος] ἀειστροφέος D 2 ἀειτρεφέος Nic 29 Πάντα μὲν ἀνθρώπων] ἤλιθα τ ἀνθρώπων VaNic : πάντα ἄρδην Va in marg. : ante πάντα add. ἡ Cg βίοιο] βίοι PG 30 βιοτή] βιοτῆς LVaNic ~ 122 ~

Η έκδοση του ποιήµατος 15 Είναι αισχρό και άσχημο να παρευρίσκεσαι σε θυσίες, ακόμα όμως πιο επονείδιστο είναι να τιμάς τα λείψανα των νεκρών. Στάσου! Μην τα παρατάς στο δρόμο της αρετής, αφού θα πέσεις στον δρόμο της κακίας, εσύ, που έχεις βγει από την κακία. Ακόμα και αν βλέπει, είναι τυφλός όποιος δεν βλέπει την απόβαση της κακίας του 20 το να βρίσκεις τα ίχνη ενός τέρατος είναι γνώρισμα οξυδερκούς ανθρώπου. Ακόμα και αν στερείσαι τη θεραπεία του γιατρού, αν καλύψεις τις κακίες, δεν θα γλιτώσεις ποτέ από την τελική σαπίλα. Ο λόγος είναι δικός σου, το έργο όμως δικό μου. Όποιος δεν ανέλαβε ένα λαμπρό έργο, ας έχει μπροστά ένα λαμπρό λόγο ως βοηθό. 25 Ο κόρος οδηγεί σε ύβρη και αλαζονεία. Εγώ θέλω να έχεις, άριστε, ως καθήκον τη σταθεροποίηση της ευμετάβλητης ψυχής σου. και το να πλουτίζεις μόνο σε θεότητα, θεωρώντας ταυτόχρονα τον κόσμο ολόκληρο όμοιο με ιστό αράχνης. Όλα, επομένως, αυτού του κόσμου είναι ξένα 30 μόνο η ανθρώπινη αρετή είναι ζωή. ~ 123 ~

Μέρος Β Εὖτε δή, πᾶσι Θεοῖο βοᾷ Λόγος ἀφθιτόμητις, σπεύδετ ἐπὶ Τριάδος γνῶσιν ἐπουρανίης. Θέσθε νόον, βιότῳ μὲν ὅσους γάμος ἁγνὸς ἔδησε, ληνοῖς οὐρανίαις πλείονα καρπὸν ἄγειν. Ὅσσαι δ αὖ μεγάλοιο Θεοῦ Λόγον ἀγκάζεσθε, 35 νύμφαι παρθενικαὶ, πάντα Θεῷ προσάγειν. Αἴγλη παμφανόωσα μονότροπος, ἀλλ ἀπὸ κόσμου θυμὸν ἔχειν, σαρκῶν τηλόθεν ἱστάμεναι. Ὕβρις πίστιν ἔχειν ἐν χρώμασι, μὴ κραδίῃσι 914Α ῥεῖά κεν ἔκπλυτ ἔοι. Βένθος ἔμοιγε φίλον. 40 Μήτε δικαιοσύνην τίν ἀκαμπέα, μήτε φρόνησιν ἀγκυλόεσσαν ἔχειν. Μέτρον ἄριστον ἅπαν. Νωμᾶσθαι καὶ θάρσος, ἐπεὶ θράσος, οὐ κράτος ἔσται ἔστι σαοφροσύνης καί τι γαληνὸν ἔχειν οἴγειν ἐν λογίοισιν ἑὸν νόον αἰὲν ἄριστον 45 ἴδρις ἐπουρανίων ὧδ ἂν ἔοις νομίμων. Σπεῦδε μὲν εἶναι ἄριστος ἀφάνδανε δ οἷσιν ἄριστον καὶ κακίην τέρπειν δυσκλεές ἐστι κλέος. CCgD 1 D 2 LLbMaMq 1 Mq 2 NPjVaVb(1-60) PGNic 37 Αἴγλη παμφανόωσα] cf. Hom. Il. 2.458 42 μέτρον ἄριστον] cf. Stob. Anth. Γ 1.172 DK; Phoc. gn. 34, 36, 98; Hes Op. 694; Theogn. 401-402. 45 ἐν λογίοισιν ἑὸν νόον] cf. Act. Apost. 7,38; Ad. Rom. 3,2 31 Εὖτε δὴ] Δεῦτε δὲ LbPG : Δεῦτε Pj : Ἔρχεο L : Ἔλθετε VaNic 33 βιότῳ μὲν ὅσους] ὅσους μὲν βιότῳ D 2 Mq 1 N μὲν] om. Pj ἁγνὸς] om. Ma 34 οὐρανίαις] οὐρανίοις PG 35 αὖ] ἂν PG Λόγον] Λόγου PG 38 ἱστάμεναι] ἱσταμένη Ma 40 ἔμοιγε] ἐμοί γε PG 41 τίν ] τὴν D 2Mq1NVa : om. Ma 42 ἅπαν] ἔχειν N 43 ἔσται] ἐστίν L 43 νωμᾶσθαι] νωμάσθω 45 λογίοισιν ἐὸν νόον] λογίοισι Θεοῦ νόον VaNicPG 46 ἔοις] ἔης Vb 47 δ ] δὲ CVb : om. CgD 1 D 2 Mq 1 NPjPG ~ 124 ~

Η έκδοση του ποιήµατος Ελάτε λοιπόν, σας φωνάζει ο σοφότατος Λόγος του Θεού. Βιαστείτε για (να αποκτήσετε) τη γνώση της ανώτατης Τριάδος. Προσέξτε όσοι στη ζωή δεθήκατε με αγνό γάμο, ώστε να πάρετε μεγαλύτερο καρπό στα επουράνια δίχτυα. 35 Αλλά όσες έχετε αγκαλιάσει το Λόγο του μεγάλου Θεού, αφοσιωμένες παρθένες, να τα προσφέρετε όλα στο Θεό. Είναι λαμπρό καύχημα ο μοναχός, αλλά να απομακρύνει από τον κόσμο την ψυχή και να είναι μακριά από το σώμα. Είναι ατόπημα να έχεις μια πίστη προσποιητή και όχι έμπρακτη 40 η προσποίηση ξεβάφει εύκολα εμένα μου αρέσει να είναι η πίστη καρφωμένη στα βάθη της καρδιάς. Όχι η άκαμπτη δικαιοσύνη και η μονοσήμαντη σκέψη, η μετριοφροσύνη είναι το καλύτερο. Να χαλιναγωγήσεις την εμπιστοσύνη των δυνάμεών σου, αλλιώς θα είναι θράσος και όχι εξουσία. Ανήκει στον σώφρονα άνθρωπο να είναι κανείς ήρεμος, 45 είναι εξίσου καλό να ανοίγει κανείς πάντοτε το μυαλό του στο λόγο του Θεού με αυτόν τον τρόπο θα είσαι ικανός στα επουράνια και στα δίκαια. Να προσπαθείς να γίνεσαι καλύτερος. Να δυσαρεστείς αυτούς για τους οποίους άριστο είναι το να ευχαριστούν την κακία αυτό είναι μια κακόφημη δόξα. ~ 125 ~

Μέρος Β αἰσχρόν, ἄριστον ἐόντα, συνήγορον ἔμμεν ἀλιτρῶν ἶσον καὶ κακίης σὸν πόδα ἐντὸς ἔχειν. 50 χρυσὸς μὲν χοάνοισι δαμάζεται, ἄλγεσι δ ἐσθλός ἄλγος ἀπημοσύνης πολλάκι κουφότερον. ῥεῖά κεν ἀρνήσαιτο Θεὸν μέγαν, ὃς γενετῆρα ἴσθι δὲ καὶ γενέτην ὡς πατέρ εὐσεβίης. 915Β Σῆτες ἔδουσιν ἅπαντα λίπῃς τὰ σὰ μὴ δὲ τάφοισιν 55 ἐξοδίη τιμή δεξιὸν οὔνομ ἔχειν. Ξείνων ἡμεδαπῶν περιφείδεο, ἔξοχα δ αὖτε οἳ τάδε πάντα λίπον, ἀδρανέων νεκύων. Δεῦρ ἄγε, κόσμον ἅπαντα καὶ ἄχθεα τῇδ ἀπολείψας, ἱστίον ἐς ζωὴν οὐρανίην πέτασον. 60 Πάντα μὲν αἰὲν ἄριστα θεοπρεπὲς ἔργα τελείσθω, ἡ δὲ Τριὰς πάντων ἔξοχά σοι μελέτω. CCgD 1 D 2 LLbMaMq 1 Mq 2 NPjVaVb(1-60) PGNic 52 ἀπημοσύνης] cf. Theogn. 758 54] cf. Sir. 41,12, Matth. 6,19-20, Lk. 12,33 e.g. 57 ξείνων] cf. Men. gn. 1.570 59 κόσμον ἅπαντα] cf. Emped. B 134, 4-5 DK 50 ἶσον] ὅσον Vb 51 ἄλγεσι] ἄλγεσσι C 54 ὡς] om. CgD 1 D 2 LbMaMq 1 Mq 2 NPjVa πατερ ] πατέρα CgD 1 D 2 LbMaMq 1 Mq 2 NPjVa εὐσεβίης] εὐσεβείης CD 1 D 2 Mq 2 Vb 55 λίπῃς] λίποις CD 1 MaVaVbPG μὴ δὲ] μηδὲ PG 56 οὔνομ ] ὄνομ CVb 58 τάδε] τὰ δὲ L 61 θεοπρεπὲς] θεοτρεφὲς LVaNic : θεοπρεπῆ CgLb 62 πάντων ἔξοχά σοι] ἔξοχά σοι πάντων L ~ 126 ~

Η έκδοση του ποιήµατος Είναι άσχημο αυτός που είναι καλός να είναι συνήγορος των αμαρτωλών. 50 Είναι το ίδιο, σαν να έχεις το πόδι σου μέσα στην κακία. Δοκιμάζεται ο χρυσός στη φωτιά και στις δυστυχίες ο αγαθός. Ο πόνος πολλές φορές είναι ελαφρύτερος από την ασφάλεια. Είναι εύκολο να απαρνηθεί το Θεό αυτός που έχει απαρνηθεί τον πατέρα του. Να αναγνωρίσεις όμως τον γονέα σου σαν πατέρα της ευσέβειάς σου. 55 Τα σκουλήκια τρώνε τα πάντα. Επομένως, μην αφήσεις τα δικά σου στον τάφο. Είναι τιμητικό να φεύγις από τη ζωή με ένα καλό όνομα. Να σέβεσαι τους φιλοξενούμενους ημεδαπούς και κυρίως τους ασθενείς νεκρούς που άφησαν παρακαταθήκη όλα αυτά. Έλα, λοιπόν, αφήνοντας εδώ όλον τον κόσμο και τους πόνους, 60 να ανοίξεις τα πανιά προς την επουράνια ζωή. Να πράττεις λοιπόν πάντα όλα τα καλύτερα και θεάρεστα έργα και να φροντίζεις πάνω απ όλα την Αγία Τριάδα. ~ 127 ~

Μέρος Β 3. Ερμηνευτικό υπόμνημα Τίτλος: Ο τίτλος του ποιήματος αποτελεί συγχρόνως και ακροστιχίδα του. Σύμφωνα με αυτόν, το ποίημα έχει παραινετικό χαρακτήρα και θα αποτελέσει ωφέλιμο παράδειγμα ιδιαιτέρως για τους νέους. Αξίζει να παρακολουθήσουμε ποιες πληροφορίες δίνει για τον συγγραφέα και πώς εξηγεί τον τίτλο, αλλά και τη στοχοθεσία του ποιήματος ο Νικήτας Δαβίδ στην παράφρασή του για το συγκεκριμένο ποίημα (Νικήτας Δαβίδ, 118-120): Ἔτι πρὸς ταῖς ἄλλαις ἡμῶν ἐξηγήσεσι, ἃ ἐν τοῖς φθάσασι διὰ τῆς τοῦ θεολόγου πρεσβείας καὶ χάριτος τοῖς ἀπορρητοτέροις αὐτοῦ τῶν ἐπῶν κατετεινάμεθα καὶ ταύτην ἡμῖν ἐν τῇ δυνάμει τοῦ πνεύματος ἐξηγητέον τὴν γνωμολογίαν. ἔστι μὲν οὖν κατὰ τοὺς παλαιοὺς λόγος κεφαλαιώδης, προτρεπτικὸς ἢ ἀποτρεπτικός ποτρεπτικός οἱ μὲν οὖν τῶν θύραθεν φιλοσόφων καὶ ῥητόρων ἄριστοι καὶ νομοθετῶν νομιζόμενοι τῆς αὐτῶν σοφίας καὶ ἀρετῆς ἀναλόγως καὶ πολυρρημονοῦσι πρὸς τοὺς οἰκείους καὶ γνωμοδοτοῦσι τῶν καθ ἡμᾶς δὲ θεολόγων ὁ κράτιστος οὗτος καὶ ἱεροφαντικώτατος Γρηγόριος πᾶσαν ἀποχρώντως τὴν ὑπὸ τῶν ἔξω σοφῶν καὶ ποιητῶν καὶ τεχνιτῶν ὠφέλειαν καρπωσάμενος τῷ πρὸς πάσας αὐτῶν τὰς τέχνας καὶ ἐπιστήμας κατωρθῶσθαι καὶ πᾶν τὸ σθένος τοῦ λόγου καὶ πᾶν τὸ της ἀνθρωπίνης διανοίας ὕψος ἄκρως προασκησάμενος οὕτως ὑπὸ πόδας τῆς εὐαγγελικῆς φέρων ὑπέρριψε θεοσοφίας και, ὅσον μὲν τῇ θεοπνεύστῳ γραφῇ καὶ τῇ ἀληθείᾳ τοῦ εὐαγγελίου συμφωνοῦν κατενόησε καὶ πρὸς θεωρίαν καὶ πρᾶξιν ὁμογνωμονοῦν οἰκείας εἰσηγήσεσι καὶ θεωρίᾳ ὡς ἀληθείας συνήγορος ἐνέκρινέ τε τοῖς αὐτοῦ συντάγμασι καὶ ἐγνωμοδότησεν ὅσον δὲ εἰς μύθους καὶ πλάνας καὶ ἀπωλείας φέρον διέγνω βυθούς, διαπτύσας ἐς κόρακας ἀπερρίψατο ἐπὶ ταῖς ἄλλαις οὖν αὐτοῦ σωτηριωδεστάταις θεορρημοσύναις ἔτι καὶ τὴν προκειμένην γνωμικὴν προστίθησιν ὑπὸ ἀκροστιχίδα πραγματείαν, ἥν καὶ ἀγαθ γαθὸν ἄθυρμα τοῖς ς νέοις παραδιδόναι λέγει, ἀγαθὸν μὲν διὰ τὸ ὠφέλιμον τῆς συμβουλίας καὶ σωτηριῶδες, παίγνιον δὲ διὰ τὸ κεκομψευμένον τῆς ποιητικῆς ἤτοι μετρικῆς λέξεως καὶ φράσεως, ἐφ οἷς οἶδε τοὺς νεωτέρους οὐχ ἥκιστα ἡδομένους καὶ φιλοτιμουμένους. τοῦτο γοῦν καὶ ἐξόδιον χάριν ἀπεκάλεσεν, ὡς τελευταῖον καὶ οἷον ἐνδιάθετον ἀπόφθεγμα τοῖς οἰκείοις φίλοις καὶ μύσταις χαριζόμενος. ἄθυρμα: Η λέξη ἄθυρμα σημαίνει «παιχνίδισμα» αλλά και «ευχαρίστηση», «ικανοποίηση», «χαρά» Για τη λεξη με τη συνοδεία του επιθέτου ἐσθλός, όπως και άλλων με παραπλήσια σημασία πβ. [Όμηρος], Ὕμνος εἰς τὴν Δήμητραν 1.16 (καλὸν ἄθυρμα λαβεῖν), [Όμηρος], Ὕμνος εἰς τὸν ~ 128 ~

Ερµηνευτικό υπόµνηµα Ἑρμῆν, 32 (πόθεν τόδε καλὸν ἄθυρμα). Για τη χρήση της λέξης σε άλλα ποιήματα του Γρηγορίου πβ. ποίημα. II.1.16, στ. 21 [PG 37.1256]: καὶ τόδε νυκτὸς ἄθυρμα. Στο συγκεκριμένο ποίημα, η λέξη ἄθυρμα μπορεί να εκληφθεί ως ένα αυτοαναφορικό σχόλιο πάνω στη λειτουργία της ποίησης. Κι αυτό γιατί υποδηλώνει, όπως αναφέρεται και στην παραπάνω παράφραση, ένα παιχνίδι λόγου, στο οποίο συμβάλλει αφενός το όλο μετρικό σύστημα του ποιήματος και αφετέρου η ακροστιχίδα του. ἐσθλ σθλὸν ἄθυρμα νέοις: Αξίζει να σημειωθεί πως ο Γρηγόριος αναφέρει στο αυτοβιογραφικό του ποίημα ΙΙ.1.39, στ. 39-40 [PG 37.1332] ότι ένας από τους λόγους που ασχολήθηκε με τη συγγραφή ποιημάτων ήταν για να προσφέρει στους νέους τερπνὸν [ ] φάρμακον, πειθοῦς ἀγωγὸν εἰς τὰ χρησιμώτερα, τέχνῃ γλυκάζων τὸ πικρὸν τῶν ἐντολῶν. Γι αυτό άλλωστε πολλά από τα ποιήματά του σε μορφή παραφράσεων λόγω των εξεζητημένων γλωσσικών επιλογων του συγγραφέα θα πρέπει να χρησιμοποιήθηκαν για διδακτικούς σκοπούς στα Βυζαντινά σχολεία (βλ. σ. 90 κ.εξ.). Στ. 1-2: 1 Ο Γρηγόριος στο σημείο αυτό χρησιμοποιώντας τη ναυτική ορολογία, παρουσιάζει τον άνθρωπο αντιμέτωπο με τα βάσανα της ζωής. Οι μεταφορές της ανθρώπινης ζωής με θάλασσα/ναυάγιο ήταν πολύ συνηθισμένες στην αρχαία ελληνική και λατινική γραμματεία. Για το μοτίβο αυτό βλ. Gerhard (1909: 90-103). Το λογοτεχνικό αυτό μοτίβo, του πλοίου της ζωής, αξιοποίησαν επίσης και χριστιανοί, 195 μεταξύ των και ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός, 196 και μάλιστα συστηματικά χαρακτηριστικό παράδειγμα, αποτελεί η σχετική αναφορά του στο ποίημα Ι.2.1, στ. 9-15 [PG 37.543A]: 195 πβ. Αποφθέγματα Πατέρων [PG 65.80]: Περὶ τοῦ ἀββᾶ Ἀντωνίου ιδ.: Ἤκουσεν ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος περί τινος νεωτέρου μοναχοῦ, ποιήσαντος σημεῖον ἐν τῇ ὁδῷ ὡς τούτου ἑωρακότος γέροντάς τινας ὁδεύοντας καὶ κάμνοντας ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ ὀνάγρους ἐπιτάξαντος ἐλθεῖν καὶ βαστάσαι τοὺς γέροντας, ἕως οὗ φθάσωσι πρὸς Ἀντώνιον. Οἱ οὖν γέροντες ἀνήγγειλαν τῷ ἀββᾷ Ἀντωνίῳ ταῦτα. Καὶ λέγει αὐτοῖς Ἔοικέ μοι ὁ μοναχὸς οὗτος πλοῖον εἶναι μεστὸν ἀγαθῶν, οὐκ οἶδα δὲ εἰ ἥξει εἰς τὸν λιμένα. [ ]. 196 Για την απεικόνιση της ζωής ως θάλασσας στα ποιήματα του Γρηγορίου, πβ. Lorenz (1979: 234-41). ~ 129 ~

Μέρος Β Ὡς δ ὀλίγην μὲν νῆα μικρὸς προΐησιν ἀήτης λαίφεσι πεπταμένοισι δι οἴδματος ὦκα θέουσαν, ἠὲ χέρες πέμπουσιν ἐπειγομένην ὑπ ἐρετμοῖς, πολλὴν δ οὐκ ὀλίγη πνοιὴ φέρει, ἀλλὰ βαρεῖαν πόντον ἐπερχομένην στερεώτερος οὖρος ἐπείγει, ὥς ῥα καὶ ἀζυγέες μὲν ἐπεὶ ζώουσιν ἐλαφροὶ, κουφοτέρης μεγάλοιο Θεοῦ χατέουσιν ἀρωγῆς. [ ] Επιπλέον, εμφανίζεται ελαφρώς διαφοροποιημένο και στα ποιήματα: Ι.1.6, στ. 115-16 [εκδ. Moreschini]: Εἴπερ γε τὴν ναῦν μὴ μάτην ἐπήξατο, ἀλλ εἰς καλόν τε κἀπιδέξιον τέλος Ι.2.1, στ. 575-76 [PG 37.565]: ὡς ἐλαφρῶν, ἐλαφρῶν δὲ σοφῇ πόθος ἐστὶν ἀκερδής, νηῦς ὀλίγη βαιός τε πόρος, καὶ κέρδος ἐλαφρόν Ι.2.3, στ. 43-44 [PG 37.636]: Ὁ πεσὼν ἐγειρέσθω ὁ ναυαγῶν ἐλεείσθω. Σὺ δὲ εὐπλόει, τὸ ἱστίον πετάσασα τῆς ἐλπίδος Ι.2.33, στ. 105-7 [PG 37.935-36]: Μηδὲν μέγ εἴπῃς εὐπλοῶν πρὸ πείσματος, πολλοῖς πρὸς ὅρμον εὐπλοοῦν ἔδυ σκάφος πολλοὶ προσωρμίσθησαν ἐκ τρικυμίας. Παραπλήσια είναι και τα παρακάτω: ΙΙ.1.12, στ. 595 [PG 37.1209], II.1.23, στ. 1-2 [PG 37.1282], ΙΙ.1.73, στ. 1 [PG 37.153], ΙΙ.1.17, στ. 5 [PG 37.1262], ΙΙ.1.68, στ. 49 [PG 37.1413]. Ανάλογες αναφορές συναντώνται και σε άλλα ποιητικά κείμενα, σε συνδυασμό μάλιστα με τα νοηματικά συμφραζόμενα της περιόδου στο επίγραμμα του Ποσείδιππου (ΠΑ, ΙΧ.359 [εκδ. Beckby]), εντοπίζουμε το χωρίο: Ποίην τις βιότοιο τάμῃ τρίβον; Ἦν ἄρα τοῖν δισσοῖν ἑνὸς αἵρεσις, ἢ τὸ γενέσθαι μηδέποτ ἢ τὸ θανεῖν αὐτίκα τικτόμενον (στ. 1, 9-10) ομοίως στο ποίημα ΠΑ ΙΧ.360 του Μητρόδωρου του Λαμψακηνού 197 ο οποίος απεκαλείτο από τον Κικέρωνα «Δεύτερος Επίκουρος» : Παντοίην βιότοιο τάμοις τρίβον Οὐκ ἄρα τῶν δισσῶν ἑνὸς αἵρεσις, ἢ τὸ γενέσθαι μηδέποτ ἢ τὸ θανεῖν πάντα γὰρ ἐσθλὰ βίῳ (στ. 1, 9-10). Γυμνὸς βιότοιο: Ο στίχος αυτός ενδεχομένως να απηχεί την άποψη των Κυνικών φιλοσόφων περί εὐτελείας και αὐτάρκειας. Κύρια λοιπόν χαρακτηριστικά του φιλοσοφικού αυτού 197 Για περισσότερες πληροφοριές για τον Μητρόδωρο, βλ. Dorandi (1999: ΙΙ.51). ~ 130 ~

Ερµηνευτικό υπόµνηµα ρεύματος είναι η απλότητα, η λιτότητα, η ελευθερία από εξωτερικούς καταναγκασμούς, όπως τα πλούτη και η ηδονή. Η απαλλαγή από τα πάθη οδηγεί στην αὐτάρκεια που είναι η οδός για την εὐδαιμονία. 198 Ο λιτός κυνικός τρόπος ζωής μπορεί να συσχετισθεί με την κυνική θεολογία ο Αντισθένης υποστήριζε ότι στη λαϊκή πίστη υπάρχουν πολλοί θεοί, μόνο ένας όμως φυσικός θεός, και αυτός είναι ο δημιουργός των πάντων (Lactantius, Divinae institutiones, I.5, 18-19 [εκδ. Brandt] & Lactantius, De ira Dei, XI.14 [εκδ. Brandt]. 199 Ο Γρηγόριος, εξάλλου, χρησιμοποιεί σε πολλά σημεία των ποιημάτων του απόψεις Κυνικών φιλοσόφων. Αξιοσημείωτη είναι η επιρροή που του άσκησε ο κυνικός φιλόσοφος Κράτης (μαθητής του Κυνικού Διογένη από τη Σινώπη), ο οποίος ύμνησε, μεταξύ άλλων, την εὐτέλεια (=τη λιτή και απλή ζωή) ως θεά, η οποία είναι γέννημα της Σωφροσύνης, γιατί αυτή δίνει στους δίκαιους ανθρώπους την απαραίτητη ανεξαρτησία και αυτάρκεια, αλλά και τη θεά Τύχη, της οποίας η λατρεία παρουσίαζε μεγάλη άνθιση στους ελληνιστικούς χρόνους (βλ. Σκουτερόπουλος (2006: 500-501, 548). Απόψεις του Γρηγορίου για την εὐτέλεια διατυπώνονται στα ποιήματα: ΙΙ.1.11, στ. 706 [PG 37.1078] και II.1.12, στ. 307 [PG 37.1188]. Το ίδιο φαίνεται να κάνει και στο ποίημα Ι.2.1, στ. 242-43 [PG 37.697]: Εὖγ, ὦ Τύχη, μοὶ τῶν καλῶν διδάσκαλε, ὡς εἰς τρίβωνα ῥᾳδίως συστέλλομαι!. Για τη στάση του Γρηγορίου απέναντι στον Κράτη βλ. Γρηγόριος, Λόγοι 4.72 και 43.60 [έκδ. Bernardi] ακόμη, την παλιά, αλλά διαφωτιστική μελέτη του R. Asmus (1984: 185-205). βιότοιο: Παρόμοια σημασία της λέξης αυτής συναντάμε στον Όμηρο (Ὀδύσσεια 15.446: ἀλλ ὅτε κεν δὴ νηῦς πλείη βιότοιο γένηται). πβ. ποίημα ΙΙ.1.73, στ. 1-12 [PG 37.1420]. τάμοις: Αν και το σύνολο των χειρογράφων παραδίδει τη γραφή τέμνοις, ο εκδότης των Γάλλων Βενεδικτίνων αλλά και η παρούσα έκδοση επιλέγουν τη γραφή τάμοις (σε αόριστο χρόνο) για μετρικούς λόγους. Ο Νικήτας Δαβίδ (σ. 119) και ο κώδικας Ma, από την άλλη, επιλέγουν τον τύπο τέμοις, που αποτελεί αρχαίο τύπο του ρήματος τέμνω, ο οποίος απαντά και στον Όμηρο: τέμει δέ τε τέλσον ἀρούρης (Ἱλιάς 13.707), αλλά και στον Γρηγόριο: οἱ μὲν τὸν 198 πβ. Σκουτερόπουλος (2006: 35-37, 117-118) 199 Για περαιτέρω βιβλιογραφία βλ. Guthrie (1969: 209-219, 304-311, 247-249). ~ 131 ~

Μέρος Β πληγῇσιν ἀεικελίῃσι τεμόντες εἵματα τ ἐκδύσαντες (ποίημα II.1.1, στ. 372-73 [εκδ. Tuilier- Bady]). 3-4: Στο δίστιχο αυτό, ο Γρηγόριος προτρέπει τους πιστούς να μην είναι προσηλωμένοι μόνο στα υλικά αγαθά του επίγειου κόσμου, εφησυχάζοντας και νομίζοντας ότι όλα αυτά θα έχουν αιώνια ισχύ, αλλά αντίθετα, να σκέφτονται τον επερχόμενο θάνατο που είναι η φυσική κατάληξη του ανθρώπου τονίζει μάλιστα πως εάν προετοιμάζουν τους εαυτούς τους καθημερινά για το μοιραίο αυτό συμβάν (υπονοώντας προφανώς την κάθαρση από τα αμαρτήματα και την εφαρμογή στην πράξη των αρετών του Χριστιανισμού), θα καταφέρουν έναν ελαφρύτερο θάνατο, θα απολάβουν δηλαδή τα οφέλη κατά τη μέλλουσα κρίση. κρυεροῖο ο θανάτοιο: «παγερός θάνατος». H λέξη κρυερός χρησιμοποιείται στον Όμηρο μόνο με τη μεταφορική της σημασία π.β. ΠΑ VII.496, στ. 5-6 (Σιμωνίδης) [εκδ. Beckby]: νῦν δ ὁ μὲν ἐν πόντῳ κρυερὸς νέκυς, οἱ δὲ βαρεῖαν ναυτιλίην κενεοὶ τῇδε βοῶσι τάφοι Ευριπίδης, απ. 916, 6-7 [εκδ. Nauck]: πλὴν ὅταν ἔλθῃ κρυερὰ Διόθεν θανάτου πεμφθεῖσα τελευτή Ησίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 152-55: βῆσαν ἐς εὐρώεντα δόμον κρυεροῦ Ἀίδαο, νώνυμνοι Marcellus, De piscibus fragmentum 44-46 [ΙΙ εκδ. Heitsch]: ῥιζόθεν, οἳ πνείουσι φόβον κρυεροῦ θανάτοιο. θανάτοιο μνώεο: πβ. Σειράχ 7, 36: ἐν πᾶσι τοῖς λόγοις σου μιμνῄσκου τὰ ἔσχατά σου, καὶ είς τὸν αἰῶνα οὐχ ἁμαρτήσεις. ἀντιάσεις ντιάσεις: το ρήμα συντάσσεται εδώ με γενική πράγματος (θανάτου) και μεταφράζεται ως απολαμβάνω, τυχαίνω (βλ. LSJ στο λήμμα ἀντιάω) πβ. το ποίημα ΙΙ.1.13, στ. 38-40 [PG 37.1230]: Καὶ γλυκεροῦ θανάτοιο πικρῆς χερὸς ἀντιάσαντας, ὥς κε λόγῳ τίσωσι Λόγον Θεόν, αἵματι δ αἷμα. 5-6: Οι στίχοι αυτοί συνδέονται με το προηγούμενο δίστιχο με τη μορφή αιτίου και αποτελέσματος/ δράσης και αντίδρασης κι αυτό γιατί ο ἥσσων θάνατος του δεύτερου στίχου μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από την επαφή με τον Τριαδικό Θεό. Γι αυτό λοιπόν ο κάθε πιστός οφείλει, σύμφωνα με τον Γρηγόριο, να θωρακίζει το νου και το πνεύμα του με Αυτόν. ~ 132 ~

Ερµηνευτικό υπόµνηµα νηὸν ἔγειρε Θεῷ: 200 πβ. 1 Κορ. 3. 16-17: οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς θεοῦ ἐστε καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ θεοῦ ἐν ὑμῖν οἰκεῖ; Εἴ τις τὸν ναὸν τοῦ θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ θεός ὁ γὰρ ναὸς τοῦ θεοῦ ἅγιός ἐστιν, οἵτινές ἐστε ὑμεῖς βλ. και 1 Κορ. 6. 19 και 2 Κορ. 6. 16. Στις παραπάνω επιστολές, ο απόστολος Παύλος αναφέρει ως ναό του Θεού το σώμα έναντι του πνεύματος που επέλεξε να χρησιμοποιήσει ο Γρηγόριος. Το «χάσμα» μεταξύ των δύο επιχειρεί να «γεφυρώσει» ο σχολιαστής του Γρηγορίου, εφόσον στο σχόλιο για τον συγκεκριμένο στίχο αναφέρει τόσο το νου, όσο και το σώμα: τρίτον, ἀεί, φησι, ναὸν τῷ Θῷ τὸν σὸν κατασκεύαζε νοῦν, καὶ σῶμα καὶ ψυχήν, δι εἰλικρινοῦς πίστεως καὶ ἀξίων τῆς πίστεως ἔργων δηλαδή. (Νικήτας Δαβίδ, σ. 120). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ίσως να φέρει το λόγο ο λογοτέχνης Γρηγόριος και να επέλεξε να χρησιμοποιήσει μόνο τη λέξη νόον προφανώς εν είδει λογοπαιγνίου με τη λέξη νηόν. ὥς κεν: Η φράση αυτή συνοδεύεται από την υποτακτική ἔχῃς, φαινόμενο που είναι πολύ συχνό στον Όμηρο. (βλ. και Goodwin (1889: 326)). ἄνακτα νακτα: Στον Όμηρο, η λέξη χρησιμοποιήθηκε για να αναφερθεί, πέρα από βασιλείς και σε συγκεκριμένους θεούς και θεές (ως ἄνακτες οι: Ποσειδώνας, Διόνυσος, και Απόλλωνας, και ως ἄνασσαι: η Άρτεμη και η Αθηνά). 201 Στα μεταγενέστερα χρόνια ο τίτλος αυτός αντικαθιστάται με τον ισοδύναμο βασιλεύς. Στη χριστιανική ποίηση σε εξάμετρο στίχο (και ιδιατέρως στο Νόννο και στον Γρηγόριο) αποκτά την ιδιαίτερη σημασιολογική απόχρωση του θεού βασιλέα, αφού χρησιμοποιείται για να αναφερθεί κανείς στον Θεό και τον Χριστό. Ο Γρηγόριος μάλιστα, χρησιμοποιεί έξι φορές στα ποιήματά του τη φράση Χριστὸς ἄναξ και δεκαπέντε φορές την προσφώνηση Χριστὲ ἄναξ. ἵδρυμ ἄϋλον ϋλον: Η φράση αυτή εμφανίζεται μόνο στον Γρηγόριο Ναζιανζηνό. Πβ. το ποίημα Ι.2.10, στο οποίο παρουσιάζεται με την αντίθετη σημασία της: ἱδρύμαθ ὕλης καὶ χερὸς ποιήματα (Ι.2.10, στ. 12 [εκδ. Crimi]). 200 βλ. επίσης τα λήμματα ναός και νεώς στο NTL. 201 πβ. Hemberg, B., Anax, Anassa und Anakes als Götternamen unter besonderer Berücksichtigung der attischen Kulte, Uppsala Wiesbaden 1955 και Chantraine (1968: λήμμα ἄναξ). ~ 133 ~

Μέρος Β 7-8: Για την ευκολότερη κατανόηση του δίστιχου, βλ. Νικήτα Δαβίδ (σ. 121): Πρὸς τούτοις γνῶθι σεαυτόν, ὦ βέλτιστε, καὶ μὴ ἀγνόει, ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ καὶ κατὰ τὴν ἐκείνου εἰκόνα διεπλάσθης καὶ ἐπιγίγνωσκε, ὅστις ἐτύχθης, ὅτι ἄνθρωπος γέγονας, καὶ οὐ Θεός, γῆθεν μὲν ληφθείς σάρξ γάρ θεόθεν δὲ ἐμπνευσθείς πνεῦμα γάρ. Τοῦτο οὖν εἰδώς, καὶ τὸν Πλάστην τιμήσεις διὰ τὴν χάριν, καὶ τὴν ἔπαρσιν φεύξῃ διὰ τὸν χοῦν. οὕτω δὲ ταπεινούμενος μὲν αὐτός, ὡς ἄξιόν έστιν, ὑψῶν δὲ τὸν εὐεργέτην, ῥᾷστ ἂν τοῦ ἀρχετύπου κατευστοχήσαις καλοῦ, πράξει μὲν ἑαυτὸν ταπεινῶν, θεωρίᾳ δὲ τὸν Ποιητὴν ὑψῶν καὶ θεωρῶν. Γνῶθι σεαυτόν σ αυτόν: Το γνωστό αυτό γνωμικό ήταν γραμμένο στο μαντείο των Δελφών. Αναφέρεται από τον Πλάτωνα στους διαλόγους Χαρμίδης (164d-165a), Πρωταγόρας (343b), Ἀλκιβιάδης (A 124b) και Φίληβος (Π 48c-e). Αποδίδεται στον Χ(ε)ίλωνα, έναν από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας. Η φράση αυτή απηχεί και απόψεις της φιλοσοφίας των κυνικών φιλοσόφων, 202 από την οποία, όπως ειπώθηκε, έχει επηρεαστεί ο Γρηγόριος. κάλλεος ἀρχετύπου ρχετύπου: πβ. ΠΑ (appendix), επίγραμμα 108, στ. 8 [εκδ. Cougny]. Η λέξη ἀρχέτυπος χρησιμοποιείται στη συγκεκριμένη περίπτωση για να υποδηλώσει την αρχετυπική κατάσταση του ανθρώπου πριν την πτώση (βλ. PGL, λήμμα ἀρχέτυπος). Τη φράση αυτή δανείζεται από τον Γρηγόριο ο Ιωάννης Γεωμέτρης, ο οποίος τη χρησιμοποιεί στο ποίημα 76 [εκδ. van Opstall] με τα ίδια νοηματικά συμφραζόμενα. Μάλιστα, η van Opstall τη μεταφράζει ως de la beauté primordiale. 203 9-10: Μόνο ο άνθρωπος με σταθερή πίστη και ακλόνητο φρόνημα θα καταφέρει να γευθεί τη χαρά της αιώνιας ζωής. ἦμαρ ἄγει ἦμαρ ἄλυτον λυτον: «σε μεταφέρει η ημέρα»: πβ. ποιήματα Ι.2.15, στ. 98 [PG 37.773], ΙΙ.1.43, στ. 26 [PG 37.1348], II.1.46 (Κατὰ σαρκός), στ. 22 [PG 37.1379]. Η λέξη ἦμαρ χρησιμοποιείται επίσης στα χριστιανικά κείμενα για να υποδηλώσει τη μέρα της Δευτέρας 202 πβ. Desmond (2008: 162 κ.εξ.). 203 van Opstall (2008: 276). ~ 134 ~

Ερµηνευτικό υπόµνηµα Παρουσίας πβ. τρομέειν ἦμαρ ἐπερχόμενον (ποίημα Ι.2.17, στ. 64 [εκδ. Simelidis] και Simelidis (2009: 150)). Η φράση ἦμαρ ἄλυτον υποδηλώνει επίσης την αιώνια ζωή. Επιπλέον, λέξεις και φράσεις όπως: (νόστιμον) ἦμαρ, μοῖρα, μόρος, πότμος, αἶσα, ἡ πεπρωμένη ἡμερα κτλ. ήταν ιδιαιτέρως αγαπητά στη φιλοσοφία των κυνικών. 204 Γνώμη εὐπαγέος ε παγέος: «σταθερό φρόνημα». Η φράση χρησιμοποιείται στο σημείο αυτό σε αντιδιαστολή με τη λέξη ἐλαφρός (πβ. PGL, λήμμα: ἐλαφρός) του παραπάνω στίχου. Μόνο ο άνθρωπος με ακλόνητο φρόνημα μπορεί να εξασφαλίσει την αιώνια ζωή. Η λέξη εὐπαγέος 205 (στον συγκεκριμένο τύπο) συναντάται μόνο στα ποιήματα του Γρηγορίου πβ. ΙΙ.1.17, στ. 12 [PG 37.1262] και II.2.1, στ. 6 [PG 37.1455]. 11-12: 12: Στο συγκεκριμένο δίστιχο απόφθεγμα γίνεται λόγος για το εφήμερο και το παροδικό των υλικών αγαθών και, κατ επέκτασιν, για τον σταθερό και ακλόνητο χαρακτήρα των πνευματικών πραγμάτων. Το γνωμικό αυτό φαίνεται να απηχεί την άποψη των κυνικών φιλοσόφων για την περιφρόνηση των γήινων στοιχείων ως εφήμερων (πβ. Επίκτητος, Διατριβαὶ 1.24.6 [εκδ. Dobbin]). Ὅστις ἀπερχομ περχομένοισι καὶ ἐρχομ ρχομένοισι ἱσταμέν σταμένῳ: Η φράση αυτή χρησιμοποιείται από τον Γρηγόριο σε παραπλήσια νοηματικά συμφραζόμενα στο ποίημα ΙΙ.2.6, 92-94 [εκδ. Bacci]: Ὥς κεν ἀπερχομένοισι καὶ ἐρχομένοισι γενέθλη ἕλκηται μερόπων τρεπτὸν γένος, οἷα ῥέεθρον ἄστατον ἐκ θανάτοιο, καὶ ἱστάμενον τεκέεσσιν. Χαρακτηριστικό στοιχείο της γλωσσικής ποικιλίας του Γρηγορίου αποτελεί η εναλλαγή του ρήματος πέποιθε και πιστεύει προκειμένου να προσδιοριστεί η ίδια έννοια. Η αμοιβαία αυτή χρήση των δύο ρημάτων καθιστά το λόγο του παραστατικό. 204 πβ. Desmond (2008: 166 κ.εξ.). 205 πβ. Καλαμάκης (1992: λήμμα εὐπαγέος). ~ 135 ~

Μέρος Β 13-14: 14: Αναφερόμενος στις αρνητικές δυνάμεις που μπορούν να πλήξουν τον άνθρωπο, ο Γρηγόριος τονίζει τη στενή και αλληλένδετη σχέση της χαμερπούς ζωής και της αισχρολογίας. Όποιο από τα δύο χαρακτηριστικά και να διαθέτει ο άνθρωπος, πάντοτε θα τον ακολουθεί και το άλλο. Όπως εξηγεί και ο Νικήτας Δαβίδ στην παράφρασή του (Νικήτας Δαβίδ, σ. 122) «Δυοῖν δὲ τούτων ὄντων, οἷς ὅ τε ἀγαθὸς καὶ κακός, ὅ τε δίκαιος καὶ ὁ ἄδικος χαρακτηρίζεται, βίου φημὶ δὴ καὶ λόγου, ἤτοι πράξεως καὶ θεωρίας, ἴσον ἐμοί, φησί, κακὸν βίος καὶ λόγος ἀλιτρός». μῦθος θος: Η λέξη στο σημείο αυτό σημαίνει «λόγος». Μαζί με το επίθετο «ἀλιτρός» μπορεί να αποδοθεί νοηματικά ως «η αισχρολογία». Με τη μεταφραστική αυτή εκδοχή συμφωνούν και οι δύο παραφράσεις του κειμένου στην παράφραση Α υπάρχει η γραφή λόγος οὐκ ἔμπρακτος, ενώ στη Β η περίφραση λόγος διαμαρτάνων τοῦ πρέποντος. ὁππότερόν κεν τύχοις: Ο συγκεκριμένος στίχος παρουσιάζει εκτός από νοηματική και ενδιαφέρουσα ρυθμική συμμετρία, καθώς παρατηρείται μια μορφή ομοιοτέλευτου (ήτοι πρώιμη μορφή ομοιοκαταληξίας) μεταξύ των δύο μερών του στίχου (ὁππότερόν κεν ἔχοις καὶ θατέροιο τύχοις). ἀλιτρ λιτρός: 206 η λέξη απαντά στον Σόλωνα (απ. 13.27 [εκδ. West]: ὅστις ῥίγιστος ἀλιτροῖς), στον Απολλώνιο Ρόδιο (Ἀργοναυτικὰ 2.215: ὅτις ῥίγιστος ἀλιτροῖς) και στον Καλλίμαχο, (απ. 85.14: ὅν]τινα κικλήσκουσιν Ἐπόψ[ιον,] [ὅστις ἀ]λιτρούς Ὕμνος εἰς Ἀπόλλωνα στ. 2: οἷα δ ὅλον τὸ μέλαθρον ἑκὰς ἑκὰς ὅστις ἀλιτρός). Το επίθετο ἀλιτρός σημαίνει «αμαρτωλός», «ένοχος» και είναι ομηρικό (πβ. Ἱλιάς 23 595: καὶ δαίμοσιν εἶναι ἀλιτρός, 8 361: σχέτλιος, αἰὲν ἀλιτρός. Στο απόσπασμα 75.68 του Καλλίμαχου οι Τελχίνες τιμωρούνται από τους θεούς εἵνεκ ἀλ [ι]τ [ρῆς/ ὕβριος. Στην ΠΑ (XI.321.7) ο Φίλιππος ο Θεσσαλονικέας χρησιμοποιεί το επίθετο ειρωνικά για κείνους τους ποιητές που μιμούνται δουλικά την ποίηση του Καλλίμαχου. 206 πβ. DGE (λήμμα ἀλιτρός). ~ 136 ~

Ερµηνευτικό υπόµνηµα 15-16: 16: Η ερμηνεία αυτού του δίστιχου παρουσιάζει ορισμένες δυσκολίες. Ενδεχομένως αναφέρεται σε ανθρώπους με σεξουαλικά πάθη (ἄναγνος), οι οποίοι, σύμφωνα με τον Γρηγόριο, δεν πρέπει να παρίστανται σε θυσίες, καθώς αυτό αποτελεί ὕβριν. Μεγαλύτερη όμως ὕβρις είναι η ειδωλολατρία. Η αναφορά αυτή του Γρηγορίου θυμίζει την ευχή του Χερουβικού στη Θεία Λειτουργία του Ιωάννου του Χρυσοστόμου [PG 63.912]: οὐδεὶς ἄξιος τῶν συνδεδεμένων ταῖς σαρκικαῖς ἐπιθυμίαις καὶ ἡδοναῖς προσέρχεσθαι ἢ προσεγγίζειν ἢ λειτουργεῖν σοι, Βασιλεῦ τῆς δόξης. Διευκρινιστική φαίνεται να είναι η παράφραση αυτού του σημείου από τον Νικήτα: Ὥσπερ τὰ καθαρὰ σώματα καὶ ἅγια τοῖς καθαροῖς καὶ ἁγίοις προσιέναι χρὴ καὶ λειτουργεῖν, οὕτως ἀκόλουθον καὶ βέβηλα ὑπηρετεῖσθαι. Ὕβρις οὖν, φησί, καὶ ἀτιμία Θεοῦ τὸν ἀνάγνῳ χρώμενον βίῳ καὶ ἐβδελυγμένον τοῖς θεοῖς προσηγγικέναι καὶ ἱερουργεῖν ἔστιν ἁγνὸν ὄντα, βεβήλοις καὶ αἱρετικοῖς πρόφασιν εὐλαβείας σεβαζόμενον ὑποκατακλίνεσθαι, καὶ νεκροῖς οὖσιν ἐπικοινωνεῖν, τοῦ προτέρου δεινότερον καὶ ἀτοπώτερον (Νικήτας Δαβίδ, σσ. 122-123). ὕβρις βρις: Ο ίδιος ο Γρηγόριος παρέχει τον ορισμό της λέξης αυτής στο ποίημα Ι.2.34, στ. 100-101 [PG 37.952]: Ὕβρις μέν ἐστι δυσμενοῦς οὐκ εὐμενής πρᾶξις λόγος τε. νεκύων λείψανα: Ο Γρηγόριος χρησιμοποιώντας τις λέξεις αυτές αναφέρεται σε είδωλα, δηλαδή σε παγανιστικά στοιχεία. Η λέξη λείψανα απαντά και σε ένα άλλο ποίημα του Γρηγορίου (Ι.2.10, στ. 744 κ.εξ. [εκδ. Crimi]) με την ίδια σημασία: Ὡς καὶ κόνιν βραχεῖαν, ἤ τι λείψανον ὀστῶν παλαιῶν ἢ τριχῶν μικρὸν μέρος, ἢ καὶ ῥακώματ, ἤ τι καὶ ῥαντισμάτων/ σημεῖον, ἀρκεῖν εἰς ὅλου τιμήν ποτε. Καὶ κλῆσιν ἔγνων, ἔστιν ὧν ἀλείψανον τόποις δοθεῖσαν ἀνθ ὅλου τοῦ μάρτυρος, ἰσχύν τ ἴσην λαβοῦσαν, ὢ τοῦ θαύματος! Σώζειν γὰρ οἶμαι καὶ τὸ μεμνῆσθαι μόνον. 17-18: 18: Με προτροπές που ταιριάζουν σε γνωμικά ποιήματα, ο Γρηγόριος συμβουλεύει τους ανθρώπους να ακολουθήσουν τον ενάρετο δρόμο, ειδάλλως ελλοχεύει ο κίνδυνος να καταλήξουν στον δρόμο της αμαρτίας. ἐς βυθὸν ἔρπειν ρπειν: Πβ. το ποίημα I.2.10, στ. 595 [εκδ. Crimi]. ~ 137 ~

Μέρος Β 19-20: Ο Γρηγόριος συνεχίζει τις παραινέσεις του αναφερόμενος στην εθελοτυφλία όσων ανθρώπων βρίσκονται στο δρόμο της κακίας. Αντίθετα, ο συνετός άνθρωπος μπορεί εύκολα να διαπιστώσει κάτι τέτοιο και με την οξυδέρκειά του να προσπαθήσει να εξέλθει από αυτόν. ἴχνια μαστεύων (θήρ): Η παραπάνω φράση αποτελεί λογότυπο για τον Απολλώνιο Ρόδιο και το Νόννο (πβ. Ἀργοναυτικὰ 3.1289 Διονυσιακὰ 6.355, 21.187 κ.ά.). Τη φράση αυτή συναντάμε και στον Ψευδο-Οππιανό (Κυνηγετικὰ 1.492: ἴχνια μαστεύει δὲ κατὰ χθονός, οὐδὲ μάλ εὑρεῖν ἱμείρων δύναται). Ο Γρηγόριος χρησιμοποιεί τον συγκεκριμένο λογότυπο για να αναφερθεί μεταφορικά στην κακία, την οποία αντιπαραβάλλει με άγριο θηρίο. Ο Νικήτας, στην παράφρασή του (σ. 124) κάνει λόγο για «νοητὸν θῆρα»: πῶς δ ἄν τις καὶ καταθεωρῆσαι τουτονὶ τῆς ψυχῆς τὸν θάνατον, ἐὰν μὴ πρότερον εἰδῇ μαστεύειν καὶ ἐξιχνιάζειν τοῦ νοητοῦ θηρὸς ἢ διαβόλου τὰ νοήματα, καὶ νοεροῖς ὅμμασιν, ἤγουν κρυπταῖς θεωρίαις, προκαταλαμβάνειν αὐτοῦ τὰς ἐνέδρας καὶ τὰς φυλακάς, κατὰ τὸ λόγιον, καὶ οὕτω διακρούεσθαι αὐτοῦ τὰς ἐπιβουλάς; Την παρομοίωση του αμαρτωλού/ δυστυχισμένου βίου (και κατ επέκτασιν του διαβόλου) με άγριο ζώο, παρακολουθούμε και στον ευαγγελιστή Πέτρο (1 Πέτρ. 5, 8): Νήψατε, γρηγορήσατε. Ὁ ἀντίδικος ὑμῶν διάβολος ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τινα καταπιεῖν. 21-22: 22: Ο Γρηγόριος χρησιμοποιώντας ιατρική ορολογία (παθέεσσιν ἀκέστορος), αναφέρεται στη σημασία της εξομολόγησης για την ελάφρυνση της ψυχής του πιστού. Πιστεύει πως η απόκρυψη των αμαρτιών ή η απουσία του μυστηρίου από τη ζωή τους θα επιφέρει την τελική πτώση, την ολοκληρωτική καταστροφή τους. Πβ. Ματθαίος 9, 11-12: καὶ ἰδόντες οἱ Φαρισαῖοι ἔλεγον τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ διὰ τὶ μετὰ τῶν τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν ἐσθίει ὁ διδάσκαλος ὑμῶν; Ὁ δὲ ἀκούσας εἶπεν οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ οἱ κακῶς ἔχοντες και Ιάκωβος 5, 16: ἐξομολογεῖσθε οὖν ἀλλήλοις τὰς ἁμαρτίας καὶ προσεύχεσθε ὑπὲρ ἀλλήλων, ὅπως ἰαθῆτε. ~ 138 ~

Ερµηνευτικό υπόµνηµα Η αντιπαραβολή του σφάλματος με αρρώστια είναι γνωστή στους Κυνικούς και Στωικούς φιλοσόφους (πβ. Αντισθένης VI.6 [εκδ. Long]: ὀνειδιζόμενός ποτ ἐπὶ τῷ πονηροῖς συγγενέσθαι «καὶ οἱ ἰατροί,» φησί, «μετὰ τῶν νοσούντων εἰσίν, ἀλλ οὐ πυρέττουσιν»). παθέεσσι(ν): Τον τύπο αυτό τον χρησιμοποιεί αποκλειστικά ο Γρηγόριος πάνω από 45 φορές στο έργο του, ενώ μόνο μία φορά απαντά στον Μανουήλ Φιλή (βλ. ποίημα 26 [εκδ. Miller]) και άλλη μία στο επίγραμμα VIII.29, στ. 3 της ΠΑ [εκδ. Beckby]. 23-24: 24: Συνεχίζοντας τον προτρεπτικό του λόγο, ο Γρηγόριος, αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου το δύσκολο έργο να κατευθύνει με τα λόγια του τον πιστό προς της κατεύθυνση της σωτηρίας του. Η επιλογή, όμως, είναι ελεύθερη και επαφίεται στον ίδιο. Σὸς λόγος, ἔργον ἐμε μεῖο: Η αντίθεση μεταξύ λόγων και ἔργων απασχόλησε τους κλασικούς συγγραφείς. Για τον αρχαίο Έλληνα η σύζευξη λόγων και έργων είχε τεράστια σημασία. Η στάση αυτή εκδηλώνεται ήδη στα ομηρικά έπη και συγκεκριμένα, στη ραψωδία Ι της Ιλιάδας (στ. 443), στην οποία ο γέροντας Φοίνικας καλεί τον Αχιλλέα να γίνει «μύθων ῥητὴρ πρηκτήρ τε ἔργων», να είναι δηλαδή ικανός στα λόγια και στα έργα, καλός ομιλητής και γενναίος πολεμιστής. Έκτοτε, διαμορφώθηκε σταδιακά η άποψη ότι τα μεγάλα λόγια πρέπει να συνοδεύονται από ανάλογες πράξεις, για να έχουν αξία. Ο Θουκυδίδης, μάλιστα, στον Ἐπιτάφιο του Περικλή θα τονίσει την ανάγκη λόγων και έργων ως στοιχείων αποδεικτικών της ανδρείας και γενικά της αρετής των πολιτών και της πόλεως [Θουκυδίδης Β.40]. Επίσης, την αντίθεση αυτή χρησιμοποίησαν και πολλοί στωικοί και κυνικοί φιλόσοφοι πβ. Αντισθένης VI.11 [εκδ. Long]: τὴν τ ἀρετὴν τῶν ἔργων εἶναι, μήτε λόγων πλείστων δεομένην μήτε μαθημάτων. Στο συγκεκριμένο σημείο του ποιήματος οι όροι λόγος-ἔργον χρησιμοποιούνται αντιθετικά για τονιστεί η προτεραιότητα του ανθρώπου στα λόγια (λόγος) και η έμφαση που Γρηγόριος δίνει στο πρακτικό μέρος (ἔργον). ἀμφίθετον μφίθετον: Η λέξη αυτή εμφανίζεται στα ομηρικά έπη (Ἰλιάς 23.270, 616) με τη σημασία του σκεύους που έχει χερούλια στις δύο πλευρές ή για κάτι που στέκεται σε δύο πλευρές (LSJ, λήμμα ἀμφίθετος). Στα ποιήματα του Γρηγορίου, το επίθετο ἀμφίθετος χρησιμοποιείται ~ 139 ~

Μέρος Β μεταφορικά για να προσδιοριστεί η έννοια της υποκρισίας (πβ. ποίημα Ι.1.8, στ. 104 [PG 37.454]: γυμνὸν ἄτερ κακίης τε καὶ εἴδεος ἀμφιθέτοιο Ι.2.29, στ. 298 [PG 37.906]: σκηνὴν ἀμφιθέτοις εἴδεσι λαμπρομένην ΙΙ.1.13, στ. 82 [PG 37.1234]: ἀμφίθετοι καιροῖο πολυτρέπτου θεράποντες ΙΙ.1.51, στ. 30-31 [PG 37.1396]: Ἡ κακίη δὲ ἀμφίθετος, πολύχωρος, ἀφυκτοτάτη βασιλεία. Βλ. και PGL (λήμμα ἀμφίθετος). 25-26 26: Ο Γρηγόριος αναφέρεται στο σημείο αυτό στην πλεονεξία και τη συγκαταλέγει ανάμεσα στα χειρότερα χαρακτηριστικά του ανθρώπου. Αντίθετα, προτρέπει τους πιστούς να στρέφουν συνεχώς την ευεπίφορη σε κάθε κακία ψυχή τους σε θεάρεστα έργα. Ὑβριστ βριστὴς κόρος ἐστίν: πβ. Σόλων, απ. 5.9-10 [εκδ. West]: τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποισιν ὅσοις μὴ νόος ἄρτιος ᾖ Θέογνις, 153: τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ Ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός χρησιμοποιεί συχνά την περίφραση αυτή με την ίδια έννοια, απαλλαγμένη βεβαίως από ειδωλολατρικά συμφραζόμενα και δοσμένη μέσα σε ένα χριστιανικό περίβλημα πβ. ποιήματα Ι.2.16 στ. 15 [PG 37.779]: ὑβριστὴς δὲ κόρος I.2.32 στ. 103 [PG 37.924]: οὐδεὶς κόρος πέφυκε σωφρόνωc ἔχειν II.1.50. στ. 111 [PG 37.1393]: καὶ κόρος ὑβρίζει Ι.2.17 στ. 63 [εκδ. Simelidis]: αἰχμάζειν τε κόρον και στους λόγους: 4.31 στ. 12 [εκδ. Bernardi]: καὶ ὁ κόρος δι ὃν ὑβρίσαμεν 24.3 στ. 11-3 [PG 35.1173]: γαστρὸς ἡδοναὶ καὶ κόρος πατὴρ ὕβρεως. ἀειστρεφέος ειστρεφέος: «αυτός που στρέφεται αιωνίως προς μία κατεύθυνση». Ο Νικήτας Δαβίδ στην παράφρασή του (σ. 125) χρησιμοποιεί τη γραφή ἀειτρεφοῦς («αυτός που εκτρέφεται από κάποιον»), εξηγώντας την ως εξής: ἐγὼ δέ σε, ὦ ἄριστε μυστῶν (ὁ ἱερὸς ὑποτίθεται μυσταγωγός), ἔργον ἔχειν ἄμεμπτον βούλομαι καὶ ἄπαυστον τὴν τῆς ἀειτρεφοῦς ἐπιμέλειαν ψυχῆς, τῆς ἀεὶ τῷ λόγῳ Κυρίου τρεφομένης 27-28 28: Το δίστιχο αυτό παρουσιάζει νοηματική συνάφεια με το προηγούμενο. Έτσι λοιπόν, ο άνθρωπος που θα στρέφει την ψυχή του σε θεάρεστα έργα, θα πλουτίζει σε θεότητα και θα μένει μακριά από τη πολυκύμαντη και αμαρτωλή ζωή του επίγειου κόσμου. ~ 140 ~

Ερµηνευτικό υπόµνηµα ἶσον νήμασιν ἀραχναίοις ραχναίοις: πβ. ΠΑ, επίγραμμα VI.206 στ. 6 (Αντίπατρος Σιδώνιος) [εκδ. Beckby]: ἀραχναίοις νήμασι ἰσόμορον. Η φράση αυτή χρησιμοποιείται από τους Καππαδόκες Πατέρες μεταφορικά, για να περιγράψει τη δύσκολη και πολυτάραχη ζωή μακριά από το Θεό (πβ. Γρ. Νύσσης, Κατὰ Εὐνομίου III 7.17. 6 [εκδ. Jaeger] και Γρ. Νύσσης, Ψαλμοὶ V 49.2 [εκδ. McDonough]. 29-30 30: Συνεχίζοντας ο Γρηγόριος, καταλήγει στο συμπέρασμα πως όλα τα επίγεια αγαθά είναι εφήμερα και πως οι πιστοί θα πρέπει να εστιάσουν στην ανθρώπινη ζωή και ψυχή, η οποία θα απολαύσει τις επουράνιες χαρές. πάντα: Για τη διατάραξη της ακροστιχίδας του ποιήματος στο συγκεκριμένο σημείο, βλ. σσ. 87-88. 31-32: 32: Στους στίχους αυτούς ο Γρηγόριος προτρέπει τους πιστούς να πλησιάσουν προς τον Θεό και την Αγία Τριάδα. Εὖτε δὴ: δ επικός, ιωνικός και ποιητικός χρονικός σύνδεσμος. Συντάσσεται με ἄν + υποτακτική, όπως ο ὅταν. Για την ακροστιχίδα σε αυτό το σημείο, βλ. οικεία υποενότητα στην εισαγωγή. ἀφθι φθιτόμητις τόμητις: Ο τύπος αυτός απαντά μόνο στο συγκεκριμένο ποίημα του Γρηγορίου και σε ένα απόσπασμα από την ορφική φιλοσοφία (βλ. σσ.103-104). 33-36: 36: Στο τετράστιχο αυτό ο Γρηγόριος απευθύνεται αφενός σε όσους είναι νυμφευμένοι στην επίγεια ζωή τους, οι οποίοι θα ενωθούν σε δεσμό με τον Θεό κατά την επουράνια ζωή και αφετέρου σε όσες είναι άγαμες τονίζει πως οι ίδιες έχουν επιλέξει τον συγκεκριμένο τον τρόπο ζωής για να αφοσιωθούν στην εξύμνηση του Θεού και στη διάδοση του θεϊκού Λόγου (πβ. 1 Κορ. 7). θέσθε νόον: πβ. στο ποίημα ΙΙ.1.19, στ. 42 [εκδ. Simelidis]: καὶ νόον ὑψιβιβάντα τεῇ θεότητι πελάζων και Ι.2.17, στ. 2 [εκδ. Simelidis]: ἀλλ ἐθέωσε νόον. ~ 141 ~

Μέρος Β ληνοῖς: βλ. PGL (λήμμα ληνός). Συχνά χρησιμοποιείται μεταφορικά σε χριστιανικά κείμενα. Για παράδειγμα, πβ. Γρ. Νύσσης Ψαλμοὶ ΙΙ 5 [εκδ. McDonough]: ἐν γὰρ τῇ ληνῷ τῆς ἑκάστου ψυχῆς (ληνὸς δέ ἐστιν ἡ συνείδησις) ὁ ἐκ τῶν ἔργων βότρυς τὸν οἶνον ἡμῖν εἰς τὸν ἐφεξῆς ἀποθήσεται βίον Αθανάσιος, Ἐξήγησις Ψαλμῶν, στ. 51-54 [PG 27.80]: μετὰ δὲ τὴν τῶν ἐθνῶν κλῆσιν πολλοὶ ληνοί αὗται δὲ ἂν εἶεν αἱ Ἐκκλησίαι, αἱ τοὺς τῶν κατορθούντων ἐν θεοσεβεία δεχόμεναι καρπούς Ο Γρηγόριος, χρησιμοποιεί δύο φορές στα ποιήματά του τον τύπο αυτό στο ποίημα II.2.1, στ. 153-154 [PG 37.1462]: ἡμετέροισι χοροῖσιν ἑὸν στάχυν ἐγκαταλέξας, ἔλπομαι, ὡς ληνῶν ἄξιον οὐρανίων και στο Ι.2.17, στ. 21-22 [εκδ. Simelidis]: Πάντα τάδ οὐρανίων πληρώματα ἔπλετο ληνῶν, αἳ καρποῦ ψυχῶν δέκτριαι ἡμετέρων. ὅσσαι σσαι: Ιωνικός και επικός τύπος ουδετέρου αναφορικής αντωνυμίας αντί του ὅσαι. ἀγκάζεσθε γκάζεσθε: Η χρήση του ρήματος ἀγκάζομαι μαρτυρείται στον Όμηρο (πβ. Ἱλιὰς 17. 722-723: Ὣς ἔφαθ, οἳ δ ἄρα νεκρὸν ἀπὸ χθονὸς ἀγκάζοντο), στους κλασικούς συγγραφείς, ωστόσο, δεν ήταν συνηθισμένη. Ο Γρηγόριος χρησιμοποιεί τον τύπο αυτό στο συγκεκριμένο σημείο και στο ποίημα ΙΙ.1.50 [PG 37.1387, στ. 22-23]: Ταῦτα γὰρ οὐδὲ πάροιθεν ἐμοὶ φίλα, ἐξότε Χριστὸν ἀγκασάμην, χθονίων τῆλ ἀπανιστάμενος. 37-38 38: Στο συγκεκριμένο δίστιχο ο Γρηγόριος αναφέρεται στη μοναστική ζωή, επισημαίνοντας πως είναι προτέρημα οι μοναχοί να αγωνίζονται για τη σωτηρία της ψυχής και να «περιφρονούν» το σώμα. αἴγλη παμφανόωσα: Ο τύπος παμφανόωσα αποτελεί επική μετοχή του ρήματος παμφᾰνάω (= παμφαίνω) και σημαίνει αυτόν που απαστράπτει, που λάμπει λέγεται για γυαλιστερό μέταλλο. Στον Όμηρο, η λέξη αποδίδεται στον ήλιο και σε συνδυασμό με το ουσιαστικό αἴγλη συνιστούν λογότυπο (Ἱλιὰς 2.458). Στον Γρηγόριο η μετοχή απαντά με την ίδια σημασία II.1.1, στ. 5 [εκδ. Tuilier-Bady]: Ψυχῶν παμφανόωσα χοροστασίη τε κλέος τε και Ι.2.1, στ. 530 [PG 37.562]: Κούφην, παμφανόωσαν, ἄνω χθονὸς, ἀστήρικτον. ῥεῖα: επικός τύπος αντί ῥέα (επίρρημα του ῥᾴδιος) = εύκολα, με άνεση, άνετα, βλ. LSJ (λήμμα ῥεῖα). ~ 142 ~

Ερµηνευτικό υπόµνηµα 39-40 40: Για τον Γρηγόριο είναι κυριολεκτικά «ύβρις» το να είναι στραμμένη η πίστη του καθενός σε χρώματα παρά μέσα στην καρδιά, γιατί η τέτοιου είδους πίστη ξεπλένεται πολύ γρήγορα και αποβαίνει ανούσια. Όταν αναφέρεται σε χρώματα, προφανώς υπονοεί την εικονική αναπαράσταση των ιερών προσώπων πρόθεσή του όμως, δεν είναι να εναντιωθεί στην απεικόνιση των θείων μορφών με τη μορφή εικόνων, παίρνοντας εκ των προτέρων θέση στη μεταγενέστερη έριδα σχετικά με το θέμα αυτό. Στόχος του είναι απλώς να υπογραμμίσει την αντιφατική στάση και συμπεριφορά ορισμένων ανθρώπων, οι οποίοι επαναπαυόμενοι στη λατρεία των εικόνων, προβάλλουν μια ψευδή/φαινομενική πίστη και αναιρούν την ουσία της που είναι η εκ βαθέων πίστη, η λατρείας της θεϊκής μορφής καθεαυτής. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι τη φράση αυτή του Γρηγορίου την παρουσιάζει o Νικηφόρος, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, στα ίδια νοηματικά συμφραζόμενα και για τον ίδιο σκοπό, ως εξής: καὶ ταῦτα μὲν ὧδε λελέχθω ἐπὶ δὲ τὰ ἑπόμενα πρόϊμεν, ἐν οἷς ἔκκειται τοῦ θεηγόρου Γρηγορίου ἐκ τῶν ἐπῶν αὐτοῦ ῥῆσις ἔχουσα τόνδε τὸν τρόπον Ὕβρις πίστιν ἔχειν ἐν χρώμασιν, μὴ ἐν καρδίᾳ ἡ μὲν γὰρ ἐν χρώμασιν εὐχερῶς ἐκπλύνεται, ἡ δὲ ἐν τῷ βάθει τοῦ νοός, ἐκείνη μοι προσφιλής (Νικηφόρος, Refutatio, 138.3 [εκδ. Featherstone]). Οι στίχοι του ποιήματος παρουσιάζονται από τον Νικηφόρο, προκειμένου να καταστούν ευρέως κατανοητοί. 41-44 44: Στο συγκεκριμένο τετράστιχο, ο Γρηγόριος, χρησιμοποιώντας αντιθετικό λόγο (ἀκαμπέα δικαιοσύνην/ ἀγκυλόεσσαν φρόνησιν μέτρον ἄριστον, θάρσος/ θράσος σαοφροσύνης), επιδιώκει να καταστήσει σαφές πως η μετριοφροσύνη και η διακριτικότητα αποτελούν αρετές και τα αντίθετά τους ακρότητες. Μόνο αν ο άνθρωπος τιθασεύσει τον εγωισμό του και δράσει με γνώμονα τη φρόνηση θα είναι ενάρετος. μέτρον ἄριστον ριστον: Παροιμιακή φράση που αποδίδεται στον Κλεόβουλο τον Λίνδιο, έναν από τους επτά Σοφούς της αρχαιότητας βλ. Στοβαίος, Ἀνθολόγιον Γ 1.172 [DK]: Δημητρίου Φαληρέως, τῶν ἑπτὰ σοφῶν ἀποφθέγματα: α. Κλεόβουλος Εὐαγόρου Λινδιος ἔφη 1. μέτρον ἄριστον πβ. επίσης στον ελεγειακό ποιητή Φωκυλίδη: μέτρα νέμειν τὰ δίκαια, καλὸν δ ἐπίμετρον ~ 143 ~

Μέρος Β ἁπάντων (γνώμη 14), πάντων μέτρον ἄριστον, ὑπερβασίαι δ ἀλεγειναί (γνώμη 36) και (μέτρα δὲ τεῦχε γόοισι ) τὸ γὰρ μέτρον ἐστὶν ἄριστον (γνώμη 98). Τέλος, Ησίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι 694: μέτρα φυλάσσεσθαι. καιρὸς δ ἐπὶ πᾶσιν ἄριστος και Θέογνις, 401-402: μηδὲν ἄγαν σπεύδειν καιρὸς δ ἐπὶ πᾶσιν ἄριστος ἔργμασιν ἀνθρώπων η λέξη καιρὸς παραπέμπει στην ιδέα του μέτρου που εκφράζει και το μηδὲν ἄγαν. θάρσος θράσος: Πβ. ποιήμ. ΙΙ.2.5, στ. 73 [PG 37.1527]: Θαρσαλέως καὶ θάρσος ἔφυ θράσος, ἔκτοθι μέτρου, I.2.34, στ. 55 [PG 37.949]: Θράσος δὲ θάρσος πρὸς τὰ μὴ τολμητέα (ενν. ἔστι). σαοφροσύνης: ποιητικός τύπος αντί σωφροσύνης πβ. ποίημα Ι.2.34, στ. 57 [PG 37.949]: Ἡ σωφροσύνη δ ἐπικράτησις ἡδονῶν (ενν. ἔστι). 45-48 48: Στους στίχους αυτούς ο Γρηγόριος χρησιμοποιώντας για άλλη μια φορά παραινετικό ύφος, προτρέπει τους πιστούς να έχουν ως γνώμονά τους το λόγο του Θεού και να στρέφουν όλες τις ενέργειές τους σ Αυτόν. Πάντοτε θα πρέπει να γίνονται καλύτεροι, να εξελίσσονται και να παραδειγματίζονται από τη στάση ζωής των έντιμων και ενάρετων ανθρώπων. Ενώ λοιπόν το προηγούμενο τετράστιχο περιείχε γενικότερες αλήθειες για την ανθρώπινη σοφία, οι συγκεκριμένοι στίχοι ειδικεύονται στη χριστιανική σοφία. Ο Νικήτας (Νικήτας Δαβίδ, σ. 128) στην παράφρασή του επισημαίνει την έντονη αντίθεση αυτών των στίχων σε σχέση με τους προηγούμενους: Καὶ ταῦτα (41-44) μὲν προς τι καὶ κατὰ τὸν προσήκοντα μετρείσθω καιρόν τὸν νοῦν δὲ τοῦ Θεοῦ λόγοις ὑπανοίγειν καὶ ταῖς θείαις μελέταις ἀεὶ προσασχολεῖν κάλλιστόν τε καὶ τελειότατον ταῖς θεοπνεύστοις ἱερολογίαις ἁπάσαις μαρτυρεῖται οὕτω γὰρ ἄν τις τῶν οὐρανίων νομίμων τοῦ πνεύματος ἐπιστήμων καθειστήκοι. Σπεύδειν μὲν οὖν ἄριστον εἶναι, κάλλιστόν τε καὶ παγκλεές. Ενώ λοιπόν ο Γρηγόριος συνιστά την τήρηση του μέτρου σε όλες τις περιπτώσεις, προκρίνει την άμετρη αγάπη και πίστη στο Λόγο του Θεού και το άνοιγμα του μυαλού του καθενός για τις αποφάσεις Του. ἐν λογίοισιν ἑὸν νόον: πβ. Πράξεις 7. 38 και Πρὸς Ῥωμαίους 3. 2. ~ 144 ~

Ερµηνευτικό υπόµνηµα καὶ κακίην κλέος: Ο στίχος αυτός διαπνέεται από μια βασική ιδέα των Κυνικών φιλοσόφων αναφορικά με την περιφρόνηση. Ο Κυνικοί διατείνονταν πως μόνο αν ο άνθρωπος διάγει έναν ενάρετο και φυσικό βίο, θα είναι ευτυχισμένος. Αυτό ήταν το κεντρικό ηθικό τους δόγµα που το εµπνεύσθηκαν από το Σωκράτη. Σύμφωνα με τους ίδιους, η αρετή είναι ικανή αλλά και αναγκαία συνθήκη για να πραγµατώσει κανείς την ευτυχία και η περιφρόνηση της απόλαυσης είναι η ύψιστη απόλαυση. δυσκλεές ἐστι κλέος: Ενδιαφέρον ετυμολογικό παιχνίδι με τη λέξη κλέος. 49-52 52: Στο τετράστιχο αυτό ο Γρηγόριος συμβουλεύει τον πιστό να μην βοηθά και συνηγορεί υπέρ των κακών, γιατί είναι αισχρό και ατιμωτικό, καθώς λαμβάνει κι εκείνος μερίδιο στην κακία. Αντιθέτως, να επιδιώκει να είναι καθαρός στην ψυχή, όπως ακριβώς ο χρυσός στο χωνευτήρι. χρυσὸς χοάνοισι οισι: Η φράση αυτή αποτελεί συνήθη λογότυπο στα ποιήματα του Γρηγορίου. Χρησιμοποιείται κυρίως για να υποδηλώσει μεταφορικά την εσωτερική καθαρότητα και αγνότητα του ανθρώπου σε αντίστιξη με την αμαρτία και την κακία πβ. Ι.1.7, στ. 91 [PG 37.445]: Ὡς χρυσός, χοάνοισι καθαιρόμενοι βιότοιο, Ι.2.1, στ. 602 [PG 37.568]: Ὡς χρυσὸν χοάνοισι καθαιρόμενον ῥυπόωντα, Ι.2.38, στ. 4 [PG 37.967]: Ὡς χρυσὸς χοάνοις ἴσθι καθαιρόμενος, ΙΙ.1.42, στ. 13 [PG 37.1345]: Ἄνθρακες, ὡς χρυσοῖο καθαιρομένου χοάνοισιν. ἀπημοσύνης πημοσύνης: Το ουσιαστικό ἀπημοσύνη, που προέρχεται από το επίθετο ἀπήμων, συναντάται συχνά στο Θέογνι [πβ. στ. 758: ἐπ ἀπημοσύνηι]. Οι Καππαδόκες Πατέρες χρησιμοποιούν ένα ουσιαστικό μάλλον σπάνιο για να υποδεικνύουν την απουσία του κακού, χαρακτηριστικό για τη διασφάλιση της αίτησης για επιείκεια και δικαιοσύνη κατά την έσχατη κρίση. Ο Γρηγόριος χρησιμοποιεί το ουσιαστικό αυτό στο ποίημα Ι.2.1, στ. 12 [PG 37.525]: μῆτερ ἀπημοσύνης και στο ποίημα ΙΙ.1.50, στ. 112 [PG 37.1393]: Ἀντιταλαντεύοις τίσιν ἀπημοσύνῃ. πολλάκι: Πρόκειται για μια ποιητική μορφή του επιρρήματος πολλάκις που εξυπηρετεί καθαρά μετρικούς σκοπούς (πβ. LSJ, λήμμα πολλάκις). ~ 145 ~

Μέρος Β 53-54 54: Στο συγκεκριμένο δίστιχο ο Γρηγόριος θέτει το θέμα του γονικού σεβασμού των ανθρώπων. Συγκεκριμένα, αναφέρει πως είναι εύκολο κάποιος που αρνήθηκε τον φυσικό γονέα του να απαρνηθεί και τον Θεό. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να τιμώνται εξίσου και οι δύο. Ο Γρηγόριος, με την αναφορά του στο σεβασμό των γονέων από τα παιδιά, εντάσσεται στη χορεία των παλαιότερων συγγραφέων, οι οποίοι με τα έργα τους εξέφρασαν παρόμοιες απόψεις πβ. Πλάτων, Νόμοι 881b-e, Ευριπίδης, απ. 855.2: θεούς τε τιμᾶν τοὺς τε φύσαντας γονῆς, Ξενοφών Ἀπομνημονεύματα 4.4.19-20: καὶ γὰρ παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις πρῶτον νομίζεται θεὸς σέβειν. Οὐκοῦν καὶ γονέας τιμᾶν πανταχοῦ νομίζεται; Καὶ τοῦτο ἔφη Μένανδρος, Γνῶμαι 105: γονεῖς δὲ ἐτίμα καὶ φίλους εὐεργέτει, 72: Βούλου γονεῖς πρὸ παντὸς ἐν τιμαῖς ἔχειν, 230: Θεὸν προτίμα, δεύτερον τοὺς σοὺς γονεῖς, Φωκυλίδης, γνώμη 8: Πρῶτα θεὸν τίμα μετέπειτα δὲ σεῖο γονῆας Απ. Παῦλος, Πρὸς Ἐφεσίους 6, 1-4 Σειράχ 7, 20-31: Ἐν ὅλῃ καρδίᾳ σου δόξασον τὸν πατέρα σου καὶ μητρὸς ὠδίνας μὴ ἐπιλάθῃ μνήσθητι ὅτι δ αὐτῶν ἐγεννήθης, καὶ τί ἀνταποδώσεις αὐτοῖς καθὼς αὐτοί σοι; ἐν ὅλῃ ψυχῇ σου εὐλαβοῦ τὸν Κύριον καὶ τοὺς ἱερεῖς αὐτοῦ θαύμαζε. εὐσεβίης σεβίης: Η σημασία της λέξης είναι «σωστή πίστη» βλ. PGL (λήμμα εὐσέβεια, D). 55-56: 56: Συνεχίζοντας, ο Γρηγόριος, στους στίχους 55-56 κάνει άλλη μία αναφορά στην αυτάρκεια που πρέπει να χαρακτηρίζει τον άνθρωπο (πβ. στ. 1-2). Συγκεκριμένα, αναφέρεται στη ματαιότητα των επίγειων ηδονών και τιμών, αφού η ανθρώπινη σάρκα θα καταλήξει μια μέρα στο χώμα. Γι αυτό δεν θα πρέπει να ενδιαφέρεται κανείς για την πολυτέλεια της ζωής του, αλλά για την εξασφάλιση της υστεροφημίας του ονόματός του που είναι καλύτερη από χιλιάδες θησαυρούς. Ο Νικήτας παραφράζει τους στίχους αυτούς ως εξής: Πάντα σητῶν δαπάνη, πάντα σκωλήκων καθέστηκε βορά σὺ δὲ τὰ σὰ μηδ αὐτοῖς τοῖς τάφοις καταλίποις, οὐ μόνον ἐνταφιασμὸν ἀπηρνημένος πολυτελῆ, ἀλλὰ καὶ αὐτὰς ἐκτήξας τὰς σάρκας ἐγκρατείᾳ καὶ γυμνὰ παραδοὺς ὀστᾶ τῇ ταφῇ, ὡς ἂν μηδ ἐν αὐτῷ τῷ τάφῳ χαρεῖεν οἱ σῆτες ἐπί σοι τιμὴ δὲ σοι ἐξόδιος ὄνομα ἔστω ἀγαθόν αὐτὸ γὰρ σοι παραμένει, ὅτι καὶ κρεῖσσον κατὰ τὸ λόγιον ἢ χίλιοι ~ 146 ~

Ερµηνευτικό υπόµνηµα θησαυροὶ χρυσίου (Νικήτας Δαβίδ, σ. 129). Γίνεται λοιπόν αντιληπτό πως ο ίδιος προκρίνει το καλό όνομα έναντι της πολυτελούς και πλουσιοπάροχης ζωής. Για παρόμοιες αναφορές πβ. Σειράχ 41, 12: φρόντισον περὶ ὀνόματος, αὐτὸ γὰρ σοι διαμενεῖ ἢ χίλιοι μεγάλοι θησαυροὶ χρυσίου, Εκκλησιαστής 7, 2: ἀγαθὸν ὄνομα ὑπὲρ ἔλαιον ἀγαθὸν καὶ ἡμέρα τοῦ θανάτου ὑπὲρ ἡμέραν γεννέσεως αὐτοῦ, Ματθαίος 6, 19-20: Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροῦ ἐπὶ τῆς γῆς ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διορύσσουσιν καὶ κλέπτουσιν θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροῦ ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν, Λουκάς 12, 33: Ποιήσατε ἑαυτοῖς βαλλάντια μὴ παλαιούμενα, θησαυρὸν ἀνέκλειπτον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ὅπου κλέπτης οὐκ ἐγγίζει, οὐδὲ σὴς διαφθείρει, Ιάκωβος 5, 2: ὁ πλοῦτος ὑμῶν σέσηπεν, καὶ τὰ ἱμάτια ὑμῶν σητόβρωτα γέγονεν. Ο Γρηγόριος με την αναφορά του αυτή θέτει τον άνθρωπο προ των ευθυνών του με τη μορφή αιτίου και αποτελέσματος: αν δράσει αναλόγως, θα αποκομίσει και το αντίστοιχο κέρδος. ἐξοδίη ξοδίη: Ο Γρηγόριος χρησιμοποιεί το επίθετο ἐξόδιος συχνά ουσιαστικοποιημένο με τη σημασία του «θανάτου» (πβ. PGL, λήμμα ἐξόδιος) πβ. Λόγος 40.12 [εκδ. Moreschini]. 57-58: 58: Σ αυτό το δίστιχο ο Γρηγόριος προτρέπει τους πιστούς να φροντίζουν και να σέβονται τους φιλοξενούμενους και τους εγχώριους φίλους, ακόμα και αν τους έχουν κάνει κακό, αλλά πολύ περισσότερο τους νεκρούς, οι οποίοι κληροδότησαν σ αυτούς πολλά αγαθά. ξείνων: πβ. Μένανδρος Γνῶμαι 1.570: Δίκαιος ἴσθι καὶ φίλοισι καὶ ξένοις πβ. και ενότητα 4.3 της παρούσας εργασίας. ἀδρανέων νεκύων: πβ. ποίημα ΙΙ.2.1, στ. 209 [PG 37.1466] και II.1.44, στ. 5 κ.εξ. [PG 37.1349-50]. 59-60 60: Ο Γρηγόριος με παραινετικό τόνο προστάζει τους πιστούς να ανοίξουν τα πανιά της καρδιάς τους και προς τη ζωή των ουρανών. Να γίνουν μέτοχοι της θείας χάρης, να εγκαταλείψουν τα «επίγεια βάρη» και να απολαύσουν τα αγαθά της επουράνιας ζωής. ~ 147 ~

Μέρος Β δεῦρ ἄγε: πβ. Όμηρος, Ὀδύσσεια 8.145, 205. Η σύνταξη αυτή χρησιμοποιείται 5 φορές στον Γρηγόριο. κόσμον ἅπαντα: πβ. Εμπεδοκλής, απ. Β 134.4-5 [DK]: φρὴν ἱερὴ καὶ ἀθέσφατος ἔπλετο μοῦνον, φροντίσι κόσμον ἅπαντα καταΐσσουσα θοῆισιν. Ο Γρηγόριος χρησιμοποιεί τη σύνταξη αυτή 6 φορές στο έργο του. ἐς ζωὴν οὐρανίην: ο Ο Γρηγόριος με μεταφορικό λόγο προτρέπει τους Χριστιανούς «να ανοίξουν τα πανιά» προς την επουράνια ζωή, να φτάσουν δηλαδή στη θέωση πβ. το ποίημα I.2.9. στ. 114 [εκδ. Palla]: εἰς γῆν ὕψος ἔθηκεν, ἐς οὐρανὸν ἐλπὶς ἄειρε το ίδιο ποίημα, στ. 82-4: εἰ δέ τις ἐνθάδ ἐὼν Θεὸν ἔδρακεν ἢ πρὸς ἄνακτα ἔδραμε σάρκα βαρεῖαν ἐς οὐρανὸν ἔνθεν ἀείρας, τοῦτο Θεοῦ γέρας ἐστί το ποίημα Ι.1.18, στ. 65 [PG 37.485]: κεῖνον Ἐνώχ, ὃς ζωὸς ἐς οὐρανὸν ἦλθεν ἀερθείς και το ποίημα ΙΙ.1.32, στ. 54-55 [εκδ. Simelidis]: πλοῦτον, ἐϋκλείην, θώκους, γένος, ὄλβον ἄπιστον, προτροπάδην φεύγωμεν ἐς οὐρανόν [ ]. Τέλος, πβ. Όμηρος, Ἱλιὰς 24.97-9: ἀκτὴν δ ἐξαναβᾶσαι ἐς οὐρανὸν ἀϊχθήτην, εὗρον δ εὐρύοπα Κρονίδην, περὶ δ ἄλλοι ἅπαντες εἵαθ ὁμηγερέες μάκαρες θεοὶ αἰὲν ἐόντες. Επιπλέον, πβ. ΠΑ VII.529. 1 (Θεοδωρίδας) [εκδ. Beckby]: τόλμα καὶ εἰς Ἀίδαν καὶ ἐς οὐρανὸν ἄνδρα κομίζει, ΠΑ VIII.151. 1 [εκδ. Beckby]: αἰεί σοι νόος ἦεν ἐς οὐρανὸν οὐδ ἐπὶ γαίης. 61-62 62: Στο καταληκτικό δίστιχο του ποιήματος, ο Γρηγόριος προτρέπει για τελευταία φορά τους πιστούς να επιτελούν μόνο θεάρεστα έργα και να φροντίζουν πάντα για την Αγία Τριάδα (πβ. και στ. 32). πάντα: Στο στίχο αυτό διαταράσσεται για άλλη μια φορά η ακρoστιχίδα του ποιήματος (βλ. στ. 29, 33). Σύμφωνα με αυτή, ο στίχος αυτός θεωρείται μάλλον περιττός, καθώς αρκεί μια λέξη με αρχικό γράμμα το -η ώστε να σχηματιστεί η κατάληξη της τελευταίς λέξης, εὐεπίη. Ο επόμενος -και τελευταίος- στίχος παρέχει αυτή τη γραφή. θεοπρεπὲς: Το επίθετο θεοπρεπὴς έχει τη σημασία «θεάρεστος» (πβ. PGL, λήμμα θεοπρεπής). Στο σημείο αυτό του ποιήματος η λέξη συνάπτεται νοηματικά με τον όρο ἔργα και μεταφραστικά αποδίδεται ως «θεάρεστα έργα». Οι κώδικες L και Va, ωστόσο, παραδίδουν τη ~ 148 ~

Ερµηνευτικό υπόµνηµα γραφή θεοτρεφὲς αντί της γραφής θεοπρεπὲς που παραδίδει η πλειονότητα των χειρογράφων, όπως επίσης και η PG. Το επίθετο θεοτρεφὴς έχει τη σημασία «αυτού που παρέχει τροφή στους θεούς» (LSJ, λήμμα θεοτρεφής), οπότε, στο συγκεκριμένο σημείο του ποιήματος, μια τέτοια ερμηνεία δεν θα ήταν επιτυχής. ~ 149 ~

Μέρος Γ Γ. INDICES I. INDEX NOMINUM Γρηγόριος : tit. Θεός : 5, 31, 35, 36, 53 Τριάς : 32, 62 II.. INDEX VERBORUM ἀγκάζομαι : 35 ἀγκυλόω : 42 ἁγνός, -ή, -όν : 33 ἄγω : 9, 34, 59 ἀδρανής, -ές : 58 ἀειστρεφής, -ές : 26 αἴγλη, ἡ : 37 αἰσχρός, -ά, -όν : 49 ἀκαμπής, -ες :41 ἀκέστωρ, ὁ : 21 ἄκρος, -α, -ον : 20 ἄλγος, τὸ : 51, 52, ἀλιτρός, -ον : 13, 49 ἀλλότριος, -α, -ον : 29 ἅλς, ἡ : 1 ἄλυτος, -ον : 10 ἀμφίθετος, -ον: 24 ἄναγνος, -ον : 15 ἄναξ, ὁ : 5 ἄνθρωπος, ὁ : 29 ἀντιάζω : 4 ἅπας, ἅπασα, ἅπαν : 27, 42, 55, 59 ἀπέρχομαι : 11 ἀπημοσύνη, ἡ : 52 ἀπολείπω : 59 ἀραχναῖος, -α, -ον : 28 ἀργαλέος, -α, -ον : 22 ἀρετή, ἡ : 30 ἄριστος, -η, -ον : 7, 25, 42, 45, 47, 49, 61 ἀρνοῦμαι : 53 ἀρχέτυπος, -ον : 8 ~ 150 ~

Μέρος Γ ἄϋλος, -ον : 6 ἀφανδάνω : 47 *ἀφθιτόμητις, -ις : 7 ἄχθος, τὸ : 59 βαίνω : 18 βαρύς, -εῖα, -ύ : 2 βένθος, τὸ : 40 βίος, ὁ : 13, 29 βιοτός, -ή, -όν : 30 βίοτος, ὁ : 1, 33 βοάω : 31 βούλομαι : 25 βροτέος, -η, -ον : 30 βυθός, ὁ : 17 γαληνός, -ον : 44 γάμος, ὁ : 33 γενετήρ, ὁ : 53 γενέτης, ὁ : 54 γιγνώσκω : 7 γνώμη : tit., 10 γνῶσις, ἡ : 32 γυμνός, -ή, -όν : 1 δαμάζω : 51 δεξιός, -ά, -όν : 56 δέω : 33 δικαιοσύνη, ἡ : 41 δίστιχος, -ον : tit. δύομαι : 2 δυσκλεής, -ές : 48 ἐγείρω : 5 ἐγώ : 25 ἔδω : 55 εἰμί : 13, 15, 25, 40, 43, 44, 46, 47, 49 εἶμι : 2 ἔκπλυτος, -ον : 40 ἐλαφρός, -α, -ον : 9 ἐμός : 13, 23, 40 ἐξόδιος, -α, -ον : tit., 56 ἐός : 19, 45 ἐπουράνιος, -α, -ον : 32, 46 ἔργον, τὸ : 23, 26, 61 ἕρπω : 17 ἔρχομαι : 11 ἐσλθός, -ή, -ός : tit., 51 εὐεπίη, ἡ : tit., 24 εὐπαγής, -ές : 10 εὐσεβία, ἡ : 54 ἔχω : 6, 10, 14, 24, 26, 28, 38, 39, 42, 44, 50, 56 ζωή, ἡ : 60 ἦμαρ, τὸ : 9, 10 ἡμιδαπός, -ή, -όν : 57 ἥσσων, -ον : 4 θάνατος, ὁ : 3, 4 ~ 151 ~

Indices θάρσος, τὸ : 43 θάτερος, -α, -ον : 14 θεοπρεπής, -ές : 61 θεότης, ἡ : 27 θήρ, ὁ : 20 θράσος, τὸ :43 θυμός, ὁ : 38 θύος, τὸ : 15 ἴδρις : 46 ἵδρυμα, τὸ : 6 ἶσος, -ον : 13, 28, 50, ἵστημι : 12, 17, 38 ἱστίον, τὸ : 60 ἴχνιον, τὸ : 20 κακία, ἡ : 18, 19, 48, 50 κακόν, τὸ : 13, 21 κακός, -ή, -όν : 17 κάλλος, τὸ : 8 καλός, -ή, -όν : 17, 23 καρπός, ὁ : 34 κεύθω : 21 κλέος, τὸ : 48 κόρος, ὁ : 25 κόσμος, ὁ : 27, 37, 59 κοῦφος, -η, -ον : 52 κραδίη, ἡ : 6, 39 κράτος, τὸ : 43 κρυερός, -ά, -όν & -ός, -όν : 3 κυλίνδομαι : 9 λείπω : 55, 58 λείψανον, τὸ : 16 ληνός, ἡ : 34 λόγος, ὁ : 23, 30, 35, 45 μαστεύω : 20 μέγας, μεγάλη, μέγα : 35, 53 μέλω : 62 μέτρον, τὸ : 42 μνάομαι : 4 μόνος, -η, -ον : 27 μονότροπος, -ον : 37 μῦθος, ὁ : 13 νέκυς, ὁ : 16, 58 νέος, ὁ : tit. νῆμα, τὸ : 28 νηός, ὁ : 5 νηῦς, ἡ : 2 νόμιμος, -ον : 46 νόος, ὁ : 5, 33, 45 νύμφη, ἡ : 36 νωμάομαι : 43 ξεῖνος, ὁ : 57 ὅδε, ἥδε, τόδε : 29, 58, 59 ὁδός, ἡ : 17 οἴγω/οἴγνυμι : 45 ~ 152 ~

Μέρος Γ οἶδα : 54 ὄλεθρος, ὁ : 19 ὅλος, -η, -ον : 1 ὄνομα, τὸ : 56 ὁππότερος : 14 ὁράω : 19 ὅς : 19, 23, 47, 53, 58 ὅσος, -η, -ον : 33, 35 ὄσσομαι : 19 ὅστις : 7, 9, 10, 18 οὐράνιος, -α, -ον : 34, 60 οὗτος : 30 πάθος, τὸ : 21 παμφανάω : 37 παρθενικός, -ή, -όν : 36 παρίστημι : 3, 15 πᾶς, πᾶσα, πᾶν : 16, 29, 31, 36, 58, 61, 62 πατήρ, ὁ : 54 πείθω : 11 περιφείδομαι : 57 πετάννυμι : 60 πῆξις, ἡ : 26 πιστεύω : 12 πίστις, ἡ : 39 πλουτέω : 27 πολύς, πολλή, πολύ : 34 πόντος, ὁ : 2 ποῦς, ὁ : 50 προσάγω : 36 ῥέζω : 23 ῥεῦμα, τὸ : 12 σαοφροσύνη, ἡ : 44 σάρξ, ἡ : 38 σεαυτοῦ : 7 σέβω : 16 σηπεδών, ἡ : 22 σής, ὁ : 55 σός, -ή, -όν : 6, 23, 50, 55 σπεύδω : 32, 47 στάσις, ἡ : 18 σύ : 9, 18, 25, 62 σύμμαχος, -ον : 24 συνήγορος, ὁ : 49 τάμνω : 1 τάφος, ὁ : 55 τελέω : 61 τέρπω : 48 τεύχω : 7 τίθημι : 33 τιμή, ἡ : 56 τίς, τι : 41, 44 τυγχάνω : 8, 14 τυφλός, -ή, -όν : 19 ~ 153 ~

Indices ὕβρις, ἡ : 15, 39 ὑβριστής, ὁ : 25 φάος, τὸ : 20 φεύγω : 22 φίλος, -η, -ον : 40 φρόνησις, ἡ : 41 χάρις, ἡ : tit. χόανος, ὁ : 51 χρῄζω : 21 χρυσός, ὁ : 51 χρῶμα, τὸ : 39 ψυχή, ἡ : 26 III. INDEX LOCORUM Λόγω του πλήθους των πηγών που χρησιμοποιήθηκαν στην παρούσα εργασία, στον index locorum παρατίθενται συνήθως μόνο τα έργα των οποίων αποσπάσματα παρατέθηκαν και όχι εκείνα στα οποία έγινε απλή μνεία. a) Sacrae Scripturae Psalmi 39, 3 103 Proverbiae 17.3,1 100 Ecclesiastes 7, 2 147 Sirach 7, 20-31 146 7, 36 132 41, 12 147 Matthaeus 6, 19-20 147 9, 11-12 138 Lucas 12, 33 147 Acts 7, 38 144 Ad Romanos 3, 2 144 Ad Corinthios I 3, 16-17 133 6, 19 133 7 141 Ad Corinthios II 6, 16 133 ~ 154 ~

Μέρος Γ Ad Ephesios 6, 1-4 146 Iacovus 5, 2 147 5, 16 138 Petri I 5, 8 138 b) Auctores Alii Anthologia Palatina [ed. Beckby] VI, 206, 6 141 VII, 529, 1 148 VIII, 496, 5-6 132 VIII, 151, 1 148 IX 359, 1, 9-10 130 IX 360 130 XI, 321, 7 136 Anthologia Palatina (appendix) [ed. Cougny] 108, 8 134 Antisthenes [ed. Long] VI.6 139 VI.11 139 Aphthonius Progymnasmata [ed. Rabe] 64.23-65.5 90 Apollinarius Laodicenus Metaphrases in Ps. [ed. Ludwich] 31-34 42 Apollonius Rhodius Argonautica 2.215 136 3.1289 138 Aratus Phaenomena 783-787 85 Aristoteles Res Publica Atheniensium 12.2 55 Athanasius Alexandrinus Expositio in Psalmos 51-54 [PG 27.80] 142 Basilius Orationes [PG 85] VII 104.42 104 Callimachus Aetia 1.73 74 Fragmenta [ed. Pfeiffer] 85.14 136 75.68 136 Hymn. 2.2 136 Cyrillus Alexandrinus Quod unus sit Christus [ed. Aubert] IV, p. 737.21 101 Commentarium in Ioannem [ed. Pusey] II. p. 420.20 102 Dionyseus Periegetes Periegeses [ed. Τσαβαρή] 306-311 85 Empedocles Fragmenta [ed. Diels-Kranz] ~ 155 ~

Indices 134.4-5 145 Euripides Fragmenta [ed. Nauck] 855.2 146 916.67 132 Eustathius Thessalonicensis Commentarii ad Homeri Iliadem [ed. van der Valk] 1335, 29-32 84 22.482, 9-11 97 Gregorius Nazianzenus Carmina I.1.6, 115-116 [ed. Moreschini] 130 I.1.7, 91 [PG 37.445] 145 I.1.8, 104 [PG 37.454] 140 I.1.18, 65 [PG 37, 485] 148 I.2.1, 9-15 [PG 37.543A] 129-30 I.2.1, 12 [PG 37.525] 146 I.2.1, 242-43 [PG 37.697] 131 I.2.1, 602 [PG 37.568] 145 I.2.1, 530 [PG 37.562] 142 I.2.1, 575-576 [PG 37.565] 130 I.2.3, 43-44 [PG 37.636] 130 I.2.9, 114 [ed. Palla] 148 I.2.9, 82-84 [ed. Palla] 148 I.2.10, 12 [ed. Crimi] 133 I.2.10, 595 [ed. Crimi] 137 I.2.10, 744 [ed. Crimi] 137 I.2.10, 836 [ed. Crimi] 74 Ι.2.11, 1445-1474 [ed. Jungck] 31 I.2.15, 98 [PG 37.773] 134 I.2.16, 15 [PG 37.779] 140 I.2.17, 2 [ed. Simelidis] 142 I.2.17, 21-22 [ed. Simelidis] 142 I.2.17, 63 [ed. Simelidis] 140 I.2.17, 64 [ed. Simelidis] 135 I.2.29, 7, 20 [PG 37.884] 76 I.2.29, 298 [PG 37.906] 140 I.2.33, 105-107 [PG 37.935-936] 130 I.2.32, 103 [PG 37.924] 140 I.2.34, 55 [PG 37.949] 144 I.2.34, 57 [PG 37.949] 144 I.2.34, 100-101 [PG 37.952] 137 I.2.34, 135 [PG 37.955] 74 I.2.38, 4 [PG 37.967] 145 II.1.1, 5 [ed. Tuilier-Bady] 143 II.1.1, 372-373 [ed. Tuilier-Bady]132 II.1.1, 28 [ed. Tuilier-Bady] 74 II.1.12, 595 [PG 37.1209] 130 II.1.13, 38-40 [PG 37.1230] 132 II.1.13, 82 [PG 37.1234] 140 II.1.16, 21 [PG 37.1256] 129 II.1.17, 5 [PG 37.1262] 130 II.1.17, 12 [PG 37.1262] 135 II.1.19, 42 [ed. Simelidis] 142 II.1.23, 1-2 [PG 37.1282] 130 II.1.32, 54-55 [ed. Simelidis] 148 II.1.39, 34-37 [PG 37.1331-1332] 43 II.1.39, 39-40 [PG 37.1332] 129 II.1.39, 47-51 [PG 37.1332-1333] 44 II.1.39, 54-57 [PG 37.1333] 44 II.1.42, 13 [PG 37.1345] 145 II.1.43, 26 [PG 37.1348] 134 II.1.44, 5 κ.εξ. [PG 37.1349-50] 148 II.1.46, 22 [PG 37.1379] 134 II.1.50, 22-23 [PG 37.1387] 142 II.1.50, 111 [PG 37.1393] 140 II.1.50, 112 [PG 37.1393] 146 II.1.51, 30-31 [PG 37.1396] 140 II.1.68, 49 [PG 37.1413] 130 II.1.73, 1 [PG 37.153] 130 II.1.96 [PG 37.1450A] 25 II.2.1, 6 [PG 37.1455] 135 II.2.1, 153-154 [PG 37.1462] 142 II.2.1, 209 [PG 37.1466] 148 II.2.5, 73 [PG 37.1527] 144 II.2.6, 92-64 [ed. Bacci] 135 ~ 156 ~

Μέρος Γ Orationes 4.72 [ed. Bernardi] 131 4.31, 12 [ed. Bernardi] 140 24.3, 11-13 [PG 35.1173] 140 40.12 [ed. Moreschini] 147 43.60 [ed. Bernardi] 131 Epistulae 13.1 [ed. Gallay] 51 Gregorius Nyssenus Contra Eunomium [ed. Jaeger] 7.17, 6 141 De professione Christiana [ed. Jaeger] VIII, p. 140 103 Psalmorum tituli [ed. McDonouht], II.5 142 V.49, 2 141 Hesiodus Opera et Dies 152-153 132 327 56 694 144 Hesychius Lexicon [ed. Latte] α 2353 96 α 4453 99 α 567 96 α 8549.1 96 κ 3878 106 μ 352.1 99 Homerus Ilias 2.458 143 8.361 136 9.443 139 13.707 131 17.722-723 142 23.270 139 23.595 136 23.616 139 24.1-5 85 24.97-99 148 Odyssea 8.145 148 8.205 148 9.270 56 15.446 131 24.93 56 Hymn. Hom. Dem 1.16 128 Hymn. Hom. Herm. 32 128 Ioannes Chrisostomus Commentarium in sanctum Matthaeum Evangelistam [PG 57.21-472] 342-30 99 In Parabolam [PG 51.17-30] 19.45 103 Liturgia [PG 63.901-922] 912 137 Ioannes Geometres Carmina hexametrica et elegiaca [ed. van Opstall] 41 45 76 45, 134 Julius Polydefkis Onomasticon [ed. Dindorf] I. 44 105 Manuel Philes Carmina [ed. Miller] I. 26 139 II. 37 91 V. 1 91 ~ 157 ~

Indices Marcellus De Piscibus [ed. Heitsch] 44-46 132 Menandrus Gnomae 33 47 230 47 570 148 Michaelis Psellus Characteres [PG 122.901-908] 904-905 60 Nichephorus Contantinopolitanus Refutatio [ed. Featherstone] 138.3 143 Nonnus Panopolitanus Dionysiaca [ed. Francis] 6.355 138 15.3 103 21.187 138 Origenis Contra Celsum [ed. Borret] IV. 20.14 103 Exegetica in Psalmos [PG 12 1053-1684] 1660.13 100 Selecta in Job. [PG 12.1032-1049] 1037.56 104 Phocylides Gnomae 14 144 36 144 98 144 Photius Lexicon [ed. Theodoridis] α 736 96 κ 631 97 Platon Alciviades I 124b 134 Charmides 164d-165a 134 Philebus 48c-e 134 Protagoras 343b 134 Procopius Gazeus Comentarius in Isaiam prophetam [PG 1801-2716] 23.93, 22 102 Pseudo-Oppianus Cynegetica [ed. Mair] 1.492 138 Pseudo-Zonaras Lexicon [ed. Tittmann] ε 908.1 101 ε 1187.11 97 ε 1196.16 97 θ 1584.11 97 Scholia in Euripidis Hecubam [ed. Dindorf] 17 97 Scholia in Homeri Odysseam [ed. Dindorf] 24.203 97 Scholia in Sophoclis Oedipum Rem [ed. Londo] 1228-1230 97 Sibylla ~ 158 ~

Μέρος Γ Oracula [ed. Geffcken] 8.217-50 86 Solon Fragmenta [ed.west] 5.9-10 55, 140 13.27 136 Socrates Scholasticus Historica Ecclesiastica 4. 26 26 3.16, 1-5 42 Sozomenus Salaminus Historica Εcclesiastica [ed. Hansen] 6.17 26 Stobaeus Anthologion [ed. Diels-Kranz] Γ.1.172 144 ε 3527.1 101 θ 136 48 Theognis 25-26 54 31-38 53 133 59 153 140 196 59 273-278 55 321-322 57 401-402 144 415-418 58 443 59 447-452 58 498 59 584 59 758 145 998 59 1360 59 Suidae Lexicon [ed. Adler] α 851.1 96 ~ 159 ~

Indices Δ. ΕΠΙΜΕΤΡΟ ~ 160 ~