ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Πλάτωνος, Πρωταγόρας 324 Α- C Ἔνθα δή πᾶς παντί θυμοῦται καί νουθετεῖ, δῆλον ὅτι ὡς ἐξ ἐπιμελείας καί μαθήσεως κτητῆς οὔσης. Εἰ γάρ ἐθέλεις ἐννοῆσαι τό κολάζειν, ὦ Σώκρατες, τούς ἀδικοῦντας τί ποτε δύναται, αὐτό σε διδάξει ὅτι οἵ γε ἄνθρωποι ἡγοῦνται παρασκευαστόν εἶναι ἀρετήν. Οὐδείς γάρ κολάζει τούς ἀδικοῦντας πρός τούτῳ τόν νοῦν ἔχων καί τούτου ἕνεκα, ὅτι ἠδίκησεν, ὅστις μή ὥσπερ θηρίον ἀλογίστως τιμωρεῖται. ὁ δέ μετά λόγου ἐπιχειρῶν κολάζειν οὐ τοῦ παρεληλυθότος ἕνεκα ἀδικήματος τιμωρεῖται - οὐ γάρ ἄν τό γε πραχθέν ἀγένητον ἄν θείη - ἀλλά τοῦ μέλλοντος χάριν, ἵνα μή αὖθις ἀδικήσῃ μήτε αὐτός οὗτος μήτε ἄλλος ὁ τοῦτον ἰδών κολασθέντα. Καί τοιαύτην διάνοιαν ἔχων διανοεῖται παιδευτήν εἶναι ἀρετήν. ἀποτροπῆς γοῦν ἕνεκα κολάζει. Ταύτην οὖν τήν δόξαν πάντες ἔχουσιν ὅσοιπερ τιμωροῦνται καί ἰδίᾳ καί δημοσίᾳ. Τιμωροῦνται δέ καί κολάζονται οἵ τε ἄλλοι ἄνθρωποι οὕς ἄν οἴωνται ἀδικεῖν, καί οὐχ ἥκιστα Ἀθηναῖοι οἱ σοί πολῖται. ὥστε κατά τοῦτον τόν λόγον καί Ἀθηναῖοί εἰσι τῶν ἡγουμένων παρασκευαστόν εἶναι καί διδακτόν ἀρετήν. Ὡς μέν οὖν εἰκότως ἀποδέχονται οἱ σοί πολῖται καί χαλκέως καί σκυτοτόμου συμβουλεύοντος τά πολιτικά, καί ὅτι διδακτόν καί παρασκευαστόν ἡγοῦνται ἀρετήν, ἀποδέδεικταί σοι, ὦ Σώκρατες, ἱκανῶς, ὥς γέ μοι φαίνεται. ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ 1. Να μεταφραστεί το ακόλουθο απόσπασμα: «εἰ γάρ ἐθέλεις ἐννοῆσαι οἱ σοί πολῖται». μον. /10 2α. Με ποια έννοια έχει λεχθεί για το Σωκράτη η φράση πως «κατέβασε τη φιλοσοφία από τα άστρα στη γη»; 1
β.ποια λογική μέθοδο ακολούθησε ο Σωκράτης για την αναζήτηση της απόλυτης ουσίας των ηθικών εννοιών και πού κατέληγε αυτή η μέθοδος; μον. /10 3.Με βάση το παραπάνω απόσπασμα να αναπτύξετε και να αξιολογήσετε το επιχείρημα που χρησιμοποιεί ο Πρωταγόρας, για να αποδείξει το διδακτό της πολιτικής αρετής. Ποια συναισθήματα θεωρείτε ότι διακατέχουν το σοφιστή κατά την ολοκλήρωση του επιχειρήματός του; μον. /15 4.Να αξιολογήσετε την άποψη του Πρωταγόρα για το σκοπό της ποινής λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα της εποχής του και να τη συγκρίνετε με την αντίστοιχη του μωσαϊκού νόμου «ὀφθαλμόν ἀντί ὀφθαλμοῦ καί ὀδόντα ἀντί ὀδόντος». μον. /15 5.Έκδηλο, κτήμα, καθηγητής, παραλογισμός, εγχείρηση, εισιτήριο, επινόημα, επιτρεπτός, τεμάχιο, συκοφάντης : Για καθεμία από τις παραπάνω λέξεις να εντοπίσετε μία ετυμολογικώς συγγενή στο παραπάνω απόσπασμα. μον. /10 2
ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Τοιαῦτα μέν οἱ Κορίνθιοι εἶπον. Τῶν δέ Ἀθηναίων ἔτυχε γάρ πρεσβεία πρότερον ἐν τῇ Λακεδαίμονι περί ἄλλων παροῦσα, καί ὡς ᾔσθοντο τῶν λόγων, ἔδοξεν αὐτοῖς παριτητέα ἐς τούς Λακεδαιμονίους εἶναι, τῶν μέν ἐγκλημάτων πέρι μηδέν ἀπολογησομένους, ὧν αἱ πόλεις ἐνεκάλουν, δηλῶσαι δέ περί τοῦ παντός ὡς οὐ ταχέως αὐτοῖς βουλευτέον εἴη, ἀλλ' ἐν πλείονι σκεπτέον. Καί ἅμα τήν σφετέραν πόλιν ἐβούλοντο σημῆναι ὅση εἴη δύναμιν, καί ὑπόμνησιν ποιήσασθαι τοῖς τε πρεσβυτέροις ν ᾔδεσαν καί τοῖς νεωτέροις ἐξήγησιν ν ἄπειροι σαν, νομίζοντες μᾶλλον ἄν αὐτούς ἐκ τῶν λόγων πρός τό ἡσυχάζειν τραπέσθαι ἤ πρός τό πολεμεῖν. Προσελθόντες οὖν τοῖς Λακεδαιμονίοις ἔφασαν βούλεσθαι καί αὐτοί ἐς τό πλῆθος αὐτῶν εἰπεῖν, εἴ τι μή ἀποκωλύοι. ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ 1, 72 ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ 1. Να γράψετε τη μετάφραση του παραπάνω κειμένου. Μονάδες 20 2. Να γράψετε τον τύπο που ζητείται για καθεμία από τις παρακάτω λέξεις Λακεδαίμονι : την κλητική ενικού πλείονι : τη γενική του θηλυκού του πληθυντικού σφετέραν ταχέως ὑπόμνησιν παροῦσα ἐνεκάλουν στον υπερθετικό : την ονομαστική του πληθυντικού του ίδιου γένους : την αιτιατική ενικού του αρσενικού του αντίστοιχου επιθέτου στο συγκριτικό : τη δοτική ενικού : το β ενικό της οριστικής ενεστώτα : τη γενική πληθυντικού θηλυκού της μετοχής αορίστου 3
στην ίδια φωνή ᾔδεσαν : το γ πληθυντικό της οριστικής ενεστώτα Προσελθόντες : το β πληθυντικό της προστακτικής ενεστώτα ἔφασαν :την κλητική ενικού της μετοχής αρσενικού του ενεστώτα Μονάδες 10 3α. Να γίνει πλήρης συντακτική αναγνώριση των παρακάτω τύπων και φράσεων: παροῦσα, ὧν (το πρώτο του κειμένου), ἐν πλείονι, δύναμιν, τοῖς πρεσβυτέροις ( Μονάδες 5). 3β. ἔδοξεν αὐτοῖς παριτητέα ἐς τούς Λακεδαιμονίους εἶναι : Να ξαναγραφτεί η φράση με το ρηματικό επίθετο αναλυμένο με δεῖ ( στον κατάλληλο τύπο) και απαρέμφατο (Μονάδες 2). 3γ. Να εντοπιστεί ο υποθετικός λόγος του κειμένου (μον.1 ), να χαρακτηριστεί ως προς το είδος του (μον.1) και να ξαναγραφτεί σε ανεξάρτητη μορφή (μον.1) (Μονάδες 3). Μονάδες 10 4
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ 1.Αν αλήθεια θέλεις, Σωκράτη, να καταλάβεις τι τέλος πάντων σημαίνει το να τιμωρεί κανείς αυτούς που αδικούν, αυτό το ίδιο θα σε διδάξει ότι οι άνθρωποι τουλάχιστον νομίζουν πως είναι δυνατό η αρετή να αποκτηθεί. Γιατί κανένας δεν τιμωρεί αυτούς που αδικούν επειδή έχει το νου του σ αυτό και εξαιτίας αυτού, δηλαδή επειδή διέπραξε (κάποιος) ένα αδίκημα, εκτός αν κάποιος εκδικείται απερίσκεπτα, όπως ακριβώς ένα θηρίο και αυτός που επιχειρεί να τιμωρεί σύμφωνα με τη λογική δεν εκδικείται για το αδίκημα που έχει περάσει γιατί βέβαια δε θα μπορούσε να κάνει να μην έχει γίνει αυτό που έγινε αλλά για το μέλλον, δηλαδή για να μην αδικήσει ξανά ούτε αυτός ο ίδιος ούτε άλλος που είδε ότι αυτός τιμωρήθηκε. Και επειδή έχει τέτοια σκέψη πιστεύει ότι η αρετή είναι δυνατό να διδαχτεί τιμωρεί βέβαια για αποσόβηση (της διάπραξης της αδικίας). Αυτή λοιπόν τη γνώμη έχουν όλοι, όσοι ακριβώς παίρνουν εκδίκηση τιμωρώντας και στην ιδιωτική και τη δημόσια ζωή. Παίρνουν εκδίκηση και σωφρονίζουν τιμωρώντας όποιους τυχόν νομίζουν ότι αδικούν και οι άλλοι άνθρωποι και προπάντων οι Αθηναίοι οι συμπολίτες σου. 2.α.Έχει λεχθεί για το Σωκράτη πως «κατέβασε τη φιλοσοφία από τα άστρα στη γη», με την έννοια ότι, χάρη στη δική του προσωπικότητα, οι φιλόσοφοι έπαψαν να ασχολούνται τόσο με τα φυσικά φαινόμενα (που έγιναν έκτοτε αντικείμενο της επιστήμης μάλλον, παρά της φιλοσοφίας), όσο με τον ίδιο τον άνθρωπο και την κοινωνία του. Για να χρησιμοποιήσουμε δηλαδή την πολύ καλύτερη διατύπωση του Αριστοτέλη: «ἐπί Σωκράτους δέ [ ], τό ζητεῖν τά περί φύσεως ἔληξε, περί δέ τήν χρήσιμον ἀρετήν καί πολιτικήν ἀπέκλιναν οἱ φιλοσοφοῦντες» (Περί ζῴων μορίων,642a 28κ. εξ.). Η αλήθεια είναι πως με πολιτικά προβλήματα ασχολήθηκαν και οι προγενέστεροι φιλόσοφοι, ενώ ζητήματα ηθικής απασχόλησαν και το Δημόκριτο και πολλούς σοφιστές. Ο Σωκράτης όμως είναι αυτός που έστρεψε το φιλοσοφικό στοχασμό κατ αποκλειστικότητα σε τέτοια θέματα. β. Όπως λέει ο Αριστοτέλης (Μετά τα φυσικά, 1078b 27 κ.εξ.), ο δρόμος που λογικά ακολούθησε ο Σωκράτης για να αναζητήσει ακριβώς την απόλυτη ουσία των ηθικών εννοιών, ήταν η επαγωγική μέθοδος (οι ἐπακτικοί λόγοι), με σκοπό την εξαγωγή καθολικών ορισμών (το ὁρίζεσθαι καθόλου). Ξεκινώντας δηλαδή από παραδείγματα, συνήθως παρμένα από 5
την καθημερινή ζωή και εμπειρία, προσπαθούσε να οδηγήσει τη σκέψη του συνομιλητή του στην εξαγωγή καθολικών συμπερασμάτων, που να ξεπερνούν την εμπειρία και να φθάνουν σε μια απόλυτη γνώση του θέματος. Και η διαδικασία αυτή είχε επιτυχία όταν προέκυπτε τελικά ένας απόλυτος ορισμός, δηλαδή μια απόλυτη γνώση, για την αλήθεια του καλού και του κακού, της αδικίας και του δικαίου, της ομορφιάς και της ασχήμιας, της σωφροσύνης και της άνοιας, του θάρρους και της δειλίας, της ορθής διακυβέρνησης και της δεσποτείας. Έτσι ο άνθρωπος που ισχυριζόταν πως το μόνο πράγμα που γνωρίζει είναι η ίδια του η άγνοια, σημάδεψε οριστικά την πορεία της φιλοσοφίας υποδεικνύοντας πως η λογική σκέψη και όχι οι αισθήσεις είναι ο μοναδικός οδηγός προς την αλήθεια, προς το καθολικό και το αιώνιο. 3.Ο Πρωταγόρας, στην προσπάθειά του να αποδείξει στο Σωκράτη το διδακτό της πολιτικής αρετής, προσθέτει ένα ακόμη επιχείρημα βασισμένο στην ύπαρξη και το ρόλο των ποινών. Ειδικότερα, αναφέρει ότι η χρήση της ποινής ως μέσου σωφρονισμού και παραδειγματισμού και όχι ως μέσου καταστολής και εκδίκησης αποδεικνύει ακριβώς τον παιδευτικό της χαρακτήρα και τη συμβολή της στην απόκτηση της πολιτικής αρετής. Επεκτείνοντας τη σκέψη του, αναφέρει ότι και στον ιδιωτικό και στο δημόσιο βίο αυτός είναι ο σκοπός της ποινής («Ταύτην οὖν τήν δόξαν πάντες ἔχουσιν ὅσοιπερ τιμωροῦνται καί ἰδίᾳ καί δημοσίᾳ»), κάτι το οποίο ενισχύεται και από την αναφορά που κάνει ο ίδιος στη στάση των Αθηναίων, των συμπολιτών του Σωκράτη. Θεωρεί λοιπόν, ότι αυτή η άποψη περί ποινής δεν είναι μόνο δική του, αλλά βρίσκει σύμφωνους και τους Αθηναίους πολίτες οι οποίοι, ως γνωστόν, χαίρουν της ιδιαίτερης εκτίμησης του Πρωταγόρα. Γεμάτος σιγουριά και αυτοπεποίθηση ο σοφιστής καταλήγει στο συμπέρασμα ότι έχει αντικρούσει σε ικανοποιητικό βαθμό το πρώτο επιχείρημα του Σωκράτη σχετικά με το αν διδάσκεται ή όχι η πολιτική αρετή. Η αυταρέσκειά του βέβαια αυτή, που προκύπτει από το αίσθημα δικαίωσης και επιτυχίας που τον διακατέχει, μετριάζεται με την παραβολική πρόταση ὥς γέ μοι φαίνεται. Παρά το γεγονός ότι ο Πρωταγόρας καταλήγει στο συμπέρασμά του πιστεύοντας με βεβαιότητα ότι έχει πείσει, το επιχείρημά του παρουσιάζει αδυναμίες και δεν μπορεί να θεωρηθεί ισχυρό. Αυτό οφείλεται στο ότι η απόδειξη του Πρωταγόρα, η οποία βασίζεται στο διττό στόχο της έλλογης 6
τιμωρίας: α) ο σωφρονισμός αδικήσαντος («ἵνα μή αὖθις αὐτός οὗτος») ώστε να μην επαναλάβει στο μέλλον το ίδιο αδίκημα ή κάποιο άλλο και β) ο παραδειγματισμός των υπολοίπων («μήτε ἄλλος κολασθέντα») είναι μια αυθαίρετη αρχή. Η θέση δηλαδή του Αβδηρίτη ότι η ποινή επιβάλλεται ορθολογικά μόνο για σωφρονισμό και παραδειγματισμό και ότι οι άνθρωποι δεν τιμωρούν με σκοπό να εκδικηθούν, δεν ήταν απόλυτα παραδεκτή, σε μια εποχή ιδίως που η τιμωρία αποτελούσε μέσο εκδίκησης και καταστολής. Συνακόλουθα και η γενίκευση του συμπεράσματός του («ὥστε κατά τοῦτον τον λόγον Ἀθηναῖοί εἰσι παρασκευαστόν καί διδακτόν ἀρετήν») δε στηρίζεται σε ισχυρό αποδεικτικό υλικό. Έτσι λοιπόν προκύπτει ότι ο Πρωταγόρας επιστρατεύει το γνωστό σόφισμα "λῆψις τοῦ αἰτουμένου", κατά το οποίο χρησιμοποιείται για αποδεικτικό στοιχείο κάτι που το ίδιο χρειάζεται απόδειξη. Με αυτόν τον τρόπο το επιχείρημά του αποδυναμώνεται και δεν είναι ούτε έγκυρο ούτε αληθές. 4. Ο στοχαστής Πρωταγόρας του 5 ου αιώνα π.χ. καταθέτει στο παραπάνω απόσπασμα την άποψή του σχετικά με το νόημα και το σκοπό της ποινής. Συγκεκριμένα, στο χωρίο «Οὐδείς γάρ κολάζει ἀλογίστως τιμωρεῖται» απορρίπτει τον κατασταλτικό χαρακτήρα της τιμωρίας, καθώς θεωρεί ότι η εκδίκηση είναι πράξη που ταιριάζει στα θηρία τα οποία στερούνται λογικής. Αντίθετα, ο ίδιος υποστηρίζει ότι μια έλλογη τιμωρία οφείλει να είναι προσανατολισμένη σε δύο κατευθύνσεις αφενός να στοχεύει στο σωφρονισμό αυτού που διέπραξε το αδίκημα («ἵνα μή αὖθις ἀδικήσῃ μήτε αὐτός οὗτος») και αφετέρου στον παραδειγματισμό των υπολοίπων μελών του κοινωνικού συνόλου («μήτε ἄλλος ὁ τοῦτον ἰδών κολασθέντα»). Εξάλλου, η επιλογή των ρηματικών τύπων τιμωρεῖται - κολασθέντα υποδηλώνει την εννοιολογική διαφορά ανάμεσά τους, όπως αυτή έχει οριστεί από τον Αριστοτέλη στη Ρητορική του πιο συγκεκριμένα το ρήμα κολάζω αποβλέπει στην τιμωρία του αδικήσαντος, ενώ το τιμωροῦμαι στην ικανοποίηση του αδικηθέντος. Επομένως, γίνεται αντιληπτό ότι ο σκοπός της επιβολής της ποινής δεν είναι συνδεδεμένος με το παρελθόν αλλά με το μέλλον («ἀλλά τοῦ μέλλοντος χάριν»). Άλλωστε, το παρεληλυθός αδίκημα δεν είναι δυνατό να αναιρεθεί σε καμία περίπτωση, καθώς οὐκ ἄν τό πραχθέν ἀγένητον θείη, σύμφωνα με την αρχαία παροιμιακή έκφραση. 7
Πρωτοποριακή λοιπόν για την εποχή της, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η άποψη του στοχαστή σύμφωνα με την παραπάνω ανάπτυξη σε μια κοινωνία στην οποία η ποινή είχε κατεξοχήν εκδικητικό χαρακτήρα, ο Πρωταγόρας πραγματικά εντυπωσιάζει με τις ρηξικέλευθες θέσεις του περί ποινής οι οποίες αποτέλεσαν θεμέλιο πάνω στο οποίο οικοδομήθηκαν οι αντίστοιχες απόψεις του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού που ακούστηκαν αιώνες αργότερα. Απέναντι στην άποψη του Πρωταγόρα στέκεται ο μωσαϊκός νόμος ο οποίος υπεραμύνεται του κατασταλτικού χαρακτήρα της ποινής και την παρουσιάζει ως πράξη ανταπόδοσης με σκοπό την προσωπική ικανοποίηση. Μια τέτοια όμως αντιμετώπιση του αδικήματος είναι κοντόφθαλμη και χαρακτηρίζεται από στενότητα πνεύματος, κάτι που έχει τις ρίζες του στην έλλειψη παιδείας. Ενώ, ο Πρωταγόρας προτείνει την επιβολή της ποινής με τα μάτια στραμμένα στο μέλλον, δίχως ίχνος εκδικητικότητας. 6. δῆλον, κτητῆς, ἡγοῦνται, ἀλογίστως, ἐπιχειρῶν, παρεληλυθότος, διάνοιαν, ἀποτροπῆς, σκυτοτόμου, φαίνεται. 8
ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Τέτοια λόγια λοιπόν είπαν οι Κορίνθιοι. Έτυχε όμως να βρίσκεται στη Σπάρτη πρεσβεία των Αθηναίων προηγουμένως για άλλες υποθέσεις, και όταν έμαθαν (αυτοί που την αποτελούσαν) τα λόγια (που είχαν ειπωθεί), θεώρησαν ότι έπρεπε να παρουσιασθούν ενώπιον των Σπαρτιατών, όχι με σκοπό να απολογηθούν για καμία από τις κατηγορίες, τις οποίες διατύπωναν οι πόλεις, αλλά με σκοπό να καταστήσουν φανερό γενικά ότι (οι Σπαρτιάτες) έπρεπε να μην αποφασίσουν εσπευσμένα, αλλά να σκεφθούν για περισσότερο χρονικό διάστημα. Και ήθελαν συγχρόνως να δείξουν πόσο μεγάλη ήταν σε δύναμη η δική τους πόλη και να υπενθυμίσουν απ τη μια στους γεροντότερους όσα γνώριζαν και να διηγηθούν απ την άλλη στους νεωτέρους όσα δε γνώριζαν, διότι νόμιζαν ότι εξαιτίας των λεγομένων τους αυτοί (:οι Σπαρτιάτες) θα τρέπονταν περισσότερο προς την ειρήνη παρά προς τον πόλεμο. Αφού παρουσιάστηκαν λοιπόν στους Σπαρτιάτες ( :στους εφόρους των Σπαρτιατών) είπαν ότι επιθυμούσαν και οι ίδιοι να μιλήσουν προς τον λαό αυτών, εάν δεν υπήρχε κάποιο εμπόδιο. 2. Λακεδαῑμον πλείστων σφέτεραι θάττονα και θάττω ὑπομνήσει πάρει ἐγκαλεσασῶν ἴσασι πρόσιτε φάσκων 3α. Παροῦσα: Κατηγορηματική μετοχή από το ρήμα ἔτυχε, αναφέρεται στο υποκείμενο του ρήματος εξάρτησης, πρεσβεία. ὧν: αντικείμενο καθ έλξιν στο ρήμα ἐνεκάλουν, αντί ἅ. ἐν πλείονι: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στο σκεπτέον (εἴη) δύναμιν: αιτιατική ως επιρρηματικός προσδιορισμός της αναφοράς στο εἴη τοῖς πρεσβυτέροις: ετερόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός, δοτική αντικειμενική στο ὑπόμνησιν ή έμμεσο αντικείμενο στην περίφραση ὑπόμνησιν ποιήσασθαι. 9
3β ἔδοξεν αὐτοῖς δεῖν παρελθεῖν ἐς τούς Λακεδαιμονίους. 3γ Υπόθεση.: εἴ τι μή ἀποκωλύοι Απόδοση. :βούλεσθαι καί αὐτοί ἐς τό πλῆθος αὐτῶν εἰπεῖν Ο υποθετικός λόγος δηλώνει το πραγματικό. Ανεξάρτητη μορφή υποθετικού λόγου: Εἴ τι μή ἀποκωλύει, βουλόμεθα καί ἡμεῖς ἐς τό πλῆθος ὑμῶν εἰπεῖν. 10