Νομολογία 1202/2003 ΣτΕ Υπόθεση επιδόματος ειδικών συνθηκών Σχολιασμός:Νικολαϊδου Ελένη Αριθμός 1202/2003 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΣΤ «1. Επειδή, με την υπό κρίση έφεση, για την άσκηση της οποίας έχουν καταβληθεί τα νόμιμα τέλη και το παράβολο, (υπ αριθμ. 9749533/2000 διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Ενσήμων και Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών και υπ αριθμ. 1727748/2000 ειδικό έντυπο παραβόλου), ζητείται η εξαφάνιση της υπ αριθμ. 585/1999 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως των εκκαλούντων κατά της υπ αριθμ. 22732/2.9.1997 πράξης του προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Υποστήριξης και Επιθεώρησης του Υπουργείου Γεωργίας, με την οποία είχε απορριφθεί αίτημα των εκκαλούντων σωματείων περί καταβολής στα μέλη τους, (δασολόγους, δασοφύλακες και δασοπυροσβέστες, μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους), του επιδόματος ειδικών συνθηκών εργασίας (άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 2342/1995). 2. Επειδή, η κρινόμενη έφεση, η οποία υπογράφεται μόνο από δικηγόρο, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη κατά το μέρος που ασκείται από το σωματείο με την επωνυμία «Σύλλογος Μονίμων Υπαλλήλων Δασοπυροσβεστών», το Γεώργιο Παπαδιά, τον Παγκράτη Ματσίκα και τον Παναγιώτη Τσιλιμίγκρα, σύμφωνα με το άρθρο 27 του π.δ. 18/1989 (Α 8), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 παρ. 2 του ν. 2479/1997, (Α 67), δεδομένου ότι αυτοί δεν παρέστησαν με πληρεξούσιο δικηγόρο κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο ούτε εμφανίσθηκαν για να δηλώσουν ότι εγκρίνουν την άσκηση της αιτήσεως, ενώ, εξάλλου, δεν προσκομίσθηκε μέχρι και την επ ακροατηρίου συζήτηση συμβολαιογραφική πράξη περί παροχής πληρεξουσιότητας για τη νομιμοποίηση του δικηγόρου που υπογράφει το δικόγραφο της εφέσεως. 3. Επειδή, με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 του ν. 2342/1995, με τίτλο «Ενεργητική προστασία της γεωργικής, κτηνοτροφικής και αλιευτικής παραγωγής και άλλες διατάξεις», (Α 208), είχε χορηγηθεί στους μόνιμους και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου δασικούς υπαλλήλους και οδηγούς οχημάτων των δασικών υπηρεσιών, που απασχολούνται με τη δασοπροστασία της χώρας, επίδομα ειδικών συνθηκών, το ύψος του οποίου είχε καθορισθεί σε 60.000 δραχμές μηνιαίως με την 33609/5.12.1995 κοινή απόφαση των Υπουργών Γεωργίας και Οικονομικών, (Β 1007/7.12.1995), που εκδόθηκε κατ εξουσιοδότηση της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 8 παρ. 1 του ν. 2342/1995. Ακολούθως, με την εκδοθείσα βάσει της ίδιας εξουσιοδοτικής διάταξης 2051814/8267/0022/23.8.1996 κοινή απόφαση των Υπουργών Γεωργίας και Οικονομικών, (Β 815/4.9.1996), το επίδομα αυτό επανακαθορίσθηκε στο ποσό των 50.000 δραχμών μηνιαίως. Στη συνέχεια, με το άρθρο 10 του ν. 2470/1997, «Αναμόρφωση μισθολογίου προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης και άλλες διατάξεις», (Α 40), ορίσθηκε ότι: «1. Διατηρούνται στο ύψος που έχουν διαμορφωθεί κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος και τα εξής επιδόματα και παροχές: α) Επιδόματα ανθυγιεινής, επικίνδυνης και ειδικών συνθηκών εργασίας του π.δ/τος 904/1978, (ΦΕΚ 217 Α ), των παραγράφων 4, 5, 6 και 10 του άρθρου 2 του ν. 1160/1981 (ΦΕΚ 147 Α ), της με αριθμό 55825/5.6.1989 κοινής απόφασης των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ 440 Β ), της με αριθμό 2011128/1253/0022/12.2.1990 όμοιας των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Οικονομικών και Εργασίας (ΦΕΚ 101 Β ), η κατ αποκοπή μηνιαία αποζημίωση της παραγράφου 19 του άρθρου 16 του ν. 2298/1995 (ΦΕΚ 162 Α ) μετονομαζόμενη σε πάγια μηνιαία αποζημίωση για τη δικαστηριακή απασχόληση και την έκδοση πράξεων μεταγραφών και πιστοποιητικών εν γένει και για εργασίες χρηματοδότησης δικαστικών υπηρεσιών, καθώς και άλλων διατάξεων που ισχύουν κατά την 31.12.1996, με εξαίρεση: αα. Τα προβλεπόμενα για το προσωπικό των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 8 του παρόντος και ββ) το επίδομα της
παραγράφου 1 του άρθρου 8 του ν. 2342/1995, (ΦΕΚ 208 Α ) το οποίο εμπίπτει στις ρυθμίσεις του άρθρου 13 του παρόντος. 4. Πέραν των ως άνω διατηρούμενων επιδομάτων και παροχών, όλα τα λοιπά επιδόματα, αμοιβές και αποζημιώσεις που καταβάλλονται στους υπαλλήλους, που εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος, κατά την έναρξη ισχύος του, με οποιαδήποτε ονομασία και από οποιαδήποτε πηγή, περιλαμβανομένων και εκείνων που χορηγήθηκαν με μορφή κινήτρου παραγωγικότητας ή αποδοτικότητας, καθώς και παροχές για κίνητρο προσέλκυσης και παραμονής καταργούνται, εφόσον δεν προβλέπεται ρητά η χορήγησή τους από τις διατάξεις του παρόντος». Εξάλλου, με τις διατάξεις των παρ. 7 και 8 του άρθρου 8 του ως άνω νόμου προβλέπεται η χορήγηση «νοσοκομειακού επιδόματος» για το προσωπικό των νοσοκομείων και θεραπευτηρίων, καθώς και του Εθνικού Κέντρου μεσης Βοήθειας (Ε.Κ.Α.Β.) και «επιδόματος ειδικής απασχόλησης» για το προσωπικό των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, (Ο.Τ.Α.). Περαιτέρω, στο άρθρο 13 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι: «1. Για την αύξηση της αποδοτικότητας των υπαλλήλων, την ενίσχυση της προσαρμογής στις νέες τεχνολογίες και απαιτήσεις, τη βελτίωση της εξυπηρέτησης του πολίτη, καθώς και για την πρόσθετη αυτών εργασία προς αντιμετώπιση αυξημένων υπηρεσιακών αναγκών, χορηγείται μηνιαίως χρηματικό ποσό ως κίνητρο απόδοσης, οριζόμενο κατά κατηγορία υπαλλήλων ως εξής: α) Κατηγορία Υ.Ε. τριάντα οκτώ χιλιάδες (38.000) δραχμές. β) Κατηγορία Δ.Ε. σαράντα οκτώ χιλιάδες (48.000) δραχμές. γ) Κατηγορία Τ.Ε. ή Π.Ε., χωρίς πτυχίο ανώτερης ή ανώτατης σχολής, πενήντα τρεις χιλιάδες (53.000) δραχμές. δ) Κατηγορία Τ.Ε. με πτυχίο Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος (Τ.Ε.Ι.) ή ισότιμο, πενήντα οκτώ χιλιάδες (58.000) δραχμές. ε) Κατηγορία Π.Ε. με πτυχίο Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος (Α.Ε.Ι.) ή ισότιμο, καθώς και εκπαιδευτικοί λειτουργοί, εξήντα οκτώ χιλιάδες (68.000) δραχμές. 2. Κριτήρια για τη χορήγηση του ανωτέρω κινήτρου είναι η ποιοτική και ποσοτική απόδοση του υπαλλήλου, η μη αξιολόγησή του με δυσμενή βαθμό, καθώς και ο βαθμός του ενδιαφέροντός του για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη εξυπηρέτηση των πολιτών.». 4. Επειδή, με τη διάταξη της παραγρ. 1 του άρθρου 4 του Συντάγματος καθιερώνεται η αρχή της ισότητας η οποία αποτελεί νομικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων που τελούν κάτω από τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας και, ειδικότερα, τόσο τον κοινό νομοθέτη, όσο και την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση, η παράβασή του δε ελέγχεται από τα δικαστήρια μέσα στον κύκλο της δικαιοδοσίας των. Κατά τον έλεγχο αυτό, που είναι έλεγχος ορίων και όχι έλεγχος των κατ` αρχήν επιλογών ή του ουσιαστικού περιεχομένου των νομικών κανόνων, ο κοινός νομοθέτης ή η κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση δύναται να ρυθμίσει κατά ενιαίο ή διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις ή σχέσεις, λαμβανομένων υπόψη των υφισταμένων κοινωνικών, οικονομικών, επαγγελματικών ή άλλων συνθηκών, που συνδέονται με τις υπό ρύθμιση καταστάσεις ή σχέσεις, επί τη βάσει δε γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων να προβαίνει στη σχετική ρύθμιση μέσα στα όρια της αρχής της ισότητας, που αποκλείουν τόσο την έκδηλη άνιση μεταχείριση είτε υπό την μορφή χαριστικού μέτρου ή προνομίου, μη συνδεομένου προς αξιολογικά κριτήρια είτε υπό τη μορφή επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση καταστάσεων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες ή αντιθέτως, τη διαφορετική μεταχείριση των αυτών ή παρομοίων καταστάσεων, (βλ. Σ.Ε. 2495/2000 επταμ., 3587/1997, 1519/1995 κ.α.). 5. Επειδή, με το ν. 2470/1997 αναμορφώθηκε το μισθολόγιο των μόνιμων και δόκιμων υπαλλήλων του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, με εξαίρεση τις κατηγορίες προσωπικού που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 1 του νόμου αυτού, ήτοι το διδακτικό προσωπικό των ανώτατων και τεχνολογικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, (Α.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι.), το κύριο προσωπικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, τους υπαλλήλους του διπλωματικού κλάδου του Υπουργείου Εξωτερικών, καθώς και της Ειδικής Νομικής Υπηρεσίας και της Ειδικής Νομικής Υπηρεσίας Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων του ίδιου υπουργείου, τους γιατρούς του Εθνικού Συστήματος Υγείας, (Ε.Σ.Υ.) και κατηγορίες πολιτικών υπαλλήλων μη εμπίπτουσες ευθέως στις διατάξεις του ν. 1505/1984, όπως
τροποποιήθηκαν με το ν. 1810/1988. Με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 1 περ. α του νόμου αυτού διατηρήθηκαν, στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί κατά την έναρξη της ισχύος του, (1.1.1997), τα επιδόματα ανθυγιεινής, επικίνδυνης και ειδικών συνθηκών εργασίας των υπαγόμενων στο νόμο αυτό υπαλλήλων που μνημονεύονται ειδικά στις διατάξεις αυτές, καθώς και όσα προβλέπονταν από άλλες διατάξεις που ίσχυαν στις 31.12.1996. Περαιτέρω, με τις διατάξεις της υποπερ. αα της περ. α της παρ. 1 του άρθρου 10 του ανωτέρω νόμου εξαιρέθηκαν από τη διατήρηση τα επιδόματα ανθυγιεινής, επικίνδυνης και ειδικών συνθηκών εργασίας που προβλέπονταν για το προσωπικό των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 8 του ίδιου νόμου, ήτοι για το προσωπικό των νοσοκομείων και θεραπευτηρίων, καθώς και του Εθνικού Κέντρου μεσης Βοήθειας, (Ε.Κ.Α.Β.), αφενός και των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, (Ο.Τ.Α.), αφετέρου, για το οποίο, με τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 7 και 8 του ν. 2470/1997, θεσπίζονται νέα επιδόματα, ήτοι το νοσοκομειακό επίδομα για το προσωπικό των νοσοκομείων και θεραπευτηρίων, καθώς και του Εθνικού Κέντρου μεσης Βοήθειας και το επίδομα ειδικής απασχόλησης για το προσωπικό των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Εξάλλου, με τις διατάξεις της υποπερ. ββ της περ. α της παρ. 1 του άρθρου 10 του ίδιου νόμου εξαιρέθηκε το επίδομα ειδικών συνθηκών των δασικών υπαλλήλων που προβλέπεται στο άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 2342/1995 από τα διατηρούμενα, κατά τα ανωτέρω, επιδόματα ανθυγιεινής, επικίνδυνης και ειδικών συνθηκών εργασίας, ως εκ του ότι εμπίπτει στις ρυθμίσεις του άρθρου 13 του ν. 2470/1997, με τις οποίες θεσπίζεται κίνητρο απόδοσης, το οποίο χορηγείται σε όλους τους υπαλλήλους οι οποίοι υπάγονται στις διατάξεις του ν. 2470/1997, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις για τη χορήγησή του που ορίζονται στις διατάξεις αυτές. Με τα δεδομένα όμως αυτά, η εξαίρεση, με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 περ. α υποπερ. ββ του ν. 2470/1997, από τα διατηρούμενα μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού επιδόματα ανθυγιεινής, επικίνδυνης και ειδικών συνθηκών εργασίας του επιδόματος ειδικών συνθηκών των δασικών υπαλλήλων, που προβλέπεται στο άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 2342/1995, συνιστά άνιση μεταχείριση αυτών έναντι των λοιπών υπαλλήλων του δημοσίου και νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, για τους οποίους διατηρήθηκαν τα αντίστοιχα επιδόματα ή καταργήθηκαν αλλά με ταυτόχρονη θέσπιση νέων ειδικών γι αυτούς επιδομάτων, δεν υπάρχει δε λόγος που να δικαιολογεί τη μη διατήρηση του ως άνω επιδόματος ειδικών συνθηκών των δασικών υπαλλήλων, δεδομένου ότι ναι μεν αναφέρεται στο άρθρο 10 παρ. 1 περ. α υποπερ. ββ του ν. 2470/1997 ότι το επίδομα αυτό εμπίπτει στις ρυθμίσεις του άρθρου 13 του νόμου αυτού, όμως το θεσπιζόμενο με τις ρυθμίσεις αυτές κίνητρο απόδοσης χορηγείται σε όλους τους υπαλλήλους οι οποίοι υπάγονται στις διατάξεις του ν. 2470/1997, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις για τη χορήγησή του που ορίζονται στο ίδιο άρθρο και συνεπώς, δεν αφορά ειδικά τους δασικούς υπαλλήλους, ώστε να θεωρηθεί ότι αντικαθιστά το καταργούμενο, κατά τα ανωτέρω, επίδομα ειδικών συνθηκών των υπαλλήλων αυτών. Συνεπώς, η διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 περ. α υποπερ. ββ του ν. 2470/1997, που εξαιρεί από τη διατήρηση, μετά την έναρξη της ισχύος του ν. 2470/1997, το επίδομα ειδικών συνθηκών των δασικών υπαλλήλων, που προβλέπεται στο άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 2342/1995, αντίκειται στην θεσπιζόμενη με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας. 6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με την υπ αριθμ. 22732/2.9.1997 πράξη του προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Υποστήριξης και Επιθεώρησης του Υπουργείου Γεωργίας απορρίφθηκε αίτηση που είχε υποβληθεί στις 18.7.1997, μεταξύ άλλων και από τα εκκαλούντα σωματεία «Πανελλήνια Ένωση Δασολόγων Δημοσίων Υπαλλήλων», «Πανελλήνια Ομοσπονδία Δασοφυλάκων Δημοσίων Υπαλλήλων» και «Ένωση Μονίμων Δασοφυλάκων Β Ελλάδας», που είναι συνδικαλιστικές οργανώσεις δασολόγων και δασοφυλάκων μόνιμων δημοσίων υπαλλήλων, για καταβολή στα μέλη τους του επιδόματος ειδικών συνθηκών, το οποίο ελάμβαναν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 του ν. 2342/1995, με την αιτιολογία ότι «σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 1 περ. α υποπερ. ββ του Ν. 2470/1997, το επίδομα ειδικών συνθηκών εργασίας των δασικών υπαλλήλων και των οδηγών δασικών υπηρεσιών, που ασχολούνται με τη δασοπροστασία της χώρας εξαιρείται από τα διατηρούμενα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 10 του ιδίου ως άνω Νόμου 2470/97 και εμπίπτει στις ρυθμίσεις του άρθρου 13 του εν λόγω Νόμου». Το Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι η απόρριψη του ως άνω αιτήματος των ήδη εκκαλούντων σωματείων ήταν νόμιμη, διότι το επίδικο επίδομα
ειδικών συνθηκών εργασίας των δασικών υπαλλήλων καταργήθηκε ρητά με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 περ. α υποπερ. ββ του ν. 2470/1997 και δεν εξαιρέθηκε από τα διατηρούμενα επιδόματα άλλων κατηγοριών υπαλλήλων, οι δε δασικοί υπάλληλοι υπάγονται πλέον στις ρυθμίσεις του άρθρου 13 του νόμου αυτού, σύμφωνα με τις οποίες τους χορηγείται χρηματικό ποσό ανάλογο με την κατηγορία στην οποία υπάγονται ως κίνητρο απόδοσης. Ακολούθως, με την εκκαλούμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι η ως άνω διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 περ. α υποπερ. ββ του ν. 2470/1997 δεν αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 4 του Συντάγματος, ενόψει του ότι διατηρούνται επιδόματα ειδικών συνθηκών άλλων κατηγοριών υπαλλήλων, όπως τα επιδόματα ανθυγιεινής, επικίνδυνης και ειδικών συνθηκών εργασίας του π.δ. 904/1978, της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, του Εθνικού Τυπογραφείου, της Υ.Π.Α., των εποπτών δημόσιας υγείας κ.λ.π., διότι το άρθρο 4 του Συντάγματος αποτελεί νομικό κανόνα ο οποίος επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων τα οποία βρίσκονται κάτω από τις ίδιες συνθήκες, στην προκειμένη δε περίπτωση, η διαφορετική αντιμετώπιση εκ μέρους του νομοθέτη δικαιολογείται από τη διαφορά της φύσης των εν λόγω κατηγοριών υπαλλήλων. Με τις σκέψεις αυτές το Διοικητικό Εφετείο απέρριψε την αίτηση ακυρώσεως των εκκαλούντων. Η κρίση όμως αυτή δεν αιτιολογείται νομίμως, σύμφωνα με τα εκτεθέντα. 7. Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 100 του Συντάγματος, την οποία προσέθεσε το από 6.4.2001 ψήφισμα της Ζ Αναθεωρητικής Βουλής (Α 84/17.4.2001), όταν Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίνει διάταξη τυπικού νόμου ως αντισυνταγματική παραπέμπει υποχρεωτικά το ζήτημα στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, εκτός αν αυτό έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση της Ολομέλειας ή του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 100 του Συντάγματος. Συνεπώς, το ζήτημα της αντιθέσεως του άρθρου 10 παρ. 1 περ. α υποπερ. ββ του ν. 2470/1997 προς τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος), πρέπει να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι δεν έχει κριθεί με προηγούμενη απόφασή της ούτε με απόφαση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου. Τέλος, εισηγητής προς ανάπτυξη του ζητήματος ενώπιον της Ολομελείας πρέπει να ορισθεί ο Σύμβουλος Σταύρος Χαραλάμπους, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 περ. β του π.δ. 18/1989. Δ ι ά τ α ύ τ α Απορρίπτει την έφεση ως προς το σωματείο με την επωνυμία «Σύλλογος Μονίμων Υπαλλήλων Δασοπυροσβεστών», το Γεώργιο Παπαδιά, τον Παγκράτη Ματσίκα και τον Παναγιώτη Τσιλιμίγκρα, κατά το σκεπτικό. Επιβάλλει σε βάρος αυτών ως δικαστική δαπάνη του Δημοσίου το ποσό των τριακοσίων ογδόντα (380) ευρώ. Αναβάλλει κατά τα λοιπά την έκδοση οριστικής αποφάσεως. Παραπέμπει στην Ολομέλεια το ζήτημα της συνταγματικότητας του άρθρου 10 παρ. 1 περ. α υποπερ. ββ του ν. 2470/1997» Περίληψη: Με πράξη του προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Υποστήριξης και Επιθεώρησης του Υπουργείου Γεωργίας απορρίφθηκε αίτηση των εκκαλούντων σωματείων που είναι συνδικαλιστικές οργανώσεις δασολόγων και δασοφυλάκων μόνιμων δημοσίων υπαλλήλων, για καταβολή στα μέλη τους του επιδόματος ειδικών συνθηκών, το οποίο ελάμβαναν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 του ν. 2342/1995, με την αιτιολογία ότι «σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 1 περ. α υποπερ. ββ του Ν. 2470/1997, το επίδομα ειδικών συνθηκών εργασίας των δασικών υπαλλήλων και των οδηγών δασικών υπηρεσιών, που ασχολούνται με τη δασοπροστασία της χώρας εξαιρείται από τα διατηρούμενα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 10 του ιδίου ως άνω Νόμου 2470/97 και εμπίπτει στις ρυθμίσεις του άρθρου 13 του εν λόγω Νόμου». Το Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι η απόρριψη του ως άνω αιτήματος των ήδη εκκαλούντων σωματείων ήταν νόμιμη, διότι το επίδικο επίδομα ειδικών συνθηκών εργασίας των δασικών υπαλλήλων καταργήθηκε ρητά με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 περ. α υποπερ. ββ του ν. 2470/1997 και δεν εξαιρέθηκε από τα διατηρούμενα επιδόματα άλλων κατηγοριών υπαλλήλων, οι δε δασικοί υπάλληλοι υπάγονται πλέον στις ρυθμίσεις του άρθρου 13 του νόμου αυτού, σύμφωνα με τις οποίες τους χορηγείται χρηματικό ποσό ανάλογο με την κατηγορία στην οποία υπάγονται ως κίνητρο απόδοσης. Το Συμβούλιο της Επικρατείας,
έκρινε ότι η εξαίρεση με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 περ. α υποπερ. ββ του ν. 2470/1997, από τα διατηρούμενα μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού επιδόματα ανθυγιεινής, επικίνδυνης και ειδικών συνθηκών εργασίας του επιδόματος ειδικών συνθηκών των δασικών υπαλλήλων, που προβλέπεται στο άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 2342/1995, συνιστά άνιση μεταχείριση αυτών έναντι των λοιπών υπαλλήλων του δημοσίου και νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, για τους οποίους διατηρήθηκαν τα αντίστοιχα επιδόματα ή καταργήθηκαν αλλά με ταυτόχρονη θέσπιση νέων ειδικών γι αυτούς επιδομάτων, δεν υπάρχει δε λόγος που να δικαιολογεί τη μη διατήρηση του ως άνω επιδόματος ειδικών συνθηκών των δασικών υπαλλήλων, δεδομένου ότι ναι μεν αναφέρεται στο άρθρο 10 παρ. 1 περ. α υποπερ. ββ του ν. 2470/1997 ότι το επίδομα αυτό εμπίπτει στις ρυθμίσεις του άρθρου 13 του νόμου αυτού, όμως το θεσπιζόμενο με τις ρυθμίσεις αυτές κίνητρο απόδοσης χορηγείται σε όλους τους υπαλλήλους οι οποίοι υπάγονται στις διατάξεις του ν. 2470/1997, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις για τη χορήγησή του που ορίζονται στο ίδιο άρθρο και συνεπώς, δεν αφορά ειδικά τους δασικούς υπαλλήλους, ώστε να θεωρηθεί ότι αντικαθιστά το καταργούμενο, κατά τα ανωτέρω, επίδομα ειδικών συνθηκών των υπαλλήλων αυτών. Συνεπώς, η διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 περ. α υποπερ. ββ του ν. 2470/1997, που εξαιρεί από τη διατήρηση, μετά την έναρξη της ισχύος του ν. 2470/1997, το επίδομα ειδικών συνθηκών των δασικών υπαλλήλων, που προβλέπεται στο άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 2342/1995, αντίκειται στην θεσπιζόμενη με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας. Η υπόθεση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια. Σχολιασμός: Σύμφωνα με πάγια νομολογία τόσο του Συμβουλίου της Επικρατείας όσο και του Αρείου Πάγου, η συνταγματικά αναγνωρισμένη στο άρθρο 4 παρ.1 του Συντ. αρχή της ισότητας νοείται υπό ουσιαστική (ή αναλογική) έννοια, σύμφωνα με την οποία επιβάλλεται όμοια μεταχείριση των ομοίων και ανόμοια των ανόμοιων καταστάσεων. Η αναλογική ισότητα ως νομική αρχή που δεσμεύει το νομοθέτη μπορεί να μεταβληθεί σε μια απαίτηση να είναι ουσιαστικά «δίκαιη» κάθε ρύθμιση που ο ίδιος θεσπίζει. Αυτό θα συμβαίνει όταν δεν θα συντρέχει έκδηλη άνιση μεταχείριση είτε με τη μορφή προνομίου ή χαριστικού μέτρου μη συνδεόμενου προς αξιολογικά κριτήρια είτε με τη μορφή μιας αδικαιολόγητης επιβάρυνσης, καθώς και όταν δεν θα εξομοιώνονται διαφορετικές καταστάσεις. Πιο συγκεκριμένα, ο νομοθέτης δεν μπορεί να μεταχειρίζεται τις περιπτώσεις κατά ανόμοιο τρόπο εισάγοντας εξαιρέσεις ή κάνοντας διακρίσεις, εάν δεν υπάρχει λόγος που να δικαιολογεί την άνιση μεταχείριση. Εν προκειμένω, η νομοθετική εξαίρεση από τη διατήρηση του επιδόματος ειδικών συνθηκών των δασικών υπαλλήλων εισάγει άνιση μεταχείριση αυτών έναντι των λοιπών υπαλλήλων του δημοσίου και των ν.π.δ.δ. για τους οποίους διατηρήθηκαν τα αντίστοιχα επιδόματα ή αντικαταστήθηκαν με νέα, χωρίς να υπάρχει λόγος που να δικαιολογεί την άνιση αυτή μεταχείριση των δασικών υπαλλήλων. Επομένως, κατά την κρίση του ΣΤ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας η επίμαχη νομοθετική διάταξη αντίκειται στην συνταγματική αρχή της ισότητας και πρέπει ως εκ τούτου να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια κατά το άρθρο 100 παρ.5 του Συντ.