Αρχαία Ελληνικά προσανατολισμού Διδαγμένο κείμενο: Πλάτωνος Πρωταγόρας, 323 E-324 C ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Α. Για όσα όμως προτερήματα νομίζουν ότι τα αποκτούν οι άνθρωποι με φροντίδα, άσκηση και διδασκαλία, αν κάποιος δεν τα έχει αυτά αλλά τα αντίθετά τους ελαττώματα, σε αυτές τις περιπτώσεις βέβαια προκαλούνται και οι θυμοί και οι τιμωρίες και οι συμβουλές. Από αυτά ένα είναι και η αδικία και η ασέβεια και γενικά καθετί το αντίθετο στην πολιτική αρετή. Σε αυτές τις περιπτώσεις λοιπόν ο καθένας θυμώνει με τον καθένα και τον συμβουλεύει, ολοφάνερα με την ιδέα ότι (η αρετή) μπορεί να αποκτηθεί με επιμέλεια και μάθηση. Γιατί, αν θέλεις, Σωκράτη, να καταλάβεις τι τέλος πάντων σημαίνει να τιμωρεί κανείς αυτούς που αδικούν, αυτό το ίδιο θα σε διδάξει ότι οι άνθρωποι τουλάχιστον νομίζουν ότι η αρετή μπορεί να αποκτηθεί. Γιατί κανείς δεν τιμωρεί αυτούς που αδικούν έχοντας το νου του σ αυτό και εξαιτίας αυτού, επειδή δηλαδή αδίκησε, εκτός αν κάποιος εκδικείται ασυλλόγιστα, όπως ακριβώς ένα θηρίο αυτός όμως που επιχειρεί να τιμωρεί με τη λογική (με σύνεση) δεν τιμωρεί για το αδίκημα που έχει γίνει στο παρελθόν -γιατί αυτό που έγινε δεν μπορεί βέβαια να το κάνει να μην έχει γίνει- αλλά για το μέλλον, για να μην αδικήσει πάλι ούτε αυτός ο ίδιος ούτε κάποιος άλλος που είδε αυτόν να τιμωρείται. ΘΕΜΑ B B1. α) Ο Πρωταγόρας αναφέρεται στον χαρακτήρα και τη σκοπιμότητα της τιμωρίας που επιβάλλουν οι άνθρωποι γενικά εκείνη την εποχή, και κυρίως οι Αθηναίοι, στην ιδιωτική και δημόσια ζωή, προκειμένου να ενισχύσει την άποψή του για το διδακτό της αρετής. Συγκεκριμένα, απορρίπτει ως κίνητρο της τιμωρίας την τυφλή και άλογη εκδίκηση, που ταιριάζει περισσότερο στα θηρία («μη ὥσπερ θηρίον ἀλογίστως»), καθώς αυτή επιβάλλεται μέσα σε έξαρση του θυμικού, και προβάλλει την παιδευτική σημασία της. Στόχος της «μετά λόγου» τιμωρίας που επιβάλλουν οι άνθρωποι στο πλαίσιο της πολιτικά οργανωμένης κοινωνίας δεν είναι η ανταπόδοση ενός αδικήματος που έχει γίνει στο παρελθόν («οὐ τοῦ παρεληλυθότος ἕνεκα ἀδικήματος») ούτε η ακύρωσή του, καθώς ό,τι έγινε είναι οριστικά και αμετάκλητα συντελεσμένο, μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να διορθωθεί, όπως υπογραμμίζεται από την παροιμιακή φράση «ού γάρ ἄν το γε πραχθέν ἀγένητον θείη». Αντίθετα, όπως πιστεύει ο Πρωταγόρας, οι άνθρωποι τιμωρούν με τα μάτια στραμμένα στο μέλλον («τοῦ μέλλοντος χάριν»), προκειμένου να αποτραπεί η διάπραξη παρόμοιου αδικήματος μελλοντικά («ἀποτροπῆς γοῦν ἕνεκα κολάζει»). Τιμωρούν, δηλαδή,
αφενός για να σωφρονίσουν τον δράστη, ώστε να μην υποπέσει ο ίδιος ξανά στο ίδιο αδίκημα, και αφετέρου να παραδειγματίσουν τους άλλους, οι οποίοι βλέποντας την ποινή που επιβάλλεται στον δράστη αποτρέπονται από αντίστοιχες πράξεις στο μέλλον. Ο Πρωταγόρας, επομένως, δίνει παιδαγωγικό τελεολογικό περιεχόμενο στο γεγονός της ποινής, εφόσον την παρουσιάζει ως ανθρώπινο θεσμό που εξυπηρετεί ορισμένη κοινωνική σκοπιμότητα: την αρμονική συνύπαρξη των πολιτών και τη συνοχή της κοινωνίας.. β) Οι τιμωρίες αποτελούν κατά τον Πρωταγόρα μέσα αγωγής και σκοπό έχουν να εμφυσήσουν στον δράστη και τους άλλους την πολιτική αρετή. Εφόσον οι άνθρωποι επιβάλλουν τιμωρίες σε όσους διαπράττουν αδικήματα σημαίνει ότι τους θεωρούν υπαίτιους για ό,τι έκαναν και αναγνωρίζουν την προσωπική ευθύνη που έχουν για τις επιλογές τους. Οι παραβάτες αδιαφόρησαν, δηλαδή, για κάτι που θα μπορούσαν να είχαν αποκτήσει με την κατάλληλη αγωγή και την συνειδητή και σκόπιμη προσπάθειά τους γι αυτό. Επιπλέον, το γεγονός ότι «κολάζουσι» προκειμένου να σωφρονίσουν και να παραδειγματίσουν, αποτρέποντας την επανάληψη της αδικίας στο μέλλον, σημαίνει πως πιστεύουν ότι μπορεί κάποιος να αλλάξει, να βελτιωθεί ηθικά αποβάλλοντας την αδικία και να στραφεί στην αρετή, κάτω από την επίδραση ενός εξωτερικού παράγοντα, δηλαδή της τιμωρίας. Επομένως, η αρετή ανήκει στην κατηγορία των επίκτητων γνωρισμάτων, που μπορεί να αποκτηθεί με την κατάλληλη αγωγή, ενισχυτικό μέσο της οποίας είναι και οι τιμωρίες. Αν υπήρχε η αντίληψη ότι η αρετή είναι έμφυτο χαρακτηριστικό, θα ήταν μάταιο να επιβάλλονται ποινές, αφού όλοι θα γεννιόμαστε εξαρχής με ή χωρίς την αρετή, μια έτοιμη, σταθερή και a priori ολοκληρωμένη κατάσταση χωρίς δυνατότητα μεταβολής. B2. H άποψη του Πρωταγόρα για τον σωφρονιστικό, παραδειγματικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα της τιμωρίας αποτελεί μάλλον μια αυθαίρετη διατύπωση, που ανήκει περισσότερο στη σφαίρα της δεοντολογίας παρά της πραγματικότητας εκείνης της εποχής. Σύμφωνα με την κοινή αντίληψη της εποχής του, η τιμωρία ήταν αλληλένδετη με την εκδίκηση, την ανταπόδοση και την ικανοποίηση του ίδιου του παθόντος ή των συγγενών ενός θύματος. Χαρακτηριστική είναι η παλαιότερη αρχαιοελληνική αντίληψη περί ύβρεως, που συνιστούσε πρόκληση και ασέβεια απέναντι στο θείο, επομένως η τιμωρία επιβαλλόταν σαν ανταπόδοση για το αδίκημα (η τίσις των θεών), προκειμένου να αποκατασταθεί η ηθική τάξη. Ενδεικτική, επίσης, αυτού του χαρακτήρα της τιμωρίας είναι και η αντιμετώπισή της ως μαγικής απαλλαγής από κάποιο μίασμα υπό το πρίσμα του τελετουργικού «άγους», αλλά και το γνωστό «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» του μωσαϊκού νόμου, που ίσχυε για τους Εβραίους. Γίνεται αντιληπτό πως η θέση του Πρωταγόρα για τον σκοπό της τιμωρίας αποτελούσε πραγματικό νεωτερισμό για την εποχή του. Η έγνοια για το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου, η απουσία του πάθους και της στενής αντίληψης για την ανταπόδοση του κακού και
τα ήμερα ήθη που υπολανθάνουν στον παιδευτικό χαρακτήρα της ποινής κάνουν τις αναλύσεις του Πρωταγόρα να φαίνονται σύγχρονες. Παρόμοιες αντιλήψεις διατυπώθηκαν την εποχή του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού από τον Cesare Beccaria στο έργο του Περί Εγκλημάτων και Ποινών και επικράτησαν τα νεότερα χρόνια ως βασικές αρχές της Παιδαγωγικής και της Φιλοσοφίας του Δικαίου. Αναμφίβολα, λοιπόν, η θεώρηση του σοφιστή είναι φωτισμένη και πρωτοποριακή για τα δεδομένα εκείνης της κοινωνίας. Β3. Για τον Πρωταγόρα ο σωφρονιστικός και αποτρεπτικός χαρακτήρας της τιμωρίας ισχύει και στον ιδιωτικό και στον δημόσιο βίο, όπως αποκαλύπτει η κοινή αντίληψη και πρακτική για το θέμα («ταύτην οὗν τήν δὀξαν πάντες ἔχουσιν»). Στην ιδιωτική ζωή («ἰδίᾳ») οι γονείς και οι παιδαγωγοί τιμωρούν τα παιδιά και τους μαθητές τους. Στη δημόσια ζωή («δημοσίᾳ») τα όργανα του κράτους (δημόσια λαϊκά δικαστήρια, όπως η Ηλιαία) επιβάλλουν ποινές σε όσους παραβιάζουν τους νόμους. Σε αυτήν ακριβώς την παιδαγωγική λειτουργία των νόμων και των ποινών, που προβλέπονται σε περίπτωση παραβίασής τους, αναφέρεται και το απόσπασμα από το μεταφρασμένο κείμενο. Σε αυτό ο Πρωταγόρας παρουσιάζει τα στάδια και το περιεχόμενο της αγωγής των Αθηναίων πολιτών, προκειμένου να αποδείξει τη δια βίου διδασκαλία της πολιτικής αρετής. Συγκεκριμένα, μετά το 18 ο έτος της ηλικίας η ευθύνη της διαπαιδαγώγησης περνά στα χέρια της πολιτείας, η οποία αναγκάζει τους πολίτες να συμμορφώνονται με τις επιταγές των νόμων, είτε είναι αρχόμενοι είτε άρχοντες. Ο ρόλος των νόμων αποδεικνύεται καθοριστικός αφενός για την κοινωνική προσαρμογή και την ηθικοπολιτική διαμόρφωση των πολιτών και αφετέρου για την αρμονική συνύπαρξη των πολιτών μεταξύ τους και τη βιωσιμότητα των κοινωνιών. Κι αυτό, γιατί ο νόμος καθοδηγεί και οριοθετεί τη συμπεριφορά τους, «ώστε να μην ενεργούν από μόνοι τους και όπως νομίζουν οι ίδιοι». Αποτρέπει έτσι τις αυθαιρεσίες, διαφυλάσσει από την επιθετικότητα, περιορίζει τη βία και τις ολέθριες αντεκδικήσεις, περιστέλλει την ιδιοτέλεια και τον ατομικισμό, προτάσσοντας πάνω από όλα το συλλογικό συμφέρον. Ο νόμος, όμως, έχει και επανορθωτικό χαρακτήρα, καθώς επιβάλλει κυρώσεις (εὐθύνες) σε όσους παρεκκλίνουν από τις κατευθυντήριες γραμμές που αυτός χαράσσει, με στόχο να τους επαναφέρει «στην ευθεία». Με άλλα λόγια, οι ποινές αποτελούν μέρος της ευρύτερης, δια βίου, παιδευτικής διαδικασίας, που αποσκοπεί στη μετάδοση της πολιτικής αρετής και στη διαμόρφωση ελεύθερων και δημοκρατικών πολιτών, με ακέραιο χαρακτήρα και συνείδηση του χρέους τους. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι νόμοι δεν κάνουν διακρίσεις, είναι αδέκαστοι και αμερόληπτοι, αφού επιβάλλουν ποινές («εὐθύνες») και στους δημόσιους άνδρες που είχαν διαχειριστεί χρήματα της πόλης και κρίνονταν ένοχοι για κάποιο παράπτωμα. Υπέρτατος, λοιπόν, δάσκαλος της πολιτικής αρετής αναδεικνύεται ο νόμος της πόλης και οι ποινές που επιβάλλονται σε δημόσιο επίπεδο στόχο έχουν να βελτιώσουν ηθικο-
πολιτικά τους πολίτες, να αποτρέψουν την αδικία και να τους στρέψουν προς την αρετή. Αποτελούσε εξάλλου κοινή πεποίθηση των μεγάλων Ελλήνων στοχαστών ότι δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος διαπαιδαγώγησης ενός νέου ανθρώπου από το να καταστεί πολίτης μιας πόλης με εξαιρετικούς νόμους. Β4. Μια από τις μεθόδους ανάπτυξης των απόψεων του Πρωταγόρα, και γενικά των σοφιστών, ήταν ο μύθος. Ως μύθο μπορούμε να ορίσουμε κάθε αφήγηση που έχει ποιητικό χαρακτήρα, είτε προέρχεται από την παράδοση και τον θρύλο είτε πρόκειται για κατασκευή κάποιου διανοητή. Ο ποιητικός και συμβολικός χαρακτήρας του μύθου είναι προφανής. Αλλά όσο μεγάλη κι αν είναι η συμβολική αξία του, είναι επίσης φανερό πως δεν μπορεί να οδηγήσει με ακρίβεια στη φιλοσοφική και επιστημονική γνώση. Βέβαια, και ο ίδιος ο Πλάτωνας χρησιμοποίησε πολλές φορές το μύθο, πάντοτε όμως για να συμπληρώσει μια αυστηρή φιλοσοφική απόδειξη, όχι ως αυτόνομο τρόπο, ισοδύναμο με τις άλλες φιλοσοφικές μεθόδους, για να οδηγηθεί ο άνθρωπος στη γνώση. Πάντως, ίσως επειδή και ο ίδιος δεν απέρριπτε εντελώς την αξία της συμβολικής μυθικής αφήγησης, ο Πλάτωνας δεν είναι καθόλου ειρωνικός προς τον Πρωταγόρα στο σημείο αυτό. Β5. οίηση: οἴονται, οἴωνται καθηγητής: ἡγοῦνται, ἡγουμένων παραλήπτης: συλλήβδην κατανόηση: νοῦν, διάνοια, νουθετοῦσιν απόρρητος: λόγον προσηλυτισμός: παρεληλυθότος θεμέλιο: θείη εἴδωλο: ἰδών δογματικός: δόξαν ἐπιφανής: φαίνεται ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ: Ξενοφῶντος, Οἰκονομικός, 2, 1-2 ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Α. Ο Κριτόβουλος λοιπόν μετά από αυτά μίλησε κάπως έτσι Αλλά σχετικά με τέτοια ζητήματα νομίζω ότι έχω ακούσει τα λεγόμενά σου αρκετά ικανοποιητικά Όταν λοιπόν ο ίδιος εξετάζω τον εαυτό μου νομίζω ότι ανακαλύπτω πως είμαι σε ικανοποιητικό βαθμό εγκρατής σε αυτά, ώστε, αν με συμβουλεύεις με ποιες πράξεις (τι αν κάνω) θα μπορούσα να αυξήσω την περιουσία μου, δεν νομίζω ότι εμποδίζομαι βέβαια από αυτές τις οποίες εσύ καλείς εξουσιαστές Αλλά με θάρρος συμβούλευε ό,τι καλό γνωρίζεις Ή ανακάλυψες Σωκράτη ότι είμαστε αρκετά πλούσιοι και καθόλου δε φαινόμαστε σε σένα ότι χρειαζόμαστε επιπλέον χρήματα; Εγώ βέβαια, είπε ο Σωκράτης, αν μιλάς και για μένα, καθόλου δε νομίζω
ότι χρειάζομαι επιπλέον χρήματα, αλλά ότι είμαι αρκετά πλούσιος Εσύ όμως Κριτόβουλε μου φαίνεσαι ότι είσαι πολύ φτωχός και ναι, μα το Δία, μερικές φορές σε λυπάμαι εγώ πολύ. Β. εἴπῃ εὑρηκότες εἴησαν και εἶεν κατεγνωσμένοι εἰσὶ(ν) προσεδεῖτο συνεβουλεύσω οἷ (οἱ) (ὦ) ἐγκρατές ἐπιεικέστατα οὐδέσι χρῆμα Γ1. ἀκηκοέναι: ειδικό απαρέμφατο, αντικείμενο στο «δοκῶ» μοι: δοτική προσωπική του κρίνοντος προσώπου ή της αναφοράς ὄντα: κατηγορηματική μετοχή, αναφέρεται στο αντικείμενο του απαρεμφάτου «εὑρίσκειν», «ἐμαυτὸν» τῶν τοιούτων: γενική αντικειμενική στο «ἐγκρατῆ» χρημάτων: αντικείμενο στο απαρέμφατο «προσδεῖσθαι» Γ2.2τὰ λεγόμενα: επιθετική μετοχή, αντικείμενο στο απαρέμφατο «ἀκηκοέναι». Αναλύεται σε δευτερεύουσα αναφορική πρόταση: ταῦτα ἃ λέγεται (αττική σύνταξη) ποιῶν: υποθετική μετοχή, συνημμένη στο υποκείμενο του ρήματος «ἂν αὔξοιμι», «ἐγώ». Αναλύεται σε δευτερεύουσα υποθετική πρόταση: εἰ ποιοῖμι (ποιοίην) και μαζί με το ρήμα της πρότασης σχηματίζει λανθάνοντα υποθετικό λόγο που δηλώνει την απλή σκέψη του λέγοντος (ε είδος)