interview Από τη Βένια Καραγιάννη Φωτογραφίες: Ρούλα Ρέβη Ελένη Πετρουλάκη Big Blue The
Η Κρήτη δεν είναι μόνον ένας «τόπος καταγωγής» για την Ελένη Πετρουλάκη είναι τα πιο ανέμελα, γλυκά και ροζ χρόνια της ζωής της. Εκείνη απλώς κλείνει τα μάτια και διηγείται στο Anekorama τις ομορφότερες αναμνήσεις της.
interview
«Είμαι κι εγώ σαν αυτούς που λένε πως δεν υπάρχει τίποτε καλύτερο από την Κρήτη. Θα μπορούσαμε να είμαστε αυτόνομοι και δεν νομίζω να είχαμε πρόβλημα επιβίωσης. Έτσι δεν είναι;» με ρωτάει η Ελένη χαμογελώντας καθισμένη ανακούρκουδα σε μια λευκή πολυθρόνα από μπαμπού. Φοράει ένα μαγιό Missoni και ένα πολύχρωμο παρεό στο οποίο κυριαρχεί το φούξια χρώμα. Τα μαλλιά της πέφτουν λυτά στους ώμους της και στάζουν, αφού μόλις έχει βγει από την πισίνα όπου έκανε τις πρώτες βουτιές γι αυτό το καλοκαίρι μέχρι να πάει για τα καθιερωμένα μπάνια στις παραλίες της Κρήτης. «Κάθε χρόνο πηγαίνω στο νησί, στον Μακρύ Γυαλό, και κάθομαι τουλάχιστον ενάμιση μήνα. Τρελαίνομαι να πηγαίνω στα καφενεία με τους παππούδες, να πίνω ρακή και να δοκιμάζω μεζέδες με αγκινάρες, αγγουράκι και ελιές. Μου αρέσει να κάθομαι στο café Ήλιος, που έχει η μαμά μου στο λιμανάκι (σ.σ.: κάθε χρόνο εκεί πραγματοποιείται ένα μεγάλο beach party, που φέτος θα γίνει στις 2 Αυγούστου). Δοκιμάζω τα σπιτικά μυζηθροπιτάκια και τη στάκα με τα αβγά, ξεφυλλίζω περιοδικά και χαζεύω το Λιβυκό πέλαγος. Αυτό είναι για μένα η απόλυτη ξεκούραση. Όταν κατεβαίνω στην Κρήτη, χαλαρώνει το μυαλό μου. Ευτυχώς, η θάλασσα αρέσει πολύ και στη μεγάλη μου κόρη, την Άννα-Μαρία, που κάθε μέρα είναι στην παραλία και τσαλαβουτά στο νερό. Δεν σου κρύβω ότι θα ήθελα και οι τρεις μου κόρες να μεγαλώσουν με την κρητική νοοτροπία αν και η σέρβικη νοοτροπία δεν έχει μεγάλες διαφορές με την κρητική, να μάθουν τα κρητικά και τους ντόπιους χορούς. Κι εμένα, άλλωστε, μου αρέσει να χορεύω κρητικά. Ο μαλεβιζιώτικος, που είναι και ο πιο δύσκολος, είναι και ο αγαπημένος μου. Ίσως γιατί έχει πολλή ένταση και πάθος. Και ξέρεις τι δεν αλλάζω; Το ότι θα σηκωθώ στις 7:30 το πρωί και θα πάω στις τράτες να διαλέξω φρέσκο ψάρι. Αν ξέρω να διαλέγω ψάρια; Εννοείται! Τα μάτια τους δεν πρέπει να είναι θαμπά και τα βράγχια πρέπει να είναι κόκκινα. Τόσα χρόνια στο νησί, αλίμονο αν δεν ήξερα τα βασικά!». Η Ελένη γεννήθηκε και μεγάλωσε στο χωριό Λιθίνες λίγο έξω από την πόλη της Σητείας και έζησε το σπάνιο πια κλισέ «ευτυχισμένα παιδικά χρόνια». Μεγάλωσε σε ένα μεγάλο δίπατο σπίτι με αυλή και απέναντι ακριβώς έμενε η γιαγιά της. Έπαιζε στο δρόμο με τα παιδιά της γειτονιάς μαζεύονταν στο προαύλιο της εκκλησίας για να τρέξουν ή να παίξουν κρυφτό. Γραφικά δρομάκια, βόλτες στην εξοχή, μπάνια στη θάλασσα μόλις ζέσταινε ο καιρός και ατέλειωτες αναμνήσεις που ξετυλίγει κάνοντας μια αναδρομή στα πιο αγαπημένα της χρόνια. «Από μικρή μού άρεσε να τρέχω. Θυμάμαι ότι, από έξι ετών γιατί τότε ξεκίνησα τον αθλητισμό, μάζευα τα παιδιά του χωριού και τους διοργάνωνα αγώνες στίβου. Και όλα τα αθλήματα, παρακαλώ. Από δρόμους μέχρι άλμα εις μήκος. Θυμάμαι ότι έπαιρνα έναν κουβά με ασβέστη και χάραζα στο δρόμο τις διαχωριστικές γραμμές φτιάχνοντας αυτοσχέδιους διαδρόμους για τα 100 μέτρα, ενώ για μετάλλια είχα κάτι μεγάλες στρογγυλές τσιχλόφουσκες σε διάφορα χρώματα. Στο τέλος, μάλιστα, τους έδινα και επαίνους. Τόσο οργανωμένη ήμουν!». Η θάλασσα ήταν και είναι η μεγάλη της αδυναμία. «Μια αξέχαστη σκηνή που μου έχει μείνει χαραγμένη στο μυαλό είναι όταν πήγαινα με τον μπαμπά μου για ψάρεμα. Πηγαίναμε στις 6:00 το πρωί να μαζέψουμε τα δίχτυα και βουτούσα στα βαθιά. Όταν είσαι μικρός, άλλωστε, δεν έχεις την αίσθηση του κινδύνου. Έπεφτα από τη βάρκα μέσα στο νερό, έβλεπα τα δελφίνια που κολυμπούσαν κι αυτά στα 100 μέτρα και χάζευα την ανατολή. Αυτό είναι το απέραντο γαλάζιο που βλέπουμε στις ταινίες. Και πάντα, μα πάντα, μάζευα αστερίες και κοχύλια, έκανα συλλογή. Προσπαθούσα κι εγώ να ψαρέψω κάποιες φορές με τον μπαμπά μου. Μου άρεσε πολύ το ψαροντούφεκο και κυνηγούσα χταπόδια. Ποιο ήταν το μεγαλύτερο ψάρι που έχω πιάσει; Ένα φαγκρί. Αλλά με τον πατέρα μου είχαμε πιάσει μια συναγρίδα κοντά στα 17 κιλά. Δεν μπορούσαμε να την τραβήξουμε προς τα έξω!» Στα 12 η Ελένη έφυγε από το χωριό και εγκαταστάθηκε στην πόλη της Σητείας για να πάει στο γυμνάσιο. Εκεί έμενε μαζί με την αδελφή και τη θεία της. «Μπορεί η Σητεία να είναι πόλη, αλλά και πάλι η ζωή ήταν ανέμελη για μένα. Το πρόβλημα το αντιμετώπισα όταν ήρθα στην Αθήνα. Ήμουν αλλιώς μεγαλωμένη, πιο αυθόρμητη, και ποτέ δεν σκεφτόμουν ότι κάποιος μπορούσε να μου τη φέρει. Γραφικά δρομάκια, βόλτες στην εξοχή, μπάνια στη θάλασσα μόλις ζέσταινε ο καιρός και ατέλειωτες αναμνήσεις. 105
interview Είχα συνηθίσει σε μιαν άλλη συμπεριφορά. Οι Κρητικοί είναι ξεκάθαροι άνθρωποι και φιλόξενοι. Θα σου ανοίξουν την καρδιά και το σπίτι τους κι ας μη σε ξέρουν και, κυρίως, χωρίς να έχουν κανένα απολύτως όφελος». Στη Σητεία η καθημερινότητα ήταν σκληρή. Προπόνηση, σχολείο και μετά πάλι προπόνηση. «Δεν θυμάμαι τίποτε άλλο πέρα από το να γυμνάζομαι. Ξυπνούσα στις 6:30 το πρωί κι έτρεχα 13 χλμ. ανώμαλο δρόμο. Έπειτα πήγαινα στο σχολείο και μετά στο γυμναστήριο για τη δεύτερη προπόνηση της ημέρας. Έχω κάνει πολλές θυσίες για το στίβο. Αλλά δεν κουράστηκα ποτέ, ούτε τα παράτησα. Ίσως γιατί είχα ένα στόχο: να τρέξω στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Θυμάμαι, μάλιστα, ότι είχα έναν προπονητή πολύ σκληρό. Με έβαζε να τρέχω στην παραλία έχοντας στη μέση μου δεμένη μια ρόδα ή να ανεβαίνω σκάλες φορώντας ένα γιλέκο γεμάτο με βάρη». Βόλτες, σινεμά, καφές με φίλους, αυτά δεν υπήρχαν στην ατζέντα της Ελένης. «Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν μου έλειψαν. Αν δεν τα ξέρεις, δεν σου λείπουν. Την πρώτη φορά που πήγα σε κλαμπ ήμουν 17 ετών. Ακόμη θυμάμαι ότι το έμαθε ο πατέρας μου και έψαξε να με βρει. Δεν έχω νιώσει μεγαλύτερη ντροπή από τότε!». Είναι ωραίο να ακούς την Ελένη να σου διηγείται ιστορίες από την Κρήτη. Από το πανηγύρι που γινόταν τον Σεπτέμβριο, όταν εκείνη ανέβαινε με τα παιδιά της γειτονιάς στις ταράτσες των σπιτιών και έβρεχε με νεροπίστολα τους αμέριμνους περαστικούς, τα beach parties στο Βάι, όπου κουβαλούσαν με τις ώρες τα κασόνια με τις μπίρες, την προσπάθεια να διασχίσει το Φαράγγι της Σαμαριάς (ναι, κατάφερε να περπατήσει και τα 17 χλμ. και να φτάσει στη χώρα των Σφακίων), τον πρώτο της έρωτα στο λύκειο, που κράτησε τέσσερα ολόκληρα χρόνια, και το γύρο της Κρήτης, που έκανε με την αδελφή της πάνω σε μια Harley Davidson. «Το ταξίδι κράτησε τέσσερις μέρες. Σταματούσαμε στα χωριά, όπου και διανυκτερεύαμε. Ήταν ονειρικές στιγμές. Αλλά, τώρα, αν μου έλεγες να το ξανακάνω, δεν θα μπορούσα. Είναι πάρα πολύ κουραστικό!». Μου λέει ότι οι αγαπημένες της παραλίες είναι το Βάι, η Ερμούπολη, το Λουτρό στα Χανιά και το Ελαφονήσι, ότι τρελαίνεται να ακούει λύρα και ότι μπορεί και μόνη της να φτιάχνει κρητικές μαντινάδες, ενώ η μεγαλύτερη αδυναμία της είναι το κρητικό φαγητό. «Κι εγώ και η αδελφή μου ήμασταν πολύ καλομαθημένες. Γιατί, εκτός από τη μητέρα μου, είχαμε και τη γιαγιά, που μας μαγείρευε κρητικά φαγητά. Ακόμη και τώρα, όταν κατεβαίνω στο νησί, της δίνω παραγγελία από το τηλέφωνο. Θέλω πάντα ντολμαδάκια, κολοκυθανθούς και χοχλιούς μπουμπουριστούς. Παλιά προτιμούσα την κρητική κουζίνα μόνο για λόγους γεύσης. Τώρα ξέρω ότι η κρητική διατροφή είναι νούμερο ένα σε όλον τον κόσμο. Ο πρώτος λόγος είναι ότι συντελεί στη μακροζωία σκέψου πως στην Κρήτη έχουμε τα λιγότερα εμφράγματα παγκοσμίως και πως οι τροφές μας είναι πλούσιες σε βιταμίνες. Κι αυτό επειδή η κουζίνα βασίζεται στα βότανα, τα ψάρια και τα λαχανικά. Γι αυτό και αποφάσισα να βγάλω ένα βιβλίο μαγειρικής που να βοηθά στην υγιεινή διατροφή. Πλέον, το παν δεν είναι να είσαι αδύνατος, αλλά να είσαι υγιής και να ζεις πολλά χρόνια. Να τρέφεσαι σωστά και να παίρνεις όλες τις βιταμίνες που χρειάζεται ο οργανισμός. Η ιδέα, λοιπόν, που συζητάμε με την οικογένεια Δομαζάκη, που έχει την Creta Farm, είναι να φτιαχτεί ένα βιβλίο που να σου μαθαίνει να τρέφεσαι σωστά και να περιέχει ασκήσεις γυμναστικής για ευεξία». Αναρωτιέμαι αν θα ήθελε ποτέ να γυρίσει πίσω στην πατρίδα της, να κάνει εκεί κάτι δικό της. «Αυτό που έχω καημό είναι να φτιάξω ένα γυμναστήριο Asana στο Ηράκλειο. Είναι δυνατόν να υπάρχει σε έξι σημεία σε όλη την Ελλάδα και όχι στον τόπο καταγωγής μου; Νομίζω, όμως, πως τώρα είμαι σε καλό δρόμο. Και για το μέλλον, πού ξέρεις Δεν αποκλείεται να μείνω μόνιμα εκεί. Μεγαλώνοντας έχω μάθει να εκτιμώ ακόμη περισσότερο την Κρήτη. Και μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου να παίρνει μια βάρκα, να βγαίνει στα ανοιχτά και να ψαρεύει». Τρελαίνεται να ακούει λύρα, μπορεί και μόνη της να φτιάχνει κρητικές μαντινάδες, ενώ η μεγαλύτερη αδυναμία της είναι το κρητικό φαγητό. 106