ΑΥΓΕΡΙΝOΣ ΜΑΥΡIΩΤΗΣ τα παραμύθια του παππού δώδεκα λαϊκά παραμύθια από την ανατολική Θράκη
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ
ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ ΜΑΥΡΙΩΤΗΣ ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ (ΔΩΔΕΚΑ ΛΑΪΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΘΡΑΚΗ)
2011 Αυγερινός Μαυριώτης Πάρνηθος 27, 15234 Χαλάνδρι Τηλ.: 210 6828354 Απαγορεύεται η με κάθε τρόπο μερική ή ολική αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος βιβλίου, χωρίς την έγγραφη άδεια του συγγραφέα. Ο πίνακας του εξωφύλλου είναι δημιουργία του Αυγερινού Μαυριώτη. Εμμ. Μπενάκη 36, Αθήνα Τηλ: 210 3832117 & 210 3845128 Fax: 210 3832527 info@lexitipon.gr www.lexitipon.gr Επιμέλεια κειμένου & εξωφύλλου: Ζωή Ιωαννίδου ISBN: 978-960-9493-42-0 Αθήνα 2011
ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ Ποιητικά: «Πορτρέτα μιας άλλης εποχής», Εκδόσεις Δωδώνη, 1990 «Απόηχοι», Εκδόσεις Ρήσος, 1992 «Τα πρόσφορα», Εκδόσεις Πάραλος, 1994 «Η φθορά του μύθου», Εκδόσεις Πάραλος, 1996 «Ρόμβος», Εκδόσεις Πάραλος, 1997 «Κορνηλία η δέσποινα των σφαλμάτων», Εκδόσεις Πάραλος, 1999 «Η στέρνα», Εκδόσεις Πάραλος, 2000 «Κρύσταλλοι», Εκδόσεις Πάραλος, 2000 «Στη μηχανή του Χρόνου» Εκδόσεις Πάραλος, 2002 «Το εκκρεμές του ήλιου», Εκδόσεις Πάραλος, 2002 «Επίγεια», Εκδόσεις Πάραλος, 2002 «Ορφέας», Εκδόσεις Λεξίτυπον, 2008 «Θύμηση κατεπείγουσα», Εκδόσεις Λεξίτυπον, 2010 «Το βέλος του χρόνου», Εκδόσεις Λεξίτυπον, 2010 «Αποτυπώματα», Εκδόσεις Λεξίτυπον, 2010 Πεζά: «Τα φαινόμενα απατούν», διηγήματα, Εκδόσεις Πάραλος, 2007 «Το δέντρο που μεγάλωνε τη νύχτα», μυθιστόρημα, Εκδόσεις Λεξίτυπον, 2008 «Τα παραμύθια του παππού», (12 λαϊκά παραμύθια από την ανατολική Θράκη), Εκδόσεις Λεξίτυπον, 2011 Λαογραφικά: «Το Θρακιώτικο δημοτικό τραγούδι στον Έβρο και τη Σαμοθράκη», Εκδόσεις Πάραλος, 2000 «Το Διδυμότειχο», συλλογικό, Αθήνα 1977, (ιστορία, λαογραφία, λογοτεχνία) «Το Διδυμότειχο», συλλογικό, Αθήνα 1978, (ιστορία, λαογραφία, λογοτεχνία) Λογοτεχνία: «Τα βατόμουρα», Συλλογική έκδοση, 2008 (ποίηση, πεζογραφία)
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ ΔΩΔΕΚΑ ΛΑΪΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΘΡΑΚΗ Όταν ο παππούς έφυγε διωγμένος από την πατρίδα του, δεν μπόρεσε να πάρει τίποτα μαζί του εκτός από μερικά παραμύθια που του τα έμαθε ο δικός του παππούς. Αυτά τα παραμύθια που τ αγάπησε πολύ, τα φύλαξε μέσα του, γκόλφι ακριβό και τα φερε στην καινούργια του πατρίδα. Ήταν η προίκα του. Ήταν ό,τι πιο αγαπημένο μπορούσε να έχει. Γιατί μέσα σ αυτά, ιστορούνταν η ίδια η ζωή με τις χαρές, τις λύπες, τα βάσανα και τις ελπίδες της. Μικρά ή μεγάλα τα παραμύθια του παππού, είχαν μεγάλη απήχηση. Έτσι ο παππούς απόχτησε μεγάλη φήμη και έγινε περιζήτητος στις βεγγέρες και σε κάθε λογής βραδινές συγκεντρώσεις, με ακροατές μικρούς και μεγάλους, περισσότερο μεγάλους. Εμπλουτισμένα με τις δικές του περιπέτειες και με δάνεια από την ιστορία, τη μυθολογία και την καθημερινότητα, αγαπήθηκαν πολύ, γιατί μέσα σ αυτά ο ακροατής ζούσε τη δική του ζωή. Τα περισσότερα απ αυτά ήταν μεγάλα και κρατούσαν ίσαμε το ξημέρωμα. Πολλές φορές συνεχίζονταν και τ άλλο βράδυ. Ήταν τόσο συναρπαστικά που το ενδιαφέρον των ακροατών για τη συνέχεια παρέμενε αμείωτο. Ήταν την όμορφη εκείνη εποχή που η αθωότητα των ανθρώπων, δεν είχε αλωθεί από τη βαρβαρική επιδρομή των ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης. Μερικά απ αυτά τα παραμύθια, φαντάζομαι με το ίδιο ενδιαφέρον, θα διαβάσετε κι εσείς. Τα ποιητικά αποφθέγματα είναι του συγγραφέα Αυγερινού Μαυριώτη. Όπως και τα ποιητικά εμβόλιμα σε κάποια από τα παραμύθια. Μερικά έχουν μεταπλαστεί προς το λογοτεχνικό, χωρίς να θιγεί η γνησιότητά τους. Οι ξυλογραφίες είναι του Θρακιώτη ζωγράφου και χαράκτη Γιώργου Μόσχου από την Αλεξανδρούπολη. 9
Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΜΗΛΑΝΘΡΩΠΟΣ (ή του γεροντάκι ο γιος) Του βασιλιά της Πέρα Χώρας ένα σαράκι τρώει την καρδιά. Τι θα πεθάνει πριν της ώρας που δεν απόχτησε παιδιά. Και το λαό του νύχτα μέρα σκέφτεται που θα μείνει ορφανός. Και κλαίει ο βασιλιάς οϊμένα και κλαίει μαζί του κι ο λαός. Η αλήθεια είναι πως στην αρχή δεν τον ένοιαζε και τόσο που το παιδί που περίμεναν αυτός και η γυναίκα του, αργούσε να ρθει. Ήταν τόσο νέοι και είχαν μπροστά τους όλο τον καιρό να τη νιώσουν κι αυτή τη χαρά. Τώρα άλλα λαχταρούσε και δούλευε ο νους του. Να γλεντήσουν, να χαρούν τα νιάτα τους. Όμως, έρχονταν στιγμές που το θυμόταν και η καρδιά του γέμιζε με λύπη. «Ένα παιδί». Έπρεπε να βρεθεί τρόπος να του χαρίσει η γυναίκα του ένα γιο. Κι αύριο την άλλη που θα φευγε από τη ζωή να τον άφηνε στο πόδι του, να 11
ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ ΜΑΥΡΙΩΤΗΣ συνεχίσει το έργο το δικό του. Και μη φανταστείτε πως ο βασιλιάς δεν είχε φροντίσει και δεν είχε τρέξει γι αυτό το παιδί. Κάλεσε τους πιο φημισμένους γιατρούς της χώρας του, ρώτησε παντού, μα τίποτα. Έτσι μια μέρα, πήρε την απόφαση να ψάξει και πέρα από το βασίλειο του. Φώναξε τη γυναίκα του και της είπε. Έφερα όλους του γιατρούς και τους μάγους που ήξερα και δε μπόρεσαν να βοηθήσουν. Τώρα θα βγω στους δρόμους μόνος μου. Θα πάω ως την άκρη του κόσμου. Θα περάσω τα σύνορα, θα μπω σε βασίλεια ξένα, θα ρωτήσω παντού και ίσως κάποιος ξέρει να μου πει κάτι. Όπως θέλεις άντρα μου, του είπε η γυναίκα του. Πήγαινε κι ο Θεός μαζί σου. Κι ο βασιλιάς έφυγε την ίδια μέρα κιόλας. Πήρε τους δρόμους και χάθηκε. Για κάμποσο καιρό, κανείς δεν ήξερε που βρίσκεται. Γύριζε σε πολιτείες και χωριά, κοιμόταν όπου τον εύρισκε η νύχτα και το πρωί συνέχιζε το δρόμο του. Άγνωστος και ταλαιπωρημένος, έπιανε κουβέντα με όποιον συναντούσε στο δρόμο, έλεγε σε όλους τον πόνο του. Και οι δρόμοι τον έφερναν όλο και πιο μακριά, ζητιάνο μιας ευτυχίας που η ζωή του την είχε αρνηθεί. Μα καθώς φαίνεται ο Θεός τον λυπήθηκε και σκέφτηκε να δώσει ένα τέλος στην περιπλάνησή του. «Ας του δώσω κι αυτουνού ένα παιδί, είπε, αρκετά υπέφερε. Είναι καιρός πια να χαρεί κι αυτός την ευτυχία που με τόση λαχτάρα και πείσμα κυνήγησε.» 12
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ Δεν πέρασε πολλή ώρα και ο βασιλιάς αντάμωσε ένα γεροντάκι. Ήταν καταμεσήμερο καλοκαιριού. Έκανε πολλή ζέστη εκεί στην ερημιά που βρέθηκαν. Ο ήλιος έτριζε τα δόντια του, δάγκωνε το χορτάρι, τραγάνιζε τις τρυφερές κορφές των καλαμποκιών, έδερνε τις πράσινες φούντες των δέντρων, πολεμούσε να φάει το χλωρό κόσμο της γης. Τίποτα δε σάλευε τριγύρω. Όλα έστεκαν με το κεφάλι σκυφτό περιμένοντας υπομονετικά πότε θα φυσήξει το βραδινό αεράκι να πάρει τη νάρκη από πάνω τους, να τ αναστήσει ίσαμε τ άλλο μεσημέρι. Κάθισαν στον ίσκιο ενός δέντρου να ξεκουραστούν κι ο βασιλιάς καθώς το συνήθιζε, είπε στο γεροντάκι τον καημό του. Το γεροντάκι άκουσε προσεχτικά τον άγνωστο και φάνηκε να συγκινήθηκε από την ιστορία του. Έγειρε τότε προς το μέρος του βασιλιά και του μίλησε με τρόπο που ν ακουστούν τα λόγια του στην ερημιά κι αφού έβαλε μάρτυρες τα δέντρα και τα πουλιά, του πρότεινε να κάμουν μία συμφωνία. Εγώ είμαι αυτός που γυρεύεις, του είπε, το έχω το φάρμακο κι έδειξε στο βασιλιά ένα κόκκινο μήλο. Ο βασιλιάς, άπλωσε το χέρι του να πιάσει το μήλο, μα το γεροντάκι το τράβηξε μακριά. Όχι, μη βιάζεσαι, πρέπει να μ ακούσεις πρώτα. Ακόμα μπορείς και να μη δεχτείς, αν θέλεις. Δέχομαι, βιάστηκε ν απαντήσει ο βασιλιάς, δέχομαι όποια και να ναι η συμφωνία που θα προτείνεις. Καλά, είπε το γεροντάκι. Άκου τώρα τι θα κάνεις. 13