Σχετικά έγγραφα
Κωδικοποιηµένο ΚΕΙΜΕΝΟ

Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου σχετικά µε τον οριστικό χαρακτήρα του διακανονισµού και τη σύσταση ασφαλειών

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

Τα όργανα της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΔΟΜΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ:

Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (2001/914/ΕΚ)

Ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική

Το έγγραφο αυτό συνιστά βοήθημα τεκμηρίωσης και δεν δεσμεύει τα κοινοτικά όργανα

Το παρόν έγγραφο αποτελεί απλώς βοήθημα τεκμηρίωσης και τα θεσμικά όργανα δεν αναλαμβάνουν καμία ευθύνη για το περιεχόμενό του

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ

Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου. Νοµικό πλαίσιο, σκοποί, αρµοδιότητες και βασικές εργασίες

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

A8-0219/

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 10ης Οκτωβρίου 2005

Eπεξηγηµατικές Σηµειώσεις στους Νοµισµατικούς, Χρηµατοπιστωτικούς και άλλους χρηµατοοικονοµικούς δείκτες.


ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

(Υποβλήθηκε από την Επιτροπή στις 18 Οκτωβρίου 1996) ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ)

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ (αριθ. 4)

ΙΙ. ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

European Monetary System. Θεµέλια του Συστήµατος 1: Ενιαίο νόµισµα, Δοµή δύο ταχυτήτων, Ανεξαρτησία των ΕΣΚΤ και ΕΚΤ, συνοχή µε την ΕΕ

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ. Άρθρο 310

(β)): ). ο Thomas Wieser.

Οι λειτουργίες του. ιδακτικοί στόχοι. χρήµατος. Αναφορά των ιδιοτήτων του. Αναφορά στα είδη του χρήµατος. Κατανόηση της λειτουργίας του

ΠΡΟΣΧΕ ΙΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 ΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. Αθήνα, 20 εκεµβρίου Θέµα: Ισοζύγιο Πληρωµών: Οκτώβριος Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Σύσταση για ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 27ης Ιανουαρίου 2006

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΟΙ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ 2002 ΕΩΣ (ΑΡ.3) ΤΟΥ Οδηγία δυνάμει των άρθρων 20(3)(β) και 48(2)

4. ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ I.

C 120/2 EL Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΝΟΜΟΣ 3487,ΦΕΚ Α 190/

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

Η Οδηγία 2007/64/ΕΚ για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά Συνολική θεώρηση

Το παρόν έγγραφο αποτελεί απλώς βοήθημα τεκμηρίωσης και τα θεσμικά όργανα δεν αναλαμβάνουν καμία ευθύνη για το περιεχόμενό του

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (ΕΚ) ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την καθιέρωση του ευρώ /* COM/96/0499 ΤΕΛΙΚΟ - CNS 96/0250 */

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Σύσταση για ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

Κωδικοποιηµένο ΚΕΙΜΕΝΟ

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΒΕΛΤΙΣΤΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΕΝΤΟΛΩΝ ATTICA BANK

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ

ΜΕΡΟΣ Ι - ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

«ΑΠΟΘΕΜΑΤΙΚΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ. ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ» (σελ )

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΕΜΠΕΙΡΟΓΝΩΜΟΝΩΝ ΤΟΥ EΥΡΩΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΝΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩ

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 11ης Ιουλίου 2006

Κεφάλαιο 3 Οι Διεθνείς Χρηµαταγορές

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΕΜΠΕΙΡΟΓΝΩΜΟΝΩΝ ΤΟΥ EΥΡΩΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΝΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩ

Κατευθυντήριες γραμμές

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΕΜΠΕΙΡΟΓΝΩΜΟΝΩΝ ΤΟΥ ΕΥΡΩΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΝΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩ

ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ECB-PUBLIC ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 4ης Απριλίου 2017

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ

Ι6) ΤO ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΩΝ ΕΛΑΧΙΣΤΩΝ ΑΠOΘΕΜΑΤΙΚΩΝ

Πρόταση ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

1. Στο τέλος του άρθρου 1 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος: (*) ΕΕ L 275 της , σ. 39.» 2. Στο άρθρο 2 προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 4:

Το επερχόμενο νομικό πλαίσιο για τις υπηρεσίες πληρωμών και οι επιπτώσεις του στις μεταφορές πίστωσης και στις άμεσες χρεώσεις

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ

Κατευθυντήριες γραμμές

ΠΡΑΞΗ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΡΙΘ. 88/

112

ECB-PUBLIC. ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ της 16ης Ιουνίου 2014 σχετικά με την αρμοδιότητα έκδοσης κερμάτων (CON/2014/56)

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

(Πράξεις για την ισχύ των οποίων απαιτείται δημοσίευση) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 1466/97 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

(Υποβλήθηκε από την Επιτροπή σύµφωνα µε το άρθρο 189 Α παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ)

Κατευθυντήριες γραμμές

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 30 Ιουνίου 2017 (OR. en) κ. Mario DRAGHI, Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας 23 Ιουνίου 2017

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Σύσταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

, , . 6, 7, 8, , . 3,

ECB-PUBLIC ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 6ης Νοεμβρίου σχετικά με κυβερνητικές εγγυήσεις για τα πιστωτικά ιδρύματα (CON/2012/85)

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

Το παρόν έγγραφο αποτελεί απλώς βοήθημα τεκμηρίωσης και τα θεσμικά όργανα δεν αναλαμβάνουν καμία ευθύνη για το περιεχόμενό του

Αγορές Συναλλάγματος (Foreign exchange markets) Συντάκτης :Σιώπη Ευαγγελία

2003O0002 EL

Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 44 παράγραφος 2 στοιχείο ζ), την πρόταση της Επιτροπής ( 1 ),

Μεθοδολογία κατάρτισης της νέας σειράς επιτοκίων τραπεζικών καταθέσεων και δανείων

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. σχετικά με την υιοθέτηση του ευρώ από τη Λιθουανία την 1η Ιανουαρίου 2015

Transcript:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: ΤΟ ΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (Β) 197

198

ΕΝΟΤΗΤΑ VΙΙΙ: ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΚΑΙ ΑΡΜΟ ΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ 1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Α. Συνολική θεώρηση Το πλαίσιο των καθηκόντων του ΕΣΚΤ και των αρµοδιοτήτων της ΕΚΤ τίθεται στη ΣΛΕΕ και το Καταστατικό, χωρίς, όµως, η αναφορά αυτή να έχει συστηµατικό χαρακτήρα. Η παρατήρηση αυτή γίνεται εν όψει του γεγονότος ότι σε ορισµένες διατάξεις της Συνθήκης και του Καταστατικού γίνεται αναφορά στα «βασικά καθήκοντα» του ΕΣΚΤ, σε αντιδιαστολή µε τα λοιπά καθήκοντα και τις αρµοδιότητές του, ορισµένες µάλιστα από τις οποίες αναφέρονται ως αρµοδιότητες της ΕΚΤ και όχι του ΕΣΚΤ. Η διάκριση αυτή έχει, βέβαια, πρακτική σηµασία µόνο στην έκταση που οι εν λόγω διατάξεις αφορούν αποκλειστικά σε αυτά τα βασικά καθήκοντα και όχι στα υπόλοιπα. Τα καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στο ΕΣΚΤ και την ΕΚΤ βάσει των διατάξεων του πρωτογενούς ευρωπαϊκού νοµισµατικού δικαίου διακρίνονται, συνεπώς, σε δύο κατηγορίες: στα βασικά καθήκοντα του ΕΣΚΤ (βλέπε σχετικά κατωτέρω, υπό 2), και στα λοιπά καθήκοντα και αρµοδιότητες του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ (υπό 3). 646 2. Τα επιµέρους βασικά καθήκοντα του ΕΣΚΤ Τα βασικά καθήκοντα του ΕΣΚΤ απαριθµούνται εξαντλητικά στην παρ. 2 του άρθρου 127 της ΣΛΕΕ (αντίστοιχη είναι και η διάταξη του άρθρου 3.1 του Καταστατικού) και είναι τα ακόλουθα: η χάραξη και εφαρµογή της ενιαίας νοµισµατικής πολιτικής της Ένωσης (βλέπε κατωτέρω, υπό Β), η διενέργεια πράξεων συναλλάγµατος, στο πλαίσιο της εφαρµογής της ενιαίας συναλλαγµατικής πολιτικής σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 219 (υπό Γ), η κατοχή και διαχείριση των επισήµων συναλλαγµατικών διαθεσίµων των κρατών µελών (υπό ), και η προώθηση της οµαλής λειτουργίας των συστηµάτων πληρωµών (υπό Ε). 646 Για µια αναλυτική ανασκόπηση της διάκρισης µεταξύ βασικών και µη βασικών καθηκόντων του ΕΣΚΤ, βλέπε, αντί άλλων, Lastra (2006), σελ. 216-222, και Smits (1997), σελ. 193-221. 199

3. Τα λοιπά καθήκοντα και οι αρµοδιότητες του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ Σύµφωνα µε τις διατάξεις της Συνθήκης και του Καταστατικού, εκτός από τα βασικά καθήκοντα του ΕΣΚΤ, στο ΕΣΚΤ και την ΕΚΤ έχουν δοθεί, επιπλέον, τα ακόλουθα καθήκοντα και οι ακόλουθες αρµοδιότητες: (α) Η ΕΚΤ έχει το αποκλειστικό προνόµιο να επιτρέπει την έκδοση τραπεζογραµµατίων στην ευρωζώνη και την αρµοδιότητα να εγκρίνει την ποσότητα των κερµάτων που εκδίδουν τα κράτη µέλη των κρατών µελών µε νόµισµα το ευρώ (βλέπε κατωτέρω, υπό ΣΤ). (β) Η συµβολή του ΕΣΚΤ σχετικά µε τη διασφάλιση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήµατος οριοθετείται µε τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 127 της Συνθήκης, η οποία επαναλαµβάνεται αυτούσια στο άρθρο 25.1 του Καταστατικού).Με τη διάταξη, εξάλλου, της παρ. 6 του άρθρου 127, η οποία επαναλαµβάνεται αυτούσια στο άρθρο 25.2 του Καταστατικού, καθιερώνεται η δυνατότητα αναγωγής της ΕΚΤ στο µέλλον σε µια ενιαία ευρωπαϊκή εποπτική αρχή, σε αντιστοιχία µε τη λειτουργία της ως ενιαίας νοµισµατικής αρχής (βλέπε κατωτέρω, υπό Ζ). (γ) Στο πλαίσιο της εκπλήρωσης των βασικών καθηκόντων του ΕΣΚΤ, έχει δοθεί στην ΕΚΤ η αρµοδιότητα για τη συλλογή στατιστικών πληροφοριών από εθνικές αρχές ή/και από οικονοµικούς φορείς, µε τη συνδροµή των εθνικών κεντρικών τραπεζών. 647 (δ) Η σύναψη σχέσεων µε άλλες κεντρικές τράπεζες και διεθνείς οργανισµούς και η διενέργεια χρηµατοοικονοµικών συναλλαγών εντάσσονται, επίσης, στην αρµοδιότητα της ΕΚΤ και των εθνικών κεντρικών τραπεζών-µελών του ΕΣΚΤ. 648 (ε) Στο ΕΣΚΤ έχει ανατεθεί, επιπλέον, η άσκηση των καθηκόντων του Ευρωπαϊκού Νοµισµατικού Ιδρύµατος που πρέπει να συνεχίσουν να ασκούνται κατά τη διάρκεια του τρίτου σταδίου και για όσο διάστηµα υπάρχουν κράτη µέλη για τα οποία ισχύει παρέκκλιση. 649 Σχετικά έχει επιφορτιστεί το Γενικό Συµβούλιο της ΕΚΤ. 647 Καταστατικό, άρθρο 5. Στο πλαίσιο αυτό επισηµαίνονται τα ακόλουθα: (α) Σύµφωνα µε την παρ. 5.1, η ΕΚΤ οφείλει, µε τη συνδροµή των εθνικών κεντρικών τραπεζών να προβαίνει στη συλλογή των αναγκαίων στατιστικών πληροφοριών είτε από τις αρµόδιες εθνικές αρχές είτε απευθείας από οικονοµικούς παράγοντες. Για το σκοπό αυτό, οφείλει να συνεργάζεται µε τα θεσµικά και λοιπά όργανα ή οργανισµούς της Ένωσης και µε τις αρµόδιες αρχές των κρατών µελών ή τρίτων χωρών και µε διεθνείς οργανισµούς. (β) Με την παρ. 5.2 καθιερώνεται η ευθύνη των εθνικών κεντρικών τραπεζών για τη συλλογή των στατιστικών στοιχείων. (γ) Σύµφωνα µε την παρ. 3, η ΕΚΤ οφείλει να προωθεί, όπου αυτό είναι αναγκαίο, την εναρµόνιση των κανόνων και πρακτικών που διέπουν τη συλλογή, επεξεργασία, και διανοµή των στατιστικών στοιχείων στους τοµείς που εµπίπτουν στο πεδίο των αρµοδιοτήτων της. (δ) Τέλος, µε την παρ. 5.4. ορίζεται ότι το Συµβούλιο Ecofin οφείλει να ορίζει, σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 41, τα φυσικά και νοµικά πρόσωπα που έχουν υποχρέωση παροχής πληροφοριών, το συναφές καθεστώς απορρήτου και τις κατάλληλες διατάξεις επιβολής κυρώσεων. Βλέπε σχετικά, αντί άλλων, Smits (1997), σελ. 214-221. 648 Ibid, άρθρο 23. Βλέπε σχετικά, αντί άλλων, Smits (1997), σελ. 307-313. 649 Ibid, άρθρο 43. 200

(στ) Τέλος, στις αρµοδιότητες του ΕΣΚΤ εµπίπτει η παρακολούθηση της συµµόρφωσης των εθνικών κεντρικών τραπεζών προς τις απαγορεύσεις νοµισµατικής χρηµατοδότησης και προνοµιακής πρόσβασης που καθιερώθηκαν µε τα άρθρα 123 και 124 της ΣΛΕΕ σύµφωνα µε τα προαναφερθέντα στην ενότητα V της παρούσας µελέτης. Επισηµαίνεται, επίσης, ότι ο τρόπος εκπροσώπησης του ΕΣΚΤ στο πεδίο της διεθνούς συνεργασίας σχετικά µε τα προαναφερθέντα βασικά καθήκοντά του, αλλά και τα λοιπά καθήκοντά του, καθορίζεται µε απόφαση του.σ. της ΕΚΤ, 650 µε την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 138 της ΣΛΕΕ αναφορικά µε τη θέση και εκπροσώπηση της Ένωσης σε διεθνές επίπεδο για όσα θέµατα αφορούν την οικονοµική και νοµισµατική ένωση. 651 Η παρ. 2 του άρθρου 141 της ΣΛΕΕ ορίζει, τέλος, ότι για όσο διάστηµα υπάρχουν κράτη µέλη για τα οποία ισχύει παρέκκλιση, η ΕΚΤ έχει ως προς τα εν λόγω κράτη µέλη τις ακόλουθες αρµοδιότητες: ενισχύει τη συνεργασία µεταξύ των εθνικών κεντρικών τραπεζών, ενισχύει το συντονισµό των νοµισµατικών πολιτικών των κρατών µελών, µε στόχο την εξασφάλιση της σταθερότητας των τιµών, παρακολουθεί τη λειτουργία του ευρωπαϊκού νοµισµατικού συστήµατος, διεξάγει διαβουλεύσεις για θέµατα της αρµοδιότητας των εθνικών κεντρικών τραπεζών που επηρεάζουν τη σταθερότητα των χρηµατοπιστωτικών ιδρυµάτων και των χρηµαταγορών, ασκεί τα καθήκοντα του Ευρωπαϊκού Ταµείου Νοµισµατικής Συνεργασίας, τα οποία είχε αναλάβει προηγουµένως το ΕΝΙ. 650 Ibid, άρθρο 6.1. Βλέπε σχετικά, αντί άλλων, Smits (1997), σελ. 420-428. 651 Ibid, άρθρο 6.3. 201

1. Χάραξη της νοµισµατικής πολιτικής Β. Νοµισµατική πολιτική Με την έναρξη του τρίτου σταδίου, το ΕΣΚΤ κατέστη αρµόδιο για τη χάραξη και εφαρµογή της ενιαίας νοµισµατικής πολιτικής της Ένωσης. Η στρατηγική της ΕΚΤ αναφορικά µε τη χάραξη της ενιαίας νοµισµατικής πολιτικής διαµορφώθηκε από το ιοικητικό Συµβούλιο της ΕΚΤ ήδη από τον Οκτώβριο του 1998 και εξειδικεύτηκε περαιτέρω (βάσει και των εµπειριών που αντλήθηκαν κατά τη διάρκεια των τεσσάρων πρώτων ετών της πλήρους λειτουργίας της ΕΚΤ) το 2003. Ειδικότερα, η αξιολόγηση από την ΕΚΤ των πληροφοριών που συλλέγονται αναφορικά µε την εξέλιξη του επιπέδου των τιµών στην Ένωση γίνεται βάσει δύο κατηγοριών αναλύσεων (που καλούνται «πυλώνες»): της οικονοµικής ανάλυσης, µέσω της οποίας επιδιώκεται η αξιολόγηση των βραχυχρόνιων παραγόντων που επηρεάζουν τις εξελίξεις του επιπέδου των τιµών, µε έµφαση τόσο στη δραστηριότητα του πραγµατικού τοµέα όσο και στις χρηµατοπιστωτικές συνθήκες της οικονοµίας, της νοµισµατικής ανάλυσης, µέσω της οποίας αξιολογούνται, σε µεσο- µακροπρόθεσµη προοπτική, οι ενδείξεις που απορρέουν από την οικονοµική ανάλυση. 652 652 Βλέπε αναλυτικά Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (2004), σελ. 41-70. 202

Excursus: Οι δύο πυλώνες της στρατηγικής της ΕΚΤ για τη νοµισµατική πολιτική 1. Ο πρώτος πυλώνας Λαµβάνοντας υπόψη την εµπειρία άλλων κεντρικών τραπεζών η ΕΚΤ, επέλεξε να προσδώσει εξέχοντα ρόλο στο χρήµα ως τον πρώτο πυλώνα της στρατηγικής της, επιλογή που αντανακλά το γεγονός ότι οι αιτίες του πληθωρισµού είναι νοµισµατικής φύσεως µεσοπρόθεσµα. Μια από τις πιο αξιοσηµείωτες κανονικότητες στα µακροοικονοµικά είναι η σταθερή µακροχρόνια σχέση µεταξύ των τιµών και της ποσότητας χρήµατος, ιδίως όταν για τη µέτρησή του χρησιµοποιούνται ευρεία νοµισµατικά µεγέθη. Τα διαθέσιµα στοιχεία για τη ζώνη του ευρώ επιβεβαιώνουν την ύπαρξη αυτής της σχέσης σε αντίθεση µε άλλες χώρες όπου οι νοµισµατικές εξελίξεις τις τελευταίες δεκαετίες στερούνται κανονικότητας. Τα νοµισµατικά και πιστωτικά µεγέθη φαίνεται να διαθέτουν επαρκείς ιδιότητες προπορευόµενου δείκτη για τη µεσοπρόθεσµη εξέλιξη των τιµών και, όπως είδαµε, παίζουν σηµαντικό ρόλο στο µηχανισµό µετάδοσης της νοµισµατικής πολιτικής προς το επίπεδο των τιµών. Τα παραπάνω σε συνδυασµό µε τα πλεονεκτήµατα που διαθέτει το χρήµα σε όρους ταχύτητας και ακρίβειας µέτρησης εξηγούν τον εξέχοντα ρόλο που του έχει αποδοθεί από την ΕΚΤ. Ο εξέχων ρόλος του χρήµατος σηµατοδοτείται µε την ανακοίνωση µιας τιµής αναφοράς για το νοµισµατικό µέγεθος Μ3, το ευρύτερο µεταξύ των τριών του Ευρωσυστήµατος. Το Μ3 περιλαµβάνει όλα τα στοιχεία του παθητικού των Νοµισµατικών Χρηµατοδοτικών Ιδρυµάτων που ως χρηµατοδοτικά µέσα έχουν το χαρακτήρα χρήµατος, δηλαδή το χρήµα, τις καταθέσεις και χρηµατοδοτικά µέσα της χρηµαταγοράς τα οποία θεωρούνται στενά υποκατάστατα των καταθέσεων λόγω της ρευστότητας και της βεβαιότητας τους. Η τιµή αναφοράς επανεξετάζεται ετησίως ενώ η εξαγωγή της βασίζεται στην τυποποιηµένη σχέση µεταξύ χρήµατος, τιµών, πραγµατικής οικονοµικής δραστηριότητας και ταχύτητας κυκλοφορίας που περιγράφει η εξίσωση της ποσοτικής θεωρίας. Από την εξίσωση αυτή προκύπτει ότι η µεταβολή της ποσότητας του χρήµατος ( Μ) ισούται µε την µεταβολή των ονοµαστικών συναλλαγών, δηλαδή του αθροίσµατος της µεταβολής του πραγµατικού ΑΕΠ ( Υ) και της µεταβολής του επιπέδου των τιµών ( Ρ), µείον τη µεταβολή της ταχύτητας κυκλοφορίας ( V). Συνεπώς, η τιµή αναφοράς δίνεται από τον τύπο: Μ = Υ + Ρ V. Το 1998, βάσει των εκτιµήσεων για τις µεταβολές του ΑΕΠ και της ταχύτητας, ανακοινώθηκε για πρώτη φορά ως τιµή αναφοράς για τη νοµισµατική επέκταση ο ετήσιος ρυθµός αύξησης του Μ3 κατά 4,5%. Το γεγονός ότι οι εκτιµήσεις για τη µεταβολή του πραγµατικού ΑΕΠ τόσο από τη ΕΚΤ όσο κι από άλλους οργανισµούς γίνονται σε µεσοπρόθεσµη βάση, επιβεβαιώνει το µεσοπρόθεσµο προσανατολισµό της στρατηγικής για τη νοµισµατική πολιτική. 2. Ο δεύτερος πυλώνας Παρά τη γενική συναίνεση για τον εξέχοντα ρόλο του χρήµατος, οι νοµισµατικές εξελίξεις δεν µπορούν να είναι ο µόνος οδηγός για την αξιολόγηση των κινδύνων που απειλούν τη σταθερότητα των τιµών. Για να µπορεί το Σ να λαµβάνει τις κατάλληλες αποφάσεις, πρέπει να έχει µια ολοκληρωµένη εικόνα της οικονοµικής κατάστασης που επικρατεί και να γνωρίζει την ειδική φύση και το µέγεθος των οικονοµικών διαταραχώνπου απειλούν τη σταθερότητα των τιµών. 203

Για την αξιολόγηση των κινδύνων είναι σηµαντικό να γνωρίζει κανείς αν οι κίνδυνοι προέρχονται από την πλευρά της προσφοράς ή της ζήτησης, αν είναι εγχώρια ή εξωτερικής προέλευσης, αν είναι παροδικοί ή µόνιµοι, πληροφορίες που δεν µπορεί να δώσει η ανάλυση στο πλαίσιο του πρώτου πυλώνα. Το κενό αυτό έρχεται να καλύψει η ανάλυση που βασίζεται σε ένα ευρύ φάσµα οικονοµικών και χρηµατοοικονοµικών δεικτών, η οποία συνιστά το δεύτερο πυλώνα της στρατηγικής της ΕΚΤ για τη νοµισµατική πολιτική. Η εν λόγω ανάλυση επικεντρώνεται στον προσδιορισµό της επιρροής που ασκεί µια σειρά παραγόντων στην εξέλιξη των τιµών βραχυχρόνια αφού υπάρχει ο κίνδυνος να εδραιωθούν αυτές οι εξελίξεις και να απειλήσουν τη σταθερότητα µεσοπρόθεσµα. Εναρµονισµένη µε τα τυποποιηµένα υποδείγµατα του επιχειρηµατικού κύκλου, η ανάλυση αυτή επικεντρώνεται στις επιπτώσεις που έχουν για την τιµολογιακή πολιτική στις αγορές αγαθών, υπηρεσιών και εργασίας η αλληλεπίδραση προσφοράς και ζήτησης ή/και οι πιέσεις από πλευράς κόστους. Από την άποψη αυτή παρακολουθούνται στενά οι εξελίξεις στις συνθήκες της παραγωγής, της ζήτησης και της αγοράς εργασίας, όπως απεικονίζονται σε ένα ευρύ φάσµα δεικτών τιµών και κόστους, στη συναλλαγµατική ισοτιµία και το ισοζύγιο πληρωµών για τη ζώνη του ευρώ. Εξίσου σηµαντική είναι η παρακολούθηση των εξελίξεων στους δείκτες της χρηµατοπιστωτικής αγοράς και στις τιµές των περιουσιακών στοιχείων. Οι µεταβολές των τιµών των περιουσιακών στοιχείων ενδέχεται να επηρεάσουν την εξέλιξη των τιµών µέσω της επίδρασης που ασκούν στο εισόδηµα. Επιπλέον, οι τιµές και οι χρηµατοοικονοµικές αποδόσεις των περιουσιακών στοιχείων εµπεριέχουν ενδείξεις των προσδοκιών για τη µελλοντική εξέλιξη των τιµών και των επιτοκίων. Στο πλαίσιο του δεύτερου πυλώνα, το προσωπικό της ΕΚΤ κατασκευάζει µακροοικονοµικές προβολές για τις µελλοντικές εξελίξεις, ξεκινώντας από την υπόθεση ότι τα επιτόκια και οι ισοτιµίες θα παραµείνουν αµετάβλητα. Συνδυάζοντας οικονοµετρικές προβολές που βασίζονται σε συµβατικά υποδείγµατα και αξιολογικές κρίσεις που δεν βασίζονται σε υποδείγµατα, οι τελικές προβολές επιδιώκουν να συνοψίσουν τον τεράστιο όγκο των πληροφοριών κατά τρόπο συνεκτικό µε την προηγούµενη εµπειρία και την οικονοµική θεωρία. Οι προβολές αυτές δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα αναλυτικό εργαλείο προς διευκόλυνση του Σ στη χάραξη της πολιτικής και δεν πρέπει να επηρεάζουν τις προσδοκίες των οικονοµικών φορέων, µια και η δέσµευση του Σ για τη διατήρηση της σταθερότητας των τιµών δεν αµφισβητείται σε καµία περίπτωση. Εξάλλου, οι προβολές δεν είναι πλήρως αξιόπιστες γιατί βασίζονται σε συγκεκριµένες υποθέσεις (π.χ. αναφορικά µε τις τιµές του πετρελαίου και την ισοτιµία), χρησιµοποιούν συγκεκριµένες τεχνικές και δεν αξιοποιούν το σύνολο των πληροφοριών. Σε τελική ανάλυση βασίζονται στην τεχνική ειδίκευση του προσωπικού, λόγος για τον οποίο το Σ αξιοποιεί παρόµοια στοιχεία οικονοµικών εµπειρογνωµόνων και εκτός του Ευρωσυστήµατος στο πλαίσιο του δεύτερου πυλώνα. 204

2. Η εφαρµογή της νοµισµατικής πολιτικής 2.1 Συνολική θεώρηση Στο πλαίσιο της λειτουργικής τους ανεξαρτησίας, τόσο η ΕΚΤ όσο και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών µελών µε νόµισµα το ευρώ έχουν στη διάθεσή τους όλα τα πρόσφορα µέσα για την εφαρµογή της νοµισµατικής πολιτικής. Σύµφωνα, λοιπόν, µε τις διατάξεις του Κεφαλαίου IV του Καταστατικού, για την επίτευξη των στόχων του ΕΣΚΤ, η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες διαθέτουν τα ακόλουθα µέσα άσκησης της νοµισµατικής πολιτικής: διενέργεια πράξεων ανοικτής αγοράς, παροχή πάγιων διευκολύνσεων σε πιστωτικά ιδρύµατα και την πραγµατοποίηση παρεµβάσεων στη διατραπεζική αγορά, επιβολή σε πιστωτικά ιδρύµατα (και άλλες κατηγορίες φορέων παροχής χρηµατοπιστωτικών υπηρεσιών) της υποχρέωσης για διακράτηση ελάχιστων αποθεµατικών. Επιπλέον, το.σ. της ΕΚΤ δικαιούται να αποφασίζει τη χρησιµοποίηση και άλλων λειτουργικών µεθόδων νοµισµατικού ελέγχου, εφόσον κρίνει ότι εξυπηρετούν το στόχο της διατήρησης της νοµισµατικής σταθερότητας στην ευρωζώνη. 653 Σε περίπτωση που οι εν λόγω µέθοδοι συνεπάγονται την επιβολή υποχρεώσεων σε τρίτους, το Συµβούλιο καθορίζει την εµβέλειά τους µε τη διαδικασία του άρθρου 40 του Καταστατικού (απλοποιηµένη διαδικασία τροποποίησης). Σε εκπλήρωση της υποχρέωσης που καθιερώθηκε µε την παρ. 3 του άρθρου 117 της ΣΕΚ, το Ευρωπαϊκό Νοµισµατικό Ίδρυµα δηµοσίευσε τον Ιανουάριο του 1997 έκθεση µε θέµα The Single Monetary Policy in Stage Three: Specification of the operational framework. Το περιεχόµενο αυτής της έκθεσης συγκεκριµενοποιήθηκε περαιτέρω το Σεπτέµβριο του ίδιου έτους µε την έκθεση The Single Monetary Policy in Stage Three: General Documentation on ESCB Monetary Policy Instruments and Procedures. Οι εκθέσεις αυτές έθεσαν το πλαίσιο µέσα στο οποίο η ΕΚΤ ασκεί από την 1 η Ιανουαρίου 1999 την ενιαία νοµισµατική πολιτική στην ευρωζώνη ορίζοντας τα ακόλουθα: (α) Κατ αρχήν, καθορίστηκε η διαδικασία χάραξης και εφαρµογής από την ΕΚΤ της ενιαίας νοµισµατικής πολιτικής και, κυρίως, οι γενικές αρχές που οφείλουν να διέπουν τόσο την επιλογή των µέσων άσκησης αυτής της πολιτικής όσο και τα ίδια τα µέσα πολιτικής. Σε ό,τι αφορά τα µέσα, προβλέπεται ότι: (i) για τον κατάλληλο χειρισµό των επιτοκίων και τη διαχείριση της ρευστότητας στην αγορά το ΕΣΚΤ δικαιούται να χρησιµοποιεί τέσσερις κατηγορίες πράξεων ανοικτής αγοράς, σύµφωνα µε τα αναλυτικά αναφερόµενα κατωτέρω (υπό 2.2.1), (ii) επιπλέον, στη διάθεση του ΕΣΚΤ βρίσκονται δύο πάγιες διευκολύνσεις για τη χορήγηση σε πιστωτικά ιδρύµατα (και πιθανόν και σε άλλους αντισυµβαλλόµενους) και την απορρόφηση από αυτά ρευστότητας κατά τις µη εργάσιµες ώρες (υπό 2.2.2), (iii) τέλος, το ΕΣΚΤ έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει στα πιστωτικά ιδρύµατα (και σε άλλους αντισυµβαλλόµενους) την υποχρέωση να δεσµεύουν ποσοστό των καταθέσεών τους σε λογαριασµούς της ΕΚΤ ή των εθνικών κεντρικών τραπεζών µε στόχο τη σταθεροποίηση των επιτοκίων της χρηµαταγοράς (υπό 2.2.3). 653 Καταστατικό, άρθρο 20. 205

(β) Τέθηκαν, επίσης, συγκεκριµένα κριτήρια για την επιλογή των φορέων µε τους οποίους θα συναλλάσσεται το ΕΣΚΤ στο πλαίσιο της άσκησης της νοµισµατικής του πολιτικής, καθώς και για τις κατηγορίες των περιουσιακών στοιχείων που γίνονται αποδεκτά από το ΕΣΚΤ ως ασφάλεια κατά τη διενέργεια πιστωτικών συναλλαγών (βλέπε κατωτέρω, υπό 2.2.4). (γ) Στη δεύτερη ενότητα της έκθεσης του ΕΝΙ παρουσιάζεται, τέλος, το συνοδευτικό πλαίσιο που έπρεπε να διαµορφωθεί, ώστε να καταστεί δυνατή η άσκηση της ενιαίας νοµισµατικής πολιτικής. Το πλαίσιο αυτό τέθηκε σε πλήρη λειτουργία µε την έναρξη του τρίτου σταδίου και συντίθεται από διατάξεις που αφορούν σε τρεις (3) θεµατικές ενότητες: τη δηµιουργία του πανευρωπαϊκού συστήµατος διακανονισµού συναλλαγών µεγάλης αξίας σε πραγµατικό χρόνο TARGET, σύµφωνα µε όσα θα αναφερθούν κατωτέρω στην παρούσα ενότητα της µελέτης, υπό Ε, την επιβολή της υποχρέωσης στα πιστωτικά ιδρύµατα και άλλους φορείς να παρέχουν στην ΕΚΤ επαρκή στατιστικά στοιχεία για την εκπλήρωση της αποστολής της στο πεδίο της νοµισµατικής διαχείρισης (στο πλαίσιο αυτό εκδόθηκε από το Συµβούλιο ο Κανονισµός 2533/1998 και στη συνέχεια από την ΕΚΤ ο Κανονισµός 2819/1998), και τη διαµόρφωση συστηµάτων και τη καθιέρωση διαδικασιών κατάλληλων για το διακανονισµό και την εκκαθάριση συναλλαγών σε χρεόγραφα, ώστε να διασφαλίζεται ο αποτελεσµατικός διακανονισµός των πράξεων ανοικτής αγοράς της ΕΚΤ και να υποστηρίζεται η εφαρµογή της ενιαίας νοµισµατικής πολιτικής του ΕΣΚΤ. Το ισχύον λειτουργικό πλαίσιο διέπεται από τις διατάξεις των Παραρτηµάτων Ι και ΙΙ της Κατευθυντήριας Γραµµής της ΕΚΤ της 31 ης Αυγούστου 2000 (ΕΚΤ/2000/7), όπως ισχύει (µετά τις πολλαπλές τροποποιήσεις του. 2.2 Τα µέσα εφαρµογής της νοµισµατικής πολιτικής 2.2.1 Πράξεις ανοικτής αγοράς Με τη διενέργεια πράξεων ανοικτής αγοράς επιδιώκεται ο επηρεασµός των επιτοκίων, ο έλεγχος της ρευστότητας στην αγορά και η σηµατοδότηση ( signaling ) της κατεύθυνσης της νοµισµατικής πολιτικής. Οι πράξεις αυτές διενεργούνται µε πρωτοβουλία της κεντρικής τράπεζας και αποτελούν το βασικό µέσο άσκησης νοµισµατικής πολιτικής στις σύγχρονες οικονοµίες. Νοµική βάση για τη διενέργεια πράξεων ανοικτής αγοράς από την ΕΚΤ αποτελεί η διάταξη του άρθρου 18 (παρ. 1, πρώτο στοιχείο) του Καταστατικού, σύµφωνα µε την οποία η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες έχουν δικαίωµα να: «συναλλάσσονται στις χρηµαταγορές, αγοράζοντας και πωλώντας είτε µε οριστικές πράξεις (άµεσης και προθεσµιακής εκτέλεσης) είτε µε σύµφωνο επαναγοράς, είτε δανείζοντας είτε δανειζόµενες απαιτήσεις και διαπραγµατεύσιµους τίτλους, εκφρασµένους σε ευρώ ή άλλα νοµίσµατα, καθώς και πολύτιµα µέταλλα». 654 654 Ibid, άρθρο 18, παρ. 2. 206

Ο καθορισµός των γενικών αρχών που διέπουν τη διενέργεια των πράξεων ανοικτής αγοράς από την ΕΚΤ και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες και η ανακοίνωση των όρων συµµετοχής τους σε αυτές τις συναλλαγές γίνεται από την ίδια. Το λειτουργικό πλαίσιο που αφορά στη διενέργεια των πράξεων ανοικτής αγοράς από το ΕΣΚΤ είναι αναλυτικό. Καθιερώθηκαν τέσσερις (4) κατηγορίες πράξεων ανοικτής αγοράς, οι οποίες διαφοροποιούνται ανάλογα µε το στόχο, τη συχνότητα διενέργειας, τη διαδικασία εκτέλεσης και τη διάρκειά τους: πράξεις κύριας αναχρηµατοδότησης, πράξεις πιο µακροπρόθεσµης αναχρηµατοδότησης, πράξεις εξοµάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυµάνσεων της ρευστότητας, και διαρθρωτικές πράξεις. Για τη διενέργεια αυτών των πράξεων το ΕΣΚΤ έχει στη διάθεσή του πέντε είδη (κατηγορίες) συναλλαγών που χρησιµοποιούνται είτε εναλλακτικά ή αποκλειστικά για κάθε µια από αυτές: αντίστροφες συναλλαγές ( reverse transactions ), που είναι το κύριο εργαλείο που χρησιµοποιείται για όλες τις κατηγορίες πράξεων, άµεσες συναλλαγές ( outright transactions ), έκδοση χρεογράφων ( issuance of debt certificates ), πράξεις ανταλλαγής νοµισµάτων ( foreign exchange swaps ), και αποδοχή προθεσµιακών καταθέσεων ( collection of fixed-term deposits ). Ως προς τη διαδικασία εκτέλεσης των πράξεων ανοικτής αγοράς προκρίθηκε εκείνη των τυποποιηµένων ή έκτακτων δηµοπρασιών ( standard or quick tenders ), ενώ κατ εξαίρεση επιτρέπεται και η εκτέλεση µέσω διµερών διαδικασιών ( bilateral procedures ). 207

Πράξεις κύριας αναχρηµατοδότησης Πράξεις πιο µακροπρόθεσµης αναχρηµατοδότησης Πράξεις εξοµάλυνσης των βραχυχρόνιων διακυµάνσεων της ρευστότητας ΠΙΝΑΚΑΣ 20 Βασικά χαρακτηριστικά των πράξεων ανοικτής αγοράς στόχος είναι η χορήγηση ρευστότητας διενεργούνται κάθε εβδοµάδα µε τη διαδικασία της τυποποιηµένης δηµοπρασίας µέσω αντίστροφων συναλλαγών η διάρκεια είναι δύο εβδοµάδων στόχος είναι η χορήγηση ρευστότητας σε πιο µακροχρόνια βάση διενεργούνται κάθε µήνα µε τη διαδικασία της τυποποιηµένης δηµοπρασίας µέσω αντίστροφων συναλλαγών η διάρκεια είναι τριών µηνών στόχος είναι η εξοµάλυνση των επιπτώσεων στα επιτόκια από µη αναµενόµενες διακυµάνσεις στη ρευστότητα διενεργούνται κατά περίπτωση είτε µε τη διαδικασία των έκτακτων δηµοπρασιών είτε µε διµερείς συµφωνίες µέσω όλων των προαναφερθέντων εργαλείων εκτός από την έκδοση χρεογράφων (κυρίως µε αντίστροφες συναλλαγές) η διάρκεια δεν είναι ορισµένη ιαρθρωτικές πράξεις στόχος είναι ο επηρεασµός της θέσης της διαρθρωτικής ρευστότητας του τραπεζικού συστήµατος και η προσαρµογή της διαρθρωτικής θέσης του ΕΣΚΤ έναντι του χρηµατοπιστωτικού τοµέα διενεργούνται κατά περίπτωση είτε µε τη διαδικασία των τυποποιηµένων δηµοπρασιών µέσω της έκδοσης χρεογράφων ή αντίστροφων συναλλαγών είτε µε διµερείς διαδικασίες µέσω άµεσων συναλλαγών η διάρκεια δεν είναι ορισµένη 208

2.2.2 Πάγιες διευκολύνσεις Ένα δεύτερο βασικό µέσο που δικαιούται να χρησιµοποιεί το ΕΣΚΤ στο πλαίσιο εφαρµογής της νοµισµατικής πολιτικής είναι η χορήγηση παγίων διευκολύνσεων στα πιστωτικά ιδρύµατα για την παροχή ή την απορρόφηση ρευστότητας. Στόχος των πάγιων διευκολύνσεων είναι η σηµατοδότηση της γενικής κατεύθυνσης της νοµισµατικής πολιτικής και η διαµόρφωση µιας ζώνης µέσα στην οποία επιτρέπεται να κινούνται τα επιτόκια overnight σε κανονικές συνθήκες. Με τη διενέργεια «πιστοδοτικών και πιστοληπτικών πράξεων µε πιστωτικά ιδρύµατα και άλλους φορείς της αγοράς, µε επαρκή ασφάλεια προκειµένου για δάνεια», 655 επιδιώκεται, συνεπώς, ο άµεσος επηρεασµός της ρευστότητας των εν λόγω φορέων. Η ΕΚΤ είναι αποκλειστικά αρµόδια για τον καθορισµό των κατευθυντηρίων που αφορούν τη διενέργεια αυτών των πιστωτικών εργασιών. 656 ύο είναι οι πάγιες διευκολύνσεις που είναι διαθέσιµες στα πιστωτικά ιδρύµατα και τους λοιπούς αντισυµβαλλόµενους του ΕΣΚΤ που καθορίζονται σύµφωνα µε τα κατωτέρω αναφερόµενα: η διευκόλυνση οριακής χρηµατοδότησης για την άντληση ρευστότητας, και η διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων. Και στις δύο περιπτώσεις, η διευκόλυνση παρέχεται για τη διάρκεια των µη εργασίµων ωρών (overnight) από την εθνική κεντρική τράπεζα του κράτους µέλους όπου είναι εγκατεστηµένο το πιστωτικό ίδρυµα που την αιτείται. Τα επιτόκια που ισχύουν είναι ενιαία στην ευρωζώνη και µάλιστα: το επιτόκιο που καθορίζεται για τη διευκόλυνση οριακής αναχρηµατοδότησης αποτελεί την οροφή για το overnight διατραπεζικό επιτόκιο, το επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων προσδιορίζει το κατώτατο όριο µέσα στο οποίο κινείται σε κανονικές συνθήκες το overnight διατραπεζικό επιτόκιο. Κατά κανόνα, οι πάγιες διευκολύνσεις δεν υπόκεινται σε ποσοτικούς περιορισµούς. Όταν, βέβαια, ένα πιστωτικό ίδρυµα προσφεύγει στη διευκόλυνση οριακής χρηµατοδότησης, είναι απαραίτητη η χορήγηση επαρκούς εξασφάλισης, σύµφωνα µε όσα αναφέρονται κατωτέρω (υπό 2.2.4.2). 2.2.3 Ελάχιστα αποθεµατικά Για την επίτευξη των στόχων της ενιαίας νοµισµατικής πολιτικής η ΕΚΤ έχει επιπλέον το δικαίωµα: «να απαιτεί από τα πιστωτικά ιδρύµατα που είναι εγκατεστηµένα στα κράτη µέλη την υποχρέωση της διατήρησης ελαχίστων αποθεµατικών σε λογαριασµούς τους στην ΕΚΤ και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες». 657 Με το εν λόγω µέσο επιδιώκεται η σταθεροποίηση των επιτοκίων στην αγορά χρήµατος, η δηµιουργία (ή αύξηση) ενός διαρθρωτικού ελλείµµατος ρευστότητας και η συµβολή στον έλεγχο της νοµισµατικής επέκτασης. 655 Ibid, άρθρο 18, παρ. 1, δεύτερο στοιχείο. 656 Ibid, άρθρο 18, παρ. 2. 657 Ibid, άρθρο 19, παρ. 1. 209

Ο καθορισµός των κανόνων για τον υπολογισµό των υποχρεωτικών αποθεµατικών αποτελεί αρµοδιότητα του.σ. της ΕΚΤ. Ο καθορισµός, πάντως, της βάσης των εν λόγω αποθεµατικών, καθώς και των µέγιστων αναλογιών ανάµεσα στα αποθεµατικά και τη βάση τους πρέπει να βασίζεται σε Κανονισµό που εκδίδεται από το Συµβούλιο σύµφωνα µε τη διαδικασία της παρ. 4 του άρθρου 129 της Συνθήκης αναφορικά µε την υιοθέτηση της συµπληρωµατικής νοµοθεσίας. 658 Σύµφωνα µε τις διατάξεις του Κανονισµού 2531/1998 του Συµβουλίου (που εκδόθηκε σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 107, παρ. 4, της ΣΕΚ και διατάξεις του οποίου τροποποιήθηκαν µε τον Κανονισµό 134/2002), η ΕΚΤ δικαιούται να επιβάλλει τόσο στα πιστωτικά ιδρύµατα όσο και σε άλλες κατηγορίες ενδιάµεσων χρηµατοπιστωτικών φορέων που λειτουργούν στα κράτη µέλη µε νόµισµα το ευρώ την υποχρέωση διακράτησης ελάχιστων αποθεµατικών. Στον ίδιο Κανονισµό: (i) προβλέφθηκε ότι για τον προσδιορισµό της βάσης υπολογισµού των υποχρεωτικών δεσµεύσεων λαµβάνονται υπόψη τα στοιχεία τόσο εντός όσο και εκτός ισολογισµού των πιστωτικών ιδρυµάτων, (ii) καθορίστηκαν το ανώτατο (10%) και κατώτατο (0%) όριο του συντελεστή υποχρεωτικών δεσµεύσεων, (iii) καθιερώθηκε το δικαίωµα της ΕΚΤ να συλλέγει και να επαληθεύει τις αναγκαίες πληροφορίες, και (iv) προσδιορίστηκαν οι κυρώσεις που δικαιούται να επιβάλλει η ΕΚΤ σε περίπτωση παραβάσεων. Με τον Κανονισµό 1745/2003 της ΕΚΤ (ΕΚΤ/2003/9), 659 επήλθε περαιτέρω εξειδίκευση των διατάξεων του Κανονισµού του Συµβουλίου, καθώς καθορίστηκε, µεταξύ άλλων, ότι: ο συντελεστής υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεµατικών ανέρχεται σε 2%, στην υποχρέωση υπόκεινται τόσο τα ευρωπαϊκά πιστωτικά ιδρύµατα όσο και τα υποκαταστήµατα µη ευρωπαϊκών τραπεζών που είναι εγκατεστηµένα σε κράτη µέλη µε νόµισµα το ευρώ. 2.2.4 Ειδικά θέµατα 2.2.4.1 Κατηγορίες αντισυµβαλλοµένων της ΕΚΤ Με κριτήριο τη διασφάλιση της ευρύτερης δυνατής συµµετοχής προσώπων ως αντισυµβαλλοµένων της ΕΚΤ στις συναλλαγές µέσω των οποίων ασκείται η νοµισµατική πολιτική, καθιερώθηκε η ακόλουθη διάκριση: (α) Η πραγµατοποίηση πράξεων ανοικτής αγοράς µε το ΕΣΚΤ και η προσφυγή στις πάγιες διευκολύνσεις του ΕΣΚΤ επιτρέπονται σε όλες τις κατηγορίες ενδιάµεσων χρηµατοπιστωτικών φορέων στις οποίες επιβάλλονται υποχρεωτικές δεσµεύσεις. 658 Ibid, άρθρο 19, παρ. 2. 659 Με την εν λόγω νοµική πράξη καταργήθηκε ο αρχικός Κανονισµός της ΕΚΤ 2818/98 (ΕΚΤ/ 1998/15), ο οποίος είχε τροποποιηθεί το 2000 (ΕΚΤ/2000/8), και το 2002 (ΕΚΤ/2002/3). 210

(β) Αν η υποχρέωση διακράτησης δεσµεύσεων περιορίζεται στα πιστωτικά ιδρύµατα που είναι εγκατεστηµένα στα κράτη µέλη µε νόµισµα το ευρώ, αντισυµβαλλόµενοι της ΕΚΤ είναι κατά κανόνα µόνον αυτά. Ειδικοί κανόνες έχουν καθιερωθεί για την επιλογή αντισυµβαλλοµένων, όταν ως διαδικασία εκτέλεσης των πράξεων ανοικτής αγοράς επιλέγονται είτε οι έκτακτες δηµοπρασίες είτε οι διµερείς συναλλαγές. 2.2.4.2 Περιουσιακά στοιχεία που γίνονται αποδεκτά από το ΕΣΚΤ ως εξασφάλιση Σύµφωνα µε το άρθρο 18.1 του Καταστατικού, η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες επιτρέπεται να συναλλάσσονται στις χρηµατοπιστωτικές αγορές αγοράζοντας και πουλώντας περιουσιακά στοιχεία, είτε µε οριστικές συναλλαγές είτε µε συµφωνίες επαναγοράς, εφόσον οι εν λόγω πιστοδοτικές πράξεις καλύπτονται από «επαρκή ασφάλεια». Ως εκ τούτου, σε όλες τις πράξεις χορήγησης ρευστότητας του ευρωσυστήµατος οι αντισυµβαλλόµενοι της ΕΚΤ και των εθνικών κεντρικών τραπεζών είτε µεταβιβάζουν περιουσιακά στοιχεία κατά κυριότητα (στην περίπτωση των οριστικών συναλλαγών και των συµφωνιών επαναγοράς) είτε προβαίνουν σε ενεχυρίαση, εκχώρηση ή σύσταση άλλου βάρους επί αυτών (στην περίπτωση των δανείων έναντι ασφάλειας). Προκειµένου να προστατεύεται το ευρωσύστηµα από ζηµίες κατά τη διενέργεια των πράξεων νοµισµατικής πολιτικής του και να εξασφαλίζεται η ίση µεταχείριση των αντισυµβαλλοµένων, και να ενισχύεται η αποτελεσµατική λειτουργία και η διαφάνεια, τα υποκείµενα περιουσιακά στοιχεία πρέπει να πληρούν ορισµένα κριτήρια, ώστε να είναι αποδεκτά στις πράξεις νοµισµατικής πολιτικής του ευρωσυστήµατος. Το ευρωσύστηµα διαµόρφωσε ένα ενιαίο πλαίσιο για τα αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία για όλες τις πιστοδοτικές πράξεις του. Αυτό το πλαίσιο, το οποίο καλείται και Ενιαίος Κατάλογος, τέθηκε σε ισχύ την 1.1.2007 και αντικατέστησε το σύστηµα δύο βαθµίδων, το οποίο ίσχυε από την έναρξη του τρίτου σταδίου. 660 3. Ειδικά: η εφαρµογή της νοµισµατικής πολιτικής της ΕΚΤ µετά την πρόσφατη (2007-2009) διεθνή χρηµατοπιστωτική κρίση και την τρέχουσα δηµοσιονοµική κρίση στην ευρωζώνη Λόγω των έκτακτων συνθηκών που προέκυψαν λόγω της ανάγκης στήριξης του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήµατος µετά την πρόσφατη (2007-2009) διεθνή χρηµατοπιστωτική κρίση και τη συνακόλουθη τρέχουσα δηµοσιονοµική κρίση στην ευρωζώνη, η ΕΚΤ έλαβε µια σειρά από έκτακτα µέτρα (γνωστά ως 'non-conventional' ή 'unconventional measures'). 661 Ειδικότερα: 660 Αρχικά, τα περιουσιακά στοιχεία κατατάσσονταν σε δύο βαθµίδες: (α) Τα στοιχεία της πρώτης βαθµίδας καθορίζονταν από την ΕΚΤ µεταξύ διαπραγµατεύσιµων περιουσιακών στοιχείων που πληρούσαν ορισµένα κριτήρια που εφαρµόζονται οµοιόµορφα για όλη την ευρωζώνη. (β) Στη δεύτερη βαθµίδα εντάσσονταν περιουσιακά στοιχεία, διαπραγµατεύσιµα και µη, τα οποία ήταν ιδιαίτερης σηµασίας για τις χρηµατοπιστωτικές αγορές και τα τραπεζικά συστήµατα των κρατών µελών της ευρωζώνης. Τα κριτήρια επιλογής των στοιχείων της δεύτερης βαθµίδας (τα οποία δεν επιτρεπόταν να χρησιµοποιούνται από το ΕΣΚΤ για την πραγµατοποίηση άµεσων συναλλαγών) προσδιορίζονταν από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες και εγκρίνονταν από την ΕΚΤ. 661 Βλέπε σχετικά από τη βιβλιογραφία Borio and Disyatat (2009). 211

(α) Αµέσως µετά την εκδήλωση της πρόσφατης διεθνούς χρηµατοπιστωτικής κρίσης, και κυρίως από το 2008, η ΕΚΤ προέβη, ενδεικτικά, στα ακόλουθα ώστε να ενισχύσει τη ρευστότητα στην οικονοµία της ευρωζώνης: µείωσε σταδιακά το βασικό επιτόκιο για τις πράξεις κύριας αναχρηµατοδότησης από το 4,5% στο 1%, επεξέτεινε τη διάρκεια των πράξεων πιο µακροπρόθεσµης αναχρηµατοδότησης από τους τρεις (3) µήνες στο ένα έτος, παρέσχε ρευστότητα σε νοµίσµατα τρίτων χωρών, ιδίων δε σε δολάρια Η.Π.Α. και σε γιέν, προέβη σε µαζική αγορά καλυµµένων οµολογιών ('covered bonds') σε ευρώ, και διεύρυνε αισθητά το φάσµα των περιουσιακών στοιχείων που γίνονται αποδεκτά από το ευρωσύστηµα ως εξασφάλιση για τις δανειοδοτικές του πράξεις στο πλαίσιο άσκησης της ενιαίας νοµισµατικής πολιτικής. 662 (β) Αµέσως µετά την εκδήλωση της δηµοσιονοµικής κρίσης στην ευρωζώνη, την άνοιξη του 2010 (µε επίκεντρο την Ελλάδα), πολλά από τα προαναφερθένα µέτρα ενισχύθηκαν περαιτέρω: το βασικό επιτόκιο για τις πράξεις κύριας αναχρηµατοδότησης µειώθηκε περαιτέρω σε 0,5%, η διάρκεια των πράξεων πιο µακροπρόθεσµης αναχρηµατοδότησης επεκτάθηκε σε τρία χρόνια, και το φάσµα των περιουσιακών στοιχείων που γίνονται αποδεκτά από το ευρωσύστηµα ως εξασφάλιση για τις δανειοδοτικές του πράξεις διευρύνθηκε περαιτέρω. Επίσης, η ΕΚΤ υιοθέτησε το "Πρόγραµµα Αγοράς Οµολόγων" ('Securities Markets Programme'), βάσει του άρθρου 18.1 του Καταστατικού, ως µέτρο αναγκαίο για την επίτευξη των στόχων της νοµισµατικής πολιτικής. Σύµφωνα µε το εν λόγω Πρόγραµµα, η ΕΚΤ µπορεί να αγοράζει στη δευτερογενή αγορά οµόλογα, περιλαµβανοµένων οµολόγων του ηµοσίου των κρατών µελών. 663 Η σχετική απόφαση λαµβάνεται από το.σ. Το εν λόγω Πρόγραµµα έχει αποτελέσει αντικείµενο έντονων διχογνωµιών. Επισηµαίνεται σχετικά ότι δύο µέλη του.σ. της ΕΚΤ έχουν παραιτηθεί, λόγω αντιρρήσεων, ο ιοικητής της κεντρικής τράπεζας της Γερµανίας δεν είναι φειδωλός στη δηµόσια διατύπωση της διαφωνίας του, ενώ εκκρεµεί σχετική υπόθεση στο γερµανικό συνταγµατικό δικαστήριο (οι προσφεύγοντες εκτιµούν ότι πρόκειται για µέτρο 'ultra vires'). 662 Αναφορικά µε τα µέτρα που ελήφθησαν από τις κεντρικές τράπεζες διεθνώς εκείνην την περίδο, βλέπε Committee on the Global Financial System (2008). 663 Η αγορά από την ΕΚΤ οµολόγων του ηµοσίου στην πρωτογενή αγορά (δηλαδή κατά την έκδοσή τους) απαγορεύεται ρητά βάσει του άρθρου 123, παρ. 1 της ΣΛΕΕ (βλέπε σχετικά ανωτέρω την ενότητα IV της παρούσας µελέτης, υπό Γ 1.2). 212

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Γ. Συναλλαγµατική πολιτική (α) Οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 219 της ΣΛΕΕ (άρθρο 111, παρ. 1 και 2 της ΣΕΚ) αναφέρονται στη ενιαία συναλλαγµατική πολιτική στην Ένωση, η οποία ρυθµίζεται σε σχέση µε δύο εναλλακτικά καθεστώτα: την περίπτωση που (όπως σήµερα) το ευρώ κυµαίνεται ελεύθερα στις αγορές, στο πλαίσιο της λειτουργίας ενός διεθνούς (µη) συστήµατος κυµαινόµενων συναλλαγµατικών ισοτιµιών (βλέπε κατωτέρω, υπό 2), και την περίπτωση που το ευρώ ενδέχεται να συµµετάσχει στο µέλλον σε ένα διεθνές σύστηµα είτε σταθερών συναλλαγµατικών ισοτιµιών (όπως, π.χ., το σύστηµα του Bretton Woods που λειτούργησε από το 1945 µέχρι το 1971 στο πλαίσιο του ιεθνούς Νοµισµατικού Ταµείου), είτε ελεγχόµενα κυµαινόµενων συναλλαγµατικών ισοτιµιών (υπό 3). Επισηµαίνεται ότι τόσο η παρ. 1 όσο και η παρ. 2 του άρθρου 219 δεν εφαρµόζονται στις σχέσεις µεταξύ του ευρώ και των νοµισµάτων των κρατών µελών για τα οποία ισχύει παρέκκλιση, οι οποίες διέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 142 της ΣΛΕΕ. 664 (β) Με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου (άρθρο 111, παρ. 3 της ΣΕΚ) καθορίζεται η διαδικασία που εφαρµόζεται, κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του άρθρου 218 της Συνθήκης, όταν η Ένωση διαπραγµατεύεται διµερείς ή πολυµερείς διεθνείς συµφωνίες για νοµισµατικά ή συναλλαγµατικά θέµατα µε τρίτα κράτη ή διεθνείς οργανισµούς. Τέλος, µε την παρ. 4 του άρθρου 219 (άρθρο 111, παρ. 5 της ΣΕΚ) οριοθετείται η εξουσία δυνατότητα των κρατών µελών για αυτοτελή διαπραγµάτευση σε διεθνείς φορείς και τη σύναψη διεθνών συµφωνιών (βλέπε κατωτέρω, υπό 4). Οι διατάξεις του άρθρου 219, οι οποίες ισχύουν από την έναρξη του τρίτου σταδίου, δεν εφαρµόζονται στα κράτη µέλη για τα οποία ισχύει παρέκκλιση, ούτε στο Ηνωµένο Βασίλειο. 665 Επιπλέον, τα εν λόγω κράτη µέλη δεν έχουν δικαίωµα ψήφου στο Συµβούλιο κατά τη λήψη των αποφάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 219. 666 2. Η ενιαία συναλλαγµατική πολιτική στο πλαίσιο ενός διεθνούς συστήµατος ελεύθερα κυµαινοµένων συναλλαγµατικών ισοτιµιών Στα βασικά καθήκοντα του ΕΣΚΤ εµπίπτουν, µεταξύ άλλων, η διενέργεια πράξεων συναλλάγµατος, δηλαδή η άσκηση της συναλλαγµατικής πολιτικής σε ένα σύστηµα κυµαινοµένων συναλλαγµατικών ισοτιµιών σύµφωνα µε τις διατάξεις (δηλαδή µε την επιφύλαξη) του άρθρου 219 και η διαχείριση των συναλλαγµατικών διαθεσίµων των κρατών µελών. Η επιφύλαξη που διατυπώνεται στην παρ. 2 του άρθρου 127 οφείλεται στο γεγονός ότι η χάραξη της ενιαίας συναλλαγµατικής πολιτικής του ευρώ δεν έχει ανατεθεί πλήρως στο ΕΣΚΤ: ούτε στην περίπτωση που το ενιαίο νόµισµα συµµετέχει σε ένα διεθνές σύστηµα σταθερών ή ελεγχόµενα κυµαινοµένων συναλλαγµατικών ισοτιµιών, ούτε στην εδώ εξεταζόµενη περίπτωση που η ισοτιµία του επιτρέπεται να κυµαίνεται ελεύθερα στις αγορές συναλλάγµατος. 664 Βλέπε σχετικά κατωτέρω την ενότητα Χ της παρούσας µελέτης, υπό Γ. 665 Πρωτόκολλο (αριθ. 15), παρ. 4. 666 ΣΛΕΕ, άρθρο 139, παρ. 4, και Πρωτόκολλο (αριθ.) 15, παρ. 6, αντίστοιχα. 213

Το ζήτηµα του καθορισµού του φορέα που πρέπει να είναι αρµόδιος για τη χάραξη της ενιαίας συναλλαγµατικής πολιτικής της Ένωσης, εφόσον το ενιαίο νόµισµα δεν συµµετέχει σε ένα διεθνές σύστηµα σταθερών ή ελεγχόµενα κυµαινοµένων συναλλαγµατικών ισοτιµιών, υπήρξε ένα από τα πιο αµφιλεγόµενα κατά τη σύνταξη της Συνθήκης του Μάαστριχτ. 667 (α) Σύµφωνα µε µια άποψη, η χάραξη της ενιαίας συναλλαγµατικής πολιτικής έχει οιονεί πολιτικό χαρακτήρα και ως εκ τούτου πρέπει να αποτελεί αρµοδιότητα του Συµβουλίου. Η άποψη αυτή βασίστηκε και στην πρακτική των κρατών µελών, στα δεκατρία εκ των οποίων η κυβέρνηση ήταν (ή στην περίπτωση των κρατών µελών για τα οποία ισχύει παρέκκλιση και του Ηνωµένου Βασιλείου είναι), αυτοτελώς ή συντρεχόντως µε την κεντρική τράπεζα, αρµόδια για τη χάραξη της εθνικής συναλλαγµατικής πολιτικής. (β) Στον αντίποδα, υποστηρίχθηκε ότι η συναλλαγµατική πολιτική οφείλει να χαράσσεται από τον ίδιο φορέα που είναι επιφορτισµένος και µε τη χάραξη της ενιαίας νοµισµατικής πολιτικής, δεδοµένου ότι η άσκηση της πρώτης έχει άµεση επίδραση στην αποτελεσµατικότητα της δεύτερης, εφόσον µε αυτήν επιδιώκεται ο στόχος της διατήρησης της σταθερότητας του επιπέδου των τιµών. Κάτω από αυτήν την οπτική, τόσο η χάραξη όσο και η άσκηση της συναλλαγµατικής πολιτικής έπρεπε να ανατεθούν στο ΕΣΚΤ. Σύµφωνα µε τη συµβιβαστική ρύθµιση που υιοθετήθηκε τελικά, εφόσον το ευρώ δεν συµµετέχει σε διεθνές σύστηµα σταθερών ή ελεγχόµενα κυµαινοµένων συναλλαγµατικών ισοτιµιών, το Συµβούλιο είναι αρµόδιο για τη διατύπωση «γενικών προσανατολισµών» σχετικά µε την ενιαία συναλλαγµατική πολιτική της Ένωσης έναντι των νοµισµάτων τρίτων χωρών. 668 Οι εν λόγω γενικοί προσανατολισµοί διατυπώνονται µε απόφαση του οργάνου, η οποία λαµβάνεται, είτε µετά από σύσταση της Επιτροπής και διαβούλευση µε την ΕΚΤ, είτε µετά από σύσταση της ΕΚΤ. 669 Η αρµοδιότητα αυτή του Συµβουλίου οριοθετείται, πάντως, από την ανάγκη τήρησης του πρωταρχικού στόχου του ΕΣΚΤ, δηλαδή της διατήρησης της σταθερότητας του επιπέδου των τιµών. 670 Η εν λόγω οριοθέτηση απορρέει σαφώς και από τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 219, σύµφωνα µε την οποία πρωταρχικός στόχος κατά τον καθορισµό και την άσκηση τόσο της ενιαίας νοµισµατικής όσο και της ενιαίας συναλλαγµατικής πολιτικής αποτελεί η διατήρηση της σταθερότητας του επιπέδου των τιµών. Στο πλαίσιο αυτό, στο Ψήφισµα που εξέδωσε το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο του Λουξεµβούργου το εκέµβριο του 1997 προβλέπεται ότι το Συµβούλιο πρέπει να προβαίνει σε διατύπωση των γενικών προσανατολισµών: µόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις (όπως σε περίπτωση προφανών στρεβλώσεων), πάντοτε µε σεβασµό στην ανεξαρτησία της ΕΚΤ και των εθνικών κεντρικών τραπεζών, και σε συνέπεια µε το στόχο της διατήρησης της σταθερότητας του επιπέδου των τιµών. 671 667 Βλέπε σχετικά Smits (1997), σελ. 375-376. 668 ΣΛΕΕ, άρθρο 219, παρ. 2, α εδάφιο. 669 Ibid. Αναφορικά µε την προβληµατική που έχει αναπτυχθεί ως προς τη δεσµευτικότητα των εν λόγω γενικών προσανατολισµών, βλέπε Hahn (2000), σελ. 203-205. 670 ΣΛΕΕ, άρθρο 219, παρ. 2, β εδάφιο. 671 Ψήφισµα Εευρωπαϊκού Συµβουλίου, 13.12.1997, παρ. 8. 214

3. Συµµετοχή του ευρώ σε διεθνές σύστηµα σταθερών ή ελεγχόµενα κυµαινοµένων συναλλαγµατικών ισοτιµιών 3.1 Εισαγωγικές παρατηρήσεις Με την παρ. 1 του άρθρου 219 καθιερώθηκαν ειδικές διατάξεις αναφορικά µε τη συµµετοχή του ευρώ σε ένα διεθνές σύστηµα είτε σταθερών είτε ελεγχόµενα κυµαινόµενων συναλλαγµατικών ισοτιµιών έναντι των νοµισµάτων τρίτων κρατών. Ειδικότερα: το πρώτο εδάφιο αναφέρεται στη σύναψη τυπικών συµφωνιών αναφορικά µε τη συµµετοχή του ευρώ σε ένα τέτοιο διεθνές σύστηµα συναλλαγµατικών ισοτιµιών (κατωτέρω, υπό 3.2), τα δύο επόµενα εδάφια αναφέρονται στην έγκριση, προσαρµογή ή εγκατάλειψη των κεντρικών ισοτιµιών του ευρώ εντός του διεθνούς συστήµατος (υπό 3.3). 3.2 Σύναψη τυπικών συµφωνιών για τη συµµετοχή του ευρώ σε ένα διεθνές σύστηµα σταθερών ή ελεγχόµενα κυµαινοµένων συναλλαγµατικών ισοτιµιών Αρµόδιο όργανο για τη σύναψη τυπικών συµφωνιών αναφορικά µε τη συµµετοχή του ευρώ σε ένα σύστηµα σταθερών ή ελεγχόµενα κυµαινοµένων συναλλαγµατικών ισοτιµιών είναι το Συµβούλιο. Με τη πρώην ήλωση για το άρθρο 111 που ήταν προασαρτηµένη στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, διευκρινίστηκε ότι µε τον όρο «τυπικές συµφωνίες» δεν καθιερώνεται µια νέα κατηγορία διεθνών συµφωνιών στο κοινοτικό δίκαιο. Ο όρος χρησιµοποιείται πράγµατι σε αντιδιαστολή προς τις άτυπες συµφωνίες µεταξύ κυβερνήσεων ή/και κεντρικών τραπεζών για παρεµβάσεις στις αγορές συναλλάγµατος στο πλαίσιο της λειτουργίας διεθνών συστηµάτων κυµαινοµένων συναλλαγµατικών ισοτιµιών (τα οποία ρυθµίζονται, πλέον, σύµφωνα µε τα προαναφερθέντα, από τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 219). 672 Η απόφαση για τη σύναψη αυτών των τυπικών συµφωνιών λαµβάνεται, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 218 της ΣΛΕΕ, σύµφωνα µε την ακόλουθη διαδικασία: (α) Κατ αρχήν η µεθόδευση τόσο των διαπραγµατεύσεων όσο και της σύναψης των τυπικών συµφωνιών (που προηγείται της σύναψής τους) αποτελεί αρµοδιότητα του Συµβουλίου, η οποία ασκείται σύµφωνα µε την παρ. 3 του άρθρου 219. Με τις διατάξεις της εν λόγω παραγράφου, οι οποίες εφαρµόζονται σε κάθε περίπτωση που η Ένωση διαπραγµατεύεται συµφωνίες για νοµισµατικά ή συναλλαγµατικά θέµατα, καθορίζεται ότι, επίσης κατά παρέκκλιση από το άρθρο 218: η διαδικασία λήψης της σχετικής απόφασης ενεργοποιείται από την Επιτροπή η οποία υποβάλλει σχετική Σύσταση, απαιτείται διαβούλευση µε την ΕΚΤ (όχι όµως στην περίπτωση αυτή και µε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο), για τη λήψη της απόφασης του Συµβουλίου αρκεί ειδική πλειοψηφία, η µεθόδευση πρέπει να εξασφαλίζει ότι η Ένωση εκφράζει µια ενιαία θέση, ανεξάρτητα από το σε ποιόν έχει ανατεθεί η διεξαγωγή των διαπραγµατεύσεων, και στις διαπραγµατεύσεις πρέπει να συµπράττει πλήρως η Επιτροπή. 672 Βλέπε σχετικά Smits (1997), σελ. 386-387. 215

(β) Η πρωτοβουλία για τη σύναψη των τυπικών συµφωνιών πρέπει να προέρχεται είτε από την Επιτροπή είτε από την ΕΚΤ µε την υποβολή σχετικής Σύστασης. (γ) Πριν λάβει την απόφασή του, το Συµβούλιο υποχρεούται να έχει διαβουλευτεί µε την ΕΚΤ, µε σκοπό να επιτευχθεί γενική συναίνεση σύµφωνα µε το στόχο της σταθερότητας των τιµών. ιαβούλευση πρέπει να έχει προηγηθεί και µε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. (δ) Λόγω της ιδιαίτερης σηµασίας του θέµατος, η απόφαση του Συµβουλίου πρέπει να λαµβάνεται µε οµοφωνία. 3.3 Έγκριση, προσαρµογή ή εγκατάλειψη των κεντρικών ισοτιµιών του ευρώ εντός του διεθνούς συστήµατος Το Συµβούλιο είναι, επίσης, αρµόδιο να λαµβάνει, µε ειδική πλειοψηφία, τις αποφάσεις που αφορούν την έγκριση, προσαρµογή ή εγκατάλειψη των κεντρικών ισοτιµιών του ευρώ εντός του διεθνούς συστήµατος σταθερών ή ελεγχόµενα κυµαινοµένων συναλλαγµατικών ισοτιµιών στο οποίο συµµετέχει. 673 Ο ρόλος της ΕΚΤ περιορίζεται και στην περίπτωση αυτή αφενός µεν στην ενεργοποίηση της διαδικασίας, µε την υποβολή Σύστασης (συντρεχόντως προς την Επιτροπή), και αφετέρου στη συµµετοχή σε διαβούλευση µε το Συµβούλιο µε σκοπό την επίτευξη γενικής συναίνεσης σύµφωνα µε το στόχο της διατήρησης της σταθερότητας του επιπέδου των τιµών. Αντίθετα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενηµερώνεται (απλώς) σχετικά µε την έγκριση, την προσαρµογή ή την εγκατάλειψη της κεντρικής ισοτιµίας του ευρώ. 674 4. ιαπραγµατευτική εξουσία των κρατών µελών Με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 219 ορίζεται ότι τα κράτη µέλη διατηρούν την εξουσία τόσο αυτοτελούς διαπραγµάτευσης στο πλαίσιο διεθνών φορέων όσο και σύναψης διεθνών συµφωνιών. Η δυνατότητα αυτή οριοθετείται, πάντως, από την αρµοδιότητα και τις συµφωνίες της Ένωσης για την ΟΝΕ. Η ελληνική µετάφραση της παρ. 4 του άρθρου 219 της ΣΛΕΕ κάνει λόγο για «διεθνείς οργανισµούς». εδοµένου ότι ο αντίστοιχος όρος στην αγγλική µετάφραση είναι international bodies και όχι international organisations, ενώ και στη γερµανική εχρησιµοποιείται ο όρος internationale Gremien και όχι internationale Organisationen, η χρήση του όρου διεθνείς οργανισµοί είναι εσφαλµένη ως περιοριστική, καθώς δεν καλύπτει εννοιολογικά, όπως οφείλει: ούτε τα διεθνή διακυβερνητικά fora (όπως το G-7, το G-10 και το G-20), ούτε τα διεθνή fora µε τη συµµετοχή κεντρικών τραπεζών ή/και εποπτικών αρχών (όπως π.χ. η Επιτροπή της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία). 673 ΣΛΕΕ, άρθρο 219, παρ. 1, γ εδάφιο, βλέπε αναλυτικά Smits (1997), σελ. 393-395. 674 Ibid, άρθρο 219, παρ. 1, δ εδάφιο. 216