Α Αβρόχοις ποσί: μ άβρεχτα πόδια //μτφρ. χωρίς κόπο, χωρίς προσπάθεια. ἄγομαι και φέρομαι: καθοδηγούμαι ακούσια, εξουσιάζομαι. ἀγρόν ἠγόραζε : αγόραζε αγρό // μτφρ. αδιαφόρησε, περιφρόνησε. ἄελπτον οὐδέν : τίποτα το ανέλπιστο // καθόλου απροσδόκητο. ἀέρα δέρεις: γδέρνεις τον αέρα // μτφρ. ματαιοπονείς. αἰέν ἀριστεύειν: πάντοτε να αριστεύεις / -ετε. Την παροιμιώδη φράση είπε ο Γλαύκος στον Διομήδη (Ζ,208). Η φράση υπάρχει επίσης στο έμβλημα του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας και στη σημαία του Σώματος Ελληνίδων Οδηγών ( ΣΕΟ) ἄκρον ἄωτον: υπέρτατο όριο, αποκορύφωμα. ἀλήστου μνήμης: που δεν ξεχνιέται, αείμνηστος, αλησμόνητος. ἄλλ ἀντ ἄλλων: άλλα αντί για άλλα, ασυναρτησίες. ἅμα τῇ ἀφίξει: με την άφιξη, ταυτόχρονα με τον ερχομό. ἅμ ἔπος ἅμ ἔργον: ταυτόχρονα με το λόγο και η πράξη, μόλις το είπε το έκανε κιόλας. Η φράση υπάρχει στο έμβλημα του Μηχανικού του ελληνικού στρατού. ( Ηροδ.III, 135) ἀμισθί: χωρίς μισθό, χωρίς αμοιβή. ἀναφανδόν: ολοφάνερα, ανεπιφύλακτα.
ἀνδρῶν ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος: για τους επιφανείς ανθρώπους είναι τάφος όλη η γη// ο τάφος των ένδοξων ανθρώπων έχει παγκόσμια διάσταση. Παροιμιώδης φράση από τον Επιτάφιο του Περικλή (Θουκ.II,43,3). ἄνευ πτερῶν ζητεῖς ἵπτασθαι: ενώ δεν έχεις φτερά προσπαθείς να πετάς// μτφρ. ματαιοπονείς για ακατόρθωτα πράγματα. ἀντλῶ εἰς πίθον Δαναΐδων: ρίχνω νερό στο πιθάρι των Δαναΐδων // μτφρ. ματαιοπονώ, κοπιάζω δίχως αντίκρισμα. ἀπέχω παρασάγγας: απέχω παρασάγγες // μτφρ. απέχω πάρα πολύ. ἀποδιοπομπαῖος τράγος: τράγος που τον διώχνουν από παντού // μτφρ. άνθρωπος που του καταλογίζουν τις ευθύνες των άλλων, εξιλαστήριο θύμα. ἀποκηρύσσω μετά βδελυγμίας: αποδοκιμάζω δημόσια με αηδία. ἀπονενοημένον διάβημα: πράξη απελπισίας, ενέργεια απόγνωσης, ασυλλόγιστη πράξη // η αυτοκτονία. ἀποφράς ἡμέρα: δυσοίωνη μέρα, καταραμένη μέρα. ἀσκαρδαμυκτί: χωρίς ανοιγοκλείσιμο των ματιών, με προσηλωμένο βλέμμα. αὐθωρεί καὶ παραχρῆμα: την ίδια στιγμή και αμέσως. αὐτήκοος μάρτυς: μάρτυρας που άκουσε με τα ίδια του τα αυτιά. αὐτός καθ εαυτόν: αυτός ο ίδιος.
Β βαδίζει την πεπατημένη: βαδίζει τον πεπατημένο δρόμο, ακολουθεί γνωστό δρόμο // μτφρ. Ζει σύμφωνα με τα ήθη και τα έθιμα, είναι συντηρητικός, βαδίζει με σιγουριά. βίος αβίωτος: ζωή που δεν μπορεί κανείς να τη ζήσει // ζωή αφόρητη. βίος και πολιτεία: ζωή και πράξεις // μτφρ. περιπετειώδης ζωή. βοῦς ἐπὶ γλώσσῃ μέγας: μεγάλο βόδι πάνω στη γλώσσα // μτφρ. αφωνία, αλαλία, ακούσια ή εκούσια σιωπή λόγω βίας ή χρηματισμού ( πρβλ. στα νέα ελληνικά: έδεσε κόμπο τη γλώσσα του ).
Γ γελᾷ ὁ μωρός κἄν τι μή γελοῖον ᾖ: γελάει ο ανόητος κι αν ακόμη δεν υπάρχει τίποτε άξιο γέλιου // ο κουτός γελάει ακόμη κι όταν δεν υπάρχει τίποτα το φαιδρό. γῆ καὶ ὕδωρ: χώμα και νερό // μτφρ. πλήρης υποταγή, παράδοση της χώρας χωρίς όρους. γλαῦκ ἐς Ἀθήνας ( εν. κομίζω ) : κουκουβάγια στην Αθήνα (εν.φέρει) // η φράση λέγεται για ανθρώπους που μιλούν για κοινά πράγματα, πολύ γνωστά και τα παρουσιάζουν ως νέα και πρωτάκουστα. Γλῶτταν ἴσχε: να συγκρατείς τη γλώσσα σου. Γνῶθι σαὐτόν: γνώρισε τον εαυτό σου, να πετύχεις την αυτογνωσία. Η φράση αυτή αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις αρχές της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας. Ήταν χαραγμένη στο μαντείο των Δελφών. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα κατά πάσα πιθανότητα λέχθηκε από τον Χίλωνα τον Λακεδαιμόνιο. Ο Ξενοφώντας όμως την αποδίδει στον Σωκράτη. Είναι βέβαιο ότι λεγόταν συχνά από τον Σωκράτη. Ήταν κατά κάποιον τρόπο αξίωμά του.
Δ δαμόκλειος σπάθη: σπαθί του Δαμοκλή // μτφρ. επαπειλούμενος κίνδυνος, επερχόμενος κίνδυνος ( ενώ αρχικά δε φαίνεται ). Η φράση χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ξαφνικό κίνδυνο είτε μια κατάσταση, ενώ δείχνει να είναι ομαλή, στην ουσία όμως κρύβει επαπειλούμενες συμφορές. Ο Δαμοκλής ήταν αυλικός του τυράννου των Συρακουσών Διονυσίου του πρεσβύτερου. Με διαταγή του Διονύσιου κάθησε στον βασιλικό θρόνο τιμώμενος ως βασιλιάς. Όταν κοίταξε ψηλά είδε ένα σπαθί δεμένο στην οροφή με τρίχες αλόγου. Τότε τρομαγμένος ζήτησε από τον τύραννο να τον απαλλάξει από το τιμητικό αξίωμα. δεῖ δὲ χρημάτων: υπάρχει λοιπόν ανάγκη χρημάτων // πρέπει να βρεθούν χρήματα, δεν μπορεί να γίνει κάτι χωρίς χρήματα. δεῦρο ἔξω: έξω εδώ ( εν. βγες ). δεῦρο: τοπικό επίρρημα σε θέση προστακτικής ( =έλα ) διά ζώσης: προφορικά, με προφορικό λόγο. διὰ μακρῶν: αναλυτικά, διεξοδικά, παρατεταμένα. διὰ πυρός και σιδήρου: με φωτιά και σίδηρο, με πυρπολήσεις και σκοτωμούς // μτφρ. χρησιμοποιώντας κάθε βίαιο μέσο, μέσα από ταλαιπωρίες και κινδύνους.
διαρρηγνύω τὰ ἱμάτια: σκίζω τα ρούχα // μτφρ. διαμαρτύρομαι σε έντονο βαθμό. Η φράση χρησιμοποιείται από κάποιον που θέλει να υποστηρίξει ότι έχει δίκαιο ή ότι είναι αθώος. Η «διάρρηξις των ιματίων» ήταν διαδεδομένη συνήθεια μεταξύ των Ιουδαίων, για να δείξουν την αγανάκτησή τους. διυλίζοντες τον κώνωπα, τὴν δέ κάμηλον καταπίνοντες: διυλίζοντας το κουνούπι, αλλά καταπίνοντας την καμήλα // δίνοντας σημασία στα ασήμαντα, αλλά παραβλέποντας τα καίρια. δός μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσω: δωσ μου κάπου να σταθώ και τη γη θα κινήσω // μτφρ. δώσε μου τις προϋποθέσεις και θα πετύχω. Η φράση χρησιμοποιείται από κάποιον που χρειάζεται μια μικρή βοήθεια για να αρχίσει ένα έργο ή που χρειάζεται ορισμένες προϋποθέσεις για να πραγματοποιήσει το σκοπό του. Η φράση ειπώθηκε από τον Αρχιμήδη, φυσικό, μαθηματικό και μηχανικό από τις Συρακούσες της Κάτω Ιταλίας, όταν με συνδυασμούς μοχλών κατάφερε να ανυψώσει μεγάλο βάρος. Με τη φράση αυτή ήθελε να τονίσει ότι με την κατάλληλη βάση και κατάλληλο συνδυασμό μοχλών θα μπορούσε να σηκώσει ένα βάρος, όσο μεγάλο κι αν είναι. δρυός πεσούσης πᾶς ἀνήρ ξυλεύεται: όταν η δρυς πέσει, ο κάθε άνθρωπος κόβει ξύλα // μτφρ. όταν κάποιος φτάσει σε κατάσταση ένδειας, όλοι προσπαθούν να επωφεληθούν, όταν κάποιος δυστυχήσει, όλοι φροντίζουν να αποκομίσουν κέρδη από την κακοτυχία του.