Ενότητα Β4: Η εκπαίδευση σε αριθμούς. Η έκθεση του ΟΟΣΑ για την ελληνική εκπαίδευση. Μύθοι και πραγματικότητα Ανδρέας Παπαδαντωνάκης (Συντονιστής), Αγγελική Αθανασακοπούλου, Κατερίνα Ανδριτσάκη, Ιωάννης Βαρδαλαχάκης, Εύη Παναγιωτοπούλου. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Οι ετήσιες εκθέσεις του ΟΟΣΑ για την εκπαίδευση στις χώρες-μέλη του, αλλά και η εξειδικευμένη έκθεση για την ελληνική εκπαίδευση που εκπονήθηκε από τον οργανισμό κατόπιν παραγγελίας της ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας το 2011, έχουν αξιοποιηθεί στην εφαρμογή των αντιεκπαιδευτικών πολιτικών των τελευταίων ετών. Παράλληλα, η ψήφιση του Ν.4336/15 (Μνημόνιο 3), προβλέπει την «προσαρμογή» των μεγεθών της ελληνικής εκπαίδευσης στις συστάσεις ΟΟΣΑ, αφού πρώτα επικαιροποιηθεί η έκθεση για την ελληνική εκπαίδευση. Γίνεται έτσι σαφές, ότι ο «εξορθολογισμός» και η επιστημονική εγκυρότητα, αξιοποιούνται για περικοπές της, ήδη πενιχρής, χρηματοδότησης της δημόσιας εκπαίδευσης. Άλλωστε, τα πορίσματα και οι προτάσεις του ΟΟΣΑ- που δεν είναι ιδεολογικά ουδέτερα- διαπερνώνται από την αντίληψη για μία Παιδεία που αξιολογείται μόνον ποσοτικά και σε όρους οικονομικής αποδοτικότητας. Σε ότι αφορά την Ελλάδα, τα στοιχεία που παρατίθενται στις εκθέσεις του ΟΟΣΑ επιχειρούν να σκιαγραφήσουν ένα υπερβολικά δαπανηρό και ταυτόχρονα αναποτελεσματικό εκπαιδευτικό σύστημα. Παρά το γεγονός ότι αναγνωρίζεται πως οι Έλληνες εκπαιδευτικοί αμείβονται σημαντικά χαμηλότερα σε σχέση με τους συναδέλφους τους διεθνώς, η δαπάνη ανά μαθητή εμφανίζεται υψηλότερη του διεθνούς μέσου όρου, κάτι που αποδίδεται είτε στις λιγότερες ώρες τις οποίες εργάζονται οι εκπαιδευτικοί και στο μικρότερο μέγεθος των ελληνικών τάξεων (ΟΟΣΑ, 2011, σελ. 8). Ως εκ τούτου, οι πολιτικές που προτείνονται περιλαμβάνουν την αύξηση του διδακτικού ωραρίου, την αύξηση του αριθμού των μαθητών σε κάθε τάξη, καθώς και τη συγχώνευση ή την κατάργηση σχολικών μονάδων, τομέων και ομάδων προσανατολισμού. Στην παρούσα ενότητα παρουσιάζονται οι επεξεργασίες της ερευνητικής ομάδας που εργάστηκε πάνω στην θεματική ενότητα «Η εκπαίδευση σε αριθμούς. Η έκθεση του ΟΟΣΑ για την ελληνική εκπαίδευση. Μύθοι και πραγματικότητα». Σε αυτές γίνεται εμφανές ότι η εικόνα που επιχειρείται να αποδοθεί στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα οφείλεται στην επιλεκτική ή εσφαλμένη χρήση στοιχείων ή στην αγνόηση σημαντικών παραμέτρων που επηρεάζουν τις τιμές των εκπαιδευτικών δεικτών Οι μισθοί των Ελλήνων εκπαιδευτικών Αξιοποιώντας τα στοιχεία της έκθεσης του Δικτύου Ευρυδίκη 2014/15 και της Eurostat για το 2015 εξάγονται ενδιαφέροντα συμπεράσματα για το μισθό του Έλληνα εκπαιδευτικού, που έχει συρρικνωθεί τα τελευταία χρόνια από την οικονομική κρίση. Συγκεκριμένα, από την ανάλυση των δεδομένων προκύπτει ότι το 25% του συνόλου των χωρών που εξετάζονται στην έκθεση που δημοσίευσε το Δίκτυο Ευρυδίκη διαθέτει για τον κατώτερο μισθό των εκπαιδευτικών περισσότερα χρήματα από το κατά κεφαλήν Α.Ε.Π. τους (πάνω από το 100%). Όπως φαίνεται η Ελλάδα δε βρίσκεται ανάμεσα σε αυτές τις χώρες. Δε φαίνεται μάλιστα το γεγονός αυτό να συνδέεται με τον πλούτο των χωρών, αφού 1
σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat για το 2015 το κατά κεφαλήν Α.Ε.Π. της χώρας μας αντιστοιχεί σε υψηλότερο ποσοστό του μέσου όρου της Ε.Ε. (71%) σε σχέση με την Π.Γ.Δ.Μ. (37%), με την Τουρκία (53%) και με τη Σερβία (36%). Ακόμη,το 47% του συνόλου των χωρών που εξετάζονται στην έκθεση διαθέτει περισσότερο από το 150% του Α.Ε.Π. τους για τον ανώτερο μισθό των εκπαιδευτικών των γυμνασίων τους. Για άλλη μια φορά η Ελλάδα δεν είναι ανάμεσα σε αυτές τις χώρες. Οι εκπαιδευτικοί της Σερβίας, της Π.Γ.Δ.Μ. και της Τουρκίας ανήκουν σε αυτή την κατηγορία, αν και το κατά κεφαλήν Α.Ε.Π. τους αντιστοιχεί σε πολύ μικρότερα ποσοστά του μέσου όρου της Ε.Ε σε σχέση με τα ποσοστά των χωρών της Γερμανίας (125%), του Λουξεμβούργου (271%) και των Κάτω Χωρών (129%), που βρίσκονται στην ίδια κατηγορία. Παράλληλα, το 50% του συνόλου των χωρών, που εξετάζονται, παρουσιάζουν μια διαφορά κατώτερου και ανώτερου μισθού άνω των 50 μονάδων. Η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα σε αυτές τις χώρες με διαφορά 67 μονάδες. Πολύ υψηλά επίπεδα διαφοράς εντοπίζονται στις περιπτώσεις της Κύπρου (180 μονάδες), της Πορτογαλίας (περίπου 123 μονάδες) και των Κάτω Χωρών (περίπου 102 μονάδες). Αυτή η πραγματικότητα έχει δύο όψεις. Οι τόσο διευρυμένες διαφορές μπορεί να δημιουργούν προσδοκίες στους νέους εκπαιδευτικούς για μια σημαντική μισθολογική αύξηση με την πάροδο των χρόνων. Από την άλλη πλευρά, αποθαρρύνουν αυτούς που θέλουν να υπηρετήσουν το χώρο της εκπαίδευσης, αφού ο κατώτερος μισθός έχει μεγάλη διαφορά από τον τελικό στόχο. Πέρα από αυτά, είναι προφανές ότι με τις διαφορές αυτές δημιουργούνται μεγάλες ανισότητες ανάμεσα στους συναδέλφους. Κοντά σε αυτά, το 55% του συνόλου των χωρών της έκθεσης διαθέτει περισσότερα χρήματα για τον κατώτερο ετήσιο μισθό των εκπαιδευτικών τους στο γυμνάσιο σε σχέση με την Ελλάδα. Όπως φαίνεται το 45% των χωρών δίνουν λιγότερα χρήματα από την Ελλάδα για τον κατώτερο μισθό. Στην πρώτη κατηγορία βρίσκονται χώρες που είναι οικονομικά ισχυρές και οι πολίτες τους έχουν υψηλό βιοτικό επίπεδο. Παραδειγματικά αναφέρουμε τη Γερμανία, το Λουξεμβούργο, την Αυστρία και τις Κάτω Χώρες. Από την άλλη πλευρά, περίπου το 57% των εξεταζόμενων χωρών διαθέτει περισσότερα χρήματα για τον ανώτερο μισθό του εκπαιδευτικού στο γυμνάσιο σε σχέση με την Ελλάδα και το 43% των χωρών δίνει λιγότερα χρήματα. Σε αυτήν την κατηγορία συναντούμε τις ίδιες χώρες που δίνουν και υψηλότερους κατώτερους μισθούς σε σχέση με την Ελλάδα. Η μόνη χώρα που έχει υψηλότερο κατώτερο μισθό εκπαιδευτικού από την Ελλάδα αλλά χαμηλότερο ανώτερο από την Ελλάδα είναι η Μάλτα. Η οικονομική διαφορά των δύο χωρών είναι μόλις 142 ευρώ. Τέλος, το 21% του συνόλου των χωρών της ευρωζώνης διαθέτει λιγότερα χρήματα για τον κατώτερο ακαθάριστο μισθό των εκπαιδευτικών τους σε σχέση με την Ελλάδα. Συγκεκριμένα, η Εσθονία, η Σλοβακία, η Λετονία και η Λιθουανία κινούνται πιο χαμηλά από τη χώρα μας. Από την άλλη πλευρά, το 74% των χωρών έχει υψηλότερους κατώτερους μισθούς για τους εκπαιδευτικούς τους. Η εικόνα ολοκληρώνεται με το περίπου 58% των χωρών της ευρωζώνης να δίνει περίπου τα διπλάσια χρήματα για τον κατώτερο ακαθάριστο μισθό από αυτά που δίνει η Ελλάδα. 2
Oργάνωση του σχολικού χρόνου στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση στις χώρες της ΕΕ. (πηγή Ευρυδίκη «organization of school time in Europe 2015/2016 school year) Έναρξη σχολικού έτους. Παρά τις κάποιες διαφορές οι χώρες της Ευρώπης παρουσιάζουν αρκετές ομοιότητες όσο αναφορά τη δομή του σχολικού έτους. Περίπου στο ένα τρίτο των Ευρωπαϊκών χωρών το σχολικό έτος επίσημα αρχίζει την πρώτη Σεπτεμβρίου. Στις πέντε Σκανδιναβικές χώρες όπως επίσης και στην Ολλανδία, Ελβετία και το Λιχνενστάιν γενικότερα το σχολικό έτος ξεκινάει στη μέση και προς το τέλος Αυγούστου. Στη Νότια Ευρώπη η ημερομηνία έναρξης είναι συνήθως το πρώτο μισό του Σεπτεμβρίου(πχ Ελλάδα, Ιταλία, Μάλτα, Πορτογαλία. Η κατανομή των διακοπών κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους Εκτός από τις διακοπές του καλοκαιριού σε όλη την Ευρώπη, υπάρχουν άλλες 4 κύριες περίοδοι σχολικών διακοπών- αργιών: «φθινοπωρινές διακοπές» διακοπές Χριστουγέννων πρωτοχρονιάς, διακοπές του «χειμώνα- καρναβαλιού» καθώς επίσης και διακοπές Πάσχα/ άνοιξης. Με εξαίρεση τις διακοπές Χριστουγέννων πρωτοχρονιάς, οι άλλες σχολικές διακοπές ποικίλουν και σε χρονικό διάστημα και σε χρονική στιγμή. Καθώς μερικές 3
από αυτές τις διακοπές συνδέονται με «κινητές εορτές» Αποκριές καρναβάλι, Πάσχα, το διάστημα που πραγματοποιούνται αλλάζει σχετικά κάθε χρόνο. Πέρα από αυτές τις διακοπές που είναι κοινές, σε όλες τις χώρες υπάρχουν επιπρόσθετες αργίες ανάλογα με κάποιες κοινωνικές ή θρησκευτικές περιστάσεις. Η χρονική περίοδος και οι ημερομηνίες των σχολικών διακοπών μπορεί να διαφέρουν μέσα στην ίδια χώρα. Σε μερικές χώρες όπως Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία, Αυστρία και Ελβετία οη περιφέρεια παίρνει αποφάσεις σχετικά με αυτό. Στην Νορβηγία και Σουηδία αυτό είναι αρμοδιότητα των Δήμων ενώ στην Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο (Αγγλία Ουαλία) το σχολικό ημερολόγιο αυτό αποφασίζεται καθαρά σε σχολικό επίπεδο αν και αυτή η ελευθερία καθορισμού την σχολικών αργιών- διακοπών είναι περιορισμένη. Ο αριθμός ημερών διδασκαλίας είναι γενικά σταθερές και καθορισμένες σε κεντρικό επίπεδο. Στην Δημοκρατία της Τσεχίας, Γαλλία, Ολλανδία, Πολωνία, Σλοβακία και Σλοβενία η κεντρική διοίκηση καθορίζει διαφορετικές ημερομηνίες για κάποιες αργίες- διακοπές ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή. Λήξη μαθημάτων καλοκαιρινές διακοπές Στην Ευρώπη το σχολικό έτος γενικά τελειώνει από τέλος Μαΐου με δεύτερο μισό του Ιουλίου. Τα μέσα Ιουνίου είναι η χρονική στιγμή που οι καλοκαιρινές διακοπές αρχίζουν στις περισσότερες χώρες. Η έκταση των καλοκαιρινών διακοπών διαφοροποιείται σημαντικά ανάμεσα στις χώρες: από 6 εβδομάδες σε κάποιες περιοχές/ομοσπονδίες της Γερμανίας την Ολλανδία και το Λιχνενστάιν μέχρι 13 εβδομάδες στη Λιθουανία Λετονία Ιταλία Πορτογαλία και Τουρκία. Οι καλοκαιρινές διακοπές είναι συνήθως μικρότερης διάρκειας στις χώρες όπου έχουν πιο συχνές και μεγαλύτερης διάρκειας διακοπές κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους. Μερικές χώρες παρουσιάζουν διαφορές στην έκταση των διακοπών ανάλογα με τη βαθμίδα εκπαίδευσης. Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση οι μαθητές συνήθως φοιτούν περισσότερο χρόνο καθώς έχουν εξετάσεις στο τέλος της σχολικής χρονιάς. Συμπερασματικά Ο μέσος όρος των καθαρών εργάσιμων εβδομάδων για τους εκπαιδευτικούς κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους είναι 38 εβδομάδες. Ο μέσος όρος των θερινών διακοπών είναι 10 εβδομάδες. Ο μέσος όρος των καθαρών εργάσιμων εβδομάδων για τους μαθητές κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους είναι 36 εβδομάδες. Αναλυτικά τα παραπάνω στοιχεία αναφέρονται στον πίνακα που ακολουθεί. Αναλογία μαθητών-εκπαιδευτικών στην ελληνική δευτεροβάθμια εκπαίδευση Η αναλογία μαθητών-εκπαιδευτικών αποτελεί έναν από τους βασικούς δείκτες που περιλαμβάνονται στις ετήσιες εκθέσεις του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και την Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ). Ορίζεται ως το πηλίκο των μαθητών που φοιτούν στις διάφορες βαθμίδες τις εκπαίδευσης (Προσχολική Αγωγή, Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, Κατώτερη και Ανώτερη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση) προς το σύνολο των εκπαιδευτικών που υπηρετούν σε αυτή, αφού και τα δύο μεγέθη μετατραπούν σε ισοδύναμα πλήρους απασχόλησης. 1 1 Στο εκπαιδευτικό προσωπικό (teaching staff) περιλαμβάνεται «το επιστημονικό προσωπικό που εμπλέκεται άμεσα με τη διδασκαλία των μαθητών και περιλαμβάνει τους εκπαιδευτικούς της τάξης και τους εκπαιδευτικούς ειδικής αγωγής, καθώς και άλλους εκπαιδευτικούς, που δουλεύουν με τους μαθητές στην τάξη ως σύνολο, σε μικρές ομάδες ή ένας-προς-έναν, εντός ή εκτός μίας συμβατικής 4
Οι εκπαιδευτικοί των οποίων το διδακτικό ωράριο είναι μικρότερο του 90% του θεσπισμένου διδακτικού ωραρίου θεωρούνται εκπαιδευτικού μερικής απασχόλησης (parttime teaching staff) και μετατρέπονται σε ισοδύναμα πλήρους απασχόλησης μέσω της διαίρεσης του διδακτικού τους ωραρίου προς το θεσπισμένο ωράριο των εκπαιδευτικών πλήρους απασχόλησης. Η τιμή του συγκεκριμένου δείκτη για τη χώρα μας, σύμφωνα πάντα με τις εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ, έχει αξιοποιηθεί στο παρελθόν ως νομιμοποιητική βάση για την αιτιολόγηση της αύξησης του ωραρίου και των απολύσεων του 2013, αλλά και για τη διαρκή συγχώνευση σχολικών μονάδων και τμημάτων. Πιο συγκεκριμένα στην έκθεση για την ελληνική εκπαίδευση, που παρήγγειλε η τότε ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας από τον οργανισμό, η αναλογία μαθητών-εκπαιδευτικών είχε εκτιμηθεί, με τη χρήση παλαιότερων στοιχείων του σχολικού έτους 2006-2007, σε 7,7 για την Κατώτερη και σε 7,3 για την Ανώτερη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, αρκετά χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο που διαμορφωνόταν σε 11,5 και 11,4, αντίστοιχα (OECD, 2011, σελ 25). Στις εκθέσεις της τριετίας που ακολούθησε (OECD, 2012, 2013, 2014) ο ΟΟΣΑ δεν θα παραθέσει κάποια τιμή του συγκεκριμένου δείκτη για την Ελλάδα. Θα ακολουθήσει η υπογραφή του τρίτου Μνημονίου του Ιούλιο του 2015, όπου μεταξύ άλλων προβλέπεται ότι «οι αρχές δεσμεύονται να ευθυγραμμίσουν τον αριθμό διδακτικών ωρών ανά μέλος του προσωπικού, καθώς και την αναλογία μαθητών ανά τάξη και ανά εκπαιδευτικό, με τις βέλτιστες πρακτικές των χωρών του ΟΟΣΑ, το αργότερο έως τον Ιούνιο του 2018.» Τον Νοέμβριο του 2015, δημοσιεύεται η τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ όπου, για πρώτη φορά μετά από πέντε συνεχόμενα χρόνια όπου δεν είχαν παρατεθεί σχετικά στοιχεία, η αναλογία μαθητών-εκπαιδευτικών για την Ελλάδα εκτιμάται σε 7,7 στο σύνολο της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και εξακολουθεί να βρίσκεται σε σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα συγκρινόμενη με τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο του 11,8. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ, το πάγωμα διορισμών και προσλήψεων κατά την τα τρία πρώτα χρόνια μνημονιακών πολιτικών στην εκπαίδευση είχε σχεδόν μηδενική επίδραση στην τιμή της αναλογίας μαθητών-εκπαιδευτικών. Ωστόσο, τα στοιχεία που παραθέτει ο ΟΟΣΑ στην τελευταία του έκθεση χαρακτηρίζονται από μία εσωτερική ασυνέπεια. Μία έμμεση εκτίμηση της αναλογίας μαθητών εκπαιδευτικών μπορεί να δοθεί από τον παρακάτω τύπο Αναλογία Μαθητών-Εκπαιδευτικών = (Ωράριο Διδασκαλίας Εκπαιδευτικών/Ωράριο διδασκαλίας μαθητών) * Μέσο Μέγεθος Τμήματος Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρατίθενται στην ίδια έκθεση οι Έλληνες εκπαιδευτικοί διδάσκουν κατά μέσο όρο 415 ώρες ετησίως, οι Έλληνες μαθητές παρακολουθούν 785 ώρες ετησίως, ενώ το μέσο μέγεθος των τάξεων στην Κατώτερη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση είναι 22 μαθητές. Συνεπώς, ένας απλός υπολογισμός αποδίδει μία εκτίμηση της αναλογίας μαθητών-εκπαιδευτικών της τάξης του 11,6. Η συγκεκριμένη εκτίμηση περιλαμβάνει επί της ουσίας μόνο τους εκπαιδευτικούς της τάξης και άρα αναμένεται να είναι ελαφρώς μεγαλύτερη της πραγματικής. Αυτό, ωστόσο, δεν δικαιολογεί την τεράστια διαφορά που παρατηρούμε. σχολικής αίθουσας. Στο εκπαιδευτικό προσωπικό περιλαμβάνονται επίσης οι διευθυντές των σχολικών μονάδων των οποίων τα καθήκοντα συμπεριλαμβάνουν κάποιες ώρες διδασκαλίας, αλλά δεν συμπεριλαμβάνεται το μη επιστημονικό προσωπικό που επικουρεί τους εκπαιδευτικούς κατά τη διδασκαλία, όπως οι βοηθοί και άλλο παραεκπαιδευτικό προσωπικό.» (OECD, 2007, p. 778). 5
Στην παρούσα μελέτη χρησιμοποιήσαμε στοιχεία σχετικά με το εκπαιδευτικό και το μαθητικό δυναμικό τα οποία έχουν αντληθεί από το πληροφοριακό σύστημα myschool για το σχολικό έτος 2015-16. Για τις ανάγκες της εκτίμησης της αναλογίας μαθητώνεκπαιδευτικών οι Έλληνες εκπαιδευτικοί διακρίνονται σε παρόντες και απόντες 2 εκπαιδευτικούς, με τους δεύτερους να εξαιρούνται του υπολογισμού. Στη συνέχεια οι παρόντες εκπαιδευτικοί διακρίνονται σε εκπαιδευτικούς πλήρους και μερικής απασχόλησης, 3 με τους δεύτερους να μετατρέπονται σε ισοδύναμα πλήρους απασχόλησης διαιρώντας το ωράριο το οποίο διδάσκουν με το μέσο ωράριο ενός εκπαιδευτικού πλήρους απασχόλησης. 4 Τα βασικά συμπεράσματα που προκύπτουν από την επεξεργασία των στοιχείων είναι ότι - Η αναλογία μαθητών-εκπαιδευτικών στη χώρα μας εκτιμάται σε 10,8, πολύ κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 11,8 και κατά πολύ υψηλότερα του 7,7 που αναφέρεται στην τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ. - Το έντονο γεωγραφικό ανάγλυφο και η νησιωτικότητα της χώρας επηρεάζουν σημαντικά την τιμή του συγκεκριμένου δείκτη, η οποία στις σχολικές μονάδες των αστικών κέντρων είναι ήδη μεγαλύτερη του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Οι «συστάσεις» της έκθεσης του ΟΟΣΑ για την ελληνική εκπαίδευση (2011) «Καλύτερες Επιδόσεις και Επιτυχείς Μεταρρυθμίσεις στην Εκπαίδευση - ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ» Δεν πέρασε πολύς καιρός, από τότε που η έκθεση του ΟΟΣΑ σχετικά με το πόσο εργάζονται οι Έλληνες εκπαιδευτικοί, τροφοδότησε με πρωτοσέλιδα δημοσιεύματα εφημερίδες και ηλεκτρονικό τύπο. Η βασική ιδέα ήταν ότι οι Έλληνες καθηγητές είναι οι λιγότερο εργαζόμενοι μεταξύ των συναδέλφων τους όχι μόνον της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και του συνόλου σχεδόν των χωρών του ΟΟΣΑ. Σύμφωνα με τους πίνακες των εκθέσεων του ΟΟΣΑ, οι Έλληνες εκπαιδευτικοί διδάσκουν 415 ώρες το χρόνο, σε σχέση με τον Μ.Ο των χωρών ΟΟΣΑ που είναι από 655 έως 703 ώρες τον χρόνο για τα έτη 2010 2012 αλλά και της Ε.Ε. που είναι από 638 έως 663 ώρες για τα ίδια έτη. Ένα από τα ερωτήματα που μας απασχόλησαν ήταν πώς προκύπτουν οι μεγάλες αυτές διαφορές όταν μάλιστα ο εβδομαδιαίος διδακτικός χρόνος των Ελλήνων καθηγητών βρίσκεται σχεδόν στον Μ.Ο των συναδέλφων τους της Ευρωζώνης μέχρι και το 2012-2013, (πριν από την αύξηση του ωραρίου) και λίγο πάνω από αυτόν από το έτος 2013-2014 και μετά. Ένα δεύτερο ερώτημα ήταν η αξιοπιστία των στοιχείων που χρησιμοποιεί ο Οργανισμός. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ετήσιος καθαρά διδακτικός χρόνος για τους έλληνες καθηγητές παραμένει σε όλες τις εκθέσεις του ΟΟΣΑ από το 2010 έως σήμερα, σταθερά ο ίδιος (415 ώρες), όταν τα μετρούμενα χρονικά διαστήματα μεταβάλλονται από χρονιά σε χρονιά. Στην αμφισβήτηση της εγκυρότητας των στοιχείων συμβάλλει και το γεγονός ότι αν και η πιο πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ (2015) αναφέρεται σε δεδομένα του σχολικού έτους 2014 2 Σε αυτούς περιλαμβάνονται όλοι οι αποσπασμένοι εκτός σχολικής αίθουσας, τα στελέχη επί θητεία που δεν ασκούν διδακτικό έργο καθώς και όσοι έχουν λάβει μακροχρόνιες άδειες. 3 Σε αυτούς περιλαμβάνονται οι Διευθυντές και οι Υποδιευθυντές σχολικών μονάδων, καθώς και οι Αναπληρωτές Μειωμένου Ωραρίου και οι Ωρομίσθιοι. 4 Αναλυτικότερη παρουσίαση της μεθοδολογίας που ακολουθήθηκε παρατίθεται στη σχετική εισήγηση. 6
2015,στο θέμα ειδικά του ετήσιου διδακτικού χρόνου χρησιμοποιεί δεδομένα του έτους 2012 2013, οδηγώντας έτσι σε υποεκτίμηση τον σχετικό δείκτη. Ένα μέρος της παρανόησης σχετικά με τον πραγματικό χρόνο εργασίας των Ελλήνων καθηγητών, οφείλεται στην απουσία προσδιορισμού του συνολικού χρόνου εργασίας. Σε πολλά εκπαιδευτικά συστήματα των χωρών της Ευρώπης, το μέγεθος αυτό καθορίζεται κεντρικά. Σύμφωνα με το δίκτυο Ευρυδίκη, στο συνολικό χρόνο εργασίας περιλαμβάνονται καθήκοντα που σχετίζονται με τη διοίκηση, την οργάνωση και τον προγραμματισμό, την αξιολόγηση των μαθητών, και τις σχέσεις με τους γονείς, τους μαθητές, και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη. Ο συνολικός χρόνος εργασίας δεν ταυτίζεται με τον χρόνο παρουσίας στο σχολείο και αφορά στην άσκηση μη διδακτικών δραστηριοτήτων από τους εκπαιδευτικούς «όπου και όποτε επιθυμούν (π.χ. τα βράδια, στο σπίτι)». Σύμφωνα πάντα με την έκθεση του δικτύου (2015), «Κατά μέσο όρο, ο χρόνος διδασκαλίας αποτελεί το 44 % του συνολικού χρόνου εργασίας των εκπαιδευτικών, με σημαντικές αποκλίσεις να παρατηρούνται στην Ελλάδα (77 %), στη Σκωτία του Ηνωμένου Βασιλείου (64 %), και στη Σερβία (60 %)». Η απόκλιση αυτή έχει να κάνει με το ότι η Ελλάδα ανήκει στην μειοψηφία των χωρών που δεν καθορίζουν κεντρικά τον χρόνο εργασίας, με αποτέλεσμα το μέγεθος αυτό να ταυτίζεται ενώ δεν θα έπρεπε- με τον χρόνο παρουσίας στο σχολείο. Στο κείμενο της εισήγησης γίνεται διόρθωση των σχετικών στοιχείων με βάση τα νέα δεδομένα (αύξηση διδακτικού ωραρίου, επιμήκυνση χρόνου μαθημάτων στο Γυμνάσιο). ΔΙΔΑΚΤΙΚΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΜΙΣΘΟΙ Στην εισήγηση, εξετάζεται η συσχέτιση δύο ανεξάρτητων μεταβλητών: του εβδομαδιαίου διδακτικού χρόνου και του κατώτερου μισθού μεταξύ των εκπαιδευτικών των χωρών της Ευρωζώνης. Όπως θα δειχθεί μέσα από σχετικά διαγράμματα, ενώ οι Έλληνες εκπαιδευτικοί είναι 8 οι μεταξύ των 19 κρατών της Ευρωζώνης σε εβδομαδιαίο διδακτικό χρόνο, βρίσκονται στην 15 η θέση μεταξύ των 19 στην κατάταξη με βάση τις ετήσιες αποδοχές, μόλις πάνω από την Εσθονία, Σλοβακία, Λετονία, Λιθουανία και κάτω από την Σλοβενία και την Μάλτα. 2 η ΣΥΣΤΑΣΗ ΟΟΣΑ ΕΞΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτουμε στην πλήρη εισήγηση, αν γίνουν δεκτές οι συστάσεις της έκθεσης του ΟΟΣΑ σχετικά με τον ελάχιστο αριθμό μαθητών ανά σχολική μονάδα, θα αντιμετωπίσουν πρόβλημα (συγχώνευση ή κατάργηση), 750 περίπου Γυμνάσια από το σύνολο των 1743, και 700 από τα 1060 περίπου συνολικά Λύκεια όλων των τύπων. ΜΙΚΡΟ ΜΕΓΕΘΟΣ ΤΑΞΗΣ Ένα ακόμη σημείο που για το οποίο γίνονται συστάσεις στην έκθεση του ΟΟΣΑ, είναι το μικρό μέγεθος τάξης: «πολλά σχολεία στην Ελλάδα έχουν σημαντικά λιγότερους μαθητές ανά τάξη από το μέγιστο που επιτρέπεται από το νόμο, μετά από τον εξορθολογισμό του συστήματος και τη συνένωση σχολικών μονάδων. Ο αριθμός των μαθητών ανά τάξη είναι χαμηλότερος από σχεδόν όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ και τις χώρες εταίρους και ο αριθμός αυτός μειώθηκε από το 2000 έως το 2009». Οι αιτιάσεις του ΟΟΣΑ για το μικρό μέγεθος τάξης δεν επιβεβαιώνονται από τις ίδιες τις ετήσιες εκθέσεις του Οργανισμού, που παρουσιάζουν το μέσο μέγεθος τάξης στα Γυμνάσια για τα οποία παρέχονται στοιχεία-, στους 22 μαθητές με Μ.Ο.21 για την Ευρώπη και 24 για τις χώρες του ΟΟΣΑ. 7