ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ Γ ΤΑΞΗ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΑΙ ΕΠΑΛ (ΟΜΑΔΑ Β ) ΚΥΡΙΑΚΗ 24 / 4 / 2016 - ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ (ΑΠΟΦΟΙΤΟΙ) ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙΔΩΝ: ΕΝΤΕΚΑ (11) ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Α. Από το κείμενο που σας δίνεται να μεταφράσετε τα αποσπάσματα: «Ταῦτα μὲν γὰρ οἶμαι ἴσασιν τὸ ἐναντίον τῆς πολιτικῆς ἀρετῆς.» και «Οὐδεὶς γὰρ κολάζει τοὺς ἀδικοῦντας ὁ τοῦτον ἰδὼν κολασθέντα». «Γιατί γνωρίζουν, νομίζω, γι αυτά ότι έρχονται στους ανθρώπους από τη φύση και την τύχη, δηλαδή οι καλές ιδιότητες και οι αντίθετές τους. Όσα όμως αγαθά νομίζουν ότι τα αποκτούν οι άνθρωποι με επιμέλεια, άσκηση και διδασκαλία, εάν κανείς δεν έχει αυτά, αλλά τα αντίθετά τους κακά, γι αυτές τις περιπτώσεις, υποθέτω, γίνονται και οι θυμοί και οι τιμωρίες και οι παραινέσεις. Απ αυτά τα κακά ένα είναι και η αδικία και η ασέβεια και με μια λέξη καθετί το αντίθετο στην πολιτική αρετή.» «Γιατί κανείς δεν τιμωρεί αυτούς που αδικούν έχοντας το νου του σε αυτό και εξαιτίας αυτού, επειδή δηλαδή διέπραξε αδίκημα, εκτός αν κάποιος τιμωρεί ασυλλόγιστα όπως ακριβώς ένα θηρίο αυτός όμως που επιχειρεί να τιμωρεί σύμφωνα με τη λογική δεν τιμωρεί για το αδίκημα που έχει γίνει στο παρελθόν γιατί δεν μπορεί βέβαια να κάνει αυτό που έγινε να μην έχει γίνει αλλά για το μέλλον, για να μην αδικήσει πάλι ούτε αυτός ο ίδιος ούτε άλλος που είδε ότι αυτός τιμωρήθηκε.» Β1. «Ὅτι μὲν οὖν πάντ ἄνδρα πᾶν τὸ ἐναντίον τῆς πολιτικῆς ἀρετῆς»: ο Πρωταγόρας για να αποδείξει ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται προσκομίζει ένα επιχείρημα. Να παρουσιάσετε το επιχείρημα και στη συνέχεια να το αξιολογήσετε. Ο Πρωταγόρας συνεχίζοντας τον λόγο του θα απαντήσει στο δεύτερο επιχείρημα του Σωκράτη αναφορικά με το διδακτό της αρετής, που αποτελεί άλλωστε και την ουσιαστική διαφωνία των δύο συνομιλητών. Ο σοφιστής, λοιπόν, ισχυρίζεται ότι θα προσπαθήσει να αποδείξει στο Σωκράτη το διδακτό της πολιτικής αρετής («ὅτι δὲ αὐτὴν οὐ φύσει ἡγοῦνται ΤΕΛΟΣ 1ΗΣ ΑΠΟ 11 ΣΕΛΙΔΕΣ
ΑΡΧΗ 2ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ εἶναι οὐδ ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου, ἀλλὰ διδακτόν τε καὶ ἐξ ἐπιμελείας παραγίγνεσθαι ᾧ ἂν παραγίγνηται, τοῦτό σοι μετὰ τοῦτο πειράσομαι ἀποδεῖξαι»). Το κύριο επιχείρημα που χρησιμοποιεί έχει θέμα τη διαφοροποίηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς απέναντι στα έμφυτα και τα επίκτητα χαρακτηριστικά του ανθρώπου. Αναφέρει ότι οι άνθρωποι για τα ελαττώματα που πιστεύουν ο ένας για τον άλλον ότι τα έχουν από τη φύση ή την τύχη κανείς δεν οργίζεται ούτε συμβουλεύει ούτε τιμωρεί όσους τα κατέχουν, για να τα αποβάλουν, αλλά αντιθέτως τους αντιμετωπίζουν με φιλεύσπλαχνα αισθήματα (ὅσα γάρ ἡγοῦνται ἀλλήλους κακά ἔχειν ἄνθρωποι φύσει ή τύχῃ.ἀλλὰ ἐλεοῦσιν). Για να κάνει πιο κατανοητή τη θέση του ο σοφιστής φέρνει ως παράδειγμα τους άσχημους, τους μικρόσωμους και τους ασθενικούς διερωτώμενος ποιος είναι τόσο ανόητος, ώστε να οργιστεί ή να τιμωρήσει ή να συμβουλεύσει κάποιον που ανήκει στις παραπάνω κατηγορίες. Τα ρήματα θυμοῦται, νουθετεῖ, διδάσκει, κολάζει αποτελούν σχήμα πολυσύνθετο σχηματίζοντας μια ανιούσα κλίμακα από την ηπιότερη αντίδραση προς την αυστηρότερη. Ακόμη, χρησιμοποιείται το ρήμα κολάζω που δηλώνει την τιμωρία που επιβάλλεται με σκοπό τον σωφρονισμό. Ο Πρωταγόρας δέχεται την ύπαρξη μιας τελεολογικής αρχής στη φύση, ότι όλα δηλαδή γίνονται για να εξυπηρετήσουν κάποιο σκοπό. Ο όρος «φύση» υποδηλώνει τις φυσικές ιδιότητες και τη φυσική κατάσταση κάποιου πράγματος, τον χαρακτήρα κάποιου πράγματος ή έμψυχου είδους, του ίδιου του ανθρώπου. Μπορεί επίσης να σημαίνει τον φυσικό κόσμο, τους νόμους που διέπουν το σύμπαν, την ουσία των πραγμάτων, το γένος. Για το σοφιστή, όμως, εκτός από τη φύση υπάρχει και ο παράγοντας της τύχης. Ο όρος «τύχη» αναφέρεται σε χαρακτηριστικά, τα οποία αποκτά ο άνθρωπος κατά τη διάρκεια της ζωής του και οφείλονται σε κάποιο τυχαίο περιστατικό και είναι ανεξάρτητα από τη βούληση και την ευθύνη του ανθρώπου (ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου). Είναι άξιο αναφοράς ότι στο σημείο αυτό ο Πρωταγόρας είναι πιο συνεπής στις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Ως αγνωστικιστής δεν αναφέρεται σε κάποιον θεό που έδωσε κάποιες ιδιότητες, αλλά μιλά για τη «φύση», από την οποία προέρχονται τόσο τα σωματικά προτερήματα όσο και τα σωματικά ελαττώματα. Παρόλ αυτά δέχεται ότι η φύση δεν είναι ο μόνος διαμορφωτικός παράγοντας, υπάρχει και η τύχη που μπορεί να παραλλάξει ένα ήδη δοσμένο χαρακτηριστικό. Μέσα από τα λεγόμενα του σοφιστή διαφαίνεται, επίσης, και η ανθρωπιστική του στάση, η οποία είναι ιδιαιτέρως πρωτοποριακή. Πιστεύει, δηλαδή, ότι άνθρωποι που έχουν αδικηθεί από τη φύση αξίζουν την κατανόηση, τη συμπαράσταση και τη συμπάθεια των συνανθρώπων τους. Συνεχίζοντας ο Πρωταγόρας την επιχειρηματολογία του αναφέρεται στα χαρακτηριστικά που αποκτούν οι άνθρωποι με την φροντίδα, την άσκηση και τη διδασκαλία (ὅσα δἐ ἔξ ἐπιμελείας.. τῆς πολιτικῆς ἀρετῆς). Αυτά σχετίζονται με τον χαρακτήρα του ανθρώπου και τις αρετές. Με όσους δεν έχουν τις αρετές αλλά τα αντίθετα χαρακτηριστικά, όπως είναι η ασέβεια και η αδικία και γενικά καθετί το αντίθετο της πολιτικής αρετής, οι άνθρωποι θυμώνουν, τον τιμωρούν και τον συμβουλεύουν, γιατί δεν φρόντισε να τα καλλιεργήσει. Ο Πρωταγόρας, λοιπόν, θεωρεί ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται, αφού η ΤΕΛΟΣ 2ΗΣ ΑΠΟ 11 ΣΕΛΙΔΕΣ
ΑΡΧΗ 3ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ κοινωνική φύση του ανθρώπου είναι επιδεκτική καλλιέργειας, ευαισθητοποίησης και ηθικοποίησης. Ο σοφιστής θεωρεί δηλαδή ότι ο άνθρωπος έπρεπε να έχει μετατρέψει τα επίκτητα ελαττώματα σε προτερήματα μέσω της φροντίδας (ἐξ ἐπιμελείας), με την επιλογή των παιδευτικών προγραμμάτων που θα του προσφερθούν, μέσω της πρακτικής εξάσκησης στις προσφερόμενες γνώσεις, με την εξοικείωση με το αντικείμενο (ἐξ ἀσκήσεως) και μέσω της διδασκαλίας (ἐκ διδαχῆς), δηλαδή μέσω της θεωρητικής κατάρτισης και της συστηματικής παροχής γνώσεων στον μαθητή από το δάσκαλο που έχει την ευθύνη καθοδήγησής του. Ο Πρωταγόρας αναφέρει αυτά τα μέσα της εκπαίδευσης και ορθώς αναγνωρίζει τόσο την αναγκαιότητα της σύζευξης θεωρίας και πράξης όσο και της επιμέλειας, της συνετής παρακολούθησης των προγραμμάτων. Αξιοσημείωτο είναι ότι παραλείπει τη μίμηση ως μέσο διδασκαλίας, ενώ είναι κοινά παραδεκτό ότι ο άνθρωπος μαθαίνει με τη μίμηση. Αυτό εδώ συμβαίνει γιατί η μίμηση έχει αμφίβολα αποτελέσματα, αφού εξαρτάται από το τι μιμείται κάθε φορά κάποιος. Επίσης, ο σοφιστής δεν αναφέρεται στη μίμηση γιατί αυτή έμμεσα υποβαθμίζει το ρόλο της διδασκαλίας. Ο συλλογισμός του Πρωταγόρα μπορεί να καταγραφεί ως εξής: Μείζων προκείμενη: Ο άνθρωπος ανέχεται τα φυσικά ή τυχαία ελαττώματά του, όχι όμως και τα επίκτητα, τα οποία μεταστρέφει σε αρετές με την επιμέλεια, την άσκηση και τη διδασκαλία. Ελάσσων προκείμενη: Η ασέβεια και η αδικία ως επίκτητα ελαττώματα είναι το αντίθετο της πολιτικής αρετής. Συμπέρασμα: Η πολιτική αρετή, ως το αντίθετο της ασέβειας και της αδικίας, αποκτάται με την επιμέλεια την άσκηση και τη διδαχή. Το συγκεκριμένο επιχείρημα του σοφιστή για το διδακτό της πολιτικής αρετής δεν μπορεί να θεωρηθεί πειστικό. Αρχικά, ενδιαφέρεται για το ότι η αρετή θεωρείται διδακτή. Επομένως, δεν απαντά τεκμηριωμένα στο Σωκράτη. Επίσης, το συμπέρασμα έχει ήδη χρησιμοποιηθεί ως πρόταση του συλλογισμού. Ο σοφιστής λέει δηλαδή ότι οι άνθρωποι διδάσκουν την πολιτική αρετή. Άρα, αυτό υποδεικνύει ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται. Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό ότι ο συλλογισμός αποτελεί σόφισμα λήψεως του αιτουμένου. Επιπρόσθετα, οι φράσεις «ᾧ ἄν παραγίγνηται - ἐάν τις ταῦτα μὴ ἔχει» έρχονται σε αντίφαση με τα προηγούμενα λεγόμενά του αναφορικά με την καθολικότητα της αρετής. Αφού έχει αποδειχθεί, σύμφωνα με τον σοφιστή η καθολικότητα της αρετής πώς γίνεται κάποιος να μην την έχει; Τέλος, ο Πρωταγόρας δεν καταφεύγει σε μια αυστηρή λογική απόδειξη, αλλά στηρίζεται στη στάση των ανθρώπων απέναντι στα έμφυτα και τα επίκτητα ελαττώματα. Βέβαια, πρέπει να επισημανθεί ότι η αδυναμία των επιχειρημάτων του Πρωταγόρα δεν σχετίζεται στη δυνατότητά του, αλλά στην άστοχη διατύπωση που χρησιμοποιεί. Αυτό που ήθελε να πει ο σοφιστής είναι ότι όλοι οι άνθρωποι διαθέτουν εν δυνάμει την πολιτική αρετή, έχουν δηλαδή την προδιάθεση να τη δεχτούν και να την τελειοποιήσουν μέσω της φροντίδας, της άσκησης και της επιμέλειας, γι αυτό και τελικά είναι διδακτή. ΤΕΛΟΣ 3ΗΣ ΑΠΟ 11 ΣΕΛΙΔΕΣ
ΑΡΧΗ 4ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ Β2. «Ἔνθα δὴ πᾶς παντὶ θυμοῦται ὥς γέ μοι φαίνεται»: στο συγκεκριμένο απόσπασμα παρουσιάζεται η άποψη του Πρωταγόρα σχετικά με τον σκοπό επιβολής τιμωρίας σε όποιον διαπράξει μια έκνομη ενέργεια. Aφού την βρείτε και την σχολιάσετε, να την συσχετίσετε με την ακόλουθη θέση του Ιταλού διαφωτιστή C. Beccaria: «Δι' ἄλλο δέν ἐπιβάλλονται αἱ ποιναί, παρά νά ἐμποδίσωσι τόν ἔνοχον νά προξενήση νέας βλάβας εἰς τούς συμπολίτας του, καί νά μακρύνωσι τούς λοιπούς ἀπό τήν μίμησιν αὐτοῦ.» (C. Beccaria, «Περί αδικημάτων και ποινών», ΧV, σελ. 62-63, μτφρ. Αδ. Κοραής, β έκδοση, 1822). Ο σοφιστής εισάγει στον λόγο του έναν δεύτερο συλλογισμό, στον οποίο, αξιοποιώντας την υπό όρους αναγκαιότητα της τιμωρίας, αποδεικνύει το διδακτό της αρετής. Με τη χρήση του συμπερασματικού «δὴ» διατυπώνει το συμπέρασμά του από την προηγούμενη απόδειξη: στην περίπτωση (ἔνθα) των ηθικών ελαττωμάτων, που η ύπαρξή τους οφείλεται στον ίδιο τον άνθρωπο και όχι στη φύση ή σε κάποιο τυχαίο γεγονός, ο καθένας θυμώνει και συμβουλεύει τους ανθρώπους που τα παρουσιάζουν, επειδή πιστεύει ότι είναι αποτέλεσμα ελλιπούς διδασκαλίας και ότι οι συμπεριφορές αυτές είναι επίκτητες. Συνεπώς η δικαιοσύνη, η οσιότητα και οτιδήποτε σχετίζεται με την αρετή μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διδασκαλίας. Ο Πρωταγόρας συνεχίζοντας εκφράζει την πεποίθησή του (Εἰ γὰρ ἐθέλεις ἐννοῆσαι τὸ κολάζειν οἵ γε ἄνθρωποι ἡγοῦνται παρασκευαστόν εἶναι τὴν ἀρετὴν) ότι η επιβολή μιας ποινής σε όποιον διαπράξει ένα αδίκημα αποτελεί επαρκή απόδειξη της βασικής θέσης του, ότι η πολιτική αρετή μπορεί να διδαχθεί. Ο πυρήνας του αποδεικτικού λόγου είναι ότι ένας άδικος άνθρωπος δεν έμαθε ή μπορεί να μη θέλησε να μάθει να συμπεριφέρεται όπως ορίζουν οι ηθικοί κανόνες. Έτσι η επιβολή της τιμωρίας παραδειγματίζει τους άλλους ανθρώπους και σωφρονίζει τον ίδιο. Παράλληλα η ισχύ της τιμωρίας σε όσους αδικοπραγούν σημαίνει ότι οι συγκεκριμένοι άνθρωποι, αν είχαν διδαχθεί να είναι ενάρετοι, δε θα προέβαιναν σε άδικες πράξεις. Υποστηρίζεται, λοιπόν, ότι ο παιδευτικός χαρακτήρας της τιμωρίας αποτελεί απόδειξη του διδακτού της αρετής. Χαρακτηριστική είναι η σημασία της λέξης «λόγος» («μετὰ λόγου») στο κείμενο. Αρχικά, έχει τη σημασία του έναρθρου λόγου, καθώς πρέπει να επιχειρείται ο σωφρονισμός του παραβάτη μέσω νουθεσιών. Επίσης, ο λόγος έχει τη σημασία της διάνοιας, της σκέψης (που εκφράζεται με τον έναρθρο λόγο και την ομιλία), του λογικού, του ορθού λόγου, καθώς αυτός που επιβάλλει τιμωρίες πρέπει να λειτουργεί με βάση τη λογική και όχι με κίνητρα εκδίκησης. Ο Πρωταγόρας αποδίδοντας παιδαγωγική σημασία στην ποινή προϋποθέτει τη στοιχειώδη έστω λογική και αισθήματα στον άνθρωπο, τα οποία χαρακτηρίζονται από τη δυνατότητα περαιτέρω καλλιέργειας και εξανθρωπισμού. Από την άποψη αυτή ο άνθρωπος διαθέτει ηθική συνείδηση, περισσότερο ή λιγότερο αναπτυγμένη, η οποία με την ποινή μπορεί να τον οδηγήσει στην αναθεώρηση των πράξεών του και στην αυτεπίγνωσή του. Γίνεται φανερό, λοιπόν, ότι η τιμωρία ως σκόπιμη ενέργεια μέσα στην κοινωνία ΤΕΛΟΣ 4ΗΣ ΑΠΟ 11 ΣΕΛΙΔΕΣ
ΑΡΧΗ 5ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ απορρέει από τη λογική. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο η ποινή έχει σημασία και σκοπό, είναι δηλαδή προϊόν λογικής. Αποβλέπει στη συνέτιση αυτού που αδικοπραγεί και στον παραδειγματισμό των άλλων, που γίνονται μάρτυρες της τιμωρίας του. Συνεπώς, δεν πρόκειται για ενστικτώδη εκδήλωση αυτοσυντήρησης που κατατείνει στην εξόντωση του «εχθρού», ούτε για πράξη τυφλής αντεκδίκησης και ανταπόδοσης. Όποιος επιβάλλει ποινές ἀλογίστως, δεν πιστεύει στον παιδευτικό χαρακτήρα της ποινής. Αντίθετα, η έλλογη τιμωρία είναι ένας τρόπος παροχής βοήθειας προς τον άλλον, αφού αποβλέπει στην ανασυγκρότηση της ανθρώπινης υπόστασης, στη βελτίωσή της και στην αναμόρφωσή της. Επομένως η τιμωρία δεν είναι μια ψυχρή πράξη αντεκδίκησης ή ανταπόδοσης του αδικήματος, δεν στοχεύει στην εξαφάνιση του αδικοπραγούντα, αλλά στη βελτίωσή του. Για τον σοφιστή η επιβολή της ποινής δεν έρχεται για να αλλάξει μια πράξη που ήδη διαπράχθηκε ( οὐ γὰρ ἄν γε τὸ πραχθὲν ἀγένητον θείη), αλλά η αποτροπή μιας παρόμοιας αξιόποινης πράξης στο μέλλον (τοῦ μέλλοντος χάριν). Μια αντίστοιχη θέση έχει υποστηρίξει και ο Πλάτωνας στον Γοργία (525Β) : αυτός που τιμωρείται στο σωστό μέτρο αρμόζει ή να γίνεται καλύτερος και να ωφελείται ή να χρησιμεύει ως παράδειγμα για τους άλλους. Αν η αρετή δε διδασκόταν τότε η τιμωρία δε θα είχε νόημα ούτε κάποιο αποτέλεσμα, γιατί ο άνθρωπος θα ήταν φύσει καλός ή κακός και συνεπώς ο σκοπός της ύπαρξής του θα ήταν προκαθορισμένος. Έτσι ο Πρωταγόρας δίνει στην ποινή και παιδαγωγικό χαρακτήρα και τελεολογικό, εφόσον έχει ένα σκοπό τον οποίο πρέπει να επιτελεί. Αυτή τη σκοπιμότητα της ποινής έχουν στο μυαλό τους για το σοφιστή όσοι τιμωρούν. Και όλη αυτή η προσπάθεια του σωφρονισμού ενός ανθρώπου που αδικεί και της αποτροπής από την αδικία των άλλων ανθρώπων επικεντρώνεται στο διδακτό της αρετής. Ο Πρωταγόρας γενικεύει το συμπέρασμά του υποστηρίζοντας ότι την ίδια άποψη για την τιμωρία έχουν όλοι όσοι επιβάλλουν ποινές και στον ιδιωτικό βίο, όταν η ποινή επιβάλλεται είτε από τους γονείς προς τα παιδιά είτε από τους δασκάλους προς τους μαθητές και στο δημόσιο βίο, όταν τα θεσμοθετημένα όργανα του κράτους επιβάλλουν ποινές για αδικήματα πιο μεγάλης εμβέλειας και τα όργανα αυτά είναι τα δικαστήρια και η πολιτεία. Ο σοφιστής εδώ εκφράζει μια ρηξικέλευθη για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο θέση σχετικά με τον παιδευτικό και σωφρονιστικό χαρακτήρα της ποινής, που παρουσιάζει σημαντικές ομοιότητες με τις αντίστοιχες κορυφαίων εκπροσώπων του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, όπως του Cesare Beccaria στο έργο του Περί Εγκλημάτων και Ποινών. Με βάση αυτή απορρίπτεται η ανταπόδοση / εκδίκηση ως κίνητρο για την επιβολή ποινής καθώς η τελευταία θεωρείται μέσο που συμβάλλει στην ηθική αναμόρφωση του ανθρώπου και κατ' επέκταση στη διδαχή της πολιτικής αρετής. Επομένως, η συγκεκριμένη ιδιότητα μπορεί να μεταδοθεί από άνθρωπο σε άνθρωπο με την κατάλληλη αγωγή και διδασκαλία. Η πολιτεία επιβάλλει ποινή στην περίπτωση που ο πολίτης δεν έχει αποκτήσει σε ικανοποιητικό βαθμό την πολιτική αρετή με τα προσφερόμενα μέσα («ἐπιμέλεια», «ἄσκησις», «διδαχή»). Ο σοφιστής, όμως, προκειμένου να ολοκληρώσει την απόδειξη της θέσης του σχετικά με το διδακτό της «πολιτικής αρετής», ισχυρίζεται ότι όλοι οι σύγχρονοί ΤΕΛΟΣ 5ΗΣ ΑΠΟ 11 ΣΕΛΙΔΕΣ
ΑΡΧΗ 6ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ του αποδίδουν στην ποινή παιδαγωγικό χαρακτήρα κι ότι κατά συνέπεια επιβάλλουν ποινές σε όσους αδικοπραγούν με σκοπό να τους σωφρονίσουν («Ταύτην οὖν τὴν δόξαν... παρασκευαστὸν εἶναι καὶ διδακτὸν ἀρετήν»). Ο ισχυρισμός του αυτός δεν μπορεί να υιοθετηθεί ανεπιφύλακτα, εφόσον ο ίδιος δεν τον έχει αποδείξει αλλά τον θεωρεί δεδομένο. Αντίθετα, είναι γνωστό πως στις αρχαίες ελληνικές κοινωνίες η ποινή είχε κατασταλτικό και ανταποδοτικό χαρακτήρα. Η αρχή της ανταπόδοσης («τίσις» ή «lex talionis») ως μέσου απονομής της δικαιοσύνης ήταν βαθιά εδραιωμένη στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι με τον τρόπο αυτό (ανταπόδοση σε μια άδικη πράξη με την τέλεση μιας αντίστοιχης / ισοδύναμης προς αυτή αδικοπραγίας) αποκαθίστανται η ηθική τάξη και η κοσμική ισορροπία, που είχαν διασαλευτεί με τη διάπραξη μιας έκνομης ενέργειας. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις, η ανταπόδοση / εκδίκηση δεν θεωρούνταν μόνο αναφαίρετο δικαίωμα αυτού που υπέστη την αδικία (ή των οικείων του) αλλά και απαράβατο θρησκευτικό καθήκον. Ο σοφιστής επομένως χρησιμοποιεί ως αποδεικτικές αρχές στοιχεία που χρήζουν τα ίδια αποδείξεως («σόφισμα λήψεως τοῦ αἰτουμένου»). Ακόμη η θέση του Πρωταγόρα για την παιδευτική σημασία της τιμωρίας είναι δεοντολογική (τι πρέπει να συμβαίνει) και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα της εποχής εκείνης. Έτσι ο σοφιστής επικαλείται, δεν αποδίδει, μια πραγματική κατάσταση της εποχής του και ειδικότερα της τότε Αθήνας. Η επιβολή της ποινής δηλαδή που απέβλεπε στο σωφρονισμό και τον παραδειγματισμό ήταν μάλλον ανεφάρμοστη στην Αθήνα, γιατί οι Αθηναίοι συνέδεαν περισσότερο την τιμωρία με την εκδίκηση και την ικανοποίηση του θύματος των συγγενών του. Οι ίδιοι πίστευαν εξάλλου ότι, όταν ο άνθρωπος καταλαμβάνεται από αλαζονεία, διαπράττει ὕβριν. Η ισορροπία και η ηθική τάξη διασαλεύονται και ακολουθεί η τίσις, η οργή των θεών, και η νέμεσις, δηλαδή η τιμωρία των θεών για την αποκατάσταση της ηθικής τάξης και της ισορροπίας. Ο Πρωταγόρας, λοιπόν, επιχειρεί να αποδείξει τον παιδευτικό ρόλο της ποινής και, συνεπώς, το διδακτό της αρετής, αναφερόμενος στο τι θα έπρεπε να κάνουν οι Αθηναίοι, όταν δικάζουν, και όχι τι πραγματικά κάνουν. Το επιχείρημά του επομένως, είναι έμμεσα δεοντολογικό και μπορεί να αποδοθεί περίπου ως εξής «η αρετή είναι διδακτή, εφόσον οι ποινές (πρέπει να) έχουν παιδευτικό/σωφρονιστικό χαρακτήρα». Και είναι λογικό ότι με τη σωφρονιστική σκοπιμότητα της ποινής και με το τι θα έπρεπε να κάνουν οι Αθηναίοι, όταν δικάζουν, δεν θα μπορούσε να διαφωνήσει ο Σωκράτης. Β3. «ὥστε κατὰ τοῦτον τὸν λόγον καὶ Ἀθηναῖοί εἰσι τῶν ἡγουμένων παρασκευαστὸν εἶναι καὶ διδακτὸν ἀρετήν. Ὡς μὲν οὖν εἰκότως ἀποδέχονται οἱ σοὶ πολῖται καὶ χαλκέως καὶ σκυτοτόμου συμβουλεύοντος τὰ πολιτικά, καὶ ὅτι διδακτὸν καὶ παρασκευαστὸν ἡγοῦνται ἀρετήν, ἀποδέδεικταί σοι, ὦ Σώκρατες, ἱκανῶς, ὥς γέ μοι φαίνεται.» Στο πρωτότυπο κείμενο ο Πρωταγόρας ισχυρίζεται πως έχει αποδείξει ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται. Να σχολιάσετε το ύφος της απάντησής του και στη συνέχεια να παρουσιάσετε την άποψη του Σωκράτη για το συγκεκριμένο ζήτημα, όπως διατυπώνεται στο μεταφρασμένο απόσπασμα που ακολουθεί: ΤΕΛΟΣ 6ΗΣ ΑΠΟ 11 ΣΕΛΙΔΕΣ
ΑΡΧΗ 7ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ Μεταφρασμένο κείμενο (Πλάτωνος, Πρωταγόρας, 318 Ε) «Το μάθημα [το οποίο διδάσκω] είναι η εὐβουλία, η σωστή σκέψη και λήψη αποφάσεων τόσο για τα θέματα που αφορούν τα οἰκεῖα, την ιδιωτική ζωή, πώς δηλαδή να διευθετεί κανείς με τον καλύτερο τρόπο τα ζητήματα του οἴκου του, όσο και για τα θέματα που αφορούν την πόλη, ώστε να είναι κανείς όσο γίνεται πιο ικανός να πράξει και να μιλήσει για τα πολιτικά θέματα». «Άραγε», είπα εγώ [δηλ. ο Σωκράτης, που αφηγείται τη συζήτησή του με τον Πρωταγόρα σε τρίτο φίλο του], «παρακολουθώ σωστά τα λεγόμενά σου; Γιατί απ' ό,τι καταλαβαίνω, μιλάς για την πολιτική τέχνη και εννοείς πως αναλαμβάνεις να κάνεις τους άνδρες αγαθούς πολίτες». «Αυτό ακριβώς, Σωκράτη», είπε, «είναι το μάθημα που ισχυρίζομαι πως διδάσκω». «Μάλιστα, ωραία τέχνη κατέχεις λοιπόν, αν βέβαια την κατέχεις πραγματικά», είπα εγώ. «Εγώ πάντως, θα σου πω αυτό που σκέφτομαι. Γιατί εγώ δεν θεωρούσα, Πρωταγόρα, πως αυτό είναι κάτι που διδάσκεται. Αφού όμως το λες εσύ, εγώ δεν μπορώ να το αμφισβητήσω. Αλλά το σωστό εκ μέρους μου είναι να πω για ποιο λόγο νομίζω πως δεν πρόκειται για κάτι που διδάσκεται και γιατί δεν μπορούν οι άνθρωποι να το μεταδώσουν σε άλλους ανθρώπους. Στο τέλος της ενότητας ο Πρωταγόρας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αρετή είναι διδακτή («παρασκευαστὸν εἶναι καὶ διδακτὸν ἀρετήν»), με βάση το συλλογισμό που ανέπτυξε πριν («κατὰ τοῦτον τὸν λόγον»). Προχωρά στην αναίρεση του ίδιου του επιχειρήματος του Σωκράτη, ο οποίος είχε υποστηρίξει ότι, όταν χρειαστεί οι Αθηναίοι να αποφασίσουν κάτι σχετικό με τη διοίκηση της πόλης τους, εκφέρουν γνώμη στην εκκλησία του δήμου και οι χτίστες και οι σιδεράδες και οι τσαγκάρηδες. Έτσι, ο Πρωταγόρας ανασκευάζει το παράδειγμα του συνομιλητή του και εξηγεί, με το δικό του τρόπο, γιατί οι Αθηναίοι επιτρέπουν να παίρνει το λόγο για τα ζητήματα της πόλης ο καθένας. Ολοκληρώνει με αυταρέσκεια και αυτοπεποίθηση (ἱκανῶς) εκφράζοντας την απόλυτη ικανοποίησή του σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο ανέτρεψε το επιχείρημα του Σωκράτη. Φαίνεται να αποδέχεται την καθολικότητα της πολιτικής αρετής, αλλά ταυτόχρονα ανέτρεψε «ἱκανῶς» την πεποίθηση του Σωκράτη για το μη διδακτό της αρετής. Όταν, σύμφωνα με το σοφιστή, οι συμπολίτες του Σωκράτη («οἱ σοὶ πολῖται») πιστεύουν το διδακτό της αρετής, κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει αυτό, ακόμη και ο ίδιος ο Σωκράτης. Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι αμέσως μετά σπεύδει να μετριάσει την αυτάρεσκη διάθεσή του λέγοντας «ὥς γέ μοι φαίνεται», δείχνοντας έτσι σεβασμό στο συνομιλητή του. Στο μεταφρασμένο απόσπασμα ο Πρωταγόρας δηλώνει ότι το αντικείμενο της διδασκαλίας του είναι η ευβουλία. Ο Σωκράτης με λεπτή ειρωνική διάθεση («Άραγε παρακολουθώ σωστά τα λεγόμενά σου;») προσποιείται ότι δεν κατάλαβε καλά και ζητά απ το συνομιλητή του να του διευκρινίσει αν αναφέρεται στην πολιτική τέχνη και υποστηρίζει ότι μπορεί να διδάξει τους νέους να γίνουν αγαθοί άνδρες. Στο σημείο αυτό παίρνουμε ένα μικρό δείγμα από τη μαιευτική μέθοδο του Σωκράτη, καθώς με τις κατάλληλες ερωτήσεις εκμαιεύει από το συνομιλητή του αυτό που θέλει οδηγώντας τον στην αλήθεια. ΤΕΛΟΣ 7ΗΣ ΑΠΟ 11 ΣΕΛΙΔΕΣ
ΑΡΧΗ 8ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ Μετά την επιβεβαίωση του Πρωταγόρα («Αυτό ακριβώς.διδάσκω»), ο Σωκράτης εκφράζει την αντίθεσή του και αμφισβητεί τόσο το περιεχόμενο της διδασκαλίας του σοφιστή, όσο και την ικανότητά του να διδάξει την πολιτική αρετή («ωραία τέχνη κατέχεις πραγματικά»). Παρόλ αυτά δε διατυπώνει την άποψή του δογματικά και απόλυτα, αλλά με ευγένεια, μετριοφροσύνη και υποκειμενική χροιά εκφράζει την αμφισβήτησή του για το διδακτό της αρετής, σεβόμενος όμως την άποψη του συνομιλητή του («εγώ δε θεωρούσα», «δεν μπορώ να το αμφισβητήσω»). Προσποιείται ότι κάμπτεται όταν ακούει τον Πρωταγόρα να υποστηρίζει ότι η αρετή είναι διδακτή και πιστεύει ότι ο συνομιλητής του εννοεί κάτι σπουδαίο. Έτσι, μέσα από τη φιλοφρόνηση και την εμφαντική χρήση των αντωνυμιών εγώ εσύ, ωθεί το σοφιστή να εκθέσει και να υποστηρίξει αναλυτικά τις απόψεις του. Το σημείο αυτό αποκαλύπτει τη σωκρατική ειρωνεία. Στη συνέχεια, για να αντιμετωπίσει την επιχειρηματολογία του Πρωταγόρα, θα παρουσιάσει επιχειρήματα προερχόμενα από την καθημερινότητα, εύληπτα από το μέσο ακροατή («Αλλά το σωστό εκ μέρους μου σε άλλους ανθρώπους»). Ο Σωκράτης μας δημιουργεί την εντύπωση ότι δεν πιστεύει στο διδακτό της αρετής. Πρόκειται για τέχνασμα αμφιβάλλει, ώστε να αναγκάσει τον Πρωταγόρα να αποδείξει το αντίθετο. Ποτέ δεν υποστήριξε ότι η κακία είναι έμφυτη, αλλά τη θεωρούσε αποτέλεσμα άγνοιας («οὐδεὶς ἑκών κακός»). Η αρετή είναι γνώση, άρα μπορεί να διδαχτεί. Επιλέγει όμως να χρησιμοποιήσει την προσποιητή άγνοια με στόχο να αποκαλύψει στη συνέχεια την πλάνη του συνομιλητή του και την πνευματική του κατωτερότητα (σωκρατική ειρωνεία). Β4α. Οι σοφιστές χρησιμοποίησαν ως μέθοδο διδασκαλίας τη διάλεξη. Τι γνωρίζετε γι αυτήν; Σχολικό βιβλίο σελίδα 50 «Αντίθετα, δεν διστάζει να ειρωνευτεί που σκοπός της είναι η αναζήτηση της αλήθειας». Β4β. Να αντιστοιχίσετε τα δεδομένα της στήλης Α με αυτά της στήλης Β. Στήλη Α Στήλη Β 1.Ο Πρόδικος γ. είναι μανιακός με τους ορισμούς των εννοιών. 2. Ο Ιππίας α. περιγράφεται μεγαλόστομος και ρητορικός. 3. Ο Πρωταγόρας ε. παρουσιάζεται αλαζονικός και γεμάτος αυτοπεποίθηση, χωρίς να υποβαθμίζεται από τον Πλάτωνα λόγω της ξεχωριστής θέσης του στην ιστορία της ελληνικής σκέψης. 4. Ο Αλκιβιάδης β. είναι έντονος και ορμητικός. 5. Ο Καλλίας δ. είναι ευγενής και συμβιβαστικός. Β5. Να γράψετε παράγωγα των παρακάτω λέξεων στα αρχαία ελληνικά με τις καταλήξεις που σας δίνονται, για να δηλώνουν ό,τι ζητείται στην παρένθεση. ΤΕΛΟΣ 8ΗΣ ΑΠΟ 11 ΣΕΛΙΔΕΣ
ΑΡΧΗ 9ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ α) διδάσκει: -εῖον (τόπος) β) ἡγοῦνται: - μών ( το πρόσωπο που ενεργεί) γ) λέγω: -τωρ (πρόσωπο που ενεργεί) γ) ἔχειν: -σις (πράξη, κατάσταση) δ) συλλήβδην : -σις (πράξη) α) διδασκαλεῖον β) ἡγεμὼν γ) ῥήτωρ γ) ἕξις δ) σύλληψις ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Γ1. Να μεταφράσετε το κείμενο που σας δίνεται. Αλλά και εσείς, άνδρες δικαστές, πρέπει να είστε αισιόδοξοι σε σχέση με το θάνατο [ ] κι εγώ βέβαια δε στεναχωριέμαι πολύ εξαιτίας αυτών που μου έδωσαν την καταδικαστική ψήφο και των κατηγόρων μου. Και όμως δεν ψήφισαν εναντίον μου και δεν με κατηγόρησαν εξαιτίας αυτής της σκέψης, αλλά επειδή θεωρούσαν ότι με έβλαπταν. γι αυτό αξίζει να τους κατακρίνω. Ωστόσο τους παρακαλώ αυτό μόνο τους γιους μου, όταν γίνουν έφηβοι, να τους τιμωρήσετε, άντρες, αν νιώθετε λύπη γι αυτά τα ίδια, για τα οποία και εγώ σας στεναχωρούσα, εάν σας φαίνεται ότι φροντίζουν πρώτα (πιο πολύ) για τα χρήματα ή για κάτι άλλο παρά για την αρετή, και εάν φαίνονται ότι είναι κάποιοι παρόλο που δεν είναι τίποτα, να τους επικρίνετε, όπως ακριβώς εγώ (επέκρινα) εσάς, επειδή δε δείχνουν φροντίδα για όσα πρέπει και (επειδή) νομίζουν ότι είναι κάποιοι, ενώ δεν είναι άξιοι για τίποτα. Και αν κάνετε αυτά, και εγώ θα έχω πάθει τα δίκαια από εσάς και οι γιοι μου. Αλλά βέβαια ήρθε η στιγμή να αποχωρήσουμε, εγώ απ τη μια για να πεθάνω, εσείς από την άλλη για να ζήσετε ποιοι από μας οδηγούνται στην καλύτερη κατάσταση είναι άγνωστο για όλους εκτός από το θεό. ΤΕΛΟΣ 9ΗΣ ΑΠΟ 11 ΣΕΛΙΔΕΣ
ΑΡΧΗ 10ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ Γ2. Για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις του κειμένου να γράψετε τον τύπο που σας ζητείται: διανοίᾳ: τη γενική πληθυντικού αριθμού: τῶν διανοιῶν υἱεῖς: τη γενική ενικού αριθμού: τοῦ υἱοῦ / τοῦ υἱέος ταῦτα: την ονομαστική πληθυντικού αριθμού στο θηλυκό γένος: αὗται ἅπερ: τη δοτική πληθυντικού αριθμού στο ίδιο γένος: οἷσπερ ἄμεινον: το αντίστοιχο επίρρημα στο θετικό βαθμό: εὖ καταψηφισαμένοις: το β πληθυντικό πρόσωπο οριστικής υπερσυντελίκου στην ίδια φωνή: κατεψήφισθε τιμωρήσασθε: το γ πληθυντικό πρόσωπο ευκτικής του παθητικού αορίστου: τιμωρηθείησαν / τιμωρηθεῖεν ἐπιμελεῖσθαι : το γ ενικό πρόσωπο οριστικής παρατατικού: ἐπεμελεῖτο βιωσομένοις: τον ίδιο τύπο στο θηλυκό γένος: βιωσομέναις ἀπιέναι: το β ενικό πρόσωπο προστακτικής του ίδιου χρόνου: ἄπιθι Γ3.α) Να χαρακτηρίσετε συντακτικά τους παρακάτω όρους: εὐέλπιδας, μου (το δεύτερο του κειμένου), οὐδενός, ἀπιέναι, ἐπὶ πρᾶγμα. εὐέλπιδας : κατηγορούμενο στο ὑμᾶς μέσω του συνδετικού ρηματικού τύπου εἶναι μου: αντικείμενο στο ρήμα κατεψηφίζοντο οὐδενός: ετερόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός ως γενική της αξίας στο επίθετο ἄξιοι ἀπιέναι: τελικό απαρέμφατο ως υποκείμενο της απρόσωπης έκφρασης ὥρα (ἐστί) ἐπὶ πρᾶγμα: εμπρόθετος προσδιορισμός που λειτουργεί ως επιρρηματικός προσδιορισμός της κατεύθυνσης προς τόπο στο ρήμα της πρότασης ἔρχονται Γ3.β) ἐάν ταῦτα ποιῆτε: να συμπτυχθεί η μετοχή. δευτερεύουσα πρόταση σε ισοδύναμη ἐάν ταῦτα ποιῆτε, δίκαια πεπονθώς ἐγώ ἔσομαι ὑφ ὑμῶν αὐτός τε καί οἱ υἱεῖς : ΤΕΛΟΣ 10ΗΣ ΑΠΟ 11 ΣΕΛΙΔΕΣ
ΑΡΧΗ 11ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ Η δευτερεύουσα πρόταση είναι υποθετική και θα συμπτυχθεί σε μία υποθετική μετοχή συνημμένη στο ὑφ ὑμῶν. Ταῦτα ποιούντων δίκαια πεπονθώς ἐγώ ἔσομαι ὑφ ὑμῶν αὐτός τε καί οἱ υἱεῖς. ἀποθανουμένῳ: να αναλυθεί η μετοχή στην αντίστοιχη δευτερεύουσα πρόταση. ἀποθανουμένῳ: πρόκειται για μία επιρρηματική τελική μετοχή η οποία θα αναλυθεί σε δευτερεύουσα επιρρηματική τελική πρόταση. Η πρόταση θα εισαχθεί με τον τελικό σύνδεσμο ἵνα και θα εκφέρεται με υποτακτική Αορίστου, γιατί υπάρχει εξάρτηση από αρκτικό χρόνο (ὥρα ἐστί). Ἀλλά γάρ ἤδη ὥρα ἀπιέναι ἐμοί μέν, ἵνα ἀποθάνω,... ΤΕΛΟΣ 11ΗΣ ΑΠΟ 11 ΣΕΛΙΔΕΣ