ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΜΕ ΘΕΜΑ «Α(ΝΑ)ΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΩΞΗ ΤΗΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ» ΣΤΗΝ ΑΝΟΙΚΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ «ΝΟΜΟΣ, ΔΙΑΦΘΟΡΑ ΚΑΙ ΜΕΛΛΟΝ» Ηλία Α. Στεφάνου, Δικηγόρου, Επισκέπτη Λέκτορα Πανεπιστημίου Λευκωσίας, Μέλους ΔΣ Διαφάνειας Κύπρου ------------------------------------- Η διαφθορά καθ ομολογία αποτελεί ένα, αν όχι το βασικότερο, παράγοντα για την φθορά και την απαξίωση των θεσμών και του πολιτικού συστήματος και διαβρώνει όσο τίποτα άλλο την κοινωνικό και οικονομικό ιστό κάθε κοινωνίας. Ιδίως της μικρής Κύπρου στην οποία δεν μένει τίποτα κρυφό. Ο πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας κος Κάρολος Παπούλιας, μόλις προχθές, στο Μήνυμα του ενόψει της Παγκόσμιας Ημέρας κατά της Διαφθοράς, επεσήμανε πως η διαφθορά αποτελεί το κεντρικό πρόβλημα της κρίσης που διέρχεται η Ελλάδα. Η Κύπρος που ακολουθεί κατά πόδας τις εξελίξεις στην Ελλάδα, μπορεί να αποτελεί την εξαίρεση; Ο κος Αναστασιάδης στην ομιλία του που διάβασε ο κος Ιωνάς Νικολάου στο Συνέδριο Σεπτεμβρίου έθεσε «την πάταξη της διαφθοράς ως θέμα υψίστης προτεραιότητας στο πρόγραμμα διακυβέρνησης», προτείνοντας συγκεκριμένες προτάσεις για την ενίσχυση του νομικού οπλοστασίου για την αντιμετώπιση της διαφθοράς. Ο εκπρόσωπος του κου Μάλα χωρίς να προτείνει καμία πρακτική πρόταση για την πάταξη της διαφθοράς, πέραν των αόριστων ευχολογίων, την έθεσε ως βασική προτεραιότητα της διακυβέρνησης του. Τέλος, ο εκπρόσωπος του υποψηφίου κου Λιλλήκα με σύνθημα την μηδενική ανοχή, εισηγήθηκε την δημιουργία ενός ανεξάρτητου μηχανισμού καταπολέμησης της διαφθοράς με δικαιοδοσία έρευνας και ξεχωριστές δομές και προϋπολογισμό. 1
Αντικείμενο της παρούσης όμως περιορίζεται στο κατά πόσο υπάρχει αποτελεσματική διερεύνηση και δίωξη των υποθέσεων διαφθοράς. Η ίδια η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Νομικών, ως προκύπτει από την Έκθεσή της που αφορούσε τις πολύ πρόσφατες τροποποιήσεις στα αδικήματα Διαφθοράς (μέσω κυρίως της αύξησης των ποινών) ημερομηνίας 19/6/2012, φαίνεται να επεσήμανε στα αρμόδια όργανα του κράτους την: «αδυναμία των διωκτικών αρχών ως προς τη διερεύνηση και δίωξη υποθέσεων διαφθοράς, τονίζοντας ιδιαίτερα την άποψη ότι δεν είναι αρκετό να τροποποιούνται οι σχετικές νομοθεσίες και να αυξάνονται οι ποινές για τα αδικήματα διαφθοράς, απλώς και μόνο για να συμμορφωθεί η Κυπριακή Δημοκρατία με συστάσεις ευρωπαϊκών οργάνων, αλλά πρέπει οι υποθέσεις αυτές να μπορούν να διερευνώνται και οι σχετικές νομοθεσίες να εφαρμόζονται από τις διωκτικές αρχές.» Στα πλαίσια των συζητήσεων ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ανέφερε πως «λόγω της φύσης των αδικημάτων διαφθοράς καθίσταται δύσκολη η διερεύνηση τους, καθώς και ότι χρειάζονται τέτοιοι μηχανισμοί ελέγχου και διαφάνειας των οποίων η λειτουργία να είναι αποτρεπτική και να μην επιτρέπει τη διαφθορά.» Η δε θέση της Νομικής Υπηρεσίας του Κράτους κατά τις συζητήσεις αλλά και της Έκθεσης της Επιτροπής Greco ήταν πως οι διωκτικές αρχές δεν είναι εξοικειωμένες με όλες τις σχετικές νομοθεσίες που αφορούν την ποινικοποίηση της διαφθοράς. Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, ο κατά το σύνταγμα άρχων των ποινικών διώξεων, επεσήμανε στην παρέμβαση του στο συνέδριο Σεπτεμβρίου τρεις παράγοντες που καθιστούν αναποτελεσματική τη διερεύνηση και δίωξη των υποθέσεων διαφθοράς. Είναι ο φόβος των μαρτύρων να καταθέσουν έστω και στο ανακριτικό στάδιο σε υποθέσεις διαφθοράς, η πραγματική αδυναμία προστασίας των προσώπων που 2
καταγγέλλουν μέσα στα στενά χωρικά πλαίσια της Κύπρου και η μη επαρκής εξοικείωση των αρχών και θεσμών σε θέματα διαφθοράς, όπως των ανακριτικών αρχών. Αποτελεί λοιπόν κοινό έδαφος πως η διερεύνηση και δίωξη υποθέσεων διαφθοράς είναι σήμερα αναποτελεσματική! Υπάρχουν άραγε μέτρα που μπορούν άμεσα να ληφθούν ώστε η δίωξη υποθέσεων διαφθοράς να καταστεί αποτελεσματική; Χωρίς να μπαίνω σε ανούσιες αναλύσεις, τα πιο κάτω μέτρα προτείνονται, τα οποία μπορούν να καλύψουν τις πιο πάνω ανησυχίες: 1. Η δημιουργία ενός ανεξάρτητου θεσμού κατά της διαφοράς με εξουσίες έρευνας και ανάκρισης και δυνατότητα διερεύνησης υποψιών διαφθοράς στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο βίο, 2. Η ψήφιση νομοθεσίας που να επιτρέπει την προστασία των πληροφοριών που δίνονται από πολίτες που δεν θέλουν να αποκαλυφθεί η ταυτότητά τους. Σε αντίθεση με ρητή πρόνοια του Νόμου για την Αρχή Διερεύνησης Παραπόνων κατά της Αστυνομία, όπου υπάρχει ρητή πρόνοια ότι ανώνυμες πληροφορίες δεν διερευνώνται, 3. Η αύξηση της ποινής του αδικήματος του άρθρου 105 Α του Ποινικού Κώδικα που αφορά την πάταξη του Ρουσφετιού, της κουμπαροκρατίας και του μέσου κατά τις διαδικασίες πρόσληψης, διορισμού, προαγωγών, πειθαρχικών διώξεων στο δημόσιο τομέα στα 5 χρόνια, ώστε τα δικαστήρια να λάβουν το μήνυμα πως τέτοιες συμπεριφορές θα πρέπει να τιμωρούνται αυστηρά, παραδειγματικά και αποτρεπτικά. 4. Η ψήφιση επιτέλους ειδικής νομοθεσίας κατ εφαρμογή του άρθρου 17 του Συντάγματος που να επιτρέπει την παρακολούθηση της επικοινωνίας συγκεκριμένων υπόπτων για αδικήματα διαφθοράς και 3
ρουσφετιού μετά από αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα και έγκριση αρμοδίου Δικαστηρίου. Τα αδικήματα διαφθοράς εντάσσονται σε εκείνη την κατηγορία αδικημάτων που αν η μέγιστη ποινή είναι πέραν των 5 ετών υπάρχει η δυνατότητα νόμιμης υποκλοπής του περιεχομένου της επικοινωνίας. Σε αυτή την περίπτωση οι ανακριτικές αρχές θα έχουν τη δυνατότητα να ακούουν και καταγράφουν ως μαρτυρία αυτούσια την επικοινωνία. Και ακολούθως οι εισαγγελικές αρχές θα μπορούν να καταθέτουν αυτή τη μαρτυρία ενώπιον Δικαστηρίου παρέχοντας βέβαια ακλόνητη μαρτυρία ενοχής των κατηγορουμένων. Μόνο με μια τέτοια νομοθεσία θα αναγκάζονται οι κατηγορούμενοι να ομολογούν ενοχή χωρίς να τους παρέχεται η δυνατότητα να επηρεάσουν οποιοδήποτε μάρτυρα ή υφιστάμενο του κατά την ακρόαση της υπόθεση. 5. Έχει γραφεί και επιστημονικά καταδειχθεί ότι πολύ πιο αποτρεπτικά λειτουργεί στο μυαλό του αδικοπραγούντα ο κίνδυνος σύλληψης παρά ο κίνδυνος καταδίκης ή φυλάκισης. Και αυτό αποδεικνύεται και στην πράξη αν λάβουμε ως παράδειγμα δύο νομοθεσίες εφαρμόζεται που ψηφίστηκαν στην Κύπρο. Αρχικά υπήρχαν πολλές αντιδράσεις ως μη εφαρμόσιμες αλλά τελικά ο κύπριος της εφάρμοσε με την απειλή και μόνο ότι θα διωχθεί. Η νομοθεσία που αφορά το κάπνισμα στους κλειστούς χώρους, στα νυχτερινά κέντρα και στα αυτοκίνητα κατά μεγάλη πλειοψηφία εφαρμόζεται. Το σύστημα εξώδικης ρύθμισης των τροχαίων παραβάσεων απέτρεψε το εν πολλής εφαρμοζόμενο ρουσφέτι. Άρα, η αποτελεσματική δίωξη και η απειλή ότι η υφιστάμενες διωκτικές αρχές είναι ικανές αλλά έχουν και τα μέσα για την πάταξη της διαφθοράς αποτελεί το μέγιστο αποτρεπτικό όπλο. Ως λειτουργούν όμως σήμερα οι διωκτικές αρχές δεν δημιουργούν κανένα αίσθημα εμπιστοσύνης αλλά και αποτελεσματικότητας αναφορικά με τη διαφθορά στο δημόσιο βίο. Και δεν αναφέρομαι στη 4
διαφθορά μέσα στους ίδιους τους κόλπους της Αστυνομίας, όπου υπάρχει ειδικό τμήμα το οποίο προσπαθεί και παράγει αποτελέσματα. Δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν ειδικά τμήματα στην Αστυνομία για την πάταξη της Λαθροθηρίας, των Πνευματικών δικαιωμάτων, της Βίας στα Γήπεδα, τα οποία να εξειδικεύονται στη διερεύνηση και δίωξη αυτής της μορφής της εγκληματικότητας, και να μην υπάρχει ειδικό τμήμα που να εξειδικεύεται στην πάταξη της μάστιγας της διαφθοράς στον τόπο μας. Ένα τμήμα αποτελεσματικό που να αποτελεί το φόβητρο τόσο στους επίδοξους αιτητές ρουσφετικών παραγγελιών, όσο και στους επίδοξους καλοθελητές λήπτες τέτοιων απαιτήσεων που κατά παράβαση της αρχής της ισότητας δημιουργούν μια σαθρή κοινωνία. Ένα τμήμα που να αποτελεί το δέκτη των ανώνυμων καταγγελιών οποιουδήποτε πολίτη, που θα εναποθέτει στις δικές τους πλάτες τη διερεύνηση και τη δίωξη της διαφθοράς, χωρίς να χρειάζεται να εκτίθεται ο ίδιος ο ανυπεράσπιστος πολίτης που ενδεχόμενα να αναμένει και αντίποινα για την καταγγελία του. Αν υπήρχε πολιτική βούληση όλα αυτά μέχρι σήμερα θα είχαν πραγματοποιηθεί! Είναι γι αυτό η καταληκτική μου θέση, πως το θέμα είναι εξόχως πολιτικό, υπό την έννοια της ανάγκης ύπαρξης πραγματικής πολιτικής βούλησης όλων των θεσμών αυτού του κράτους να πατάξουν τη διαφθορά. Κάτι που σήμερα δυστυχώς δεν υπάρχει. «Ιδού δόξης στάδιον λαμπρόν» αγαπητοί διεκδικητές της ψήφου του απένταρου λαού. 5
Αυτά είπε ο Καποδίστριας: «Ελπίζω ότι όσοι εξ υµών συµµετάσχουν εις την Κυβέρνησιν θέλουν γνωρίσει µεθ εµού ότι εις τας παρούσας περιπτώσεις, όσοι ευρίσκονται εις δηµόσια υπουργήµατα δεν είναι δυνατόν να λαµβάνουν µισθούς αναλόγως µε τον βαθµό του υψηλού υπουργήµατος των και µε τας εκδουλεύσεις των, αλλ ότι οι µισθοί αυτοί πρέπει να αναλογούν ακριβώς µε τα χρηµατικά µέσα, τα οποία έχει η Κυβέρνησις εις την εξουσίαν της»...«εφ όσον τα ιδιαίτερα εισοδήµατα µου αρκούν δια να ζήσω, αρνούµαι να εγγίσω µέχρι και του οβολού τα δηµόσια χρήµατα, ενώ ευρισκόµεθα εις το µέσον ερειπίων και ανθρώπων βυθισµένων εις εσχάτην πενίαν». Ιωάννης Καποδίστριας Πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας, προς την Εθνοσυνέλευση 6