Αρχαία Διδαγµένο Κείµενο κατεύθυνσης Α. Γιατί γνωρίζουν, βέβαια, νομίζω (ή κατά τη γνώμη μου), ότι αυτά έρχονται (ή συμβαίνουν) στους ανθρώπους εκ φύσεως και τυχαία, δηλαδή οι καλές ιδιότητες και οι αντίθετές τους όσες καλές ιδιότητες, όμως, νομίζουν ότι συμβαίνουν στους ανθρώπους (ή αποκτούν οι άνθρωποι), με φροντίδα και άσκηση και διδασκαλία, εάν κανείς δεν τις έχει αυτές, αλλά έχει τα αντίθετά τους ελαττώματα, σ αυτές τις περιπτώσεις, κατά τη γνώμη μου, γίνονται (ή υπάρχουν) και οι θυμοί και οι τιμωρίες και οι παραινέσεις. Απ αυτά (ενν. τα ελαττώματα) ένα είναι και η αδικία και η ασέβεια και περιληπτικά καθετί το αντίθετο προς την πολιτική αρετή. Στην περίπτωση αυτή, λοιπόν, ο καθένας οργίζεται με τον καθένα και τον συμβουλεύει ολοφάνερα με την ιδέα ότι (ενν. η αρετή) μπορεί να γίνει κτήμα (ή αποκτιέται) με επιμέλεια και μάθηση. Αν πράγματι θέλεις να καταλάβεις το να τιμωρεί (ενν. κάποιος), Σωκράτη, αυτούς που αδικούν τι τέλος πάντων σημαίνει, αυτό το ίδιο θα σε διδάξει ότι οι άνθρωποι τουλάχιστον νομίζουν ότι η αρετή μπορεί να αποκτηθεί (ή να μεταδοθεί). Β1. Ο Πρωταγόρας ισχυρίζεται ότι η πολιτική αρετή δεν είναι έμφυτη, αλλά διδάσκεται και αποκτιέται με την επιμέλεια και έτσι αποδεικνύει τη δυνατότητα διδασκαλίας της πολιτικής αρετής (ὅτι δὲ αὐτὴν οὐ φύσει ἡγοῦνται εἶναι οὐδ' ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου, ἀλλὰ διδακτόν τε καὶ ἐξ ἐπιμελείας παραγίγνεσθαι ᾧ ἂν παραγίγνηται, τοῦτό σοι μετὰ τοῦτο πειράσομαι ἀποδεῖξαι). Το επιχείρημά του για το διδακτόν της αρετής στηρίζεται στη διάκριση ανάμεσα σε φυσικά και επίκτητα χαρακτηριστικά και στον τρόπο που τα αντιμετωπίζουμε. Συγκεκριμένα, οι άνθρωποι όταν διαπιστώσουν πως κάποιος συνάνθρωπός τους έχει ένα φυσικό ελάττωμα (φύσει ἢ τύχει κακά), για παράδειγμα είναι άσχημος ή μικρόσωμος, δεν προσπαθούν να τον αλλάξουν με νουθεσίες και τιμωρίες, αλλά αντιθέτως τον αντιμετωπίζουν με επιείκεια, με μεγαλοψυχία και τον συμπονούν, γιατί ξέρουν πως οτιδήποτε φυσικό δεν μπορεί να μεταβληθεί. Όταν όμως κάποιος είναι άδικος ή ασεβής και γενικά στερείται πολιτικής αρετής, τότε οργίζονται μαζί του και προσπαθούν να τον αλλάξουν με νουθεσίες και τιμωρίες, ασφαλώς επειδή θεωρούν τα ελαττώματα αυτά επίκτητα και πιστεύουν πως κάποιος μπορεί να τα αποβάλει με επιμέλεια, εξάσκηση και διδασκαλία (ὅσα ἀγαθὰ ἐξ ἐπιμελείας καὶ ἀσκήσεως καὶ διδαχῆς γίγνονται ἀνθρώποις). Με άλλα λόγια όταν οι άνθρωποι τιμωρούν τους ασεβείς και τους άδικους, το κάνουν, γιατί ακριβώς πιστεύουν ότι το δίκαιο και η ευσέβεια μπορούν να 1
διδαχτούν και κάθε άνθρωπος μπορεί να γίνει ενάρετος με τη μάθηση. Η αποδοκιμαστική στάση τους οφείλεται προφανώς στο ότι οι άνθρωποι πιστεύουν ότι η έλλειψη οφείλεται στην αδιαφορία και στην αμέλεια. Η συμπεριφορά επομένως των ανθρώπων στις διαπροσωπικές τους σχέσεις αποδεικνύει πως δε θεωρούν τις πολιτικές αρετές έμφυτες ή αυτόματες, αλλά αποδέχονται ότι αποκτιούνται με διδασκαλία και προσπάθεια. Στο σημείο αυτό ο σοφιστής φαίνεται να έρχεται σε αντίφαση με αυτά που είπε πιο πάνω, ότι δηλαδή ο Δίας διέταξε τον Ερμή να μοιράσει σε όλους την «αἰδῶ» και την «δίκην» και όλοι να έχουν μερίδιο σ αυτή, με άλλα λόγια ότι η πολιτική αρετή είναι έμφυτη στον άνθρωπο. Με το φύσει θα εννοήσουμε ότι δεν δίνεται «έτοιμη» από τη φύση η πολιτική αρετή, αλλά δίνεται μόνο ως δυνατότητα σε όλους. Τα υπόλοιπα είναι θέμα διδασκαλίας, όπως υποστηρίζει ο Πρωταγόρας. Β2. Ο Πρωταγόρας ισχυρίζεται ότι η πολιτεία επιβάλλει τις ποινές στους άδικους όχι με στόχο την εκδίκηση ή την ανταπόδοση για ένα περασμένο αδίκημα, γιατί το παρελθόν δεν μπορεί να μεταβληθεί, όπως και τα φυσικά ελαττώματα, αλλά για να αποτρέψει από παρόμοια αδικήματα στο μέλλον(ἀλλά τοῦ μέλλοντος χάριν- ἀποτροπῆς γοῦν ἓνεκα κολάζει). Στόχος της επομένως «ἰδίᾳ καί δημοσίᾳ», είναι ο σωφρονισμός εκείνου που διέπραξε το αδίκημα και ο παραδειγματισμός των υπολοίπων πολιτών(ὁ τοῦτον ἰδών κολασθέντα). Στο σημείο αυτό ο σοφιστής στηρίζει την άποψή του σε μια ορθολογιστική ερμηνεία των ποινών (ὁ μετὰ λόγου ἐπιχειρῶν κολάζειν), που είναι αρκετά πρωτοποριακή για την εποχή του, και απορρίπτει ως παράλογη και ζωώδη (ὅστις μὴ ὥσπερ θηρίον ἀλογίστως τιμωρεῖται) τη συνήθη ερμηνεία των ποινών ως μέσο εκδίκησης για το σφάλμα του άδικου ή ανταπόδοσης. Έτσι φαίνεται να δίνει περιεχόμενο παιδαγωγικό τελεολογικό στην ποινή. Έχει δηλαδή παιδευτικό και όχι κατασταλτικό σκοπό, σωφρονιστικό και όχι εκδικητικό. Απορρίπτονται τα κίνητρα της ανταπόδοσης και αντεκδίκησης. Ο Πρωταγόρας υποστηρίζοντας ότι ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος για την αδικία και ότι ο σκοπός της ποινής είναι να σωφρονιστεί αυτός που αδικεί προσπαθεί να αποδείξει το διδακτό της αρετής. Αν η αρετή δε διδασκόταν, οι απόψεις αυτές δε θα ευσταθούσαν, γιατί θα σήμαινε ότι είναι κάποιος καλός ή κακός εκ φύσεως. Τότε όμως θα ήταν αδύνατο να αλλάξει, άρα δε θα ήταν υπεύθυνος για την αδικία ούτε θα μπορούσε να του επιβληθεί ποινή. Οι απόψεις του είναι ένας τολμηρός νεωτερισμός για εκείνη την εποχή και μπορούν να συγκριθούν με αυτές που διατύπωσε ο Ιταλός Cesare Beccaria την εποχή του διαφωτισμού. «Σκοπός της ποινής δεν είναι η εκδίκηση, αλλά ο σωφρονισμός εκείνου που διέπραξε το αδίκημα και ο παραδειγματισμός των άλλων για τη αποτροπή του εγκλήματος». Στην αρχαιότητα, γενικά, η τιμωρία νοούνταν ως ανταπόδοση στο πολλαπλάσιο ή στο ίσο, είχε δηλαδή εκδικητικό και όχι διορθωτικό σκοπό. Ο Πλάτων στο Γοργία θεωρεί την ποινή ως θεραπεία της ψυχής, που πάσχει εξαιτίας του σφάλματος που διέπραξε. Οι τραγικοί 2
ποιητές και ο Πίνδαρος διατυπώνουν σχετική θέση, ότι η ποινή αποσκοπεί στη βελτίωση των άλλων ανθρώπων. Αντίθετα ο Αισχύλος στην Ορέστεια παρουσιάζει την τιμωρία σαν ανταπόδοση για το αδίκημα (τίσις), πράγμα που θα επέφερε την αποκατάσταση της ηθικής τάξης και της κοσμικής ισορροπίας (δίκη). Καταλήγοντας, το κείμενο του πλατωνικού Πρωταγόρα είναι το πρώτο γραπτό δείγμα που έχουμε από τη θεωρητική προσπάθεια να συλλάβουν οι άνθρωποι την ποινή ως ανθρώπινο θεσμό που εξυπηρετεί ορισμένη κοινωνική σκοπιμότητα. Β3. Ο ίδιος ο Πλάτωνας χρησιμοποίησε πολλές φορές τον μύθο (για παράδειγμα ο μύθος της σπηλιάς στην Πολιτεία) πάντοτε όμως για να συμπληρώσει μιαν αυστηρή φιλοσοφική απόδειξη, όχι ως αυτόνομο τρόπο, ισοδύναμο με τις άλλες φιλοσοφικές μεθόδους, για να οδηγηθεί ο άνθρωπος στην γνώση. Πάντως, ίσως επειδή και ο ίδιος δεν απέρριπτε εντελώς την αξία της συμβολικής μυθικής αφήγησης, ο Πλάτωνας δεν είναι καθόλου ειρωνικός προς τον Πρωταγόρα στο σημείο αυτό. Αντίθετα, δε διστάζει να ειρωνευτεί και να υπονομεύσει με κάθε τρόπο τη δεύτερη σοφιστική μέθοδο, τη διάλεξη. Ο Σωκράτης ισχυρίζεται πως έχει πολύ κακή μνήμη και του είναι αδύνατον, όταν ακούει μια μακροσκελή διάλεξη πάνω σε κάποιο θέμα, να συγκρατεί όλες τις λεπτομέρειες. Τέλος, η βασική αντίρρηση του Σωκράτη απέναντι στη μέθοδο του σχολιασμού των ποιητικών κειμένων έχει να κάνει με τη γενική καχυποψία του (καχυποψία και του Πλάτωνα) απέναντι στο γραπτό λόγο. Το γραπτό είναι βουβό, δεν μπορεί να απαντήσει σε αυτόν που του θέτει ερωτήματα. Σε κάθε περίπτωση, ξαναγυρνάμε στην προσπάθεια του Πλάτωνα, μέσα στο διάλογό του, να καταδείξει τις περιορισμένες δυνατότητες της σοφιστικής και να αναδείξει τη σωκρατική διαλεκτική ως μοναδική φιλοσοφική μέθοδο ικανή να οδηγήσει στην αλήθεια. Β4. ἀποδεῖξαι: παραδειγματικός, αυταπόδεικτος ὦσιν: απουσία, οντολογία ἴσασιν: συνείδηση, ιστορία γίγνεσθαι: γενέτειρα, απόγονος ἔχῃ: ευεξία, σχεδόν Αδίδακτο Κείµενο Α. Νομίζω λοιπόν ότι αυτός ούτε από εκείνους τους λόγους θα απέχει, ότι δηλαδή όλα αυτά έχουν συμβεί σε αυτόν εξ αιτίας των εισπράξεων των φόρων, τους οποίους θα ισχυριστεί ότι εισέπραξε για λογαριασμό σας από λίγους οι οποίοι δεν πλήρωναν χωρίς ντροπή πολλά χρήματα. Και θα κατηγορήσει αυτούς, εύκολο πράγμα, νομίζω, οι οποίοι δεν 3
πλήρωσαν τους φόρους τους και θα ισχυριστεί ότι θα υπάρχει πλήρης ασφάλεια να μη πληρώνουν τους φόρους αν καταδικάσετε αυτόν. Εσείς λοιπόν, άνδρες Αθηναίοι, να θυμάστε πρώτα εκείνο, ότι δηλαδή δεν έχετε ορκιστεί να δικάζετε σχετικά με αυτά (τα ζητήματα), αλλά αν πρότεινε το ψήφισμα σύμφωνα με τους νόμους, έπειτα ότι είναι φοβερό, αν και ο ίδιος κατηγορεί ότι ορισμένοι αδικούν την πόλη, ο ίδιος να αξιώνει να μη τιμωρηθεί για όσες αδικίες διαπράττει μολονότι είναι μεγάλες Β. ἀφέξεσθαι: ἀποσχέσθαι εἰσπρᾶξαι: εἰσπράξαι ή εἰσπράξειε(ν), εἰσεπέπρακτο τιθέντας: τιθέασι(ν), τεθῶμεν καταψηφιεῖσθε: καταψηφίζῃ, καταψηφίσαισθε εἶπεν: εἰρηκότες ἔστων/ἔστωσαν ἀξιοῦν: ἀξίου δοῦναι: ἔδου ταῦτα: ταύταις εἰσπράξεις: εἴσπραξι, εἰσπράξεων ὀλίγους: μείονας και μείους ἀναιδῶς: ἀναιδέστερον τιθέντων: τιθεῖσι, τιθέντα ἄδειαν: ἀδείᾳ ὑμεῖς: οἷ και οἱ τινές: τινὰ και ἄττα Γ1. ταῦτα: υποκείμενο στο ρήμα γέγονεν, αττική σύνταξη αὐτόν: υποκείμενο στο απαρέμφατο ἀφέξεσθαι, ετεροπροσωπία πᾶσαν: ονοματικός ομοιόπτωτος κατηγορηματικός προσδιορισμός στο ἄδειαν κατὰ τοὺς νόμους: εμπρόθετος επιρρηματικός προσδιορισμός της συμφωνίας στο ρήμα εἶπεν ποιούμενον: επιρρηματική εναντιωματική μετοχή, συνημμένη στο υποκείμενο του απαρεμφάτου ἀξιοῦν αὐτὸν ὧν: σύστοιχο αντικείμενο στο ρήμα ἀδικεῖ της αναφορικής πρότασης. Είναι σε γενική πτώση καθ έλξη προς το εννοούμενο τούτων της ειδικής πρότασης που προηγείται ( τούτων ἃ ἀδικεῖ ) μειζόνων: κατηγορούμενο στο εννοούμενο υποκείμενο της μετοχής ὄντων τούτων μὴ δοῦναι: τελικό απαρέμφατο, αντικείμενο στο απαρέμφατο ἀξιοῦν 4
Γ2. - εἰ κατὰ τοὺς νόμους τὸ ψήφισμα ἐλέχθη ή ἐρρήθη - ὡς ἡ πόλις ὑπό τινων ἀδικεῖται Γ3. ὅτι ταῦτα πάντ αὐτῷ διὰ τὰς εἰσπράξεις γέγονεν: δευτερεύουσα ονοματική ειδική πρόταση κρίσεως, καταφατική. Εισάγεται με τον ειδικό σύνδεσμο ὅτι που δηλώνει αντικειμενική κρίση, εκφέρεται με οριστική που δηλώνει το πραγματικό και λειτουργεί συντακτικώς ως επεξήγηση στο λόγων της κύριας πρότασης εἰ κατὰ τοὺς νόμους τὸ ψήφισμ εἶπεν: δευτερεύουσα ονοματική πλάγια ερωτηματική πρόταση ολικής αγνοίας, καταφατική, κρίσεως. Εισάγεται με τον σύνδεσμο εἰ εκφέρεται με οριστική που δηλώνει το πραγματικό και λειτουργεί συντακτικά ως επεξήγηση στο ἐκεῖνο της κύριας πρότασης 5