Θέμα: Θρησκευτική Ελευθερία Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα αναφορικά με το περιεχόμενο του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας όσο και για το λόγο ότι το ερώτημα αν πρέπει να αναγράφεται το θρήσκευμα στις ταυτότητες δίχασε την ελληνική κοινωνία και τον πολιτικό κόσμο και έγινε αφορμή μεγάλης πολιτικής εκμετάλλευσης. Η Ολομέλεια του Δικαστηρίου έκρινε επί της αιτήσεως ακυρώσεως δυο πολιτών, οι οποίοι ήταν μέλη του εθνικοθρησκευτικού κινήματος με την επωνυμία "Ελληνορθόδοξο Κίνημα Σωτηρίας", κατά της απόφασης της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (και κατά σχετικής Κ.Υ.Α. των Υπουργών Οικονομικών και Δημόσιας Τάξης) με την οποία η Αρχή απηύθυνε σύσταση προς τα συναρμόδια όργανα του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης να εκδώσουν μέσα σε εύλογο χρόνο τις απαραίτητες οδηγίες ώστε, έως ότου καθιερωθεί το νέου τύπου δελτίο ταυτότητας αλλά και μετά, οι αρμόδιες αρχές να μην ερωτούν ούτε να επιτρέπουν την αναγραφή στοιχείων όπως είναι το θρήσκευμα γιατί αυτό συνιστά επεξεργασία προσωπικών δεδομένων που αντίκειται στις διατάξεις του Ν. 2472/1997. Αναφορικά με το περιεχόμενο του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας το Δικαστήριο στη μείζονα σκέψη κάνει διάκριση μεταξύ της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης, της ελευθερίας εκδήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων και της θρησκευτικής ισότητας.
2 Α. Θρησκευτική Συνείδηση Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη και δεν υπόκειται σε κανενός είδους περιορισμό εκτός από τους περιορισμούς της παρ. 4 του άρθρου 13 που ορίζει ότι κανένας δεν μπορεί εξαιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του προς το Κράτος ή να αρνηθεί να συμμορφωθεί προς τους νόμους. Το περιεχόμενο της ελευθερίας αυτής κατά το Δικαστήριο συνίσταται στο ότι προστατεύεται κυρίως το ενδιάθετο φρόνημα του ατόμου αναφορικά με το Θείο από κάθε κρατική παρέμβαση και περιλαμβάνει και το δικαίωμα του ατόμου να μην αποκαλύπτει το θρήσκευμά του. Τα κρατικά όργανα δεν επιτρέπεται να παρεμβαίνουν στον απαραβίαστο χώρο αυτό της συνείδησης του ατόμου. Συνεπώς, κατά την κρίση της πλειοψηφίας του ΣΤΕ (27 Συμβούλων) η υποχρεωτική αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες συνιστά παραβίαση του άρθρου 13 του Συντάγματος αφού με αυτόν τον τρόπο τα κρατικά όργανα επιβάλλουν στους πολίτες την εξωτερίκευση των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων. Διαφορετικό όμως είναι το ζήτημα της οικειοθελούς γνωστοποιήσεως από τον πολίτη των θρησκευτικών του πεποιθήσεων προς το Κράτος, η οποία γίνεται με σκοπό την άσκηση συγκεκριμένων δικαιωμάτων που αναγνωρίζει η έννομη τάξη για την προστασία και πάλι της θρησκευτικής ελευθερίας (όπως π.χ. η μη εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων για λόγους συνειδησιακής αντίρρησης βλ. ερμηνευτική δήλωση άρθρου 4 του Συντάγματος περί εναλλακτικής θητείας, η απαλλαγή από το
3 μάθημα των θρησκευτικών η από συναφείς σχολικές υποχρεώσεις κλπ. Κατά την μειοψηφία όμως του Δικαστηρίου (8 Σύμβουλοι σε σύνολο 35) η αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες είτε υποχρεωτικά είτε πολύ περισσότερο προαιρετικά δεν αντίκειται στο Σύνταγμα. Και αυτό γιατί η πολιτεία έχει το δικαίωμα να ζητεί από τους πολίτες να προβούν προκειμένου να συνταχθεί ένα δημόσιο έγγραφο, στη δήλωση του θρησκεύματός τους αν πρόκειται να εξυπηρετηθεί ειδικός σκοπός δημοσίου συμφέροντος και δημόσιας τάξης τον οποίο εκτιμά κυριαρχικώς ο νομοθέτης. Κατά την μειοψηφία, η συνταγματική προστασία στα ατομικά δικαιώματα έχει την έννοια να αποτρέψει την παραβίασή τους από την πολιτεία γεγονός που συντρέχει στην προκείμενη περίπτωση αφού η δήλωση του θρησκεύματος σε δημόσιο έγγραφο γίνεται όχι για την δημιουργία δυσμενών διακρίσεων αλλά αντιθέτως για την διευκόλυνση στην άσκηση δικαιώματος ή την απόδειξη εννόμων σχέσεων. Ως παραδείγματα αναφέρονται από την μειοψηφία η ονοματοδοσία, ο γάμος, η κηδεία, ο όρκος, η χορήγηση πιστοποιητικών οικογενειακής κατάστασης, η παρακολούθηση του μαθήματος των θρησκευτικών, η άσκηση δικαιωμάτων θρησκευτικών μειονοτήτων (εκπαιδευτικό καθεστώς μουσουλμάνων, μερική ή ολική απαλλαγή από την στράτευση λειτουργών γνωστών θρησκειών και δογμάτων) έννομες σχέσεις δηλαδή και δικαιώματα που συναρτώνται από την έννομη τάξη με την αποκάλυψη από το άτομο των θρησκευτικών του πεποιθήσεων. Συνεπώς, κατά την άποψη της μειοψηφίας δεδομένου ότι σε μια δημοκρατικά οργανωμένη πολιτεία η προστασία των θρησκευτικών μειονοτήτων δεν γίνεται με την απόκρυψη της ύπαρξής τους αλλά με την οργάνωση πλήρους
4 συστήματος έννομης προστασίας των δικαιωμάτων τους και αφού έτσι κι αλλιώς δεν μπορεί να γίνει λόγος για επέμβαση του Κράτους σε απαραβίαστο στοιχείο, η αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες θεωρείται αναγκαία για τη διευκόλυνση των συναλλαγών αναφορικά με όλες τις παραπάνω έννομες σχέσεις και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα. Η άποψη όμως αυτή της μειοψηφίας κατά την γνώμη μου παραγνωρίζει τη διάκριση του να αποκαλύπτει κανείς οικειοθελώς τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις προκειμένου να καταστεί δυνατό να ασκήσει ορισμένα δικαιώματα που συνδέονται άρρηκτα μ' αυτές, από την επέμβαση του Κράτους στο απαραβίαστο χώρο της θρησκευτικής συνείδησης. Το Κράτος είτε επιβάλλοντας την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες είτε ανεχόμενο την προαιρετική αναγραφή περιορίζει την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης χωρίς να συντρέχει κανένας λόγος δημοσίου συμφέροντος αφού οι έννομες σχέσεις όπως ονοματοδοσία, απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών κλπ. ρυθμίζονται επαρκώς από τις σχετικές δηλώσεις στο ληξιαρχείο, στο διευθυντή του σχολείου κλπ. και δεν προϋποθέτουν την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Β. Ελευθερία εκδήλωσης θρησκευτικών πεποιθήσεων Κατά την άποψη της πλειοψηφίας η ελευθερία αυτή έχει δυο όψεις: την θετική και την αρνητική. Η θετική συνίσταται στο δικαίωμα να εκδηλώνει κανείς ελεύθερα τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις με τον περιορισμό ότι η άσκηση της λατρείας δεν
5 επιτρέπεται να προσβάλλει την δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. Η ελευθερία όμως αυτή δεν περιλαμβάνει και το δικαίωμα των πολιτών να αξιώνουν και την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες όποτε το επιθυμούν. Αυτή η κρίση του Δικαστηρίου είναι ορθή για δυο λόγους. Πρώτο γιατί τα ατομικά δικαιώματα εμπεριέχουν αξιώσεις του ατόμου έναντι του Κράτους για αποχή από επεμβάσεις των οργάνων τους στον προστατευόμενο πυρήνα του δικαιώματος και όχι αξιώσεις για θετική ενέργεια, δηλαδή αξίωση του ατόμου να επιτρέπει το Κράτος την εκδήλωση των θρησκευτικών του πεποιθήσεων μέσα από την αναγραφή του θρησκεύματος σε ένα δημόσιο έγγραφο. Δεύτερο γιατί αν επιτρεπόταν η προαιρετική αναγραφή θα προσβάλονταν η θρησκευτική ελευθερία των Ελλήνων με την αρνητική της εκδοχή, δηλαδή όλων των Ελλήνων που δεν επιθυμούν να αποκαλύψουν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Πράγματι το γεγονός αυτό θα αναιρούσε τη θρησκευτική ουδετερότητα του Κράτους αφού έμμεσα με την προαιρετική αναγραφή από κάποιους πολίτες θα αποκαλύπτονταν η ενδιάθετη στάση απέναντι στο θείο των υπολοίπων Ελλήνων που δεν θα ζητούσαν να αναγραφεί το θρήσκευμα στις ταυτότητές τους. Εξάλλου το Δικαστήριο έκρινε ότι είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός των αιτούντων ότι το άρθρο 3 του Συντάγματος περί επικρατούσης θρησκείας δίνει το δικαίωμα ειδικά στους Έλληνες Ορθόδοξους να εκδηλώνουν και να αποδεικνύουν το θρήσκευμά τους με κρατικά έγγραφα. Το άρθρο 3 δεν επηρεάζει σε καμία περίπτωση την ερμηνεία του άρθρου 13 του Συντάγματος αφού εντάσσεται στο τμήμα Β' του πρώτου μέρους του Συντάγματος, ενώ το άρθρο 13 περιλαμβάνεται στο δεύτερο μέρος του με αντικείμενο τα ατομικά και κοινωνικά
6 δικαιώματα. Το άρθρο 3 δεν εισάγει κανενός είδους προνομιακή μεταχείριση των Ελλήνων Ορθοδόξων Χριστιανών αφού κάτι τέτοιο θα αντέβαινε στην ειδική διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 που επιβάλλει την ίση μεταχείριση στην απόλαυση των ατομικών δικαιωμάτων ανεξάρτητα από θρησκευτικές πεποιθήσεις. Συνεπώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αναγραφή του θρησκεύματος έστω κι αν είναι προαιρετική παραβιάζει το άρθρο 13 του Συντάγματος. Κατά την άποψη της μειοψηφίας το Σύνταγμα ούτε επιβάλλει αλλά ούτε και απαγορεύει την υποχρεωτική ή προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος, δεν κατοχυρώνει δε πάντως ατομικό δικαίωμα αναγραφής του στοιχείου αυτού στις ταυτότητες. Γ. Θρησκευτική Ισότητα Οι διατάξεις του άρθρου 13 του Συντάγματος με τις οποίες προστατεύεται η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης και καθιερώνεται η ίση μεταχείριση των πολιτών ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις είναι διατάξεις θεμελιώδεις, αφού δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση, κατ' άρθρο 110 παρ. 1 του Συντάγματος. Η αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες θα δημιουργούσε ενδεχόμενα την δυνατότητα διακρίσεων μεταξύ των πολιτών. Συμπερασματικά, η προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες αντίκειται στο άρθρο 13 του Συντάγματος, αφού παραβιάζει την κατοχυρωμένη από αυτό θρησκευτική ελευθερία. Η υποχρεωτική αναγραφή συνιστά εξαναγκασμό του πολίτη να αποκαλύπτει με ένα δημόσιο έγγραφο
7 το ενδιάθετο θρησκευτικό του φρόνημα. Η προαιρετική αναγραφή θέτει σε δυσμενή θέση όσους πολίτες δεν επιθυμούν να γραφτεί το θρήσκευμά τους αφού έμμεσα αποκαλύπτεται η διαφορετικότητά τους ως προς το θρησκευτικό φρόνημα από τους πολίτες που επιθυμούν την αναγραφή και παρέχει ενδεχομένως πεδίο διακρίσεων εις βάρος τους. Σε κάθε περίπτωση, η αναγραφή είτε υποχρεωτική είτε προαιρετική συνιστά περιορισμό του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας που δεν δικαιολογείται από κάποιο σκοπό εξυπηρέτησης δημοσίου συμφέροντος.