Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου Σε μια αυλή, ζούσαν καμιά δεκαριά γαλοπούλες, μαύρες και με μακριούς λαιμούς κι όλη την ώρα φώναζαν γλου-γλου-γλου. Αχώριστες ήταν και τριγυρνούσαν και τσιμπολογούσαν. Κι έτσι πέρασε το καλοκαίρι, πέρασε το φθινόπωρο και μπήκε ο χειμώνας. Το φαγητό όχι μόνο δεν τους έλειψε, αλλά τώρα ήταν παραπάνω από το κανονικό. Πάχαιναν κι όλο πάχαιναν. Ώσπου μια μέρα άκουσαν την κυρά τους να λέει πως στο γιορτινό τραπέζι θα είχε γαλοπούλα γεμιστή με κουκουνάρια. Αμέσως πανικός μεγάλος έγινε στο κοπάδι. Καμιά τους δεν είχε όρεξη να μπει στο φούρνο και μάλιστα με κουκουνάρια που δεν τους άρεσαν και καθόλου. Κι επειδή δεν είχαν καμία διάθεση να εγκαταλείψουν τον κόσμο και να γεμίσουν το στομάχι της οικογένειας, αποφάσισαν να το σκάσουν. Το επόμενο πρωί, αφού έφαγαν και καρδάμωσαν -ταξίδι στο άγνωστο τις περίμενε εξάλλου-, μαζεύτηκαν κι αφού σιγουρεύτηκαν πως δεν υπήρχαν ανθρώπινα πόδια να περπατάνε εκεί γύρω, έτρεξαν στην άλλη άκρη της αυλής, πέρασαν το φράχτη και βρέθηκαν ελεύθερες πια στο χωματόδρομο. 1/6
Πήγαιναν η μια πίσω από την άλλη κουνώντας πέρα δώθε τους μακριούς λαιμούς τους και φωνάζοντας γλου-γλου-γλου. Ήταν πραγματικά πολύ αστείες. Στην ίδια πεδιάδα που βρισκόταν το αγρόκτημα όπου μέχρι πριν λίγα λεπτά ζούσαν οι δέκα γαλοπούλες, ο κόσμος πηγαινοερχόταν κι ετοιμαζόταν για γιορτή. Εργάτες έστηναν σκηνές, τέντες και παράγκες κι άλλοι κάρφωναν πασσάλους για να δέσουν τα σκοινιά ενός πολύχρωμου αερόστατου. Προς το μεσημέρι, ο κόσμος αποσύρθηκε να ξεκουραστεί, οι περίεργοι πήγαν στα σπίτια τους να κοιμηθούν και να πάρουν δυνάμεις για την επόμενη ημέρα. Το αερόστατο λαμποκοπούσε κάτω από τον ήλιο που έκανε τα χρώματά του να φαντάζουν παραμυθένια. Κι ακριβώς πάνω στην ώρα, φτάνουν οι δέκα γαλοπούλες της ιστορίας μας εκεί που είναι στημένο το μεγάλο μπαλόνι. Κουρασμένες και σκονισμένες όπως είναι, δε θέλουν και πολύ. Μέσα στον κάδο του αερόστατου έχει δροσιά και σκιά. Τσουπ! Νάσου κι οι δέκα μέσα και σε λίγο κοιμούνται του καλού καιρού! Ξέχασα να σας πω πως το αερόστατο θα έκανε την επόμενη ημέρα βόλτα στον ουρανό για δύο τυχερούς πιτσιρικάδες μαζί με τους συνοδούς τους. Κι όλα τα παιδιά περίμεναν πώς και πώς, έλα όμως που κάποιος δε συμμεριζόταν τη χαρά τους! Ένας άνθρωπος στριμμένος και μονόχνοτος είχε άλλα σχέδια. Περίμενε την κατάλληλη στιγμή να χαλάσει την διασκέδαση. Κι αυτή η ώρα που όλοι είχαν φύγει για να ξεκουραστούν ήταν η ευκαιρία να κάνει αυτός τα δικά του. Μια και δυο, έκοψε τα σχοινιά που κρατούσαν το αερόστατο στη γη. Αμέσως αυτό ξεκίνησε το ταξίδι του ανεβαίνοντας ψηλά κι όλο πιο ψηλά. Οι γαλοπούλες ξύπνησαν από το ταρακούνημα κι άρχισαν να φωνάζουν γλου-γλου-γλου! Από τη φασαρία, βγήκαν οι εργάτες από την παράγκα κι έμειναν με ανοιχτό το στόμα. Πάει το αερόστατο! Κι αυτό ανέβαινε κι όλο ανέβαινε και οι άνθρωποι έμοιαζαν με κουκίδες, η πεδιάδα σαν μια 2/6
πράσινη κορδέλα. Άρχισε να φυσάει κι ο αέρας πήγαινε το μεγάλο μπαλόνι από δω κι από εκεί. Οι γαλοπούλες κατατρομαγμένες, φτεροκοπούσαν τσιμπώντας πότε το ύφασμα και πότε τον αέρα. Με τα πολλά, το πανί πήρε να ξεφτάει και σε λίγο τσουπ! από τη μία, τσαφ! από την άλλη, να κάτι τρύπες! Ακούστηκε ένα δυνατό πλοοοοπ και το μπαλόνι άρχισε να κατεβαίνει με όλο και μεγαλύτερη φόρα γέρνοντας πότε δεξιά πότε αριστερά. Οι γαλοπούλες χοροπηδούσαν κι ο κάδος είχε γεμίσει φτερά. Στο μεταξύ το αερόστατο κατέβαινε και κατέβαινε ώσπου έφτασε πάνω από το αγρόκτημα από όπου το είχαν σκάσει οι γαλοπούλες. Η κυρά τους είχε βγει στην αυλή και τις έψαχνε φωνάζοντας. Ξαφνικά άκουσε ένα δυνατό θόρυβο πάνω από το κεφάλι της και είδε το αερόστατο να έρχεται καταπάνω της. Μόλις που πρόλαβε να κρυφτεί κι εκείνο έσκασε στην αυλή σαν καρπούζι. Οι γαλοπούλες βγήκαν κατατρομαγμένες κι έτρεξαν όπως-όπως να κρυφτούν. Ένα σύννεφο σκόνης σηκώθηκε. Όταν όλα ησύχασαν, το αερόστατο είχε γίνει ένας σωρός ξύλα και σκισμένα πανιά. Η ιστορία μας όμως τελειώνει καλά! Η γυναίκα που είχε τις γαλοπούλες, ευχαριστήθηκε τόσο που ξανγύρισαν ώστε αποφάσισε να μην καταλήξουν στο φούρνο της για φαγητό. Κι εκείνος που έκοψε τα σχοινιά του αερόστατου βρέθηκε και τον έβαλαν να αγοράσει ένα καινούριο. Και μια και ήταν και πολύ τσιγκούνης, αυτή ήταν η τιμωρία που του άξιζε. Έτσι η γιορτή έγινε τελικά κι όλοι πέρασαν καλά κι εγώ που ήμουν καλεσμένη, πέρασα ακόμη καλύτερα! 3/6
Ευρυδίκη Αμανατίδου ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ : Ένα απίθανο ποντίκι Μπαρ, ο εφευρέτης 4/6
Μια ιστορία για παχουλές σταχτοπούτες Σκέτη κούκλα {loadposition fcomments} 5/6
Photo by ricketyus 6/6