ιαφορά εταιρικής περιουσίας εταιρικού κεφαλαίου Ανώνυµης Εταιρείας.Έννοια και λειτουργία του κεφαλαίου της Ανώνυµης Εταιρείας και ο τρόπος κάλυψης του

Σχετικά έγγραφα
ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΩΝ 5. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ

ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ (A.E.)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Τα βασικά νομικά χαρακτηριστικά των Ανωνύμων Εταιρειών είναι τα εξής:

ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

Συνοπτική Παρουσίαση των Τροποποιήσεων του Νόµου 2190/1920 Περί Ανωνύµων Εταιριών

H ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ 29/12/ Πώς θα διενεργηθεί η κεφαλαιοποίηση υπεραξιών από την αναπροσαρµογή των ακινήτων

Λογιστική Εταιρειών. Ανώνυμη εταιρεία

ΠΙΝΑΚΑΣ ΜΕ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

δρχ. με έκδοση ονομαστικών μετοχών ονομαστικής αξίας δρχ. η κάθε μία. (ΦΕΚ 1167/ )

I. ΑΝΩΝΥΜΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ

ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ. Νομικό πρόσωπο. Ένωση προσώπων: Μέτοχοι. Σύνολο περιουσίας: Κεφάλαιο. Κεφαλαιουχική εταιρεία. Αδιάφορα τά πρόσωπα τών μετόχων.

ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΩΝ 4. Ε Τ Α Ι Ρ Ι Α Π Ε Ρ Ι Ο Ρ Ι Σ Μ Ε Ν Η Σ Ε Υ Θ Υ Ν Η Σ ( Ε. Π. Ε. )

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1.2. ΕΝΝΟΙΑ - ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ - ΕΠΙΛΥΣΗ ΔΙΑΦΟΡΩΝ 4

ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ N. 4548/2018 ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΙΣΧΥΕΙ ΜΕ ΤΟΝ Ν. 4601/2019 ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ Κ.Ν.

Λογιστική Εταιρειών. Περί εταιρειών

Είδος Επιχειρήσεων & Νοµικά Ζητήµατα

Ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία (ΙΚΕ)

NOMOΣ ΥΠ ΑΡΙΘΜ Αναμόρφωση του δικαίου των ανωνύμων εταιρειών. (ΦΕΚ Α' 104/ ) Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗ ΔΙΑΣΠΑΣΗ. Αθανάσιος Κουλορίδας Λέκτορας

Ερωτήσεις Πιστοποίησης

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ ΚΑΤΟΧΩΝ ΚΟΙΝΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ ΤΗΣ ATTICA BANK ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΕ ΕΚΤΑΚΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ (ΑΡ.Μ.Α.Ε.

ΙΝΤΡΑΛΟΤ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΤΥΧΕΡΩΝ ΠΑΙΧΝΙΔΙΩΝ ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΟΣ ΤΙΤΛΟΣ INTRALOT

ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ

ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΟΜΙΛΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

ΣΧΕ ΙΑ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ-ΣΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΠΙ ΤΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΑΣ ΙΑΤΑΞΗΣ ΤΗΣ ΤΑΚΤΙΚΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ ΤΗΣ 5.6.

Γενικά περί εμπορικών εταιρειών

1. ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ METOXΩΝ ME ΟΠΟΙΟ ΗΠΟΤΕ ΠΟΣΟΣΤΟ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ 2 (A.E.)

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΑΕ ΕΚΤΑΚΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΤΗΣ 9 ης ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2014

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ (Ο.Λ.Θ. Α.Ε.) Αρ. Μ.Α.Ε.: 42807/06/Β/99/30 Αρ. Γ.Ε.ΜΗ : Ε ΡΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΕΝΟΤΗΤΑ 5: ΚΑΘΑΡΗ ΘΕΣΗ. Καθαρή Θέση

Τμήμα Οργάνωσης & Διοίκησης Επιχειρήσεων ΕΝΟΤΗΤΑ 5: ΚΑΘΑΡΗ ΘΕΣΗ

Δίκαιο των προσωπικών εταιρειών Δίκαιο των κεφαλαιουχικών εταιρειών

«Άρθρο 5 Μετοχικό Κεφάλαιο

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΝΟΜΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ. Άρθρο 78 Σωµατείο

ΕΛΒΕ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΑΣ ΙΑΤΑΞΗΣ ΤΗΣ ΤΑΚΤΙΚΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΤΗΣ

Άσκηση. Ανώνυμη εταιρία έχει στην κατοχή της μηχάνημα αξίας κτήσης Ο συντελεστής απόσβεσης είναι 20%. Να γίνουν οι λογιστικές εγγραφές.

Αρ. Γ.Ε.ΜΗ


ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ (Ο.Λ.Θ. Α.Ε.) Αρ. Μ.Α.Ε.: 42807/06/Β/99/30 Ε ΡΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Π Ρ Ο Σ Κ Λ Η Σ Η

ΕΤΑΙΡΙΕΣ. Ομόρρυθμη εταιρεία (Ο.Ε.)

Ν. 4541/2018 εκτεταμένες τροποποιήσεις Ν. 3190/1955

έτσι την κακή επένδυση που έκανε αγοράζοντας µετοχές της συγκεκριµένης

Οι αλλαγές στη λειτουργία της Ανώνυμης Εταιρίας

Ε Π Ε Ι Γ Ο Ν ΠΡΟΣ: ΚΟΙΝ/ΣΗ:

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΠΟ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ

ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΩΝ 1.ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ

(Μαριάνθη & Ελένη Τεγοπούλου κατά ίσα µέρη) Ευρύ επενδυτικό κοινό & θεσµικοί επενδυτές ,65 Σύνολο ,00

Ι. ΜΠΟΥΤΑΡΗΣ & ΥΙΟΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ ΚΑΙ ΕΠΕΝ ΥΣΕΩΝ Αρ. Μ.Α.Ε. : 8514/06/Β/86/02 ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΣΕ ΕΤΗΣΙΑ ΤΑΚΤΙΚΗ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ

FOLLI FOLLIE GROUP Αριθμός Γενικού Εμπορικού Μητρώου: (Πρώην Αριθμός μητρώου Ανωνύμων Εταιρειών:14216/06/Β/86/06)

ΤΡΟΠΑΙΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΗ Α.Ε.Β.Ε.

Μετοχικό κεφάλαιο ΙΚΕ

«ΜΟΧΛΟΣ Α.Ε.» ΑΡ.Μ.Α.Ε. 9988/06/Β/86/21

Σελίδα-Τίτλος κεφαλαίου

Ο νέος νόμος για τις ανώνυμες εταιρείες 4548/2018

Π Ρ Ο Σ Κ Λ Η Σ Η. (συνταγείσα σύµφωνα µε το άρθρο 26 παρ. 2β του κ.ν. 2190/1920) Των µετόχων της Ανώνυµης Εταιρείας µε την επωνυµία «FLEXOPACK

ΤΑΚΤΙΚΗ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.

ΕΛΒΕ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΑΣ ΙΑΤΑΞΗΣ ΤΗΣ ΤΑΚΤΙΚΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΤΗΣ

Λογιστική Εταιρειών. Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρεία

ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΕΤΑΙΡΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ & ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΕΙΣΗΓΜΕΝΩΝ ΕΤΑΙΡΙΩΝ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΤΑΚΤΙΚΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ

Τήρηση αρχείων (βιβλίων)

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΑΡ. ΜΑΕ 5419/06/Β/86/02

Το ιοικητικό Συµβούλιο της Ανώνυµης Εταιρείας µε την επωνυµία «FLEXOPACK

αϖοφάσεων εϖί των θεµάτων της αρχικής ηµερησίας διατάξεως, καλούνται οι µέτοχοι σε Β Εϖαναληϖτική Έκτακτη Γενική Συνέλευση την 21η Νοεµβρίου 2010, ηµέ

Π Ρ Ο Σ Κ Λ Η Σ Η. (συνταγείσα σύμφωνα με το άρθρο 121 παρ. 4 του ν. 4548/2018)

Θέματα Ημερήσιας Διάταξης

8. Περαιτέρω το µετοχικό κεφάλαιο της Τράπεζας αυξήθηκε σύµφωνα µε την

LAMDA ΕΡΓΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ A.E. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ & ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ Α.Μ.Α.Ε 51347/01/Β/02/171 ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ της 17ης Ιουνίου 2015, ημέρα Τετάρτη και ώρα 9 π.μ.

ΕΤΕΡΟΡΡΥΘΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

ΣΩΜΑ ΟΡΚΩΤΩΝ. Θέμα: Ερωτήματα Εταιρειών Ορκωτών Ελεγκτών σχετικά με το Φορολογικό Πιστοποιητικό.

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ ΤΗΣ ΑΝΩΝΥΜΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ»

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ ΤΗΣ ATTICA BANK ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

Ι. ΘΕΜΑΤΑ ΗΜΕΡΗΣΙΑΣ ΔΙΑΤΑΞΗΣ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ

«J&P-ΑΒΑΞ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ - ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΗ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ. ΕΜΠΟΡΙΚΗ - ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ - ΟΙΚΟ ΟΜΙΚΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΩΝ» σε

Π Ρ Ο Σ Κ Λ Η Σ Η (συνταγείσα σύμφωνα με το άρθρο 121 παρ. 4 του ν. 4548/2018)

Π Ρ Ο Σ Κ Λ Η Σ Η (συνταγείσα σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2β του κ.ν. 2190/1920)

ΕΚ ΟΣΕΙΣ Α.Ε». ΑΡ.Μ.Α.Ε. 4580/06/Β/86/8 ΣΕ ΕΚΤΑΚΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ

ΟΜΟΡΡΥΘΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ (2)

ΔΙΑΓΝΨΣΙΚΟΝ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΤΣΙΚΟΝ ΚΕΝΣΡΟΝ ΑΘΗΝΨΝ ΤΓΕΙΑ ΑΝΨΝΤΜO ΕΣΑΙΡΕΙΑ Αρ.Μ.Α.Ε.: 13165/06/Β/86/14 ΠΡΟΚΛΗΗ ΣΑΚΣΙΚΗ ΓΕΝΙΚΗ ΤΝΕΛΕΤΗ ΣΨΝ ΜΕΣΟΦΨΝ

ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΕΤΑΙΡΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ & ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΕΙΣΗΓΜΕΝΩΝ ΕΤΑΙΡΙΩΝ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΤΑΚΤΙΚΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΑΡ. ΓΕΜΗ (ΠΡΩΗΝ ΑΡ. ΜΑΕ 5419/06/Β/86/02)

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ»

( Οι Οικονοµικές Καταστάσεις βρίσκονται ήδη αναρτηµένες στην ιστοσελίδα της Εταιρείας)

«LAMDA DEVELOPMENT ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ ΚΑΙ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ» Αριθμός Μητρώου Α.Ε. 3039/06/Β/86/28 Αριθμός Γ.Ε.ΜΗ.

4. Εκλογή ενός τακτικού και ενός αναπληρωματικού ορκωτού ελεγκτή λογιστή για τον έλεγχο της διαχειριστικής χρήσης 2013 και ορισμός της αμοιβής τους.

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΤΑΚΤΙΚΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ. π ρ ο σ κ α λ ε ί

H KAΘΗΜΕΡΙΝΗ ΑΕ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ EΚΤΑΚΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ

«ATTICA ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ» ΑΡ.Μ.Α.Ε. 7702/06/Β/86/128 Έδρα: Αθήνα ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΣΕ ΕΚΤΑΚΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ EΚΤΑΚΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ ΤΗΣ ΑΝΩΝΥΜΗΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΚΡΗΤΗΣ Α.Ε. (ΑΝΕΚ) AΡ. Γ.Ε.ΜΗ

ΣΧΕ ΙΟ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ της ΓΙΑ ΚΑΘΕ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΑΣ ΙΑΤΑΞΗΣ. Θέµατα Ηµερήσιας ιάταξης.

Χαρακτηριστικά εταιρικών μορφών και προϋποθέσεις ίδρυσής τους

«ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΠΡΟΓΝΩΣΤΙΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟΥ Α.Ε.»

ΣΧΕΔΙΟ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗΣ ΜΕ ΑΠΟΡΡΟΦΗΣΗ ΤΩΝ ΑΝΩΝΥΜΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ «ΥΔΡΟΥΣΑ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΗ, ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ και ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και

κοινές εισφορές σε χρήμα (ολοσχερής τμηματική καταβολή) είδος (κυριότητα χρήση)

ΣΧΕΔΙΟ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ. ήτοι με ποσοστό % των παρισταμένων την εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου

«Ι. ΚΛΟΥΚΙΝΑΣ Ι. ΛΑΠΠΑΣ TEXNIKH ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» Αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων Κατ άρθρο 6 παρ. 1β π.δ. 350/1985.

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΣΕ ΕΚΤΑΚΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ (Ο.Λ.Θ. Α.Ε.) Αρ. Μ.Α.Ε.: 42807/06/Β/99/30 Αρ. Γ.Ε.ΜΗ : Ε ΡΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Π Ρ Ο Σ Κ Λ Η Σ Η

Transcript:

ΑΤΕΙ ΚΡΗΤΗΣ ΣΧΟΛΗ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ: ιαφορά εταιρικής περιουσίας εταιρικού κεφαλαίου Ανώνυµης Εταιρείας.Έννοια και λειτουργία του κεφαλαίου της Ανώνυµης Εταιρείας και ο τρόπος κάλυψης του Σπουδάστρια: Αναστασία Βεληβασάκη Ηρακλειο 2005 1

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Στη σύγχρονη διαµόρφωση της οικονοµικής και κοινωνικής ζωής η σηµασία των ενώσεων προσώπων είναι τεράστια. Έρχεται ως αποτέλεσµα της ανάγκης για συνεργασία, επειδή από πολύ νωρίς έγινε αντιληπτό ότι µε τη συνεργασία των ατοµικών δυνάµεων προκύπτει έργο πολλαπλάσιας ισχύος. Με την οργανωµένη συγκέντρωση και συνεργασία προσώπων και κεφαλαίων γίνεται δυνατή η επίτευξη σκοπών που δεν θα µπορούσαν να επιτευχθούν από µεµονωµένα άτοµα. Οι ενώσεις προσώπων εξυπηρετούν ποικίλους σκοπούς, κερδοσκοπικούς, πολιτικούς, ιδεολογικούς, αθλητικούς, θρησκευτικούς, εκπολιτιστικούς κ.ά. Οι ενώσεις που επιδιώκουν οικονοµικό σκοπό ονοµάζονται εµπορικές εταιρείες. Στη σύγχρονη οικονοµική ζωή υπάρχουν διάφοροι τύποι εµπορικών εταιρειών. Οι συµβαλλόµενοι είναι ελεύθεροι να επιλέξουν όποιον εµπορικό τύπο επιθυµούν. Οι λόγοι που επηρεάζουν την επιλογή εταιρικού τύπου δεν έχουν σχέση µόνο µε τη νοµική τους δοµή (ύψος εταιρικού κεφαλαίου, ευθύνη εταίρων, εταιρικές υποχρεώσεις, ελεύθερη διαµόρφωση της εταιρικής σύµβασης, µεταβίβαση εταιρικής συµµετοχής, ελαστικότητα στη διοίκηση και οργάνωση κ.ά.) αλλά υπάρχουν και άλλοι παράγοντες όπως η φορολογική µεταχείριση και η δυνατότητα ευχερέστερης χρηµατοδότησης τους από τράπεζες. Στην εταιρεία µε την ευρεία έννοια, υπάγονται παραδοσιακά όλες οι ενώσεις προσώπων που ιδρύονται µε δικαιοπραξία για την επιδίωξη κοινού σκοπού σε όλα τα µέλη της ένωσης. Εποµένως τρία είναι τα εννοιολογικά στοιχεία των ενώσεων προσώπων: α) η δικαιοπρακτική συµβατική κατά κανόνα φύση της ιδρυτικής πράξης, β) η σύµπραξη δύο τουλάχιστον προσώπων και γ) ο κοινός σκοπός. Σύµφωνα µε τα παραπάνω δεν υπάγονται στην έννοια της εταιρείας α)τα νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου, διότι ιδρύονται µε πολιτειακή πράξη και όχι µε δικαιοπραξία, β) η κοινωνία, διότι σε αυτήν δεν υπάρχει ούτε επιδιώκεται κοινός σκοπός από τους συνδικαιούχους, οι οποίοι είναι απλώς φορείς κοινού δικαιώµατος και γ)το ίδρυµα, διότι δεν αποτελεί ένωση προσώπων µόνο αλλά και περιουσίας η οποία έχει ταχθεί για την εξυπηρέτηση ορισµένου σκοπού, κυρίως κοινωφελούς. Βασική είναι η παραδοσιακή διάκριση των εταιρειών σε προσωπικές και κεφαλαιουχικές. Στις προσωπικές εταιρείες υπάγονται η οµόρρυθµη, η ετερόρρυθµη και η αφανής εταιρεία. Στις κεφαλαιουχικές, υπάγονται η ανώνυµη εταιρεία, η εταιρεία περιορισµένης ευθύνης και η ετερόρρυθµη κατά µετοχές εταιρεία, ενώ η συµπλοιοκτησία αποτελεί ιδιάζουσα εταιρική µορφή. Σωµατειακή δοµή χωρίς να είναι κεφαλαιουχικές εταιρείες έχουν το σωµατείο και ο συνεταιρισµός. 2

α) Έννοια και χαρακτηριστικά ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ο Η ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ (Α.Ε.) Ο κωδικοποιηµένος νόµος 2190/1920 περί ανωνύµων εταιρειών δεν δίνει την έννοια της Α.Ε. Ανώνυµη εταιρεία είναι η εµπορική κεφαλαιουχική εταιρεία µε νοµική προσωπικότητα, για τα χρέη της οποίας ευθύνεται µόνο η ίδια µε την περιουσία της, το δε κεφάλαιο της είναι διαιρεµένο σε ίσα µερίδια, τις µετοχές. Η Α.Ε. παρουσιάζει τα εξής κύρια χαρακτηριστικά : ουσιώδες στοιχείο για την ίδρυση της είναι η συγκέντρωση κεφαλαίων και όχι προσώπων. Ανώνυµη εταιρεία µπορεί δηλαδή να συσταθεί και µε δύο µόνο πρόσωπα, το πρόσωπο δε των εταίρων είναι αδιάφορο για την υπόσταση της εταιρείας, γι αυτό και η µεταβίβαση της εταιρικής ιδιότητας είναι ελεύθερη, ενώ γεγονότα που επέρχονται στα πρόσωπα των εταίρων όπως θάνατος και πτώχευση, δεν επηρεάζουν την εταιρεία. Οι εταίροι δεν έχουν υποχρέωση εταιρικής συνεργασίας, ενώ µε τη διοίκηση ασχολούνται ειδικά όργανα διοίκησης, τα µέλη των οποίων δεν είναι ανάγκη να έχουν την εταιρική ιδιότητα. Οι εταίροι εκφράζουν τη βούλησή τους µόνο στη γενική συνέλευση, οι αποφάσεις της οποίας λαµβάνονται µε κεφαλαιουχική πλειοψηφία. Η έκταση των εταιρικών δικαιωµάτων εξαρτάται από το ύψος της εισφοράς. Για τα εταιρικά χρέη ευθύνεται µόνο η εταιρεία, γεγονός που καθιστά αναγκαία τη θεσµοθέτηση συστήµατος προστασίας των εταιρικών δανειστών. β) Οικονοµική σηµασία της Α.Ε. Η ανώνυµη εταιρεία είναι η εταιρική µορφή που απευθύνεται σε µεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν ανάγκη πολλών κεφαλαίων για να πετύχουν το σκοπό τους. Η άντληση των κεφαλαίων αυτών από το ευρύ κοινό γίνεται δυνατή, διότι το µετοχικό κεφάλαιο είναι διαιρεµένο σε πολλά µερίδια µικρής ονοµαστικής αξίας που είναι ενσωµατωµένα σε αξιόγραφα, τις µετοχές. Με την καταβολή της αξίας της µετοχής απαιτείται η µετοχική ιδιότητα, η οποία δεν συνεπάγεται καµία υποχρέωση για το µέτοχο και είναι ελεύθερα µεταβιβαστή (εκτός από την περίπτωση των δεσµευµένων µετοχών). Με τη συµµετοχή πολλών προσώπων στην Α.Ε., επιτυγχάνεται συγκέντρωση µεγάλων κεφαλαίων πράγµα που είναι δύσκολο να 3

συµβεί στις προσωπικές εταιρείες στις οποίες µετέχει µικρός αριθµός εταίρων και κατανοµή του επιχειρηµατικού κινδύνου σε πολλούς. Επειδή η ανώνυµη εταιρεία είναι το νοµικό πλαίσιο για την άσκηση της µεγάλης επιχείρησης, στην οποία χρησιµοποιούνται οι αποταµιεύσεις του κοινού σε παραγωγικές επενδύσεις και στην οποία απασχολείται πλήθος εργαζόµενων, η οµαλή της λειτουργία ενδιαφέρει άµεσα την ελληνική οικονοµία. Έτσι η πολιτεία επιφυλάσσει σε αυτήν προνοµιακή µεταχείριση σε σύγκριση µε άλλες µορφές άσκησης επιχειρηµατικής δραστηριότητας εύκολη χρηµατοδότηση, επιδοτήσεις, φορολογικές και δασµολογικές απαλλαγές ή διευκολύνσεις κ.λ.π. πολλές φορές µάλιστα κατά παράβαση του κοινοτικού ή του συνταγµατικού δικαίου. Για τους παραπάνω λόγους, αυτή η µορφή εταιρείας χρησιµοποιείται από επιχειρήσεις οι οποίες δεν έπρεπε να επιλέξουν αυτόν τον εταιρικό τύπο, αλλά θα έπρεπε να προτιµήσουν τη σύσταση µιας προσωπικής εταιρείας ή έστω µιας εταιρείας περιορισµένης ευθύνης. Έτσι, το 90 95% των ανώνυµων εταιρειών που ιδρύθηκαν µέχρι σήµερα είναι οικογενειακές ανώνυµες εταιρείες και οι επιχειρήσεις τους είναι µικρές ή µεσαίες. Παλιότερα δεν υπήρχε ελάχιστο κεφάλαιο για την ίδρυση των Α.Ε. µέχρις ότου επιβληθεί αρχικά ως ελάχιστο κεφάλαιο το ποσόν του ενός εκατοµµυρίου δραχµών µε το νόµο 3190/1955. Με το ν.δ. 4237/1962, το ποσό αυξήθηκε σε πέντε εκατοµµύρια δρχ., ενώ αργότερα µε το ν.2065/92, σε δέκα εκατοµµύρια δραχµές. Εταιρείες που κατά την έναρξη ισχύος του ν.2065/92 είχαν κεφάλαιο κάτω των δέκα εκατοµµυρίων δραχµών, υποχρεούνται µέσα σε δύο χρόνια να αυξήσουν το κεφάλαιο τους µέχρι του ποσού αυτού ή να µετατραπούν σε εταιρείες άλλου τύπου κατά τη διαδικασία του ν.3190/1955. Σήµερα στην Ελλάδα λειτουργούν περίπου 25.000 Α.Ε., ενώ στη Γερµανία 3.000 περίπου επιχειρήσεις έχουν τη µορφή της Α.Ε. Ένας σηµαντικός αριθµός επιχειρήσεων αυτού του τύπου βρίσκεται σε αδράνεια, ενώ µόλις το 5% είναι γνήσιες ανώνυµες κεφαλαιουχικές εταιρείες (αυτές είναι κυρίως οι εισηγµένες στο χρηµατιστήριο αξιών). Το 95% αυτών των εταιρειών είναι οικογενειακές ανώνυµες εταιρείες και για αυτές καθίσταται προβληµατική η ισχύουσα νοµοθεσία περί Α.Ε. Θα πρέπει συνεπώς να υπάρξουν ειδικές ρυθµίσεις για τις µικρές ανώνυµες εταιρείες, όπως συνέβη και σε άλλες χώρες της Ε.Ε. 4

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ο ΤΟ ΜΕΤΟΧΙΚΟ (ΕΤΑΙΡΙΚΟ) ΚΕΦΑΛΑΙΟ α) Έννοια και διαφορά από την εταιρική περιουσία Από τις βασικότερες έννοιες του δικαίου της Α.Ε. και γενικότερα των κεφαλαιουχικών εταιρειών είναι η έννοια του εταιρικού κεφαλαίου. εν µπορεί να υπάρξει Α.Ε. χωρίς κεφάλαιο. Γι αυτό δεν είναι έγκυρη η σύσταση ανώνυµης εταιρείας, στο καταστατικό της οποίας δεν περιέχεται διάταξη για το κεφάλαιο. Μετοχικό ή εταιρικό κεφάλαιο είναι το ποσό (µαθηµατική ποσότητα) που αναγράφεται στο καταστατικό και το οποίο κατά την ίδρυση της εταιρείας αντιστοιχεί το άθροισµα της αξίας των εισφορών των µετόχων. εδοµένου ότι το µετοχικό κεφάλαιο είναι ένα σταθερό µέγεθος µόνο µε τροποποίηση του καταστατικού µπορεί να µεταβληθεί, δηλαδή να αυξηθεί ή να µειωθεί. Εποµένως, διαφέρει το µετοχικό κεφάλαιο από την εταιρική από την εταιρική περιουσία, διάκριση που δεν υπάρχει στις προσωπικές εταιρείες. Η εταιρική περιουσία, η οποία σχηµατίζεται από τις εισφορές των µετόχων, από τη στιγµή που θα λειτουργήσει η εταιρεία υπόκειται σε συνεχείς µεταβολές και αυξοµειώσεις, ενώ το κεφάλαιο - σαν αµετάβλητη µαθηµατική ποσότητα παραµένει σταθερό. Έτσι, είναι δυνατόν σε δεδοµένη στιγµή η αξία της εταιρικής περιουσίας να είναι µεγαλύτερη από το µετοχικό κεφάλαιο. Αυτό µπορεί να συµβεί όταν η εταιρεία έχει αδιανέµητα κέρδη, όταν ανατιµηθεί η αξία των περιουσιακών της στοιχείων ή όταν οι προοπτικές της στην αγορά είναι ευνοϊκές. Αντίστροφα, όταν η εταιρεία έχει ζηµιές, η αξία της εταιρικής περιουσίας µπορεί να είναι µικρότερη από το µετοχικό κεφάλαιο. Συνεπώς, σύµπτωση κατά ποσό της αξίας της εταιρικής περιουσίας µε το µετοχικό κεφάλαιο κατά τη λειτουργία της εταιρείας θα είναι σπάνιο και τυχαίο γεγονός.ο όρος όµως «κεφάλαιο» ή «κεφάλαια», εκτός από τη νοµική έχει οικονοµική και λογιστική έννοια η οποία αναφέρεται στην αξία της εταιρικής περιουσίας. Το µετοχικό κεφάλαιο διαιρείται σε ισότιµα µερίδια, τις µετοχές. Το άθροισµα της ονοµαστικής αξίας των µετοχών ισούται προς το κεφάλαιο. 5

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ο α) Η δέσµευση της εταιρικής περιουσίας Η έλλειψη παράλληλης προσωπικής ευθύνης των µετόχων για τα χρέη της Α.Ε., όπως συµβαίνει στις προσωπικές εταιρείες, σηµαίνει ότι η µόνη εξασφάλιση που έχουν οι εταιρικοί δανειστές είναι η εταιρική περιουσία, αφού µόνο αυτή είναι υπέγγυα απέναντι τους και όχι και η ατοµική περιουσία των µετόχων. Συνεπώς επιβάλλεται η δηµιουργία συστήµατος που να αποβλέπει στην προστασία των εταιρικών δανειστών. Το σκοπό αυτό εκπληρώνουν διατάξεις που εξασφαλίζουν την καταβολή και διατήρηση τόσης τουλάχιστον εταιρικής περιουσίας, όσης αντιστοιχεί στο µετοχικό κεφάλαιο. Αυτό δεν σηµαίνει ότι απαγορεύεται η χρησιµοποίηση της περιουσίας αυτής για την εκπλήρωση του εταιρικού σκοπού. Η εταιρική περιουσία δεν είναι «νεκρό κεφάλαιο», αλλά το διοικητικό συµβούλιο της Α.Ε. µπορεί και οφείλει να τη διαχειρίζεται ελεύθερα µέσα στα πλαίσια του εταιρικού σκοπού πράγµα βέβαια που µπορεί να καταλήξει στην απώλειά της λόγω ζηµιών. Με άλλα λόγια η εταιρική περιουσία υπόκειται στον επιχειρηµατικό κίνδυνο. Η αρχή της διατήρησης της εταιρικής περιουσίας που αντιστοιχεί στο µετοχικό κεφάλαιο, έχει απλώς την έννοια ότι δεν επιτρέπεται η διανοµή της στους µετόχους είτε υπό µορφή επιστροφής εισφορών είτε διάθεσης κερδών. Εποµένως, η εταιρική περιουσία που αντιστοιχεί στο µετοχικό κεφάλαιο είναι δεσµευµένη. Αν η καθαρή εταιρική περιουσία υπερβαίνει το µετοχικό κεφάλαιο, η επιπλέον αυτή περιουσία είναι αδέσµευτη. Αποτελεί δηλαδή κέρδος, το οποίο µπορεί να διανεµηθεί στους µετόχους ως µέρισµα. Αντίθετα, αν είναι µικρότερη από το µετοχικό κεφάλαιο λόγω ζηµιών κέρδη θα υπάρξουν µόνο αφού το έλλειµµα καλυφθεί από µεταγενέστερη αύξηση της εταιρικής περιουσίας. Η δέσµευση αυτής της εταιρικής περιουσίας επιτυγχάνεται τεχνικά µε την αναγραφή του µετοχικού κεφαλαίου στο παθητικό σκέλος του ισολογισµού. Έτσι, για να υπάρξει διανεµητέο κέρδος το ενεργητικό (δηλ. η αξία της εταιρικής περιουσίας) θα πρέπει να υπερβαίνει όχι µόνο τα χρέη αλλά και το µετοχικό κεφάλαιο (και τα αποθεµατικά). β) Επί µέρους ρυθµίσεις για το µετοχικό κεφάλαιο. Άλλες διατάξεις, µε τις οποίες επιδιώκει ο νόµος να εξασφαλίσει την καταβολή και διατήρηση της εταιρικής περιουσίας που αντιστοιχεί στο µετοχικό κεφάλαιο είναι οι εξής: 6

i) Κατ αρχήν προβλέπεται κατώτατο όριο µετοχικού κεφαλαίου (περίπου 60.000 EURO) το οποίο πρέπει να έχει καταβληθεί ολόκληρο κατά την ίδρυση της εταιρείας (άρθρο 11 ν.2576/98). Ανώνυµες εταιρείες που έχουν µετοχές ή οµολογίες εισηγµένες στο χρηµατιστήριο, πρέπει να έχουν κεφάλαιο τουλάχιστον ένα δισεκατοµµύριο δραχµές. Κεφάλαιο 300.000 Euro, πρέπει να έχουν εταιρείες που προσφεύγουν σε δηµόσια εγγραφή για την κάλυψή του, το ίδιο δε ισχύει για τη σύναψη οµολογιακού δανείου µε δηµόσια εγγραφή, στην ουσία όµως οι εταιρείες αυτές οφείλουν να έχουν κεφάλαιο τουλάχιστον ενός δισεκατοµµυρίου δρχ., διότι πρέπει να ζητήσουν την εγγραφή των τίτλων αυτών στο χρηµατιστήριο. Ειδικοί νόµοι προβλέπουν αυξηµένο κεφάλαιο για Α.Ε. που ασκούν ορισµένη επιχειρηµατική δραστηριότητα. Για παράδειγµα, το κεφάλαιο των τραπεζικών εταιρειών ορίστηκε σε 4.000.000.000 δρχ., εξ ολοκλήρου σε µετρητά. Ακόµα και όταν το µετοχικό κεφάλαιο υπερβαίνει το ελάχιστο όριο των 30.000 EURO, πρέπει να έχει καταβληθεί ολόκληρο ήδη κατά τη σύσταση της εταιρείας, εκτός αν πληρούνται οι όροι της µερικής καταβολής του, οπότε πρέπει να έχει καλυφθεί ολοσχερώς, η δε εταιρεία είναι υποχρεωµένη στην περίπτωση της µερικής καταβολής να µειώσει το κεφάλαιο, αν τελικά δεν καταβληθεί το υπόλοιπο οφειλόµενο ποσό. ii) Προϋπόθεση για την έγκυρη καταβολή εισφορών σε είδος, είναι η εκτίµησή τους από ειδική επιτροπή, ώστε να αποτραπεί ο κίνδυνος υπερεκτιµήσεων. iii) Απαγορεύεται η έκδοση µετοχών κάτω από το άρτιο. iv) Απαγορεύεται, εκτός από ορισµένες εξαιρέσεις, να απαιτήσει η εταιρεία δικές της µετοχές και να αναλάβει την κάλυψη δικών της µετοχών. v) Για τη µείωση κεφαλαίου απαιτείται έγκριση της διοίκησης vi) Υπάρχει πλέγµα διατάξεων µε τις οποίες εξασφαλίζεται η ακρίβεια των εγγράφων στον ισολογισµό, ώστε να µην διανέµονται κέρδη µη πραγµατικά. Η τακτική γενική συνέλευση είναι αποκλειστικά αρµόδια να αποφασίσει για τον τρόπο διαθέσεως των κερδών. vii) Οι µέτοχοι ικανοποιούνται από το προϊόν της εκκαθαρίσεως µετά τους εταιρικούς δανειστές. viii) Προστατεύονται οι εταιρικοί δανειστές σε περίπτωση µετατροπής, συγχώνευσης και διάσπασης. Επειδή µε τη συγχώνευση επέρχεται σύγχυση των περιουσιών και χρεών, ο νόµος προνοεί για την προστασία των δανειστών. 7

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 ο ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΣΤΗΝ Α.Ε. Ι. ΑΥΞΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Α) Σηµασία και είδη αυξήσεως Όπως έχει αναφερθεί, το µετοχικό κεφάλαιο, σε αντίθεση µε την εταιρική περιουσία η οποία υπόκειται σε συνεχείς µεταβολές (αυξήσεις ή µειώσεις), παραµένει µια αµετάβλητη ποσότητα. Αυτό όµως δεν σηµαίνει ότι αποκλείεται να µεταβληθεί και το µετοχικό κεφάλαιο. Για να γίνει όµως αυτό θα πρέπει να τηρηθεί ορισµένη διαδικασία και να τροποποιηθεί η σχετική διάταξη του καταστατικού για το µετοχικό κεφάλαιο. Η αύξηση κεφαλαίου είναι από τους κυριότερους τρόπους χρηµατοδότησης της εταιρείας. Με την αύξηση του κεφαλαίου εισέρχονται νέα περιουσιακά στοιχεία στην εταιρεία, αυξάνεται δηλαδή ισόποσα κατά το ύψος του αυξανόµενου κεφαλαίου και η εταιρική περιουσία και ενισχύεται η φερεγγυότητα της εταιρείας, διότι εφεξής είναι υπέγγυα απέναντι στους εταιρικούς δανειστές µεγαλύτερη εταιρική περιουσία. Επειδή όµως η αύξηση κεφαλαίου συνεπάγεται αύξηση του παθητικού σκέλους του ισολογισµού εφόσον το αυξηθέν κεφάλαιο αναγράφεται ως παθητικό για να µπορούν να διανεµηθούν εφεξής τα κέρδη, θα πρέπει το ενεργητικό να υπερβαίνει και το ποσό κατά το οποίο αυξήθηκε το κεφάλαιο. Από την άλλη πλευρά βέβαια, εφόσον υπάρχουν κέρδη, η έκταση του διανεµητέου πρώτου µερίσµατος θα είναι µεγαλύτερη, διότι θα ανταποκρίνεται στο 6%,όχι µόνο του παλιού αλλά και του νέου κεφαλαίου. Βασικά όµως η αύξηση κεφαλαίου είναι επικίνδυνο µέτρο για τους µετόχους της µειοψηφίας, διότι αν δεν µετάσχουν ανάλογα µε τη µέχρι τότε συµµετοχή τους στο νέο κεφάλαιο, θα αλλοιωθεί το µέχρι τότε ποσοστό συµµετοχής τους. Για το λόγο αυτό, ο νόµος παρέχει στους µετόχους δικαίωµα προτίµησης στις νέες µετοχές. Η εταιρεία είναι ελεύθερη να αυξήσει το κεφάλαιο της ανάλογα µε τις ανάγκες της. Μόνο σε περίπτωση που οφείλονται ακόµη εισφορές (επί µερικής καταβολής κεφαλαίου) πρέπει πριν από οποιαδήποτε αύξηση να δηµοσιευτεί πρόσκληση για την πληρωµή της τελευταίας οφειλόµενης δόσης. Νόµος, µε τον οποίο αυξάνεται αυτοδικαίως (χωρίς δηλ. προηγούµενη απόφαση των εταιρικών οργάνων) το κεφάλαιο Α.Ε., αποκλείει το δικαίωµα προτίµησης και οι νέες µετοχές παραχωρούνται αντί στους 8

παλαιούς µετόχους, σε πρόσωπα που ορίζει ο νόµος (λεγόµενη αναγκαστική αύξηση κεφαλαίου). Η διάκριση µεταξύ εταιρικής περιουσίας και µετοχικού κεφαλαίου, έχει ως συνέπεια την ύπαρξη δύο ειδών αυξήσεων κεφαλαίου. Έτσι, µε την πραγµατική αύξηση κεφαλαίου, δεν αυξάνεται µόνο το µετοχικό κεφάλαιο αλλά επέρχεται ισόποση αύξηση της εταιρικής περιουσίας, ενώ µε την ονοµαστική αύξηση αυξάνεται µόνο το µετοχικό κεφάλαιο (όχι και η εταιρική περιουσία). Η πραγµατική αύξηση κεφαλαίου συντελείται βασικά µε την καταβολή εισφορών, ο νόµος όµως γνωρίζει και άλλες δύο περιπτώσεις πραγµατικής αύξησης, την αύξηση µε κεφαλαιοποίηση των κερδών και µε µετατροπή οµολογιών σε µετοχές. Β) Πραγµατική αύξηση κεφαλαίου i) Με καταβολή εισφορών Αρµόδιο όργανο Η καταστατική γενική συνέλευση είναι βασικά το αρµόδιο όργανο που αποφασίζει την αύξηση κεφαλαίου (τακτική αύξηση κεφαλαίου). Εντούτοις και η γενική συνέλευση µε τη συνήθη απαρτία και πλειοψηφία αλλά και το διοικητικό συµβούλιο µε την ευχέρεια µάλιστα της παράλληλης άσκησης των αρµοδιοτήτων τους µπορούν να αποφασίσουν αύξηση κεφαλαίου µε τις προϋποθέσεις που αναφέρονται παρακάτω (έκτακτη αύξηση κεφαλαίου), εφόσον τα αποθεµατικά της εταιρείας δεν υπερβαίνουν το 1/4 του καταβληµένου κεφαλαίου. Αν υπάρχουν περισσότερες κατηγορίες µετοχών, απαιτείται συναίνεση κάθε κατηγορίας που παρέχεται µε απόφαση, η οποία λαµβάνεται σε ιδιαίτερη συνέλευση µε αυξηµένα ποσοστά απαρτίας και πλειοψηφίας. Στην απόφαση για την αύξηση κεφαλαίου από οποιοδήποτε όργανο, η οποία υποβάλλεται στις διατυπώσεις δηµοσιότητας, πρέπει να αναφέρεται το νέο κεφάλαιο, ο αριθµός, το είδος, η ονοµαστική αξία, οι όροι έκδοσης των νέων µετοχών (ιδίως η τιµή διάθεσης), η προθεσµία καταβολής τους, καθώς και ο συνολικός αριθµός των µετοχών της εταιρείας, διαφορετικά η απόφαση είναι αόριστη. α. Αύξηση από την καταστατική γενική συνέλευση Εφόσον η αύξηση κεφαλαίου αποτελεί τροποποίηση του καταστατικού, αποκλειστικά αρµόδια για την αύξηση του κεφαλαίου είναι καταρχήν η γενική συνέλευση, η οποία αποφασίζει µε την αυξηµένη καταστατική απαρτία και πλειοψηφία. Επιπλέον πρέπει να τηρηθεί η διαδικασία τροποποίησης του καταστατικού. 9

Τόσο για την εξεύρεση της απαρτίας όσο και της πλειοψηφίας, τίθεται ως βάση το εκπροσωπούµενο από τους µετόχους ποσοστό κεφαλαίου, δηλ. ο αριθµός των µετοχών τους και όχι ο αριθµός των µετόχων (κεφαλαιουχική πλειοψηφία). Ο νόµος, εν όψει του γεγονότος του µεγάλου αριθµού των µετόχων δεν απαιτεί οµοφωνία για την έγκυρη λήψη αποφάσεων, όπως στις προσωπικές εταιρείες. Αλλά ούτε καν η πλειοψηφία του συνόλου του κεφαλαίου απαιτείται, διότι λόγω της αποχής των µετόχων από τις συνελεύσεις, θα υπήρχε πολλές φορές αδυναµία λήψης αποφάσεων. Από την άλλη όµως πλευρά ο νοµοθέτης θεώρησε επικίνδυνο να αρκεστεί στην πλειοψηφία του παριστάµενου κεφαλαίου, µε τη σκέψη ότι και µικρή ακόµη µειοψηφία θα µπορούσε να δεσµεύσει την πλειοψηφία. Έτσι οι προϋποθέσεις της απαρτίας και πλειοψηφίας απαιτούν µια µέση οδό. Απαρτία υπάρχει όταν στη γενική συνέλευση παρίστανται αυτοπροσώπως ή µε αντιπρόσωπο µέτοχοι που εκπροσωπούν τον ελάχιστο αριθµό µετοχών (ποσοστό κεφαλαίου) ο οποίος πρέπει σύµφωνα µε το νόµο ή το καταστατικό να συγκεντρώνεται για να είναι δυνατή η έγκυρη λήψη αποφάσεων. Για την εξεύρεση της απαρτίας υπολογίζονται οι έγκυρα εκπροσωπούµενες µετοχές, οι οποίες παρέχουν δικαίωµα ψήφου, δεν υπολογίζονται συνεπώς οι προνοµιούχες µετοχές χωρίς ψήφο. Σε περίπτωση µερικής καταβολής κεφαλαίου, υπολογίζεται το καταβληµένο ποσό κεφαλαίου κάθε µετοχής. Πλειοψηφία υπάρχει, όταν η πρόταση που τίθεται σε ψηφοφορία συγκεντρώνει τον σύµφωνα µε το νόµο ή το καταστατικό απαιτούµενο αριθµό ψήφων (ποσοστό κεφαλαίου) από το σύνολο των µετοχών που εκπροσωπούνται στη συνέλευση. Συνεπώς, η πλειοψηφία δεν υπολογίζεται µε βάση το συνολικό αριθµό των µετοχών, αλλά µε βάση τον αριθµό των εκπροσωπούµενων µετοχών στη συνέλευση κατά το χρόνο της ψηφοφορίας. Επειδή ο νόµος δεν αρκείται στην πλειοψηφία αυτών που υπερψήφισαν µια πρόταση (σε σύγκριση µε αυτούς που την καταψήφισαν) αλλά απαιτεί πλειοψηφία των εκπροσωπούµενων ψήφων στη συνέλευση, η απόφαση λαµβάνεται έγκυρα όταν οι υπέρ της πρότασης ψήφοι, συγκέντρωσαν το απαιτούµενο ποσοστό πλειοψηφίας και αφού ληφθούν υπόψη (για την εξεύρεση του ποσοστού) όχι µόνο οι µετοχές που ψήφισαν κατά, αλλά και οι αποχές καθώς και οι λευκές και άκυρες ψήφοι. Όταν υπάρχουν µετοχές διαφορετικής ονοµαστικής αξίας, λαµβάνεται υπόψη για την εξεύρεση της απαρτίας και της πλειοψηφίας, το ποσοστό κεφαλαίου που εκπροσωπεί κάθε µετοχή. Αντίστοιχα, οι µη αποπληρωθείσες µετοχές παρέχουν και αυτές δικαίωµα ψήφου, εφόσον όµως υπάρχουν άλλες µετοχές που έχουν εξοφληθεί εξ ολοκλήρου ή 10

κατά ανόµοια ποσά, µειώνεται ποσοστιαία η συµβολή τους στο σχηµατισµό της πλειοψηφίας. Η λήψη της απόφασης δεν προϋποθέτει περισσότερους από έναν µετόχους. Και ένας µόνο µέτοχος, εφόσον συγκεντρώνει τα απαιτούµενα ποσοστά απαρτίας, δεν µπορεί να λάβει έγκυρα απόφαση. Στην περίπτωση όµως αυτή, πρέπει να παρίσταται στη συνέλευση (όχι πάντως µε ποινή ακυρότητας της απόφασης) εκπρόσωπος της νοµαρχίας ή συµβολαιογράφος της έδρας της εταιρείας, ο οποίος και προσυπογράφει τα πρακτικά της συνέλευσης. β. Αύξηση από τη συνήθη γενική συνέλευση Ο νόµος, θέλοντας να διευκολύνει την αύξηση του κεφαλαίου, ορίζει ότι και η γενική συνέλευση µε τη συνήθη απαρτία και πλειοψηφία, µπορεί κατά τη διάρκεια της πρώτης πενταετίας από την ίδρυση της εταιρείας να αυξήσει το κεφάλαιο χωρίς µάλιστα η απόφαση αυτή να αποτελεί τροποποίηση του καταστατικού. Αυτό σηµαίνει ότι για την εγκυρότητα της αύξησης δεν απαιτείται προηγούµενη άδεια της διοίκησης και ότι η απαιτούµενη δηµοσιότητα δεν έχει συστατικό χαρακτήρα. Η ευχέρεια της συνήθους γενικής συνέλευσης να αυξάνει το µετοχικό κεφάλαιο, υπάρχει µόνο όταν συντρέχουν ορισµένες προϋποθέσεις. Πρέπει δηλαδή αφενός να υπάρχει σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό και αφετέρου να µην υπερβαίνει το ποσό του αυξανόµενου κεφαλαίου το πενταπλάσιο του αρχικού κεφαλαίου. γ. Αύξηση από το διοικητικό συµβούλιο Επειδή η διαδικασία αύξησης κεφαλαίου από τη γενική συνέλευση το βασικά αποκλειστικά αρµόδιο όργανο είναι δυσκίνητη και αργή, ο νόµος λαµβάνοντας υπόψη τη µεγάλη σηµασία που έχει η αύξηση κεφαλαίου για την εταιρεία παρέχει κατ εξαίρεση και στο διοικητικό συµβούλιο την εξουσία να αυξήσει το κεφάλαιο µε έκδοση νέων µετοχών. Έτσι µπορεί το διοικητικό συµβούλιο να ενεργήσει γρήγορα, εκµεταλλευόµενο ευνοϊκή χρονική στιγµή για τη διάθεση των νέων µετοχών. Η αύξηση κεφαλαίου δεν αποτελεί τροποποίηση του καταστατικού, πρέπει όµως στην προκειµένη περίπτωση να τηρηθούν οι διατυπώσεις δηµοσιότητας. Η εξαιρετική αυτή εξουσία παρέχεται στο διοικητικό συµβούλιο µε τις εξής προϋποθέσεις : 1. Πρέπει να υπάρχει η πρόβλεψη στο καταστατικό, αρκεί όµως και εξουσιοδότηση από τη γενική συνέλευση, η οποία υποβάλλεται στις διατυπώσεις δηµοσιότητας. 2. Η καταστατική εξουσιοδότηση ισχύει µόνο για την πρώτη πενταετία από την ίδρυση της εταιρείας ή για µια πενταετία από τη 11

λήψη της εξουσιοδοτικής απόφασης της γενικής συνέλευσης. Οι εξουσιοδοτήσεις αυτές µπορούν να ανανεώνονται από τη γενική συνέλευση µε αυξηµένη απαρτία και πλειοψηφία µέχρι µια πενταετία για κάθε ανανέωση. 3. Η απόφαση του διοικητικού συµβουλίου για την αύξηση του κεφαλαίου λαµβάνεται µε αυξηµένη πλειοψηφία των 2/3 του συνόλου των µελών του. 4. Το κεφάλαιο µπορεί να αυξηθεί για ποσό που δεν µπορεί να υπερβεί το αρχικό µετοχικό κεφάλαιο ή το ποσό του κεφαλαίου που είναι καταβεβληµένο κατά το χρόνο χορήγησης της σχετικής εξουσιοδότησης στο διοικητικό συµβούλιο. Η απόφαση για την αύξηση κεφαλαίου πραγµατώνεται και ολοκληρώνεται µε την ανάληψη των νέων µετοχών και την καταβολή της αξίας τους εκ µέρους αυτών που τις ανέλαβαν. Η αύξηση κεφαλαίου δεν µπορεί να γίνει και µε αύξηση της ονοµαστικής αξίας των παλαιών µετοχών, διότι τούτο προϋποθέτει ανάληψη αντίστοιχης υποχρέωσης από τους µετόχους, πράγµα που αντιβαίνει σε βασική αρχή του δικαίου των ανώνυµων εταιρειών. Η ανάληψη των νέων µετοχών, δηλ. η κάλυψη του νέου κεφαλαίου, δεν είναι προϋπόθεση για την έγκυρη αύξηση κεφαλαίου - όπως συµβαίνει στην ίδρυση της εταιρείας αφού η δυνατότητα ανάληψης των νέων µετοχών παρέχεται µετά την αποφασισθείσα αύξηση. Σύµφωνα εξάλλου µε το σύστηµα που ακολουθεί ο ν. 2190, η αύξηση κεφαλαίου θεωρείται ότι συντελέστηκε ήδη µε τη δηµοσίευση της απόφασης της γενικής συνέλευσης ή αντίστοιχα του.σ. για την αύξηση κεφαλαίου, έστω και αν κατά το χρόνο της καταχώρησης της απόφασης στο µητρώο εταιρειών περιορισµένης ευθύνης (ΜΑΕ) δεν έχει ακόµα καλυφθεί το κεφάλαιο. Η µετοχική σχέση πάντως, δηµιουργείται µε τη δήλωση ανάληψης των νέων µετοχών και την καταχώρηση της απόφασης µε την οποία αυξήθηκε το κεφάλαιο στο ΜΑΕ. Η τιµή έκδοσης των νέων µετοχών µπορεί να είναι στο άρτιο ή πάνω από το άρτιο όχι όµως και κάτω από το άρτιο, ενώ δεν αποκλείεται να είναι άλλη για τους παλιούς µετόχους (κατώτερη) και άλλη για τους νέους (ανώτερη). Ολόκληρη η αξία των µετοχών πρέπει να καταβληθεί µέσα στην προθεσµία που όρισε το αρµόδιο εταιρικό όργανο, η οποία µπορεί να είναι από ένα ως και τέσσερις µήνες (ενδεχοµένως και πέντε µήνες) από τη λήψη της απόφασης για την αύξηση του κεφαλαίου, εκτός αν αποφασίστηκε µερική καταβολή κεφαλαίου. Οι παλαιοί µέτοχοι δεν µπορούν να υποχρεωθούν να αναλάβουν τις νέες µετοχές, ο νόµος της παρέχει δικαίωµα προτίµησης στις νέες µετοχές, ανάλογα µε τη µέχρι τότε συµµετοχή τους στο µετοχικό κεφάλαιο. ικαίωµα προτίµησης έχουν όλες οι κατηγορίες µετοχών (και οι προνοµιούχες χωρίς ψήφο). Το δικαίωµα προτίµησης είναι 12

περιουσιακό και µεταβιβαστό δικαίωµα, η δε άσκηση του ενέχει δήλωση βουλήσεως του µετόχου γι ανάληψη νέων µετοχών. Η προθεσµία άσκησης του καθορίζεται από το όργανο που αποφάσισε την αύξηση, δεν µπορεί πάντως να είναι µικρότερη από ένα µήνα. Αν µέσα σε αυτήν την προθεσµία δεν ασκηθεί το δικαίωµα προτιµήσεως, οι νέες µετοχές διατίθενται ελεύθερα από το διοικητικό συµβούλιο. Η πρόσκληση για την άσκηση του δικαιώµατος προτίµησης δηµοσιεύεται στο ΤΑΕ και ΕΠΕ. Από τη δηµοσίευση αυτή αρχίζει η µηνιαία προθεσµία. Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί η εµπρόθεσµη ανάληψη ή πληρωµή όλων των µετοχών, η αύξηση του κεφαλαίου µαταιώνεται εκτός αν στην απόφαση για την αύξηση προβλέπεται ότι σε περίπτωση µερικής κάλυψης του νέου κεφαλαίου, το κεφάλαιο θα αυξάνεται µέχρι του ποσού αυτού οπότε θα πρέπει να τροποποιηθεί το καταστατικό. Στην αύξηση κεφαλαίου δεν αποκλείεται καταβολή εισφορών σε είδος εφόσον προβλέπεται τούτο στην απόφαση για την αύξηση. Η εκτίµηση των εισφορών σε είδος από την επιτροπή, απαιτείται και σε περίπτωση που οι αυξήσεις κεφαλαίου δεν αποτελούν τροποποίηση του καταστατικού, όταν δηλ. δεν αποφασίζονται από την καταστατική γενική συνέλευση αλλά από τη συνήθη γενική συνέλευση ή το διοικητικό συµβούλιο. Η αύξηση κεφαλαίου µπορεί να κριθεί ελαττωµατική για λόγους, όπως στην περίπτωση που η απόφαση του οργάνου που αποφάσισε την αύξηση δεν είναι νόµιµη. Στην περίπτωση αυτή οι µετοχές που εκδόθηκαν είναι άκυρες. Ιδιαίτερη σηµασία έχει η καταχρηστική αύξηση κεφαλαίου. Οι αποφάσεις της γενικής συνέλευσης είναι καταχρηστικές, όταν το περιεχόµενό τους αντιβαίνει τα συµφέροντα της εταιρείας ή προσβάλει χωρίς λόγο νόµιµα συµφέροντα της µειοψηφίας ή όταν θίγεται η αρχή της ίσης µεταχείρισης (καταχρηστική άσκηση της εξουσίας της πλειοψηφίας). Οι µικροµέτοχοι µπορούν επίσης να θιγούν στην περίπτωση που οι νέες µετοχές είναι δυσανάλογα µεγάλης ονοµαστικής αξίας σε σύγκριση µε τις παλιές. Καταχρηστική είναι επίσης η απόφαση µε την οποία αποκλείεται ή περιορίζεται το δικαίωµα προτίµησης των µετόχων. ii) Με κεφαλαιοποίηση κερδών Η διαφορά από την αύξηση κεφαλαίου µε εισφορές, έγκειται στο ό,τι τα νέα εισρέοντα κεφάλαια δεν εισφέρονται από τους µετόχους αλλά δηµιουργούνται από κέρδη που πραγµατοποίησε η εταιρεία. Τα κέρδη δηλ. αντί να καταβληθούν στους µετόχους, χρησιµοποιούνται για την αύξηση του κεφαλαίου (κεφαλαιοποίηση κερδών). Ο τρόπος αυτός αύξησης κεφαλαίου δεν ισοδυναµεί µε υποχρέωση καταβολής συµπληρωµατικών εισφορών, διότι ναι µεν οι µέτοχοι δεν 13

παίρνουν κέρδη για τα οποία έχουν απαίτηση, αντί όµως κερδών παίρνουν χωρίς να έχουν την υποχρέωση να καταβάλουν εισφορές νέες µετοχές κατά λόγο της µέχρι τότε συµµετοχής τους στο κεφάλαιο της εταιρείας. iii) Mε µετατροπή οµολογιών σε µετοχές Η χορήγηση µετοχών από την εταιρεία στους οµολογιούχους µετατρέψιµων οµολογιών συνεπάγεται ισόποση κατά την ονοµαστική αξία των χορηγούµενων µετοχών αύξηση του κεφαλαίου. Η απόφαση για την αύξηση του κεφαλαίου περιέχεται ήδη στην απόφαση της γενικής συνέλευσης για την έκδοση µετατρέψιµων οµολογιών. Η αύξηση δηλ. του κεφαλαίου τελεί υπό την αίρεση της άσκησης του δικαιώµατος του οµολογιούχου για τη µετατροπή των οµολογιών του σε µετοχές. Με το θεσµό των µετατρέψιµων οµολογιών, επιδιώκεται ο συνδυασµός των πλεονεκτηµάτων τόσο των µετοχών όσο και των οµολογιών. Πράγµατι οι κοινές (οµολογίες) πλεονεκτούν σε σύγκριση µε τις µετοχές ως προς το ό,τι παρέχουν τόκο ανεξάρτητα από την ύπαρξη κερδών. Από την άλλη όµως πλευρά, εφόσον η εταιρεία πηγαίνει καλά, οι µετοχές µπορούν να προσφέρουν υψηλό µέρισµα και υψηλή χρηµατιστηριακή τιµή. Οι µετατρέψιµες οµολογίες είναι οµολογίες (δηλ. χρεόγραφα) που όµως παρέχουν το δικαίωµα µετατροπής τους σε µετοχές. Έτσι ο κύριος µετατρέψιµης οµολογίας, έχει αρχικά τη θέση δανειστή, εάν όµως η εταιρεία δίνει µεγάλο µέρισµα, έχει τη δυνατότητα να ζητήσει τη µετατροπή των οµολογιών του σε µετοχές. Μετατρέψιµες οµολογίες εκδίδονται µε απόφαση της καταστατικής γενικής συνέλευσης, όταν αποφασίζεται η σύναψη οµολογιακού δανείου, για ποσό που όµως δεν µπορεί να υπερβαίνει το 1/2 του καταβληµένου µετοχικού κεφαλαίου. Εφόσον το καταστατικό ή η γενική συνέλευση µε απόφαση που λαµβάνεται µε αυξηµένη απαρτία και πλειοψηφία παρέχει τη σχετική εξουσιοδότηση, µπορεί και το διοικητικό συµβούλιο να αποφασίσει την έκδοση µετατρέψιµων οµολογιών. Η απόφαση της γενικής συνέλευσης ή του διοικητικού συµβουλίου για την έκδοση µετατρέψιµων οµολογιών, υπάγεται στις ίδιες διατυπώσεις δηµοσιότητας που απαιτούνται για την αύξηση κεφαλαίου. Για να µην εξασθενίσει η δυναµική θέση των µετόχων στην εταιρεία, τους παρέχεται δικαίωµα προτίµησης ως προς τις εκδιδόµενες µετατρέψιµες οµολογίες. Με την ίδια απόφαση της γενικής συνέλευσης καθορίζεται το χρονικό διάστηµα µέσα στο οποίο µπορεί να ασκηθεί το δικαίωµα µετατροπής, ο τρόπος άσκησής του (π.χ. µε έγγραφη δήλωση) και η τιµή µετατροπής, δηλ. η ονοµαστική αξία των µετοχών, οι οποίες δίνονται έναντι των οµολογιών. Ο νόµος όµως θέτει περιορισµό ως προς την τιµή 14

µετατροπής, διότι απαγορεύει τη χορήγηση µετοχών σε ανώτερη ονοµαστική αξία από την τιµή έκδοσης (δηλ. από το ποσό έναντι του οποίου χορηγήθηκαν) των µετατρέψιµων οµολογιών. Το δικαίωµα µετατροπής ασκείται µε δήλωση του οµολογιούχου προς την εταιρεία, η οποία του χορηγεί µετοχές αντίστοιχες προς τις οµολογίες. Εποµένως και από τη µετατροπή, αυξάνεται το µετοχικό κεφάλαιο κατά ποσό της αξίας των χορηγούµενων µετοχών, µειώνεται δε αντίστοιχα το ποσό του οµολογιακού δανείου. Γ. Ονοµαστική αύξηση κεφαλαίου Το µετοχικό κεφάλαιο µπορεί να αυξηθεί µε απόφαση της γενικής συνέλευσης και ως λογιστικό µόνο µέγεθος, δηλαδή χωρίς αντίστοιχα αύξηση της εταιρικής περιουσίας, όπως συµβαίνει στην πραγµατική αύξηση. Η σχετική απόφαση της γενικής συνέλευσης που λαµβάνεται µε τη συνήθη απαρτία και πλειοψηφία, δεν αποτελεί τροποποίηση του καταστατικού. Οι συνέπειες της ονοµαστικής αύξησης κεφαλαίου είναι εντελώς διαφορετικές από αυτές της πραγµατικής αύξησης. Έτσι, ενώ µε την πραγµατική αύξηση κεφαλαίου εισέρχονται νέα περιουσιακά στοιχεία στην εταιρεία, µε την ονοµαστική ή λογιστική αύξηση κεφαλαίου προσαρµόζεται απλώς το µετοχικό κεφάλαιο στη µεγαλύτερη αξία, στην οποία εν τω µεταξύ ανήλθε η εταιρική περιουσία λόγω της ύπαρξης εµφανών ή αφανών αποθεµατικών. Υπάρχει δηλ. στην προκειµένη περίπτωση δυσαναλογία µεταξύ εταιρικής περιουσίας ( η οποία είναι µεγαλύτερη) και µετοχικού κεφαλαίου. Η δυσαναλογία αυτή µειώνεται ή εξαλείφεται µε την ονοµαστική αύξηση του κεφαλαίου. Το µέτρο της ονοµαστικής αύξησης κεφαλαίου µπορεί να εξυπηρετεί πολλούς σκοπούς, όπως στην ενίσχυση της φερεγγυότητας της εταιρείας, αφού θα εµφανίζεται εφεξής η εταιρεία µε µεγαλύτερα κεφάλαια. Ιδίως όµως επηρεάζει την έκταση του διανεµητέου πρώτου µερίσµατος. Αποκλείεται η κεφαλαιοποίηση αφανών αποθεµατικών που προκύπτουν από υποτίµηση των περιουσιακών στοιχείων του πάγιου ενεργητικού, διότι η ενσωµάτωση της υπεραξίας τους στο κεφάλαιο προϋποθέτει την αναπροσαρµογή των ετήσιων λογαριασµών. Αφανή όµως αποθεµατικά που µπορούν να κεφαλαιοποιηθούν, είναι δυνατό να προκύπτουν όχι µόνο από την εµφάνιση στον ισολογισµό περιουσιακών στοιχείων σε αξία µικρότερη της πραγµατικής, αλλά και από άλλους λόγους (όπως από τη µη αναγραφή στοιχείων ενεργητικού, εφόσον τούτο επιτρέπεται, από υπερβολικές προβλέψεις και αποσβέσεις, από την εξόγκωση στοιχείων παθητικού ή τη µεταβολή της µεθόδου 15

αποτίµησης). Στις περιπτώσεις αυτές, µπορούν να κεφαλαιοποιηθούν τα αφανή αποθεµατικά που προκύπτουν από τις αιτίες αυτές, στα πλαίσια βέβαια που το επιτρέπει ο ν. 2190. Αναπροσαρµογή περιουσιακών στοιχείων επιτρέπεται µόνο, εφόσον αυτή γίνεται σε εφαρµογή ειδικού νόµου, όχι δηλ. µε πρωτοβουλία της εταιρείας. Πράγµατι, φορολογικοί νόµοι που ίσχυσαν κατά καιρούς, επέτρεψαν ή και επέβαλαν την κεφαλαιοποίηση της υπεραξίας, την ενσωµάτωση δηλ. της υπεραξίας στο κεφάλαιο, ιδίως των ακινήτων τους. Σύµφωνα µε τις διατάξεις που ισχύουν στους σήµερα, οι Α.Ε. - καθώς και όλες οι άλλες εταιρείες έχουν την υποχρέωση να αναπροσαρµόζουν ανά τετραετία την αξία των γηπέδων και κτιρίων τους και να ενσωµατώνουν στο κεφάλαιο το ποσό της υπεραξίας που προκύπτει. εν χρειάζεται απόφαση της γνωµοδοτικής επιτροπής του ν. 2190, διότι ο νόµος προσδιορίζει (κατά δεσµευτικό τρόπο) πώς θα γίνει η αναπροσαρµογή. Ο ν. 2190, δεν ρυθµίζει αλλά ούτε και απαγορεύει την κεφαλαιοποίηση των εµφανών (έκτακτων) αποθεµατικών, την ενσωµάτωσή τους δηλ. στο κεφάλαιο. Είναι πάντως αναµφίβολο ότι η ανώνυµη εταιρεία µπορεί να αποφασίσει την κεφαλαιοποίηση των αποθεµατικών της. Ακόµη επιτρέπεται µε προϋποθέσεις η µερική ή ολική µετατροπή εµφανών αποθεµατικών σε κεφάλαιο. Τα αποθεµατικά αυτά προέρχονται από αποθησαυρισθέντα κέρδη, η δε µετατροπή τους σε κεφάλαιο µπορεί να χρησιµεύει για την αυτοχρηµατοδότηση της εταιρείας. Έτσι, αποφεύγεται η ανάληψη πιστώσεων από τρίτους. Επειδή οι µέτοχοι ήδη πριν από την κεφαλαιοποίηση των αφανών και εµφανών αποθεµατικών, µετείχαν οικονοµικά στην υπεραξία της εταιρικής περιουσίας, η εταιρεία διανέµει τις νέες µετοχές στους µετόχους, χωρίς υποχρέωση καταβολής εισφοράς εκ µέρους τους (δωρεάν), κατά λόγο της µέχρι την αύξηση συµµετοχής τους στο µετοχικό κεφάλαιο. Η κεφαλαιοποίηση µπορεί να πραγµατοποιηθεί όχι µόνο µε την έκδοση νέων µετοχών, αλλά και µε την αύξηση της ονοµαστικής αξίας των παλιών µετοχών ή και µε τους δύο τρόπους. II) ΜΕΙΩΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Α. Σκοπός και προϋποθέσεις Όπως µε την αύξηση έτσι και µε τη µείωση κεφαλαίου, είναι δυνατό να επιδιώκονται διάφοροι σκοποί. Ανάλογα µε τον επιδιωκόµενο σκοπό, η µείωση κεφαλαίου διακρίνεται σε πραγµατική και ονοµαστική. Πραγµατική µείωση αποφασίζεται σε σπάνιες περιπτώσεις που η εταιρεία δεν χρειάζεται ένα µέρος από την εταιρική της περιουσία (π.χ. διότι ένας 16

κλάδος της επιχείρησης δεν είναι αποδοτικός) και γι αυτό το επιστρέφει στους µετόχους µετά από ισόποση µείωση του µετοχικού κεφαλαίου. Συνήθως όµως η µείωση κεφαλαίου είναι ονοµαστική, µειώνεται δηλαδή το µετοχικό κεφάλαιο ως λογιστικό µέγεθος, χωρίς αντίστοιχη µείωση της εταιρικής περιουσίας. Ανάγκη ονοµαστικής µείωσης κεφαλαίου υπάρχει όταν η εταιρική περιουσία λόγω ζηµιών έγινε µικρότερη από το µετοχικό κεφάλαιο. Στην περίπτωση αυτή, πριν από την κάλυψη των ζηµιών (από κέρδη που θα επιτευχθούν σε επόµενες εταιρικές χρήσεις) δεν µπορούν να διανεµηθούν κέρδη. Επειδή η κάλυψη των ζηµιών είναι αβέβαιη ή µπορεί να απαιτήσει πολλές εταιρικές χρήσεις, κατά τη διάρκεια των οποίων οι µέτοχοι δεν θα παίρνουν µέρισµα, παρέχεται στην εταιρεία η δυνατότητα να προβεί σε ονοµαστική µείωση κεφαλαίου, οπότε το κεφάλαιο προσαρµόζεται στην υπάρχουσα εταιρική περιουσία. Έτσι, είναι δυνατό να υπάρξουν κέρδη από την επόµενη εταιρική χρήση (εφόσον βέβαια η εταιρεία δεν εξακολουθεί να δηµιουργεί ζηµιές). Η ονοµαστική µείωση κεφαλαίου εταιρείας, η οποία έχει υποστεί µεγάλες ζηµιές, µπορεί προς το σκοπό εξυγίανσής της να συνδυάζεται µε πραγµατική αύξηση κεφαλαίου. Έτσι µε τη µείωση προσαρµόζεται καταρχήν το µετοχικό κεφάλαιο στην υφιστάµενη εταιρική περιουσία, ενώ µε τη αύξησης που επακολουθεί, επιτυγχάνεται η εισροή νέων περιουσιακών στοιχείων στην εταιρεία, τα οποία χρειάζεται για την εξυγίανσή της. Μόνο η αύξηση - χωρίς προηγούµενη µείωση - δεν θα είχε αποτέλεσµα, διότι κανένας δεν θα ήθελε να αποκτήσει µετοχές µειωµένης εσωτερικής αξίας, οπότε θα αποτύγχανε η αύξηση. Αντίθετα, η κάλυψη του νέου κεφαλαίου έχει προοπτική επιτυχίας, όταν η εσωτερική αξία της µετοχής ανταποκρίνεται στην ονοµαστική της αξία και οι αγοραστές των µετοχών έχουν την προσδοκία ότι από την επόµενη εταιρική χρήση θα είναι δυνατή η διανοµή κερδών, πράγµα που επιτυγχάνεται εφόσον πριν από την αύξηση έχει προηγηθεί µείωση κεφαλαίου. Η εταιρεία είναι ελεύθερη αν αποφασίσει τη µείωση του κεφαλαίου της. Βέβαια, το κεφάλαιο δεν µπορεί να µειωθεί κάτω από το κατά νόµο κατώτατο όριο των δέκα εκατοµµυρίων δρχ., έστω και αν η εταιρική περιουσία είναι µικρότερη από το ποσό αυτό. Πάντως, αν το καθαρό ενεργητικό όπως εµφανίζεται στους ετήσιους λογαριασµούς γίνει κατώτερο από το µισό (1/2) του µετοχικού κεφαλαίου, το διοικητικό συµβούλιο υποχρεούται να συγκαλέσει τη γενική συνέλευση µέσα σε προθεσµία έξι µηνών από τη λήξη της χρήσης, η οποία θα αποφασίσει (µε αυξηµένα ποσοστά απαρτίας και πλειοψηφίας) αν η εταιρεία θα λυθεί ή αν θα ληφθεί άλλο µέτρο. Εξάλλου, αν το σύνολο του καθαρού ενεργητικού, που εµφανίζεται στους ετήσιους λογαριασµούς µειωθεί 17

κάτω από το 1/10 του κεφαλαίου, ανακαλείται η άδεια σύστασης της εταιρείας. Η µείωση κεφαλαίου αποφασίζεται από την καταστατική γενική συνέλευση. Ο νόµος όµως, αποβλέποντας στην προστασία των δανειστών, απαιτεί µε ποινή ακυρότητας να ορίζεται στην πρόσκληση για τη σύγκλιση της γενικής συνέλευσης και στην απόφαση για τη µείωση ο σκοπός και ο τρόπος πραγµατοποίησής της, να συνοδεύεται δε η απόφαση από έκθεση ορκωτού ελεγκτή, στην οποία θα βεβαιώνεται η ικανότητα της εταιρείας να ικανοποιήσει τους δανειστές της. Η διοίκηση ( ο υπουργός εµπορίου) µε βάση την έκθεση του ορκωτού ελεγκτή, µπορεί να µην εγκρίνει την απόφαση για τη µείωση, αν κρίνει ότι µετά τη µείωση δεν αποµένουν αρκετές εγγυήσεις για την ικανοποίηση των δανειστών. Η ανάγκη λήψης ασφαλιστικών µέτρων, εν όψει των κινδύνων που συνεπάγεται η µείωση κεφαλαίου για τους εταιρικούς δανειστές, είναι προφανής ιδίως στην πραγµατική µείωση κεφαλαίου, κατά την οποία επιστρέφεται εταιρική περιουσία στους µετόχους, ίσως όµως όχι και στην ονοµαστική όπου το µετοχικό κεφάλαιο προσαρµόζεται απλώς στην ήδη µειωµένη µειωµένη λόγω ζηµιών εταιρική περιουσία. Επειδή όµως από την ονοµαστική µείωση είναι δυνατή η καταβολή κερδών πράγµα που πριν από τη µείωση αποκλείονταν πρέπει να ελεγχθεί, αν το ποσό κατά το οποίο µειώνεται το κεφάλαιο, ανταποκρίνεται πράγµατι στην ελαττωθείσα εταιρική περιουσία. ιότι, αν η εταιρική περιουσία εκτιµηθεί µικρότερη από όση είναι και το κεφάλαιο µειωθεί αντίστοιχα περισσότερο, το περίσσευµα µπορεί στην επόµενη εταιρική χρήση να διανεµηθεί ως κέρδος, πράγµα που θίγει τους δανειστές που υπήρχαν µέχρι το χρόνο της µείωσης. Αλλά και µεγαλύτερη να εκτιµηθεί η εταιρική περιουσία, πάλι θα επιτυγχάνονταν η διανοµή κερδών χωρίς την πλήρη κάλυψη των ζηµιών των προηγούµενων χρήσεων. Όταν η µείωση γίνεται προς συµψηφισµό ζηµιών, δεν είναι απαραίτητη η έκθεση του ορκωτού ελεγκτή. Ο νοµοθέτης για να επιτύχει ακόµη µεγαλύτερη εξασφάλιση για τους εταιρικούς δανειστές σε περίπτωση πραγµατικής µείωσης κεφαλαίου, κρίνει ότι είναι άκυρη η καταβολή αποδεσµευµένης (λόγω της µείωσης) εταιρικής περιουσίας στους µετόχους, αν προηγουµένως δεν ικανοποιηθούν οι εταιρικοί δανειστές, οι απαιτήσεις των οποίων γεννήθηκαν πριν τη δηµοσιότητα της απόφασης για τη µείωση, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει ότι οι απαιτήσεις αυτές είναι αβάσιµες. 18

Β. ιαδικασία i) Αρµόδιο όργανο Αποκλειστικά αρµόδιο όργανο για τη µείωση κεφαλαίου είναι η καταστατική γενική συνέλευση. Η µείωση κεφαλαίου σε αντίθεση µε την αύξηση, αποτελεί πάντοτε τροποποίηση καταστατικού για την οποία πρέπει να τηρηθεί η σχετική διαδικασία. Αν όµως υπάρχουν περισσότερες κατηγορίες µετόχων, τα δικαιώµατα των οποίων θίγονται από τη µείωση, η απόφαση της γενικής συνέλευσης για τη µείωση του κεφαλαίου, τελεί υπό την έγκριση της κατηγορίας αυτής των µετόχων, η απόφαση αυτή λαµβάνεται σε ιδιαίτερη συνέλευση µε αυξηµένη απαρτία και πλειοψηφία. Η αυξηµένη απαρτία πρέπει να συγκεντρώνει τουλάχιστον τα 2/3 του καταβληµένου µετοχικού κεφαλαίου. Εντούτοις, ο νόµος, ευνοώντας τη λήψη αποφάσεων, καθιερώνει την αρχή της φθίνουσας απαρτίας. Έτσι, αν δε συγκεντρωθούν τα 2/3 (66,67%), προβλέπεται διαδικασία τουλάχιστον δύο επαναληπτικών συνελεύσεων, όπου στη µεν πρώτη αρκεί ποσοστό απαρτίας 1/2, στη δε δεύτερη 1/3 τουλάχιστον του καταβεβληµένου µετοχικού κεφαλαίου. Για τα θέµατα της καταστατικής γενικής συνέλευσης, απαιτείται πάντοτε - δηλ. όχι µόνο στην πρώτη αλλά και στις επαναληπτικές συνελεύσεις αυξηµένη καταστατική πλειοψηφία των 2/3 των ψήφων που εκπροσωπούνται στη συνέλευση. Αυξηµένη πλειοψηφία υπάρχει όταν συγκεντρώνεται τουλάχιστον το 50% συν µία ψήφος του εκπροσωπούµενου στη συνέλευση κεφαλαίου. Αυτή είναι η έννοια της απόλυτης πλειοψηφίας που απαιτεί ο νόµος σε αντίθεση µε τη σχετική, κατά την οποία αρκεί η υπό ψήφιση πρόταση να συγκεντρώνει τις περισσότερες ψήφους σε σύγκριση µε άλλες προτάσεις. ii) Τρόποι µείωσης κεφαλαίου Ο νόµος δεν ρυθµίζει τον τρόπο µε τον οποίο µπορεί να επιτευχθεί µείωση κεφαλαίου. Υπάρχουν οι εξής δυνατότητες: 1. Μείωση της ονοµαστικής αξίας των µετοχών. Ο τρόπος αυτός µπορεί να εφαρµοστεί τόσο στην πραγµατική όσο και στην ονοµαστική µείωση. Σε περίπτωση ονοµαστικής µείωσης κεφαλαίου, µειώνεται απλώς η ονοµαστική αξία των µετοχών, ενώ στην πραγµατική καταβάλλεται συγχρόνως στους µετόχους το ποσό κατά το οποίο µειώθηκε το κεφάλαιο (κατά λόγο της συµµετοχής τους). Ο τρόπος αυτός είναι ο πλέον ακίνδυνος από άποψης συµφερόντων των µετόχων, δεν µπορεί όµως να 19

εφαρµοστεί στην περίπτωση κατά την οποία η εταιρεία έχει εκδώσει µετοχές ονοµαστικής αξίας 100 δρχ., αφού το ποσό αυτό είναι το κατώτερο επιτρεπόµενο όριο έκδοσης µετοχών. 2. Συνένωση δύο ή περισσότερων µετοχών σε µία µετοχή, η ονοµαστική αξία της οποίας είναι µικρότερη από το άθροισµα των ονοµαστικών αξιών των συνενωµένων µετοχών (π.χ. δύο µετοχές ονοµαστικής αξίας 100 δρχ. συνενώνονται σε µία των 150 δρχ.) και ο τρόπος αυτός µπορεί να εφαρµοστεί τόσο στην πραγµατική όσο και στην ονοµαστική µείωση. Ο κίνδυνος της µεθόδου αυτής, είναι ότι οι µέτοχοι µε µικρό αριθµό µετοχών µπορεί να αποκλειστούν από την εταιρεία. 3. Μείωση κεφαλαίου µπορεί να επιτευχθεί και όταν η εταιρεία µε σκοπό τη µείωση κεφαλαίου, αποκτά µετοχές τις οποίες συνήθως αγοράζει και τις ακυρώνει. Αυτή είναι µια περίπτωση κατά την οποία επιτρέπεται η απόκτηση από την εταιρεία δικών της µετοχών, διότι ο νόµος απαγορεύει στην ανώνυµη εταιρεία να αποκτήσει είτε η ίδια είτε µέσω τρίτων, δικές της µετοχές. Ο σοβαρότερος λόγος της απαγόρευσης αυτής είναι η απόκτηση µετοχών από την εταιρεία µε αντάλλαγµα, µεγαλύτερο από την πραγµατική αξία των µετοχών, γεγονός που επιφέρει (κατά το ποσό του τιµήµατος) µείωση της δεσµευµένης εταιρικής περιουσίας. Προβλέπονται όµως ορισµένες εξαιρέσεις, µια από τις οποίες είναι και η απόκτηση µετοχών από την εταιρεία µε σκοπό τη µείωση του κεφαλαίου. 4. Γίνεται τέλος δεκτό ότι είναι ισχυρή ρήτρα στο καταστατικό, µε την οποία παρέχεται στην εταιρεία η εξουσία να ακυρώνει µετοχές µονοµερώς (δηλ. χωρίς τη συναίνεση των µετόχων). Βέβαια, δεν πρέπει να θίγεται η αρχή της ίσης µεταχείρισης των µετόχων. Η αρχή αυτή δεν θίγεται, όταν οι µετοχές που θα ακυρωθούν καθορίζονται µε κλήρωση. Οι µέτοχοι που αποκλείονται µε τον τρόπο αυτό, έχουν το δικαίωµα να λάβουν τη χρηµατιστηριακή ή πραγµατική αξία των µετοχών τους σε χρήµα. 20

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 ο ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ I. Ανάληψη των µετοχών Η εταιρική περιουσία (που ανταποκρίνεται στο δηλούµενο ποσό του µετοχικού κεφαλαίου),συγκεντρώνεται µε την καταβολή των εισφορών δηλ. µε την καταβολή της αξίας των µετοχών εκ µέρους των µετόχων. Η υποχρέωση για την καταβολή της εισφοράς λέγεται κάλυψη (ανάληψη).σύµφωνα µε την ορθή αλλά όχι αναµφισβήτητη γνώµη, ολόκληρο το κεφάλαιο πρέπει να καλυφθεί πάντοτε (ακόµη και στη µερική καταβολή) ήδη κατά τη σύναψη του καταστατικού και πάντως πριν από τη συντέλεση των διατυπώσεων δηµοσιότητας που προβλέπονται από το νόµο για τη σύσταση της ανώνυµης εταιρείας. Απαγορεύεται η έκδοση µετοχών κάτω από το άρτιο, απαγορεύεται δηλ. η παραχώρηση µετοχών από την εταιρεία στους µετόχους σε τιµή κατώτερη από την ονοµαστική τους αξία, διότι τότε η εταιρική περιουσία θα ήταν µικρότερη από το δηλούµενο εταιρικό κεφάλαιο. Αντίθετα, επιτρέπεται η έκδοση µετοχών πάνω από το άρτιο, πράγµα που συµβαίνει ιδίως όταν η εταιρεία έχει αποθεµατικά. Εντούτοις, η υπεραξία αυτή, δηλ. το πάνω από την ονοµαστική αξία ποσό, δεν θεωρείται κέρδος και αναγράφεται στο παθητικό σκέλος του ισολογισµού. Κατά συνέπεια, το µικρότερο ποσό που επιτρέπεται να καταβάλει ο µέτοχος για την απόκτηση µετοχών είναι το ποσό της ονοµαστικής τους αξίας (έκδοση µετοχών στο άρτιο). ΙΙ)Τρόποι κάλυψης Το κεφάλαιο των Α.Ε. είναι ουσιώδες στοιχείο, γι αυτό το καταστατικό πρέπει να προβλέπει για το ύψος αυτού και τον τρόπο καταβολής του. Το µετοχικό κεφάλαιο αναγράφεται µόνο σε χρήµατα, ακόµη και όταν οι εισφορές των µετόχων είναι σε είδος. Αποκλείεται η σε ξένο νόµισµα αναγραφή. Ειδικοί νόµοι εισάγουν εξαιρέσεις, π.χ. η σύµβαση µεταξύ Ολυµπιακής Αεροπορίας και Ελληνικού ηµοσίου (κατά το ν.δ. 3560/1956 επέτρεπε τη σύσταση ανώνυµης εταιρείας µε µετοχικό κεφάλαιο σε δολάρια Η.Π.Α.). Ο νόµος γνωρίζει δύο τρόπους κάλυψης του εταιρικού κεφαλαίου της Α.Ε., ανάλογα µε το εάν αναλαµβάνονται όλες οι µετοχές από τους ίδιους τους ιδρυτές ή προσφέρονται στο κοινό µε δηµόσια εγγραφή. 21

Για την κάλυψη µε δηµόσια εγγραφή, απαιτείται άδεια από την επιτροπή κεφαλαιαγοράς και κεφάλαιο τουλάχιστον 100.000.000 δρχ. Η κάλυψη µε δηµόσια εγγραφή ενεργείται µέσω τραπέζης ή ανώνυµης χρηµατιστηριακής εταιρείας (αρθρ. 26 ν.1806/1988), πρέπει δε εντός έτους να ζητηθεί η εγγραφή των µετοχών στο χρηµατιστήριο. Όσοι επιθυµούν να αναλάβουν µετοχές, υπογράφουν δελτία εγγραφής. ίνεται σχετικά εντολή σε τράπεζα, στην οποία καταβάλλεται το τίµηµα έναντι ανάληψης µετοχών. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 ο ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ ΚΑΙ ΕΙ Η ΑΥΤΩΝ Ι) Γενικά Η µετοχή είναι περιουσιακό αγαθό µεγάλης εµπορευσιµότητας, λόγω της ενσωµάτωσής της σε αξιόγραφο και της εύκολης µεταβίβασής της (ρευστοποίησής της) ιδίως στη χρηµατιστηριακή αγορά. Η µετοχή έχει περιουσιακή αυτοτέλεια σε σχέση µε την εταιρική περιουσία, αφού ανήκει αποκλειστικά στους µετόχους. Γι αυτό οι εταιρικοί δανειστές δεν µπορούν να επιληφθούν των µετοχών που έχουν οι µέτοχοι. Για την άσκηση των δικαιωµάτων που απορρέουν από τη µετοχή, αρκεί η κατοχή του τίτλου, εκτός αν η εταιρεία αποδείξει ότι ο κάτοχος της µετοχής δεν είναι ο κύριος. Γίνεται διάκριση µεταξύ της ονοµαστικής, εσωτερικής και χρηµατιστηριακής αξίας της µετοχής : 1. Το τµήµα του µετοχικού κεφαλαίου, το οποίο εκπροσωπεί η µετοχή, εκφράζει την ονοµαστική της αξία. Η ονοµαστική αξία δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερη των 100 δρχ., ούτε ανώτερη των 30.000 δρχ. Απαγορεύεται η έκδοση µετοχών κάτω από την ονοµαστική τους αξία, ενώ πάνω από αυτήν επιτρέπεται. Είναι δυνατόν όλες οι µετοχές να µην έχουν την ίδια ονοµαστική αξία, εφόσον είναι διαφορετικής σειράς έκδοσης. Η έκδοση πολλαπλών τίτλων δεν µεταβάλλει την ονοµαστική αξία των µετοχών, απλώς στον πολλαπλό τίτλο περιέχονται περισσότερες µετοχές. Ο κάτοχος πολλαπλών τίτλων, µπορεί να αξιώσει 22

οποτεδήποτε από την εταιρεία την αντικατάσταση τους µε απλούς. 2. Η εσωτερική ή πραγµατική αξία της µετοχής προσδιορίζεται µε βάση την πραγµατική αξία της εταιρικής περιουσίας, αντικατοπτρίζεται δε σε αυτήν τµήµα της τελευταίας. Η εσωτερική αξία της µετοχής µπορεί να είναι µικρότερη ή µεγαλύτερη από την ονοµαστική αξία για τον ίδιο λόγο για τον οποίο η εταιρική περιουσία µπορεί να είναι µικρότερη ή µεγαλύτερη από το µετοχικό κεφάλαιο. Η εσωτερική αξία της µετοχής δεν συµπίπτει πάντα µε την τρέχουσα ή αγοραία αξία δηλ. µε αυτήν που διαµορφώνεται στην αγορά διότι η διαµόρφωση της τρέχουσας αξίας εξαρτάται και από άλλους παράγοντες. Πολλές µετοχές µαζί (πακέτο µετοχών) έχουν µια επιπλέον αγοραστική αξία. 3. Χρηµατιστηριακή αξία είναι η αξία της µετοχής όπως διαµορφώνεται στη χρηµατιστηριακή αγορά. εν συµπίπτει κατ ανάγκη µε την εσωτερική αξία, διότι η διαµόρφωσή της επηρεάζεται και από άλλους παράγοντες (κερδοσκοπικής, πολιτικής φύσεως κ.ά). Πάντως, εφόσον οι µετοχές µιας εταιρείας έχουν εισαχθεί στο χρηµατιστήριο, η χρηµατιστηριακή αξία είναι εκείνη η οποία λαµβάνεται υπόψη σε περίπτωση πώλησης ή αποζηµίωσης. Για να µπορούν να εισαχθούν µετοχές ανώνυµης εταιρείας στο χρηµατιστήριο, πρέπει η εταιρεία να έχει κεφάλαιο τουλάχιστον 500.000.000 δρχ.(ν. 1914/1990). Μια εταιρεία για να εγγραφεί στο χρηµατιστήριο, πρέπει η κάλυψη του κεφαλαίου της να γίνει µε δηµόσια εγγραφή. ΙΙ) Εισφορές σε είδος 1.Οι εισφορές των µετόχων συνίστανται βασικά σε χρήµα (σε ευρώ). Εφόσον όµως υπάρχει σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό, µπορούν να εισφερθούν και άλλα αντικείµενα, τα οποία όµως προς το σκοπό προστασίας των εταιρικών δανειστών, πρέπει να είναι δεκτικά χρηµατικής αποτίµησης. Έτσι τα εισφερόµενα µπορούν να συνίστανται π.χ. σε µεταβίβαση κυριότητας ή παραχώρησης χρήσης κινητών ή ακινήτων, σε µεταβίβαση αξιόγραφων αλλά και άϋλων αντικειµένων, όπως απαιτήσεων εταιρικών συµµετοχών, ευρεσιτεχνίας, σήµατος, προγραµµάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών κ.ά., όχι όµως και σε εισφορά εργασίας, διότι η εργασία δεν είναι δεκτική αποτίµησης. Ο νόµος δεν θέτει περιορισµό ως προς την έκταση των εισφορών σε είδος, γι αυτό είναι νόµιµος ο σχηµατισµός κεφαλαίου αποκλειστικά από εισφορές σε είδος. 23

Οι εισφορές σε είδος υποβάλλονται σε εκτιµητικό έλεγχο. Ο έλεγχος της αξίας των εισφορών σε είδος έχει σκοπό την αποφυγή του κινδύνου υπερεκτίµησής τους, της εκτίµησής τους δηλ. από την εταιρεία µε αξία µεγαλύτερη από την πραγµατική, οπότε η εταιρική περιουσία θα κατέληγε να είναι µικρότερη από το δηλούµενο κεφάλαιο. Ακόµη, αν δεν έχει γίνει εκτίµηση των εισφορών σε είδος, ο αρµόδιος νοµάρχης δεν µπορεί να δώσει άδεια για έγκριση σύστασης ανώνυµης εταιρείας. Η εκτίµηση της αξίας των εισφορών σε είδος γίνεται ύστερα από γνωµοδότηση τριµελούς επιτροπής εµπειρογνωµόνων, η οποία υποβάλλεται στη διοίκηση και υπόκειται στις διατυπώσεις δηµοσιότητας. Η επιτροπή αποτελείται από ένα ή δύο δηµόσιους υπαλλήλους ή από ένα ή δύο ορκωτούς ελεγκτές και έναν εµπειρογνώµονα, εκπρόσωπο του αρµόδιου επιµελητηρίου. Στην έκθεση της επιτροπής πρέπει να περιγράφεται κάθε εισφορά, να αναφέρονται οι µέθοδοι αποτίµησης που εφαρµόστηκαν και να πιστοποιείται αν η αξία των µετοχών που θα εκδοθούν έναντι των εισφορών αυτών αντιστοιχούν στην εκτιµηθείσα αξία του εισφερόµενου. Εάν η επιτροπή κρίνει υπερβολική την εκτίµηση της αξίας των εισφορών, απορρίπτεται από τη διοίκηση η αίτηση για την παροχή άδειας σύστασης της εταιρείας ή την τροποποίηση του καταστατικού λόγω αύξησης κεφαλαίου. Πάντως η γνωµοδότηση της επιτροπής δεν είναι δεσµευτική για τη διοίκηση. 2.Προς αποφυγή καταστρατηγήσεων ως προς την καταβολή εισφορών σε είδος, επεκτείνεται ο έλεγχος της επιτροπής και σε πωλήσεις από ιδρυτές ή µέλη του διοικητικού συµβουλίου ή συγγενείς τους προς την εταιρεία οποιουδήποτε αντικειµένου. Οι αποκτήσεις των αντικειµένων αυτών είναι άκυρες απέναντι στην εταιρεία, εφόσον έγιναν µέσα σε µια διετία από τη σύσταση της εταιρείας ή την αύξηση του κεφαλαίου της και το τίµηµα ήταν ανώτερο του 1/10 του καταβληθέντος µετοχικού κεφαλαίου. Για να είναι έγκυρες οι αποκτήσεις αυτές, πρέπει να έχει προηγηθεί έγκριση της γενικής συνέλευσης, να υπάρχει έκθεση της εκτιµητικής επιτροπής και άδεια της διοίκησης. Αν η µεταβίβαση έγινε από τρίτα πρόσωπα, τα πρόσωπα αυτά δεν µπορούν να εκλεγούν σύµβουλοι, να διοριστούν υπάλληλοι ή να λάβουν αµοιβή ή αποζηµίωση από την εταιρεία. Πάντως, η απαγόρευση δεν ισχύει όταν πρόκειται για αποκτήσεις που γίνονται στα πλαίσια των τρεχουσών συναλλαγών της εταιρείας και για αποκτήσεις που πραγµατοποιούνται µε απόφαση διοικητικής ή δικαστικής αρχής ή στο χρηµατιστήριο. 3.Η διαδικασία της εκτίµησης των εισφορών σε είδος µπορεί να καταστρατηγηθεί όταν µε συµφωνία εταιρείας και µετόχου (ιδίως ελέγχοντος µετόχου) καταβάλλεται µεν χρηµατική εισφορά, τα χρήµατα όµως αυτά επιστρέφουν αµέσως µετά πάλι σε αυτόν έναντι µεταβίβασης εκ µέρους του περιουσιακού αντικειµένου (πράγµατος ή δικαιώµατος) στην εταιρεία, χωρίς βέβαια να έχει προηγουµένως εκτιµηθεί αφού δεν 24