Λαέ του Κάδμου. Πρέπει σύμφωνα τα λόγια του νάχει με τους καιρούς, εκείνος που απ την πρύμνα το τιμόνι κρατώντας κυβερνάει μια πόλη χωρίς ν αφήνει ύπνο κανένα να του κλει τα βλέφαρα. Γιατί αν τα πράματα πάνε κατά πως πρέπει όλοι θα πουν πως ο θεός το χέρι του έβαλε. Μα αν πάλι ο μοι γένοιτο συφορά μας λάχει, ένας, ο Ετεοκλής, πολλά στην πόλη μέσα θε ν ακούσει παράπονα και μοιρολόγια, που άμποτε απ αυτά, να μας φυλάει ο Δίας λέω και μας κι αυτή την πόλη! Μα τώρα πρέπει εσείς, αμούστακα παιδιά κι οι άλλοι οι γεροντότεροι να βάνετε τη δύναμή σας όλη, κατά πως δύναται ο καθένας με τα χρόνια του, για να βοηθήσει την πατρίδα, τους θεούς μας, τους βωμούς των μήποτε χάσουν την τιμή τους, τα παιδιά μας, τη μάννα γη γλυκειά θροφό μας! Γιατί είναι αυτή που όταν έτσι μπουσουλούσατε πάνω στο καλόγνωμο χώμα της, πάνω της όλο φορτώθηκε το βάρος της ανατροφής σας και πολίτες σας τράνεψε ασπιδοφόρους να σας έχει πιστούς την ώρα αυτή που σας χρειάζεται! Και βέβαια ως τα σήμερα ο θεός όλα δεξιά τα φέρνει. Γιατί όλο τούτο τον καιρό πουχει ο εχτρός τα κάστρα μας ζωσμένα, η τύχη του πολέμου είναι μαζί μας με του θεού τη χάρη. Μα τώρα καθώς μας λέει ο μάντης που τα πετούμενα πουλιά διαβάζει και κυβερνάει τη γνώση του με τέχνη αλάθητη, σκοπό το βάλαν οι οχτροί μας την πόλη τούτη ν αφανίσουν. Κι έφοδο λέει στα τείχη μας τοιμάζουν. Ριχτείτε στ άρματα λοιπόν. Πιάστε τις πολεμίστρες! Ταμπουρωθείτε κι απάνω στις σκεπές των πύργων σταθείτε! Κλείστε την κάθε είσοδο στην πόλη μας, έχετε θάρρος και μη φοβάστε το πλήθος των εχθρών! Μαζί μας είναι ο θεός κι όλα δεξιά τα φέρνει! Κι εγώ κανείς σας μη σκεφτεί πως θα πιαστώ στον ύπνο. Στρατιώτες έστειλα κατάσκοπους στ αντίπαλο στρατόπεδο κι απ ώρα σ ώρα μαντάτα τους προσμένω! ΑΓΓΕΛΟΣ Έρχομαι δοξασμένε βασιληά της Θήβας και καθαρά μαντάτα φέρνω απ τον αντίπαλο στρατό. Πράματα που τα είδανε τα μάτια μου τα ίδια.
Εφτά στρατηγοί, άντρες που για πόλεμο διψάνε, μέσα σε μαυροσίδερη ασπίδα ταύρο σφάζουν κι όλοι τα χέρια τους μεσα στα αίματα βουτάνε! Κι απέ στον Άρη, Ενυώ και φόβο παίρνουν όρκο είτε πεθαμένοι με το αίμα τους τούτη τη γη να βρέξουν είτε με βία την πόλη της Θήβας ν αφανίσουνε συθέμελα! Κι απάνω στου Άδραστου το άρμα, κρεμάγαν θυμητάρια για τους γονείς τους π άφησαν ξοπίσω στην πατρίδα και μαύρο δάκρυ έχυναν. Όμως παράπονο απ το στόμα τους δεν άκουγες γιατί καρδιά είχαν όλοι ατσαλένια που έβραζε από λύσσα λες κι ήτανε λιοντάρια αληθινά! Και για όσα είπα δεν θ αργήσεις λέω απόδειξη να λάβεις. Τους άφησα να βάζουν κλήρο σε ποιά ο καθένας από τις πύλες μας μπροστά θα φέρει το στρατό του! Γι αυτό και συ, γοργά λέω διάλεξε τους καλύτερους και μπρος στις πύλες βάλτους. Γιατί έρχεται των Αργείων πάνοπλος σου λέω ο στρατός. Κοντοζυγώνει. Τους κάμπους πλάκωσε με άλογα π αφρίζουν μανιασμένα! Μα συ σαν καπετάνιος που σαι, καλά αρμάτωσε της πόλης το καράβι πριν να ξεσπάσει για καλά η μπόρα του πόλεμου! Πάρε στο χέρι σου τα πράγματα και γω με μάτι ορθάνοιχτο τα πάντα θα επιβλέπω ώστε να μένεις άβλαβος και δίχως φόβο νά χεις! Ω Δια. και γη και σεις θεοί της πόλης μου προστάτες. Και του πατέρα μου μεγάλη Ερινύα! Την πόλη αυτή μην ξεριζώσετε! Και μην οχτρό αφήσετε που γλώσσα Ελληνική μιλάει έτσι να την κουρσέψει! Μήτε τα σπίτια μας που μέσα τους τ αγάλματά σας στέκουνε! Και μην αφήσετε τη λεύτερη του Κάδμου πόλη μες σε σκλαβιά να πέσει. Απάνω σας οι ελπίδες μας! Στηρίξτε μας για το κοινό συμφέρο! Γιατί μια πόλη λέω, τιμά και τους θεούς της, μονάχα σαν είναι ασφαλής κι ευτυχισμένη! Α Μύρομαι φοβερά μεγάλα πάθη. Μολύθηκε ο στρατός απ το στρατόπεδό τους, χυμίζει εδώ πολύς λαός εμπρός καβαλλαριά,
μεσουρανίς που φάνηκε. Το λέει ο κουρνιαχτός χωρίς μιλιά μα μηνυτής βέβαιος κι αληθινός. Της χώρας μου οι κάμποι, ιδές, βροντούν απ τις οπλές και βουή στέλνουνε στ αυτιά μου, όπου πετάει με βρουχητό ωσάν τ ακράτηγο νερό που πέφτει απ το γκρεμό. Αλλοί μου, αλλοί, θεοί, θεές, το κακό που μας πλάκωσε μακρύνετ από με. Με βουητό που ξεπερνά τα κάστρα μας ορμά καλοέτοιμος με τα λευκά σκουτάρια του ο λαός τραβώντας κατά μας. Ποιος θα με σώση, ποιος θα μου είναι βοηθός απ τους θεούς, απ τις θεές; Τι άλλο μου μένει το λοιπόν ή να προσπέσω εγώ στ αγάλματα των πατρικών θεών; Αλλοίμονο, ω αθάνατοι, με τους λαμπρούς βωμούς, καιρός τ αγάλματά σας ν αγκαλιάζομε, τι να στεκόμαστε να πολυαναστενάζομε; Ακούτ ή δεν ακούγετε ασπίδων χτύπο; Πότε θενά τα ντύσομε λιτανευτά με πέπλους και με στέφανα αν όχι τώρα; Είδα έναν χτύπο, βρόντημα όχι από να δόρυ. Τι θενά κάμης Άρη; θα προδώσης χώρα δική σου από τα χρόνια τα παλιά; Θεέ, με τα χρυσ άρματα, προστάτευε τη χώρα προστάτευε, π αγάπαγες πολύ από μια φορά. Της χώρας πολιούχοι θεοί, ελάτ ελάτε όλοι και ιδήτ αυτή τη λιτανεία μας---περθένων που απ τη σκλαβιά ζητούμε γλυτωμό. Κύμα γύρ απ την πόλη κυματολόφων αντρών κοχλάζει με το φύσημα τ Άρεως σηκωμένο, πατέρα Δία παντέλειε, μα βόηθα με κι απ των εχθρών διαγούμισμα διαφέντευέ με. Την πολιτεία περίζωσαν του Κάδμου, Αργίτες τ άρματα τα πολεμικά βροντούν βροντούνε κι απ τα σαγώνια των ατιών δετά τα γκέμια πώς φονικά θρηνολογούνε! Κ εφτά γενναίοι ξεχωριστοί μες στο στρατό τους με ξέλαμπρην αρματωσιά στέκουν εμπρός στις εφτά πύλες κληρωμένοι με λαχνό. Και συ, δύναμη πολεμόχαρη, κόρη του Δία της πόλης μας, Παλλάδα, γίνε σωτηρία. Κι ο Ίππιος, της θάλασσας ο βασιλιάς με το καμάκι τω ψαριώ διώχνοντας τον εχθρό από το φόνο γλύτωσέ με, γλύτωσέ με.
Και συ ω Άρη, αλλοί μου, αλλοί σώσε και φρόντισέ τη φανερά πόλη συγγενική. Και συ Αφροδίτη, Κύπρη δέσποινα, σαν που είσαι η πρώτη μάννα της γενιάς μου, διαφέντευέ μας που είμαστε απ το αίμα σου κ εμείς και σε σιμώνομε μ ευχές π ακούνε οι θεοί. Και συ, ω Λύκειε άναξ, λύκος να γενής για τους εχθρούς, των στεναγμών μου εκδικητής, και το δοξάρι ετοίμαζε της Λητώς κόρη και συ. Ε,ε,ε,ε, αρμάτων κύλισμα γύρω στην πόλη γρικώ Ήρα μου δέσποινα, τρίζουν βαρύφορτα τ αξόνια, να, των τροχών. Ε,ε,ε Άρτεμη αγαπημένη απ το κονταροχτύπημα ξεφρένιασ ο αιθέρας τι κακό βρήκε την πόλη μας, τι ναι να γένη; Τι ναι π ακόμ απ το θεό μας περιμένει; Ε,ε,ε,ε, χαλάζι ακρόβολες στις έπαλξες πέτρες πετούν ω φίλε Απόλλωνα, απ τα χαλκόδετα σκουτάρια οι πύλες βροντούν. Ε,ε,ε,ε, ω γυιέ του Δία τρανέ που στους πολέμους αίσιον και καλό τέλος δίνεις και Όγκα, δέσποινα θεά, που σαι στις πύλες μπροστά απ την εφτάπορτη έδρα σου μη ξεμακρύνης. Ω παντοδύναμοι θεοί, ω τέλειοι κι ω τέλειες της χώρας τούτης πυργοφύλακες, μην παραδώσετε τη χώρα, δαμασμένη από κοντάρι, σε ξενόφωνο στρατό ακούτε ακούτε μας, π από ψυχής, παρθένες, με χέρια σας δεόμεθα υψωμένα. Ω αγαπημένοι μας θεοί, απλώνοντας το χέρι σας πάνω στην πόλη μου, σωτήρες της, δείξετε πως την αγαπάτε και γνοιασθήτε τα κοινά ιερά, γνοισθήτε και βοηθάτε, τις πρόθυμες πλουσίων τελετών θυσίες πολλές θυμάμενοί μου. Εσάς ρωτάω. Γέννες ανυπόφορες! Είναι πράγματα
αυτά που κάνετε που να ωφελούν την πόλη; Ή μη θαρρείτε πως έτσι ξεφωνίζοντας δίνετε δύναμη και θάρρος στο στρατό μας απού στα κάστρα στέκεται ψηλά; Πέφτετε μπρος στ αγάλματα των πουλιούχων μας θεών, χτυπιέστε και χουγιάζετε κάνοντας πράματα που εχθρεύονται άνθρωποι πούχουν γνώση! Μήτε στη συμφορά μήτε στην ευτυχία μου θάθελα σύντροφο γυναίκα νάχω! Γιατί σαν ευτυχεί, ανοικονόμητη είναι και τίποτα δεν την κρατά. Μα πάλι αν φόβος την κουρσέψει, τρανότερο γίνεται κακό στο σπίτι και την πόλη της! Και τώρα τρέχοντας στης πόλης μες τους δρόμους, φόβο σκορπάτε στο στρατό κι έτσι λιπόψυχο τον κάμετε! Κι είναι με τέτοια που χαίρεται ο εχτρός κι εμείς χαμένοι πάμε. Σαν έχει ο άντρας έννοια, είναι καλό η γυναίκα στο σπίτι της να κάθεται! Μα ό,ποιος τη διαταγή μου ετούτη παρακούσει γυναίκα ή άντρας λέω, απόφαση θανατική γι αυτόν θα βγει! Και του λαού τις πέτρες δε γλυτώνει. Μ ακούς, για δε μ ακούς και σε κουφό μιλάω; Καλέ μου γιέ του Οιδίποδα, φοβήθηκα σαν άκουσα των αμαξιών το θόρυβο! Τρίζανε τ άλογα τα δόντια τους και με μανία δάγκωναν τα δουλεμένα τα χαλινάρια στη φωτηά που τα κρατάνε. Και τι μ αυτό; Μην τάχα ο ναύτης γυρνώντας στα χαμένα, από την πρύμνα στου καραβιού την πλώρα, θε να βρει τρόπο να σωθεί σαν η φουρτούνα πειάσει; Μα ήρθα τρέχοντας στ αγάλματα να πέσω των θεών, γιατί σ αυτούς πιστεύω! Σ αυτούς τα θάρρη μου έριξα σαν άκουσα τις πύλες να βροντάνε. Ήταν ο φόβος που με τράβηξε κι όλα τα θάρρη μου έριξα μπρος στον θεών τα πόδια! Να εύχεστε του εχτρού τη δύναμη οι πύλες να σηκώσουν! Δε είναι αυτό στο χέρι των θεών μα στο δικό μας! Δεν άκουσες που λεν πως παρατάνε οι θεοί πόλη παρμένη πούναι; Μακάρι και των θεών η δύναμη ποτέ να μη μ αφήσει! Ποτέ μη δω την πόλη τούτη να κουρσεύεται κι από
εχτρική φωτηά οι πύργοι της να καίγονται! Κοίτα λοιπόν σαν τρέχεις στους θεούς και το σωστό να κάνεις! Είναι η πειθαρχία μάθε το της νίκης μάννα - και κάθε σωτηρίας γυναίκα! Ναι μα του θεού η δύναμη ακόμη πιο τρανή ναι! Εκείνον πούναι ανέλπιδος σηκώνει από το χώμα κι εξαφανίζει από τα μάτια του τα σύννεφα τα μαύρα! Δουλειά είναι τούτο των ανδρών! Αυτοί ξέρουν σφαχτάρια να κόβουν στους θεούς όταν η μάχη βράζει. Δουλειά δικιά σου είναι στο σπίτι σου να μείνεις και να σιωπάς γυναίκα! Μα στο θεό χρωστάμε πούναι η πόλη άπαρτη! Ποιός δεν το ξέρει αυτό; Δε σ εμποδίζω τιμή να δίνεις στους θεούς! Τους πολίτες μόνο μη φοβίζεις. Γι αυτό ήσυχα κάτσε στη γωνηά σου και φόβο λέω μη δείχνεις! Ήταν ο πάταγος κι η τρομάρα που δώθες μ έφεραν σε τούτη την ακρόπολη, το σπίτι των θεών μου! Κι αν τυχει τώρα για φόνους κι αίματα ν ακούσεις, δε θέλω κλάμματα και φόβο. Μάθε είναι με αίματα που τρέφεται ο Άρης! Νάτο ξανά. Αλόγων μάνητα ακούω! Κι αν την ακούς, κάνε πως δε γρικάς και τόσο! Σύγκορμη σειέται η πόλη λες κι από παντού τη ζώνουνε! Και δεν αρκεί εγώ να νοιάζομαι για τούτα; Πίστη σου έχω άνακτα! Μ άκου πως δυναμώνει ο πανικός στις πύλες μας απόξω!
ΕΤΟΚΛΗΣ Σώπα σου λεώ! Την πόλη μην τρομάζεις! Ω των θεών μου σύναξη! Βάστα γερά τους πύργους! Σταμάτα λέω. Κράτα το στόμα σου κλειστό! Θεοί της πόλης μου! Απ τη σκλαβιά γλυτώστε με! Μονάχη σκλάβα γίνεσαι! Την πόλη σου σκλαβώνεις! Ω Δια! Ότι οργή κι αν έχεις, πα στους οχτρούς μου ρίχτη! Ω Δία! Τι τις ήθελες και μας τις έδινες τις γυναίκες!!! Το ξέρω! Τρισάθλια είμαι όπως κι οι άντρες που κουρσεύουν! Και πάλι σπέρνεις πανικό, στ αγάλματα πεσμένη!!! Είναι από φόβο που φόβο η γλώσσα μου σκορπά Κάνε μου λοιπόν μια χάρη αν το μπορείς!!! Λέγε το γρήγορα κι απέ θ αποφασίσω! Πάψε σου λέω εκείνους π αγαπάς, έτσι να τους τρομάζεις! Σωπαίνω να...κι ό,τι γραφτό είναι όλοι μαζί ας το πάθουμε! Μ αρέσει αυτός ο λόγος σου! Τον προτιμώ απ όλα πούπες! Τραβήξου από τ αγάλματα και ό,τι ζητάω κάνε! Κίνα καλύτερα θεάρεστο παιάνα πουναι θυσίας
ύμνος! Και δώσε θάρρος σε κείνους π αγαπάς, τρόμαξε τους εχθρούς σου! Κι εγώ τραβάω στους πολιόχους μας θεούς στης Δίρκης τις πηγές και τον Ισμηνό τον ποταμό υπόσχεση να δώσω! Αν πάν δεξιά τα πράγματα κι ετούτη σωθεί η πόλη, με ταύρους κι αίμα προβάτων θα βρέξω λέω τους βωμούς! Τρανά θ αφιερώσω λάφυρα και κάθε ναό ξεχωριστά μ εχτρών θε να στολίσω πανοπλίες! Κι εσύ, τετοιες ευχές ζητώ να κάνεις! Τους θρήνους άσε γιατί δεν είναι του τρόμου τα τραγούδια που από μαύρη μοίρα να σε γλυτώσουνε μπορούν! Κι εγώ -έξι με εφτά γενναίους άντρες θε ν αρματώσω κι αντίκρυ θα στήσω στους εχθρούς μας! Τις πύλες θε να καλύψω τις επτά πριν λάβω μηνύματα της τελευταίας ώρας τότε που όλοι θάμαστε μες σε φωτηά μεγάλη! ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ Γνοιάζομ όσα λες μα ο φόβος μου δεν παύει και δε λέει μες στη ψυχή μου να ησυχάση η έγνοια πόχει μέσα μου θρονιάση την τρομάρα των εχθρών μας όλο ανάβει. Τους φοβούμαι, σαν τους όφιους περιστέρι το πασίτρομο για τ άλουβα πουλιά του, π ολοτρόγυρα στη δόλια τη φωλιά του έχουν στήση κακοσύντυχο καρτέρι. Άλλοι ορμούν κατά τους πύργους σμάρια σμάρια πλήθια ολάκερα---και τι θα γένω! κι άλλοι ρίχτουνε χαλάζι τα λιθάρια στο λαό μας το γυροζωσμένο. Σώστε, ω θεοί επουράνιοι όλοι το στρατό με κάθε τρόπο και την πόλη. Γιατί τάχα ποια θα βρήτε κι άλλη χώρα πιο καλή, σαν θέλετε την παραδώση στους εχθρούς αυτή τη γη την πλουτοφόρα και της Δίρκης το νερό---που όσοι κι αν όσοι ποταμοί τον κόσμο τρέχουν το πιοτό της το καλόθροφο δεν έχουν. Και γι αυτό, θεοί της πόλης μας προστάτες, στους εχθρούς που μας περιζώσαν τα κάστρα ρίχτ επάνω συμφορ ανθρωποχαλάστρα που να παίρνουνε τα πόδια τους στις πλάτες. Και χαρίζετε τη νίκη στο στρατό μας και στην πόλη σωτηρία και σταθήτε καλά έτσι θρονιασμένοι ανάμεσό μας,
τις πικρές μας λιτανείες σπλαχνισθήτε. Τόσο μια πανάρχαιη πόλη, ω τι κρίμα! να τη στείλετε στον Άδη, κουρεσεμένη απ ενού Αχαιού κοντάρι, και να γένη μαζί μ όλους τους ναούς στάχτη θρύμμα. Κ οι γυναίκες σκλαβωμένες, ωιμένα, νιές και γριές σαν τ άλογα να τις τραβούνε απ τις χήτες, με τα ρούχα ξεσκισμένα. Κ είν η πόλις όπου αδειάζεται όλη αντάρα και βουή σύσμιχτη των σκλάβων που χαλούνε. Βαρειές τύχες που προβλέπω με τρομάρα! Κ είναι κλάμα, να τις βλέπης κορασίδες νιόκοπες, πριν απ την τίμια τη χαρά τους ν αποστείφουνται, ωιμέ, σαν αγουρίδες την ξυνή ωμοτρύγητες δροσιά τους. Ω, μακάριοι που πεθαίνουν, πριν να δούνε όσα η πόλις μαύρα κι άραχλα παθαίνει σαν δαμάζεται: εδώ σφάζουν, κει τραβούνε, άλλα καίνε και τα πάντα καπνός χραίνει κι ο θεός του ολέθρου ο Άρης, που δριμώνει μ άγρια λύσσα, πάσα ευσέβεια βεβηλώνει. Μες στις ρούγες βρουχισμός και γύρου μάντρες από πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουν, οι άντρες σφάζονται απ τους άντρες κι άθλια σκούζοντας τα βρέφη που σκοτώνουν με το αίμα το βυζί που πίνουν βρέχουν. Χέρι χέρι οι αρπαγές κ οι κούρσες τρέχουν, φορτωμένους συναντούνε οι φορτωμένοι κι ο άδειος κράζει τ αδειανού, να χη κολλήγα, μα ο κεθένας στο μεράσι ούτε πιο λίγα ούτε κ ίσια θέλει να χη.---ω, τι θα γένη! Χύμα χάμου όλ οι καρποί, λύπη σού φέρνουν, με πικρό οι νοικοκυρές μάτι κοιτάζουν: πλήθι ανάκατα της γης τα δώρ αρπάζουν τ αδιαφόρετα τα κύματα και σέρνουν. Και πρωτόπαθες νέες σκλάβες, με γιομάτη την καρδιά απ της συμφοράς τη νέα την τύχη, περιμένουν κάποιου αφέντη εχθρού κρεβάτι όποιος λάχη ο νικητής που θα τους τύχη. Μα είν ελπίδα η νύχτα η σκότεινη να
σώση απ τα ολόκλαυτα δεινά να με γλυτώση. ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΗΜΙΧΟΡΙΟ Α Μα να και φτάνει κατά δω του δικού μας του στρατού κατάσκοπος, αν δε γελιούμαι, κάποια νέα φέρνει, φίλες μου, τι τρέχει λες κι έχει στα πόδια του φτερά ΗΜΙΧΟΡΙΟ Β Μα να κι ο βασιλιάς, ο γυιός του Οιδίπου που έρχεται. Κι αυτός γοργά πετάει δώθες ν ακούσει τα μαντάτα! ΑΓΓΕΛΟΣ Καλά θα πω, όσα καθάρια για τους εχθρούς μας έμαθα και πως καθένας τάχθηκε σε κάθε μια απ τις επτά τις πύλες Και πρώτος ο Τυδέας. Μπρος τις Προιτίδες λυσσομανά τις πύλες. Μα του Ισμηνού του ρέματος ο Μάντης, δεν τον αφήνει να διαβεί, γιατί καλά σημάδια δε δείχνουν οι θυσίες τους! Μα φρενιασμένος και διψασμένος για πόλεμο ο Τυδέας. Ουρλιάζει κι ολημερίς σφυρίζει σα νάναι δράκος όμοιος! Και βρίζει το μάντη τον Οικλείδη που έτσι με φόβο τον εκρατεί δεμένο. Έτσι ουρλιάζοντας κουνάει του κράνους του τα τρια τα λοφία και κάτω απ την ασπίδα του κουδούνια χάλκινα βροντούν! Κι έχει σε κείνη την ασπίδα του περήφανο σημάδι. Τον ουρανό που αστράφτει μ αστέρια στολισμένος! Και μες τη μέση, ολόγιομο φεγγάρι που στέκει λες της νύχτας κι είναι μάτι! Κι έτσι περήφανα ζωσμένος τ άρματά του, βρυχιέται κοντά στου ποταμού την όχθη. Φωνάζει και διψά για πόλεμο λες κι είναι άτι. Βαρβάτο άλογο που το κρατάν τα γκέμια και ξεσηκώνεται κάθε φορά όταν γροικάει της σάλπιγγας τον ήχο! Ποιόν θε να τάξεις ενάντια σε τούτον; και ποιός του Προίτου τις πύλες θα βαστάξη μπροστά σε τέτοιον άντρα; Δε με τρομάζουνε του αντρός τα μπιχλιμπίδια. Να σε λαβώσουνε στολίδια δε μπορούνε! Φούντες και χάλκινα κουδούνια, να το δαγκάσουνε το δόρυ είν αδύνατο! Κι η νύχτα αυτή που λες πως άστραφτε με τ
ουρανού τ αστέρια απάνω στην ασπίδα του, μπορεί και νάναι άγγελος από καλό σημάδι! Γιατί αν γενεί και πέσει η νύχτα πάνω στο μάτι αυτού πούχει περήφανο σημάδι σωστό και δίκιο μάντεμα έκανε αυτός που έτσι κομπάζει τώρα! Μα εγώ στον Τυδέα απέναντι, θε ν αντιτάξω το γυιό του Αστακού την πύλη αυτή να μας κρατήσει. Άνθρωπος ευγενής που έχτρεύεται τα λόγια τα περήφανα και τα αισχρά μαζί. Ρίζα Σπαρτιάτικη και καλύτερα από κάθε άλλον θε τον εχθρό μας ν αποκρούσει! Ας βάλει ο θεός το χέρι του και νικητής να βγει. Αυτός που το δίκιο τον στέλλει της πατρίδας. Θρήνους ματοβαμένους για φίλους, δε βαστώ! ΑΓΓΕΛΟΣ Είθε τη νίκη να σου δώκουν οι θεοί! Στις Πύλες τις Ηλέκτρες τώρα, ο Καπανεύς κληρώθηκε! Γίγαντας τρανός και πιο μεγάλος από τον πρώτο πού παμε! Αν πεις ανθρώπου έπαρση πως έχει, λίγο είπες! Γιατί φοβέρες ρίχνει στους πύργους μας απάνω τρομερές, που λέω μακάρι ποτέ τους αληθινές μη βγούνε! Θέλει δε θέλει ο θεός, εκείνος λέει την πόλη μας τρανά θα διαγουμίσει! Και μήτε του Δία κεραυνοί μπορούν να τον κρατήσουν πίσω, γιατί για μένα λέει, είναι οι κεραυνοί σαν κάψα του μεσημεριού και τίποτ άλλο! Και για σημάδι του, έχει ετούτος άντρα γυμνό που ένα πυρσό κρατεί. Και δίπλα του γραμμένο με γράμματα χρυσά: ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΑΥΤΗ ΘΑ ΚΑΨΩ! Ποιός απέναντι να σταθεί σε τέτοιον άντρα; Ποιός είναι κείνος που δίχως τρόμο θε να σταθεί μπροστά στην περηφάνεια του; Απόνα κέρδος άλλο βγαίνει! Είναι αλήθεια πως η γλώσσα προδίνει των ανθρώπων τις μάταιες σκέψεις! Έτσι κι ο Καπανέας τώρα, φοβέρες μας πετά και φιγούρες! Βρίζοντας τους θεούς το στόμα του γυμνάζει μες σε χαρά περίσσια. Μα ξεχνάει πως είναι θνητός και στέλνει στο Δία κουβέντες παραφουσκωμένες. Μάθε λοιπόν, πως με το δίκιο πάνω του θα πέσουνε του Δια οι κεραυνοί. Ας έρθει τότες να μας πει αν μοιάζουνε σαν κάψα του μεσημεριού μονάχα! Σ αυτόν λοιπόν για όσα καλά μας είπες, έχει ταχθεί απέναντι ο Πολυφόντης! Φύλακας άξιος και μπιστεμένος. Παιδί της Άρτεμης και των θεών
των άλλων. Λέγε μας τώρα πως κληρώθηκαν κι οι υπόλοιπες οι πύλες! Ας πάει κι αυτός και οι φοβέρες του. Αστροπελέκι ας τον χτυπήσει πριν μες την πόλη και τα σπίτια μου βάλει το πόδι του κι απ την παρθενική φωληά μου με τραβήξει όξω! ΑΓΓΕΛΟΣ Θα πω τώρα ποιός τάχθηκε στην τρίτη να σταθεί την πύλη. Μέσα απ το χάλκινο το κράνος, ο τρίτος κλήρος πήδησε για τον Ετέοκλο! Κι αυτόν ζητά ο κλήρος τις Νήτιδες τις πύλες να χτυπήσει! Ετούτος τ ατια του κρατάει που αχαλίνωτα κι ακράτητα φρουμάζουνε. Πάνω στις πόρτες μας να πέσουνε ζητάν κι αφροί απ τα ρουθούνια τους φυσομανάνε σαν ποτάμια! Κι είναι φτιαγμένη η ασπίδα του με άξιο κάποιο τρόπο! Άντρας φορώντας τ άρματα στη σκάλα πάνω των εχτρών διαβαίνει. Πάνω σε πύργο που θέλει να κουρσέψει και δίπλα του γραμμένος λόγος διαλαλεί πως ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΘΑ ΤΟΝ ΒΓΑΛΕΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΥΡΓΟΥΣ! Στέλνω λοιπόν με την καλή την ώρα κάποιον.αυτόν που περιττές δεν έχει περηφάνειες! Ο Μεγαρεύς! Απ των Σπαρτών το γένος. Δεν τον τρομάζουν άλογα, μηδέ φρουμάνισμα στις πύλες μας μπροστά. Το ξέρω είναι έτοιμος είτε με το αίμα του το χρέος του στη γη μας να πλερώσει, είτε με την ασπίδα του εχθρού να στολίσει το πατρικό το σπίτι του. Λέγε μας τώρα κι άλλες περηφάνειες που είδες κι άκουσες! Εύχομαι όλα δεξιά να πάνε, ω της γης μου προστάτες. Κι απάνω στο βλάσφημο εχτρό μου, ας ρίξει ο Δίας το βλέμμα του οργισμένα! ΑΓΓΕΛΟΣ Τέταρτος τώρα στις διπλανές τις πύλες της Όγκας Αθηνάς, ανταριασμένος στέκει ο Ιππομέδοντας. Σαν τον αντίκρυσα την τρανή του ασπίδα να γυρνά, το λέω και δεν τ αρνιέμαι. Φόβος μ έπιασε! Εκείνος που την ασπίδα σκάλισε, ήτανε λέω τεχνίτης μέγας! Ο Τυφώνας είν απάνω της. Βγάνει απ το στόμα του φωτηές και μαύρο καπνό. Και γύρω του κλωθογυρισμένα στρωμένο φίδια της τρανής του ασπίδας το στεφάνι! Βρυχάται αυτός. Λυσσάει
για αίμα κι είναι τα μάτια του γεμάτα Άρη, και άγρια σα νάτανε Μαινάδα! Πρέπει προφύλαξη να πάρουμε καλή και να σκορπίσουμε το φόβο που η περηφάνεια τούτου μας γεμίζει. Μάθε λοιπόν, η Όγκα Αθηνά πούναι στημένη σ αυτήν εδώ την πύλη, δε θέλει περηφάνεις. Κι έτσι το φίδι μακριά θε να κρατήσει απ τα κλωσσόπουλα! Κι ύστερα, για τούτον μάθε, πως διάλεξα τον Υπέρβιο. Του Οίνοπου το γυιό που παλληκάρι είναι! Μήτε στη δύναμη, μήτε στην καρδιά θε να του βρεις ψεγάδι. Καλά τους έφερε μαζί ο Ερμής. Κι όταν πιαστούν στα χέρια οι δυό τους, του Υπέρβιου η ασπίδα πόχει το Δία πάνω της, θε να νικήσει τις φωτηές που βγάνει ο Τυφώνας. Καθώς είναι των δυο θεών η έχτρα, έτσι κι οι δυο αντίπαλοι θα πράξουν! Μα είμαστε με το νικητή. Γιατί βέβαια ο Δίας ανώτερος απ τον Τυφώνα σε κάθε μάχη είναι. Κι είναι ο Υπέρβιος τυχερός πόχει στα όπλα του απάνω τέτοιο τρανό σημάδι! Αυτός που στην ασπίδα του κρατεί το δαίμονα της γης κι οχτρό του Δια εμπρός στις πύλες μας θα δει την κεφαλή του Όφη να συντρίβεται! ΑΓΓΕΛΟΣ Είθε ας το δώσει ο Θεός! Κι έρχομαι τώρα στη Βορεινή, την Πέμπτη Πύλη! Εκεί που στέκει του Διογένη Αμφίωνος το μνήμα! Εκεί στέκεται κάποιος που στο κοντάρι του ορκίζεται πιο πάνω απ τους θεούς κι από το φως του πως για του Διός το πείσμα την πόλη θε να κουρσέψει των Καδμείων. Είναι βουνήσιος κάποιος στη νιότη του απάνω. Κι όλη την ώρα στέκεται στην πύλη μας μπροστά με καυχησιές γεμάτος. Γιατί τον είδα κι αυτό και την ασπίδα του πούχει απάνω της της πόλης μας το φόβο. Τη Σφίγγα απού κρατεί στα χέρια της ένα Θηβαίο κάποιον. Δεν ήρθε αυτός να παζαρέψη πόλεμο, μήτε να ντροπιάση το δρόμο πούκανε ως εδώ. Είν ο Παρθενοπαίος απ την Αρκαδία. Ξένος που φαίνεται πρόθυμος το χρέος πούχει στο Άργος να πληρώσει. Κι όλο φοβερίζει πράματα που να μη δώκει ο θεός στους πύργους μου να λάχουν!
Είθε να δώκουν οι θεοί και να τον δω να χάνεται μέσα στις καυχησιές του! Μα και γι αυτόν που μας λες, έχω κάποιον που ξέρει να δουλεύει τα χέρια του καλά. Είν ο αδερφός του προηγούμενου που είπαμε. Ο Άκτορας, που δε θ αφήσει γλώσσα ξέφραχτη να πλημμυρίσει τις πύλες μας απέξω. Μήτε και μέσα θε ν αφήκει στην πόλη μας να μπει το μισητό θεριό πόχει ο εχτρός απάνω στην ασπίδα του! Κι αν ο θεός το θέλει τα λόγια μου θα ιδείς αληθινά να βγαίνουν! Τρώγει τα σωθικά μου φόβος κι ανατριχιάζω ολόκληρη λόγια γεμάτα καυχησιές ακούοντας. Μακάρι και να το δώκουν οι θεοί μου και τέλος κακό οι εχτροί μου να βρουν! ΑΓΓΕΛΟΣ Ο Πέμπτος που θα πω, είναι ένας άντρας με γνώση ξέχωρη μαζί κι αντρεία. Αυτός ετάχθηκε στις πύλες τις Ομολωϊδες κι έχει πολλές βρισιές για τον Τυδέα. Μεγάλο δάσκαλο κακών του λέει πως για το Άργος είναι! Κλητήρας Ερινύας και υπουργός θανάτου! Του Αδράστου συμβουλάτορας κακός. Κι απέ τον ίδιο τον αδερφό σου μαλώνει τα μάτια του ανάποδα γυρνώντας και τον φωνάζει Πολυνείκη κόβοντας στα δυο τ όνομά του. Μα είναι πράμα αυτό που κάνεις; Πράμα που θέλουν οι θεοί; Πράμα καλό για τις γενηές που θάρθουνε, έτσι την πατρική τη γη και τους θεούς να ξεριζώνεις και να καις μ ένα στρατό που από τα έξω φέρνεις; Ποιά είναι κείνη η τιμωρία που θα στεγνώσει τα δάκρυα μάννας; Και πως ζητάς η πατρική σου γη που θα την κάψεις φίλος καλός μαζί σου να γενεί και πάλι; Παρ όλα αυτά, εγώ θε να δοξάσω αλήθεια τα χώματα ετούτα, κάτω από χώμα εχθρικό κρυμμένος μάντης. Ας χτυπηθούμε το λοιπόν. Κι ελπίζω θάνατο όχι άδοξο να λάβω! Τέτοια λόγια ήρεμα λέει ο μάντης ο καλός κρατώντας την ασπίδα την ολόχαλκη. Και σημάδι κανένα δεν έχει απάνω της γραμμένο. Γιατί αυτός θέλει όχι να φαίνεται αλλά να είναι άντρας άριστος. Με μυαλό που μέσα του βλασταίνουνε απόφασες σωστές.
Σε τούτον στείλε όχι μονάχα αντρείο αντίπαλο μα και σοφό μαζί. Γιατί λέω άνδρα που σέβεται θεό, πρέπει να τον φοβάσαι. Ω τύχη. Αλλοίμονο. Και πως φέρνεις τον ευσεβή τον άντρα μαζί με κείνους που δε σέβονται! Μέσα σ όλα τίποτα δεν είναι πιο κακή απ την κακή φιλία. Δεν έχει αποτέλεσμα να καρτεράς κανένα. Θάνατο μόνο δίνουνε της αμαρτίας τα χωράφια. Κι αν άντρας δίκαιος μες σε καράβι μπει με ναύτες άδικους μαζί τους θε να βουλιάξει ακέραια. Έτσι κι αν άντρας δίκαιος σμίξει με συμπολίτες που το θεό εξέχασαν χαμένος θε να πάει μαζί τους και μες στο ίδιο θε να πιαστεί το δίχτυ! Έτσι κι αυτός ο φρόνιμος ο μάντης του Οϊκλέου ο γυιός. Άντρας με σέβας και προφήτης μέγας έμπλεξε με ασεβείς ανθρώπους και τώρα θε να χαθεί μαζί τους σε στράτα δίχως γυρισμό. Και ξέρω την πόλη ετούτη δε θα πειράξει αυτός. Όχι από δειλία κάποια. Μα ξέρει πως ίσως και νάναι ανάγκη του Φοίβου να βγουν τα λόγια αληθινά κι οι προφητείες. Όμως σε τούτον θε ν αντιτάξω το δυνατό Λασθένη. Που είναι γέρος στο μυαλό κι όλο σοφία, μα έχει σώμα παλληκαριού γερή ορμή και χέρι γρήγορο για να νικήσει τον εχθρό. Στα λόγια λίγος μα λέει κείνα που πρέπει τρανό δώρο στον άνθρωπο που δίνουν οι θεοί. Ω σεις θεοί που ακούτε από ψηλά κάντε την πόλη ετούτη να νικήσει Και στων εχθρών μου απάνω τις συμφορές γυρίστε, κι όξω απ τους πύργους κεραυνούς να ρίξει ο Δίας κι ας τους κάψει. ΑΓΓΕΛΟΣ Και τώρα τον έβδομο να πω στην έβδομη μπροστά την πύλη. Είναι ο αδερφός σου. Όλο κατάρες ρίχνει και θα σου πω ποιά λέει κακά πως τάχαμου θα βρουν αυτή την πόλη. Τα κάστρα μας σαν θα πατήσει λέει, κι αφού της χώρας μας εγίνη ο βασιληάς, της νίκης τραγούδι θ αλλαλάξει κι απέ στα χέρια θε ναρθει να πιαστεί με σε τον ίδιο! Κι ή θα πεθάνει λέει δίπλα σου με σένα σκοτωμένο ή να σε δει της εξορίας να τραβάς το δρόμο όπως κι εκείνος έκανε. Τέτοια φωνάζει ο Πολυνείκης. Και τους πατρώους ζητάει τους θεούς να τον εστέρξουν! Κι έχει η ασπίδα που κρατάει απάνω της διπλό σημάδι καλοδούλεφτο! Ένας πολεμιστής χρυσοφτιαγμένος που μια γυναίκα οδηγάει με τρόπο σεμνό.
Και λεν τα γράμματα πως η γυναίκα αυτή είναι η Δίκη που μιλά και λέει: Πίσω θα φέρω πάλι αυτόν τη χώρα και τα σπίτια της να κουμαντάρει. Τέτοιες είναι οι φαντασίες τους. Τώρα κι εσύ αποφάσισε ποιόν σκέπτεσαι να στείλης. Πάραπονο βέβαια θαρρώ, δε έχεις για τα μαντάτα που φερα. Κι εσύ σαν καπετάνιος πούσαι, κρίνε τώρα κατά που θες της πόλης το πλοίο να το πας! Ω Πολυμίσητη κατεστραμμένη απ τους θεούς γενηά του Οιδίποδα! Οϊμέ και βλέπω να βγαίνουν τώρα οι πατρικές κατάρες! Μα ώρα δεν είναι για κλάματα και θρήνους που άλλους θα φέρουν οδυρμούς γι αυτόν που αξίζει το όνομά του! Σύντομα θε να δούμε που θα τον πάνε τα εμβλήματα κι αν πίσω σ αυτή τον φέρουνε την πόλη της ασπίδας του τα χρυσά τα γράμματα που της ψυχής του δείχνουνε τη λύσσα! Κι αλήθεια! Αν η Δίκη τον έστεργε του Δία η Κόρη στα έργα και τις θέλησές του απάνω, ίσως κι αυτό να γίνονταν! Μα ούτε όταν γεννήθηκε μέσα απ της μάννας του τα μαύρα τα σκοτάδια, μήτε παιδί σαν ήταν, μήτε κι αργότερα στην πρώτη του τη νιότη τον έστερξε ποτέ η Δίκη! Κι ούτε σε τούτο το ρήμαγμα της πατρικής του γης θε να τον στέρξει πάλι. Ψεύτικο θαχε η Δίκη όνομα αν πήγαινε ποτέ με τέτοιον άντρα πούχει τολμήσει τέτοια! Σ αυτά πιστεύοντας ο ίδιος θα πάω να τον βρω και να στηθώ απέναντι! Ποιός άλλος πουνάχει δίκαιο μεγαλύτερο. Άρχοντας μ άρχοντα! Αδερφός μ αδέρφι κι εχθρός μ εχθρό θα χτυπηθώ. Φέρτε μου αμέσως τις κνημίδες πέτρας και τόξου φύλαγμα! Μη του Οιδίποδα αγαπημένο τέκνο! Μη γίνεις όμοιος με κείνον που όσα τ αξίζουν άκουσε! Είναι πολλοί Θηβαίοι που να πιαστού μπορούν με των Αργείων το στρατό. Μα θάνατος που χέρι αδερφικό στον αδερφό του δίνει, εύκολα δεν ξεχνιέται. Αν ήταν κάποιος να χαθεί χωρίς ντροπή να νοιώσει, θάλεγα πως κέρδος θάτανε κι ο θάνατος μονάχα. Μα πάθημα που σέρνει πίσω του ντροπή, μην πεις πως είναι δόξα.
Τέκνο και τιν αυτό που βάζεις με το νού σου; Πνίξε του πάθους το κακό και μην αφήνεις χτύπημα θεού με λύσσα πολεμόχαρη το νου σου να γιομίζει! Αν είναι θέλημα θεού, άστο λέω να γίνει κι ας πάει στον άνεμο η θεομίσητη γενιά μας! Βαριά πολύ η πεθυμιά που σε τραβά τέτοιο να κάνεις φόνο! Πικρό καρπό θε να θερίσεις, γιατί συχώρεση δεν έχει τ αδερφικό το αίμα! Γιατί η κατάρα του καλού πατέρα μου τέτοιο μου δείχνει δρόμο. Είναι αυτή που αδάκρυτη μου δείχνει πως είναι ο χάρος κέρδος! Μη δίνεις αφορμή. Κανείς δειλό δε θα σε πει! Όταν καλή θυσία κάνεις στους θεούς, οι Ερινύες χάνονται! Ξεχάσαν σου λέω οι Θεοί το γένος του Οιδίποδα. Κι ό,τι ζητούν να δούνε είν ο χαμός του μόνο! Τι λόγο έχω το λοιπόν τη μοίρα μου έτσι να τη γητεύω τώρα; Η μοίρα αυτή που δίπλα σου στέκει τώρα μπορεί ν αλλάξει αύριο και με άνεμο καλόγνωμο ναρθει ξανά κοντά σου! Κι αλήθεια! Τις βλέπω κοντά μου νάρχονται του Οιδίποδα οι κατάρες! Εμάς λοιπόν άκουσε. Κι ας είμαστε γυναίκες! Λέγε. Αρκεί να γίνεται! Λέγε μα λίγα λόγια Το δρόμο εσύ μην πάρεις που βγάζει στις πύλες τις επτά Δεν με στομώνεις τώρα που είμαι ακονισμένος Όμως τιμάει ο θεός και τις κακές τις νίκες!
Δε νοιάζεται για τέτοια ο στρατιώτης. Μα το αίμα του ίδιου σου αδερφού κινάς για να τρυγήσης; Σα στέλνουν οι θεοί κακό, σου λέω δεν το ξεφεύγεις. ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ Τρέμω τη σπιτοκαταλύτρα θεά, που με θεούς δε μοιάζει, την παναλήθευτη κακών προφήτισσα, την Ερινύα, που εκάλεσαν ευχές πατρός, μήπως τις ξώφρενες σε τέλος βγάλη του θεοβλαμμένου Οιδίποδα κατάρες και τις ταχαίν η ολέθρια των τέκνων του η αμάχη. Ένας ξένος τους κλήρους κυβερνά ο Χάλυβος, π απ τη Σκυθία μας ήρθε, και που μεράζει την κληρονομιά με το πικρό σκληρόκαρδο μαχαίρι, και τους κληρώνει τόση γη να κατοικούν όση και να βαστούνε πεθαμένοι, απ τους μεγάλους κάμπους των τέλεια ξεκληρισμένοι. Όταν πεθάνουν με το χέρι ο ένας του άλλου σκοτωμένοι και πιούν τα χώματα της γης μαυρόπηχτο το αίμα της πληγής, το κρίμα των ποιος θενά καθαρίση; Ποιος να τους λούση θα θελήση; Ω νέες των σπιτιών τους συμφορές, που σ ένα σμίγετε με τις παλιές! Λέω την παλιά την αμαρτία, που ηύρε ταχιά την τιμωρία μα κι ως την τρίτη τη γενιά βαστά όταν ο Λάιος---πεισματικά του Απόλλωνος, που του είπε τρεις φορές απ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικά από βαρειές να σώση συμφορές την πόλη του, πεθαίνοντας δίχως παιδιά--- Μ απ τις ανόητες νικημένος ηδονές το θάνατον εγέννησε στον εαυτό του, Οιδίποδα τον πατροκτόνο, που ετόλμησε στο αγνό χωράφι
να σπείρη, της μητρός που ετράφη, μια φύτρα στο αίμα βουτημένη κ η Αβουλία τους νύμφιους έσμιξε τους ξώφρενους σ ένα κρεββάτι. Και φέρνει κύματα σα θάλασσα κακών που το ένα πέφτει, τ άλλο τρίκορφο ανεβαίνει κι ολόγυρα στης πόλης μας την πρύμνα βράζοντας φουσκώνει κι ανάμεσό μας σκέπη αδύναμη πύργος το λίγο πάχος του στυλώνει και τρέμω με τους βασιλιάδες της να μη βουλιάξη δαμασμέν η πόλη. Γιατί σε τέλος βγαίνουνε με τον καιρό οι αρχαίες κατάρες με βαρειά στροφή της τύχης. Ο όλεθρος τον προσπερνά έν άνθρωπο φτωχό, μα φέρνει συγκλαδόκορμο ξερρίζωμα των πλούσιων των αχόρταγων ανθρώπων η ευτυχία που θενά παραπαχύνη. Ποιόν άνθρωπον εθαύμασαν καμιά φορά τόσον πολύ κ οι σπιτικοί κ οι ξένοι κ η πολυσύχναστη της πόλεως αγορά, όσο ετιμούσαν τότε τον Οιδίποδα, όταν μας λύτρωσε τον τόπο από το τέρας π άρπαξε τόσες ψυχές ανθρώπων; Μα όταν στο τέλος ένοιωσεν ο μαύρος τους αθλίους του γάμους, τον πόνο του δε βάσταξε και στη μανία της καρδιάς του διπλά έκαμε κακά με το πατρόκτονό του χέρι τα μάτια του έχυσε σπηρουνιαστά. Και στων παιδιών του έρριξε τις κεφαλές κατάρες οργισμένες γιατί τα γέννησε και τα θρεφε, πικρόγλωσσες, αλλοίμονο, κατάρες το βιό τους να μεράσουν μια φορά με το σπαθί στο χέρι και φοβούμαι να μην το κάμη η Ερινύς τώρα γοργά. ΑΓΓΕΛΟΣ Έχετε θάρρος! Ευγενικών μητέρων θυγατέρες! Της σκλαβιάς το ζυγό, τον γλύτωσε η πόλη. Κι όσες περήφανες κουβέντες από άντρες περήφανους
ακούσαμε, πάνε, χαθήκαν τώρα! Ήρθε απανεμιά κι ορθό της πόλης το καράβι απόμεινε απ την τρανή την τρικυμία που μας χτύπησε! Βάσταξ ο πύργος κι οι πύλες μας στεριώθηκαν με άξιους μονομάχους! Όλα καλά επήγαν στις πύλες μας τις έξη! Όμως την έβδομη ο Απόλλων διάλεξε εκδίκηση να πάρει απ του Οιδίπου τη γενηά και για του Λάϊου τα παληά τα λάθη! Σαν τι καινούριο έτυχε λοιπόν στην πόλη μας; ΑΓΓΕΛΟΣ Ο ένας τον άλλο σκότωσε και χάθηκαν κι οι δυο! Ποιοί τάχα; Φόβο τα λόγια σου μου φέρνουν! ΑΓΓΕΛΟΣ Καλά κρατήσου κι άκουσε. Του Οιδίποδα οι γυιοί! Αααα! Αλλοίμονο και μαύρων συμφορών προφήτης είμαι! ΑΓΓΕΛΟΣ Λόγια δεν έχει άλλα. Τους έφαγε το χώμα και τους δυο! Έφτασαν ως εκεί; Βαρειά μαντάτα μα λέγε τα ν ακούσω! ΑΓΓΕΛΟΣ Έτσι από χέρι αδερφικό χαθήκαν και οι δυο τους! Κι έτσι κοινή διαλέξαν τυχη! ΑΓΓΕΛΟΣ Η τύχη. Αυτή που έτσι αφάνισε την άθλια τη γενηά τους! Κι εμείς έχουμε λόγο τώρα και λύπη και χαρά μαζί να έχομε! Η πόλη νίκησε μα οι δυο μας στρατηγοί με μαύρο σίδερο μέρασαν τα χωράφια τους! Σώθηκ η πόλη, μα και των δυο των βασιληάδων της το αίμα ήπιε! (αναπαιστικόν) Ω μεγάλε θεέ Δία και σεις πολιούχοι θεοί, που του Κάδμου τους πύργους διαφεντεύετ αυτούς,
χαρά τάχα να δείξω και τραγούδια να πω για της πόλης μας τη σωτηρία ή να κλάψω τους άμοιρους και θλιβερούς πολεμάρχους; όπου βέβαια σύμφωνα με τ όνομά τους ε τ ε ό κ λ ε ι τ ο ι αλήθεια και π ο λ υ ν ε ι κ ε ί ς απ την άδικη γνώμη τους πάνε. (αναπαιστικόν) Ω μεγάλε θεέ Δία και σεις πολιούχοι θεοί, που του Κάδμου τους πύργους διαφεντεύετ αυτούς, χαρά τάχα να δείξω και τραγούδια να πω για της πόλης μας τη σωτηρία ή να κλάψω τους άμοιρους και θλιβερούς πολεμάρχους; όπου βέβαια σύμφωνα με τ όνομά τους ε τ ε ό κ λ ε ι τ ο ι αλήθεια και π ο λ υ ν ε ι κ ε ί ς απ την άδικη γνώμη τους πάνε. ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ Ω μαύρη και τελεία κατάρα του Οιδίποδα και της γενεάς του, ένα κακό μου πέφτει στην καρδιά μου σύγκρυο και σαν μαινάδα για τον τάφο τους εξέσπασα σε μοιρολόγια, ακούοντας το αιματοκύλισμα και τον κακό το θάνατο που βρήκαν καταραμένη αλήθει αυτή του κονταριού τωνε η συναυλία! Το βγαλε πέρα κι ούτε απόκαμε η ευχή που δωσε ο πατέρας, ως πέρα η ανυπάκουη γνώμη εβάσταξε του Λάιου και τώρα γνοιάζομαι την πόλη μας, γιατί δεν χάνουνε τη δύναμή τους οι χρησμοί. Ω πολυστέναχτοι, ανήκουστο που εκάμετε το πράμα κ ήρθαν αλήθεια συμφορές να κλαίη κανείς όχι με λόγια. ΕΞΟΔΟΣ Νά τ αυτοφάνερα, όσα μας είπε ο κήρυξ. πένθος διπλό και συμφορά διπλή των δυό νεκρών που σκότωσε ο ένας τον άλλο διπλά σωστά σφαχτάρια αυτά και τι να πω; Τι άλλο, ή πόνοι σ άλλους πόνους μέσα στα σπίτια θρονιασμένοι; Μα με τον πρίμον αγέρα, φίλε, των θρήνων στις κεφαλές σας λάμνετε γύρω κουπιά τα χέρια σας για την πομπή
που πάντ ανάμεσα πό τον Αχέροντα τραβάει και πάει τον άγιο δρόμο της που τον περνούνε μαύρα πανιά, δρόμον ανήλιαγο, που δεν τον πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας και φέρνει πέρα στην παντοδόχα κι άφαντη ξέρα. Αλλά ιδού τες αυτές, να πληρώσουν πικρό χρέος έρχουνται, η Αντιγόνη κ η Ισμήνη, να θρηνήσουν τα δυό τους αδέρφια και θαρρώ με το δίκιο στ αλήθεια από μες στα βαθύκολπα ωραία τους στήθια της καρδιάς των θα χύσουν τον πόνο. Αλλ εμείς είναι δίκιο και πριν απ αυτές τον παράφωνον ύμνον να τονίσωμε των Ερινύων κι από πάνω να ψάλλωμε μισητό τον παιάνα του Άδου. Ω πιο δυστυχισμένες εσείς αδερφές απ όλες που ζώστρα στη μέση τους γύρω φορούνε δακρύζω, στενάζω και δόλος κανένας δεν είναι πως ότι απ τα βάθη δεν κλαίω της ψυχής. Ωιμέ, ωιμέ, κακόγνωμοι στους φίλους ανυπάκουοι στις συμφορές αδάμαστοι, τα πατρικά ερημάξετε σπίτια με την αμάχη σας! Άθλιοι βέβαια που ηύρανε και θάνατο αθλιώτατο για των σπιτιώ τους χαλασμό. Τους τοίχους κάτω ερρίξατε, αλλοίμονο, μονάχοι σας και πικρούς θρόνους είδετε μα τώρα εσυβαστήκετε με το σπαθί στο χέρι. Κι αλήθεια η σεβαστή Ερινύς του Οιδίποδα πατέρα σας ετέλειωσε τις κατάρες. Απ τα ζερβά τρυπημένοι. -Κι αλήθεια τρυπημένοι στα ομόσπλαχνα πλευρά. -Αλλοί, δυστυχισμένοι, αλλοί και στις κατάρες που φέραν την αντίφονη τη συμφορά! -Λαβωματιά πέρα για πέρα στα σπίτια τους και στα κορμιά, μ ανήκουστην αψιθυμιά με μοίραν όχι διάφορη απ την κατάρα του πατέρα.
Και μες στην πόλη ο στεναγμός περνά στενάζουνε κ οι πύργοι κ η χώρα που τους αγαπούσε και στους διαδόχους μένουνε τα κτήματα, γι αυτά που η αμάχη κι ο άθλιος θάνατος τους βρήκε. -Με ισιάδα μεραστήκανε οι αψίκαρδοι τα κτήματά τους, κ οι φίλοι τους παράπονο δεν έχομε με το συβιβαστή τους και δε χαρίστηκεν ο Άρης. Έτσ είναι τώρα σιδεροχτυπημένοι και τους προσμένει σιδεροχτυπημένη, ίσως να πη κανείς «και ποια;», των πατρικών τους τάφων η κληρονομιά. Πολύς αχός τους προβοδά σπαραχτικ απ τα σπίτια μοιρολόγια γιομάτα πόνους και στενάγματα, που βγαίνουν μοναχά, άραχλα κι άχαρα, π αλήθεια κλαίμε απ τα βάθη της καρδιάς, που για τους δυό τους βασιλιάδες λυώνει απ το κλάμ αληθινά. Κ έχεις ακόμη να πης για τους αθλίους πόσα στην πόλη κάμανε κακά και πόσα και στα τάγματα όλων των ξένων που πάθαινε στον πόλεμο τόση φθορά. Δυστυχισμένη που τους εγεννούσε, μες σ όλες τις γυναίκες όσες μαννάδες λέγουνται παιδιών, που πήρεν άντρα το δικό της γυιό, και γέννησε αυτούς που τέτοιο τέλος τους βρήκε, να σκοτώσουνε ο ένας τον άλλο με χέρι αδερφικό. Αλήθεια αδερφικά και πανωλέθρια και μ όχι φιλικά λαβώματα με φρένα μανιωμένα στο τέλος της αμάχης των. Τώρα η έχθρητα έπαυσε και σμίξανε στα χώματα τα αιματοποτισμένα και τώρα είναι αληθινά κ οι δυό τους ένα αίμα. Πικρός στις μπερδεψιές ξεχωριστής ο ξένος ο περατινός που βγήκε απ τη φωτιά, τ ακονισμένο σίδερο και της κληρονομιάς πικρός ο Άρης στάθηκε μα κι άξιος μεραστής και την κατάρα του πατρός έβγαλε αληθινή.
Έχουν το μερδικό που ελάχανε από τη μερασιά, ω οι μαύροι, των κτημάτων και κάτω απ το χώμα που τους σκέπασε άβυσσο πλούτο τώρα θα χουν. Ωιμέ! που εστεφανώσετε με συμφορές πολλές τα σπίτια και στερνά τώρα ερέκαξαν στριγγά τον Επινίκιο οι Κατάρες αφόντας τ ασταμάτηγο φευγιό επήρ η γενεά και πάει. Της Άτης στέκεται το τρόπαιο στις πύλες που σκοτώθηκαν και μόνο αφού τους δυό τους νίκησεν ελούφαξε κ η Μοίρα. Πληγήν έδωσες και πληγήν έλαβες. Σκότωσες και σκοτώθηκες. Με κοντάρι τον σκότωσες. Με κοντάρι σκοτώθηκες Ω, κακόπραγος. Ω, κακόπαθος. Ξεσπάτε θρήνοι. Και δάκρυά μου ξεσπάστε. Από το πένθος μου τα λογικά μου χάνω. Στενάζω.Στα μαύρα ντυνετ η καρδιά μου! Ω πολυθρήνητε αδερφέ μου. Και συ τρισάμοιρε.
Απ αδελφό σκοτώθηκες. Κι εσκότωσες τ αδέλφι! Διπλά να λες. Διπλά ν ακούς. Διπλές κι οι συμφορές μου. Ω συμφορές Αδερφικές στις αδερφές απάνω. ΚΑΙ Ιώ, Μοίρα, μεγαλόδωρη πόνων πικρών και τρανή του Οιδίποδα μαύρη Ερινύα, μεγάλη σου η δύναμη. Αι, αι---αι, αι. Ω κακοθώρητε χαμέ. Χαμό γυρνώντας μουφερες. Για να σκοτώσης γύρισες. Και σκοτωμένος φεύγει. Έχασε τη ζωή του. Και τούτου πήρε τη ζωή. Ω αθλία μανία. Και πάθη τρισάθλια. Λύπες γεμάτες στέναγμα. Και θλίψες όλο κλάμα.
ΚΑΙ Ιώ, Μοίρα, μεγαλόδωρη πόνων πικρών και τρανή του Οιδίποδα μαύρη Ερινύα μεγάλη σου η δύναμη. Αι, αι---αι, αι. Το ταν να κάνεις - τόκανες. Κι εσύ δεν πήγες πίσω. Αφού στην πόλη γύρισες. Κι αρματωμένος στάθηκες μπροστά σ αρματωμένο. Φριχτά να λες. Φριχτά ν ακούς. Ωιμέ κακά. Ωιμέ δεινά. Στα σπίτια και στην πόλη μας! Κι ακόμα πιότερο σε με. Αλλοίμονό σου βασιλιά μου Ετεοκλή. Απ όλους πιο πολύκλαυτε, αλλοί και συ. ΚΑΙ Αλλοί που ετυφλωθήκατε απ των θεών τη βλάβη. Αλλοί και τα κορμάκια σας ποιά γη θε να τα πάρει; Ποιό ναι το χώμα με τιμή για να σας κλείσει μέσα; ΚΑΙ Ω μνήμα, στου πατέρα σας τον τάφο πλάϊ κι αντάμα
ΚΗΡΥΞ Πρέπει ό, τι αποφάσισαν κι αποφασίζουν οι προύχοντες αυτής της πολιτείας του Κάδμου, να πω να μάθετε.---αυτόν, τον Ετεοκλέα, που απ αγάπη της πατρίδας του έχει πέση εκεί όπου αξίζει στα καλά τα παλικάρια, να θάψουν με τιμές στη χώρ αποφασίζουν τέτοια έχω λάβη προσταγή να λέω για τούτον. Μα τον νεκρό αδερφό του αυτόν, τον Πολυνείκη, άταφος έξω να ριχτή, θροφή των σκύλων, γιατί είναι χαλαστής της χώρας των Καδμείων, αν κάποιος από τους θεούς δεν του κρατούσε το δόρυ του, μα και νεκρός την αμαρτία των θεών θα χη της πατρίδας του, γιατ ήρθε με ξένο απ έξω στράτευμα, ατιμάζοντάς τους κ εκούρσευε τη χώρα του. Λοιπόν ωρίσθη άτιμη απ τα όρνια τα πετούμενα να λάβη ταφή κι άξια να βρη τα επίχειρά του, δίχως να του σωριάσουν χέρια χώμα για μνημούρι, δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγια, δίχως φίλος κανείς το ξόδι του ν ακλουθήση τέτοιαν απόφαση έλαβαν οι πρόκριτοί μας. Μα κ εγώ πάλι στους προκρίτους λέω της Θήβας: κι αν κανείς άλλος δε θελήση να τον θάψη μαζί μ εμένα, μόνη μου θε να τον θάψω, κι απάνω μου αυτόν τον κίνδυνο θα πάρω τον αδερφό μου θάβοντας ντροπή δεν το χω να δείξω ανυπάκουη αναρχία στην πόλη. Είναι ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο, όπου ελάβαμε ζωή κ οι δυό, από μια μάννα δυστυχισμένη κ έναν άμοιρο πατέρα. Λοιπόν, ψυχή μου, θέλοντας πάρ και συ μέρος απ το κακό που αθέλητα έκαμ εκείνος και, ζωντανή, φιλάδελφο φρόνημα δείξε στον πεθαμένο ---κι ουδέ οι λύκοι θα γευτούνε τις σάρκες του οι λιμάντεροι ας μην το βάλη κανείς στο νου του γιατ εγώ, αν και γυναίκα, τάφο και χώσμα θα βρω τρόπο να του κάμω, φέρνοντας στου βυσσινιού μου πέπλου τον κόρφο να τον σκεπάσω και μην πης αλλιώς πως θα ναι τρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη. ΚΗΡΥΞ Σου λέω στην πόλη ενάντια μη θες να κάμης. Και γω σου λέω τα περιττά σε με μην κρίνης
ΚΗΡΥΞ Σκληρός ο λαός, μια που απ τον κίνδυνο γλυτώση. Σκλήριζε, μα όμως άταφος αυτός δε μένει. ΚΗΡΥΞ Μα αυτόν που η πόλη εχθρεύεται, συ θα τον θάψης; Και μεις πάλι θα πάμε μ αυτόν καθώς το σωστό παραδέχετ η πόλη μαζί και το δίκιο. Γιατί, πρώτα ο θεός και του Δία η βουλή, αυτός τη διαφέντεψεν έπειτα πιότερο των Καδμείων την πόλη, να μη θαλασσώση και να μην την πατήση το κύμα των ξένων αντρών. Έχει κριθή από τους θεούς τώρα πιά τούτος. ΚΗΡΥΞ Όχι όμως πριν σε κίνδυνο ρίξη τη χώρα. Το άδικο μ άδικο ηθέλησε να το πληρώση. ΚΗΡΥΞ Μ αντίς για ένα, το άχτι του το βγαζε σ όλους. Στερνή τελειώνει από τους θεούς η Έρις το λόγο μα θα τον θάψω και τα λόγια σου μη χάνης. ΚΗΡΥΞ Κάμε του κεφαλιού σου εγώ---είπα κι απόειπα. Αλλοίμον αλλοίμονο! ω μεγαλόγνωμες, σπιτοκαταλύτρες, Κήρες Ερινύες, που και του Οιδίποδα ξεπατώσετ έτσι πρόρριζα το γένος, τι να γένω, τι να κάμω, τι να σοφιστώ; πώς να το τολμήσω, μήτε να σε κλάψω μήτε και νεκρό να σε ξοδιάσω; Μα φοβούμαι---και τραβιούμαι--την οργή των πολιτών. Αχ, εσένα πολλές θα σε κλάψουνε μοιρολογήτρες. Μα εκείνος ο άθλιος αθρήνητος με μονάχα το κλάψιμο της αδερφής θε να πάη---και ποιος να το στρέξη; Α ΗΜΙΧΟΡΙΟ Άρα κάμ η πόλη κι ας μην κάμη όσοι κλάψουνε τον Πολυνείκη, αλλ εμείς θε να πάμε μαζί να τον θάψουμε συνοδειά της γιατί στη γενιά της είναι τούτη η θλίψη κοινή. Ενώ η πόλη μια έτσι και μια πάλι αλλιώς παραδέχεται πάντα το δίκιο. Β ΗΜΙΧΟΡΙΟ