9
TÉÔËÏÓ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: MY DAD S A BIRDMAN Aπό τις Εκδόσεις Walker Books, Λονδίνο 2007 TÉÔËÏÓ ÂÉÂËÉÏÕ: Ένας ιπτάµενος µπαµπάς ÓÕÃÃÑÁÖÅÁÓ: David Almond EIKONΟΓΡΑΦΗΣΗ: Polly Dunbar ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Χαρά Γιαννακοπούλου ÅÐÉÌÅËÅÉÁ ÄÉÏÑÈÙÓÇ ÊÅÉÌÅÍÏÕ: Αναστασία Σακελλαρίου ÇËÅÊÔÑÏÍÉÊÇ ÓÅËÉÄÏÐÏÉÇÓÇ: Ραλλού Ρουχωτά EÊÔÕÐÙÓÇ: I. Πέππας ΑΒΕΕ ÂÉÂËÉÏÄÅÓÉÁ: Κωνσταντίνα Παναγιώτου & ΣΙΑ Ο.Ε. David Almond, 2007 Εικονογράφησης: Polly Dunbar, 2007 Published by arrangement with Walker Books Ltd, London SE11 5HJ All rights reserved. EÊÄÏÓÅÉÓ ØÕ ÏÃÉÏÓ Á.Å., ÁèÞíá 2011 Ðñþôç Ýêäïóç: Οκτώβριος 2011 ÉSBN 978-960-496-287-7 Ôõðþèçêå óå 100% ανακυκλωµένο χαρτί. To ðáñüí Ýñãï ðíåõìáôéêþò éäéïêôçóßáò ðñïóôáôåýåôáé êáôü ôéò äéáôüîåéò ôïõ Åëëçíéêïý Íüìïõ (Í. 2121/1993 üðùò Ý åé ôñïðïðïéçèåß êáé éó ýåé óþìåñá) êáé ôéò äéåèíåßò óõìâüóåéò ðåñß ðíåõìáôéêþò éäéïêôçóßáò. Áðáãïñåýåôáé áðïëýôùò ç Üíåõ ãñáðôþò αäåίáò ôïõ åêäüôç êáôü ïðïéïνäþðïôå ôñüðï Þ ìýóï áíôéãñáöþ, öùôïáíáôýðùóç êáé åí ãýíåé áíáðáñáãùãþ, åêìßóèùóç Þ äáíåéóìüò, ìåôüöñáóç, äéáóêåõþ, áíáìåôüäïóç óôï êïéíü óå ïðïéáäþðïôå ìïñöþ (çëåêôñïíéêþ, ìç áíéêþ Þ Üëëç) êáé ç åí ãýíåé åêìåôüëëåõóç ôïõ óõíüëïõ Þ ìýñïõò ôïõ Ýñãïõ. Μετάφραση: Χαρά Γιαννακοπούλου ÅÊÄÏÓÅÉÓ ØÕ ÏÃÉÏÓ Á.Å. PSICHOGIOS PUBLICATIONS S.A. äñá: ÔáôïÀïõ 121 Head office: 121, Tatoiou Str. 144 52 Ìåôáìüñöùóç 144 52 Metamorfossi, Greece Âéâëéïðùëåßï: Ìáõñïìé Üëç 1 Bookstore: 1, Mavromichali Str. 106 79 ÁèÞíá 106 79 Áthens, Greece Ôçë.: 2102804800 Tel.: 2102804800 Telefax: 2102819550 Telefax: 2102819550 www.psichogios.gr www.psichogios.gr e-mail: info@psichogios.gr e-mail: info@psichogios.gr
Ο ΝΤΕ ΒΙΝΤ ΑΛΜΟΝΤ είναι πολυβραβευμένος συγγραφέας πολλών βιβλίων και θεατρικών έργων. Το Ένας ιπτάμενος μπαμπάς είναι το πρώτο του βιβλίο για μικρούς αναγνώστες, το οποίο ο ίδιος περιγράφει ως «ένα γρήγορο και ζωηρό βιβλίο γεμάτο χιούμορ και ελπίδα ένα πραγματικό βιβλίο για παιδιά». Ο Ντέιβιντ ζει στο Νορθάμπερλαντ με την οικογένειά του και γράφει μέσα σε ένα σπιτάκι στο βάθος του κήπου, όπου φτιάχνει το τσάι του και δέχεται επισκέψεις από πολλά πουλιά. Η ΠΟΛΙ ΝΤΑΝΜΠΑΡ σπούδασε εικονογράφηση στη Σχολή Καλών Τεχνών του Μπράιτον. Έχει εικονογραφήσει πολλά βιβλία και λέει πως το Ένας ιπτάμενος μπαμπάς το λάτρεψε. «Είναι τόσο αστείο, τόσο πολύχρωμο και ταυτόχρονα τόσο αιχμηρό». Η Πόλι ζει κι εργάζεται στο Μπράιτον. Πιστεύει πως το χρώμα είναι ο καλύτερος τρόπος να σου ανέβει το ηθικό και να σου φτιάξουν τα κέφια και, όποτε έχει τις μαύρες της, βάζει το αγαπημένο της φόρεμα με τα φουρό και το ρίχνει στη ζωγραφική! Στους Φρέια και Ντέιβιντ Λαν Nτ. A. Στον µπαµπά µου Π. Ντ. David Almond, 2007 / EÊÄÏÓÅÉÓ ØÕ ÏÃÉÏÓ Á.Å., ÁèÞíá 2011 David Almond, 2007 / EÊÄÏÓÅÉÓ ØÕ ÏÃÉÏÓ Á.Å., ÁèÞíá 2011
1 Ένα συνηθισµένο ανοιξιάτικο πρωινό στο νούµερο 12 της οδού Λέιν. Τα πουλιά έξω σφύριζαν και κελαη δού - σαν. Τα αυτοκίνητα στους δρόµους µούγκριζαν και βρυχιόνταν. Και το ξυπνητήρι της Λίζι έκανε ντριν ντριν. Πήδηξε από το κρεβάτι, έπλυνε το πρόσωπό της, έτριψε τα αυτιά της, βούρτσισε τα δόντια της, χτένισε τα µαλλιά της, έβαλε τη στολή του σχολείου, κατέβηκε κάτω, γέµισε νερό το βραστήρα, τον άναψε, έβαλε ψωµί στη φρυγανιέρα, έστρωσε τραπέζι για δυο, µε δυο πιάτα, δυο κούπες, δυο µαχαίρια, γάλα και βούτυρο και µαρµελάδα, και µετά πήγε στη σκάλα. Μπαµπά! φώναξε. Μπαµπάκα! Καµιά απάντηση. Ώρα να σηκωθείς! Καµιά απάντηση. Αν δε σηκωθείς αµέσως, θα ανέβω πάνω και 7
Βρόντησε το ένα πόδι της στο πρώτο σκαλί και ύστερα το άλλο στο δεύτερο σκαλί. Ανεβαίνω! φώναξε. Από πάνω ακούστηκε ένα γρύλισµα κι ένα γουργούρισµα και µετά τίποτα. Θα µετρήσω έως το πέντε. Ένα δύο δυό- µισι Μπαµπά! Τώρα ακούστηκε από επάνω µια πνιγµένη φωνή. Καλά, µωρέ Λίζι. Καλάαα. Κι ύστερα από ένα κρατς κι ένα µµµγκρρρρ, να τος ο µπαµπάς, µε µια κουρελιασµένη ρό- µπα και τρύπιες παντόφλες κι ανάκατα µαλλιά κι αξύριστο πρόσωπο. Κάτω. Τώρα! είπε η Λίζι. Ο µπαµπάς κατέβηκε µε τα χίλια ζόρια. Και µη µε κοιτάς εµένα έτσι, εντάξει; Εντάξει, Λίζι. Του ίσιωσε τη ρόµπα στους ώµους. Κοίτα κατάσταση, είπε. Τι έκανες πάλι εκεί πάνω, µου λες; Ο µπαµπάς χαµογέλασε πλατιά. Όνειρα έβλεπα, είπε. Όνειρα! Κοίτα άνθρωπος. Κάθισε τώρα στο τραπέζι. Και ίσια οι ώµοι. Καλά, Λίζι. Κάθισε στην άκρη της καρέκλας. Τα µάτια του έλαµπαν µ έναν παράξενο ενθουσιασµό. Η Λίζι του έβαλε µια κούπα τσάι. 8 Πιες το, του είπε, κι εκείνος ήπιε µια µικρή γουλιά. Και να φας το ψωµί σου. Ο µπαµπάς δάγκωσε ένα µικρό κοµµατάκι από τη φέτα του. Φά το σωστά, µπαµπά. Ο µπαµπάς έκοψε µια µεγαλύτερη µπουκιά. Μάσησέ το, του είπε. Το µάσησε για λίγο. Και κατάπιε το τώρα, µπαµπά. Εκείνος χαµογέλασε πλατιά. Ναι, Λίζι. Έκοψε άλλη µια µεγάλη δαγκωνιά, µά - σησε, κατάπιε κι άνοιξε το στόµα του για να δει η Λίζι ότι είχε καταπιεί. Πάει, είπε. Είδες; Η Λίζι κούνησε το κεφάλι και γύρισε το βλέµµα της αλλού. Μην κάνεις σαν µωρό, µπαµπά, του είπε. Ύστερα του έστρωσε λίγο τα µαλλιά και τα χτένισε. Του ίσιωσε το γιακά από την πιτζάµα. Κι έπιασε το σαγόνι του να δει πόσο αξύριστο ήταν. Πρέπει να φροντίζεις καλύτερα τον εαυτό σου, του είπε. εν µπορείς να συνεχίσεις έτσι. Μπορείς; Ο µπαµπάς κούνησε το κεφάλι. Όχι, Λίζι, της είπε. Με τίποτα. Θέλω να πας να κάνεις ένα µπάνιο, να ξυριστείς και να ντυθείς όµορφα, εντάξει; Εντάξει, Λίζι. Ωραία. Και τι σχέδια έχεις για σήµερα, λοιπόν; Ο µπαµπάς ίσιωσε την πλάτη και κοίταξε την κόρη του στα µάτια. Θα πετάξω, Λίζι. Όπως τα πουλιά. Η Λίζι πήρε βαθιά ανάσα αγανακτισµένη. Σοβαρά; είπε. 9
Ναι, αµέ. Και θα δηλώσω συµµετοχή στο διαγωνισµό. Στο διαγωνισµό; Ποιο διαγωνισµό; Ο µπαµπάς πάτησε τα γέλια και της έπιασε το χέρι. Μα, το µεγάλο διαγωνισµό για τον Άνθρωπο Πουλί, φυσικά! εν τον έχεις ακούσει ποτέ; Έρχεται και στην πόλη µας! Χτες το έµαθα. Όχι, προχτές. Όχι, σαν σήµερα πριν από µια εβδοµάδα. Τρίτη. Τέλος πάντων, ο πρώτος που θα πετάξει πάνω από το ποτάµι θα κερδίσει χίλιες λίρες. Και θα δηλώσω συµ- µετοχή. Αλήθεια, Λίζι. Σου λέω αλήθεια. Εγώ θα κερδίσω! Θα γράψω επιτέλους ιστορία. Σηκώθηκε, άπλωσε τα χέρια κι άρχισε να φτερουγίζει. Για δες, πατάνε ακόµη τα πόδια µου στο πάτω- µα; ρώτησε. Ε; Πατάνε; Κι άρχισε να τρέχει τινάζοντας τα χέρια του σαν να πετούσε. Αχ, µπαµπά, είπε η Λίζι. Μην κάνεις σαν µωρό. Έτρεξε ξοπίσω του. Ο µπαµπάς έκανε κύκλους στο δωµάτιο. Η Λίζι επιτέλους τον πρόλαβε, του έστρωσε πάλι τα µαλλιά και του ίσιωσε τη ρόµπα. Καλά, του είπε. Μπορεί να πετάξεις σαν πουλί µια µέρα, αλλά, για την ώρα, φρόντισε να πάρεις λίγο καθαρό αέρα και να βάλεις ένα ωραίο φαγάκι στο στοµάχι σου, εντάξει; Ο µπαµπάς έγνεψε καταφατικά. Εντάξει, Λίζι, είπε κι άρχισε πάλι να τινάζει τα χέρια του γελώντας. 1 0 Α, και η θεία Ντορίν είπε πως µπορεί να περάσει σήµερα. Αυτό ήταν αρκετό για να σταµατήσει ο µπαµπάς τα πετάγµατα. Το πρόσωπό του µαράθηκε. Η θεία Ντορίν; είπε. Έκανε ακόµα µια γκριµάτσα κι αναστέναξε. Τι θέλει πάλι αυτή! Καλά κάνει κι έρχεται. Να σε προσγειώσει λιγάκι. Κοπάνησε το αριστερό του πόδι στο πάτωµα. Μετά κοπάνησε και το δεξί. Μα, Λίζιιιιι, µουρµούρισε. Άσε τα µα Λίζι, είπε η Λίζι. Η θεία Ντορίν σε αγαπάει όπως κι εγώ. Κι ανησυχεί για σένα, ακριβώς όπως κι εγώ. Γι αυτό να της µιλάς ωραία. Ο µπαµπάς πήρε µια καµπούρικη στάση και τα χέρια του έµειναν κρεµασµένα. Η Λίζι πήρε τη σάκα της και του έδωσε ένα φιλάκι στο µάγουλο. Του χαµογέλασε γλυκά κουνώντας το κεφάλι. Σαν µικρό παιδάκι έµοιαζε ο µπαµπάς. Αχ, τι θα κάνω µ εσένα; του είπε. εν ξέρω, Λίζι, µουρµούρισε εκείνος. Για µια στιγµή η Λίζι κοντοστάθηκε. εν ξέρω αν πρέπει να σ αφήνω µόνο. Ο µπαµπάς έβαλε τα γέλια. Γιατί όχι; είπε. Εσύ πρέπει να πας στο σχολείο σου, να µάθεις πρόσθεση κι ορθογραφία. Και είχε δίκιο. Πράγµατι, η Λίζι έπρεπε να πάει σχολείο. Της άρεσε το σχολείο. Της άρεσε και η πρόσθεση και η ορθογραφία και οι δάσκαλοί της, κι ακό- 1 1
µα πιο πολύ ο διευθυντής, ο κύριος Μέντα, που ήταν τόσο καλός µ εκείνη και τον µπαµπά της. Εντάξει, είπε η Λίζι. Θα πάω. Άντε, δώσε µου τώρα ένα φιλάκι. Της έδωσε ένα φιλάκι στο µάγουλο. Ύστερα αγκαλιάστηκαν. Και η Λίζι του είπε: Λοιπόν, όπως είπαµε. Ναι, Λίζι. Θυµάµαι. Να πλυθώ. Να ξυριστώ. Να φάω ένα καλό µεσηµεριανό. Να πάρω µπόλικο καθαρό αέρα. Και να φέροµαι ωραία στη θεία Ντι. Έτσι µπράβο. Και να πετάξω. Αχ, µωρέ µπαµπά. Τη συνόδευσε µέχρι την πόρτα. Άντε τώρα, της είπε. Μην ανησυχείς για τίποτα. Άντε στο καλό σου σχολειάκι. Η Λίζι άνοιξε την πόρτα και βγήκε στον κήπο, χωρίς όµως να σταµατήσει να τον κοιτάζει. Γεια, της είπε. Γεια, µπαµπά. ιέσχισε τον κήπο, πέρασε στην αυλόπορτα και βγήκε στο δρόµο. Έµεινε εκεί για µια στιγµή και τον ξανακοίταξε. Άντε, πήγαινε τώρα, είπε ο µπαµπάς. Μια χαρά είµαι. Η Λίζι ξεκίνησε να φύγει. Ο µπαµπάς τη χαιρε τούσε, µέχρι να αποµακρυνθεί τελείως, και µετά έκλεισε την πόρτα. Τίναξε τα χέρια του κι άρχισε τα χαχανητά. Τσίου τσίου, είπε. Έβαλε ένα κοµµατάκι φρυγανισµένο ψωµί κάτω από τη γλώσσα του. Μετά το έφτυσε. Τσίου τσίου, είπε. Τσίου τσίου τσίου. Και ύστερα είδε µια µύγα στο τραπέζι. Μιάαααµ! είπε και βάλθηκε να την κυνηγάει. 1 2 1 3
τα ψωµί; Εγώ έχω ανάγκη από ζουζούνια και µύγες και σαρανταποδαρούσες. Κι έµεινε εκεί καθισµένος να γλείφει τα χείλη του αναστενάζοντας από χαρά. Σηκώθηκε και τίναξε πάλι τα χέρια του. Πήγε µέχρι το παράθυρο και κοίταξε στον κήπο. εν είχε προσέξει τη Λίζι που τον παρακολουθούσε κρυµµένη πίσω από ένα δέντρο. 2 Η µικρή µύγα όµως παραήταν γρήγορη. Πέταξε από το τραπέζι και βάλθηκε να βουίζει πάνω από το κεφάλι του. Πήγε και στάθηκε ανάποδα στο ταβάνι, ενώ εκείνος τίναζε τα χέρια στον αέρα τιτιβίζοντας λαχανιασµένος. Θα σε πιάσω, τερατάκι! φώναζε. Για κατέβα κάτω και θα σε κάνω µια χαψιά. Όµως, η µύγα δεν κατέβηκε κι έτσι δεν την έκανε µια χαψιά. Ο µπαµπάς κάθισε στο πάτωµα να πάρει µια ανάσα. Ύστερα του κατέβηκε µια άλλη ιδέα κι άρχισε να σέρνεται δίπλα στο σοβατεπί. Έξυσε τις σανίδες µε τα νύχια του και βρήκε κάτι µικρά σκαθάρια και κάτι άλλα καφετί ζουζουνάκια και µερικά αστεία λευκά πραγµατάκια και τα τράβηξε έξω και τα έχωσε στο στόµα του. Μιάµ, µιάµ! είπε. Τι να µου κάνει εµένα µια φέ- 1 4 1 5
Εγώ έχω ανάγκη από σκουλήκια! είπε. Το νου σας, σκουληκάκια! Μιάµ, µιάµ! Τώρα θα σας ξετρυπώσω εγώ, όπου κι αν είστε! Ύστερα σταµάτησε να µιλάει και τα µάτια του έγιναν σαν από γυαλί. Χαµογέλασε µ ένα πλατύ πλατύ χαµόγελο. Αχ και να ξερε, ψιθύρισε στον εαυτό του. Αχ και να ξερε η Λίζι µου. Έβαλε το χέρι στην τσέπη της ρόµπας του, έβγαλε ένα κλειδί κι ανέβηκε τη σκάλα στις µύτες των ποδιών. 1 7