ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Κος ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΘΕΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ:

Σχετικά έγγραφα
Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Θέμα: «Το άρθρο 8 του Συντάγματος 1975/86/01».

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών Σχολή Νοµικών, Οικονοµικών και Πολιτικών Επιστηµών Τµήµα Νοµικής, Τοµέας ηµοσίου

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η :

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος ΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

Θέµα εργασίας: Άρθρο 8 του Συντάγµατος. «Ο νόµιµος δικαστής» Καµιντζή Ιωάννα Α.Μ :322 Εmail : (Τετάρτη, 5 Μαΐου 2004)

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

την ύπαρξη και την άσκηση ενός θεμελιώδους δικαιώματος γιατί αποτελούσαν κενό γράμμα, αφού πρόθεση του

Ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά µε τα νοµικά επαγγέλµατα και το γενικό συµφέρον στην οµαλή λειτουργία των νοµικών συστηµάτων

05 Ευτυχία Γ. Αρµένη Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ»

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ροσάκη Ιωάννα Αριθµός Μητρώου: Θέµα εργασίας: «Ο Νόµιµος ικαστής» (Άρθρο 8 του Συντάγµατος)

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων ΙΙ (ΣτΕ 438/2001)

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 1: Κράτος Δικαίου 1

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Εκδίδοµε τον ακόλουθο νόµο που ψήφισε η Βουλή:

Εργασιακά Θέματα «Το νέο καθεστώς της Μεσολάβησης Διαιτησίας μετά τον Ν. 4303/2014»

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ,ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Άποψη περί εφαρμογής ν 4030/2011.

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Σελίδα 1 από 5. Τ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1382/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 24/2014

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

Αριθµός 111/2013 ΤΟ ΠΕΝΤΑΜΕΛΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΕΡΓΑΣΙΑ. «Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας, ως γενικής συνταγµατικής αρχής της ελληνικής έννοµης τάξης»

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Ο διορισµός Πρωθυπουργού - Μια απόπειρα ερµηνείας του άρθρου 37 παρ. 4 του Συντάγµατος.

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

1ο Κεφάλαιο Το δικαίωµα του συνεταιρίζεσθαι στα πλαίσια του άρθρου 12 του Συντάγµατος

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΙΚΑΙΟΥ

Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ

ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ Μ ΑΡΙΑ ΚΟΤΣΙΝΟΝΟΥ 1 Η ΕΡΓΑΣΙΑ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 14/2012

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Ποινική ικονομία I. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ:

ΕΛΕΝΗ Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ρ.ν Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ο Σ ΤΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ Η ΤΑΧΥ ΡΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΑΓΗ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ AΘΗΝΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΕΤΟΥΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών Δημοσίου Δικαίου Μάθημα: Συνταγματικό Δίκαιο

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΤΑ ΕΙ ΙΚΑ ΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 8 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Εισαγωγή. 1. Προβληματισμός Μεθοδολογία... 5


Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΙΚΑΣΤΙΚΗ ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΜΕΤΑ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ 1

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΣΙΝΟΝΟΥ

της δίωξης ή στην αθώωση.

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Περιεχόμενο: H έννομη προστασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση

PUBLIC ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες,27Μαΐου 2014 (OR.en) 10296/14 LIMITE JUR321 JAI368 POLGEN75 FREMP104

Μερικές σκέψεις πάνω στην αρχή της ισότητας µε αφορµή την Α.Π. 668/2003 Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΙΠΛΩΜΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ «ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» Ι ΑΣΚΩΝ: Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΥΣΟΥΛΑ-ΕΙΡΗΝΗ ΜΑΛΛΙ Η. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η

ΚΥΚΛΟΣ ΣΧΕΣΕΩΝ ΚΡΑΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΗ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

Σημειώνω τις εξής παρατηρήσεις επί του σχεδίου του ΒΙΒΛΙΟΥ IV (ΕΝΝΟΜΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΝΑΨΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ):

Εισαγωγή Ι. Ο προβληματισμός για την αρχή της αμεσότητας

Ο νόµος 3900/2010 και η ταχύτητα εκδίκασης φορολογικών υποθέσεων από την επταµελή σύνθεση του Β Τµήµατος του ΣτΕ το έτος 2018

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΕ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΙΚΑΣΤΙΚΗ ΙΑΤΑΓΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΜΟΝΗΣ ΑΛΛΟ ΑΠΩΝ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ-ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ

José Pedro Pessoa e Costa κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Transcript:

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Κος ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΘΕΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: Ο «Φυσικός» ικαστής Οικονοµίδου Ειρήνη Α.Μ.: 1340199900654 Μάιος: 2006 1

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Β. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ Γ. ΠΗΓΕΣ 1. Κανόνες που συγκροτούν το ισχύον νοµοθετικό πλαίσιο στην Ελλάδα. Σχετικές Συνταγµατικές ιατάξεις. (α) Η Ευρωπαϊκή Σύµβαση για τα δικαιώµατα του ανθρώπου (β) Το άρθρο 8 του Συντάγµατος 2. Συγκριτικά Στοιχεία (α) Το βελγικό Σύνταγµα (β) Ο γερµανικός θεµελιώδης νόµος της Βόννης του 1949 (γ) Το ιταλικό Σύνταγµα (δ) Το ισπανικό Σύνταγµα του 1978 (ε) Η Οικουµενική ιακήρυξη των ικαιωµάτων του Ανθρώπου. Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ ΙΚΑΣΤΗ 1. Η Έννοια του φυσικού δικαστή 2. Το άρθρο 8 παρ.1 του Συντάγµατος Ερµηνεία (α) Γραµµατική Ερµηνεία (β) Ιστορική- Συστηµατική Ερµηνεία (γ) Τελολογική Ερµηνεία 3. Το άρθρο 8 παρ.2 του Συντάγµατος. ικαστικές Επιτροπές και Έκτακτα ικαστήρια 4. ικαστικές Αποφάσεις που ερµηνεύουν την αρχή του φυσικού δικαστή 2

Περίληψη: Η αρχή του φυσικού δικαστή αποτελεί ένα θεµελιώδες ατοµικό δικαίωµα. Με την αρχή αυτή παρέχεται σε κάθε άτοµο τα εχέγγυα προκειµένου να δικαστεί από αµερόληπτο και αντικειµενικό δικαιοδοτικό όργανο και που είναι εκ των προτέρων καθορισµένοπριν καν από την κατάθεση αγωγής µε αφηρηµένα και αντικειµενικά κριτήρια. Η αρχή αυτή µας παραπέµπει στο ότι δεν αφορά µόνο στα δικαστήρια ως όργανα της δικαστικής εξουσίας, αλλά και στη σύνθεση του εν λόγω δικαστηρίου και κατ επέκταση στα φυσικά πρόσωπα των δικαστών. Το αναφαίρετο του φυσικού δικαστή έγκειται στο ότι, οι διάδικοι δεν µπορούν να εξαιρεθούν από την αρχή του φυσικού δικαστή έστω και µε αίτησή τους, εφόσον οι κανόνες που καθορίζουν τον αρµόδιο δικαστή που θα δικάσει την εκάστοτε υπόθεση είναι κανόνες δηµοσίας τάξεως ( αυτό µπορεί να γίνει µόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου οι διάδικοι έχουν την δυνατότητα επιλογής του δικαστή που θα τους δικάσει). Τέλος, η αρχή του φυσικού δικαστή συµβάλλει στην ορθή απονοµή της δικαιοσύνης, εφόσον οι δικαστές είναι εκ των προτέρων, µε γενικά και αντικειµενικά κριτήρια, ορισµένοι, ώστε να εξασφαλίζεται τόσο το αµερόληπτο όσο και το ανεξάρτητό τους. 3

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η αρχή του «φυσικού» δικαστή αποτελεί θεµελιώδες δικαίωµα το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 του Συντάγµατος. Το Σύνταγµα στο άρθρο 8 ορίζει τα εξής: «Κανένας δεν στερείται χωρίς τη θέλησή του το δικαστή που του έχει ορίσει ο νόµος» (παρ. 1). «ικαστικές επιτροπές και έκτακτα δικαστήρια, µε οποιοδήποτε όνοµα δεν επιτρέπεται να συσταθούν» ( παρ.2). Η αρχή του «φυσικού» δικαστή όρος ο οποίος χρησιµοποιείτο παλαιότερα ( τα επαναστατικά και µετεπαναστατικά Συντάγµατα έκαναν λόγο για juge naturale) έχει τις ιστορικές της καταβολές στην ποινική δίκη.1 Σήµερα έχει αποκτήσει αναµφισβήτητα ευρύτερη σηµασία, εφόσον έχει πλέον επεκταθεί στο σύνολο της δικαιοσύνης: θέτει ένα γενικότερο κανόνα που απαγορεύει τη στέρηση όχι µόνο του ποινικού φυσικού δικαστή αλλά που τυγχάνει εφαρµογής στις αστικές, πολιτικές, διοικητικές καθώς και στις πειθαρχικές δίκες2. Αποτελεί δε συµπλήρωµα του άρθρου 20 του Συντάγµατος, µε το οποίο αναδεικνύεται η προστατευτική λειτουργία της απονοµής της δικαιοσύνης και ολοκληρώνεται η δικαιοκρατική της αποστολή. Από το συνδυασµό των διατάξεων των αρ. 20 παρ.1 και 8 του Συντάγµατος προκύπτει το δικαίωµα του ατόµου να αξιώσει αφενός έννοµη προστασία από τα δικαστήρια (α.20 παρ.1), αφετέρου δε να δικαστεί από το «φυσικό» του δικαστή, εκείνον δηλαδή που 1. αγτόγλου, Συνταγµατικό δίκαιο, Ατοµικά ικαιώµατα Β 2. Α. Μάνεσης, Ατοµικές Ελευθερίες, 1982 4

είναι αρµόδιος για την περίπτωση κατά τους νόµους3. και τον περιβεβληµένο µε εγγυήσεις προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Με το άρθρο 8 του Συντάγµατος, συµπληρώνεται αφενός η προστασία της προσωπικής ασφαλείας και αφετέρου το σύστηµα των συνταγµατικών εγγυήσεων που περιβάλλουν την απονοµή της δικαιοσύνης. Καθίσταται σαφές ότι η αρχή του φυσικού δικαστή αποτελεί τόσο ένα κανόνα αντικειµενικό της λειτουργίας του δικαστηρίου όσο και ατοµικό δικαίωµα που συνδέεται µε άλλες συνταγµατικές εγγυήσεις, που σχετίζονται µε τη δικαστική λειτουργία4. Η διάταξη του άρθρου 8 αποσκοπεί στην προστασία του ατόµου από ποινική δίωξη, κρίση ή καταδίκη, όπου απαιτείται, να γίνεται από δικαστή που είναι αρµόδιος, σύµφωνα µε το νόµο, ώστε να κρίνει και οποιαδήποτε άλλη υπόθεση που είναι όµοια µε του συγκεκριµένου προσώπου 5. Προκειµένου να αποφευχθεί ( ή τουλάχιστον να περιοριστεί) η προκατειληµµένη ή και προαποφασισµένη απονοµή της δικαιοσύνης απαιτείται η δικαστική προστασία να είναι ουσιαστική και αντικειµενική. Αυτό επιτυγχάνεται µόνο όταν παρέχεται από δικαστή που ορίζεται γενικά και εκ των προτέρων από το νόµο. 3. Τσάτσος ηµ. Συνταγµατικό ίκαιο, Τόµος Β, Οργάνωση και Λειτουργία της Πολιτείας, 1993 4. Τσάτσος ηµ. Συνταγµατικό ίκαιο, Τόµος Β, Οργάνωση και Λειτουργία της Πολιτείας, 1993 5. Α. Μάνεσης, Ατοµικές Ελευθερίες, 1982 σελ. 211-212 5

Ο νόµος αυτός οφείλει να καθορίζει ή να τροποποιεί τη σύνθεση του δικαστηρίου γενικά και αφηρηµένα καθώς και µε κριτήρια αντικειµενικά 6. Αυτά ορίζουν τόσο το Σύνταγµα όσο και οι δικονοµικοί νόµοι (αρ. 109 Κπολ ). Ο δικαστής αποκλείεται από την εκδίκαση της υποθέσεως ή µπορεί ή οφείλει να προτείνει την εξαίρεσή του, όπου συµβαίνει παρά το γενικό νόµο προκαθορισµό του δικαστή- να τελεί αυτός προς τον διάδικο ή την υπόθεση σε ιδιαίτερη σχέση που διεγείρει υπόνοια µεροληψίας 7. Η συνταγµατική αρχή του φυσικού δικαστή έχει την εξής ratio: Να προληφθεί ο κίνδυνος να εκτεθεί η δικαιοσύνη σε «επιρροές αλλότριες προς το σκοπό της, µέσω της χειραγώγησης των οργάνων της» όσο το δυνατό περισσότερο. Ενδέχεται επίσης, να υπάρξει ο κίνδυνος να επηρεαστεί το περιεχόµενο της δικαστικής αποφάσεως σε συγκεκριµένες υποθέσεις, όταν υπάρχει επιλεκτική τοποθέτηση των προσώπων που θα τις δικάσουν. Αυτό είναι που θέλει να προλάβει ο νοµοθέτης µε τη διάταξη του άρθρου 8 του Συντάγµατος 8. Η διασφάλιση του δίκαιου χαρακτήρα της δίκης αποτελεί απώτερο σκοπό του νοµοθέτη. Τέλος, θα πρέπει να αναφερθούµε στην απόφαση του ΣτΕ 2152/93, το οποίο τονίζει ορθά ότι «η αρχή του φυσικού ( νόµιµου) δικαστή δεν αποτελεί µόνο ατοµικό δικαίωµα, αλλά και θεσµική εγγύηση λειτουργίας των δικαστηρίων»9. 6. Χρυσογόνος, Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα, 2001 7. αγτόγλου, Συνταγµατικό ίκαιο, Ατοµικά ικαιώµατα 8. Χρυσογόνος, Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα, 2001 6

9. αγτόγλου, Συνταγµατικό ίκαιο, Ατοµικά ικαιώµατα, Β, Βλ. και ΣτΕ 2152/93, Ολ. ΤοΣ, 1994, 117 Β. ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ Η αρχή του φυσικού δικαστή έχει τις ιστορικές της καταβολές στην Magna Charta του 1215 καθώς και στο Bill of Rights του 1689. Η Magna Charta του 1215 περιέχει υποτυπώδεις αναφορές σχετικώς µε την αρχή αυτή καθώς και ρυθµίσεις για την οργάνωση και δικαιοδοσία των δικαστηρίων. Κατά το Bill of Rights του 1689, οι κάθε είδους δικαστικές επιτροπές είναι παράνοµες και ολέθριες. Στη συνέχεια, µετά τη Γαλλική Επανάσταση του 1789, το γαλλικό Σύνταγµα του 1791 και ειδικότερα στο άρθρο 4 του πέµπτου κεφαλαίου αναγνωρίζεται η αρχή του φυσικού δικαστή. Το εν λόγω άρθρο ορίζει το εξής: «Αι πολίται δεν δύνανται να στερηθώσι των εκ του νόµου ωρισµένων σ αυτούς δικαστών». Το 1795, το γαλλικό Σύνταγµα, εξακολουθεί να αναγνωρίζει την αρχή του φυσικού δικαστή ως εξής: «Ουδείς δύναται να στερηθεί των εκ του νόµου ωρισµένων δ αυτόν δικαστών». Κατά το Σύνταγµα του 1813, «ουδείς θα είναι δυνατόν να στερηθεί των φυσικών του δικαστών». Τέλος, το γαλλικό Σύνταγµα του 1830, κατοχυρώνει την αρχή του φυσικού δικαστή µε ανάλογες διατυπώσεις. Όσον αφορά την Ελλάδα, η αρχή του φυσικού δικαστή κατοχυρώνεται για πρώτη φορά µε το Σύνταγµα του Άστρους ( «Νόµος της Επιδαύρου»), το 1823. Σύµφωνα µε το εν λόγω Σύνταγµα, και ειδικότερα στα άρθρα ι και πα αναφέρεται: Άρθρο ι : «Κανένας δεν δύναται να αποφύγει το ανήκον κριτήριον». Άρθρο πα «7

Κανένας δεν δύναται να αποφύγει το ανήκον κριτήριον». Εν συνεχεία, το 1927, µε το Σύνταγµα της Τροιζήνας, στο άρθρο 22 ορίζεται: «Κανείς δεν δύναται να αποφύγει το ανήκον κριτήριον, ουδέ να εµποδισθεί από το να καταφύγη εις αυτό». Επίσης, το άρθρο 138 αναφέρει ότι: «ικαστικαί Επιτροπαί ή ικαστήρια Έκτακτα, απαγορεύονται εις το εξής». Σύµφωνα µε το Σύνταγµα του 1844, και συγκεκριµένα στο άρθρο 89 καθορίζεται ότι: «Ουδείς αφαιρείται άκων του παρά του νόµου ωρισµένου εις αυτόν δικαστού». Η ίδια ρύθµιση εξακολουθεί και στα Συντάγµατα του 1911 ( α. 8 και 91 παρ.1) καθώς και του 1927 ( α. 9 και 97 παρ.1). Ωστόσο, µε το Σύνταγµα του 1952 υπάρχει µία ενοποίηση όσον αφορά την αρχή του φυσικού δικαστή και καταλήγει στην εξής διατύπωση του α.8 : «Ουδείς αφαιρείται άκων του παρά του νόµου ωρισµένου εις αυτόν δικαστού. ικαστικαί Επιτροπαί και Έκτακτα ικαστήρια υφ οιονδήποτε όνοµα δεν επιτρέπεται να συστηθώσιν». Η ίδια διατύπωση, από το Σύνταγµα του 1952 και στο εξής, παρατηρείται µέχρι και σήµερα. Γ. ΠΗΓΕΣ 1. Κανόνες που συγκροτούν το ισχύον νοµοθετικό πλαίσιο στην Ελλάδα. Σχετικές Συνταγµατικές ιατάξεις. Το ισχύον νοµοθετικό πλαίσιο σχετικώς µε την αρχή του φυσικού δικαστή, διέπεται από το άρθρο 8 του Συντάγµατος και από το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύµβασης για τα ικαιώµατα του Ανθρώπου 10. (α) Η Ευρωπαϊκή Σύµβαση για τα δικαιώµατα του Ανθρώπου: Η Ευρωπαϊκή Σύµβαση για τα ικαιώµατα του 8

Ανθρώπου ( στο εξής Ε.Σ..Α.) έχει κυρωθεί στην Ελλάδα µε το νόµο 2329/53 και το ν.δ. 53/1974. Όπως ορίζει το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγµατος, η Ε.Σ..Α. έχει αυξηµένη τυπική νοµοθετική δύναµη. Σύµφωνα µε το άρθρο 6 παρ.1 Ε.Σ..Α., «Παν πρόσωπον έχει το δικαίωµα όπως η υπόθεσίς του δικασθεί δικαίως, δηµόσια και εντός λογικής προθεσµίας υπό ανεξαρτήτου και αµερολήπτου δικαστηρίου νοµίµως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίσει είτε επί των αµφισβητήσεων επί των δικαιωµάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίµου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως. Η απόφασις δέον να δηµοσιευθεί δηµοσία, η είσοδος όµως εις την αίθουσαν των συνεδριάσεων δύναται να απαγορευθεί εις τον τύπον και το κοινόν καθ όλην ή µέρος της διαρκείας της δίκης προς το συµφέρον της ηθικής, της δηµοσίας τάξεως ή της εθνικής ασφαλείας εν δηµοκρατική κοινωνία, όταν τούτο ενδείκνυται υπό των συµφερόντων των ανηλίκων ή της ιδιωτικής ζωής των διαδίκων ή εν τω κρινοµένω υπό του ικαστηρίου ως απολύτως αναγκαία µέτρω, όταν υπό ειδικάς συνθήκας η δηµοσιότης θα ηδύνατο να παραβλάψει τα συµφέροντα της δικαιοσύνης». 10. Αυτό καθορίζει η ερµηνεία του Συντάγµατος, σύµφωνα µε Μαυριά/ Κασιµάτη/ Μπέη. Αντίθετη άποψη έχει ο Γεωργόπουλος, Επίτοµο Συνταγµατικό ίκαιο, Πέµπτη έκδοση, 1993, σελ. 479 (β) Το άρθρο 8 του Συντάγµατος: Προκειµένου να τεθεί σε λειτουργία η εν λόγω διάταξη, απαιτείται η προΰπαρξη ενός πρωταρχικού κανόνα δικαίου µε αυξηµένη τυπική ισχύ. Ο κανόνας αυτός εκφράζεται στα άρθρα 20 παρ. 1, 26 παρ. 3, 87 παρ. 1 και 2 9

και στο 93 του Συντάγµατος. Συγκεκριµένα, σε περίπτωση κατά την οποία θίγονται τα δικαιώµατα ή τα συµφέροντα του προσώπου, τα οποία αναγνωρίζει το ουσιαστικό δίκαιο δηµιουργείται µία αποδιοργάνωση της δικαιοσύνης. Την κατάσταση αυτή έρχεται να καταρρίψει η δεσµευτική δικαστική διαπίστωση για την ύπαρξη ή µη των διαταραγµένων εννόµων σχέσεων. Την δεσµευτική αυτή δικαστική διαπίστωση περιβάλλει το δεδικασµένο. Εποµένως, προκειµένου να υπάρξει ορθή απονοµή της δικαιοσύνης, απαιτείται η διάγνωση της ύπαρξης των εννόµων σχέσεων από τακτικά ικαστήρια, τα οποία λειτουργούν εκ των προτέρων µε εγγυήσεις ορθής και αµερόληπτης κρίσης και αποτελούνται από δικαστές που περιβάλλονται µε ανεξαρτησία και αµεροληψία. 2. Συγκριτικά Στοιχεία Σε σχέση µε την αρχή του φυσικού δικαστή διατυπώνονται τα εξής στον Ευρωπαϊκό Χώρο: (α) Βελγικό Σύνταγµα: Κατά το άρθρο 8 του Βελγικού Συντάγµατος του 1831, «Κανένας δεν µπορεί να στερηθεί χωρίς τη θέλησή του, το δικαστή που του ορίζει ο νόµος». Σύµφωνα δε µε το άρθρο 94 του ιδίου, «Κανένα δικαστήριο και κανένα δικαιοδοτικό όργανο δεν µπορεί να ιδρυθεί παρά δυνάµει νόµου. ικαστικές Επιτροπές και Έκτακτα ικαστήρια, µε οποιοδήποτε όνοµα δεν µπορούν να συσταθούν». (β) Ο Γερµανικός θεµελιώδης νόµος της Βόννης του 1949: Κατά το άρθρο 101 του εν λόγω νόµου, «1. Απαγορεύονται τα εξαιρετικά ικαστήρια. Κανείς δεν αφαιρείται από το νόµιµο δικαστή του. 2. ικαστήρια Ειδικής ικαιοδοσίας, ιδρύονται µόνο µε νόµο». 10

(γ) Το Ιταλικό Σύνταγµα: Σύµφωνα µε το άρθρο 25 παρ. 1 του Ιταλικού Συντάγµατος, «Κανείς δεν µπορεί να στερηθεί το φυσικό δικαστή του, που ήδη έχει οριστεί από το νόµο». (δ) Το Ισπανικό Σύνταγµα του 1978: Στα άρθρα 24 παρ. 1 και 2 του συγκεκριµένου Συντάγµατος ορίζονται σχετικώς: «1. Όλοι έχουν το δικαίωµα παροχής αποτελεσµατικής προστασίας από τους δικαστές και από τα δικαστήρια, ώστε να µπορούν να ασκούν τα δικαιώµατα και τα έννοµα συµφέροντά τους. Σε καµία περίπτωση δεν επιτρέπεται η άρνηση αυτής της έννοµης προστασίας. 2. Όλοι επίσης έχουν το δικαίωµα να προσφεύγουν στον τακτικό δικαστή, που έχει προκαθοριστεί από το νόµο και απαγορεύονται τα δικαστήρια τιµής στο πλαίσιο της δηµόσιας διοίκησης και των επαγγελµατικών οργανώσεων». (ε) Η Οικουµενική ιακήρυξη των ικαιωµάτων του Ανθρώπου: Σχετικά, στο άρθρο 8 διατυπώνεται ότι, «Καθένας έχει το δικαίωµα να ασκεί αποτελεσµατικά ένδικα µέσα στα αρµόδια Εθνικά ικαστήρια κατά των πράξεων που παραβιάζουν τα θεµελιακά δικαιώµατα τα οποία του αναγνωρίζουν το Σύνταγµα και ο νόµος». Κατά δε το άρθρο 10, «Καθένας έχει δικαίωµα µε πλήρη ισότητα, να εκδικάζεται η υπόθεσή του δίκαια και δηµόσια, από δικαστήριο ανεξάρτητο και αµερόληπτο, που θα αποφασίσει είτε για τα δικαιώµατα και τις υποχρεώσεις του, είτε, σε περίπτωση ποινικής διαδικασίας, για το βάσιµο της κατηγορίας που στρέφεται εναντίον του». 11

. Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ ΙΚΑΣΤΗ 1. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ ΙΚΑΣΤΗ Όσον αφορά την έννοια του φυσικού δικαστή, γίνεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 8 του Συντάγµατος προσδιορίζει το γεγονός ότι ο δικαστής πρέπει να ορίζεται γενικά και αντικειµενικά πριν από την πράξη µε νόµο. Ειδικότερα, παραπέµπει αφενός στον κοινό νοµοθέτη για τον τρόπο µε τον οποίο θα καθορισθεί η αρµοδιότητα και η σύνθεση των δικαστηρίων. Από κει και πέρα όµως, δεν είναι ο νόµος που θα καθορίσει το συγκεκριµένο πρόσωπο. Ο φυσικός δικαστής υπό τον νόµο ορίζεται «in abstracto». Επιπροσθέτως, θα πρέπει να αναφέρουµε ότι η έννοια του φυσικού δικαστή παραπέµπει στη διαπίστωση ότι άπαξ οριστεί αυτός ο δικαστής, µε όποιο σύστηµα οριστεί, δεν µπορεί εν συνεχεία να αφαιρεθεί. ηλαδή, δεν µπορεί µετά να έρθει µία απόφαση ή ένας νόµος ή µία απόφαση που θα µας πει ότι ο εν λόγω δικαστής δεν είναι αρµόδιος αλλά είναι κάποιος άλλος. Αυτή είναι η έννοια του φυσικού δικαστή. Οι φυσικοί δικαστές χαρακτηρίζονται ως τέτοιοι εφόσον εξειδικεύτηκαν ως σύνθεση µέσω ενός νόµου ορθά, µε αντικειµενικά καθώς και γενικά κριτήρια. Φυσικός δικαστής είναι εκείνος που ορίζει ο νόµος και που ανήκει σε εκείνο τον κύκλο των δικαστών που ορίζονται από το νόµο. Σύµφωνα µε απόφαση του Πενταµελούς Εφετείου, υπ αριθµόν 257/93, η αρχή του νόµιµου δικαστή αποτρέπει κάθε είδους αυθαιρεσία επιτάσσοντας την παραποµπή του κατηγορούµενου στον δικαστή που έχει, προ της πράξεως, οριστεί. Πριν από την πράξη, δηλαδή πριν καν από την άσκηση της ποινικής διώξεως. Επί της ιδίας υποθέσεως, εκδόθηκε η υπ αριθµόν 362/1995, απόφαση του 12

Αρείου Πάγου, η οποία διαγιγνώσκει ότι φυσικός δικαστής ( η θεσπισµένη αρχή του φυσικού δικαστή από το άρθρο 8 παρ. 1 του Συντάγµατος), είναι εκείνος που η στέρησή του απαγορεύεται αφενός, αφετέρου δε είναι ο προβλεπόµενος από το νόµο, όχι ατοµικό, αλλά που καθορίζει τη δικαιοδοσία, την αρµοδιότητα και τη σύνθεση του ικαστηρίου και που µπορεί να καταλαµβάνει και τις εκκρεµείς δίκες κατά τρόπο γενικό, αφηρηµένο και µε κριτήρια αντικειµενικά. Ως προς τούτο, έχει εκδοθεί σχετικά απόφαση του Οµοσπονδιακού Συνταγµατικού ικαστηρίου της Γερµανίας στις 27/9/2002. Η απόφαση αυτή, ορίζει τα εξής: «Η απορρέουσα από το Σύνταγµα επιταγή να προσδιορίζεται ο νόµιµος δικαστής εκ των προτέρων, µε τη µεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια και ακρίβεια, δεν αποτελεί θέσπιση νέων ρυθµίσεων που µεταβάλλουν το µέχρι πρότινος ισχύον δίκαιο για το νόµιµο δικαστή.» Από το Σύνταγµά µας και συγκεκριµένα στα άρθρα 8 παρ.1 και 87 προκύπτουν τα εξής: Καταρχήν, το άρθρο 8 παρ.1 του Συντάγµατος αναφέρεται στο αναφαίρετο του δικαστή τον οποίον έχει ορίσει ο νόµος. Αναφέρεται εν προκειµένω στο νόµο και θέτει ως βασική προϋπόθεση του ορισµού του τρόπου διεξαγωγής της δίκης στον νόµο. Κατά δε το άρθρο 87, όπου γίνεται µία ερµηνεία της έννοιας του δικαστής, ο φυσικός δικαστής του άρθρου 8 παρ. 1 είναι ο τακτικός δικαστής, ο οποίος απολαµβάνει λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας. Από τον κανόνα του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος, προκύπτει ένας απολύτως σαφής κανόνας, ήτοι η έννοια του φυσικού δικαστή είναι να είναι εκ των προτέρων γνωστό στον κάθε πολίτη ο κύκλος και αυτό έχει σηµασία των δικαστών 13

από τον οποίο θα σχηµατιστεί η σύνθεση του ικαστηρίου. Ωστόσο, το εύρος του κύκλου αυτού καθώς και η διαδικασία επιλογής των προσώπων που θα συγκροτήσουν το δικαστήριο αυτό είναι θέµα του κοινού και όχι του Συνταγµατικού νοµοθέτη. Σε βάθος, η έννοια του φυσικού δικαστή αναφέρεται και στη συγκεκριµένη προσωπική σύνθεση του δικαστηρίου και συνάγεται ότι αυτή επιτυγχάνεται ως προς τον τακτικό δικαστή και συµπερασµατικά συνάγεται ότι η απαγόρευση της αφαιρέσεως του φυσικού δικαστή έχει ακλόνητο δεσµό µε την αρχή της σταθερότητας ή βεβαιότητας της συγκροτήσεως του δικαστηρίου 11. Συνοψίζοντας, λοιπόν, προκύπτουν τα εξής σχετικώς µε την έννοια του φυσικού δικαστή: Καταρχήν, φυσικός είναι ο δικαστής που, περιβεβληµένος µε εγγυήσεις ανεξαρτησίας και αµεροληψίας (άρθρο 6 παρ. 1 Ε.Σ..Α.), ορίζεται µε αφηρηµένα και αντικειµενικά κριτήρια που προκύπτουν από διάταξη νόµου ή από κανονισµό εσωτερικής λειτουργίας του δικαιοδοτικού οργάνου και ο οποίος έχει κατοχυρωθεί µε την εξουσιοδότηση νόµου (ο οποίος έχει θεσπιστεί σε ανύποπτο χρόνο) πριν από την έναρξη εκκρεµοδικίας καθώς και πριν από την πιθανολόγηση επερχόµενης έναρξης εκκρεµοδικίας που αφορά σε συγκεκριµένη υπόθεση. Ο φυσικός αυτός δικαστής απαιτείται να δικάσει σε ένα πλαίσιο δίκαιης διαδικασίας, η οποία προϋποθέτει απαλλαγή από υστερόβουλες µεθοδεύσεις, είτε που αίρουν είτε που προκαλούν την υπόνοια ότι αίρουν το ανεξάρτητο και το αµερόληπτο του δικαστή 12. 11. Α. Σβώλου Γ. Βλάχου «Το Σύνταγµα της Ελλάδος Ερµηνεία, Μέρος Α «Ατοµικά ικαιώµατα», τόµος Β, 1955 12.Μαυριάς/ Κασιµάτης/ Μπέης, Ερµηνεία του Συνάγµατος, 2001 14

2. Το άρθρο 8 παρ.1 του Συντάγµατος Ερµηνεία Όπως έχει προαναφερθεί, φυσικός δικαστής νοείται εκείνος που περιβάλλεται µε εγγυήσεις ανεξαρτησίας και αµεροληψίας καθώς και εκείνος ο οποίος έχει καθοριστεί από διάταξη νόµου µε αφηρηµένα και αντικειµενικά κριτήρια, ή από κανονισµό εσωτερικής λειτουργίας του δικαστηρίου, θεσπιζόµενος κατ εξουσιοδότηση νόµου, σε ανύποπτο χρόνο πριν από την έναρξη ή την πιθανολόγηση έναρξης της εκκρεµοδικίας κάποιας συγκεκριµένης υποθέσεως, ώστε να δικάσει στο πλαίσιο της συνταγµατικά κατοχυρωµένης αρχής της δίκαιης δίκης. Η διαδικασία απαιτείται να είναι ελεύθερη από υστερόβουλες µεθοδεύσεις, πράγµα το οποίο αν συνέβαινε θα οδηγούσε σε άρση ή σε υπόνοια άρσης της ανεξαρτησίας και αµεροληψίας του δικαστή. Το άρθρο 8 του Συντάγµατος, όταν αναφέρεται σε δικαστή, συµπεριλαµβάνει στην έννοια αυτή τόσο τα δικαστήρια όσο και τα φυσικά πρόσωπα των δικαστών που τα συγκροτούν. Η διάταξη του άρθρου 8 αποσκοπεί εν τέλει στην επιλογή των δικαστών που συγκροτούν το δικαστήριο σε κάθε υπόθεση µε αντικειµενικά και σε ανύποπτο χρόνο εφαρµοστέα µέτρα. Η κατοχύρωση της ανεξαρτησίας του δικαστή από ανωτέρους του ή από πρόσωπα που ασκούν σηµαντική επιρροή στον ελληνικό χώρο, επιτυγχάνεται µε το αναφαίρετο του φυσικού δικαστή ως φυσικού προσώπου. Κατ αυτόν τον τρόπο η δικαιοσύνη απονέµεται από ανεπηρέαστους δικαστές που «υπόκεινται µόνο στο Σύνταγµα και στους νόµους» (άρθρο 87 παρ.2 του Συντάγµατος. Όπως προκύπτει από συνδυασµό διατάξεων, όπως του άρθρου 8 του Συντάγµατος και του άρθρου 109 του ΚΠολ καθώς 15

και από αποφάσεις του Γερµανικού Οµοσπονδιακού Συνταγµατικού ικαστηρίου, νοείται ο δικαστής ως άτοµο και συνεπώς το αναφαίρετο του δικαστή ως φυσικού προσώπου και όχι το δικαστήριο ως όργανο. Εποµένως, κατά τα παραπάνω, φυσικός δικαστής νοείται εκείνος ο οποίος µετέχει στη σύνθεση του ικαστηρίου που δικάζει υπόθεση ή διαφορά, µε προκαθορισµένα γενικά και απρόσωπα κριτήρια πριν από την έναρξη της εκκρεµοδικίας 13. Τίθεται θέµα παραβίασης της αρχής του φυσικού δικαστή σε περίπτωση που µετέχουν στη σύνθεση του δικαστηρίου περισσότερα πρόσωπα από εκείνα που στο νόµο προβλέπονται 14. Ωστόσο, η αρχή του φυσικού δικαστή δεν παραβιάζεται όταν ανατίθεται σε άλλους δικαστές ή δικαστικούς υπαλλήλους η επιχείρηση µεµονωµένων διαδικαστικών πράξεων της αποδεικτικής διαδικασίας (άρθρο 109 παρ.2 ΚΠολ ). α) Γραµµατική Ερµηνεία Προβαίνοντας στην γραµµατική ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος συνάγουµε όσον αφορά την αρχή του φυσικού δικαστή τα εξής: Φυσικός δικαστής ορίζεται εκείνος που είναι αρµόδιος κάθε φορά να δικάσει µία συγκεκριµένη διαφορά καθώς και κάθε άλλη διαφορά που οµοιάζει µε την εν λόγω, όσον αφορά το περιεχόµενο 13. Μπέης Κ. Τα Συνταγµατικά θεµέλια της δικαστικής προστασίας, Εκδόσεις EURONOMIA verlag, 1998 14. Μπέης Κ. Τα Συνταγµατικά θεµέλια της δικαστικής προστασίας, Εκδόσεις EURONOMIA verlag, 1998 16

και το πρόσωπο των διαδίκων. Την αρµοδιότητα αυτή καθορίζουν οι νόµοι που ισχύουν κάθε φορά. Το αναφαίρετο του φυσικού δικαστή είναι αρχή συνταγµατικά κατοχυρωµένη και από αυτή προκύπτει ότι απαγορεύεται η υπαγωγή συγκεκριµένης υποθέσεως σε διαφορετικό δικαστήριο από εκείνο που ο νόµος ρητά προβλέπει. Από τη γραµµατική διατύπωση του άρθρου 8 παρ.1 του Συντάγµατος, συνάγουµε ότι ως νόµος εννοείται τόσο ο τυπικός όσο και ο ουσιαστικός15. Το δικαστήριο που θα δικάσει θα πρέπει να είναι εκ των προτέρων καθορισµένο από τον νόµο και ειδικότερα πριν από την έναρξη της εκκρεµοδικίας καθώς πριν από την πιθανολόγηση εκκρεµοδικίας ( θα πρέπει να έχει οριστεί πριν από την κατάθεση της αγωγής, πριν την άσκηση της ποινικής διώξεως ή την υποβολή αίτησης δικαστικής προστασίας. Απαιτείται επίσης ο καθορισµός του δικαστηρίου να περιβάλλεται µε γενικά και αφηρηµένα κριτήρια τα οποία αναφέρονται στο σχετικό νόµο που ορίζει τα περί καθ ύλη και κατά τόπο αρµοδιότητας16 Η αρχή του φυσικού δικαστή αφορά και στη σύνθεση του δικαστηρίου που θα δικάσει συγκεκριµένη υπόθεση, η οποία θα πρέπει επίσης να περιβάλλεται από αντικειµενικά και αφηρηµένα κριτήρια καθώς και από γενικούς κανόνες. 15. Π. αγτόγλου, Συνταγµατικό ίκαιο, Ατοµικά ικαιώµατα, Β Έκδοση, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1991, σελ.1220. 16. Κ. Κεραµεύς, Αστικό ικονοµικό ίκαιο, Γενικό Μέρος, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, 1986, σελ. 187 17

Εποµένως, από τα παραπάνω προκύπτει ότι η αφαίρεση του φυσικού δικαστή είναι αποτέλεσµα εκδίκασης υποθέσεως από δικαστή που δεν είναι εκ των προτέρων βάσει αντικειµενικών και γενικών κριτηρίων. Επιπλέον, η αφαίρεση του φυσικού δικαστή απαγορεύεται να γίνεται χωρίς τη θέληση του διαδίκου. Αυτό δεν σηµαίνει ότι οι διάδικοι έχουν την απόλυτη ελευθερία να επιλέγουν το φυσικό τους δικαστή, το δικαστήριο καθώς και τη σύνθεση του τελευταίου. Η εξήγηση δίδεται από το γεγονός ότι οι κανόνες που προβλέπουν την αρµοδιότητα, τη δικαιοδοσία καθώς και τη σύνθεση των δικαστηρίων ανήκουν στην κατηγορία των κανόνων δηµοσίας τάξεως και δεν υπόκεινται στη βούληση του διαδίκου. Κατ εξαίρεση υπάρχει η δυνατότητα, σε περίπτωση που το προβλέπει ο νόµος γενικά και αφηρηµένα, εξαίρεσης από την αρχή του φυσικού (νόµιµου), όταν πρόκειται περί εκούσιας διαιτησίας και παρέκταση της κατά τόπο αρµοδιότητας. εν θεωρείται παραβίαση της αρχής του φυσικού δικαστή, η περίπτωση τροποποίησης των κανόνων αρµοδιότητας και δικαιοδοσίας του δικαστηρίου από νόµο που οι ρυθµίσεις του έχουν γενικό και αφηρηµένο χαρακτήρα και δεν αποτελούν ατοµικό νόµο. Επιπροσθέτως, σε περίπτωση που οι δικονοµικοί κανόνες παραπέµπουν την εκδίκαση µίας υποθέσεως από ένα δικαστήριο σε ένα άλλο ισόβαθµο και οµοειδές, το οποίο παρέχει τις ίδιες εγγυήσεις για την απονοµή της δικαιοσύνης, η αρχή του φυσικού δικαστή δεν θεωρείται από το Σύνταγµα ως παραβιασθείσα 17. Η αρχή του φυσικού δικαστή και η µη αφαίρεσή αυτού απευθύνεται σε όλους τους φορείς της κρατικής εξουσίας και 18

συγκεκριµένα στην νοµοθετική, εκτελεστική καθώς και στη δικαστική εξουσία 18. Φορείς του αναφαίρετου του φυσικού δικαστή είναι όλοι οι πολίτες ευρισκόµενοι σε ελληνικό έδαφος, τόσο οι έλληνες όσο και οι αλλοδαποί. Το δικαίωµα αυτό αφορά τα φυσικά καθώς και τα νοµικά πρόσωπα. (β) Ιστορική- Συστηµατική Ερµηνεία Η συνταγµατική κατοχύρωση της αρχής του φυσικού δικαστή έχει τις ιστορικές της καταβολές στην ποινική δίκη 19. Ο λόγος είναι η συµπληρωµατική του λειτουργία της προσωπικής ασφάλειας µε σκοπό της προστασία του ατόµου από την ποινική δίωξη, κρίση ή καταδίκη από δικαστή που δεν ήταν αρµόδιος να κρίνει την υπόθεση. Όπως προκύπτει από τη σηµερινή του εφαρµογή, η κατοχύρωση της αρχής του φυσικού δικαστή έχει ευρύτερη σηµασία και αναφέρεται στο σύνολο της δικαιοσύνης. Έτσι όταν το Σύνταγµα κάνει λόγο ότι απαγορεύεται η στέρηση του φυσικού δικαστή από κάθε δικαζόµενο, δεν εννοεί µόνο τον ποινικό δικαστή. Συνεπώς, η αρχή αυτή εφαρµόζεται στις πολιτικές, ποινικές, διοικητικές καθώς και στις πειθαρχικές δίκες20. 17. Κ. Γεωργόπουλος, Επίτοµο Συνταγµατικό ίκαιο δωδέκατη έκδοση, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2001, σελ.528 18. Α. ηµητρόπουλος, Παραδόσεις Συνταγµατικού ικαίου ιιι, Θ Εκδοση, Αθήνα, 2001 19. Κ. Χρυσογόνος, Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα, δεύτερη έκδοση, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2002, σελ. 380. 20. Α. Μάνεσης, Συνταγµατικά ικαιώµατα, α ατοµικές ελευθερίες, δ έκδοση, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, 19

σελ. 214.. Τσάτσος, Συνταγµατικό ίκαιο, Τόµος Β, Οργάνωση και Λειτουργία της Πολιτείας, εκδ. Β, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα- Κοµοτηνή, 1991, σελ. 1220 (γ) Τελολογική Ερµηνεία Η τελολογική ερµηνεία µας παραπέµπει στο γεγονός ότι η θέσπιση της αρχής του φυσικού ( νόµιµου) δικαστή έχει το δικαιολογητικό της λόγο στη δίκαιη και αποτελεσµατική απονοµή της δικαιοσύνης. Απαγορεύεται η στέρηση του φυσικού δικαστή καθώς και η αφαίρεση της υπόθεσης από τον αρµόδιο δικαστή και από τον οριζόµενο µε γενικά και αντικειµενικά κριτήρια εκ των προτέρων από το νόµο αρµόδιο δικαστή. Προκειµένου να αποτραπεί ο κίνδυνος να καταστεί µία υπόθεση επωφελής ή επιζήµια για κάποιο από τα πρόσωπα των διαδίκων, η εκδίκαση µίας συγκεκριµένης υποθέσεως θα πρέπει να γίνεται από δικαστήριο που είναι εκ των υστέρων και ειδικώς οριζόµενο. Συµπερασµατικά, λοιπόν, είναι απαραίτητο κατά την απονοµή της δικαιοσύνης, να υπάρχει διασφάλιση της αµερόληπτης κρίσης των προσώπων που έχουν προσφύγει σε αυτήν. Το άρθρο 8 παρ. 1 του Συντάγµατος, αποσκοπεί τελικώς στην αποτροπή των όποιων επεµβάσεων κατά την απονοµή της δικαιοσύνης. 3. Το άρθρο 8 παρ. 2 του Συντάγµατος. ικαστικές επιτροπές και Έκτακτα ικαστήρια Όπως προκύπτει από την παρ.2 του άρθρου 8 καθώς και από την παρ.1 του ιδίου άρθρου, απαγορεύεται η σύσταση δικαστικών επιτροπών και εκτάκτων δικαστηρίων. Επιπλέον, συνάγεται ότι τα έκτακτα δικαστήρια και οι δικαστικές επιτροπές θα πρέπει να 20

συγκροτούνται µε ατοµική ρύθµιση για να δικάσουν ορισµένη υπόθεση εκ των υστέρων. Οι δικαστές που συγκροτούν τα έκτακτα δικαστήρια θα πρέπει να περιβάλλονται µε τα εχέγγυα της δικαστικής ανεξαρτησίας, ενώ στις δικαστικές επιτροπές µετέχουν και τρίτα πρόσωπα. Οι δικαστικές επιτροπές και τα έκτακτα δικαστήρια δεν θα µπορούσαν να δικάσουν συγκεκριµένη υπόθεση έστω και αν υπήρχε η συναίνεση των διαδίκων 21. Οι διοικητικές επιτροπές που έχουν αρµοδιότητα να επιβάλουν διοικητικές κυρώσεις δεν εµπίπτουν στη συνταγµατική απαγόρευση του άρθρου 8 παρ. 2 22. Σε σχέση µε το άρθρο 8, η διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 της Ε.Σ..Α., παρέχει ευρύτερη προστασία σε σχέση µε το φυσικό δικαστή, εφόσον παρέχει το δικαίωµα στον κάθε κοινωνό του δικαίου, να δικαστεί από αµερόληπτο δικαστήριο. Η έννοια της αµεροληψίας του δικαστηρίου είναι διπλή, εφόσον έχει και υποκειµενική καθώς και αντικειµενική σηµασία. Η υποκειµενική έννοια καταλαµβάνει την έννοια «τεκµαίρεται µέχρι αποδείξεως του εναντίου» και η αντικειµενική έννοια καταλαµβάνει την έννοια «σε σχέση µε τη σύνθεση και λειτουργία του δικαστηρίου». Σε σχέση µε αυτά που προβλέπει το άρθρο 8 παρ. 2 του Συντάγµατος έχουν εκδοθεί οι εξής αποφάσεις: Η απόφαση του Ε.Σ..Α. στην υπόθεση Pfeifer κατά Αυστρίας ( 25/2/1992), µε την οποία το Ευρωπαϊκό ικαστήριο δέχθηκε ότι η άσκηση ανακριτικών και στη συνέχεια δικαστικών καθηκόντων από το ίδιο πρόσωπο, στα πλαίσια της ίδιας ποινικής υποθέσεως παραβιάζει την διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 6 της Ε.Σ..Α. Επίσης, η απόφαση Procola κατά Λουξεµβούργου ( 28/4/1995),, µε την οποία έγινε δεκτό ότι η 21

άσκηση γνωµοδοτικών και δικαιοδοτικών λειτουργιών στην ίδια υπόθεση παραβιάζει επίσης, την παρ.1 του άρθρου 6 Ε.Σ..Α. δικαστεί τόσο από νοµίµως λειτουργούν δικαστήριο όσο και 21. Π. ΠΑΡΑΡΑΣ, Σύνταγµα 1975 Corpus, Εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα Κοµοτηνή, 1982 22. ΣτΕ 1854/77, Ευρ. ΣτΕ 1977, σελ. 17 4. ικαστικές αποφάσεις που ερµηνεύουν την αρχή του φυσικού δικαστή (α) ΣτΕ 1923/2002 ( Ολοµέλεια): Σύµφωνα µε αυτή: «Το ΣτΕ είναι αρµόδιο κατά το άρθρο 95 του Συντάγµατος και 45 του π.δ. 18/89 για την ακύρωση των µη νοµίµων, µονοµερών εκτελεστών διοικητικών πράξεων και όχι των διοικητικών συµβάσεων ( ολ. ΣτΕ 1972/98). Οι διαφορές αυτές που έχουν αιτία τη διοικητική σύµβαση, και ειδικότερα, ανάγονται στην νοµιµότητα, ερµηνεία και εκτέλεσή της, καθώς και σε κάθε παρεπόµενη αξίωση της σύµβασης είναι διοικητικές διαφορές ουσίας, υπαγόµενες κατά το άρθρο 94 παρ.1 του Συντάγµατος και 1 παρ.2 περ. ί του Ν. 1406/83 στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. εν έχουν αιτία τη σύµβαση, αλλά είναι ακυρωτικές διαφορές που ανακύπτουν από της αµφισβήτηση της νοµιµότητας αποσπαστών µονοµερών εκτελεστών διοικητικών πράξεων που εντάσσονται στην προηγούµενη της κατάρτισης διοικητικής συµβάσεως διαδικασία ηµοσίου ιαγωνισµού που αποσκοπεί στη σύναψη της συµβάσεως ή εκδίδονται µεν µετά την κατάρτιση της συµβάσεως, αλλά ανάγονται στη διαδικασία που καταλήγει στη σύναψή της και εκδίδονται βάσει διατάξεως διοικητικού νόµου και των 22

γενικών αρχών που διέπουν τις διοικητικές πράξεις, όπως η ανάκληση κατακυρωτικής πράξεως ή από την αµφισβήτηση εκτελεστής διοικητικής πράξεως (όχι συµβατικού όρου) που εκδίδονται µετά την κατάρτιση της συµβάσεως κατ εφαρµογή ή κατά τροποποίηση συµβατικού όρου µε κανονιστικό χαρακτήρα, δηλαδή όρου που δηµιουργεί αντικειµενικό δίκαιο, που ισχύει πέραν των συµβαλλοµένων και έναντι τρίτων µη συµβαλλοµένων, των οποίων επηρεάζει τα δικαιώµατα και τα έννοµα συµφέροντα. Το ΣτΕ προβαίνον εις τον νοµικό χαρακτηρισµό της ενώπιον του αγοµένης διαφοράς και κρίνον ότι αυτή δεν είναι ούτε ακυρωτική, ούτε συµβατική, ούτε χρήζουσα άλλης παραποµπής, αποφαίνεται ως φυσικός δικαστής της υπόθεσης». (β) Εφετείο Πειραιά 438/200: Σύµφωνα µε αυτήν, «η κατά τόπο αρµοδιότητα είναι θεσµός δηµοσίας τάξεως, διότι ο κατά τόπον αρµόδιος δικαστής αναδεικνύεται σε φυσικό δικαστή του άρθρου 8 παρ.1 του Συντάγµατος και εποµένως, εξετάζεται σε κάθε στάση της προδικασίας και της κύριας διαδικασίας µέχρι την έναρξη της αποδεικτικής, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν ενστάσεως αναρµοδιότητος κατά τόπον που προτείνεται από τους διαδίκους». (γ). Πρωτ. Πειρ. 19/1993: Η απόφαση αυτή έκρινε ότι, «οι διατάξεις που καθορίζουν την Προεδρική διαδικασία ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, προβλέπουν, ότι οι υποθέσεις ανατίθενται για εκδίκαση σε δικαστικό λειτουργό µε βαθµό Προέδρου Πρωτοδικών. Οι διατάξεις του Ν. 1756/88 που προβλέπουν αναπλήρωση αναπλήρωση του µη υπάρχοντος ή απουσιάζοντος ή κωλυόµενου Προέδρου πολυµελούς δικαστηρίου από άλλο δικαστή του ιδίου δικαστηρίου κατά σειρά αρχαιότητας, δεν µπορούν να 23

εφαρµοστούν αναλογικά ειδικά στην Προεδρική διαδικασία, όπου σύµφωνα µε το νόµο, ο Πρόεδρος πρωτοδικών ορίζεται να κρίνει ως ειδικό, αποκλειστικό και αυτοτελές δικαιοδοτικό όργανο (αλλά ως νόµιµος δικαστής κατά το άρθρο 8 παρ. 1 του Συντάγµατος) ειδικής φύσεως υποθέσεις αντικειµενικά καθορισµένες για την επίλυση των οποίων ο νοµοθέτης αποβλέπει σε εγγυήσεις δικαιοκρισίας, που απορρέουν από το βαθµό αυτό δικαστικού λειτουργού». (δ) Α.Π. 362/1995, όπου αποφάνθηκε ότι, «κατά την από το άρθρο 8 παρ.1 του Συντάγµατος θεσπισµένη αρχή «νόµιµος δικαστής» νοείται ο προβλεπόµενος από το Νόµο ( όχι ατοµικό), αλλά που καθορίζει ή τροποποιεί τη διαδικασία και την αρµοδιότητα ή τη σύνθεση του δικαστηρίου και µπορεί να καταλαµβάνει και τις εκκρεµείς δίκες κατά τρόπο γενικό και αφηρηµένο µε αντικειµενικά κριτήρια». (ε) ΣτΕ 1440/2000 ( Τµήµα ΣΤ ), κατά την οποία, «Ανεξαρτήτως των συνεπειών, τις οποίες συνεπάγεται για τα Κράτη µέλη η µη εφαρµογή του κοινοτικού δικαίου, εφόσον η αποκλειστική αρµοδιότητα για την οµοιόµορφη εφαρµογή του σε όλα, ανεξαιρέτως, τα Κράτη µέλη ανήκει στο ΕΚ, δεν δύναται να θεωρηθεί ότι συµβιβάζεται προς τη συνθήκη η µη αποστολή εκ µέρους των εθνικών ικαστηρίων στο ΕΚ προδικαστικού ερωτήµατος δια της χρησιµοποιήσεως ερµηνευτικών µεθόδων, σε περιπτώσεις όπως η επίδικη, στις οποίες ενόψει υφιστάµενης νοµολογίας του ΕΚ, ορισµένη έννοµη σχέση εµφανίζεται ως ρυθµιζόµενη από το Κοινοτικό ίκαιο. Τέλος, κατά τη µειοψηφήσασα άποψη, η µη αποστολή του προδικαστικού ερωτήµατος στο ΕΚ, υπό τις προεκτεθείσες συνθήκες παρακωλύει άµεσα το θεµελιώδες για την ύπαρξη «δίκαιας δίκης» δικαίωµα του 24

ατόµου, όπως έχει πρόσβαση στο αρµόδιο ικαστήριο για την ερµηνεία των διατάξεων του Κοινοτικού ικαίου, δηλαδή, το ΕΚ, το οποίο είναι ο «φυσικός δικαστής» για την κρίση του ζητήµατος ερµηνεία του κοινοτικού δικαίου». ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. Π. αγτόγλου, Συνταγµατικό ίκαιο, Ατοµικά ικαιώµατα, Β, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1991 25

2. Α. Μάνεσης Ατοµικές Ελευθερίες, 1982 3.. Τσάτσος, Συνταγµατικό ίκαιο, Οργάνωση και Λειτουργία της Πολιτείας, 1993 4. Κ. Χρυσογόνος, Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα, 2001 5. Γεωργόπουλος, Επίτοµο Συνταγµατικό ίκαιο, Πέµπτη Έκδοση, 1993 6. Α. Σβώλου/ Γ. Βλάχου, «Το Σύνταγµα της Ελλάδος» Ερµηνεία, Μέρος Α, «Ατοµικά ικαιώµατα», Τόµος Β, 1955 7. Μαυριάς/ Κασιµάτης/ Μπέης, Ερµηνεία του Συντάγµατος, 2001 8. Μπέης Κ. Τα Συνταγµατικά Θεµέλια της ικαστικής Προστασίας, Εκδ. EURONOMIA, verlag, 1998 9. Κ. Κεραµεύς, Αστικό ικονοµικό ίκαιο, Γενικό Μέρος, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα Θεσσαλονίκη, 1986 26

10. Α. ηµητρόπουλος, Παραδόσεις Συνταγµατικού ικαίου ΙΙΙ, Έκδοση Θ, Αθήνα, 2001 11. Κ Χρυσογόνος, Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα, δεύτερη έκδοση, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2002 12. Π. ΠΑΡΑΡΑ, Συνταγµα 1975- Corpus, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κοµοτηνή, 1982 13. ΣτΕ 1854/77 Ευρ. ΣτΕ 1977 27

28

29

30