Για παραπομπή : Duplouy Alain,, 2002, Περίληψη : Από το 18ο αιώνα η χερσόνησος της Μιλήτου παρήγε έναν τεράστιο αριθμό αρχαϊκών γλυπτών, σε σημείο ώστε να μας έχει κληροδοτήσει μία από τις μεγαλύτερες και πλέον περίτεχνες συλλογές αρχαϊκών έργων του ελληνικού κόσμου. Ανάλογα με την περίοδο της ανακάλυψής τους, κομμάτια αυτής της συλλογής κατέληξαν σε διάφορα μουσεία σε ολόκληρο τον κόσμο. Χρονολόγηση Αρχαϊκή περίοδος Γεωγραφικός εντοπισμός Μίλητος και Δίδυμα 1. Ιστορία της έρευνας Οι καθιστές μορφές από τα Δίδυμα αποτέλεσαν το πρώτο γνωστό σύνολο αρχαϊκών γλυπτών από τη Μίλητο. Αναφέρονται για πρώτη φορά το 1765, όταν ο Richard Chandler επισκέφτηκε την περιοχή, παρέμειναν όμως βασικά χωρίς περιγραφή ως τη δεύτερη αποστολή των Dilettanti το 1812. Εκείνη την περίοδο, ο William Gell σημείωσε πάνω σε ένα σχέδιο τη θέση δώδεκα καθιστών μορφών κατά μήκος της Ιεράς Οδού που οδηγούσε στο ιερό του Απόλλωνα. Το 1857-1858 ο Thomas Newton επισκέφθηκε την περιοχή έπειτα από παράκληση του Βρετανικού Μουσείου. Εντόπισε εκεί δέκα καθιστές μορφές και προχώρησε στην αφαίρεση και την αποστολή τους στο Λονδίνο. Ένα δεύτερο μεγάλο σύνολο αρχαϊκών γλυπτών ανακαλύφθηκε στα Δίδυμα και τη Μίλητο κατά τη διάρκεια των γερμανικών ανασκαφών στις αρχές του 20ού αιώνα. Τα περισσότερα από αυτά κατέληξαν στο Pergamon Museum του Βερολίνου, ενώ κάποια άλλα πήγαν στα Μουσεία Κωνσταντινούπολης και Σμύρνης. Πιο πρόσφατες ανακαλύψεις, εξίσου πολυάριθμες και περίτεχνες όσο και οι παλαιότερες, φιλοξενούνται στο τοπικό μουσείο της Μιλήτου. Καθώς βρίσκονται διασκορπισμένα μεταξύ αρκετών χωρών και μουσείων, τα αρχαϊκά γλυπτά της Μιλήτου δεν έχουν τύχει ίσης μεταχείρισης στους καταλόγους των μουσείων 1 και δεν έχουν αποτελέσει ποτέ αντικείμενο συνολικής μελέτης, με εξαίρεση τα γλυπτά των Διδύμων τα οποία έχουν επαρκώς μελετηθεί από τον Klaus Tuchelt, 2 χωρίς ωστόσο να αποτελούν ξεχωριστή ομάδα. 2. Προσπάθεια ορισμού της σχολής πλαστικής της Μιλήτου Ο V. von Graeve, που ανακοίνωσε προ καιρού την πλήρη δημοσίευση της μιλησιακής γλυπτικής, έχει υιοθετήσει σε αρκετά άρθρα του μια μινιμαλιστική θέση, 3 η οποία έχει πολλά κοινά με τη μέθοδο της Gisela Richter. Σύμφωνα με τη Richter, 4 οι ως τώρα γνώσεις μας δε μας επιτρέπουν να διακρίνουμε ανάμεσα στις διάφορες τοπικές σχολές πλαστικής, παρά μόνο να προσδιορίσουμε μια γενική χρονολογική εξέλιξη της αρχαϊκής γλυπτικής. Η μέθοδος αυτή αποτέλεσε αντικείμενο έντονης κριτικής από αρκετούς μελετητές. 5 Πράγματι, η ύπαρξη τοπικών σχολών γλυπτικής στοιχειοθετείται επαρκώς και η ικανότητά μας να διακρίνουμε μεταξύ διαφορετικών ουσιαστικά διαμορφωμένων τεχνοτροπιών δεν είναι τόσο περιορισμένη όσο έχει κατά καιρούς ειπωθεί. Επομένως είναι παραπλανητικό να θεωρούμε εκ των προτέρων ότι όλα τα αγάλματα που ανακαλύφθηκαν στη Μίλητο είναι έργα μιλησιακών εργαστηρίων και να υποθέτουμε μια έντονη τεχνοτροπική διαφοροποίηση στο εσωτερικό της μιλησιακής παραγωγής, όπως βεβαιώνει ο V. von Graeve. Μελετώντας την αρχαϊκή πλαστική από τη Μίλητο και τα Δίδυμα, οφείλουμε να κάνουμε τη διάκριση ανάμεσα στα ντόπια μιλησιακά έργα και σε όσα είχαν εισαχθεί από αλλού. Για παράδειγμα, η όμορφη, καλυμμένη με ιμάτιο κεφαλή, που ανακαλύφθηκε στο ναό της Αθηνάς (Μουσείο Βερολίνου, αρ. Δημιουργήθηκε στις 20/3/2017 Σελίδα 1/5
Για παραπομπή : Duplouy Alain,, 2002, ευρ. 1631) και αποτελεί με βεβαιότητα έργο ενός σημαντικού Σάμιου καλλιτέχνη, 6 έχει ιδιαίτερη σημασία ως δώρο ενός Σάμιου ή πιθανότερα ενός Μιλήσιου αναθέτη που ήθελε να ξεχωρίσει από τους υπόλοιπους αναθέτες. Αν δε δεχτούμε να θεωρήσουμε όλα τα αγάλματα που βρέθηκαν στη Μίλητο ως αντιπροσωπευτικά της μιλησιακής γλυπτικής, ο ορισμός των χαρακτηριστικών της σχολής πλαστικής της Μιλήτου γίνεται ευκολότερος. Υπάρχει ωστόσο εδώ και καιρό έντονη διαφωνία μεταξύ των μελετητών σχετικά με την ύπαρξη μίας σαφώς καθορισμένης και διακριτής μιλησιακής σχολής γλυπτικής. Σε αρκετές σελίδες απίστευτα ορθής κρίσης, ο Furtwängler 7 διαμόρφωσε ήδη από το 1893 το πλαίσιο μιας μιλησιακής σχολής πλαστικής, διακριτής από εκείνες της Σάμου και της Νάξου. Αντιτιθέμενος σε αυτή τη θεωρία, ο W. Deonna 8 υποστήριξε ότι η γλυπτική της Σάμου δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί τεχνοτροπικά από εκείνη της Μιλήτου, εφόσον ο ντυμένος κούρος που βρέθηκε στο Ακρωτήρι Φονέας της Σάμου (Βαθύ, Αρχαιολογικό Μουσείο) και το καθιστό άγαλμα του Αιάκη (Πυθαγόρειο, Αρχαιολογικό Μουσείο) εμφανίζουν ακριβώς την ίδια τεχνοτροπία με τα αγάλματα που βρέθηκαν στη Μίλητο. Σήμερα γνωρίζουμε ότι αυτά τα δύο αγάλματα που βρέθηκαν στη Σάμο αποτελούν στην πραγματικότητα μιλησιακά έργα που εξήχθησαν στο νησί. Στο κορυφαίο έργο του Frühgriechische Bildhauerschulen, ο Langlotz 9 απέδειξε την ύπαρξη δύο εντελώς διαφορετικών τεχνοτροπιών, μίας σαμιακής και μίας μιλησιακής, την ύπαρξη των οποίων βεβαιώνει ο Croissant στο βιβλίο του για τις πήλινες προτομές. 10 Η συμπερίληψη στη συζήτηση αυτή της κοροπλαστικής και η αντιπαραβολή της με τη μεγάλη μαρμάρινη γλυπτική έχει νόημα καθώς μέσα από τα διάφορα έργα αναδύεται ένας σαφής τεχνοτροπικός τύπος προσώπου. Αν τοποθετήσει κανείς δίπλα δίπλα τις κεφαλές τριών μαρμάρινων γλυπτών, του κούρου του Ιέρονδα, ενός καθιστού αγάλματος από τα Δίδυμα, του ντυμένου κούρου από το Ακρωτήρι Φονέας και μία μικρή πήλινη κεφαλή που ανακαλύφθηκε πρόσφατα στο λόφο Zeytintepe στη Μίλητο, μπορεί να δει τις ομοιότητες στο γενικό περίγραμμα της σφαιρικής μορφής, στη στρογγυλεμένη μορφή των ματιών, στη δύναμη του πιγουνιού και στο πλάσιμο της κόμης. Παρότι ομοιογενής από τεχνοτροπική άποψη, η μιλησιακή γλυπτική δεν είναι μονότονη. Συγκρινόμενη με άλλες τοπικές παραδόσεις, παρουσιάζει σημαντικά μεγαλύτερη ποικιλία από τυπολογική άποψη. Εκτός από τους κούρους, τις κόρες και τα αρχιτεκτονικά γλυπτά, τα μιλησιακά εργαστήρια παρήγαν αγάλματα αναθετών, ντυμένους κούρους, καθιστά αγάλματα, συμποσιαστές, ναΐσκους με όρθιες και καθιστές θεές, αιγυπτιάζοντα και ιωνικής τεχνοτροπίας ξαπλωμένα λιοντάρια. Αυτή η μορφολογική ποικιλία, ενταγμένη στο πλαίσιο μιας καλά καθορισμένης, από τεχνοτροπική άποψη, γλυπτικής παράδοσης έχει σαφώς σημασία σε κοινωνιολογικό επίπεδο. Πιθανότατα αντικατοπτρίζει την ανάγκη των αναθετών για διαφοροποίηση, καθώς και την επιθυμία τους να αφιερώνουν στις θεότητες αγάλματα, που δεν είναι ακριβή αντίγραφα άλλων αφιερωμάτων, αλλά τους αντιπροσωπεύουν πραγματικά. Η ποικιλομορφία αυτή της μιλησιακής γλυπτικής μάς δίνει την εικόνα μιας διχασμένης μιλησιακής κοινωνίας, όπου ο ανταγωνισμός μεταξύ των πολιτών είναι έντονος και διαρκής. Πράγματι, οι εμφύλιες διαμάχες και εχθρότητες που αναφέρονται συχνά στις γραπτές πηγές 11 τείνουν να επιβεβαιώσουν την αρχαιολογική μας ερμηνεία. 3. Τα καθιστά αγάλματα στα Δίδυμα Τα αρχαϊκά καθιστά αγάλματα, που αποτελούν τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα της μιλησιακής γλυπτικής, βρέθηκαν κατά μήκος της Ιεράς Οδού που οδηγούσε στο ιερό των Διδύμων. Οι ιστορικοί της τέχνης συχνά τα ερμήνευσαν ως απεικονίσεις των Βραγχιδών, γνωστών ως ιστορικών προσώπων, και ο Möbius 12 αναγνώρισε σε ένα από αυτά το πορτραίτο του αρχιερέα και μάντη του ιερού. 13 Αντίθετα, ο Tuchelt 14 επιχειρηματολογεί ενάντια σε αυτή την ταύτιση. Κατά πρώτον, στους Αρχαϊκούς χρόνους δεν υπήρχαν στον ελληνικό κόσμο σειρές αγαλμάτων, όμοιες με αυτές των πομπικών οδών που οδηγούσαν στα αιγυπτιακά ιερά. Και το 18ο και 19ο αιώνα οι αποκαλούμενοι Βραγχίδες δεν ανακαλύφθηκαν στην αρχική τοποθεσία τους. Τα περισσότερα από αυτά τα αγάλματα ήταν αναθήματα συγκεντρωμένα μέσα στον ιερό περίβολο, τα οποία κατά πάσα πιθανότητα απομακρύνθηκαν από τα ερείπια του ιερού κατά την περίοδο της αναγέννησης της δραστηριότητας του μαντείου στις αρχές της Ελληνιστικής περιόδου και τοποθετήθηκαν κατά μήκος της Ιεράς Οδού. Δεύτερον, η λέξη Βραγχίδες αρχικά χρησιμοποιήθηκε για να ορίσει καθιστά αγάλματα με τοπογραφική έννοια 15 και μόνο στην πιο πρόσφατη Δημιουργήθηκε στις 20/3/2017 Σελίδα 2/5
Για παραπομπή : Duplouy Alain,, 2002, αρχαιολογική βιβλιογραφία απέκτησε κοινωνιολογική χροιά. Τέλος, Γερμανοί αρχαιολόγοι ανακάλυψαν σχετικά πρόσφατα, στο μέσο της απόστασης μεταξύ Μιλήτου και Διδύμων, στη θέση Κοκκινολάκκα, ένα νέο τμήμα περίβολου παράλληλου με την Ιερά Οδό. 16 Εκεί ανακάλυψαν και μια νέα ομάδα καθιστών αγαλμάτων, τα οποία ήταν προσφορές αριστοκρατών αλλά οπωσδήποτε όχι απεικονίσεις ιερέων από τα Δίδυμα. Ανάμεσα σε όλα αυτά τα καθιστά ανδρικά αγάλματα αντιπροσωπεύονται διαφορετικοί καλλιτεχνικοί προσανατολισμοί, έτσι ώστε κανένα δεν είναι ακριβές αντίγραφο κάποιου άλλου. Το άγαλμα B 271 που βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο, εκείνο που αφιερώθηκε από το Χάρη, ο αποκαλούμενος Μάντης, που αντανακλά την αιγυπτιάζουσα μιλησιακή τεχνοτροπία, και ένα από τα αγάλματα που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα στην Κοκκινολάκκα αντιπροσωπεύουν τέσσερις διαφορετικούς προσανατολισμούς της μιλησιακής αρχαϊκής πλαστικής. Επομένως, στο πλαίσιο ενός σαφούς τυπολογικού πλαισίου, οι Μιλήσιοι γλύπτες είχαν τη δυνατότητα να εκφράζουν ελεύθερα την καλλιτεχνική τους ευφυΐα προκειμένου να κάνουν τους παραγγελιοδότες τους υπερήφανους για την πρωτοτυπία τους. Μετάφραση: Ευρυδίκη Λέκα 1. Mendel, G., Musées impériaux ottomans. Catalogue des sculptures grecques, romaines et byzantines (Constantinople 1912 1914) Pryce, F.N., Catalogue of the Sculpture in the Department of Greek and Roman Antiquities of the British Museum, I. 1. The Archaic Period (London 1928) Blümel, C., Die archaisch griechischen Skulpturen der Staatlichen Museen zu Berlin (Berlin 1964). 2. Tuchelt, K., Die archaischen Skulpturen von Didyma (Berlin 1970). 3. Graeve, V., von, Archaische Plastik in Milet. Ein Beitrag zur Frage der Werkstätten und der Chronologie, MüJb 34 (1983), σελ. 7 24 Graeve,V., von, Über verschiedene Richtungen der milesischen Skulptur in archaischer Zeit. Bemerkungen zur formalen Gestaltung und zur Lokalisierung, Müller Wiener, W. (επιμ.), Milet 1899-1980. Ergebnisse, Probleme und Perspektiven einer Ausgrabung (Tübingen 1986), σελ. 81 94. 4. Richter, G.M.A., Korai. Archaic Greek Maidens (London 1968) και Kouroi. Archaic Greek Youths 3 (London 1970). 5. Croissant, F., Les kouroi du Ptoion, RA (1977), σελ. 87 94 Rolley, C., L espace ou le temps. Poins de vue sur la sculpture grecque archaïque, Formes 2 (1978), σελ. 3 12. 6. Croissant, F., Les protomés féminines archaïques (Paris 1983), σελ. 35 48. 7. Furtwängler, A., Meisterwerke der griechischen Plastik (Berlin 1893), σελ. 711 719. 8. Déonna, W., Les Apollons archaïques. Étude sur le type masculin de la statuaire grecque au VIe siècle avant notre ère (Genève 1909), σελ. 285 293. 9. Langlotz, E., Frühgriechische Bildhauerschulen (Nürnberg 1927), σελ. 103 108. 10. Croissant, F., Les protomés féminines archaïques (Paris 1983). 11. Faraguna, M., Note di storia milesia arcaica. I Gergithes e la stasis di VI secolo, SMEA 36 (1995), σελ. 37 89. 12. Möbius, H., Archaische Sitzstatue aus Didyma, AntPlast 2 (1963), σελ. 23 29. 13. Höckmann, U., Die Sitzstatue des ʹProphetenʹ aus Didyma, MDAI (I) 46 (1996), σελ. 93 102. 14. Tuchelt, K., Die archaischen Skulpturen von Didyma (Berlin 1970), σελ. 215 219. 15. Newton, Ch.T., A History of Discoveries at Halicarnassus, Cnidus and Branchidae (London 1863). Δημιουργήθηκε στις 20/3/2017 Σελίδα 3/5
Για παραπομπή : Duplouy Alain,, 2002, 16. Tuchelt, Kl. Schneider, P. Schattner, T.G., Ein Kultbezirk an der Heiligen Strasse von Milet nach Didyma (Didyma III 1) (Mainz 1996). Βιβλιογραφία : Blümel C., Die archaich griechischen Skulpturen der Staatlichen Museen zu Berlin, Berlin 1964 Croissant F., Les protomés féminines archaïques. Recherches sur les représentations du visage dans la plastique grecque de 550 a 480 av.j.-c., Paris 1983, Bibliothèque des Écoles Françaises d'athènes et de Rome 250 Déonna W., Les Apollons archaïques. Étude sur le type masculin de la statuaire grecque au VIe siècle avant notre ère, Genève 1909 Floren J., Die griechische Plastik 1. Die geometrische und archaische Plastik, München 1987, Handbuch der Archäologie Furtwängler Α., Meisterwerke der griechischen Plastik, Berlin 1893 Langlotz E., Frühgriechische Bildhauerschulen, Nürnberg 1927 Mendel G., Musées impériaux ottomans. Catalogue des sculptures grecques, romaines et byzantines, Constantinople 1912-1914 Newton C.T., A History of Discoveries at Halicarnassus, Cnidus and Branchidae, London 1863 Pryce F.N., Catalogue of the Sculpture in the Department of Greek and Roman Antiquities of the British Museum. 1.1. The Archaic Period, London 1928 Richter G.M.A., Korai. Archaic Greek Maidens, London 1968 Richter G.M.A., Kouroi. Archaic Greek Youths, London 1970 Tuchelt K., Die archaischen Skulpturen von Didyma, Berlin 1970, IstMitt Beiheft 27 Schneider P., Tuchelt K., Schattner T.G., Ein Kultbezirk an der Heiligen Strasse von Milet nach Didyma, Mainz 1996, Didyma 3.1 Akurgal E., "Bemerkungen zur Frage der örtlichen und zeitlichen Einordnung der griechischen archaischen Grossplastik Kleinasiens", H.U. Cain, H. Gabelmann, D. Salzmann (eds.), Festschrift für Nikolaus Himmelmann, Mainz 1989, 35-45 Croissant F., "Les kouroi du Ptoion", RA, 1977, 87-94 Faraguna M., "Note di storia milesia arcaica. I Gergithes e la stasis di VI secolo", SMEA, 36, 1995, 37-89 Gans U., "Milet 1990. Die Grabung auf dem Zeytintepe", MDAI(I), 41, 1991, 137-140 Graeve V. von, "Archaische Plastik in Milet. Ein Beitrag zur Frage der Werkstätten und der Chronologie", MüJb, 34, 1983, 7-24 Δημιουργήθηκε στις 20/3/2017 Σελίδα 4/5
Για παραπομπή : Duplouy Alain,, 2002, Graeve V. von, "Über verschiedene Richtungen der milesischen Skulptur in archaischer Zeit. Bemerkungen zur formalen Gestaltung und zur Lokalisierung", Müller-Wiener W., Milet 1899-1980. Ergebnisse, Probleme und Perspektiven einer Ausgrabung, Tübingen 1986, 81-94 Höckmann U., "Die Sitzstatue des Propheten aus Didyma", MDAI(I), 46, 1996, 93-102 Möbius H., "Archaische Sitzstatue aus Didyma", AntPlast, 2, 1963, 23-29 Rolley Cl., "L'espace ou le temps. Poins de vue sur la sculpture grecque archaïque", Formes, 2, 1978, 3-12 Δικτυογραφία : Μίλητος http://www.fhw.gr/choros/miletus/intro/index1.html Δημιουργήθηκε στις 20/3/2017 Σελίδα 5/5