Από το βιβλίο: Άννα Κατσαντώνη «ΖΟΥΣΑΝ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΕΥΑΝ ΚΑΙ ΕΜΑΣ ΜΑΣ ΦΙΛΕΥΑΝ» ΛΑΪΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ, ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΚΑΙ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΣΤΟ ΒΕΛΒΕΝΤΟ ΚΟΖΑΝΗΣ Στη λαϊκή παράδοση του Βελβεντού, οι ευτράπελες διηγήσεις, σατιρίζουν έναν κόσμο, όπου η κακία και η πονηριά (ως επίκτητα και όχι ως φυσικά κακά, αφού ευνοούνται από το κοινωνικό κλίμα) είναι ο κανόνας και η καλοσύνη και η αθωότητα η εξαίρεση (παραλλαγή στον ορισμένο από τον Μέγα πρόσθετο τύπο *759Ε Τσοπάνος που φοράει σαμάρι στην εκκλησία, που ανήκει, ως προς την κατάταξη, στον κύκλο των θρησκευτικών παραμυθιών αλλά ο τόνος της είναι καθαρά κωμικός) περιγράφουν το θρίαμβο των έξυπνων απέναντι στους κουτούς (ΑTU 1650 Τα τρία τυχερά αδέρφια) σχολιάζουν τους γέρους και τις γριές (*1351D Ου παππούς με το αλατένιο κι η μπάμπου με το φακένιο σπιτάκι) ασκούν κριτική στους φορείς της τοπικής εξουσίας, ιδιαίτερα τους ιερωμένους, ξεσκεπάζουν μια μεγάλη γκάμα ανθρώπινων ελαττωμάτων, όπως η τεμπελιά, η κουταμάρα, η απληστία, η τσιγκουνιά και υπονομεύουν τις συζυγικές και οικογενειακές σχέσεις. Η γάτα, ο κόκορας και το δρεπάνι Αφηγείται η Ελένη Γιγή. Βελβεντό. Ήταν ένας μπαμπάς πουλύ φτουχός ου καημένους κι έιχιν τρία αγόρια. Δεν είχιν τίπουτα να τα μοιράσ(ει). -Τώρα, λέει, άμα πιθάνου, λέει, τι να τα δώσου τα πιδγιά; Είχιν όμως μια γάτα, έναν κόκουρα κι ένα δριπάν(ι). Ε, ήρθιν η ώρα γέρασιν, λέει: -Πατέρα, τι δα μας δώσ ; Κάτ(ι) θα πρέπ(ει) να μας δώσ κι μεις ν ανοίξουμι σπίτια.
-Δεν έχου πιδγιά μ τίπουτα. Του δριπάν(ι) ου ένας, τ γάτα ου άλλους κι τουν κόκουρα ου άλλους. Μ τώρα, τι να κάν μ αυτά. Παίρν(ει) ου ένας τ γάτα κι φεύγ(ει). Πααίν(ει), πααίν(ει), πααίν(ει), βρίσκ(ει) ένα μουναστήρ(ι). Ήταν ένας καλόγιρους όξου μιργιά κι φώναζιν. -Τι φουνάζ, βρε παππούλη; - Φουνάζου; Δεν μπουρώ να μπω μέσα απ τα πουντίκια, λέει. Δεν μπουρώ να μπω μέσα, μας έφαγαν τα πουντίκια. -Μμμ, αυτό του ιργαλείου που έχου ιγώ ιδώ, λέει, θα τα φά(ει) τα πουντίκια. -Μ κι άμα τα φά(ει) τα πουντίκια όλα, ου γάτους τι δα φά(ει) ύστρα, λέει. -Ου γάτους τι δα φά(ει); Ου γάτους, λέει, δα τρώ(ει) απού έναν καλόγιρου τ μέρα. -Άιντ(ι), καλά. Μ τώρα, λέει, δα σουθούν τα πουντίκια; Άμα σουθούν τι να κάνουμι ύστρα, λέει. - Δα τρώ(ει) απού έναν καλόγιρου τ μέρα, λέει, κανουνίστι. Παίρν(ει) του γάτου, τρώ(ει) τα πουντίκια. Απού λίγα-λίγα, λίγα-λίγα, λίγα-λίγα, πέρασαν τρεις τέσσιρις μήνις, τα φαγιν τα πουντίκια. Ύστρα φώναζιν: μιάου, μιάου μέσα, μιάου, μιάου, φώναζιν, τι φουνάζ(ει); -Α, φουνάζ(ει) η γάτους, δα μας φά(ει), λέει. Παίρν(ει) ου καλόγιρους του σπίρτου, ανάβ(ει) φουτχιά του μαναστήρ(ι), κάηκιν του μαναστήρ(ι).να καεί κι ου γάτους μέσα, γιατί να μην τ ς έτρουγιν. Τελουσπάντουν. Πήριν τα λιφτά όμους αυτός απ τουν καλόγιρου, πούλτσιν του γάτου. Κι έφυγιν, γίγκιν πλούσιους. Έρχιτι στου χουργιό. Τ ς λέει: -Αυτό κι αυτό έκαμα, λέει. Γίγκα πλούσιους σι μνια μέρα. - Εμ, πώς έκαμις; - Αυτό κι αυτό. - Άι, κι γω, λέει ου άλλους, δα πααίνου μι τουν κόκουρα. Παίρν(ει) τουν κόκουρα κι αυτός, πααίν(ει), πααίν(ει), πααίν(ει). Πααίν(ει) σ ένα μέρους ικεί, βλέπ(ει) του προυί είχαν βάρδγις. Κάθι μέρα απού ένας άνθρουπους πάηνι κι φιρνι τ
μέρα. Δηλαδή πάηνιν αντάμουνι τ μέρα κι έρχουνταν στου χουργιό κι τ ς ίλιγιν ότι ίφιρα τ μέρα. Αυτός ου κόκουρας «κουκουρίκου!!» ικείν(η) ν ώρα του προυί. - Τι γέντι, λέει, τι κάθι προυί, πού πάτι, φλάγιτι σκουπιές; - Πάμι κι φέρνουμι τ μέρα, λέει, κάθι μέρα απού ένας χουριανός. - Ιγώ ιτούτου του ιργαλείου που έχου, λέει, φέρν(ει) τ μέρα. Κάθι μέρα τ φέρν(ει) προυί- προυί. - Μπο, μπο, πόσου θελτς να σι δώσουμι, λέει ου δήμαρχους, ου πρόιδρους. Τουν δίν(ει) κι αυτόν ένα ποσό, γίνιτι κι αυτός πλούσιους. (Κοίταξι απού τι γιναν τώρα πλούσιοι, αυτά είνι λες να είνι αλήθεια;) Κάθι προυί, «πω,πω, λέει, καλά μας έλιγιν», κουκουρίκου!! έρχουνταν η μέρα, δεμ πάηναν ύστρα. - Μας ξιαπόστασιν απ αυτό, λέει, δεμ πάμι τώρα, μας έδουκιν του ιργαλείου αυτό, μας φέρν(ει) τ μέρα.(φαντάζουμι πόσο πίσου ήταν ου κόσμους.) Έρχιτι κι αυτός στου σπίτ(ι): - Αυτό κι αυτό. Κι γω γίγκα πλούσιους απ αυτό, λέει. Μ ου άλλους μι του δριπάν(ι) τι να κάν(ει); Παίρν(ει) κι αυτός του δριπάν(ι) κι φεύγ(ει). Πααίν(ει) ικεί που θέρζαν στα χουράφια, πά(ει) μακριά, βλέπ(ει) θέρζαν γυναίκις, άντρις μι τα κλαδιφτήρια. - Τι φκιάντι αυτού, λέει, μούσκιμα στου ίδρουμα. - Τι να φκιάσουμι, πότι να σώσουμι ένα στρέμμα, λέει, μι τα κλαδιφτήρια. - Έχου γω ένα ιργαλείου, λέει. Έχου ένα ργαλείου, φυβγάστι όλ(οι). Σαμ παίρν(ει) μι του δριπάν(ι), χραστ- χρουστ, χραστχρουστ, πά(ει) του στρέμμα δαν ξιέρου σι πόσ(η) ώρα. - Πω, πω, λέει, να μας του δώσ κι μας κι να φκιάσουμι κι άλλα. Του δίν(ει) κι αυτός κι τουν δίν λιφτά πουλλά, τουν έφκιασαν πλούσιουν, πήραν του δριπάν(ι) αυτοί κι θέρζαν καλά ύστρα. Γύρσιν κι αυτός στου σπίτ(ι) πλούσιους. Κι έζησαν αυτοί
καλά κι μεις καλύτιρα. Αυτό είνι! Κι άμα είνι κι άλλου μέσα κι του ξέχασα, αν ξιέρου. Ο παππούς με το αλατένια σπιτάκι Αφηγείται η Παναγιώτα Νατσιούλα. (Πολύφυτο), Βελβεντό. Μια φουρά κι έναν κιρό ήταν ένας παππούς κι μια μπάμπου. Ου παππούς είχι αλάτ(ι) κι η μπάμπου είχι φακή. Ε, μια μέρα λέει η μπάμπου: «Τι φαΐ να φκιάσου; Θα βράσου φακή». Βράζ(ει) τ φακή κι πήγι στουν παππού. Κι λέει: -Παππού, θα μι δώσ αλάτ(ι) να ρίξου μέσ στ φακή; - Δε σι δίνου, τ λέει, φύγι. Λέει η μπάμπου απού κεί: -Α, ν αρχινίσ(ει) μια βρουχή, να μάσ(ει) τ παππού του σπίτ(ι). Κι σαν αρχινά(ει) η βρουχή, του μαζεύ(ει) τ παππού του σπίτ(ι). Γιατί του σπίτ(ι) ήταν απού αλάτι. Σκώνιτι ου παππούς κι πααίν(ει) στ μπάμπου. -Μπάμπου, ιγώ τι να κάνου τώρα, είμι μούσκιμα, λέει. Να ρθω μέσ στου σπίτ(ι) σ ; -Δε σι θέλου, φύγι, φύγι. Ε, τουν άνοιξι η μπάμπου ύστρα, μπήκι μέσα μεριά κι να στιγνουθεί ου παππούς. Γιατί τ ς μπάμπους του σπίτ(ι) ήταν πιο γιρό απ τ παππού, που το μασι η βρουχή. Ε, μπήκι ου παππούς μέσα κι λέει τ μπάμπου: -Ισύ είσι μέσ στου δουμάτιου, να ρθω κι γώ; - Όχ(ι), δε σι θέλου, λέει η μπάμπου. Ε, ύστρα τι να κάν(ει), φιλουτιμήθκι κι τουν πήρι μέσα τουν παππού, έζησαν αυτοί καλά κι μείς καλύτερα. [Αυτό το παραμύθι το έλεγαν πρόχειρο, γιατί ήταν σύντομο, μικρό. Η κυρα- Παναγιώτα είπε: «Ε, σαν μάνις τα μκρα τώρα τι να τα πούμι;»]
Ο βοσκός που φορούσε ένα σαμάρι στην εκκλησιά Αφηγείται η Άρτεμη Σιώμου, Βελβεντό. Θα σας πω ένα τώρα, ανέκδουτου είνι; Μας τα λέγαν τότι οι παλιοί οι παππούδις, οι γιεγιές. Λοιπόν. Ήταν δυο αδέρφια. Ήταν στου κτήμα κι βουσκούσαν τα ζώα. Κι ου ένας αδιρφός την Κυριακή πήγι σ ν ικκλησία, για να μιταλάβει. Κι τουν φουνάζ(ει) ου άλλους ου αδιρφός τώρα: - Ωρέ Γιάνν(η), πού πας; - Πάου σ ν ικκλησιά, να μιταλάβου, λέει. - Σταμάτα, λέει, σταμάτα. - Γιατί, λέει. - Να σι δώσου του κουλουκύθ(ι), να μι βαλτς κι μένα λίγου μιταλαβιά. - Καλά. Πήγι ου άνθρουπους, πήριν του κουλουκύθι, γύρσι, πάει σ ν ικκλησία. Αφού πάει σ ν ικκλησία, στην πόρτα στέκιτι κι βλέπ(ει) προς τα μέσα τουν κόσμου. Σ ν ικκλησία βλέπ(ει) τουν κόσμου όλου φόραγι απού ένα σαμάρ(ι) στου σώμα του κι ου δισπότις φουρούσι δυο. Τι κάνει κι αυτός. Ξαναγυρίζει, πααίνει έξου, παίρνει του ζώου του σαμάρι κι του φουρά(ει) κι μπαίν(ει) σ ν ικκλησία. Κι μόλις τουν είδαν, άρχισαν κι γέλαγαν όλ(οι). Κι αντράπκι κι έφυγι. Αυτός ήταν πουλύ αθώους κι τα έβλιπιν. Ινώ ικείνοι που ήταν σ ν ικκλησία δεν τα έβλιπαν. Τώρα ιμείς βλέπουμι τίπουτα; Κι αυτός τα είδι όλα κι γύρσι πήρι του σαμάρ(ι) κι του φόρσι κι γιλούσαν όλ(οι) μ αυτόν. Κι τιλείουσιν, αυτό είνι.