Δ Ι Π Λ Ω Μ Α Τ Ι Κ Η Ε Ρ Γ Α Σ Ι Α. Της φοιτήτριας ΕΛΙΣΑΒΕΤ Ν. ΚΕΡΑΜΥΔΑ (A.E.M )

Σχετικά έγγραφα
ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ Ε.Α.Ν.Δ.Α. ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΑΣΚΟΥΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Εισηγητές

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

Αρθρο 1. Πεδίο εφαρμογής του νόμου

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μαρία Καρ. Μάρκου, Δικηγόρος ΔΕΙΓΜΑ ΕΡΩΤΗΣΕΕΩΝ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΠΡΟΣ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΔΑΠ ΝΔΦΚ ΝΟΜΙΚΗΣ

Τελευταίως παρατηρείται έξαρση του φαινομένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς μετανάστες, σε σχέση με τη νομιμότητα της

«Οι Τρόποι Παραπομπής του Κατηγορουμένου στο Ακροατήριο»

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

ΕΘΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ Θεσσαλονίκη 14 και 15 Μαρτίου

Ποινική ικονομία I. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

ΣΤΑ ΙΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΙΚΗΣ (είναι 4) 2 Η ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ. Προπαρασκευαστική. Κύρια διαδικασία ΑΡΧΕΣ

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

καθώς επιλαμβάνεστε των καθηκόντων σας, θεωρώ αναγκαίο να θέσω υπόψη σας τα εξής:

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 4322/2015

Β.13 Τι καλείται αυτόφωρο έγκλημα κατά τον κώδικα Ποινικής δικονομίας;

«Η ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ»

Ποινική ικονομία II. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

Ο Νόμος 1608/1950 περί καταχραστών δημοσίου χρήματος

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ.... ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ.... ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Α. Ορισμός του Ποινικού Δικονομικού

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 8: Η θέση του ανηλίκου ως κατηγορουμένου

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΣΤΗΝ ΑΠΟΝΟΜΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α. Ποινικός Κώδικας Άρθρο 1

Πίνακας νομοθετικών μεταβολών*

της δίωξης ή στην αθώωση.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. EIΣAΓΩΓH Έννοια και αποστολή του Ποινικού ικονομικού ικαίου

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ. Γενικοί ορισμοί ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ Ποινικά δικαστήρια και δικαστικά πρόσωπα... 11

Σχέδιο Νόμου Μέρος Α Άρθρο 1 Σύσταση ενεχύρου στις περιπτώσεις των νόμων 3213/2003, 3691/2008, 4022/2011, 2960/2001 και των υπόχρεων του νόμου

Αθήνα 1Ο Απριλίου 2013 ΠΡΟΣ

ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

18(Ι)/2014 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΕ ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ 25ΗΣ ΣΕΙΡΑΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ. Δεύτερο Στάδιο

δικαίου προς τις διατάξεις του καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που κυρώθηκε με τον ν. 3003/2002 (ΦΕΚ Α 75)»

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...9 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Α ΕΚ ΟΣΗΣ...11 ΠΕΡΙΛΗΨΗ...13 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ...15 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ

ΣΧΕ ΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ» Άρθρο 1

ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

-Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς επί των προϋποθέσεων της προσωρινής κρατήσεως

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Ο νόµος 3900/2010 και η ταχύτητα εκδίκασης φορολογικών υποθέσεων από την επταµελή σύνθεση του Β Τµήµατος του ΣτΕ το έτος 2018

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

Αθήνα, Αριθ.Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1289/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 28/2015

Ενότητα 12 η : Η υπουργικη ευθυνη

Μεταφέρεται από τα Πρωτοδικεία στα Ειρηνοδικεία η εκδίκαση των υποθέσεων της εκουσίας δικαιοδοσίας.

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Νομοθεσία Δίκαιο

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑΤΟΣ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/5969-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 181/2014

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015

ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

Αριθ. 1384/2000 Τμ. Στ

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπρόεδρο του Αρείου. Πάγου, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Δημήτριο Χονδρογιάννη,

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜ ΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΣΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ. ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ Ποινικά δικαστήρια και δικαστικά πρόσωπα. ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ποινική δικαιοδοσία

«Σύσταση αρχής καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από ε- από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας,

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 7: Ιδιαιτερότητες της ποινικής διαδικασίας ανηλίκων

ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

Οι τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 στις γενικές διατάξεις (άρθρ ΚΠολΔ) που αφορούν στα Πρωτοδικεία Η ενδιάμεση διαδικασία

Γονική μέριμνα σε υποθέσεις διασυνοριακού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένης της απαγωγής παιδιού

Η ΠΡΟΤΥΠΗ ΔΙΚΗ ΩΣ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣτΕ

ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/7133-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 149/2013

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

Ποινική συνδιαλλαγή, ποινική διαπραγμάτευση και ποινική διαταγή. Εισαγωγή

ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΝΑΥΠΛΙΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟ ΝΑΥΠΛΙΟΥ (27520-) Α' Πρόεδρος Εφετών. Β' Πρόεδρος Εφετών.

Α.- ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η 128/2013

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΑΡ. 1 /2005

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΑΔΑ: ΒΛΒΠΧ-ΔΛΓ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

Εγκύκλιος Παραγγελία

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ. Προς τη Βουλή των Eλλήνων

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΔΙΟ - ΣΥΝΟΛΟ ΔΙΩΡΩΝ

Προς. Εισαγγελείς Εφετών της Χώρας. και δι' αυτών στους Εισαγγελείς Πρωτοδικών περιφερείας τους

ΘΕΜΑ ΕΙΣΗΓΗΣΗΣ. Η διαδικασία στο ακροατήριο του Πταισματοδικείου

Σελίδα 1 από 5. Τ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1091/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 4 /2019

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕ ΡΙΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ TΡΙΜΕΛΟΥΣ ΣΤΡΑΤΟ ΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ

Α. Πεδίο εφαρμογής ΠΟΛ. 1213

Δεύτερο Στάδιο - Σύνολο Διώρων

-Να καταργεί διατάξεις που δεν ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα

ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ. «Για την ενσωµάτωση των Οδηγιών 2010/64/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΩΝ Η ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ. Ιωάννης Ελ. Κοϊμτζόγλου. Δικηγόρος, Δ.Ν.

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

LEGAL INSIGHT ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΟΧΗΣ ΕΙΚΟΝΙΚΩΝ-ΠΛΑΣΤΩΝ ΤΙΜΟΛΟΓΙΩΝ ΜΕΤΑ ΤΙΣ

ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ Τροποποιήσεις του κανονισμού διαδικασίας του δικαστηρίου

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ. ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ Ποινικά δικαστήρια και δικαστικά πρόσωπα. ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ποινική δικαιοδοσία

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ Β ΕΤΟΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΤΟΥΣ 2015-2016 Δ Ι Π Λ Ω Μ Α Τ Ι Κ Η Ε Ρ Γ Α Σ Ι Α Της φοιτήτριας ΕΛΙΣΑΒΕΤ Ν. ΚΕΡΑΜΥΔΑ (A.E.M.600765) «ΜΟΝΤΕΛΑ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗΣ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΓΙΑ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ» ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΚΑΛΦΕΛΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, NOEMΒΡΙΟΣ 2016

ΕΠΕΞΗΓΗΣΗ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ ΑΠ αρ. βλ. Γ.Ε.Δ.Δ. δηλ. εδ. ΕΔΕ ΕισΠλημ ΕισΕφ ΕισΑΠ επ. κεφ. ΜΟΔ ΜονΕφ ΜονΠλημ Άρειος Πάγος άρθρο βλέπε Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης δηλαδή εδάφιο ένορκη διοικητική εξέταση Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Εισαγγελέας Εφετών Εισαγγελέας Αρείου Πάγου επόμενες Κεφάλαιο Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Μονομελές Εφετείο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Ν. Νόμος Ολ παρ. περ. ΠΚ ΠοινΔικ Ολομέλεια παράγραφος περίπτωση Ποινικός Κώδικας Ποινική Δικαιοσύνη 1

ΠοινΛογ ΠοινΧρον ΠρΕφ σελ. ΣυμβΠλημ ΣυμβΕφ ΤριμΕφ ΤριμΠλημ Υπερ Ποινικός Λόγος Ποινικά Χρονικά Πρόεδρος Εφετών σελίδα Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Συμβούλιο Εφετών Τριμελές Εφετείο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Υπεράσπιση 2

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 : ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 5 1.1 Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ ΚΑΙ Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ... 6 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΤΡΟΠΟΙ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗΣ ΒΑΣΕΙ ΤΡΟΠΟΥ ΚΙΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΩΞΗΣ.9 2.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΜΕ ΑΠΕΥΘΕΙΑΣ ΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ, ΩΣ ΤΡΟΠΟΣ ΚΙΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΩΞΗΣ αρ. 43 παρ. 1 ΚΠΔ - «ΕΥΘΥΤΑΤΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ»... 10 2.2 ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ ΓΙΑ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΠΡΟΑΝΑΚΡΙΣΗΣ, ΩΣ ΤΡΟΠΟΣ ΚΙΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΩΞΗΣ αρ. 43 παρ. 1 ΚΠΔ ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ αρ. 244 ΚΠΔ... 12 2.3 ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ ΓΙΑ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΚΥΡΙΑΣ ΑΝΑΚΡΙΣΗΣ, ΩΣ ΤΡΟΠΟΣ ΚΙΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΩΞΗΣ αρ. 43 παρ. 1 ΚΠΔ ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ αρ. 246 ΚΠΔ... 15 2.3.1 ΕΦΟΣΟΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑ... 15 2.3.2 ΕΦΟΣΟΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑ... 16 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΤΡΟΠΟΙ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΠΕΡΑΤΩΣΗΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΑΝΑΚΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ... 17 3.1 ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ... 19 3.1.1 ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΤΟΥ αρ. 308 παρ. 1 εδ. α, β ΚΠΔ... 19 3.1.2 ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΓΙΑ ΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ Ν. 1608/1950 του αρ. 308 παρ. 1 εδ. γ, δ ΚΠΔ..21 3.1.2.1 Ιστορική εξέλιξη το μοντέλου του αρ. 308 παρ. 1 εδ. γ, δ ΚΠΔ... 24 3.1.2.2 Αναλυτικές επισημάνσεις σχετικά με τη συνταγματικότητα της ρύθμισης- Η αρχή της ταχείας διεξαγωγής της δίκης... 26 3.1.2.3 Ειδικότερα, σχετικά με το «αμετάκλητο» της παραπομπής... 29 3.1.2.4 Ειδικότερα, σχετικά με τις συναφείς πράξεις... 32 3.1.2.5 «Μοντέλο» παραπομπής κακουργηματικών πράξεων διαφθοράς- Ειδικές ρυθμίσεις του Ν. 4022/2011... 33 3.1.2.5.1 Πεδίο εφαρμογής του Ν. 4022/2011... 33 3.1.2.5.2 Περιπτώσεις αλληλοεπικάλυψης Ν. 1608/1950 και Ν. 4022/2011... 35 3.2 ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ- ΜΟΝΤΕΛΟ αρ. 308Α ΚΠΔ... 39 3.2.1 Γενικά... 39 3.2.2 Η διαχρονική εξέλιξη του μοντέλου της απευθείας κλήσης... 40 3.2.3 Η απευθείας κλήση για κακούργημα... 46 3.2.4 Ειδικότερα, σχετικά με τις συναφείς πράξεις... 50 3

3.2.5 Το ζήτημα του πότε καθίσταται αμετάκλητη η παραπομπή στο μοντέλο της απευθείας κλήσης του αρ. 308Α ΚΠ... 51 3.2.6 Κριτική του «μοντέλου» της απευθείας κλήσης... 54 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: ΕΙΔΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗΣ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΩΝ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ..59 4.1 ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΣΥΝΔΙΑΛΛΑΓΗΣ αρ. 308Β ΚΠΔ... 60 4.1.1 Ραγδαία επέκταση του plea bargaining σε παγκόσμια κλίμακα -Δικαιολογητικός λόγος θέσπισης αρ. 308Β ΚΠΔ... 60 4.1.2 Ποινική συνδιαλλαγή, ένας ιδιότυπος τρόπος παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο - Θετικές και αρνητικές όψεις του θεσμού... 62 4.2 ΝΕΟΕΙΣΑΓΟΜΕΝΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΟΥ Ν. 4312/2014- ΜΙΑ «ΚΑΤ ΕΠΙΦΑΣΗ» ΠΟΙΝΙΚΗ ΣΥΝΔΙΑΛΛΑΓΗ... 68 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: ΜΟΝΤΕΛΑ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ ΣΕ ΑΛΛΕΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΕΝΝΟΜΕΣ ΤΑΞΕΙΣ- ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣΤΟ ΙΤΑΛΙΚΟ ΚΑΙ ΣΤΟ ΑΓΓΛΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ... 73 5.1 ΟΙ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ ΤΟΥ ΙΤΑΛΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ... 74 5.2 ΟΙ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ ΤΟΥ ΑΓΓΛΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ... 79 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ - ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ... 83 ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ- ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ... 87 ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ... 89 4

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 : ΕΙΣΑΓΩΓΗ Θεμελιώδης αρχή η οποία συνδέει το ουσιαστικό με το δικονομικό ποινικό δίκαιο είναι η αρχή nullum crimen nulla poena sine processu (δηλ. κανένα έγκλημα, καμία ποινή χωρίς δίκη), η οποία και αποτελεί συμπλήρωμα της θεμελιώδους αρχής του ουσιαστικού ποινικού δικαίου nullum crimen nulla poena sine lege (δηλ. κανένα έγκλημα, καμία ποινή χωρίς νόμο) 1. Τούτη η αρχή σημαίνει ότι δεν αρκεί να υπάρχει τυποποίηση του ποινικού φαινομένου, αλλά θα πρέπει κατά μία ορισμένη διαδικασία, την ποινική διαδικασία, την οποία ορίζουν οι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, να εξακριβωθεί αν υπάρχει τελικά άδικη και καταλογιστή πράξη 2, ώστε ο φερόμενος ως κατηγορούμενος να αχθεί ενώπιον της αρμόδιας δικαστικής αρχής και μέσω της ποινικής δίκης να αποκαλυφθεί η αλήθεια, ώστε αφενός να αποκαταστήσει την κοινωνική ειρήνη, η οποία διαταράχθηκε με την αξιόποινη πράξη, αφετέρου δε να προστατεύσει τον κατηγορούμενο πολίτη. Η ποινική δίκη είναι ένας «αγώνας» μεταξύ της Πολιτείας από το ένα μέρος, η οποία θα πρέπει, μέσω των αρμοδίων οργάνων της και μέσα στα πλαίσια ορισμένων αρχών να διακριβώσει αν τελέσθηκε το έγκλημα και να προσδιορίσει το δράστη του εγκλήματος, και του κατηγορουμένου από το άλλο μέρος, ο οποίος προσπαθεί να αποδείξει την αθωότητά του 3. Ειδικότερα, η ελληνική ποινική δίκη περιλαμβάνει τέσσερα στάδια, τα οποία παρουσιάζουν μία αδιάσπαστη μεταξύ τους αλληλουχία και είναι τα εξής: α) προδικασία, β) κύρια διαδικασία (προπαρασκευαστική και διαδικασία στο ακροατήριο), γ) διαδικασία των ενδίκων μέσων και δ) εκτέλεση 4. Κατά την ανάλυση της παρούσας εργασίας, τοποθετούμαστε στο στάδιο της προδικασίας με πλεύση προς την κύρια διαδικασία. Ειδικότερα, θα επιχειρηθεί η συνοπτική παρουσίαση των διαφορετικών τρόπων παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, εκκινώντας από το «υλικό μέσο» (κλητήριο θέσπισμα ή κλήση) με το οποίο παραπέμπεται, σε συνδυασμό πάντοτε με την κλασική διάκριση των εγκλημάτων σε πταίσματα, πλημμελήματα και κακουργήματα (κατ αρ. 18 ΠΚ) και καταλήγοντας στη διαδικασία που αντιστοιχεί στο συγκεκριμένο τρόπο παραπομπής. 1 Βλ. Ζησιάδη/Μαργαρίτη Βασικές έννοιες δικονομικού δικαίου, Εισαγωγή στην Ποινική Δικονομία, 1999 (εκδ. Σάκκουλα), σελ. 2-3 2 Βλ. ομοίως, σελ. 3 3 Βλ. ομοίως, σελ. 4 4 Βλ. ομοίως, σελ. 5 5

1.1 Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ ΚΑΙ Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ Η προδικασία αρχίζει με την κίνηση της ποινικής δίωξης εκ μέρους του κατηγορούντος οργάνου, του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών κατά κανόνα, και τελειώνει είτε με την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου, είτε με την αμετάκλητη απαλλαγή του με την ευρεία έννοια. Είναι δυνατόν να περιλαμβάνει την ανάκριση (προανάκριση και κύρια ανάκριση), που σκοπό έχει τη συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού και τη διαδικασία ενώπιον των δικαστικών συμβουλίων (ενδιάμεση διαδικασία), που ως αντικείμενο έχει είτε την επίλυση διάφορων δυσχερών ζητημάτων που αναφύονται κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, είτε την εκτίμηση του ανακριτικού υλικού, που είναι άλλωστε και η κύρια αρμοδιότητα των δικαστικών συμβουλίων 5. Η παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμοδίου ποινικού δικαστηρίου, η οποία σηματοδοτεί τη μετάβαση από το στάδιο της προδικασίας σε αυτό της κύριας διαδικασίας, συνδέεται άμεσα (κάποτε δε, σχεδόν ταυτίζεται) με την κίνηση της ποινικής δίωξης, η δε τελευταία συνιστά την πρωταρχική ενέργεια του κατηγορούντος οργάνου, κατά κύριο λόγο του εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, με την οποία και τίθεται σε κίνηση η δικαστική μηχανή και διανοίγεται ο δρόμος προς το ακροατήριο ενός ποινικού δικαστηρίου. Ο εισαγγελέας πληροφορείται (notitia criminis) από διάφορες πηγές γνώσης, π.χ. με ιδιωτική καταγγελία, δηλ. μήνυση, έγκληση ή αναφορά, με ανακοίνωση από άλλη δημόσια αρχή ή από προσωπική γνώση του (αρ. 37 επ. ΚΠΔ) την ενδεχόμενη τέλεση μιας αξιόποινης πράξης και αφού διαπιστώσει ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, υποχρεούται βάσει της αρχής νομιμότητας να ασκήσει την ποινική δίωξη, ώστε να επακολουθήσει η ποινική διαδικασία. Η κίνηση της ποινικής δίωξης λαμβάνει χώρα με έναν από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο αρ. 43 παρ. 1 ΚΠΔ τρόπους, σημειώνεται δε ότι μετά την κίνηση της ποινικής δίωξης προϋπόθεση για να κλείσει μια ποινική υπόθεση είναι η αναγκαία εμπλοκή παραπάνω του ενός δικαστικών προσώπων (εισαγγελέας, συμβούλιο, δικαστήριο), ενώ πριν την κίνηση της ποινικής δίωξης ο φάκελος κλείνει απαραιτήτως με τη συμμετοχή δύο εισαγγελέων, του εισαγγελέα Πλημμελειοδικών και του εισαγγελέα Εφετών κατ αρ. 43 παρ. 2 και 47 ΚΠΔ ανάλογα με τον τρόπο γνωστοποίησης του εγκλήματος στον αρμόδιο 5 Βλ. Ζησιάδη/Μαργαρίτη Βασικές έννοιες δικονομικού δικαίου Εισαγωγή στην Ποινική Δικονομία, 1999 (εκδ. Σάκκουλα), σελ. 5 6

εισαγγελέα. Επίσης, σημειώνεται ότι η κίνηση της ποινικής δίωξης συνιστά την πρώτη ενέργεια του κατηγορούντος οργάνου, όλες δε οι μετέπειτα ενέργειές του, μαζί φυσικά με την κίνηση, συνιστούν την άσκηση της ποινικής δίωξης. 6 Η παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο μπορεί θεωρητικά να γίνει με δύο τρόπους: ΕΙΤΕ απευθείας, με παράκαμψη δηλαδή της διαδικασίας των δικαστικών συμβουλίων, ΕΙΤΕ με βούλευμα, που εκδίδεται μέσα από τη διαδικασία των δικαστικών συμβουλίων. Με την παρούσα αφενός μεν ερευνάται επιγραμματικά πότε ακολουθείται ο πρώτος και πότε ο δεύτερος, δεδομένης δε της άρρηκτης και αναπόσπαστης σύνδεσης του τρόπου κίνησης της ποινικής δίωξης με τον τρόπο παραπομπής στο ακροατήριο, σε συνδυασμό και με τη κλασική διάκριση των εγκλημάτων σε πταίσματα, πλημμελήματα και κακουργήματα (18 ΠΚ), λαμβάνοντας δε και ως δεδομένο ότι έχουν προκύψει επαρκείς ενδείξεις ενοχής (αρ. 43 παρ. 1 σε συνδ. με αρ. 313 ΚΠΔ), δηλαδή η πορεία προς το ακροατήριο είναι πια δεδομένη, αφετέρου δε, ειδικότερα ερευνάται και αναλύεται εκτενέστερα ο τρόπος παραπομπής των κακουργημάτων στο ακροατήριο (σύμφωνα με την διάκριση του αρ. 18 ΠΚ), καθώς η κατηγορία αυτή των εγκλημάτων ως επί το πλείστον απασχόλησε και απασχολεί θεωρία και νομολογία. 6 Βλ. Ζησιάδη/Μαργαρίτη Βασικές έννοιες δικονομικού δικαίου, Εισαγωγή στην Ποινική Δικονομία, 1999 (εκδ. Σάκκουλα), σελ. 49-50 7

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΤΡΟΠΟΙ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗΣ ΒΑΣΕΙ ΤΡΟΠΟΥ ΚΙΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΩΞΗΣ Η κίνηση της ποινικής δίωξης από την αρμόδια κατηγορούσα αρχή γίνεται κατά τρεις τρόπους, σύμφωνα με το αρ. 43 παρ. 1 ΚΠΔ: i) με απευθείας εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο, ii) με παραγγελία για διενέργεια προανάκρισης, και iii) με παραγγελία για διενέργεια κύρια ανάκρισης 7. Ως εκ τούτου, ανάλογα με τον τρόπο κίνησης της ποινικής δίωξης παραλλάσσει και ο τρόπος παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, δεδομένης και της αλληλουχίας και αλληλεξάρτησης των διαδικαστικών πράξεων που απαρτίζουν της εσωτερική δόμηση της ποινικής δίκης 8, σε συνάρτηση και με το είδος της αξιόποινης πράξης που τελέσθηκε, αν δηλ. πρόκειται για πταίσμα, πλημμέλημα ή κακούργημα κατά τη διάκριση του Νόμου. 7 Βλ. Παπαδαμάκη Ποινική Δικονομία, Η δομή της ποινικής δίκης, 2012 (εκδ. Σάκκουλα), σελ. 323 8 Βλ. ομοίως, σελ. 10 9

2.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΜΕ ΑΠΕΥΘΕΙΑΣ ΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ, ΩΣ ΤΡΟΠΟΣ ΚΙΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΩΞΗΣ αρ. 43 παρ. 1 ΚΠΔ - «ΕΥΘΥΤΑΤΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ» Στην περίπτωση αυτή, η κίνηση της ποινικής δίωξης συμπίπτει με την παραπομπή στο ακροατήριο. Κατ ακριβολογία βέβαια, στην πράξη η κίνηση της ποινικής δίωξης και η παραπομπή στο ακροατήριο δεν συμπίπτουν ακριβώς χρονικά, καθώς η ποινική δίωξη πρακτικά λαμβάνει χώρα μόλις το αρμόδιο όργανο θέσει επί του φακέλου τη σφραγίδα «ΔΙΩΞΗ», συνεπώς τότε κτάται η ιδιότητα του κατηγορουμένου (κατ αρ. 73 ΚΠΔ), η παραπομπή δε, γίνεται με την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο (κατ αρ. 155-156 ΚΠΔ), οπότε και επέρχεται η αναστολή της παραγραφής (αρ. 113 ΠΚ). Τούτο δε, καθίσταται περισσότερο σαφές στην περίπτωση προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας (αρ. 111 παρ. 6 ΚΠΔ), κατά την οποία άλλος είναι ο εισαγγελέας που ασκεί την ποινική δίωξη (ΕισΠλημ) και άλλος που παραπέμπει στο ακροατήριο (ΕισΕφ). Η κίνηση της ποινικής δίωξης με απευθείας κλήση - «ευθύτατη εισαγωγή» 9 εφαρμόζεται, όπως προκύπτει εξ αντιδιαστολής από τα αρ. 244 και 246 ΚΠΔ, για την παραπομπή στο ακροατήριο των εξής εγκλημάτων: Α) για πταίσματα και για πλημμελήματα αρμοδιότητας ΜονΠλημ αρ. 114 ΚΠΔ (με δυνατότητα πάντως και 246 παρ. 3β ΚΠΔ για τα τελευταία), Β) για πλημμελήματα ΤριμΠλημ και ΤριμΕφ για τα οποία έχει προηγηθεί προκαταρκτική εξέταση ή αστυνομική προανάκριση ή έκθεση Γ.Ε.Δ.Δ, ή έχουν τελεστεί από πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας (111 παρ.6, 112, 114 ΚΠΔ), καθώς και Γ) για αυτόφωρα πταίσματα ή πλημμελήματα. Γίνεται φανερό ότι αποκλείεται η απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο στα κακουργήματα, καθώς γι αυτά καθίσταται απαραίτητη -για το έγκυρο της ποινικής δίωξης- η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης σύμφωνα με το αρ. 43 παρ. 1 ΚΠΔ. Για τα πλημμελήματα εν γένει καταργήθηκε η υποχρεωτική προκαταρκτική εξέταση, ως εκ τούτου η κίνηση της ποινικής δίωξης σε αυτά μπορεί να γίνει με απευθείας κλήση στο ακροατήριο. Συγκεκριμένα, για τα πλημμελήματα αρμοδιότητας ΤριμΠλημ ή που έχουν 9 Ο όρος ευθύτατη εισαγωγή ή κλήση δεν χρησιμοποιείται από τον ΚΠΔ. Ο όρος προβλεπόταν παλαιότερα στο ιταλικό δίκαιο (citazione diretissima) και είχε την έννοια της χωρίς καθόλου προδικασία παραπομπής, Βλ. Παπαδαμάκη Ποινική Δικονομία, Η δομή της ποινικής δίκης, 2012 (εκδ. Σάκκουλα), υποσημείωση αρ. 1 σελ. 327 10

τελεσθεί από πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας, μπορεί να κινηθεί ποινική δίωξη με απευθείας κλήση, μόνο εφόσον έχει προηγηθεί (πάντως προαιρετικά) προκαταρκτική εξέταση ή αστυνομική προανάκριση ή έκθεση Γ.Ε.Δ.Δ και τούτο προκύπτει εξ αντιδιαστολής από το αρ. 244 ΚΠΔ, το οποίο ορίζει ότι η προανάκριση είναι αναγκαία μόνο όταν έχει προηγηθεί Ε.Δ.Ε. ή αν ειδικά μνημονευόμενοι λόγοι την επιτάσσουν, παρ όλο δηλαδή που έχει λάβει χώρα προέρευνα με προκαταρκτική εξέταση ή αστυνομική προανάκριση ή έκθεση Γ.Ε.Δ.Δ. Ειδικότερα, κατά την κίνηση της ποινικής δίωξης με απευθείας κλήση, το αρμόδιο όργανο βάσει αρ. 27 ΚΠΔ, ήτοι ο ΕισΠλημ ή ο δημόσιος κατήγορος αν πρόκειται για πταίσμα (αρ. 27 παρ. 2), έχοντας πληροφορηθεί (notizia criminis) ότι διαπράχθηκε κάποια αξιόποινη πράξη και φρονώντας ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής (αρ. 43 παρ. 1 σε συνδυασμό με αρ. 313 ΚΠΔ), κινεί την ποινική δίωξη με απευθείας παραπομπή- «ευθύτατη εισαγωγή» του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου με κλητήριο θέσπισμα (αρ. 320-321 ΚΠΔ) που συντάσσεται από αυτόν (ΕισΠλημ ή δημόσιο κατήγορο κατά περίπτωση), ήτοι ο τελευταίος συντάσσει κατηγορητήριο και καλεί τον κατηγορούμενο με κλήση στο ακροατήριο. Τούτα, δηλ. το κατηγορητήριο και η κλήση απαρτίζουν το κλητήριο θέσπισμα (μικτή μορφή). Ο όρος «ευθύτατη» παραπομπή σημαίνει δηλαδή τις περιπτώσεις της παραπομπής μιας υπόθεσης στο ακροατήριο κατά παράκαμψη όχι μόνο της διαδικασίας των δικαστικών συμβουλίων, αλλά και των ίδιων των προδικαστικών σταδίων, ήτοι της προανάκρισης και της κύριας ανάκρισης. Εν συνεχεία, το κλητήριο θέσπισμα επιδίδεται στον κατηγορούμενο (155-156 ΚΠΔ), με την έγκυρη δε και εμπρόθεσμη επίδοση και την παρέλευση του χρόνου προσφυγής κατά αυτού (με τους όρους του αρ. 322 ΚΠΔ), καθίσταται αμετάκλητη η παραπομπή του κατηγορουμένου και ο δρόμος πλέον για το ακροατήριο είναι ανοιχτός. Τέλος, αξίζει να σημειώσουμε ότι οι όροι «απευθείας κλήση» και «ευθύτατη παραπομπή» δεν ταυτίζονται. Διαφοροποιούνται κατά το ότι ο πρώτος είναι γενικότερος και περιλαμβάνει το δεύτερο. Ειδικότερα, ο όρος «απευθείας κλήση» περιλαμβάνει τρεις κατηγορίες: α) την ευθύτατη παραπομπή, ως τρόπο κίνησης της ποινικής δίωξης, όπως προεκτέθηκε, β) την μετά από προανάκριση ή κύρια ανάκριση απευθείας παραπομπή στο ακροατήριο για πλημμέλημα, γ) την απευθείας παραπομπή στο ακροατήριο, μετά από (υποχρεωτική) κύρια ανάκριση για κακούργημα. 11

2.2 ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ ΓΙΑ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΠΡΟΑΝΑΚΡΙΣΗΣ, ΩΣ ΤΡΟΠΟΣ ΚΙΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΩΞΗΣ αρ. 43 παρ. 1 ΚΠΔ ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ αρ. 244 ΚΠΔ Εφαρμόζεται ως τρόπος κίνησης της ποινικής δίωξης, εφόσον πρόκειται για πλημμέλημα αρμοδιότητας ΤριμΠλημ ή που έχει τελεσθεί από πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας, ήτοι τα τιμωρούμενα με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και εκείνα της παράβασης καθήκοντος αρ. 259 ΠΚ, της ανθρωποκτονίας από αμέλεια αρ. 302 ΠΚ, και τη συκοφαντικής δυσφήμησης δια του τύπου, καθώς και πλημμελήματα (ανεξαρτήτως ύψους ποινής) των προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας, για τα οποία: έχει προηγηθεί ΕΔΕ ή συντρέχουν ειδικά μνημονευόμενοι εξαιρετικοί λόγοι που επιβάλλουν τη διεξαγωγή συγκεκριμένων ανακριτικών πράξεων, ακόμα δηλαδή κι αν έχει προηγηθεί προκαταρκτική εξέταση ή αστυνομική προανάκριση ή έκθεση Γ.Ε.Δ.Δ ή δεν έχει προηγηθεί καμία ανακριτική ενέργεια. Σημειώνεται ότι η αναγκαιότητα της προανάκρισης περιορίστηκε με το Ν. 3409/2010 και κατ ουσία συνιστά μια συμπληρωματική προδικαστική έρευνα 10. Είναι κατά το Νόμο συνοπτική (αρ. 245 παρ.1 ΚΠΔ) προς το σκοπό της ταχείας συγκέντρωσης του αποδεικτικού υλικού, πρέπει όμως η συνοπτικότητα αυτή να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με το αρ. 239 ΚΠΔ, στο εύρος του οποίου υπάγεται και η προανάκριση, η οποία έτσι εκτείνεται στη συλλογή όλων των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων για να βεβαιωθεί η τέλεση του εγκλήματος και να αποφασισθεί αν πρέπει να εισαχθεί κάποιος σε δίκη γι αυτό. 11 Ειδικότερα, σύμφωνα με τούτο τον τρόπο κίνησης της ποινικής δίωξης, ακολουθείται η εξής διαδικασία ώστε η υπόθεση να καταλήξει στο ακροατήριο: εφόσον προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ο ΕισΠλημ βάσει του αρ. 244 ΚΠΔ, παραγγέλλει τη διενέργεια της προανάκρισης, με γραπτή παραγγελία σε γενικό (αρ. 33 ΚΠΔ) ή ειδικό (αρ. 34 ΚΠΔ) προανακριτικό υπάλληλο -κατά κανόνα στον Πταισματοδίκη- (αρ. 243 παρ.1 ΚΠΔ), καθορίζοντας την αξιόποινη πράξη, τα άρθρα που την τιμωρούν και τις συγκεκριμένες προανακριτικές ενέργειες που κρίνει αναγκαίο να λάβουν χώρα. Σημειωτέον ότι δικαιούται και αυτός ο ίδιος να διενεργήσει την προανάκριση (αρ. 31 παρ.1 ΚΠΔ), διευθύνεται δε τυπικά και ουσιαστικά από αυτόν (αρ. 33-34 ΚΠΔ). 10 Βλ. Παπαδαμάκη Ποινική Δικονομία, Η δομή της ποινικής δίκης, 2012 (εκδ. Σάκκουλα), σελ. 336 11 Βλ. ομοίως, σελ. 338 12

Με την ολοκλήρωση των προανακριτικών πράξεων του διενεργούντος την προανάκριση προανακριτικού υπαλλήλου και την επιστροφή της δικογραφίας στον ΕισΠλημ, επέρχεται το τυπικό πέρας της προανάκρισης. Το ουσιαστικό πέρας της προανάκρισης σχετίζεται με τον τρόπο παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Οι επιλογές του ΕισΠλημ είναι οι εξής σύμφωνα με το αρ. 245 ΚΠΔ: i) μπορεί να διατάξει συμπληρωματική προανάκριση, εφόσον διαπιστώσει ελλείψεις, επιλογή η οποία δεν προβλέπεται ρητά, πλην όμως είναι αυτονόητη, ώστε να αποσαφηνιστούν κρίσιμες πτυχές της υπόθεσης, ii) μπορεί να παραπέμψει τον κατηγορούμενο με απευθείας κλήση στο ακροατήριο, εφόσον υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, τούτη δε είναι η δεύτερη περίπτωση απευθείας παραπομπής, όχι όμως ως τρόπος κίνησης της ποινικής δίωξης (όπως με την «ευθύτατη», βλ. ανωτέρω), αλλά ως τρόπος ουσιαστικής αποπεράτωσης της προανάκρισης κατ αρ. 245 παρ.1 α ΚΠΔ. Για το σκοπό αυτό συντάσσεται από τον ΕισΠλημ το κλητήριο θέσπισμα (απαρτιζόμενο από το κατηγορητήριο και την κλήση), το οποίο επιδίδεται στο κατηγορούμενο. Ο τελευταίος διατηρεί το δικαίωμα να προσφύγει κατά αυτού, σύμφωνα με το αρ. 322 ΚΠΔ, με την παρέλευση δε της προθεσμίας προσφυγής, καθίσταται αμετάκλητη η παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, iii) μπορεί να εισαγάγει την υπόθεση, με απαλλακτική πρότασή του, στο ΣυμβΠλημ, σύμφωνα με τα αρ. 245 παρ. 1 β και παρ.2 ΚΠΔ, εφόσον φρονεί ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής. Το συμβούλιο δεν δεσμεύεται από την απαλλακτική πρόταση του εισαγγελέα και δύναται είτε να συνταχθεί με την πρόταση του τελευταίου, εκδίδοντας απαλλακτικό βούλευμα, είτε να μην αποδεχθεί την εισαγγελική πρόταση, εκδίδοντας παραπεμπτικό βούλευμα με κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, οπότε και ανοίγει ο δρόμος του ακροατηρίου, iv) μπορεί να παραγγείλει κύρια ανάκριση, αν έχει προκύψει η τέλεση κακουργήματος (αρ. 245 παρ.1 περ.γ ΚΠΔ), κατά συνέπεια η παραπομπή γίνεται με έναν από τους τρόπους που προβλέπονται για τα κακουργήματα (βλ. κατωτέρω). Η επιλογή παραπομπής με απευθείας κλήση γίνεται για τον εισαγγελέα υποχρεωτική αν υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής σε βάρος του κατηγορουμένου. Μάλιστα, αυτός ο τρόπος παραπομπής είναι πολύ διαδεδομένος στις Εισαγγελίες των μεγάλων πόλεων στις οποίες σωρεύεται μεγάλος αριθμός υποθέσεων και η ουσιαστική και σε βάθος μελέτη κάθε δικογραφίας είναι πολύ χρονοβόρα. Κατά συνέπεια, είναι μάλλον ασυνήθιστο μετά το πέρας της προανάκρισης να συντάσσεται απαλλακτική πρόταση και να επιλέγεται η διαδικασία του 13

δικαστικού συμβουλίου, γιατί κάτι τέτοιο απαιτεί ιδιαίτερη ενασχόληση. Αντίθετα, είναι κοινός τόπος στην πρακτική, ο εισαγγελέας να προτιμά την παραπομπή στο ακροατήριο (με απλώς μια παραπεμπτική σημείωση στο φάκελο και την σύνταξη του κατηγορητηρίου). Ιδιαίτερη είναι η περίπτωση της μικτής πρότασης του ΕισΠλημ προκειμένου περί πλειόνων κατηγορούμενων για την ίδια πράξη, όπου για την ενότητα της δικανικής κρίσεως εισάγει με απαλλακτική πρόταση για τον έναν κατηγορούμενο (μη επαρκείς ενδείξεις ενοχής) και με παραπεμπτική πρόταση για τον άλλον (επαρκείς ενδείξεις ενοχής). Υπάρχει και η λύση του χωρισμού της υπόθεσης σε επείγουσες περιπτώσεις, π.χ. όταν υφίσταται κίνδυνος παραγραφής, οπότε και εκδίδει κλητήριο θέσπισμα και παραπέμπει απευθείας στο ακροατήριο τον έναν κατηγορούμενο, για τον άλλον δε, εισάγει με απαλλακτική πρόταση στο Συμβούλιο (245 παρ. 2 ΚΠΔ). Η διάταξη αναφέρεται προφανώς σε περισσότερους κατηγορούμενους για την ίδια πράξη, είτε όταν στον καθένα αποδίδεται το ίδιο αξιόποινο συμβάν, είτε όταν είναι συμμέτοχοι (αρ. 45-47 ΠΚ). Εξάλλου, η σκέψη για υπαγωγή της παραυτουργίας δεν μπορεί να ευδοκιμήσει, ακριβώς γιατί στην παραυτουργία έχουμε πολλές πράξεις και όχι μία. Τέλος, σε περίπτωση συρροής εγκλημάτων (του αυτού κατηγορουμένου), ο χωρισμός της υπόθεσης είναι υποχρεωτικός και δεν είναι εφικτή ερμηνευτικά η αναλογική εφαρμογή του 245 παρ. 2β ΚΠΔ 12. 12 Βλ. Παπαδαμάκη Ποινική Δικονομία, Η δομή της ποινικής δίκης, 2012 (εκδ. Σάκκουλα), σελ. 351-352 14

2.3 ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ ΓΙΑ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΚΥΡΙΑΣ ΑΝΑΚΡΙΣΗΣ, ΩΣ ΤΡΟΠΟΣ ΚΙΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΩΞΗΣ αρ. 43 παρ. 1 ΚΠΔ ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ αρ. 246 ΚΠΔ Εφαρμόζεται ως τρόπος κίνησης της ποινικής δίωξης, εφόσον πρόκειται για κακουργήματα ή για πλημμελήματα για τα οποία υπάρχει δυνατότητα να επιβληθούν περιοριστικοί όροι κατά το αρ. 282 παρ.1 ΚΠΔ, δηλαδή αυτά τα οποία τιμωρούνται στο Νόμο με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών (αρ. 246 παρ. 3 ΚΠΔ). Για τα τελευταία διατάσσεται κύρια ανάκριση ακριβώς προκειμένου να επιβληθούν από τον ανακριτή οι προβλεπόμενοι περιοριστικοί όροι. Ειδικότερα, το τυπικό πέρας της κύριας ανάκρισης προηγείται του ουσιαστικού πέρατος αυτής, τούτο δε το τελευταίο σημαίνει τον τρόπο παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ανάλογα με το αν πρόκειται για κακούργημα ή πλημμέλημα, η πορεία εξελίσσεται ως εξής: 2.3.1 ΕΦΟΣΟΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑ Ο ΕισΠλημ κινεί ποινική δίωξη παραγγέλλοντας τη διενέργεια κύριας ανάκρισης, με γραπτή παραγγελία του στον ανακριτή κατ αρ. 246 ΚΠΔ, καθορίζοντας την αξιόποινη πράξη και τα άρθρα που την τιμωρούν, όχι όμως και τις συγκεκριμένες ανακριτικές ενέργειες που θα λάβουν χώρα, καθότι ο ανακριτής κατά την κρίση του θα κρίνει ποιες ανακριτικές ενέργειες πρέπει να γίνουν (αρ. 248 ΚΠΔ). Με την ολοκλήρωση των ανακριτικών πράξεων του διενεργούντος την κύρια ανάκριση ανακριτή, η δικογραφία επιστρέφει στον ΕισΠλημ (τυπικό πέρας της κύριας ανάκρισης), ο οποίος εφόσον προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής και με τη γραπτή σύμφωνη γνώμη του ανακριτή, εισάγει την υπόθεση με απευθείας κλήση στο αρμόδιο δικαστήριο (ουσιαστικό πέρας κύριας ανάκρισης κατ αρ. 308 παρ. 3 ΚΠΔ, πρόκειται για την τρίτη μορφή απευθείας κλήσης), συντάσσοντας κλητήριο θέσπισμα. Κατά του τελευταίου επιτρέπεται προσφυγή κατά τους όρους του αρ. 322 ΚΠΔ, με την παρέλευση δε της προθεσμίας για την άσκηση της προσφυγής, η παραπομπή στο ακροατήριο καθίσταται αμετάκλητη. Σημειώνεται ότι η προσφυγή του αρ. 322 ΚΠΔ θεσπίσθηκε για να αποτραπεί η πλήρης εξασθένιση της υπερασπιστικής θέσης του κατηγορουμένου και η εσπευσμένη εισαγωγή στο ακροατήριο ανυπόστατων κατηγοριών, δεδομένου ότι στα πλημμελήματα παραγκωνίσθηκε τελείως το στάδιο των δικαστικών συμβουλίων. Καθιερώθηκε λοιπόν το 15

οιονεί ένδικο μέσο στο πλαίσιο της προδικασίας, δηλ. η προσφυγή κατά της απευθείας κλήσης του αρ. 322 ΚΠΔ. 2.3.2 ΕΦΟΣΟΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑ Όταν γνωστοποιηθεί στον ΕισΠλημ η τέλεση κάποιου κακουργήματος, αυτός διατάσσει υποχρεωτικά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης κατά τα οριζόμενα στο αρ. 43 παρ. 1 ΚΠΔ σε συνδυασμό με το αρ. 31 ΚΠΔ. Ειδικότερα, παραγγέλλει προκαταρκτική εξέταση με γραπτή παραγγελία του σε γενικό (αρ. 33 ΚΠΔ) ή ειδικό (αρ. 34 ΚΠΔ) προανακριτικό υπάλληλο (κατά κανόνα στον Πταισματοδίκη), καθορίζοντας την αξιόποινη πράξη, τα άρθρα που την τιμωρούν και τις συγκεκριμένες προανακριτικές ενέργειες που κρίνει αναγκαίο να λάβουν χώρα. Σημειωτέον ότι δικαιούται και αυτός ο ίδιος να διενεργήσει την προανάκριση (αρ. 31 παρ.1 ΚΠΔ). Μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης (η οποία συνιστά στάδιο προ της κίνησης τη ποινικής δίωξης), η δικογραφία επιστρέφει στον ΕισΠλημ, ο οποίος εφόσον κρίνει ότι συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, κινεί την ποινική δίωξη, παραγγέλλοντας τη διενέργεια της κύριας ανάκρισης (αρ. 43 παρ.1 ΚΠΔ), με γραπτή παραγγελία προς τον (τακτικό) ανακριτή (αρ. 246 παρ.3 α ΚΠΔ). Όταν ολοκληρωθεί η κύρια ανάκριση, ο φάκελος επιστρέφει από τον ανακριτή στον ΕισΠλημ, τούτο δε συνιστά το τυπικό πέρας της κύριας ανάκρισης και γνωστοποιείται υποχρεωτικά στους διαδίκους σύμφωνα με το αρ. 308 παρ.4 ΚΠΔ, ώστε να ασκήσουν τα δικαιώματά τους. Μέχρι το σημείο του τυπικού πέρατος, όπως αναλύθηκε ως άνω, ισχύει η ίδια διαδικασία για όλα τα κακουργήματα. Περαιτέρω όμως, η διαδικασία παραλλάσσει ως προς το ουσιαστικό πέρας της κύριας ανάκρισης, που συνεπάγεται και τον τρόπο παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου. 16

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΤΡΟΠΟΙ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΠΕΡΑΤΩΣΗΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΑΝΑΚΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ Όπως προαναφέρθηκε, το ουσιαστικό πέρας της κύριας ανάκρισης συμπίπτει με τον τρόπο παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Περαιτέρω, ακολουθεί καταγραφή των μοντέλων παραπομπής του κατηγορουμένου για κακούργημα, όπως αυτά ισχύουν σήμερα, κατόπιν πολλών νομοθετικών τροποποιήσεων, παράλληλα δε, επιχειρούμε να σκιαγραφήσουμε τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα έκαστου μοντέλου παραπομπής. Στην πραγματικότητα, οι τρόποι ουσιαστικής περάτωσης της κύριας ανάκρισης είναι δύο: I. με την παρέμβαση δικαστικού συμβουλίου, και II. χωρίς την παρέμβαση δικαστικού συμβουλίου, όπου δε «δικαστικό συμβούλιο», εννοείται ένα δικαιοδοτικό όργανο στο οποίο έχει ανατεθεί μια βασική λειτουργική αποστολή, ήτοι να αξιολογεί το αποδεικτικό υλικό που συλλέχθηκε από την ανάκριση και να αποφασίζει για την τύχη του κατηγορουμένου, αν δηλαδή αυτός θα παραπεμφθεί ή όχι στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου. Αποτελείται από τακτικούς δικαστές και η σχετική απόφαση για το εάν υπάρχουν ή όχι αποχρώσες ενδείξεις ενοχής λαμβάνεται μετά από μελέτη και αξιολόγηση του φακέλου της δικογραφίας σε μη δημόσια συνεδρίαση 13 14. Ως τέτοιο νοείται κατά βάση το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, το οποίο συγκροτείται από τον πρόεδρο πρωτοδικών και δύο πρωτοδίκες, ο ανακριτής δε της υπόθεσης δεν μετέχει στη σύνθεση σύμφωνα με το αρ. 305 παρ. 2 ΚΠΔ και το Συμβούλιο Εφετών, το οποίο συγκροτείται από τον πρόεδρο εφετών και δύο εφέτες (αρ. 305, 316 ΚΠΔ). Πρόκειται και στις δύο περιπτώσεις για ένα είδος τριμελών δικαστηρίων που λειτουργούν καταρχήν μυστικά και χωρίς προφορικότητα και αμεσότητα. Αποφαίνονται με βάση τα έγγραφα της δικογραφίας, ενώ οι αποφάσεις τους ονομάζονται βουλεύματα (αρ. 138 παρ. 2 ΚΠΔ). Είναι φανερό ότι συνέχεια της μυστικότητας της διαδικασίας των συμβουλίων αποτελεί το γεγονός ότι τα βουλεύματα δεν δημοσιεύονται, αλλά απλώς εκδίδονται 15. 13 Βλ. Καλφέλη, Η παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, 2000 (εκδ. Σάκκουλα), σελ. 161-162 14 Βλ. Καλφέλη, Ποινική Δικονομία Μελέτες Εμβάθυνσης, 2006 (εκδ. Σάκκουλα), σελ. 149-150 15 Βλ. Παπαδαμάκη Ποινική Δικονομία, Η δομή της ποινικής δίκης, 2012 (εκδ. Σάκκουλα), σελ. 450 17

Αν και η επιλογή του Έλληνα νομοθέτη για τη συγκρότηση των δικαστικών συμβουλίων είναι επιτυχημένη κάτω από το πρίσμα μιας διαυγέστερης οριοθέτησης των δικονομικών λειτουργιών, από την άλλη είναι επιβαρυμένη από άλλα διαρθρωτικά ελαττώματα, όπως το γεγονός ότι σε αυτά έχει ακυρωθεί σχεδόν ολοκληρωτικά η εφαρμογή των αρχών της προφορικότητας και της αντιδικίας. Το συμβούλιο εκδίδει το βούλευμά του αφού σταθμίσει την πρόταση του εισαγγελέα και αφού αξιολογήσει το αποδεικτικό υλικό, χωρίς ωστόσο να έχει ακούσει μέσα από προφορική διαδικασία τους ισχυρισμούς των διαδίκων και την έγκαιρη αντίκρουσή τους. Έτσι, αποδυναμώνεται σε μεγάλο βαθμό η ενεργοποίηση του δικαιώματος ακρόασης των διαδίκων (όπως θεμελιώνεται στο αρ. 20 Συντ) στο κρίσιμο εκείνο χρονικό διάστημα κατά το οποίο διαμορφώνεται η κρίσιμη απόφαση για την παραπομπή. Με την έννοια αυτή, τούτη η διαδικασία δεν αποτελεί σίγουρα θεσμικό εχέγγυο για τη διάπλαση ορθών δικαστικών αξιολογήσεων. Αντίθετα λοιπόν με τα ευρωπαϊκά μοντέλα και ιδίως το Ιταλικό και το Αγγλικό (βλ. κατωτέρω υπό 5), στα οποία ηγεμονεύουν οι αρχές της προφορικότητας και της αντιδικίας, στο Ελληνικό μοντέλο κυριαρχεί η «εξεταστική κουλτούρα» 16. 16 Βλ. Καλφέλη, Η παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, 2000 (εκδ. Σάκκουλα), σελ. 162-163 18

3.1 ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ 3.1.1 ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΤΟΥ αρ. 308 παρ. 1 εδ. α, β ΚΠΔ Για τα περισσότερα κακουργήματα -όλα της αρμοδιότητας του ΜΟΔ και τα περισσότερα αρμοδιότητας ΤριμΕφ ή ΜονΕφ- εφαρμόζεται ο κανόνας του αρ. 308 παρ. 1 εδ. α,β ΚΠΔ, οπότε και μετά το τυπικό πέρας της κύριας ανάκρισης, ο ΕισΠλημ, εφόσον κρίνει ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, με γραπτή πρότασή του, η οποία προηγουμένως γνωστοποιείται υποχρεωτικά στο διάδικο που το ζήτησε μετά το τυπικό πέρας κατ αρ. 308 παρ. 2 ΚΠΔ, εισάγει την υπόθεση στο ΣυμβΠλημ, το οποίο συνεδριάζει μυστικά (αρ. 306 ΚΠΔ) και κατόπιν εκδίδει βούλευμα που σημαίνει την ουσιαστική περάτωση της κύριας ανάκρισης. Εφόσον το βούλευμα είναι παραπεμπτικό κατ αρ. 313 ΚΠΔ, καθορίζει την κατηγορία, επιδίδεται στους διαδίκους και μόλις καταστεί (σχετικώς) αμετάκλητο, δηλ. παρέλθουν οι προθεσμίες άσκησης ενδίκων μέσων για τον κατηγορούμενο (κατ αρ. 478 ΚΠΔ), μαζί με το βούλευμα συνεπιδίδεται κλήση προς εμφάνιση στο ακροατήριο κατ αρ. 314 ΚΠΔ. Την κλήση συντάσσει ο εισαγγελέας του δικαστηρίου στο οποίο παραπέμπεται η υπόθεση και αυτή συνιστά το εισαγωγικό δικόγραφο της ποινικής δίκης. Αυτό το μοντέλο αποτελεί τον κανόνα σχετικά με την παραπομπή ενός κακουργήματος στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου και δεν έχει εγείρει ιδιαιτέρως σθεναρές αμφισβητήσεις και διχογνωμίες, δεδομένου ότι εξυπηρετεί τα συμφέροντα και ικανοποιεί τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, έστω και με πλέον περιορισμένο τρόπο, καθώς ο νόμος του χορηγεί το δικαίωμα άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης κατ αρ. 478 ΚΠΔ. Ειδικότερα βέβαια, ο Ν. 3904/2010 προχώρησε στην κατάργηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης του βουλεύματος για τον κατηγορούμενο αλλά και στην απόλυτη συρρίκνωση του ενδίκου μέσου της έφεσης, η οποία επιτρέπεται στον κατηγορούμενο για δύο μόνο λόγους, δηλαδή την απόλυτη ακυρότητα και την εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, σύμφωνα με το αρ. 478 ΚΠΔ. Ερμηνεύεται από τον Ανδρουλάκη 17 ότι δεν πρόκειται πια για γνήσια έφεση, που σημαίνει ολοκληρωτική επανεκδίκαση χωρίς συγκεκριμένους λόγους, αλλά για ένα είδος αναίρεσης που ανατίθεται στο εφετείο. Λέγεται δε ότι με τον δραστικό περιορισμό -μέσω του Ν. 3904/2010- των παρεχόμενων ενδίκων μέσων του κατηγορούμενου κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος, ο τελευταίος παραπέμπεται σήμερα στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου με ένα 17 Βλ. Ανδρουλάκη, ΠοινΧρον 2011, 161 επ. 19

«ιδιότυπο αμετάκλητο» 18 βούλευμα του συμβουλίου Πλημμελειοδικών, καθώς του παρέχεται η δυνατότητα να το προσβάλλει μόνο με έφεση και μόνο για τους συγκεκριμένους προαναφερόμενους (νομικούς κατά βάση) λόγους. Και τούτο διότι, το συμβούλιο Εφετών, επιλαμβανόμενο της έφεσης, δεν μπορεί να επανεξετάσει καθ ολοκληρίαν την υπόθεση από πραγματικής και νομικής άποψης, αλλά υποχρεούται να εξετάσει, ως οιονεί ακυρωτικό όργανο 19, μόνο τους προβαλλόμενους δύο ως άνω λόγους. Δηλαδή έχει εξουσία να κρίνει μόνο για εκείνα τα μέρη του πρωτόδικου βουλεύματος στα οποία αναφέρονται οι προβαλλόμενοι με την έφεση λόγοι. 20 Σημειωτέον δε, ότι υπό το προηγούμενο νομικό καθεστώς, ο κατηγορούμενος εδικαιούτο να ασκήσει έφεση κατά του βουλεύματος του συμβουλίου Πλημμελειοδικών, για οποιονδήποτε νομικό ή ουσιαστικό λόγο, διατυπώνοντας οποιοδήποτε παράπονο κατ αυτού και η υπόθεση οδηγείτο ενώπιον του συμβουλίου Εφετών για καθολική, ουσιαστική και νομική επανάκριση. 21 Σημειώνεται λοιπόν ότι σήμερα, μετά την ψήφιση του Ν. 3904/2010 22, ο ανωτέρω κανόνας περάτωσης της κύριας ανάκρισης από το συμβούλιο Πλημμελειοδικών φαίνεται πως επανήλθε. Δίπλα σε αυτόν, υφίσταται ο τρόπος περάτωσης με απευθείας κλήση του αρ. 308Α ΚΠΔ, σαφώς περιορισμένος, και η παραπομπή με αμετάκλητο βούλευμα του συμβουλίου Εφετών, τρόπος ο οποίος απώλεσε την μεγάλη κατηγορία εγκλημάτων του Ν. 2928/2001, ενισχύθηκε όμως λίγο αργότερα με την ένταξη στο συγκεκριμένο μοντέλο των εγκλημάτων του αρ. 1 του Ν. 4022/2011. Για τα δύο αυτά τελευταία μοντέλα παραπομπής, ακολουθεί περαιτέρω ανάλυση στα οικεία κεφάλαια της παρούσας. 18 Βλ. Βασιλειάδη Νικ. Συμβούλιο Εφετών και αμετάκλητη παραπομπή κατηγορουμένου, 2015, ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, σελ. 68-69 19 Βλ. Λ. Μαργαρίτη, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ άρθρο, τομ. 2 ος, εκδ, Νομική Βιβλιοθήκη, υπ αρ. 478, σελ. 2285 20 Βλ. Παναγιωτόπουλου Π., Οι λόγοι έφεσης κατά βουλεύματος (αρ. 478 ΚΠΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 3904/2012), Ποινική Δικαιοσύνη, 2013, 934 επ. 21 Βλ. ομοίως 22 Βλ. Βασιλειάδη Νικ. Συμβούλιο Εφετών και αμετάκλητη παραπομπή κατηγορουμένου, 2015, ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ σελ. 68 20

3.1.2 ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΓΙΑ ΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ Ν. 1608/1950 του αρ. 308 παρ. 1 εδ. γ, δ ΚΠΔ Αν πρόκειται για κακουργήματα που σχετίζονται με τους καταχραστές του δημοσίου χρήματος του Ν.1608/50, μαζί και με τα συναφή και ανεξαρτήτως βαρύτητας εγκλήματα, καθιερώνεται ένα ιδιόμορφος τρόπος παραπομπής στο ακροατήριο του ΤριμΕφ (αρ. 1 Ν.1608/1950 σε συνδυασμό με αρ. 111 ΚΠΔ) και ειδικότερα: μετά το τυπικό πέρας της κύριας ανάκρισης, κατ εφαρμογή του αρ. 308 παρ.1 περ. γ, δ ΚΠΔ, ο ΕισΠλημ, έχοντας απλώς και μόνο ρόλο διαβιβαστικό, διαβιβάζει με γραπτή πρότασή του τη δικογραφία στον ΕισΕφ. Ο τελευταίος με γραπτή πρότασή του εισάγει την υπόθεση στο ΣυμβΕφ, το οποίο εκδίδει αμετάκλητο, απαλλακτικό ή παραπεμπτικό βούλευμα. Το τελευταίο υπόκειται σε αναίρεση του ΕισΑΠ 23 κατ αρ. 483 παρ. 3 ΚΠΔ, που επιτρέπει στον ΕισΑΠ να ασκήσει αίτηση αναίρεσης κατά «οποιουδήποτε βουλεύματος» (οριστικού ή παρεμπίπτοντος), ώστε να εποπτεύει την τήρηση της νομιμότητας σε ένα ανώτατο επίπεδο και να αποτρέπεται η εισαγωγή στο ακροατήριο υποθέσεων που πάσχουν εμφανώς από νομικό σφάλμα 24. Το παραπεμπτικό βούλευμα (αρ. 313 ΚΠΔ) επιδίδεται στον κατηγορούμενο, μαζί με κλήση αυτού στο ακροατήριο του ΤριμΕφ (αρ. 314 ΚΠΔ). Το αρ. 308 παρ.1 εδ. δ ΚΠΔ λέει (πλέον) ρητά ότι το ΣυμβΕφ αποφαίνεται αμετάκλητα «είτε να μην γίνει κατηγορία είτε εκδίδοντας παραπεμπτικό βούλευμα». Με το Ν. 3904/2010 (αρ. 15 παρ. 1) ήρθη ένα εκρηκτικό πρόβλημα που δημιουργήθηκε κατά την εφαρμογή του μοντέλου αυτού, δηλαδή το ζήτημα αν το ΣυμβΕφ θα αποφαίνεται αμετάκλητα τόσο στα απαλλακτικά όσο και στα παραπεμπτικά βουλεύματα, με τον ΑΠ να υποστηρίζει την μη επέκταση του αμετακλήτου στα απαλλακτικά βουλεύματα, επιβάλλοντας τη δική του κοινωνικοπολιτική ερμηνεία που αλλοίωνε το νόημα της ρύθμισης που δεν διέκρινε παρά υπήγαγε στο πεδίο εφαρμογής της κάθε απόφανση, απαλλακτική ή παραπεμπτική 25. Πλέον δε, με τον ίδιο ως άνω νόμο, η αναίρεση κατά βουλεύματος έχει ούτως ή άλλως καταργηθεί 23 ΑΠ 654/2005 ΠΟΙΝΛΟΓ 2005,593 24 Αποτέλεσε πεδίο έντονης διχογνωμίας η δυνατότητα του ΕισΑΠ να ασκήσει αναίρεση κατά των απαλλακτικών ή παραπεμπτικών βουλευμάτων του ΣυμβΕφ, με τη Νομολογία να καταλήγει ότι το αμετάκλητο δεν επεκτείνεται και στο δικαίωμα του ΕισΑΠ να ζητήσει αναίρεση «παντός βουλεύματος», καθώς η βαθύτερη λειτουργική αξίας της διάταξης του αρ. 483 παρ. 3 ΚΠΔ υπερβαίνει τα στενά όρια μιας υπόθεσης και συνδέεται με την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του Νόμου., Βλ. Παπαδαμάκη Ποινική Δικονομία, Η δομή της ποινικής δίκης, 2012 (εκδ. Σάκκουλα), σελ. 435-436. 25 ΑΠ 55/1989 ΝΟΒ 1989, 921 ΠΟΙΝΧΡ 1989,656 21

για τον κατηγορούμενο και ασκείται μόνο από τον εισαγγελέα, επήλθε δε «απόλυτη συρρίκνωση» του ενδίκου μέσου της έφεσης, η οποία επιτρέπεται για τον κατηγορούμενο μόνο κατά παραπεμπτικού βουλεύματος και για δύο συγκεκριμένους λόγους, ήτοι την απόλυτη ακυρότητα και την εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης (αρ. 477-478 ΚΠΔ). Αυτό εννοείται, δεν είναι πια γνήσια έφεση, που σημαίνει ολοκληρωτική επανεκδίκαση χωρίς συγκεκριμένους λόγους, αλλά ένα είδος αναίρεσης που ανατίθεται στο εφετείο. 26 Πίσω από τη ρύθμιση αυτή (περί αμετάκλητης κρίσης του ΣυμβΕφ), πλανιέται η γνωστή παθολογική φόρμουλα 27 της επιτάχυνσης της διαδικασίας, η οποία και συναντιέται σε πολλά νομοθετήματα των τελευταίων χρόνων. Εδώ, η ανάγκη της επιτάχυνσης συνδέεται με την αξίωση της «κοινής γνώμης» να εκκαθαρίζεται γρήγορα κάθε κατηγορία που βαρύνει αφόρητα όσους διαχειρίζονται το δημόσιο χρήμα, «ώστε να αυξηθεί η εμπιστοσύνη του λαού στη διαχείριση του δημοσίου χρήματος, των εισφορών του και των αποταμιεύσεών του ενόψει του ότι ήταν δυνατή η χρονική παρέλκυση της υποθέσεως για 2 ή 3 έτη» (αγόρευση Υπ.Δικ/νης στη σχετική συζήτηση στη Βουλή). 28 Οι ρυθμίσεις αυτές σχετικά με το «αμετάκλητο» του βουλεύματος του ΣυμβΕφ δεν είναι μεν αντισυνταγματικές, δεν προσκρούουν ούτε στην ΕΣΔΑ, ούτε στο αρ. 20 Συντ, εντούτοις αναρωτιέται κανείς εύλογα γιατί θεωρήθηκε περιττός ο έλεγχος του ΑΠ στις «εύφλεκτες» αυτές υποθέσεις που εμφανίζουν συχνά δυσχερή νομικά προβλήματα και αφορούν μείζονος σημασίας αξιόποινες πράξεις. Φαίνεται λοιπόν καθαρά να έγιναν αποσπασματικά, χωρίς να διερευνηθεί αν προσκρούουν δικαιοπολιτικά σε άλλα θεμελιώδη δικαιώματα ή αν υπήρχαν άλλες εναλλακτικές ή αν έγινε μελέτη των δεδομένων που κυοφορούνται στο ευρωπαϊκό διαδικαστικό γίγνεσθαι, σε ότι αφορά την αντίστοιχη φάση της παραπομπής. Στον προσανατολισμό αυτό θα έπρεπε κανονικά να στραφεί ο Έλληνας νομοθέτης και με την επίκληση του προβλήματος της διαφάνειας ή ευρύτερα της διαφθοράς. Ορθή λοιπόν είναι η αντίληψη ότι μία δικαιοκρατική ποινική δίκη υστερεί ή υπολείπεται σε ταχύτητα απέναντι σε μία άλλη που σχηματικά θα μπορούσε κανείς να την προσδιορίσει ως αστυνομική. Και επιπλέον ότι κάποια βραδύτητα στην εκδίκαση των ποινικών υποθέσεων συνιστά όχι απλώς «αναγκαίο κακό», αλλά και απαραίτητο όρο για την ορθή λειτουργία 26 Βλ. Ανδρουλάκη, ΠοινΧρον 2011, 161 επ. 27 Ο Ανδρουλάκης κάνει λόγο για «υστερία της επιτάχυνσης», Βλ. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, 1994, 317 28 Βλ. Καλφέλη, Η παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, 2000 (εκδ. Σάκκουλα), σελ. 172 22

αυτής της δίκης 29. [Να σημειωθεί πάντως ότι το «αμετάκλητο» του βουλεύματος του μοντέλου αυτού δεν περιλαμβάνει τα ένδικα μέσα του Εισαγγελέα του ΑΠ (483 παρ.3 ΚΠΔ).] Τέλος, αξίζει να σημειωθεί -και ακολουθεί σχετική ανάλυση υπό 3.1.2.4.- ότι με τη νέα διάταξη του αρ. 308 παρ. 1 εδ. δ ΚΠΔ (όπως την τροποποίησε ο Ν. 3904/2010), υιοθετείται η συμπαραπομπή και συνεκδίκαση των εγκλημάτων του αρ. 1 Ν. 1608/1950 με τα συναφή πλημμελήματα ή κακουργήματα, ανεξαρτήτως βαρύτητας των τελευταίων, και όταν ακόμα γι αυτά προβλέπεται διαφορετικός τρόπος περάτωσης της ανάκρισης. Με τη νέα αυτή διάταξη καθιδρύεται μία «προνομιακή» συνάφεια, έτσι ώστε για κάθε μορφής αξιόποινη πράξη που έτυχε να συμπέσει με τα κακουργήματα του αρ. 1 Ν. 1608/1950 να δημιουργείται ένα πεδίο έλξης προς την αρμοδιότητα του ΤριμΕφ αλλά κυρίως προς την μορφή παραπομπής μόνο με βούλευμα του ΣυμβΕφ 30. 29 Βλ. Καλφέλη, Η παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, 2000 (εκδ. Σάκκουλα), σελ. 174-175 30 Βλ. Παπαδαμάκη, Ποινική Δικονομία, Η δομή της ποινικής δίκης, 2012 (εκδ. Σάκκουλα), σελ. 436-437. 23

3.1.2.1 Ιστορική εξέλιξη το μοντέλου του αρ. 308 παρ. 1 εδ. γ, δ ΚΠΔ 31 Η περάτωση της κύριας ανάκρισης με αμετάκλητο βούλευμα του συμβουλίου Εφετών αποτελεί ρωγμή στον κλασικό τρόπο περάτωσης της κύριας ανάκρισης, ήτοι με βούλευμα του συμβουλίου Πλημμελειοδικών, όπως αναλύθηκε ανωτέρω (υπό 3.1.2.). Το μοντέλο αυτό παραπομπής του κατηγορουμένου εισήχθη για πρώτη φορά με το αρ. 5 παρ. 7 του Ν. 1738/1987, με την προσθήκη στο τέλος της παρ. 1 του αρ. 308 ΚΠΔ εδαφίου με το εξής περιεχόμενο: «Στα εγκλήματα που προβλέπονται από το αρ. 1 του Ν. 1608/1950, η περάτωση της κύριας ανάκρισης κηρύσσεται από το συμβούλιο των Εφετών. Για το σκοπό αυτό η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος αν κρίνει ότι η ανάκριση δε χρειάζεται συμπλήρωση, την εισάγει με πρότασή του στο συμβούλιο εφετών, που αποφαίνεται αμετακλήτως ακόμη και για τα συναφή πλημμελήματα». Έτσι, στα εγκλήματα του αρ. 1 του Ν. 1608/1950 προβλέφθηκε να γίνεται η περάτωση της κύριας ανάκρισης από το συμβούλιο των Εφετών με αμετάκλητο βούλευμα αυτού. Επιδίωξη του νομοθέτη δια της εισαγωγής του συγκεκριμένου τρόπου περατώσεως της ανάκρισης, υπήρξε η επιτάχυνση της διαδικασίας παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Αργότερα, με το αρ. 7 του Ν. 2928/2001 σε συνδυασμό με το αρ. 42 του Ν. 3251/2004, προβλέφθηκε ότι η περάτωση της κύριας ανάκρισης ειδικά για τα κακουργήματα του αρ. 187 και 187Α ΠΚ, κηρύσσεται από το συμβούλιο Εφετών και ότι για το σκοπό αυτό η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος αν κρίνει ότι δεν χρειάζεται συμπλήρωση, την εισάγει με πρότασή του στο συμβούλιο Εφετών, που αποφαίνεται αμετάκλητα ακόμα και για τα συναφή εγκλήματα, ανεξάρτητα από τη βαρύτητά τους, έστω κι αν για κάποια από αυτά προβλέπεται διαφορετικός τρόπος περάτωσης της ανάκρισης. Τελικώς, ο εξαιρετικός αυτός τρόπος περάτωσης της κύριας ανάκρισης για τα κακουργήματα των άρθρων 187 και 187Α ΠΚ καταργήθηκε με το αρ. 34 περ. στ του Ν. 3904/2010. Με το δε αρ. 15 παρ. 1 του Ν. 3904/2010 για τον «Εξορθολογισμό και βελτίωση στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις», τροποποιήθηκε το αρ. 308 παρ. 1 ΚΠΔ και ειδικότερα το τμήμα αυτού που όριζε την περάτωση της κύριας ανάκρισης με αμετάκλητο βούλευμα του συμβουλίου Εφετών κι έτσι η διάταξη διαμορφώθηκε ως εξής: «Το τέλος της κύριας ανάκρισης κηρύσσεται από το συμβούλιο πλημμελειοδικών με βούλευμα. Για τον σκοπό αυτό, τα έγγραφα διαβιβάζονται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον εισαγγελέα, ο οποίος αν κρίνει ότι δεν χρειάζεται να τα 31 Βλ. Βασιλειάδη Νικ. Συμβούλιο Εφετών και αμετάκλητη παραπομπή κατηγορουμένου, 2015, ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, σελ. 41 επ. 24

επιστρέψει στον ανακριτή για να συμπληρωθεί η ανάκριση, μέσα σε δύο μήνες, ή εάν η φύση της υπόθεσης το επιβάλλει, μέσα σε τρεις μήνες υποβάλλει πρόταση στο συμβούλιο για να παύσει οριστικά ή προσωρινά η ποινική δίωξη ή για να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο ή για να μην απαγγελθεί κατηγορία εναντίον του. Στα εγκλήματα που προβλέπονται από το άρθρο 1 του Ν. 1608/1950, η περάτωση της κύριας ανάκρισης κηρύσσεται από το συμβούλιο εφετών με βούλευμα. Για το σκοπό αυτόν η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση, μέσα σε δύο μήνες, ή εάν η φύση της υπόθεσης το επιβάλλει μέσα σε τρεις μήνες, την εισάγει με πρότασή του στο συμβούλιο εφετών, το οποίο αποφαίνεται αμετακλήτως, είτε να μην γίνει κατηγορία, είτε εκδίδοντας παραπεμπτικό βούλευμα, ακόμη και για τα συναφή πλημμελήματα ή κακουργήματα, ανεξαρτήτως βαρύτητας των τελευταίων ή εάν γι αυτά προβλέπεται διαφορετικός τρόπος περάτωσης της ανάκρισης καιν όταν από την έρευνα της ουσίας της υπόθεσης κρίνει ότι δεν θεμελιώνεται προβλεπόμενο από το άρθρο 1 του Ν. 2608/1950 έγκλημα». Από τα παραπάνω συνάγεται ότι μετά την τροποποίηση του αρ. 308 παρ. 1 ΚΠΔ με το Ν. 3904/2010, η διαδικασία παραπομπής με αμετάκλητο βούλευμα του συμβουλίου Εφετών αφενός περιορίστηκε μόνο στα εγκλήματα του αρ. 1 του Ν. 1608/1950, αφετέρου δεν επαναλήφθηκε αυτούσια η ρύθμιση του αρ. 308 παρ. 1 εδ. προτελευταίο ΚΠΔ όπως ίσχυε μέχρι τότε, αλλά τροποποιήθηκαν κάποια στοιχεία αυτής. Με τον τρόπο αυτό δόθηκε και νομοθετική λύση σε ανακύψαντα ερμηνευτικά της διάταξης προβλήματα που απασχόλησαν έντονα κατά το παρελθόν και ουσιαστικά ο νομοθέτης περιόρισε την εφαρμογή του μοντέλου αυτού παραπομπής και διαφοροποίησε τα διαδικαστικά ζητήματα εφαρμογής του, ώστε στο τελευταίο αυτό επίπεδο, «έσπασαν» οι κανόνες της συνάφειας με στόχο την σε κάθε περίπτωση εφαρμογή της περάτωσης με αμετάκλητο βούλευμα του συμβουλίου Εφετών, ανεξαρτήτως της βαρύτητας και του τρόπου περάτωσης των συναφών εγκλημάτων. 32 Περαιτέρω και ενώ φαινόταν ότι η παραπομπή του κατηγορουμένου με αμετάκλητο βούλευμα του συμβουλίου Εφετών είχε υποστεί ουσιαστικό περιορισμό, ψηφίσθηκε ο Νόμος 4022/2011 για την «Εκδίκαση πράξεων διαφθοράς Πολιτικών και Κρατικών Αξιωματούχων, υποθέσεων μεγάλου κοινωνικού ενδιαφέροντος και μείζονος Δημοσίου συμφέροντος και άλλες διατάξεις» και με το άρθρο 3 αυτού ορίσθηκε ότι: «Στα εγκλήματα που προβλέπονται στο άρθρο 1, η περάτωση της κύριας ανάκρισης κηρύσσεται από το συμβούλιο των εφετών με 32 Βλ. Βασιλειάδη Νικ. Συμβούλιο Εφετών και αμετάκλητη παραπομπή κατηγορουμένου, 2015, ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, σελ. 62 επ. 25

βούλευμα. Για το σκοπό αυτό η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος, μέσα σε προθεσμία ενός μήνα, την εισάγει με πρότασή του συμβούλιο εφετών, το οποίο, μέσα σε προθεσμία ενός μήνα, αποφαίνεται αμετάκλητα, είτε να μην γίνει κατηγορία, είτε εκδίδοντας παραπεμπτικό βούλευμα, ακόμη και για τα συναφή πλημμελήματα ή κακουργήματα, ανεξαρτήτως της βαρύτητας των τελευταίων ή εάν γι αυτά προβλέπεται διαφορετικός τρόπος περάτωσης της ανάκρισης, και όταν από την έρευνα της ουσίας της υπόθεσης κρίνει ότι δεν θεμελιώνεται προβλεπόμενο από το άρθρο 1 έγκλημα». Το άρθρο 3 του Ν. 4022/2011 ως φαίνεται ακολούθησε τη διατύπωση του αρ. 308 παρ. 1 εδ. γ και δ ΚΠΔ. Καταλαμβάνει τα κακουργήματα που υπάγονται στην καθ ύλην αρμοδιότητα του ΤριμΕφ και είτε έχουν τελεστεί από ένα συγκεκριμένο κύκλο προσώπων (υπουργοί, υφυπουργοί, βουλευτές, γενικοί και ειδικοί γραμματείς υπουργείων κλπ.), είτε πρόκειται για υποθέσεις που έχουν χαρακτηριστεί από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ως ιδιαίτερα μεγάλου κοινωνικού ενδιαφέροντος ή μείζονος δημοσίου συμφέροντος (ανεξαρτήτως της ιδιότητας του δράστη). Εκτενέστερη ανάλυση για το νόμο αυτό θα μας απασχολήσει παρακάτω. 3.1.2.2 Αναλυτικές επισημάνσεις σχετικά με τη συνταγματικότητα της ρύθμισης- Η αρχή της ταχείας διεξαγωγής της δίκης Η σοβαρή παρέμβαση που επιτεύχθηκε με τον Ν. 1738/1987 στην διαδικασία ενώπιον των δικαστικών συμβουλίων δεν ήταν πάντως η πρώτη: είχαν προηγηθεί την τελευταία δεκαπενταετία στο χώρο των κακουργημάτων κάποιες ακόμη πιο ριζοσπαστικές προβλέψεις σχετικά με τη διαδικασία της ουσιαστικής περάτωσης της ανάκρισης, οι οποίες εκφράσθηκαν νομοθετικά από τους νόμους 480/1976, 495/1976, 663/1977 και 1729/1987. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις προβλέπεται απευθείας παραπομπή στο ακροατήριο με μοναδική προϋπόθεση τη συμφωνία του εισαγγελέα και του προέδρου Εφετών περί της υπάρξεως αποχρωσών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου, ενώ κατά του σχετικού κλητήριου θεσπίσματος που εκδίδεται, δεν επιτρέπεται να ασκηθεί κανενός είδους προσφυγή. Με το μοντέλο τούτο (της απευθείας παραπομπής για κακούργημα) θα ασχοληθούμε ενδελεχώς παρακάτω. Από τα παραπάνω αποδεικνύεται περίτρανα ότι τα τελευταία χρόνια ακολουθείται μία νομοθετική τακτική -σε σχέση με την ενδιάμεση διαδικασία- της οποίας κύριο γνώρισμα είναι ο ακρωτηριασμός ουσιαστικών υπερασπιστικών δικαιωμάτων της προδικασίας (με τη μη αναγνώριση γνήσιων και οιονεί ενδίκων μέσων), με το επιχείρημα της αναγκαιότητας άμεσης 26

παραπομπής της υπόθεσης για εκδίκαση στο ακροατήριο. 33 34 Πραγματικά, ως δικαιολογητικός λόγος θέσπισης των ειδικών αυτών τρόπων παραπομπής, προβάλλεται η ταχύτερη περάτωση της προδικασίας 35, που αποτελεί ειδικότερη έκφανση της αρχής της ταχείας διεξαγωγής της δίκης ή της επιταχύνσεως. Και βέβαια το αμέσως επόμενο ερώτημα είναι το αν ο δικονομικός νομοθέτης δικαιούται ή δικαιολογείται να προβλέπει τέτοιου είδους ρυθμίσεις στο «όνομα» της αρχής αυτής. Σχετικά λοιπόν με το αν υφίσταται συνταγματικώς η σχετική δυνατότητα του κοινού νομοθέτη να προβαίνει σε τέτοιες ρυθμίσεις, η νομολογία του Αρείου Πάγου υπήρξε καταφατική. Την αφετηρία αποτέλεσε η ΟλΑΠ 168/1984, κατά την οποία το άρθρο 20 Συντ δεν απαγορεύει τον νομοθετικό περιορισμό της προδικασίας στο στάδιο της κύριας ανάκρισης ή και τον αποκλεισμό από την άσκηση ορισμένων ενδίκων μέσων. Η θέση αυτή της νομολογίας, σε σχέση τουλάχιστον με την ιδιόρρυθμη δικονομική διαδικασία που εισήγαγε ο Ν. 1738/1987 για τα εγκλήματα του αρ. 1 του Ν. 1608/1950, δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί ανεπιφύλακτα εσφαλμένη, αφού 36 : i) εναρμονίζεται πλήρως με τη βασική νομολογιακή τάση, σύμφωνα με την οποία δεν κατοχυρώνεται συνταγματικά η δυνατότητα άσκησης ενδίκων μέσων, ii) η διάταξη του αρ. 308 παρ. 1 ΚΠΔ δεν φαίνεται να προσκρούει ούτε στο αρ. 2 παρ. 1 του 7 ου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών που κυρώθηκε από τη χώρα μας με το Ν. 170/1987, καθώς με το τελευταίο αφενός μεν καθιερώθηκε σε κανόνα αυξημένης τυπικής ισχύος (αρ. 28 παρ. 1 Συντ) ο δεύτερος βαθμός δικαιοδοσίας (όχι δηλαδή και ο αναιρετικός έλεγχος), αφετέρου δε, τα όρια έκτασης τούτου περιορίζονται μόνο στο χώρο των αποφάσεων (όχι δηλαδή και των βουλευμάτων), όπως με σαφήνεια προκύπτει από τη γραμματική διατύπωση αυτού, ότι «κάθε πρόσωπο που καταδικάστηκε για αξιόποινη πράξη από δικαστήριο, έχει το 33 Βλ. Ζαχαριάδη Αθ., Περάτωση της ανάκρισης στα εγκλήματα του Ν. 1608/1950, Υπεράσπιση, 1993, 1411 επ. 34 Με αυτόν τον τρόπο, όπως επισημαίνει ο Λ. Μαργαρίτης, η διαφοροποίηση της δομής της ποινικής δίκης, χρησιμοποιείται ως μέσο αντεγκληματικής πολιτικής. 35 Τούτο αποτυπώνεται ρητά στις οικείες Εισηγητικές Εκθέσεις, βλ. για παράδειγμα Εισηγητική Έκθεση του Ν. 1738/1929: «η επιλογή αυτή έγινε και για συντόμευση της κάθαρσης οποιασδήποτε καταγγελίας ή κατηγορίας βαρύνει τους ανθρώπους που διαχειρίζονται το δημόσιο χρήμα» Εισηγητική Έκθεση ΚΠΔ, εκδ. Ζαχαρόπουλου, 1950, σελ. 15: «προκειμένου περί κακουργημάτων το Σχέδιο δεν απομακρύνεται μεν της αρχής της δια του δικαστικού συμβουλίου παραπομπής, χάριν όμως της ταχυτέρας περατώσεως της προδικασίας επιτρέπει εν άρθρω 308 παρ. 4 όπως η κύρια ανάκρισις περατωθή δια βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών». 36 Βλ. Ζαχαριάδη Αθ., Περάτωση της ανάκρισης στα εγκλήματα του Ν. 1608/1950, Υπεράσπιση, 1993, 1427 επ. 27