Ηυπόθεση Viking1αφορά στην ελευθερία εγκατάστασης των επιχειρήσεων στο

Σχετικά έγγραφα
Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

ΓΝΩΜΗ της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ

ΕΝΙΑΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΝΟΜΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ: «ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ» ΜΑΘΗΜΑ: Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΓΟΡΑ ΣΤΗΝ ΕΕ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Υπόθεση C-309/99. J. C. J. Wouters κ.λπ. κατά Algemene Raad van die Nederlandse Orde van Advocaten

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

Γ.Σ.Ε.Ε. ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Ομοσπονδίες δύναμης ΓΣΕΕ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντάκτης ομάδας

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΝΟΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL A8-0206/175. Τροπολογία. Marita Ulvskog εξ ονόματος της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων

Στρατιωτικό προσωπικό και Ανθρώπινα Δικαιώματα. Πρόσφατες Εξελίξεις στην Ελλάδα

Stuart, προέδρους τμήματος, Α. Μ. Donner, R. Monaco, J. Mertens de Wilmars (εισηγητή), της 12ης. προς το Δικαστήριο, δικαστηρίου μεταξύ

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Οµοσπονδίες δύναµης ΓΣΕΕ

Μετάφραση και δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας (DGT/2013/TIPRs)

Ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά µε τα νοµικά επαγγέλµατα και το γενικό συµφέρον στην οµαλή λειτουργία των νοµικών συστηµάτων

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/0011(COD) της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων

2. Η προτεινόμενη οδηγία περί αφερεγγυότητας υπάγεται στη συνήθη νομοθετική διαδικασία.

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (EE ειδ. έκδ. 05/001,

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΕΝΙΚΗ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ. Έγγραφο καθοδήγησης 1

Ε.Ε. ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗ ΛΗΘΗ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου

14481/17 ΔΑ/μκρ 1 DG G 2B

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ. Μου ζητήθηκε από την Εκτελεστική Επιτροπή της Α.Δ.Ε.Δ.Υ. να γνωμοδοτήσω επί των κάτωθι ερωτημάτων:

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ. που συνοδεύει το έγγραφο

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

της επαγγελματικής ελευθερίας και της προστασίας του ανταγωνισμού. Διατάξεις πο υ

Ο ΕΡΓΟΔΟΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΤΟΥ INTERNET

ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2015/0068(CNS) της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων

9663/19 ΣΠΚ/μγ 1 JAI.2

Προτάσεις κανονισμών σχετικά με το περιουσιακό καθεστώς των συντρόφων

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

E-learning. Οδηγός Σπουδών

Άρθρο 1 Πεδίο εφαρμογής 4. Άρθρο 2 Αγωγές παραλείψεως 5. Άρθρο 3 Φορείς νομιμοποιούμενοι προς έγερση αγωγής 5. Άρθρο 4 Ενδοκοινοτικές παραβάσεις 6

Διοικητικό Δίκαιο. Εισαγωγή στο Διοικητικό Δίκαιο 1 ο Μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ-ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ

31987L0344. EUR-Lex L EL. Avis juridique important

L 283/36 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΟΔΗΓΙΕΣ

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

Υπόθεση C-459/03. Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιρλανδίας

της 8ης Ιουνίου 1971<appnote>*<appnote/>

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

Διοικητικό Δίκαιο Ι. Μαθητική σχέση έννομη σχέση δημόσιου διοικητικού δικαίου. Αντικείμενο Διοικητικού Δικαίου Διοίκηση

Τέταρτη Διάλεξη. Ελευθερία παροχής υπηρεσιών


Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ένωση

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Πρόταση Κανονισμού για το Κοινοτικό Δίπλωμα Ευρεσιτεχνίας

διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Γνώμη 3/2019 σχετικά με τις ερωτήσεις και απαντήσεις για την αλληλεπίδραση μεταξύ του Κανονισμού για τις Κλινικές Δοκιμές και του Γενικού Κανονισμού

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Θέματα Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης 24ος Διαγωνισμός Εξεταζόμενο μάθημα: Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Έγγραφο συνόδου ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΟ. στην έκθεση

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

ΘΕΜΑ : Γνωμοδότηση της Νομικού Συμβούλου της Δ.Ο.Ε. για την απεργία αποχή από τις διαδικασίες της αξιολόγησης

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ & Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ Ε.Ε.

José Pedro Pessoa e Costa κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

P7_TA(2010)0300 ΕΟΧ-Ελβετία: Εμπόδια όσον αφορά την πλήρη εφαρμογή της εσωτερικής αγοράς

Δικαίωμα στην εκπαίδευση. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Ι. Η έννοια του δικαίου. 1. Ορισμός του κανόνα δικαίου

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. Η πρωτότυπη κτήση του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας... 1

ΣΧΕ ΙΟ ΚΟΙΝΗΣ ΗΛΩΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΙΚΤΥΟΥ ΑΡΧΩΝ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 27 Ιουνίου 2017 (OR. en)

Κύκλος Κοινωνικής Προστασίας ΠΟΡΙΣΜΑ

ΠΕΡΙΕΧOΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 30ής Απριλίου 2010

Δημόσια ακρόαση στην υπόθεση F-35/08 (1 Δεκεμβρίου. Αγόρευση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΔEE 225 / Δίκαιο Δημοσίων Συμβάσεων

Rui Teixeira Neves κατά Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 26/2004

Α.«Φωτογραφικοί όροι» στους διαγωνισμούς προμηθειών- Β. Διοικητικό κόστος και εργολαβικό όφελος στους διαγωνισμούς παροχής υπηρεσιών καθαρισμού

Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. προς την Επιτροπή Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

Θέμα: Όριο ηλικίας για τον διορισμό προσωπικού των κλάδων του Υπουργείου Εξωτερικών

L 162/20 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Σελίδα 1 από 5. Τ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Transcript:

Η απόφαση Viking για το δικαίωμα απεργίας των ναυτικών εν όψει αλλαγής της σημαίας του πλοίου και η σημασία της για την πορεία της κοινωνικής Ευρώπης* Του κ. Κώστα Δ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Αν. Καθηγητή στο Τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών Ηυπόθεση Viking1αφορά στην ελευθερία εγκατάστασης των επιχειρήσεων στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη μορφή της ελευθερίας εγγραφής σε νηολόγιο και της αλλαγής της σημαίας του πλοίου. Αποκτά όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί έχει άμεση επίπτωση στην πορεία της κοινωνικής Ευρώπης και στην ταπολέμηση του λεγομένου «κοινωνικού ντάμπινγκ». Συνδέεται μάλιστα με την άσκηση των συλλογικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, στην οποία αντανακλάται με ενάργεια η ένταση μεταξύ του εργατικού δικαίου και του δικαίου του ανταγωνισμού2. Αφορά επίσης στη δυνατότητα των εργαζομένων να οργανωθούν και να προασπίσουν τα δικαιώματά τους, όταν αυτά θίγονται από τις διεθνικές κινήσεις των οικονομικών παραγόντων3. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι η έκδοση της αποφάσεως μαζί με μία αντίστοιχη που αφορά την ελευθερία παροχής υπηρεσιών στον ευρωπαϊκό χώρο, την απόφαση στην υπόθεση Laval4, προξένησε προβληματισμό και έντονες συζητήσεις στους ευρωπαϊκούς νομικούς και συνδικαλιστικούς κύκλους5. * Η μελέτη αποτελεί προδημοσίευση εισήγησης που παρουσιάσθηκε στο 7 Διεθνές Συνέδριο Ναυτικού Δικαίου στον Πειραιά. 1. Απόφαση Δ.Ε.Κ, της 11.12.2007, Υπόθ. C-438/05. 2. P. Chaumette, Les actions collectives syndicales dans le maillage des libertés communautaires des entreprises, Droit Social 2008, 211. 3. S. Robin-Olivier/E, Pataut, Europe sociale ou Europe économique (à propos des affaires Viking et Laval), Revue de Droit du Travail 2008, 81. 4. Απόφαση Δ.Ε.Κ, της 11.12.2007, Υπόθ. C-341/05, Laval 5. Βλ. όλως ενδεικτικά τις διάφορες εθνικές εισηγήσεις σε: R. Blanpain, The Laval and Viking Cases. Freedom of services and Establishment v. Industrial conflict in the European Economic Area and Russia, Kluwer, 2009.

2 ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, Τόμος 71ος, Έτος 2012 I. Το πραγματικό και κοινωνικό πλαίσιο της υποθέσεως Viking Προκειμένου να γίνει καλύτερα αντιληπτή η σημασία της αποφάσεως, σκόπιμο είναι να εκτεθεί το ιστορικό που οδήγησε στην έκδοσή της, όπως και το κοινωνικό της πλαίσιο, όπως και ειδικότερα η σύνδεσή της με την πορεία της λεγόμενης κοινωνικής Ευρώπης, η οποία έχει ως προσανατολισμό την υιοθέτηση ενός ενιαίου συνόλου προστατευτικών κανόνων εργατικού δικαίου. 1. Το ιστορικό της υποθέσεως Η εταιρεία Viking εκμεταλλευόταν το υπό φινλανδική σημαία πλοίο Rosella, που ε- κτελούσε δρομολόγιο μεταξύ Ταλίν (Εσθονία) και Ελσίνκι (Φινλανδία). Όφειλε έτσι να καταβάλλει στο πλήρωμα μισθούς σύμφωνα με το φινλανδικό δίκαιο. Η εκμετάλλευση του πλοίου ήταν όμως ζημιογόνα λόγω του άμεσου ανταγωνισμού των εσθονικών πλοίων που πραγματοποιούσαν το ίδιο ακριβώς δρομολόγιο με μικρότερο μισθολογικό κόστος. Η Viking επιχείρησε να μετανηολογήσει το πλοίο στην Εσθονία, προκειμένου να μπορέσει να συνάψει εκεί νέα συλλογική σύμβαση με ευνοϊκότερους γι αυτήν όρους. Γνωστοποίησε το σχέδιό της στην αρμόδια συνδικαλιστική οργάνωση και στο πλήρωμα του πλοίου. Στο πλαίσιο συναντήσεων μεταξύ των μερών, η οργάνωση αυτή διατύπωσε σαφώς την αντίθεσή της σε ένα τέτοιο σχέδιο και εξήγγειλε απεργία απαιτώντας από την εργοδότρια να παραιτηθεί από το σχέδιό της για μετανηολόγηση του πλοίου. Η Viking αρνήθηκε να παραιτηθεί από το εν λόγω σχέδιο. Στη συνέχεια, η διεθνής οργάνωση εργατική συνδικαλιστική ITF απέστειλε εγκύκλιο στα μέλη της, με την οποία τα καλούσε να απόσχουν από την έναρξη διαπραγματεύσεων με τη Viking ως ένδειξη αλληλεγγύης προς τους Φινλανδούς ναυτικούς. 2. Το φαινόμενο του κοινωνικού dumping Το έντονο ενδιαφέρον για την εξεταζόμενη υπόθεση συνδέεται με ένα φαινόμενο που εμφανίζεται όλο και συχνότερα στις μέρες μας και τείνει να αποδομήσει τη σύγχρονη κοινωνική νομοθεσία. Βεβαίως, το φαινόμενο αυτό συνδέεται και με την παγκοσμιοποίηση, υπό την έννοια της ελευθερίας κυκλοφορίας, χωρίς περιορισμούς, κεφαλαίων, εμπορευμάτων, υπηρεσιών και προσώπων. Η ελευθερία αυτή σε μεγάλο βαθμό συνδυάζεται με την αναζήτηση του λιγότερο προστατευτικού εργατικού δικαίου με σκοπό την επιλογή εγκατάστασης της επιχείρησης ή τη μεταβολή της εγκατάστασης αυτής6. Όμως το φαινόμενο αυτό αφορά και τη φυσιογνωμία της ίδιας της Ευρώπης, η οποία, εκκινώντας από μια κοινότητα με αποκλειστικά οικονομικό περιεχόμενο, στην πορεία της προσπαθεί να προσλάβει και κοινωνικό. Μια τέτοια προσπάθεια, παρά τις διακηρύξεις και τα σοβαρά βήματα που έχουν γίνει, συναντά και έντονες αντιστάσεις7. Η προσπάθεια για την εναρμόνιση των ευρωπαϊκών κοινωνικών νομοθεσιών εμφανίζεται όλο και πιο απομακρυσμένη, ενώ η είσοδος των νέων χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση8 ωθεί τους οι- 6. S. Robin-Olivier/E. Pataut, ό.π., 81, που τονίζουν ότι η εξεταζόμενη υπόθεση, όπως και η αντίστοιχη Laval, αφορά με σαφή και έντονο τρόπο τις βασικές αρχές οργάνωσης κάθε χώρας. 7. C. Barnard, EC Employment Law, 2006, σ. 54. Για την απεργία αλληλεγγύης βλ. Γ. Λεβέντη, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 2007, σ. 666 επ. 8. G. Orlandini, Trade Union rights and Market freedoms: The European Court of Justice sets out the rules, Comparative Labor Law & Policy Journal 2008, 573, που σημειώνει ότι οι νέες χώρες επεδίωκαν με την είσοδό τους στην Ε.Ε. να επωφεληθούν ακριβώς από τη δυνατότητα προσφοράς χαμηλότερης προστασίας.

ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, Τόμος 71ος, Έτος 2012 3 κονομικούς παράγοντες να επιλέγουν και στον ενιαίο πλέον ευρωπαϊκό χώρο το πεδίο οικονομικής τους δραστηριοποίησης με βάση την απουσία ή την παρουσία κοινωνικής προστασίας, θεωρώντας τις προστατευτικές ρυθμίσεις ως «ενοχλητικές», ανελαστικές και αυξητικές του κόστους εργασίας9. Η συνέπεια είναι αυτόθροη: το εργατικό δίκαιο απειλείται ευθέως μέσα σε συνθήκες άκρατου οικονομικού ανταγωνισμού. Ορισμένα μάλιστα κράτη-μέλη, κυρίως τα παλαιότερα, και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων προσπαθούν να επιβάλουν την εφαρμογή ενιαίων κανόνων του εργατικού δικαίου και, σε κάθε περίπτωση10, τουλάχιστον εκείνων των κανόνων που ισχύουν στο κράτος στο οποίο ασκείται η οικονομική δραστηριότητα. Παρατηρείται εν προκειμένω ως αναπόφευκτη η σύγκρουση μεταξύ επιχειρηματικής ελευθερίας και κοινωνικού κράτους. Το συμφέρον των επιχειρήσεων να αποκτήσουν ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα που προκύπτουν από την αναζήτηση χαμηλότερου εργατικού κόστους έρχεται σε αντίθεση με το συμφέρον των εργαζομένων να προασπίσουν το κοινωνικό προστατευτικό τους σύστημα. Η υπόθεση Viking λοιπόν συνδέεται άμεσα με μια τέτοια σύγκρουση των αντιτιθέμενων συμφερόντων, επηρεάζοντας άμεσα την εξέλιξη και την κοινωνική φυσιογνωμία της Ένωσης. II. Το δικαίωμα της απεργίας στο πλαίσιο του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ηεξεταζόμενη υπόθεση παρουσιάζει περαιτέρω ειδικότερο ενδιαφέρον όχι μόνο γιατί αφορά στο κρίσιμο ζήτημα της σχέσης του εργατικού δικαίου και της ελευθερίας εγκατάστασης, αλλά και γιατί θίγεται το ζήτημα της δυνατότητας των εργαζομένων να αναπτύξουν συλλογικές δράσεις προκειμένου να υπερασπίσουν τα δικαιώματά τους και να αντιμετωπίσουν τη δραστηριότητα των επιχειρήσεων οι οποίες επιδιώκουν να αναπτυχθούν στον ευρωπαϊκό χώρο. Ειδικότερα εξετάσθηκε στην υπόθεση αυτή εάν μέσω της απεργίας είναι δυνατόν να καμφθεί η ελευθερία μιας επιχείρησης να κινηθεί στην αγορά ενός άλλου κράτους-μέλους. Βασική παράμετρος εν προκειμένω είναι η δυνατότητα οριζόντιας εφαρμογής των κανόνων του «κοινοτικού» δικαίου, δηλαδή η εφαρμογή τους και στις σχέσεις ιδιωτών. Εν συνεχεία, όμως, το Δικαστήριο ασχολήθηκε με τη νομική φύση του δικαιώματος απεργίας στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη, συνάγοντας ενδιαφέροντα συμπεράσματα. 1. Η δυνατότητα άσκησης ελέγχου στο δικαίωμα της απεργίας στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής έννομης τάξης Κατ αρχάς, το Δικαστήριο τονίζει ότι, κατά τη νομολογία του, οι διατάξεις που αφορούν στην ελευθερία εγκατάστασης και στην ελευθερία παροχής υπηρεσιών δεν διέπουν μόνον τη δράση των δημοσίων αρχών, αλλά εκτείνονται και σε άλλης φύσεως κανόνες που ρυθμίζουν συλλογικά τη μισθωτή και τη μη μισθωτή εργασία, καθώς και την παροχή υπηρεσιών. Θεωρεί ότι ο ενδεχόμενος περιορισμός Συνθήκης μόνο στις πράξεις των δημοσίων αρχών των απαγορεύσεων που προβλέπουν οι διατάξεις της θα ενείχε τον κίνδυνο δημιουργίας ανισοτήτων όσον αφορά την εφαρμογή τους. Διατυπώνεται περαιτέρω η θέση ότι παρά το γεγονός ότι, στους τομείς που δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ένωσης, τα κράτη-μέλη παραμένουν, κατ αρχήν, ελεύθερα 9.5. ΚοΜη-ΟΙΜβτ/Ε. Ραίαϋί, ό.π., 80. 10. Αναφερόμαστε εν προκειμένω στην περίπτωση της διεθνικής αποσπάσεως εργαζομένων.

4 ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, Τόμος 71ος, Έτος 2012 να καθορίζουν τις προϋποθέσεις γενέσεως των σχετικών δικαιωμάτων και τον τρόπο α- σκήσεώς τους, ωστόσο οφείλουν να τηρούν το κοινοτικό δίκαιο. Και ναι μεν, σύμφωνα με το άρθρο 137 Ε.Κ. (ήδη άρθρο 153 Συνθ.Λ.Ε.Ε.), δεν υφίσταται ρυθμιστική αρμοδιότητα της Ένωσης για τα ζητήματα των συλλογικών εργατικών δραστηριοτήτων11, δηλαδή της απεργίας και της ανταπεργίας, αυτή όμως η έλλειψη αρμοδιότητας δεν έχει, κατά το Δικαστήριο, ως συνέπεια να εξαιρεθεί μια συλλογική δράση, όπως η απεργία, από την ε- φαρμογή του άρθρου 43 Ε.Κ. (ήδη άρθρο 49 Συνθ.Λ.Ε.Ε.), που προβλέπει την ελευθερία της εγκατάστασης των επιχειρήσεων. Το Δικαστήριο άλλωστε και στο παρελθόν είχε την ευκαιρία να διατυπώσει μία αντίστοιχη θέση, στην περίπτωση των κινητοποιήσεων αγροτών, οι οποίες περιόριζαν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων στον ευρωπαϊκό χώρο. Δέχθηκε και τότε ότι η αποχή του κράτους-μέλους να εξασφαλίσει την ελευθερία αυτή αντιστοιχεί με προσβολή της12. Το Δικαστήριο διατυπώνει έτσι και στην υπόθεση Viking τον κανόνα ότι η κατάργηση των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και στην ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών θα διακυβευόταν αν η κατάργηση των φραγμών κρατικής προελεύσεως εξουδετερωνόταν από εμπόδια που προέρχονται από την άσκηση της νομικής αυτονομίας ε- νώσεων ή οργανισμών που δεν διέπονται από το δημόσιο δίκαιο. Το γεγονός ότι ορισμένες διατάξεις της Συνθήκης απευθύνονται ρητά στα κράτη-μέλη δεν αποκλείει τη δυνατότητα να παρέχονται ταυτόχρονα δικαιώματα και σε κάθε ιδιώτη που ενδιαφέρεται για την τήρηση των υποχρεώσεων που καθορίζονται κατά τον τρόπο αυτό. Έτσι, το Δικαστήριο δέχεται ότι η απαγόρευση προσβολής μιας θεμελιώδους ελευθερίας που προβλέπεται σε επιτακτικού χαρακτήρα διάταξη της Συνθήκης επιβάλλεται, μεταξύ άλλων, και στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Επομένως, μια ιδιωτική επιχείρηση μπορεί να επικαλεστεί ευθέως το άρθρο 43 Ε.Κ. (ήδη άρθρο 49 Συνθ.Λ.Ε.Ε.) κατά μιας συνδικαλιστικής οργανώσεως ή μιας ενώσεως συνδικαλιστικών οργανώσεων13. Με τον τρόπο, όμως, αυτό δίνεται τελικά η δυνατότητα στο Δικαστήριο να θέσει την άσκηση του δικαιώματος της απεργίας υπό τον έλεγχό του14. Το παράδοξο πάντως είναι ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, ασκώντας το δικαίωμα της απεργίας, δεν ασκούν ρυθμιστική εξουσία και δεν προκύπτει ότι αποτελούν πρόσωπα τα οποία έχουν την εξουσία να παρεμποδίζουν την άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών. Στις περιπτώσεις που προηγουμένως είχε εκφρασθεί το Δικαστήριο για το ίδιο ζήτημα, η επέκταση του ελέγχου δικαιολογείτο από την επιθυμία να μην εξαρτάται η εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου από την ιδιωτική ή δημόσια προέλευση των κανόνων, πράγμα που θα μπορούσε να την εξαρτήσει από τις ρυθμιστικές ιδιαιτερότητες κάθε χώρας15. Αντίθετα, στην εξεταζόμενη υπόθεση, όπως αναφέραμε, δεν προκύπτει καμία δυνατότητα άσκησης ρυθμιστικής εξουσίας. Εκείνο όμως που προξενεί περαιτέρω ενδιαφέρον είναι ότι το παραπάνω συμπέρασμα συνδυάζεται με τη δυνατότητα αναζήτησης από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις αστικής ευθύνης λόγω της άσκησης του δικαιώματος της απεργίας. Αναγνωρίζοντας ότι το δικαίωμα της απεργίας πρέπει να συμβαδίζει με την άσκηση των ελευθεριών, το Δικαστήριο επιτρέπει την άσκηση σχετικών αγωγών στη βάση πλέον του ευρωπαϊκού δικαίου, πράγ- 11. Αυτή η αδυναμία ρύθμισης αφορά προφανώς τον ευρωπαϊκό νομοθέτη. 12. Υπόθ. 0265/95, Επιτροπή κατά Γαλλίας. Πρβλ. Υπόθ. 0-112/00, ΞοΗτηίάΒβτξβ. 13. Απόφαση Δ.Ε.Κ, της 11.12.2007, Υπόθ. -438/05, σκ. 63. 14. Συναντάμε λοιπόν και εδώ την προβληματική της εφαρμογής των θεμελιωδών δικαιωμάτων στις ιδιωτικές σχέσεις, η οποία ναι μεν στο ελληνικό δίκαιο ρυθμίζεται στο άρθρο 25 Σ., αλλά δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή σε άλλες έννομες τάξεις. / 15. & Κοδίη-ΟΙίνίβν/Ε. Ραίαχιί, ό.π., 84.

ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, Τόμος 71ος, Έτος 2012 5 μα που προξενεί μάλλον αμηχανία σε πολλές έννομες τάξεις που δεν υιοθετούν την αντίληψη αυτή16. Εάν λοιπόν μια συλλογική δράση θεωρηθεί ως αντίθετη προς αρχές και ε- λευθερίες του κοινοτικού δικαίου, τότε η ευθύνη των εν λόγω συνδικαλιστικών οργανώσεων, σύμφωνα με την προβληματική του Δικαστηρίου, δεν αποκλείεται. 2. Η αναγνώριση του θεμελιώδους χαρακτήρα του δικαιώματος της απεργίας από το Δικαστήριο Το σημαντικότερο όμως στοιχείο της εξεταζόμενης αποφάσεως είναι ότι το Δικαστήριο αναγνωρίζει για πρώτη φορά ότι το δικαίωμα αναλήψεως συλλογικής δράσεως, συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος απεργίας, αποτελεί για την «κοινοτική» έννομη τάξη ένα θεμελιώδες δικαίωμα. Τονίζει ότι το δικαίωμα αυτό αναγνωρίζεται τόσο από διάφορες διεθνείς πράξεις, όπως ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης, η Δ.Σ.Ε. αρ. 87 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, όσο και από πράξεις που έχουν καταρτισθεί σε «κοινοτικό» επίπεδο, όπως ο Κοινοτικός Χάρτης των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων και ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που διακηρύχθηκε στη Νίκαια στις 7 Δεκεμβρίου 2000. Με βάση τα παραπάνω, το δικαίωμα αναλήψεως συλλογικής δράσεως αναγνωρίζεται πανηγυρικά ως θεμελιώδες δικαίωμα που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου, την τήρηση των οποίων εξασφαλίζει το Δικαστήριο17. Μάλιστα η αναγνώριση αυτή, κατά το Δικαστήριο, είναι δυνατόν να αφορά και δράσεις οι ο- ποίες κατά τα εθνικά δίκαια είναι νόμιμες, έστω και αν δεν περιορίζονται στην αποχή από την εργασία, που αποτελεί το περιεχόμενο της παραδοσιακής έννοιας της απεργίας18. Η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων συνιστά έτσι θεμιτό συμφέρον ικανό να δικαιολογήσει, κατ αρχήν, περιορισμό των υποχρεώσεων που επιβάλλονται από το κοινοτικό δίκαιο, ακόμη και δυνάμει θεμελιώδους ελευθερίας την οποία εγγυάται η Συνθήκη. Οι παραπάνω παραδοχές έχουν ιδιαίτερη σημασία. Επιβεβαιώνεται έτσι η συλλογική διάσταση και του ευρωπαϊκού εργατικού δικαίου, το οποίο σε έναν μεγάλο βαθμό στηρίζεται στη συλλογική αυτονομία και στην εξισορρόπηση των αντιτιθέμενων συμφερόντων των κοινωνικών μερών19. 3. Οι περιορισμοί στην άσκηση του δικαιώματος απεργίας Ωστόσο, το δικαίωμα απεργίας, όπως και τα άλλα θεμελιώδη δικαιώματα, δεν εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης. Η άσκησή του πρέπει, κατά το Δικαστήριο, να συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις που αφορούν άλλα δικαιώματα που επί- 16. S. Robin-Olivier/E. Pataut, ό.π., 85, Γ. Λεβέντη, Το δικαίωμα της απεργίας ως θεμελιώδες κοινοτικό δικαίωμα, σε: Οικονομικές ελευθερίες, κοινωνικά δικαιώματα και η απαγόρευση διακρίσεων στο δίκαιο της Ε.Ε., 10 Πανελλήνιο Συνέδριο της Ε.Δ.Ε.Κ.Α., 2010, σ. 37 επ. 17. Απόφαση Δ.Ε.Κ, της 11.12.2007, Υπόθ. C-438/05, σκ. 43-44. 18. Η παραπάνω παραδοχή αφορά κυρίως στη συγγενή υπόθεση Laval, στην οποία η συλλογική δράση συνίστατο στον αποκλεισμό της εισόδου της επιχείρησης. Η δράση αυτή, όντας επιτρεπτή από το σουηδικό δίκαιο, δεν απορρίπτεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, βλ. S. Robin-Olivier/E. Pataut, ό.π., 83. 19. Β. Σκουρή, Οι οικονομικές ελευθερίες και τα κοινωνικά δικαιώματα κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σε: Οικονομικές ελευθερίες, κοινωνικά δικαιώματα και η απαγόρευση διακρίσεων στο δίκαιο της Ε.Ε., 10 Πανελλήνιο Συνέδριο της Ε.Δ.Ε.Κ.Α., 2010, σ. 11, 51 Robin-Olivier/E. Pataut, ό.π., 83.

6 ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, Τόμος 71ος, Έτος 2012 σης προστατεύονται από αυτήν. Επίσης, η άσκηση αυτή πρέπει να είναι σύμφωνη προς την αρχή της αναλογικότητας20. Με βάση αυτές τις τελευταίες παραδοχές του Δικαστηρίου, ο θεμελιώδης χαρακτήρας που αναγνωρίζεται στο δικαίωμα αναλήψεως συλλογικής δράσεως δεν αποτελεί λόγο ι- κανό για να εξαιρεθούν συλλογικές δράσεις των εργαζομένων από τον έλεγχό του, υπό την επίκληση του σεβασμού των ελευθεριών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκεκριμένα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι σύμφυτο με την άσκηση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και του δικαιώματος αναλήψεως συλλογικής δράσεως το να θίγονται μερικώς οι εν λόγω θεμελιώδεις ελευθερίες21. Η σχέση λοιπόν ενός δικαιώματος, όπως η απεργία, που αναγνωρίζεται ως θεμελιώδες, και μιας ελευθερίας η οποία αναγνωρίζεται από τη Συνθήκη, όπως η ελευθερία της εγκατάστασης, είναι προς έρευνα και, κυρίως, προς στάθμιση22. III. Η συνάντηση του δικαιώματος της απεργίας με την ελευθερία εγκατάστασης Αναλύοντας τη σχέση του δικαιώματος της απεργίας με την ελευθερία εγκατάστασης και εντοπίζοντάς την στην ένδικη υπόθεση, είναι αναγκαίο να εξετασθεί κατ αρχάς κατά πόσον η αλλαγή σημαίας πλοίου μπορεί να θεωρηθεί ως εκδήλωση της ελευθερίας εγκατάστασης. Στη συνέχεια σκόπιμο είναι να ασχοληθούμε με την έκταση των περιορισμών που είναι δυνατόν να επιβληθούν στην ελευθερία εγκατάστασης εν όψει α- σκήσεως του δικαιώματος απεργίας. 1. Η αλλαγή της σημαίας του πλοίου ως μορφή άσκησης της ελευθερίας εγκατάστασης Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η έννοια της «εγκαταστάσεως» στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη συνδέεται με την πραγματική άσκηση μιας οικονομικής δραστηριότητας μέσω της δημιουργίας μόνιμης εγκαταστάσεως εντός άλλου κράτους-μέλους για αόριστο χρονικό διάστημα. Στην εξεταζόμενη υπόθεση το Δικαστήριο συγκεκριμενοποιεί την έννοια της εγκαταστάσεως και δέχεται ότι η νηολόγηση πλοίου δεν μπορεί να αποσυνδέεται από την άσκηση της ελευθερίας εγκαταστάσεως, όταν το πλοίο αυτό αποτελεί μέσον ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητας η οποία συνεπάγεται την ύπαρξη μόνιμης εγκαταστάσεως εντός του κράτους-μέλους της νηολογήσεως23. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειώσουμε ότι η αλλαγή της σημαίας του πλοίου αποτελεί την πιο απλή μορφή διεθνικής μετεγκατάστασης μιας επιχείρησης. Όπως είναι γνωστό, η μετεγκατάσταση ως μορφή επιχειρηματικής στρατηγικής που συνδέεται με τη διαφοροποίηση των εφαρμοστέων κανόνων του εργατικού δικαίου και με την προσπάθεια επιδείνωσης του προστατευτικού καθεστώτος των εργαζομένων, δηλαδή του κοινωνικού 20. Απόφαση Δ.Ε.Κ, της 11.12.2007, Υπόθ. C-438/05, σκ. 46. 21. Απόφαση Δ.Ε.Κ, της 11.12.2007, Υπόθ. C-438/05, σκ. 52. 22. Ε. Dockès, L Europe antisociale, Revue de Droit du Travail, 2009, 150, που σημειώνει ότι εσφαλμένα χρησιμοποιείται η προβληματική των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων για να ενισχυθεί η εργοδοτική ε- ξουσία, ενώ αντίθετα η προβληματική αυτή αποσκοπεί στον περιορισμό των εξουσιών, κρατικής ή εργοδοτικής. Βλ. όμως Β. Σκουρή, ό.π., σ. 14, που επισημαίνει ότι «η προσπάθεια εξισορρόπησης των αντικρουόμενων θεμελιωδών δικαιωμάτων [...] παίρνει τη μορφή της στάθμισης συμφερόντων». 23. Απόφαση Δ.Ε.Κ, της 11.12.2007, Υπόθ. C-438/05, σκ. 70.

ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, Τόμος 71ος, Έτος 2012 7 ντάμπιγκ, στο οποίο αναφερθήκαμε παραπάνω. Ενώ, όμως, για τις κοινές επιχειρήσεις αυτό σημαίνει όχι μόνο μεταβολή της έδρας τους αλλά και μεταφορά κάποιων από τα περιουσιακά τους στοιχεία, στα πλοία η αλλαγή αυτή είναι δυνατόν να γίνει σε ελάχιστο χρονικό διάστημα και έχει κατά βάση αφηρημένο/άυλο χαρακτήρα24. Είναι προφανής έτσι η ευχέρεια του κυρίου του πλοίου να επιλέγει και να μεταβάλλει τη σημαία του, έτσι ώστε να επιτύχει την ευνοϊκότερη γι αυτόν εκδοχή. Ο ανταγωνισμός λοιπόν των διαφόρων εννόμων τάξεων με στόχο να προσελκύσουν τους ενδιαφερόμενους εργοδότες-κυρίους των πλοίων γίνεται εναργέστερος και ταυτόχρονα ευχερέστερος. Στη συνέχεια το Δικαστήριο, εξετάζοντας τη σχέση απεργίας και ελευθερίας εγκατάστασης, τονίζει ότι μια συλλογική δράση μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να καθιστά «λιγότερο ελκυστική» την άσκηση του δικαιώματος της ελεύθερης εγκαταστάσεως με το ε- πιχείρημα ότι εμποδίζει τον φορέα της από το να τύχει σε ένα άλλο κράτος-μέλος την ίδια μεταχείριση με τους άλλους επιχειρηματίες που είναι ήδη εκεί εγκατεστημένοι25. Η πολιτική καταπολέμησης των σημαιών ευκαιρίας αποσκοπώντας στο να εμποδίσει τους εφοπλιστές να νηολογούν τα πλοία τους εντός κράτους διαφορετικού, από αυτό του οποίου είναι υπήκοοι οι πραγματικοί κύριοι των πλοίων αυτών, όταν εκφράζεται με την άσκηση απεργίας, θεωρείται ότι μπορεί, τουλάχιστον, να περιορίσει την εκ μέρους του εργοδότη άσκηση του δικαιώματος της ελεύθερης εγκαταστάσεως. Οι απεργιακές κινητοποιήσεις μπορούν λοιπόν, κατά το Δικαστήριο, να αποτελούν περιορισμούς της ελευθερίας εγκαταστάσεως κατά την έννοια του άρθρου 43 Ε.Κ. (ήδη άρθρο 49 Συνθ.Λ.Ε.Ε.). 2. Οι περιορισμοί της ελευθερίας εγκαταστάσεως ως συνέπεια της απεργίας Εξετάζοντας στη συνέχεια τη σχέση ελευθερίας εγκαταστάσεως και δικαιώματος α- περγίας, το Δικαστήριο δέχεται ότι ένας περιορισμός της πρώτης δεν μπορεί να γίνει δεκτός παρά μόνον αν επιδιώκει θεμιτό σκοπό συμβατό προς τη Συνθήκη και δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος. Επιπλέον, σε μια τέτοια περίπτωση, ο περιορισμός αυτός πρέπει να είναι πρόσφορος για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και να μη βαίνει πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Η παραδοχή αυτή ισχύει βεβαίως και για την άσκηση του δικαιώματος της απεργίας, η οποία, όπως αναφέραμε παραπάνω, μπορεί να αποτελέσει περιορισμό της ελευθερίας εγκατάστασης26. Στο σημείο αυτό ορθά έχει παρατηρηθεί ότι το Δικαστήριο φαίνεται να υιοθετεί, μεταξύ ελευθερίας εγκατάστασης (όπως και ελευθερίας παροχής υπηρεσιών) και απεργίας, τη σχέση κανόνα-εξαίρεσης27, πράγμα που καταλήγει σε επιβολή ευρύτερων περιορισμών στην «κατ εξαίρεση» ασκούμενη απεργία. Αντίθετα, στην παραδοσιακή θεώρηση του δικαιώματος της απεργίας ισχύει το αντίστροφο28: ο όποιος περιορισμός της επιχειρηματι- 24. G. Orlandini, ό.π., 578. 25. Απόφαση Δ.Ε.Κ, της 11.12.2007, Υπόθ. C-438/05, σκ. 72. 26. Βλ. Β, Σκουρή, ό.π., σ. 13, που σημειώνει ότι κανένα από τα δύο μέρη δεν μπορεί να αξιώσει την απόλυτη προστασία των δικαιωμάτων του και ότι η άσκηση των κοινωνικών δικαιωμάτων ως θεμελιωδών δικαιωμάτων υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς. 27. S, Robin-Olivier/E. Pataut, ό.π., 86. Πρβλ. Β. Σκουρή, ό.π., σ. 14: «η προσπάθεια εξισορρόπησης των αντικρουόμενων θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν ακολουθεί πιστά το κλασικό σχήμα θεμελιώδης ελευθερίαπεριορισμός, αλλά παίρνει τη μορφή της στάθμισης συμφερόντων». 28. Βλ. Γ. Λεβέντη, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 2007, σ. 764-765, A.Ph.C.M. Jaspers, The right to collective action in European Law, σε: F. Dorssemont/T. Jaspers/A. v. Hoek, Cross-Border Collective actions in

8 ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, Τόμος 71ος, Έτος 2012 κής ελευθερίας που προκύπτει από τη νόμιμη άσκηση του δικαιώματος απεργίας θεωρείται, κατ αρχήν, ανεκτός. Η απεργία αποτελεί δικαίωμα, η άσκηση του οποίου καταλήγει φυσιολογικά και κατά κανόνα σε περιορισμό της επιχειρηματικής ελευθερίας29. Μόνο κατ εξαίρεση ένας τέτοιος περιορισμός μπορεί να καταλήξει σε χαρακτηρισμό της απεργίας ως παράνομης30. Δέχεται πάντως το Δικαστήριο ότι η άσκηση απεργίας συνιστά θεμιτό συμφέρον, ικανό να δικαιολογήσει, κατ αρχήν, έναν περιορισμό μιας εκ των θεμελιωδών ελευθεριών τις οποίες εγγυάται η Συνθήκη. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι δέχεται ότι η προστασία των εργαζομένων συγκαταλέγεται μεταξύ των «επιτακτικών λόγων γενικού συμφέροντος» που έχει αναγνωρίσει ως αιτία περιορισμού άλλων ελευθεριών μέσω της απεργίας. Στο πλαίσιο αυτό ορθά τονίζεται ότι οι σκοποί της Ένωσης δεν είναι μόνον οικονομικοί αλλά και κοινωνικοί και ότι τα δικαιώματα που απορρέουν από τις διατάξεις της Συνθήκης για την ελεύθερη κυκλοφορία πρέπει να σταθμίζονται με τους σκοπούς που επιδιώκει η κοινωνική πολιτική, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας. Για τον σκοπό αυτό, το Δικαστήριο τονίζει ότι ανήκει στα εθνικά δικαστήρια να εξετάζουν αν οι σκοποί της συγκεκριμένης συλλογικής δράσεως αφορούν στην προστασία των εργαζομένων. Επισημαίνει πάντως το αυτονόητο, δηλαδή ότι η δράση που αποσκοπεί στην προστασία των θέσεων εργασίας και των όρων εργασίας των εργαζομένων που α- πειλούνται από τη μετανηολόγηση του πλοίου μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στον σκοπό της προστασίας των εργαζομένων. Αντίθετα, εάν προκύπτει ότι οι επίμαχες θέσεις εργασίας ή οι όροι εργασίας δεν διακυβεύονται ή δεν απειλούνται σοβαρά, πράγμα που κρίνεται από το εθνικό δικαστήριο, η απεργία δεν είναι συμβατή με το «κοινοτικό» δίκαιο. Η παραδοχή αυτή πάντως του Δικαστηρίου ίσως δεν πρέπει να υποτιμάται λόγω κάποιων άλλων παραδοχών του που αφορούν περιορισμούς του δικαιώματος απεργίας, στις οποίες και θα αναφερθούμε πιο κάτω. Φαίνεται εν προκειμένω να δέχεται ότι είναι, κατ αρχήν, νόμιμο οι εργαζόμενοι, στον βαθμό που απειλούνται τα συμφέροντά τους, να προχωρήσουν σε αγωνιστικές δράσεις, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, με σκοπό να παρεμποδίσουν την μετεγκατάσταση, πράγμα που η ελληνική θεωρία και νομολογία μέχρι σήμερα φαίνεται να μην αποδέχεται31. Το μέτρο, λοιπόν, κατά το οποίο μια συγκεκριμένη συλλογική δράση θα κρίνεται ότι εξυπηρετεί έναν «επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος», δηλαδή εάν θα υιοθετείται τελικά από τα εθνικά δικαστήρια μια ευρεία αντίληψη για την άσκηση του δικαιώματος απεργίας και για τις σχετικές επιλογές των εργαζομένων, θα καθορίσει στη συνέχεια και την ισορροπία της δογματικής λύσεως που επέλεξε το Δικαστήριο32. Europe: A legal challenge, Intersentia, 2007, σ. 65, U. Carabelli, Europa dei mercati e conflitto sociale, Bari, Cacucci, 2009, σ. 162. 29. Ε. Dockès, L Europe antisociale, Revue de Droit du Travail 2009, 149, που επισημαίνει ότι τελικά το δικαίωμα της απεργίας, ενώ παρουσιάζεται ως θεμελιώδες δικαίωμα, αντιμετωπίζεται ως περιορισμός άλλου θεμελιώδους δικαιώματος. 30. Γ. Λεβέντη, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 2007, σ. 765, Ά. Καζάκου, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, τ. 1, σ. 315 επ. 31. Για τη σχέση διευθυντικού δικαιώματος και απεργίας βλ. Γ. Λεβέντη, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, σ. 777 επ. 32. S. Robin-Olivier/E, Pataut, ό.π., 87, που υπογραμμίζουν ότι η αντίληψη της απεργίας ως περιορισμού των κοινοτικών ελευθεριών θα μπορούσε να εξισορροπηθεί μέσω της ευρείας αντίληψης των επιλογών που βρίσκονται στη διάθεση των εργατικών συνδικαλιστικών οργανώσεων.

ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, Τόμος 71ος, Έτος 2012 9 Πάντως, το Δικαστήριο δεν προχώρησε μέχρι το σημείο να θεωρήσει ως «νόμιμη» την απεργία αλληλεγγύης, υπό την εκδοχή της, κατά την οποία ασκείται από συνδικαλιστικές οργανώσεις προς υποστήριξη των θέσεων και των συμφερόντων των μελών άλλης συνδικαλιστικής οργανώσεως, των οποίων τα συμφέροντα παραβλάπτονται. Μια σημαντική μορφή εκδήλωσης της εργατικής αλληλεγγύης, ιδιαίτερα χρήσιμης απέναντι στις διεθνικές κινήσεις του κεφαλαίου εντός και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν γίνεται έτσι αποδεκτή33. Μόνο λοιπόν η απεργία που ασκείται για την υπεράσπιση των συμφερόντων των μελών της οργάνωσης, και όχι των εργαζομένων ευρύτερα, μπορεί να γίνει δεκτή ως περιορισμός των κοινοτικών ελευθεριών. Ο δικαστικός έλεγχος δεν σταματά όμως εδώ, δηλαδή με την εξέταση στη βάση της αρχής της αναγκαιότητας. Θα πρέπει επιπλέον, σύμφωνα με το Δικαστήριο, να εξετάζεται αν η συλλογική δράση που ανέλαβε η συνδικαλιστική αυτή οργάνωση είναι πρόσφορη να διασφαλίσει την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και δεν βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξή του. Ναι μεν αναγνωρίζεται ότι οι συλλογικές δράσεις, όπως και οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και οι συλλογικές συμβάσεις, αποτελούν, και στην περίπτωση της αλλαγής σημαίας ή μεταβολής της εγκαταστάσεως της επιχείρησης, ένα από τα κύρια μέσα των συνδικαλιστικών οργανώσεων για την προστασία των συμφερόντων των μελών τους. Όμως υιοθετείται η αρχή της θεώρησης της απεργίας ως εσχάτου μέσου, η οποία πάντως δεν γίνεται δεκτή σε αρκετά κράτη-μέλη, όπως π.χ. την Ιταλία και τη Γαλλία, και τίθεται έτσι ένας σημαντικός περιορισμός στην άσκηση του δικαιώματος της απεργίας34. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, η απεργία δεν θεωρείται νόμιμη, παρά μόνο εάν η συνδικαλιστική οργάνωση δεν διέθετε και άλλα μέσα, λιγότερο περιοριστικά της ελευθερίας εγκαταστάσεως και, αφ ετέρου, είχε εξαντλήσει τα μέσα αυτά πριν αναλάβει μια τέτοια δράση. Όσο και αν στη χώρα μας γίνεται δεκτή νομολογιακά αυτή η γερμανικής προελεύσεως αρχή35, δεν θα πρέπει να παροράται ότι εισάγει μια, όχι πάντοτε επιθυμητή και μάλλον αμφιλεγόμενη, δικαστική παρέμβαση ως προς τις στρατηγικές επιλογές των εργατικών συνδικαλιστικών οργανώσεων36. Κατέληξε, με βάση τα παραπάνω, το Δικαστήριο ότι, στον βαθμό που η πολιτική ασκήσεως απεργιών εκ μέρους διεθνών συνδικαλιστικών οργανώσεων άγει στην παρακώλυση της εκ μέρους των κυρίων των πλοίων νηολογήσεώς τους εντός κράτους διαφορετικού από αυτό του οποίου είναι υπήκοοι οι πραγματικοί κύριοι των πλοίων αυτών, οι περιορισμοί της ελευθερίας εγκαταστάσεως που απορρέουν από τις δράσεις αυτές δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι δικαιολογούνται αντικειμενικά. Με άλλα λόγια, η καταπολέμηση του κοινωνικού ντάμπινγκ στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω άσκησης του δικαιώματος της απεργίας αλληλεγγύης, δεν γίνεται αποδεκτή37. Άλλωστε το Δικαστήριο εξέφρασε αντίστοι- 33. G. Orlandini, ό.π., 589. Για την απεργία αλληλεγγύης βλ. Γ. Λεβέντη, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 2007, σ. 666 επ. 34. G. Orlandini, ό.π., 578. 35. Γ. Λεβέντη, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 2007, σ. 747 επ. και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία. 36. S. Robin-Olivier/E. Pataut, ό.π., 88, Ά. Καζάκου, ό.π., σ. 445 επ. 37. Ε. Dockes, ό.π., σ. 149, /. Σκανδάλη, Οι επιπτώσεις των αποφάσεων Viking και Laval στις οικονομικές ελευθερίες και στα συλλογικά εργατικά δικαιώματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ΔΕΝ 2009, 1113, Γ. Λεβέντη, Το δικαίωμα της απεργίας ως θεμελιώδες κοινοτικό δικαίωμα, σε: Οικονομικές ελευθερίες, κοινωνικά δικαιώματα και η απαγόρευση διακρίσεων στο δίκαιο της Ε.Ε., 10 Πανελλήνιο Συνέδριο της Ε.Δ.Ε.Κ.Α., 2010, σ. 57, Κ. Παπαδημητρίου, Η απόσπαση εργαζομένων και η εφαρμογή των κατωτάτων ορίων προστασίας, σε: Οικονομικές ελευθερίες, κοινωνικά δικαιώματα και η απαγόρευση διακρίσεων στο δίκαιο της Ε.Ε., 10 Πανελλήνιο Συνέδριο της Ε.Δ.Ε.Κ.Α., 2010, σ. 33.

10 ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, Τόμος 71ος, Έτος 2012 χη θέση και στην υπόθεση Laval στην οποία επίσης δεν αποδέχθηκε τη νομιμότητα μιας συλλογικής δράσης των συνδικαλιστικών οργανώσεων, η οποία επεδίωκε την εξίσωση των όρων εργασίας μεταξύ εγχώριων και αποσπασμένων από άλλη χώρα εργαζομένων. Συνοψίζοντας λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, παρά τις επί μέρους αμφισημίες της αποφάσεως, δέχεται ότι το δικαίωμα της απεργίας τίθεται υπό το φως και τον έλεγχο του κοινοτικού δικαίου, ότι οι οικονομικές ελευθερίες που προβλέπονται στη Συνθήκη πρέπει να γίνονται σεβαστές και από ιδιώτες, όπως οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, ότι το δικαίωμα της απεργίας αναγνωρίζεται στην «κοινοτική» έννομη τάξη ως θεμελιώδες δικαίωμα, ότι περιορίζεται από την ανάγκη να γίνουν σεβαστές οι οικονομικές ελευθερίες και, τέλος, επιχειρείται στάθμιση συμφερόντων προκειμένου κατά περίπτωση να κριθεί εάν η άσκησή του τηρεί την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας. Η εξεταζόμενη υπόθεση είναι, πάντως, επιδεκτική εξαγωγής περαιτέρω συμπερασμάτων38. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η αναγνώριση του δικαιώματος της απεργίας ως θεμελιώδους δεν κατέληξε σε ένα αποτέλεσμα το οποίο να μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ικανοποιητικό για την άσκησή του39. Συνοπτική βιβλιογραφία Γ. Λεβέντη, Το δικαίωμα της απεργίας ως θεμελιώδες κοινοτικό δικαίωμα, σε: Οικονομικές ελευθερίες, κοινωνικά δικαιώματα και η απαγόρευση διακρίσεων στο δίκαιο της Ε.Ε., 10 Πανελλήνιο Συνέδριο της Ε.Δ.Ε.Κ.Α., 2010, σ. 37 επ. Κ. Παπαδημητρίου, Η απόσπαση εργαζομένων και η εφαρμογή των κατωτάτων ορίων προστασίας, σε: Οικονομικές ελευθερίες, κοινωνικά δικαιώματα και η απαγόρευση διακρίσεων στο δίκαιο της Ε.Ε., 10 Πανελλήνιο Συνέδριο της Ε.Δ.Ε.Κ.Α., 2010, σ. 19 επ. Β. Σκουρή, Οι οικονομικές ελευθερίες και τα κοινωνικά δικαιώματα κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σε: Οικονομικές ελευθερίες, κοινωνικά δικαιώματα και η απαγόρευση διακρίσεων στο δίκαιο της Ε.Ε., 10 Πανελλήνιο Συνέδριο της Ε.Δ.Ε.Κ.Α., 2010, σ. 3 επ. /. Σκανδάλη, Οι επιπτώσεις των αποφάσεων Viking και Laval στις οικονομικές ελευθερίες και στα συλλογικά εργατικά δικαιώματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ΔΕΝ 2009,1105 επ. Ν. Αλιπράντη/Γ. Κατρούγκαλου, Το Δ.Ε.Κ, ως απορρυθμιστής του εργατικού δικαίου Με αφορμή τις αποφάσεις Viking και Laval, ΕφημΔΔ 2008, 674 επ. U. Carabelli, Europa dei mercati e conflitto sociale, Bari, Cacucci, 2009. P. Chaumette, Les actions collectives syndicales dans le maillage des libertés communautaires des entreprises, Droit Social 2008, 210 επ. Ε. Dockès, L Europe antisociale, Revue de Droit du Travail 2009,145 επ. F. Dorssemont/T, Jaspers/A. v. Hoek, Cross-Border Collective actions in Europe: A légal challenge, Intersentia, 2007. G. Orlandini, Trade Union rights and Market freedoms: The European Court of Justice sets out the rules, Comparative Labor Law & Policy Journal 2008, 573 επ. S. Robin-Olivier/E. Pataut, Europe sociale ou Europe économique (à propos des affaires Viking et Laval), Revue de Droit du Travail 2008, 80 επ. A. Supioty L Europe gagnée par l économie communiste du marché, http://www.joumaldumauss.net/spip.php?article283. 38. S. Robin-Olivier/E. Pataut, ό.π., 84. 39. G. Orlandini, ό.π., 596.