θ ἔνατον μάθημα 9 / αἱ τρίχες/ἡ κόμη τὸ σκέλος τέλος δ εἰσὶν οἱ πόδες ἐν οἷς καὶ δακτύλους ἔχομεν. ταῦτα οὖν τὰ μέρη τοῦ σώματος.

Σχετικά έγγραφα
ἡ πάλαι γλῶττα ἡ Ἑλληνικὴ, κατὰ τὸν αὐτὸμορφον τρόπον ὑπὸ Ἰακώβου τοῦ Δονάλδοῦ γέγραπται

ἡ πάλαι γλῶττα ἡ Ἑλληνικὴ, κατὰ τὸν αὐτὸμορφον τρόπον ὑπὸ Ἰακώβου τοῦ Δονάλδοῦ γέγραπται

Θετικός βαθμός Συγκριτικός βαθμός Υπερθετικός βαθμός. σοφώ-τερον. σοφώ-τατα ἀνδρεῖος. ἀνδρειό-τερον. ἀνδρειό-τατα ἁπλοῦς.

ἡ πάλαι γλῶττα ἡ Ἑλληνικὴ, κατὰ τὸν αὐτὸμορφον τρόπον ὑπὸ Ἰακώβου τοῦ Δονάλδοῦ γεγραμμένον

ἡ πάλαι γλῶττα ἡ Ἑλληνικὴ, κατὰ τὸν αὐτὸμορφον τρόπον ὑπὸ Ἰακώβου τοῦ Δονάλδοῦ γέγραπται

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΑΠΑΝΤΗΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Β ΛΥΚΕΙΟΥ (ΑΓΝΩΣΤΟ)

Konsonantische Deklination : ρ- und ν-stämme. ὁ μήν τοῦ μην-ός τῷ μην-ί τὸν μῆν-α (ὦ μήν) ὁ κρατήρ τοῦ κρατῆρ-ος τῷ κρατῆρ-ι τὸν κρατῆρ-α (ὦ κρατήρ)

Ὁ πιστὸς φίλος. Πιστεύω¹ τῷ φίλῳ. Πιστὸν φίλον ἐν κινδύνοις γιγνώσκεις². Ὁ φίλος τὸν

2o ΘΕΜΑ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ

Η ελεύθερη έκφραση μέσω του τύπου. Κάνω κάτι πιο φιλελεύθερο Η πίστη και η αφοσίωση στην ιδέα της ελευθερίας.

ΘΕΜΑ 1o Λυσία, Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία, 1-3

Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια Β 1,5-8

EDU IT i Ny Testamente på Teologi. Adjunkt, ph.d. Jacob P.B. Mortensen

πρῶτον μὲν τοῦτον τὸν λόγον ἀναλάβωμεν ὃν σὺ λέγεις περὶ τῶν δοξῶν μέν congr. cmpl. subj. bep. bij bijzinskern

1st and 2nd Person Personal Pronouns

Noun: Masculine, Κύριος - D2.1 Meaning: Lord, Master. Noun: Neuter, ἔργον - D2.2 Meaning: work

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΑ Α ΓΥΜΝΑΙΟΥ

ΘΕΜΑ 61ο Λυσία, Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία, 9-11

Αὕτη δ ἐστίν ἡ καλουμένη πόλις καί ἡ κοινωνία ἡ πολιτική.

ΤΕΛΟΣ 1ης ΑΠΟ 5 ΣΕΛΙΔΕΣ

Εισαγωγή στη Φιλοσοφία

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ. Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Πλάτων, Πολιτεία 615C-616Α Αρδιαίος ο τύραννος

ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. Αριστοτέλους Πολιτικά, Θ 2, 1 4)

Κείμενο διδαγμένο από το πρωτότυπο Δημοσθένους, Ὑπὲρ τῆς Ῥοδίων ἐλευθερίας, 17-18

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ Μ.ΤΕΤΑΡΤΗ 11 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2012 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

Ασκήσεις γραμματικής. Εκφώνηση. Να μεταφέρετε τους παρακάτω τύπους στον άλλο αριθμό: τοῦ σοφοῦ. (ὦ) δίκαιε. τὸν τίμιον. τοὺς πιστοὺς.

ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟ 22 ΜΑΪΟΥ 2004 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Αριστοτέλους Πολιτικά (Γ1, 1-2, 3-4/6/12) Τῷ περὶ πολιτείας ἐπισκοποῦντι, καὶ τίς ἑκάστη καὶ ποία

Αρχαία Ελληνικά ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. Ἐπειδὴ πᾶσαν πόλιν ὁρῶμεν κοινωνίαν τινὰ οὖσαν καὶ πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ

ΘΕΜΑ 2o Λυσία, Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία, 1-3

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΑ Γ ΓΥΜΝΑΙΟΥ

ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ 2,1,28. Η ναυμαχία στους Αιγός Ποταμούς

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΑ Β ΓΥΜΝΑΙΟΥ

ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΕΜΠΤΗ 15 ΜΑΪΟΥ 2014 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: ΠΛΑΤΩΝ ΚΑΙ Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ

Gregorius Nyssenus - De deitate filii et spiritus sancti

Εισαγωγή στη Φιλοσοφία

ΠΡΩΤΑΓΟΡΑ 322Α - 323Α

Ο ΟΙΚΟΣ Εjercicios complementarios

Α. ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. Ἀριστοτέλους Πολιτικὰ Α1,1 και Γ1, 1-2. απόσπασμα α

Ο πύργος της Βαβέλ Πως «εξηγεί» η ιουδαιοχριστιανική θρησκεία την ποικιλία γλωσσών στον κόσμο

ΑΡΧΗ 1ης ΣΕΛΙΔΑΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ : ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΑΞΗ / ΤΜΗΜΑ : Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΠΕΡΙΟΔΟΥ : ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2017 ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙΔΩΝ: 7

3 Adjectives. Paradigms Adjectives Article Article. ὁ, ἡ, τό the Masc. Fem. Neut. NS ὁ ἡ τό GS τοῦ τῆς τοῦ DS τῷ τῇ τῷ AS τόν τήν τό

ΚΕΙΜΕΝΟ: Υπερείδης, Επιτάφιος, 23-26

ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. ΕΝΟΤΗΤΑ 4η

καταλήξεις ασυναίρετων της β' κλίσης Ενικός ον. γεν. δοτ. αιτ. κλ. -ον -ου -ῳ -ον -ον -ος -ου -ῳ -ον -ε Πληθυντικός -οι -ων -οις -ους -οι

Α. Διδαγμένο κείμενο : Ηθικά Νικομάχεια Αριστοτέλους ( Β1, 5-7 & 7-8 )

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΑ ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ

ΣΡΙΣΟΚΛΙΣΑ ΕΠΙΘΕΣΑ: Τα επίθετα αυτά κλίνονται κατά την γ κλίση των ουσιαστικών στο αρσενικό και το ουδέτερο γένος τους.

Περικλέους Σταύρου Χαλκίδα Τ: & F: chalkida@diakrotima.gr W:

44 Χρόνια Φροντιστήρια Μέσης Εκπαίδευσης

Δ ι α γ ω ν ί ς μ α τ α π ρ ο ς ο μ ο ί ω ς η σ 1

ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟΥ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ

1. ιδαγμένο κείμενο από το πρωτότυπο Πλάτωνος Πρωταγόρας (323Α-Ε)

ιδαγμένο κείμενο Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια (Β1, 1-3 και Β6, 1-4)

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Α. «Ἐπεί δ ἡ πόλις τῶν συγκειµένων τοῖς ἀπό συµβόλων κοινωνοῦσι»:να µεταφράσετε το απόσπασµα που σας δίνεται. Μονάδες 10 Β. Να γράψετε σ

Michèle TILLARD Lycée Montesquieu, LE MANS janvier Ἡ φλέψ Φλέψ Τὴν φλέβα Τῆς φλεβός Τῇ φλεβί

Βυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι ΙI

Σύνδεσε με μια γραμμή καθένα από αυτά με μια από τις σημασίες της δεξιάς στήλης.

ιδαγμένο κείμενο Αριστοτέλους Πολιτικά Θ 2.1-4

1. ιδαγµένο κείµενο από το πρωτότυπο Θουκυδίδου Ἱστοριῶν Β 36

ΜΑΡΤΙΟΣ Θ 2014 ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ Η ΛΙΤΑΝΕΥΣΙΣ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ : ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ, ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Α. ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ...

Το υποκείμενο. Όλα τα υποκείμενα: ρημάτων / απαρεμφάτων / μετοχών μεταφράζονται με Ονομαστική. 1. Ονομαστική: όταν είναι υποκείμενο ρήματος

ΡΗΜΑΤΙΚΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΣΕ -τὸς και -τέος

ΑΡΧΗ 1ης ΣΕΛΙΔΑΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ : ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΑΞΗ / ΤΜΗΜΑ : Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΠΕΡΙΟΔΟΥ : ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2019 ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙΔΩΝ: 6

Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Πλάτωνος Πρωταγόρας 323C-324Α

ἐκτὸς ἐπ ἀσπαλάθων κνάµπτοντες, καὶ τοῖς ἀεὶ παριοῦσι σηµαίνοντες ὧν ἕνεκά τε καὶ ὅτι εἰς τὸν Τάρταρον ἐµπεσούµενοι ἄγοιντο.» Α. Από το κείµενο που

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ ΤΑΞΗ

1. ιδαγμένο κείμενο από το πρωτότυπο. Πλάτωνος Πρωταγόρας, (324 Α-C).

ιδαγμένο κείμενο Θουκυδίδη Περικλέους Ἐπιτάφιος (37)

«Η λύση του Γόρδιου Δεσμού» αρχαία ελληνικά Α Γυμνασίου ενότητα 7

ΚΟΡΥΦΑΙΟ φροντιστήριο

Δ ι α γ ω ν ί ς μ α τ α π ρ ο ς ο μ ο ί ω ς η σ 1

ΘΕΜΑ 302ο: Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, 2, 3,

ιδαγµένο κείµενο 'Αριστοτέλους 'Ηθικά Νικοµάχεια (Β6, 4-10)

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΑ Β ΓΥΜΝΑΙΟΥ

Δειγματική Διδασκαλία του αδίδακτου αρχαιοελληνικού κειμένου στη Β Λυκείου με διαγραμματική παρουσίαση και χρήση της τεχνολογίας

14 Τότε προσέρχονται αὐτῷ οἱ μαθηταὶ Ἰωάννου λέγοντες, Μὴ δύνανται οἱ υἱοὶ τοῦ νυμφῶνος πενθεῖν ἐφ ὅσον μετ αὐτῶν ἐστιν ὁ

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2015 ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟ ΘΕΜΑ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ. Αριστοτέλη «Πολιτικά»

Ε Π Ι Θ Ε Σ Ο Β ΚΛΙΗ

Α. Διδαγμένο κείμενο : Πολιτικά Αριστοτέλους ( Α2,15-16) &( Γ1, 1-2/3-4/6/12 )

Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού. Αρχαία Ελληνική Γλώσσα Α Γυμνασίου. Δειγματικό Εξεταστικό Δοκίμιο. Α Τετράμηνο

ΚΕΙΜΕΝΑ. Α. Το τέχνασμα του Θεμιστοκλή

1. Να τονίσετε τις λέξεις και να δικαιολογήσετε την επιλογή σας, αναφέροντας τον αντίστοιχο κανόνα τονισμού

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΤΑΞΗΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

Auswertung der Projektlistenstatistiken

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ (διαγώνισμα 3)

Πώς βρίσκουμε το υποκείμενο σε μια πρόταση;

3. δυνητικό: ἄν, ποὺ σημαίνει κάτι ποὺ μπορεὶ ἤ ποὺ μποροῦσε νὰ γίνει.

ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΦΡΟΝΤΙΣΤΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ (Ο.Ε.Φ.Ε.) ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 2018 Β ΦΑΣΗ ΑΡΧΑΙΑ

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ ΤΑΞΗ

ιδαγμένο κείμενο Πλάτωνος Πρωταγόρας 324A C

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ Γ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ

περὶ τῆς παιδείας τοῦ Μακεδονίου Ἀλεξάδρου «τοῦ Μεγάλου» ἐπονομαζομένου.

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ β ΛΥΚΕΙΟΥ

εἰ δὲ μή, παῦσαι ἤδη, ὦ θαυμάσιε, πολλάκις μοι λέγων τὸν αὐτὸν λόγον, bepaling cmpl. attribuut complement (object)

Το κατηγορούμενο. Ασκήσεις συντακτικού

ΤΡΙΩΡΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ 3 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2011 ΕΙΣΗΓΗΤΕΣ : ΖΩΗΣ ΜΑΡΙΟΣ ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΣΤΑΥΡΙΑΝΟΣ ΕΠΩΝΥΜΟ:... ΟΝΟΜΑ:...

ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ GFS DIDOT CLASSIC GREEK FONT SOCIETY ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

Transcript:

θ ἔνατον μάθημα 9 θ α τὰ μέρη τοῦ σώματος 9α ἡ κεφαλή / αἱ τρίχες/ἡ κόμη τὸ σκέλος τὸ πρόσωπον ὁ ὀφθαλμός ἡ ῥίς τὸ οὔς ἡ γλῶττα τὸ στῆθος ὁ βραχίων ὁ δάκτυλος τὸ γόνυ τὸ στόμα ὁ ὀδούς ὁ τράχηλος ὁ ὤμος ἡ χείρ ἡ γαστήρ ὁ ποῦς α Ἀναγίγνωσκε τὸν λόγον καὶ πλήρου τὰ κενὰ τοῦ εἰκόνος Τάδε ἐστιν τὰ μέρη τοῦ σώματος πρῶτον μὲν, ἄνω κεῖται ἡ κεφαλή, ἐπὶ δὲ τῆς κεφαλῆς ἄρχονται αἱ τρίχες, ἃς καὶ κόμην λέγονται. ἐν τῷ ἔμπροσθεν τῆς κεφαλῆς ἐστι τὸ πρόσωπον, ἐν ᾧ ἔχομεν οἱ ὀφθαλμοί, ἡ ῥίς καὶ τὸ στόμα. παρὰ τῷ προσώπῳ ἐστὶν τὰ δύο ὦτα τὸ δεξιὸν οὖς καὶ τὸ ἀριστερὸν οὖς. ἐν δὲ τῷ στόματι κεῖνται οἱ ὀδόντες καὶ ἡ γλῶττα. Υπὸ τῆς κεφαλῆς ἐστιν ὁ τράχηλος, καὶ ὑπὸ τοῦ τραχήλου τὸ στῆθος καὶ οἱ ὦμοι, ἀπὸ ὧν ἄρχονται οἱ βραχίονες, ἕτερος μὲν ἐν τῇ δεξιᾷ, ἕτερος δ ἐν τῇ ἀριστερᾷ. οἱ βραχίονες ἔχουσιν αἱ δύο χεῖρες, καὶ ἐν ἑκατέρᾳ χειρί εἰσιν πέντε δάκτυλοι. ὑπὸ τοῦ στήθου κεῖται ἡ γαστήρ. Κάτω ἐστὶ τὰ δύο σκέλη, καὶ ἐν μέσων ἑκατέρων σκέλων ἐστὶν τὰ δύο γόνατα. ἕτερος μέν... ἕτερος δέ + ἑκάτερος τέλος δ εἰσὶν οἱ πόδες ἐν οἷς καὶ δακτύλους ἔχομεν. ταῦτα οὖν τὰ μέρη τοῦ σώματος. β - πλήρου τὰ κενὰ μετὰ τῶν ὀρθῶν καταληξέων τὸ γόνυ τὸ οὔς ὁ ποῦς ὁ ὀδούς ὁ βραχίων ἡ ῥίς ἡ χείρ τῷ γόνατ τῷ ὠτ τῷ ποδ τῷ ὀδόντ τῷ βραχίον τῷ ῥιν τῷ χειρ τὰ γόνατ τὰ ὦτ οἱ πόδ οἱ ὀδόντ οἱ βραχίον αἱ ῥίν αἱ χειρ τοῖς γόνα τοῖς ὠ τοῖς πο τοῖς ὀδοῦ τοῖς βραχίο ταῖς ῥι ταῖς χερ 81

θ β πλουσιώτερος ἐμοῦ 9β εἰμὶ ὁ βασιλεύς καὶ εἰμι πλούσιος. εἰμι μᾶλλον πλούσιος ἢ πολλοὶ ἄνθρωποι. εἰμι γὰρ πάνυ πλούσιος. οὐδείς ἐστι πλουσιώτερος τοῦ βασιλέως πλουσιώτατος οὖν εἰμι πάντῶν τῶν ἀνθρώπων. καί εἰμι πάνυ δυνατός. εἰμὶ μᾶλλον δυνατὸς πολλῶν ἀνθρώπων. τοῦ... ἰσχυρότερος τῆς... = τῶν... ἰσχυρότερος ἤ... ἰσχυρότερος = μᾶλλον ἰσχυρός ἰσχυρότατος = πάνυ ἰσχυρός ἰσχυρός > ἰσχυρότερος -α -ον > ἰσχυρότατος -η -ον νεός > νεώτερος -α -ον > νεώτατος -η -ον πρεσβύς > πρεσβύτερος -α -ον > πρεσβύτατος -η -ον ἀσθενής > ἀσθενέστερος -α -ον > ἀσθενέστατος -η -ον σώφρων > σωφρονέστερος-α -ον > σωφρονέστατος -η -ον α Πλήρου τὰ κενὰ κατὰ τὸ παράδειγμα ἡ ἀσπίς ἐστι βαρύτερα ἤ τὸ ξίφος. τὸ οὖν ξίφος ἐστὶν κουφότερον ἢ ἡ ἀσπίς. τὸ κράνος ἐστὶν σκληρότερος ἢ ὁ θῶραξ. ὁ οὖν θῶράξ ἐστι ἢ τὸ κράνος. τὰ σκέλη ἐστι μακρότερα τῶν βραχιόνων. οἱ οὖν βραχίονες εἰσιν τῶν. ἡ οἰκία μοῦ ἐστὶ νεωτέρα τῆς οἰκίας σοῦ. ἡ οὖν οἰκία σοῦ ἐστιν τῆς μοῦ. ὁ ἵππος ἐστὶ μᾶλλον ταχὺς ἢ ὁ κύων. ὁ οὖν κύων ἐστὶ ἢ ὁ. τὸ ἱερόν ἐστι κενώτερον τῆς ἀγορᾶς. ἡ οὖν ἀγορά ἐστι τοῦ. οἱ βασιλεῖς εἰσιν πλουσιώτεροι τῶν ἄλλων. οἱ οὖν ἄλλοι εἰσιν τῶν. ὁ Φίλιππός ἐστι σεμνώτερος ἢ ἡ Δάφνη. ἡ οὖν Δάφνη ἐστὶ ἢ ὁ. τὰ δένδρα ἐστὶν ὑψηλότερα ἢ ἡ πόα. ἡ οὖν πόα ἐστὶ τῶν. οἱ πλούσιοί εἰσιν εὐτυχέστεροι ἢ οἱ πένητες. οἱ οὖν πένητές εἰσιν ἢ οἱ. βαρύς κοῦφος σκληρός μαλακός βραχύς μακρός νέος ἀρχαῖος βραδύς ταχύς κενός πλήρης πλούσιος πένης σεμνός γελοῖος ὑψηλός ταπεινός εὐτυχής δυστυχής 82

θ γ κάλλιστος, βέλτιστος, μέγιστος 9γ ὁ ἄρτος ἡδύς ἐστιν. ὁ τυρός ἐστιν ἡδίων ἢ ὁ ἄρτος. ἀλλὰ ἥδιστόν ἐστι τὸ μέλι. ὁ παῖς νομίζει τὸν ἄρτον ἡδύν. ὁ παῖς νομίζει τὸν τυρὸν ἡδίονα ἢ τὸν ἄρτον. ὁ παῖς νομίζει ἥδιστον τὸ μέλι. ἡδύς > ἡδίων -ίον > ἥδιστος -η ον ἡδίων ἡδίον ἡδίονα ἡδίον ἡδίονος ἡδίονι ἡδίονες ἡδίονα ἡδίονας ἡδίονα ἡδιόνων ἡδίοσι α Πλήρου τὰ κενὰ μετὰ τῶν ὀρθῶν μορφῶν ἡ Ἀσπασία ἐστὶ καλή γυνή. ἡ Ἑλένη ἐστὶ τῆς Ἀσπασίας. ἡ Μεδεῖά ἐστι τῶν γυναικῶν. ὁ Πίνδαρός ἐστιν ἀγαθὸς ποιητής. ὁ Σοφοκλῆς ἐστὶ / τοῦ Πινδάρου. ὁ Ὅμερός ἐστι / τῶν ποιητῶν. νομίζομεν κακὸν τὸ νοσεῖν. νομίζομεν τὸ δακρύειν τοῦ νοσεῖν. νομίζομεν τὸ ἀποθνῄσκειν πάντων. οἰκεῖτε ἐν οἰκίᾳ μεγάλη. οἰκεῖτε ἐν οἰκίᾳ τῆς οἰκίας μου. ὁ Ἀλέξανδρος οἰκει ἐν τῇ τῶν οἰκιῶν. ὁρῶ τὴν ῥίνα τοῦ Φιλίππου μικράν. ὁρῶ τὴν ῥίνα τοῦ Φιλίππου τῆς ἐμοῦ. ὁρῶ τὴν ῥίνα τοῦ Φιλίππου πάσων. οἱ δάκτυλοι εἰσι πολλοὶ. οἱ ὀδόντες εἰσὶ τῶν δακτυλῶν. αἱ τρίχαι εἰσὶ τῶν ἐν τῷ σώματι. οἱ ἄνθρωποί ἐσμεν ταχεῖς. οἱ κύνες εἰσι ἡμῶν. οἱ ἵπποι εἰσὶ τῶν ζῳῶν. καλός καλλίων -ον κάλλιστος -η -ον ἀγαθός βελτίων -ον / ἀμείνων -ον βέλτιστος -η -ον / ἄριστος -η -ον κακός χείρων -ον χείριστος -η -ον μέγας μείζων -ον μέγιστος -η -ον μικρός ἐλάττων -ον ἐλάχιστος -η -ον πολύς πλείων -ον πλεῖστος -η -ον ταχύς θάττων -ον τάχιστος -η -ον β Γράφε ἐν ταῖς θήκαις τὰ γράμματα ὡς πρέπει α β ε γ δ ζ η καλλίων - κάλλιστος [ ] βελτίων - βέλτιστος [ ] χείρων - χείριστος [ ] μείζων - μέγιστος [ ] ἐλάττων - ἐλάχιστος [ ] πλείων - πλεῖστος [ ] θάττων - τάχιστος [ ] ἀμείνων - ἄριστος [ ] 83

θ δ οὐκ ἐν πάσῃ τῇ Ἑλλάδι 9δ α... β... γ... δ... α Τίς εἰκὼν πρέπει ἑκάστῳ λόγῳ; γράφε τὸν ὀρθὸν ἐπίθετον πᾶς ἄνθρωπος ἔχει κεφαλήν, ὁ μὲν μείζονα, ὁ δὲ ἐλάττονα. ἀλλὰ οὐ πάντες ἔχουσιν τριχαὶ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς. ὅστις οὐκ ἔχει τριχὰς ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, ψιλός ἐστιν. ἆρ ἐν πασὶ τοῖς πρωσόποις εἰσὶν ὀφθαλμοί; οὐ παντὶ ἀνθρώπῳ εἰσὶν ὀφθαλμοί. ᾧτινι οὐκ εἰσὶν ὀφθαλμοί ἢ οὐ καλῶς ὁρᾷ, τυφλός ἐστιν. ἡ κεφαλὴ παντὸς ἀνθρώπου ἔχει ὦτα, τὰ μὲν μείζονα, τὰ δ ἐλάττονα. ἀλλὰ ὦτα ἔχοντες οὐ πάντες δύνανται ἀκούειν. οἵτινες οὐκ ἀκούουσι κωφοί εἰσιν. τοῖς ποσὶν βαδίζομεν. ἀλλὰ δεῖ ἔχειν τὰ δύο σκέλη τε καὶ πάντας τοὺς δύο ποδὰς. ὅντινα ὁρῶμεν οὐκ ἔχοντα σκέλη ἢ ποδάς, λέγομεν χωλὸν εἶναι. ὁ τὸν τοῦ τῷ πᾶς πάντα παντός παντί οἱ πάντες τούς πάντας τῶν παντῶν τοῖς πασί ὅστις = ὅς + τις πᾶσαι αἱ γυναῖκες ἐν τῇ Ἑλλάδι φέρουσι τὴν κόμην μακράν. αἱ οὖν γυναῖκες ἐν πάσῃ τῇ Ἑλλάδι ἔχουσι τὰς τρίχας μακράς, αἱ μὲν μακρώτερας, αἱ δὲ βραχύτερας. ἄνδρες τινὲς τῆς Ἑλλάδος καὶ φέρουσι τὴν κόμην μακράν, μάλλιστα ἐν τῇ Σπάρτῃ. ἀλλὰ οὐχ οἱ ἄνδρες πάσης τῆς Ἑλλάδος τὰς τρίχας μακρὰς ἔχουσιν. ἡ τὴν τῆς τῇ πᾶσα πᾶσαν πάσης πάσῃ αἱ πᾶσαι τάς πάσας τῶν πασῶν ταῖς πάσαις ἆρα πάντα τὰ καλά ἐστι χαλεπά; μηδαμῶς. ὅ τι καλόν ἐστιν οὐκ ἀεὶ χαλεπὸν γίγνεται. οὐ πᾶν τὸ καλὸν χαλεπόν ἐστιν. πᾶς πᾶσα πᾶν πάντες πᾶσαι πάντα ὅστις ἥτις ὅ τι οἵτινες αἵτινες ἅτινα 84

κόμη γλῶττα πόα ὀφθαλμός δάκτυλος τράχηλος ὤμος πρόσωπον στόμα βραχίων -ονος, ὁ θρίξ τριχός, ἡ ῥίς ῥινός, ἡ οὗς ὦτός, τό γόνυ, γόνατος, τό ὀδούς ὀδόντος, ὁ σκέλος, τό μέρος, τό νομίζω νοσέω ἄρχομαι ἕτερος ἑκάτερος κοῦφος σκληρός μαλακός ὑψηλός ταπεινός κενός σεμνός γελοῖος ἀρχαῖος ψιλός τυφλός κωφός χωλός πρεσβύς -εῖα -ύ βραδύς -εῖα -ύ βραχύς -εῖα -ύ σωφρών -ον εὐτυχής -ές δυστυχής -ές καλλίων -ον κάλλιστος βελτίων -ον βέλτιστος -η -ον ἀμείνων -ον χείρων -ον χείριστος μείζων -ον μέγιστος ἐλάττων -ον ἐλάχιστος πλείων -ον πλεῖστος θάττων -ον τάχιστος ὅστις ἥτις ὅ τι οὐδεὶς μᾶλλον ἤ Ἐπίθετος συγκριτικὸς καὶ ὑπερθετικός καλός ἀγαθός κακός μέγας μικρός πολύς ταχύς ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ἰσχυρός > ἰσχυρότερος -α -ον > ἰσχυρότατος -η -ον νεός > νεώτερος -α -ον > νεώτατος -η -ον πρεσβύς > πρεσβύτερος -α -ον > πρεσβύτατος -η -ον ἀσθενής > ἀσθενέστερος -α -ον > ἀσθενέστατος -η -ον σώφρων > σωφρονέστερος-α -ον > σωφρονέστατος -η -ον ἰσχυρότερος τοῦ/τῆς/τῶν = μᾶλλον ἰσχυρὸς τοῦ/τῆς/τῶν Ἀντωνυμίαι = = ἰσχυρότερος ἤ... = μᾶλλον ἰσχυρός ἤ... οἱ πατέρες εἰσὶν ἰσχυρότεροι τῶν τέκνων οἱ πατέρες εἰσὶν ἰσχυρότεροι ἢ τὰ τέκνα οἱ πατέρες εἰσὶν μᾶλλον ἰσχυροὶ τῶν τέκνων οἱ πατέρες εἰσὶν μᾶλλον ἰσχυροὶ ἢ τὰ τέκνα ἰσχυρότατος (τῶν) = πάνυ ἰσχυρός (τῶν) οἱ πατέρες εἰσὶν ἰσχυρότατοι οἱ πατέρες εἰσὶν ἰσχυρότατοι τῶν ἀνθρώπων ἡδύς > ἡδίων -ίον > ἥδιστος -η -ον Συγκρ. Υπερθ. ἀρσ. / θηλ. οὐδ. καλλίων -ον βελτίων -ον ἀμείνων -ον χείρων -ον μείζων -ον ἐλάττων -ον πλείων -ον θάττων -ον κάλλιστος -η -ον βέλτιστος -η -ον ἄριστος -η -ον χείριστος -η ον μέγιστος -η -ον ἐλάχιστος -η -ον πλεῖστος -η -ον τάχιστος -η -ον Ο σώφρων σῶφρον Α σώφρονα σῶφρον Γ σώφρονος Δ σώφρονι Ο σώφρονες σώφρονα Α σώφρονας σώφρονα Γ σωφρόνων Δ σώφροσι ἀρσ. θηλ. οὐδ. ἀρσ. θηλ. οὐδ. Ο πᾶς πᾶσα πᾶν Ο ὅστις ἥτις ὅ τι Α πάντα πᾶσαν πᾶν Α ὅντινα ἥντινα ὅ τι Γ παντός πάσης παντός Γ οὗτινος ἧστινος οὗτινος Δ παντί πάσῃ παντί Δ ᾧτινι ᾗτινι ᾧτινι Ο πάντες πᾶσαι πάντα Ο οἵτινες αἵτινες ἅτινα Α πάντας πάσας πάντα Α οὕστινες ἅστινας ἅτινα Γ πάντων πασῶν πάντων Γ ὧντινων ὧντινων ὧντινων Δ πᾶσι πάσαις πᾶσι Δ οἷστισι αἷστισι οἷστισι 85

θ α Ἀσκήσεις α Ὀνόμαζε τὰ μέρη τοῦ σώματος κεφαλή // κόμη // γλῶττα // ὀφθαλμός // δάκτυλος // τράχηλος // ὤμος // πρόσωπον σῶμα // στόμα // βραχίων -ονος // θρίξ τριχός // ῥίς ῥινός // γαστήρ -τρός // χείρ -ρός ποῦς ποδός // οὖς ὦτός // γόνυ γόνατος // ὀδούς ὀδόντος // σκέλος // στῆθος............................................................ β Μετάγραφε τὰς λέξεις εἰς πληρυντικὰς μορφὰς ἡ κεφαλή > αἱ... ὁ βραχίων > οἱ... ἡ ῥίς > αἱ... -αι ἡ γλῶττα > αἱ... ὁ ὀφθαλμός > οἱ... ὁ δάκτυλος > οἱ... ὁ ποῦς > οἱ... ὁ ὀδούς > οἱ... τὸ γόνυ > τὰ... ἡ χείρ > αἱ... ἡ θρίξ > αἱ... τὸ οὗς > τὰ... -οι -ες τὸ πρόσωπον > τὰ... τὸ στόμα > τὰ... τὸ σῶμα > τὰ... -α 86

θ β α Πλήρου τὰ κενὰ μετὰ τῶν ὀρθῶν καταληξέων ὁ Πλατῶν ἐστιν ἰσχυρότερος ἢ ἡ Ἀσπασία, ἀλλὰ ὁ Λύσανδρός ἐστιν ἰσχυρότατος πάντων. ὁ Λύσανδρός ἐστι πρεσβύ ἢ ἡ Ἀσπασία, ἀλλὰ ὁ Πλατῶν ἐστι πρεσβύ πάντων. ἡ Ἀσπασία ἐστὶν νεω ἢ ὁ Πλατῶν, ἀλλὰ ὁ Λύσανδρός ἐστιν νεώ πάντων. ὁ Λύσανδρός ἐστιν προθυμώ ἢ ὁ Πλατῶν, ἀλλὰ ἡ Ἀσπασία ἐστιν προθυμω πάντων. ὁ Πλατῶν ἐστιν ἀσθενέσ ἢ ὁ Λύσανδρός, ἀλλὰ ἡ Ἀσπασία ἐστιν ἀσθενεσ πάντων. ἡ Ἀσπασία ἐστὶν λεπτο ἢ ὁ Πλατῶν, ἀλλὰ ὁ Λύσανδρός ἐστιν λεπτό πάντων. ἡ Ἀσπασία ἐστὶν σωφρονεσ ἢ ὁ Λύσανδρός, ἀλλὰ ὁ Πλατῶν ἐστι σωφρονέσ πάντων. β Πλήρου τὰ κενὰ μετὰ τῶν ὀρθῶν καταληξέων νομίζω τὸν Πλατόνα ἰσχυρότερον τῆς Ἀσπασίας, ἀλλὰ τὸν Λύσανδρον ἰσχυρότατον. νομίζω τὸν Λύσανδρον πρεσβύ τῆς Ἀσπασίας, ἀλλὰ τὸν Πλατόνα πρεσβύ. νομίζω τὴν Ἀσπασίαν νεω τοῦ Πλατόνος, ἀλλὰ τὸν Λύσανδρον νεώ. νομίζω τὸν Λύσανδρον προθυμώ τοῦ Πλατόνος, ἀλλὰ τὴν Ἀσπασίαν προθυμω. νομίζω τὸν Πλατόνα ἀσθενέσ τοῦ Λυσάνδρου, ἀλλὰ τὴν Ἀσπασίαν ἀσθενεσ. νομίζω τὴν Ἀσπασίαν λεπτο τοῦ Πλατόνος, ἀλλὰ τὸν Λύσανδρον λεπτό. νομίζω τὴν Ἀσπασίαν σωφρονεσ τοῦ Λυσάνδρου, ἀλλὰ τὸν Πλατόνα σωφρονέσ. γ Διάγραφε τὰς δύο λέξεις οὐ πρέπουσας τῷ ἑκάστῳ εἰκόνι πένης ὑψηλός πλούσιος μαλακός σεμνός κοῦφος ταχύς δυνατός βραδύς εὐτυχής σκληρός βραχύς νέος πλήρης γελοῖος δυστυχής κενός ταπεινός ἀρχαῖος μακρός σώφρων γελοῖος πλούσιος ταπεινός ἀρχαῖος πένης δυστυχής δυνατός κενός σεμνός πρεσβύς σκληρός βραδύς σώφρων μαλακός ταχύς κοῦφος πρεσβύς εὐτυχής βραχύς 87

θ γ α Αἵρου τὸν ὀρθὸν λόγον ὁ παιδοτρίβης ἐστὶν ἀγαθός,... οἱ ὀφθαλμοί σου εἰσιν καλοί,... ἡ ἀδελφή ἐστι μεγάλη,... ἡ χείρ ἐστι μικρά,... οἱ ὀδόντες εἰσὶν πολλοί,... ὁ κύων ἐστὶ ταχύς,... τὸ πάνυ ἐσθίειν ἐστὶ κακόν,... νομίζω τὸ μελετᾶν ἀγαθόν,... ἀλλὰ ὁ κιθαριστής ἐστι θάττων τοῦ παιδοτρίβου. ἀλλὰ ὁ κιθαριστής ἐστι βελτίων τοῦ παιδοτρίβου. ἀλλὰ ὁ κιθαριστής ἐστι μείζων τοῦ παιδοτρίβου. ἀλλὰ οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς Ἑλένης εἰσὶ καλλίονες ἢ σοῦ. ἀλλὰ οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς Ἑλένης εἰσὶ χείρονες ἢ σοῦ. ἀλλὰ οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς Ἑλένης εἰσὶ πλείονες ἢ σοῦ. ἀλλὰ ἡ μήτηρ ἐστὶν ἐλάττων τῆς ἀδελφῆς. ἀλλὰ ἡ μήτηρ ἐστὶ μείζων τῆς ἀδελφῆς. ἀλλὰ ἡ μήτηρ ἐστὶ βελτίων τῆς ἀδελφῆς. ἀλλὰ ὁ δάκτυλός ἐστι μείζων ἢ ἡ χείρ. ἀλλὰ ὁ δάκτυλός ἐστιν ἐλάττων ἢ ἡ χείρ. ἀλλὰ ὁ δάκτυλός ἐστιν ἀμείνων ἢ ἡ χείρ. ἀλλὰ αἱ τρίχες εἰσὶ πλείονες τῶν ὀδόντων. ἀλλὰ αἱ τρίχες εἰσὶ χείρονες τῶν ὀδόντων. ἀλλὰ αἱ τρίχες εἰσὶ μείζονες τῶν ὀδόντων. ἀλλὰ ὁ ἵππος ἐστὶ πλείων τοῦ κυνός. ἀλλὰ ὁ ἵππος ἐστὶ καλλίων τοῦ κυνός. ἀλλὰ ὁ ἵππος ἐστὶ θάττων τοῦ κυνός. ἀλλὰ τὸ οὐδὲν ἐσθίειν ἐστὶ μεῖζον τοῦ πάνυ ἐσθίειν. ἀλλὰ τὸ οὐδὲν ἐσθίειν ἐστὶ χεῖρον τοῦ πάνυ ἐσθίειν. ἀλλὰ τὸ οὐδὲν ἐσθίειν ἐστὶ ἄμεινον τοῦ πάνυ ἐσθίειν. ἀλλὰ νομίζω τὸ παίζειν θᾶττων ἢ τὸ μελετᾶν. ἀλλὰ νομίζω τὸ παίζειν ἄμεινον ἢ τὸ μελετᾶν. ἀλλὰ νομίζω τὸ παίζειν ἔλαττον ἢ τὸ μελετᾶν. β Συνδεῖ τοὺς ἐπιθέτους καὶ τοὺς συγκριτικούς τε καὶ ὑπερθετικοὺς ὡς πρέπει μικρός μέγας ἀγαθός κακός ταχύς καλός πολύς καλλίων κάλλιστος βελτίων βέλτιστος / ἀμείνων ἄριστος χείρων χείριστος μείζων μέγιστος ἐλάττων ἐλάχιστος πλείων πλεῖστος θάττων τάχιστος γ Σύνδει τοὺς ἀνθωνύμους βέλτιστος / ἄριστος μέγιστος ὀλίγιστος τάχιστος κάλλιστος πλεῖστος ἐλάχιστος αἴσχιστος χείριστος βραδύτατος 88

θ δ α Πλήρου τὰ κενὰ μετὰ τῶν ὀρθῶν μορφῶν τῶν λεξέων. οἱ ἄνθρωποι ἔχουσι κεφαλήν, ἀλλὰ οἱ μὲν μείζονα, οἱ δὲ ἐλάττονα. οὐ ἄνθρωπος ἔχει κόμην τοῖς γὰρ ψιλοῖς οὐκ εἰσὶν τρίχας ἐν τῇ κεφαλῇ. τὰ σκέλη ἔχει ἐν μέσῳ γόνυ. τὸ οὖν γόνυ μέρος ἐστὶ τοῦ σκέλους. ἔχουσαι τοὺς ὀφθαλμοὺς καλούς, αἱ γυναῖκες καλαί εἰσιν. τὸ στόμα πλήρες ὀδόντων ἐστίν τῷ μὲν νέῳ, τῷ δὲ γεραίῳ κενόν. ἡ γλῶττα μαλακή ἐστιν, ἀλλὰ πολλοὶ ἄνθρωποι σκληρῶς λέγουσιν. οὐ αἱ ῥίνες βραχεῖς εἰσιν, ἀλλὰ αἱ μὲν βραχύτεραι, αἱ δὲ μακρότεραι. κεφαλὴ ἄρχεται ἀπὸ τοῦ τραχήλου καὶ τραχήλος ἀπὸ τοῦ στήθους. πᾶς πάντες πᾶσα πᾶσαι πᾶν πάντα ἕτερος μὲν μείζονας, ἕτερος δὲ ἐλάττονας, ἀλλὰ οἱ πόδες ἔχουσιν δακτύλους. τὰ πρόσωπα ἔχει στόμα ἄνευ οὖν στόματος οὐκ ἔξεστιν ἡμῖν λέγειν οὐδὲ ἐσθίειν. β Πλήρου τὰ κενὰ μετὰ τῶν ὀρθῶν μορφῶν τοῦ πᾶς πᾶσα πᾶν πάντας // πᾶσι // πᾶν // πάντας // πᾶσαι // πᾶσι // πάντες // πάντων // πᾶσαν // πάντα // πάντες ἆρ γιγνώσκεις τοὺς ἐμοὺς ἀδελφούς; Ναί, γίγνώσκω πάντας τοὺς σοὺς ἀδελφούς. ἆρα νομίζεις τοὺς πλουσίους εὐτυχεῖς; Οὐχί, οὐ νομίζω τοὺς πλουσίους εὐτυχεῖς. ἆρ εἶ σὺ πατὴρ τούτων τῶν παιδῶν; Πάνυ γέ, εἰμι πατὴρ τούτων τῶν παίδων. ἆρα καλῶς καθεύδεις τὴν νυκτὰ; Μάλιστα, καθεύδω καλῶς τὴν νυκτὰ. ἆρ ἄπεισιν τὰ ὦτα τοῖς κωφοῖς; Μηδαμῶς, τὰ ὦτα οὐκ ἄπεισιν τοῖς κωφοῖς. ἆρ ἐστιν ἀεὶ τὰ δένδρα ὐψηλά; Οὐχί, οὐ τὰ δένδρα ἐστιν ὐψηλά. ἆρα νοσεῖ τὸ ἐν τῇ πόλει στράτευμα; Ναί, νοσεῖ τὸ ἐν τῇ πόλει στράτευμα. ἆρα οἱ θεοὶ δυνατοί εἰσιν; Πάνυ γέ, οἱ θεοὶ δυνατοί εἰσιν. ἆρ αἵτινες οὐχ ὁρῶσιν τυφλαί εἰσιν; Μάλιστα, αἵτινες οὐχ ὁρῶσιν τυφλαί εἰσιν. ἆρα ἐν τοῖς στόμασι ἀεὶ ὀδόντες κεῖνται; Μηδαμῶς, οὐκ ἐν ἆρα οἱ βραχίονες ἄρχονται ἀπὸ τῶν ὄμων; Ναί, τοῖς στόμασι ὀδόντες κεῖνται. οἱ βραχίονες ἄρχονται ἀπὸ τῶν ὄμων. γ Πλήρου τὰ κενὰ μετὰ τῶν ὀρθῶν καταληξέων τοῦ συγκριτικοῦ ἐπιθέτου ὁ / ἡ βελτίων χείρων πλείων μείζων ἐλάττων τόν / τήν βελτίον. χείρον. πλείονα. μείζον. ἐλάττον. τοῦ / τῆς βελτίονος. χείρον. πλείον. μείζονος. ἐλάττον. τῷ / τῇ βελτίον. χείρον. πλείονι. μείζον. ἐλάττον. οἱ / αἱ βελτίονες χείρον. πλείον. μείζονες ἐλάττον. τούς / τάς βελτίον. χείρονας. πλείον. μείζον. ἐλάττονας. τῶν βελτιόν. χειρόνων. πλειόν. μειζόν. ἐλαττόνων. τοῖς / ταῖς βελτίοσι χείρο. πλείοσι. μείζοσι ἐλάττο. 89

Οἱ μῦθοι θ ὁ Ὀδυσσεὺς καὶ ὁ Πολύφημος Ὁ Ὀδυσσεὺς καὶ οἱ ἑταῖροι πλέουσι καὶ ἀφικνοῦνται εἰς νῆσόν τινα, βουλόμενοι σῖτον καὶ πότον λαμβάνειν. εκβαίνουσιν οὖν ἐκ τῶν νεῶν καὶ, οὐ πόρρω τῆς θαλάττης, εὑρίσκουσιν ἄντρον τι μέγιστον, ἐν ᾧ οὐδεὶς ἄνθρωπος πάρεστιν. εἰσερχόμενοι, ὁρῶσιν ἔνδον πολλὰ πρόβατα καὶ μεγίστους τυρούς. πλέω πάνυ πεινῶσιν οἱ ἄνθρωποι ἐσθίουσιν οὖν τυρούς τινας καὶ περιμένουσιν ἐν τῷ ἄντρῳ τὸν δεσπότην τῶν προβάτων. τό ἄντρον Μετὰ οὐ πολύν χρόνον ἀφικνεῖται ὁ δεσπότης τοῦ ἄντρου. ἔστι γίγας, μείζων δένδρου, ἔχων ἐν τῷ προσώπῳ ἕνα ὀφθαλμόν Κύκλωψ γάρ ἐστιν, ᾧ τὸ πεινάω ὄνομα Πολύφημός ἐστιν. ὁρῶν τοὺς Ἕλληνας, ὁ Κύκλωψ λαμβάνει λίθον μέγιστον καὶ εἰς τὴν εἴσοδον βάλλει. οὕτως οὐκ ἔξεστι τοῖς ἀνθρώποις ἐξέρχεσθαι. τίνες ἐστέ; ἐρωτᾷ ὁ Κύκλωψ. καὶ ὁ Ὀδυσσεὺς ἀποκρίνεται Ἕλληνές ἐσμεν καὶ ὄνομά μοι Οὐδείς ἐστιν. ὁ Κύκλωψ Οὐκ ἡδέως ἀκούει ὁ Κύκλωψ τοῦ Ὀδυσσέως λέγοντος καὶ βούλεται τοὺς ἡ εἴσοδος ἄνδρας ἀποκτείνειν. λαμβάνων οὖν ἐκ τούτων δύο αὐτοὺς ἀποκτείνει. ἀλλὰ ὁ Ὀδυσσεὺς αὐτῷ παρέχει οἶνον ἡδύονα τοῦ μέλιτος. ὁ Πολύφημος πάντα τὸν οἶνον πίνων μάλα μεθύει καὶ ἐπὶ τῆς γῆς κατακλίνεται. ὁρῶν τὸν Κύκλοπα μεθύω καθεύδοντα ὁ Ὀδυσσεὺς λαμβάνει ξύλον μέγιστον καὶ τοῦτον βάλλει εὐθὺς μάλα ἰσχυρῶς πρὸς τὸν ἕνα ὀφθαλμὸν τοῦ Πολυφήμου. βοᾷ μεγάλῃ φωνῇ ὁ Κύκλωψ. νῦν δὲ ὁ Κύκλωψ οὐ δύναται αὐτοὺς ὁρᾶν τυφλὸς γάρ ἐστιν. μαίνομαι Μετὰ πολὺν χρόνον ὁ Πολύφημος λαμβάνει τὸν λίθον ἐκ τῆς εἰσόδου καὶ ἀνοίγει τὴν θύραν, βουλόμενος τὰ πρόβατα ἐξέρχεσθαι, καὶ ὑπὸ τῶν προβάτων καὶ ὁ Ὀδυσσεὺς καὶ οἱ ἑταῖροι ἐξέρχονται. οὐ δυνάμενος τοὺς ἀνθρώπους διώκειν, ὁ Κύκλωψ καλεῖ τοὺς ἀδελφούς, καὶ κύκλοπας ἰσχυρωτέρους ὄντας, οἳ εὐθὺς πάρεισιν. Τίς σε κακῶς ποιεῖ; ἐρωτῶσιν αὐτὸν. καὶ οὗτος ἀποκρίνεται Οὐδείς με κακῶς ποιεῖ. οἱ οὖν ἀδελφοὶ νομίζουσιν τὸν Πολύφημον μαίνεσθαι, λέγοντα Οὐδένα αὐτὸν κακῶς ποιεῖν, καὶ οὐκ αὐτῷ βοηθοῦσιν. οὗτως ἔξεστι τοῖς ἀνθρώποις φεύγειν. α Ἀποκρίνου πρὸς τὰς ἐρωτήσεις; Διὰ τί ἀφικνοῦνται οἱ ἄνδρες εἰς τὴν νῆσον; Ποῖός ἐστιν ὁ Κύκλωψ; Τί ποεῖ ὁ Κύκλωψ ὁρῶν τούς ἄνδρας; Τί ἀποκρίνεται ὁ Ὀδυσσεύς τῷ Κύκλοπι; Πῶς οἱ ἄνδρες κακῶς τῷ Κύκλοπι ποιοῦσιν; Τί νομίζουσιν οἱ τοῦ Πολυφήμου ἀδελφοί; 90