ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ 2 ου ΕΤΟΥΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ ΘΕΜΑ: «Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΗΣ NON REFORMATIO IN PEJUS ΣΤΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ». ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ:Λ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ ΦΟΙΤΗΤΗΣ : ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΠΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2008
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ. σελ. 1 Ο όρος non reformatio in pejus ιστορική του διαδρομή Προϊσχύσαν και ισχύον δίκαιο. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΣΗ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗΣ ΤΗΣ REFORMATIO IN PEJUS 1)ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΙΑΘΕΣΗΣ σελ.4 2)Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΣΧΕΤΙΚΟΥ ΔΕΔΙΚΑΣΜΈΝΟΥ σελ.6 3) ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗ ΦΥΣΗ ΤΩΝ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ.σελ.8 4) Η ΙΔΕΑ ΤΗΣ ΕΠΙΕΙΚΕΙΑΣ..σελ.9 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Η ΕΚΤΑΣΗ ΙΣΧΥΟΣ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ NON REFORMATIO IN PEJUS Απόλυτη και σχετική απαγόρευση...σελ.12 Έκταση εφαρμογής της αρχής α) Υποκειμενική έκταση εφαρμογής της non reformatio in pejus...σελ.14 β) Αντικειμενική έκταση εφαρμογής της non reformatio in pejus σελ.18 Παρέκβαση: χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου από τα πρωτοβάθμια δικαστήρια..σελ.28 Η αρχή της μη χειροτέρευσης στις περιπτώσεις των «οιονεί» ενδίκων μέσων και των ενδίκων βοηθημάτων σελ.30 i
Ειδική περίπτωση: Άρθρο 432 παρ.2 και χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου...σελ.37 Αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου και «καταδικαστικές αποφάσεις» ζητήματα ειδικότερες περιπτώσεις αποφάσεων Έφεση και non reformation in pejus.σελ.40 Αναίρεση και non reformation in pejus.σελ.45 Ειδικότερες περιπτώσεις σελ.52 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΗΣ NON REFORMATIO IN PEJUS Α] Πραγματική άμεση χειροτέρευση σελ.55 Πολιτική αγωγή και χειροτέρευση θέσης κατηγορουμένου... σελ.66 Β] Έμμεση νομική χειροτέρευση.σελ.70 Γ] Δικονομική χειροτέρευση σελ78 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΑΜΨΗ ΤΗΣ ΧΕΙΡΟΤΕΡΕΥΣΗΣ ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 470 ΚΠΔ Δυνατότητα επιβολής παρεπόμενης ποινής..σελ.81 Η επιβολή μέτρων ασφαλείας από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο..σελ.86 Άσκηση αυτοτελούς (αντίθετου) ενδίκου μέσου από τον εισαγγελέα ή τον πολιτικώς ενάγοντα...σελ.89 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ....σελ.91 ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ.σελ.95 ii
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ο όρος non reformatio in pejus ιστορική του διαδρομή Ο όρος non reformatio in pejus θεωρείται νομικός τεχνικός όρος που χρησιμοποιείται με συγκεκριμένο περιεχόμενο στο χώρο της ποινικής δικονομίας 1. Απαντάται, ωστόσο, και σε άλλους κλάδους κυρίως του δικονομικού δικαίου 2. Παρότι η φράση είναι αυτή καθαυτή λατινική (αρχικά σήμαινε «μεταβολή προς το καλύτερο») αυτό δεν αρκεί ως επιχείρημα για να δεχτούμε ότι και η γενική αρχή της απαγόρευσης της θέσης του κατηγορουμένου έχει ρωμαϊκή καταγωγή, αφού τα λατινικά αποτελούσαν τη βασική γλώσσα συγγραφής των επιστημονικών νομικών έργων μέχρι και τον 18 ο αιώνα. Με άλλα λόγια θα πρέπει μάλλον να αποσυνδέσουμε τη φράση (που πρώτη φορά εμφανίστηκε γραπτά το 1802) με τη γενικότερη αρχή του δικονομικού δικαίου που αυτή αντιπροσωπεύει. Έτσι λοιπόν, η ιδέα της απαγόρευσης της reformatio in pejus άρχισε να διαμορφώνεται ήδη κατά τη διάρκεια του 17 ου αιώνα ως αντίδραση στη συστηματική διάρθρωση της 1 Βλ. Παπαδόπουλου, Η απαγόρευση της non reformatio in pejuς στο ποινικό δικονομικό δίκαιο, εκδ. 1992 σελ. 3. 2 Ειδικότερα: α) Στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, άρθρο 536 παρ.1, β) στο άρθρο 98 παρ.1 του ν 2717/1999 «Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας», γ) στο άρθρο 76 π.δ 331/1985 «Κύρωση του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας» και δ) στο άρθρο 49 παρ.3 π.δ 1225/1981 «Περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων». Στις τρεις πρώτες περιπτώσεις, ωστόσο, υπάρχει μία εξαίρεση στην αρχή της μη χειροτέρευσης σε σύγκριση όπως θα δούμε στη συνέχεια με ό,τι ισχύει στο ποινικό δικονομικό δίκαιο. Η εξαίρεση έγκειται στο ότι η απαγόρευση δεν μπορεί να ισχύσει σε περιπτώσεις όπου το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξαφανίζει την πρωτόδικη απόφαση και δικάζει στην ουσία της την υπόθεση ή δυνάμει του μεταβιβαστικού αποτελέσματος εξετάζει αυτεπαγγέλτως όσα έπρεπε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να εξετάσει και δεν το έκανε. 1
εξεταστικής δίκης και στην παντοδυναμία του ανακριτή δικαστή 3. Τότε ήταν συνήθης πρακτική, μετά το πέρας της ανάκρισης, η «δικογραφία» να αποστέλλεται προς γνωμοδότηση σε διάφορες νομικές σχολές με κύριο σκοπό να διαμορφωθεί η χειρότερη δυνατή κατάσταση για τον κατηγορούμενο. Η αντίδραση στην απαράδεκτη αυτή δικαστηριακή πρακτική αποτέλεσε το θεμέλιο λίθο της απαγόρευσης της reformatio in pejus. Αργότερα, η απαγόρευση αναπτύχθηκε σε στα πλαίσια της αρχής του κράτους δικαίου και συνδυάστηκε τόσο με τη διαμορφούμενη αρχή του δεδικασμένου, όσο και με την άποψη που είχε υιοθετηθεί κατά της μεταβλητότητας των δικαστηριακών αποφάσεων, εφόσον αυτές ωφελούσαν τον κατηγορούμενο. Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι σε νομολογιακό επίπεδο η απαγόρευση πρωτοδιατυπώθηκε σε μια γνωμοδότηση - απόφαση του γαλλικού Συμβουλίου της Επικρατείας (1806). Προϊσχύσαν και ισχύον δίκαιο. Στον ελλαδικό χώρο η non reformatio in pejus θεσμοθετήθηκε σε σημαντικά μεταγενέστερο χρόνο σε σύγκριση με άλλες χώρες. Το 1834προστέθηκε στο άρθρο 353 της προϊσχύουσας ποινικής δικονομίας η ακόλουθη διάταξη: «εάν η έφεσις γίνη παρα του καταδικασθέντος, το πλημμελειοδικείον δεν δύναται να καταστήσει χείρονα την θέσιν αυτού». Στο ισχύοντα κώδικα Ποινικής Δικονομίας η απαγόρευση της reformatio in pejus διατυπώνεται στο άρθρο 470 (περιλαμβάνοντας και εξαιρέσεις). Ειδικότερες διατάξεις που αναφέρονται στην εν λόγω αρχή είναι αυτές των άρθρων 524 παρ.2 ΚΠΔ (ως προς το μετά παραπομπή δικαστήριο) και 511 εδ. β ΚΠΔ (που αφορά στη διαδικασία στον Άρειο Πάγο). Σύμφωνα άλλωστε με το ισχύον δίκαιο η παραβίαση της αρχής της non reformatio in pejus συνιστά υπέρβαση εξουσίας που ιδρύει τον κατά το άρθρο 510 παρ.1 περ. Η αναιρετικό λόγο. Τέλος, στον Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα, συναφές είναι το άρθρο 434 ΣΠΚ το οποίο παραπέμπει στις διατάξεις 3 Για όλα αυτά βλ. πολύ πιο αναλυτικά σε Παπαδόπουλου, ο.π σελ. 6 επ. 2
της κοινής ποινικής δικονομίας. Πρόβλημα δημιουργείται, όμως, από το γεγονός ότι οι περιπτώσεις υπέρβασης εξουσίας στον ΣΠΚ αναφέρονται περιοριστικά και σε αυτούς δεν περιλαμβάνεται η χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου, συνεπώς δεν αποτελεί λόγο αναίρεσης 4. 4 Βλ. και τη σχετική ΑΠ 473/1978, ΠΧ 1978, σελ. 603, που δεν έκανε δεκτή αίτηση αναίρεσης που βασιζόταν στη χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου 3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΣΗ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗΣ ΤΗΣ REFORMATIO IN PEJUS 1) ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΙΑΘΕΣΗΣ Η δικαιολόγηση της θέσπισης και της νομοθετικής καθιέρωσης της non reformatio in pejus επιχειρήθηκε τόσο με νομικές κατασκευές (δογματική θεμελίωση) όσο και με προσφυγή σε εξωνομικές έννοιες (μη δογματική θεμελίωση). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η επίκληση της αρχής της διαθέσεως αποτέλεσε απόπειρα δογματικής θεμελίωσης της απαγόρευσης από παλιότερος Γερμανούς και Ιταλούς δικονομολόγους 5. Σύμφωνα με την άποψη αυτών κατά τη διαδικασία των ενδίκων μέσων κατισχύει η αρχή της διαθέσεως 6, με την έννοια ότι η βούληση των διαδίκων και μόνο είναι αυτή που διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην όλη διαδικασία, κατά παρέκκλιση του αξιώματος της αυτεπάγγελτης ενέργειας του δικαστή, που ισχύει κατά την έναρξη της ποινικής δίωξης και στην πρωτοβάθμια διαδικασία. Επομένως, εφόσον τα «ηνία» της διαδικασίας των 5 Βλ. Παπαδόπουλου, ο.π σελ. 21 επ. 6 Να σημειώσουμε, ωστόσο ότι ο όρος «αρχή της διάθεσης», με βάση τα σημερινά δεδομένα της δικονομικής επιστήμης, αντιστοιχεί στην έννοια του όρου «αρχή της επιμέλειας των διαδίκων» που με τη σειρά της αντιτίθεται στον όρο «αρχή της αυτεπάγγελτης ενέργειας». Στον ελλαδικό χώρο υποστηρίχτηκαν, γενικά, διάφορες απόψεις γύρω από την επίμαχη έννοια της «αρχής της διάθεσης»: Ο Τσουκαλάς την ταυτίζει με τη δυνατότητα των διαδίκων να προχωρούν στην επανεξέταση μιας υπόθεσης μέσω μιας νέας διαδικασίας, ενώ ο Καρράς τη συνδέει με τη βούλησή τους να ασκήσουν ή όχι ένα ένδικο μέσο. Ορθότερη άποψη φαίνεται να έχει ο Ανδρουλάκης, ο οποίος υποστηρίζει ότι η άσκηση των ενδίκων μέσων στο ποινικό δικονομικό δίκαιο αποτελεί εξαίρεση από την ευρύτητα της ισχύος της «αρχής της δημόσιας επιμέλειας» και πάντως δεν αποδέχεται η άσκηση των ενδίκων μέσων αποτελεί κατά κυριολεξία έκφανση της αρχής της διάθεσης. 4
ενδίκων μέσων βρίσκονται στα χέρια του κατηγορουμένου, που πάντοτε έχει ως στόχο τη βελτίωση της θέσης του, είναι λογικό να μην μπορεί να επέλθει χειροτέρευση της θέσης του μέσω μιας επί τα χείρω μεταβολής της προσβαλλόμενης απόφασης. Ωστόσο, με βάση και τα σημερινά δεδομένα του νόμου, κρίνεται μάλλον ανεπαρκής η δικαιολόγηση της non reformatio in pejus με βάση την αρχή της διαθέσεως για τους εξής λόγους: α) Αν ισχύει η συγκεκριμένη αρχή στη διαδικασία των ενδίκων μέσων καθίσταται άνευ αντικειμένου η ρητή διάταξη του ισχύοντος Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που προβλέπει την απαγόρευση της χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου. Η ρητή αναφορά του νομοθέτη συνεπάγεται μάλλον τον εξαιρετικό χαρακτήρα της αρχής μέσα σε ένα γενικότερο πλαίσιο όπου ισχύει η αρχή της αυτεπάγγελτης ενέργειας. β) Η αρχή της διάθεσης δε συμβαδίζει με την ισχύουσα διάταξη του άρθρου 469 ΚΠΔ (επεκτατικό αποτέλεσμα), σύμφωνα με την οποία υπό προϋποθέσεις μπορεί να υπάρξει επέκταση του ασκηθέντος ενδίκου μέσου και σε διαδίκους που δεν το άσκησαν. γ) Εφόσον το ένδικο μέσο μπορεί να το ασκήσει και ο εισαγγελέας, και αν υποθέσουμε ότι ισχύει η αρχή της διαθέσεως, θα έπρεπε το δικαστήριο αντιστοίχως να δεσμεύεται από τα αιτήματα του, πράγμα όμως που δε συμβαίνει στην πράξη, αφού ακόμη κι αν ασκήσει έφεση κατά του κατηγορουμένου, το δικαστήριο μπορεί να βελτιώσει τη θέση του 7. 7 Βλ. ενδεικτικά την ΑΠ 327/1955, ΠΧ 1956, σελ.23. 5
2) Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΣΧΕΤΙΚΟΥ ΔΕΔΙΚΑΣΜΈΝΟΥ 8 Σύμφωνα με μία παλαιότερη διδασκαλία, η απαγόρευση της reformatio in pejus, προκειμένου να θεμελιωθεί δογματικά, συνδέθηκε με την αναγνώριση στον κατηγορούμενο ενός οιονεί κεκτημένου δικαιώματος επί της ποινής που του είχε επιβληθεί για την εγκληματική του πράξη 9 (ius quaesitum). Ειδικότερα οι υποστηριχτές της συγκεκριμένης άποψης θεωρούσαν ότι οι αθωωτικές αποφάσεις περιβάλλονταν με ισχύ δεδικασμένου ήδη από τη δημοσίευσή τους ενόψει του ότι τότε οι αθωωτικές αποφάσεις δεν υπόκεινταν σε κανένα ένδικο μέσο. Αντίστοιχα, για τις καταδικαστικές αποφάσεις είχε δημιουργηθεί μία ιδιόμορφη θεωρητική κατασκευή σύμφωνα με την οποία αυτές ήταν ταυτόχρονα και καταδικαστικές (εφόσον επέβαλλαν ποινική κύρωση στον κατηγορούμενο), αλλά και αθωωτικές (στο μέτρο που δεν του επέβαλαν αυστηρότερη ποινή σε σχέση με αυτή που είχε ήδη καταγνωστεί) 10. Αυτό ακριβώς το αθωωτικό «κομμάτι» της καταδικαστικής απόφασης περιβαλλόταν την ισχύ δεδικασμένου, ώστε να μην 8 Όπως αναφέρει ο Καρράς: Η Θεωρητική Θεμελίωσις της Απαγορεύσεως της reformatio in pejus εν τη Ποινική Διαδικασία, ΠΧ1968, σελ. 327), γενικά μία απόφαση παράγει δεδικασμένο όταν δεν μπορεί να προσβληθεί με κάποιο ένδικο μέσο. Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβαίνει είτε επειδή τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν άσκησαν ένδικο μέσο είτε επειδή το ένδικο μέσο που ασκήθηκε προσβάλλει ορισμένο ή ορισμένα μόνο κεφάλαια της πρωτοβάθμιας απόφασης. Στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για το λεγόμενο απόλυτο δεδικασμένο, ενώ στη δεύτερη για το σχετικό δεδικασμένο. Περαιτέρω, η έννοια του σχετικού δεδικασμένου έγινε αντικείμενο επεξεργασίας από παλαιότερους θεωρητικούς (βλ. Παπαδόπουλο, ο.π σελ. 36), οι οποίοι το διέκριναν ανάμεσα σε αντικειμενικό και υποκειμενικό σχετικό δεδικασμένο. Το πρώτο επέρχεται όταν ένα τμήμα κεφάλαιο της απόφασης καθίσταται απρόσβλητο με ένδικα μέσα, ενώ η απόφαση ως προς τα λοιπά κεφάλαιά της είναι δυνατό να μεταβληθεί. Υποκειμενικό σχετικό δεδικασμένο υπάρχει, όταν ένας διάδικος έχει απολέσει για κάποιο λόγο (π.χ παρέλευση νόμιμης προθεσμίας για έναν μόνο κατηγορούμενο, στην περίπτωση που αυτός ήταν παρών κατά την έκδοση της απόφασης, ενώ ο συγκατηγορούμενος του όχι) το δικαίωμα άσκησης του ενδίκου μέσου, ενώ άλλος διάδικος ή ο εισαγγελέας δικαιούνται ακόμη να προσβάλλουν την απόφαση. 9 Καρράς, ο.π, σελ.328, Παπαδόπουλος, ο.π, σελ.34). 10 Με μια πρώτη ματιά, παρατηρούμε βέβαια ότι η συγκεκριμένη κατασκευή δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να ισχύσει στην περίπτωση που το δικαστήριο εξαντλώντας την αυστηρότητά του επιβάλλει την ανώτερη ποινή που προβλέπεται στο νόμο. 6
είναι δυνατή η χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου. Ωστόσο και η συγκεκριμένη θεωρία φαίνεται ότι αδυνατεί να αποτελέσει πλέον ισχυρή δογματική βάση της non reformation in pejus, για τους εξής κυρίως λόγους: Πρώτον, σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό καθεστώς που διέπει το ποινικό δικονομικό δίκαιο, και οι αθωωτικές αποφάσεις υπόκεινται σε έφεση και σε αναίρεση είτε από τον κατηγορούμενο είτε από τον εισαγγελέα (άρθρα 486 και 506 ΚΠΔ). Δεύτερον, οι ισχύουσες αντιλήψεις δεν μπορούν να κάνουν εύκολα δεκτή την κατασκευή του διπλού χαρακτήρα της καταδικαστικής απόφασης. Τρίτον, όπως και στη θεωρία της αρχής της διαθέσεως, το επεκτατικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων που αναγνωρίζει ο ισχύων Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (άρθρο 469) έρχεται σε αντίθεση με το λεγόμενο υποκειμενικό σχετικό δεδικασμένο. Το τελευταίο δεν μπορεί να ισχύσει, αναιρείται ουσιαστικά, από τη στιγμή που η δικαστική απόφαση μπορεί να αφορά και τους κατηγορουμένους που δεν άσκησαν ένδικο μέσο, παρόλο που προς αυτούς η απόφαση ήταν τελεσίδικη. Εξάλλου, η σχετική τελεσιδικία καταρρίπτεται και από το γεγονός ότι παρέχεται και στον εισαγγελέα να ασκήσει ένδικο μέσο κατά της απόφασης σε βάρος του κατηγορουμένου. Όπως παρατηρεί ο Παπαδόπουλος 11, αν θεωρήσουμε ως δεδομένο ότι το σχετικό υποκειμενικό δεδικασμένο συνεπάγεται την αδυναμία μεταβολής της απόφασης σε βάρος του μη ασκούντος ένδικο μέσο, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η άσκηση του ενδίκου μέσου από τον εισαγγελέα δεν πρέπει να επηρεάζει την θέση του κατηγορουμένου. Κάτι τέτοιο όμως σε καμιά περίπτωση δεν ανταποκρίνεται στα δεδομένα του Κώδικα ούτε στη βούληση του νομοθέτη. 11 Ο.π σελ. 36-37. 7
3) ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗ ΦΥΣΗ ΤΩΝ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ Στα πλαίσια της γενικότερης προσπάθειας δογματικής δικαιολόγησης της απαγόρευσης της reformatio in pejus αναπτύχθηκε και η άποψη ότι η συγκεκριμένη αρχή απορρέει από την ίδια φύση των ενδίκων μέσων ως λογική συνέπεια. Με βασική σκέψη ότι τα ένδικα μέσα εξυπηρετούν το συμφέρον του κατηγορουμένου (προστατευτική λειτουργία) θεωρήθηκε ότι η απαγόρευση της reformatio in pejus εμπεριέχεται στην έννοιά τους. Ειδικότερα, η συγκεκριμένη άποψη βρήκε έρεισμα στην έννοια του εννόμου συμφέροντος (όρος του παραδεκτού του ενδίκου μέσου): έκδοση τυχόν δυσμενέστερης απόφασης έρχεται σε αντίθεση με το έννομο συμφέρον του κατηγορουμένου, αναιρώντας το στην ουσία εκ των υστέρων. Αντίκρουση της συγκεκριμένης θεώρησης μπορεί να στοιχειοθετηθεί με βάση δύο βασικά επιχειρήματα. Πρώτον, η ανωτέρω άποψη άμεσα συνεπάγεται την ισχύ της απαγόρευσης της reformatio in pejus για κάθε ασκούμενο ένδικο μέσο, γεγονός όμως που δεν συνάδει με τις ισχύουσες διατάξεις (για παράδειγμα η αρχή δεν ισχύει όταν προσβάλλεται με ένδικο μέσο βούλευμα, βλ. 318 περ. β ΚΠΔ σε συνδυασμό με εξ αντιδιαστολής επιχείρημα από 470 ΚΠΔ). Με άλλα λόγια, η ανελαστικότητα της «φύσης» των ενδίκων μέσων δεν μπορεί να συμπαρασύρει και την αρχή της απαγόρευσης χειροτέρευσης, η οποία με νομοθετική επιλογή υπόκειται σε εξαιρέσεις. Δεύτερον, λανθασμένα μάλλον συνδέεται η «φύση» των ενδίκων μέσων αποκλειστικά με την προστατευτική τους λειτουργία, γεγονός που καταφαίνεται από τη δυνατότητα άσκησης του ενδίκου μέσου από τον εισαγγελέα σε βάρος του κατηγορουμένου, στην περίπτωση της οποίας φαίνεται να προάγεται η εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος μέσω της έκδοσης ορθών δικαστικών αποφάσεων 12 13. 12 Βλ. Παπαδόπουλο, ό.π., σελ. 34. 8
4) Η ΙΔΕΑ ΤΗΣ ΕΠΙΕΙΚΕΙΑΣ Η διαπιστούμενη ανεπάρκεια των προαναφερόμενων απόψεων να αποτελέσουν σταθερές δικαιολογητικές βάσεις της αρχής της μη χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου μας οδηγεί να αναζητήσουμε τη λύση σε εξωνομικές (μη δογματικές έννοιες). Στη σύγχρονη, λοιπόν, δικονομική επιστήμη, υπερισχύει η άποψη που συνδέει τη δικαιολόγηση της αρχής με την αρχή της επιείκειας. Σύμφωνα με αυτήν τη σκέψη, κύριος λόγος θέσπισης της αρχής είναι η άρση της ψυχολογικής πίεσης του κατηγορουμένου που δημιουργείται ενόψει της πιθανότητας χειροτέρευσης της θέσης του κατά την εκδίκαση του ενδίκου μέσου 14. Ειδικότερα, με δεδομένο ότι η εκάστοτε δικαιοδοτική κρίση δεν είναι αλάνθαστη, παρέχεται στον κατηγορούμενο το δικαίωμα άσκησης ενδίκων μέσων 15, προκειμένου η υπόθεση να εκδικαστεί από δικαστήριο ανώτερο που παρέχει περισσότερα εχέγγυα ευθυκρισίας. Η πιθανότητα όμως να χειροτερεύσει η θέση του κατηγορουμένου από την απόφαση του ανώτερου δικαστηρίου θα οδηγούσε ουσιαστικά σε κατάργηση των ενδίκων μέσων ο ορατός κίνδυνος δυσμενέστερης μεταχείρισης του κατηγορουμένου αποδυναμώνει την ίδια την έννοια του δικαιώματος άσκησης ενδίκου μέσου. Με άλλα λόγια, υπάρχει αντιφατικότητα ανάμεσα στην αναγνώριση των ενδίκων μέσων και τη χειροτέρευση της θέσεως του 13 Ως δικλείδα, βέβαια, στην αναφερόμενη δυνατότητα του εισαγγελέα να εφεσιβάλλει αθωωτική απόφαση, δυνατότητα που ασφαλώς θίγει το συμφέρον του κατηγορουμένου, θεσπίζεται η ρητή απαίτηση για ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (άρθρο 486 3 ΚΠΔ). 14 Βλ. Παπαδόπουλο, ό.π., σελ. 39. 15 Όπως αναφέρει ο Παπαδόπουλος, η έφεση και τα υπόλοιπα ένδικα μέσα κατά την ορθότερη εκδοχή δεν εξυπηρετούν κατ αρχήν το ιδιωτικό συμφέρον του κατηγορουμένου, αλλά το δημόσιο συμφέρον και συγκεκριμένα την ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Βέβαιο είναι πως οι ανωτέρω εξυπηρετούμενοι σκοποί δεν αποτελούν και λόγους καθιέρωσης της αρχής της non reformatio in pejus. 9
κατηγορουμένου 16. Εξάλλου, υποστηρίζεται 17 ότι η επιείκεια αποτελεί έκφανση ανθρωπιστικών και εγκληματολογικών σταθμίσεων, οι οποίες συνίστανται αφενός στην παροχή εγγυήσεων, αφετέρου στην εξασφάλιση προστασίας στον κατηγορούμενο, ώστε να μην αποθαρρύνεται στην προσπάθεια βελτίωσης της θέσης του μέσω της άσκησης ενός ενδίκου μέσου. Αξίζει να σημειώσουμε στο σημείο αυτό ότι η (εξωνομική) έννοια της επιείκειας δεν είναι άγνωστη, αντιθέτως τη συναντούμε τόσο στο χώρο του ποινικού δικονομικού όσο και στο χώρο του ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Συγκεκριμένα, στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας υπάρχουν τρεις χαρακτηριστικές περιπτώσεις επιεικούς μεταχείρισης του κατηγορουμένου: α) Στο άρθρο 369 παρ. 3 ΚΠΔ παρέχεται το δικαίωμα να μιλήσει τελευταίος ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του, ενώ η παραβίαση αυτού του δικαιώματος επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, β) Περίπτωση νομοθετημένης επιείκειας αποτελεί και το επεκτατικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων, κατά το οποίο τα ευνοϊκά αποτελέσματα της δικαστικής απόφασης επέρχονται υπό προϋποθέσεις και στους συγκατηγορούμενους που δεν άσκησαν ένδικο μέσο, γ) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 514 εδ. γ ΚΠΔ, σε περίπτωση μη εμφάνισης του κατηγορουμένου, η αναίρεσή του δεν θα απορριφθεί ως ανυποστήριχτη αλλά θα εφαρμοστεί ο τυχόν επιεικέστερος νόμος που ισχύει μετά τη δημοσίευση της απόφασης που αναιρεσιβλήθηκε. Στο χώρο του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, το άρθρο 2 παρ. 1 Π.Κ. ορίζει ότι θα εφαρμοστεί ο επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο νόμος που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι την αμετάκλητη εκδίκασή της, διάταξη που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη γενική αρχή του δικαίου ότι ο νόμος ορίζει για το μέλλον και δεν έχει αναδρομική 16 Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Καρράς (ό.π., σελ. 329), νομοθέτης που και ένδικα μέσα θεσπίζει και τη δυνατότητα χειροτέρευσης αποδέχεται εμφανίζει ως «αφαιρών δια της μιας χειρός ό,τι δια της ετέρας είχε δώσει». 17 Καρράς, ό.π., σελ. 329. 10
δύναμη (άρθρο 2 Α.Κ.). Περιπτώσεις δικαστικής επιείκειας που επιβάλλεται από το ίδιο το γράμμα του νόμου αποτελούν επίσης αυτές των άρθρων 42 παρ. 3 Π.Κ. (:όπου η απόπειρα μπορεί να κριθεί ως ατιμώρητη), 43 παρ. 2 Π.Κ. (:όπου ο ευήθης που προέβη σε απρόσφορη απόπειρα παραμένει ατιμώρητος), 227 παρ. 3 Π.Κ. (:όπου είναι δυνατή η απαλλαγή του δράστη ψευδορκίας ή ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης, αν τις τέλεσε με σκοπό να αποφύγει την ποινική ευθύνη ο ίδιος ή οικείος του), 302 παρ. 2 Π.Κ. (:όπου είναι δυνατή η απαλλαγή του υπαιτίου της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, αν το θύμα αυτής είναι οικείος του). Ασφαλώς και η δικαιολόγηση της θέσπισης της non reformatio in pejus στην έννοια της επιείκειας συναντά θεωρητικές αντιρρήσεις. Μία από αυτές σχετίζεται με την υπάρχουσα δυνατότητα άσκησης ενδίκων μέσων από τον εισαγγελέα, η οποία εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να συνδέεται με την έννοια της επιείκειας. Πράγματι, ο εισαγγελέας ως δικαστικός λειτουργός δεν χρειάζεται καμία νομοθετημένη επιείκεια προκειμένου να αρθεί το «ψυχολογικό βάρος» ή ο «ενδοιασμός» του να προσβάλει μία απόφαση με ένδικο μέσο. Και η αντίρρηση αυτή ωστόσο αποκρούεται 18 από το συλλογισμό ότι εκείνο μόνο το μέρος της πρωτοβάθμιας απόφασης μεταβιβάζεται για δικαστική κρίση κατά τη διαδικασία εκδίκασης του ενδίκου μέσου, το οποίο προσβάλλεται με αυτό (μεταβιβαστικό αποτέλεσμα). Επίσης, υποστηρίζεται ως επιχείρημα κατά της αρχής της επιείκειας ότι μέσω αυτής ενθαρρύνεται ο κατηγορούμενος να ασκεί καταχρηστικά τα ένδικα μέσα, γεγονός που με τη σειρά του αυξάνει το φόρτο εργασίας των δικαστικών λειτουργών και δυσχεραίνει την ομαλή λειτουργία των δικαστηρίων. Ωστόσο, είναι προφανές ότι ελλείψεις σε οργανωτικό επίπεδο και υποδομές αντιμετωπίζονται αποκλειστικά με μέτρα της συντεταγμένης πολιτείας και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να φτάνουν σε σημείο προσβολής δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. 18 Από τον Ανδρουλάκη,Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, σελ. 204-205. 11
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Η ΕΚΤΑΣΗ ΙΣΧΥΟΣ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ NON REFORMATIO IN PEJUS Απόλυτη και σχετική απαγόρευση Ο απόλυτος ή σχετικός χαρακτήρας της απαγόρευσης της reformatio in pejus δεν μπορεί να συναχθεί από την απλή ανάγνωση των σχετικών άρθρων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (470, 524 2, 318 εδ. β ΚΠΔ). Ο νομοθέτης δε φάνηκε διατεθειμένος να καταγράψει ρητά τη βούλησή του για ισχύ απόλυτου ή σχετικού χαρακτήρα στην απαγόρευση, επομένως ο συγκεκριμένος διαχωρισμός αποτέλεσε ζήτημα που απασχόλησε αποκλειστικά την επιστήμη. Και ασφαλώς, είναι αδιαμφισβήτητο ότι η υπερίσχυση απόλυτης ή σχετικής απαγόρευσης σε πρακτικό επίπεδο αποτελεί θέμα μείζονος σημασίας για τον ίδιο τον κατηγορούμενο, αφού ανάλογα με την άποψη που θα υιοθετηθεί προκύπτουν και διαφορετικά αποτελέσματα ως προς την κατάφαση ή μη χειροτέρευση της θέσης του. Αν ανατρέξει κανείς στα πρακτικά της αναθεωρητικής επιτροπής του Σχ. ΚΠΔ (1940) 19, θα διαπιστώσει ότι τελικά υιοθετήθηκε ο απόλυτος χαρακτήρας της απαγόρευσης, σε αντίθεση με το αρ. 480 Σχ. ΚΠΔ (1934) που υιοθετούσε το σχετικό χαρακτήρα. Στο σημείο αυτό, ωστόσο, οφείλουμε να προβούμε σε ορισμένες διευκρινίσεις. Πρώτον, ο απόλυτος χαρακτήρας της απαγόρευσης σχετίζεται αποκλειστικά με την έκταση της έννοιας της χειροτέρευσης και όχι με 19 Βλ. Παπαδόπουλο, ό.π., σελ. 60, όπου αναφέρεται επίσης ότι αυτός που πρότεινε το αμιγές σύστημα ήταν ο Τσουκαλάς. 12
τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 470 ΚΠΔ 20. Αν συνέβαινε το δεύτερο, θα ήταν απαγορευμένη οποιαδήποτε χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου, είτε κατά την άσκηση των ενδίκων μέσων στην προδικασία, είτε κατά την άσκησή τους στην κύρια διαδικασία. Η άποψη της συλλήβδην εφαρμογής της αρχής πάντως δεν ενθαρρύνεται πρωτίστως από την ίδια τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 470 ΚΠΔ 21. Δεύτερον, αναφερόμενοι στον «απόλυτο» χαρακτήρα, εννοούμε α) ότι χειροτέρευση (με την έννοια του άρθρου 470 ΚΠΔ και τις γνωστές προαναφερθείσες συνέπειες) υφίσταται όχι μόνο στην περίπτωση που μεταβάλλεται επί τα χείρω το διατακτικό της απόφασης (ποινική μεταχείριση του δράστη), αλλά και το αιτιολογικό της (νομικός χαρακτηρισμός της πράξης) β) ότι στην έννοια της χειροτέρευσης εμπεριέχεται και η ανάκληση των τυχόν δοθέντων ευεργετημάτων (π.χ. αναστολή, μετατροπή της ποινής). Να σημειώσουμε ότι στο θέμα της ισχύος του απόλυτου χαρακτήρα της απαγόρευσης 22 υπάρχει σύγκλιση θεωρίας 23 και νομολογίας 24, αποδεχόμενες 20 Παπαδόπουλος, ό.π., σελ. 59. 21 Για τις προϋποθέσεις εφαρμογής και ειδικότερα για την υποκειμενική και αντικειμενική έκταση της απαγόρευσης θα γίνει λόγος στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο. 22 Σε αντίθεση με την επιλογή του Έλληνα νομοθέτη, σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες υιοθετήθηκε τελικά ο σχετικός χαρακτήρας της απαγόρευσης και εκφράστηκε με αντίστοιχη ρητή διατύπωση στο νόμο (άρθρο 515 Ιταλικού ΚΠΔ και παράγραφος 331 Γερμανικού ΚΠΔ). 23 Ενδεικτικά αναφέρουμε το Ζησιάδη (Ποιν. Δικ. τεύχος γ, σελ. 105), τον Παπασπύρου (Το ένδικον μέσον της έφεσης, 1955, σελ. 216), τον Κων. Μπουρόπουλο (ΠΧ 1952, σελ. 120), την Ψαρούδα-Μπενάκη (Γνμ. ΠΧ 1982, σελ. 87), τον Καρρά (Ποιν. Δικ. Δίκαιον, έκδ. β, 1998, σελ. 746), τον Μαργαρίτη (Ποινική Δικονομία-Ένδικα Μέσα, 2005, σελ. 376). 24 Ενδεικτικά ΑΠ 140/1953, ΠΧ 1953, σελ. 317, ΑΠ 14/1960, ΠΧ 1960, σελ. 189, ΑΠ 1929/2002, ΠΧ 2003, σελ. 715. Υπήρξαν, ωστόσο, και αποφάσεις του Ακυρωτικού (ΑΠ 432/1951, ΠΧ 1952, σελ. 16, ΑΠ 165/1954, ΠΧ 1954, σελ. 347), οι οποίες δέχονταν ότι δε χειροτερεύει η θέση του καταδικασθέντος, όταν το Εφετείο χαρακτηρίσει βαρύτερα την πράξη, εφόσον όμως δεν επέβαλε μεγαλύτερη ποινή. 13
ουσιαστικά την παροχή πληρέστερης κατ αποτέλεσμα προστασίας στον ασκήσαντα ένδικο μέσο. Είναι αναμφίβολο ότι ο απόλυτος χαρακτήρας της απαγόρευσης συνάδει περισσότερο με την ιδέα της επιείκειας ως δικαιολόγησης θέσπισης της αρχής της μη χειροτέρευσης, στο βαθμό που εξαφανίζει και τον παραμικρό ενδοιασμό που θα είχε ο κατηγορούμενος κατά την άσκηση του ενδίκου μέσου ενόψει της επιβάρυνσης της νομικής του θέσης και τελικά εξυπηρετεί την ανάγκη ιδίως σήμερα ευρύτερης δικονομικής προστασίας. Έκταση εφαρμογής της αρχής Αφού προηγήθηκε η αναφορά μας στο περισσότερο θεωρητικό ζήτημα του απόλυτου ή σχετικού χαρακτήρα της απαγόρευσης, κρίνεται σκόπιμο στο σημείο αυτό να αναλύσουμε την έκταση εφαρμογής της αρχής με βάση τη γραμματική και τελολογική ερμηνεία της διάταξης και σε άλλα δύο, περισσότερο πρακτικά, επίπεδα: α) Σε υποκειμενικό επίπεδο, δηλαδή αναφορικά με τα πρόσωπα που δικαιούνται στην άσκηση ενδίκου μέσου, συνάμα όμως προστατεύονται από την αρχή της μη χειροτέρευσης, β) Σε αντικειμενικό επίπεδο, δηλαδή i) ποια είναι τα ένδικα μέσα (γνήσια ή οιονεί) ή ένδικα βοηθήματα, η άσκηση των οποίων συνεπάγεται ταυτόχρονα και την ισχύ της διάταξης του 470 ΚΠΔ υπέρ του κατηγορουμένου, ii) ποιες είναι οι ειδικότερες περιπτώσεις έτσι όπως αυτές τυχόν εμφανίζονται κατά τη δικαστηριακή πρακτική στις οποίες μπορεί να ενεργοποιηθεί η συγκεκριμένη απαγόρευση α) Υποκειμενική έκταση εφαρμογής της non reformatio in pejus Σύμφωνα με τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 470 ΚΠΔ, η αρχή εφαρμόζεται όταν το ένδικο μέσο ασκείται «από εκείνον που καταδικάστηκε ή υπέρ αυτού». Αυτό σημαίνει ότι το ένδικο μέσο μπορεί να ασκηθεί από τον κατηγορούμενο αυτοπροσώπως ή μέσω αντιπροσώπου (όπως άλλωστε προβλέπει 14
και το άρθρο 465 παρ. 1 εδ. α, που απαιτεί βέβαια και την ύπαρξη εντολής κατά τους όρους του άρθρου 6 παρ. 2). Άλλα πρόσωπα περιοριστικά αναφερόμενα στο νόμο τα οποία δικαιούνται σε άσκηση ενδίκου μέσου «υπέρ του κατηγορουμένου» είναι τα εξής 25 : α) Ο παραστάς στη συζήτηση συνήγορος του κατηγορουμένου (άρθρο 465 παρ. 2 εδ. α ΚΠΔ) και σε περίπτωση προσώπου που τελεί υπό δικαστική συμπαράσταση, ο νόμιμος συμπαραστάτης του (άρθρο 465 παρ. 2 εδ. α περ. β ΚΠΔ), β) Οι συγγενείς του κατηγορουμένου, με τις διακρίσεις βέβαια και τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 465 παρ. 2 εδ. β ΚΠΔ. Να παρατηρήσουμε στο σημείο αυτό ότι η δεύτερη παράγραφος κάνει ρητά λόγο για καταδικαστική απόφαση 26, δηλώνοντας έτσι την εξαιρετικότητα της ρύθμισης, γ) Ο εισαγγελέας. Ως προς αυτόν, η δυνατότητα άσκησης ενδίκου μέσου υπέρ του κατηγορουμένου προκύπτει τόσο από τη διάταξη του άρθρου 497 παρ. 3 ΚΠΔ εμμέσως, όσο και γενικότερα από τη νομική του θέση 27. Ως δικαστικός λειτουργός και αυτός συμβάλλει στην ορθή εφαρμογή του νόμου και στην ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας μέσω της άσκησης ενδίκων μέσων και στην περίπτωση αυτή το έννομο συμφέρον τεκμαίρεται. Το ότι το ένδικο μέσο ασκείται σε όφελος του κατηγορουμένου μπορεί είτε να συναχθεί από το όλο περιεχόμενο της σχετικής έκθεσης είτε να προκύπτει σαφώς από ρητή δήλωση του εισαγγελέα. Τέλος, να σημειώσουμε ότι αν το ένδικο μέσο ασκηθεί σε βάρος του κατηγορουμένου από τον εισαγγελέα, το δικαστήριο δε δεσμεύεται και μπορεί να βελτιώσει τη θέση του κατηγορουμένου, όπως επίσης και να τη χειροτερέψει όπως θα εξετάσουμε σε μεταγενέστερο κεφάλαιο. 25 Βλ. και Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 368, Παπαδόπουλο, ό.π., σελ. 224 επ. 26 Ως καταδικαστική απόφαση θεωρείται αυτή που αναγνωρίζει ενοχή και επιβάλλει ποινή. (Βλ. Μαργαρίτη-Ζαχαριάδη, Εφαρμοσμένη Ποινική Δικονομία, Νομική Βιβλιοθήκη, 2002, σελ. 160). 27 Παπαδόπουλος, ό.π., σελ. 224. 15
Παρά τη συγκεκριμένη γραμματική διατύπωση του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ορθότερη είναι η άποψη που τάσσεται υπέρ της αναλογικής εφαρμογής του άρθρου 470 ΚΠΔ και υπέρ των άλλων διαδίκων εκτός του κατηγορουμένου που άσκησαν ένδικο μέσο 28. Η ερμηνεία αυτή θεωρείται μάλλον αναγκαία ενόψει της ταυτότητας του νομικού λόγου, της νομικής θέσης των λοιπών διαδίκων, αλλά της αρχής της επιείκειας που διαπνέει στο σύνολό της τη λειτουργία των ενδίκων μέσων. Πιο συγκεκριμένα, γίνεται δεκτό ότι η αρχή της μη χειροτέρευσης εφαρμόζεται και όταν το ένδικο μέσο ασκούν: i) ο αστικώς υπεύθυνος, ii) ο πολιτικώς ενάγων, iii) ο τρίτος. Προκειμένου να έχει τη δυνατότητα ο αστικώς υπεύθυνος να ασκήσει ένδικο μέσο, θα πρέπει να έχει παρασταθεί στην επ ακροατηρίω συζήτηση, όπως ορίζει το άρθρο 467 ΚΠΔ 29. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, ο αστικώς υπεύθυνος μπορεί να ασκήσει όσα ένδικα μέσα αναγνωρίζονται και στον κατηγορούμενο. Αυτό σημαίνει ότι ο νομοθέτης αναγνωρίζει τον παρακολουθηματικό χαρακτήρα της ευθύνης του αστικώς υπευθύνου έναντι της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου και εφόσον ο τελευταίος έχει το απαιτούμενο κατ άρθρο 462 ΚΠΔ έννομο συμφέρον, τεκμαίρεται ουσιαστικά ότι το έχει και ο αστικώς υπεύθυνος. Ο παρεπόμενος αυτός χαρακτήρας της ευθύνης δεν επηρεάζει, ωστόσο, τη θεσπιζόμενη αυτοτέλεια του ενδίκου μέσου που ασκεί ο αστικώς υπεύθυνος, όπως αυτή διαφαίνεται στο β εδάφιο του άρθρου 467 ΚΠΔ, κατά το οποίο «το δικαίωμα του αστικώς υπευθύνου δεν αναιρείται, αν ο κατηγορούμενος εναντιωθεί ή αν παραιτηθεί από το ένδικο μέσο που άσκησε». Αναφορικά με το ζήτημα της χειροτέρευσης που μας ενδιαφέρει, στο τρίτο και τελευταίο εδάφιο του προαναφερθέντος άρθρου αναγνωρίζεται η επέκταση του ενδίκου μέσου που 28 Βλ. Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 368. 29 Βλ. Παπαδόπουλο, ό.π., σελ. 225. Εξ αντιδιαστολής προκύπτει ότι ο αστικώς υπεύθυνος δεν μπορεί να ασκήσει ένδικο μέσο κατά την προδικασία, αφού ακόμα δεν έχει αποκτήσει την ικανότητα διαδίκου. 16
ασκεί ο αστικώς υπεύθυνος και στον κατηγορούμενο που δεν το έχει ασκήσει 30, από το γεγονός αυτό όμως δεν μπορεί να χειροτερεύσει η θέση του τελευταίου. Κατά μείζονα λόγο, λοιπόν, με δεδομένη και την παρακολουθηματική σχέση μεταξύ αυτών των δύο διαδίκων της ποινικής δίκης, δεν επιτρέπεται να χειροτερεύσει ούτε η θέση του αστικώς υπευθύνου. Σε πρακτικό επίπεδο, χειροτέρευση θα αποτελούσε η επιδίκαση μεγαλύτερης χρηματικής αποζημίωσης σε όφελος του πολιτικώς ενάγοντος και σε βάρος του αστικώς υπευθύνου. Παρόλο που από το νόμο παρέχεται στον πολιτικώς ενάγοντα το δικαίωμα άσκησης ενδίκων μέσων υπό ορισμένες προϋποθέσεις 31, δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που να επεκτείνει την ισχύ της απαγόρευσης και σε αυτόν. Με δεδομένο, όμως, ότι η πολιτική αγωγή αποτελεί ενσωμάτωση στην ποινική δίκη μιας αξίωσης που ο παθών θα μπορούσε να ασκήσει στα πολιτικά δικαστήρια 32, συνάγουμε το συμπέρασμα ότι η αρχή του άρθρου 470 ΚΠΔ μπορεί να εφαρμοστεί αναλογικά και για τον πολιτικώς ενάγοντα. Άλλωστε, θα ήταν παράδοξο να στερείται ο διάδικος αυτός, στο ακροατήριο του ποινικού δικαστηρίου, της προστασίας που θα απολάμβανε στη συζήτηση του ενδίκου μέσου στην πολιτική δίκη, όπου η αρχή της μη χειροτέρευσης του εκκαλούντος πηγάζει ευθέως από το άρθρο 536 παρ. 1 ΚΠολΔ. Χειροτέρευση της θέσης του πολιτικώς ενάγοντος μπορεί να επέλθει στις αθωωτικές αποφάσεις όταν το δικαστήριο, επιλαμβανόμενο της σχετικής αίτησης του κατηγορουμένου, επιβάλλει σε αυτόν μεγαλύτερο ποσό αποζημίωσης ή εξόδων (άρθρο 71 ΚΠΔ). Στις καταδικαστικές αποφάσεις, ως 30 Βλ. άρθρα 468, 486 παρ.1β, 488, 492, 504 παρ. 3, 505 περ. γ και 506 περ. γ ΚΠΔ. 31 Κατά τον Παπαδόπουλο, ό.π., σελ. 226, πρόκειται για μια περίπτωση ιδιάζοντος επεκτατικού αποτελέσματος, το οποίο διαφοροποιείται ουσιωδώς σε σχέση με εκείνο που καθιερώνεται στο άρθρο 469 ΚΠΔ. 32 Βλ. Ψαρούδα-Μπενάκη, Η πολιτική αγωγή στην ποινική δίκη, εκδ. 1982, σελ. 12. 17
χειροτέρευση νοείται η επιδίκαση από το δικαστήριο μικρότερου ποσού αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης σε σύγκριση με αυτό που επιδίκασε το πρωτόδικο δικαστήριο. Τέλος, ως προς τον τρίτο, χορηγείται και σε αυτόν το δικαίωμα άσκησης ενδίκων μέσων, μέσω του άρθρου 492 ΚΠΔ, το οποίο παραπέμπει στα άρθρα 310 παρ. 2 και 373 ΚΠΔ. Και στην περίπτωση αυτή επιτρέπεται η επέκταση της ισχύος της απαγόρευσης με δικαιολογητική βάση και πάλι τη διάταξη του άρθρου 536 παρ. 1 ΚΠολΔ. β) Αντικειμενική έκταση εφαρμογής της non reformatio in pejus Όπως έχει ήδη προαναφερθεί, η ενεργοποίηση της αρχής που αποτυπώνεται στο άρθρο 470 ΚΠΔ απαιτεί σωρευτικά τη συνδρομή δύο βασικών προϋποθέσεων: α) Άσκηση ενδίκου μέσου κατά απόφασης, β) το ένδικο μέσο να στρέφεται κατά καταδικαστικής (και όχι αθωωτικής) απόφασης. Καθεμία ξεχωριστά, πάντως, από τις παραπάνω προϋποθέσεις χρήζει περαιτέρω ερμηνείας, προκειμένου να οριοθετηθεί τελικά η αντικειμενική έκταση εφαρμογής της αρχής. Δύο είναι τα ειδικότερα ζητήματα που απορρέουν από την πρώτη ως άνω προϋπόθεση: Πρώτον, αν επιτρέπεται αβίαστα να αχθούμε στο συμπέρασμα εξ αντιδιαστολής ότι η αρχή της μη χειροτέρευσης δεν ισχύει στο χώρο των βουλευμάτων. Δεύτερον, αν η συγκεκριμένη αρχή μπορεί να επεκταθεί, εκτός από τις περιπτώσεις των γνήσιων ενδίκων μέσων (κατά το άρθρο 462 ΚΠΔ η έφεση και η αναίρεση) και στα λεγόμενα οιονεί ένδικα μέσα και ένδικα βοηθήματα. 18
Ως προς το πρώτο ζήτημα, με βάση το ισχύον νομικό καθεστώς 33, είναι δυνατή η χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου επί ενδίκων μέσων κατά βουλευμάτων. Εκτός από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 470 ΚΠΔ, στην άποψη αυτή οδηγούμαστε κυρίως από δύο άλλες διατάξεις του Κώδικα και συγκεκριμένα αυτές του 318 εδ. β και 485 παρ. 1 ΚΠΔ. Η πρώτη αναφέρει ρητά ότι η εξουσία του συμβουλίου εφετών δεν περιορίζεται καθόλου, ακόμη και όταν ασχολείται με την υπόθεση ύστερα από έφεση του κατηγορουμένου. Εξάλλου, το άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠΔ παραπέμπει ρητά στην παρ. 1 και όχι στην παρ. 2 του άρθρου 524 34, η οποία (παρ. 2) καθιερώνει τη δέσμευση του δικαστηρίου της παραπομπής από την αρχή του 470 ΚΠΔ. Άλλωστε, κατά το διάγραμμα του Σχ. ΚΠΔ, αναγνωριζόταν στο Συμβούλιο Εφετών η εξουσία «να χαρακτηρίσει βαρύτερο το κακούργημα, εφόσον ο χαρακτηρισμός αυτός δε δεσμεύει ως γνωστόν το δικαστήριον της ουσίας εν τω οποίω και επιβαρυντικά ζητήματα προκύψαντα εκ της διαδικασίας, δύνανται να τεθώσιν». Σχετική ρύθμιση υπήρχε και στην αιτιολογική έκθεση για το άρθρο 305 Σχ. ΚΠΔ, όπου αναφερόταν ρητά «το Συμβούλιο Εφετών δύναται να χειροτερεύει την θέσιν του κατηγορουμένου και όταν επιλαμβάνεται της υποθέσεως συνεπεία εφέσεως του κατηγορουμένου». Καθίσταται επομένως αναντίρρητο ότι βάσει του ισχύοντος νομικού καθεστώτος και de lege data είναι επιτρεπτή η χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου κατά τη διαδικασία των δικαστικών συμβουλίων και αυτό γίνεται δεκτό τόσο από την επιστήμη 35 όσο και παγίως από τη νομολογία 36. 33 Στο προϊσχύσαν σύστημα υπήρχε αμφισβήτηση ως προς το θέμα της ισχύος της non reformatio in pejus στο χώρο των βουλευμάτων, καθώς είχε υποστηριχτεί τόσο η θετική όσο και η αρνητική άποψη. Κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες του νέου Κώδικα. 34 Να σημειώσουμε μάλιστα ότι πριν το ν. 3160/2003 το άρθρο 485 παρ.1 παρέπεμπε ρητά και στη διάταξη 318 εδ. β ΚΠΔ. Η συγκεκριμένη απάλειψη οφείλεται πρόδηλα σε παραδρομή του νομοθέτη. 35 Βλ. Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, σελ. 753, Παπαδόπουλου, ό.π., σελ. 206, Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 372. 19
Αυτονόητο είναι βέβαια ότι η χειροτέρευση είναι δυνητική και ότι η μη αναλογική εφαρμογή της αρχής του 470 ΚΠΔ κατά το στάδιο της προδικασίας δε σημαίνει αυτόματα ότι δεν είναι δυνατή και η βελτίωση της θέσης του κατηγορουμένου μετά από την άσκηση ενδίκου μέσου. Πέρα όμως από την 36 Στη δικαστηριακή πρακτική, επιτρέπεται η χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου με παραδοχή επιβαρυντικών περιστάσεων για πρώτη φορά, με τον περιορισμό όμως να μη μεταβάλλεται ανεπίτρεπτα η κατηγορία. Βλ. ενδεικτικά ως προς αυτό το θέμα: ΑΠ 1424/1984, ΠΧ 1985, σελ. 402, ΑΠ 1462/1987, ΠΧ 1988, σελ. 197, ΑΠ 1100/1988, ΠΧ 1989, σελ. 181, ΑΠ 1492/1988, ΠΧ 1989, σελ. 362, ΑΠ 998/1987, ΠΧ 1987, σελ. 811, ΑΠ 1559/1994, ΠΧ 1994, σελ. 1335, ΑΠ 350/1995, ΠΧ 1995, σελ. 45 (η οποία προσθέτει ότι η εξουσία του Συμβουλίου Εφετών εκτείνεται και στους συμμετόχους, ακόμη και αν αυτοί δεν άσκησαν έφεση), ΑΠ 592/2000, ΠΧ 2000, σελ. 1004, ΑΠ 272/2002, ΠΧ 2002, σελ. 914, Συμβ. Εφ. Πατρών 342/1994, ΑρχΝομ. 1994, σελ. 798 (πρόταση Σταμάτη). - Να αναφέρουμε πάντως, ότι κατά το προϊσχύσαν νομικό καθεστώς (πριν δηλαδή αντικατασταθούν τα άρθρα 478 και 482 ΚΠΔ με το νόμο 3160/2003), γινόταν δεκτή η εφαρμογή της αρχής του 470 ΚΠΔ στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος εκκαλούσε βούλευμα που αποφαινόταν να μη γίνει κατηγορία, με αιτιολογία που χωρίς να είναι ανάγκη έθιγε την υπόληψή του. Εφόσον η υπόθεση μεταβιβαζόταν μόνο ως προς το αιτιολογικό της, δεν μπορούσε το Συμβούλιο Εφετών να χειροτερεύσει τη θέση του κατηγορουμένου. Αντίθετα, όταν ασκείτο έφεση ή αναίρεση κατά βουλεύματος που αποφαινόταν να μη γίνει κατηγορία λόγω έμπρακτης μετάνοιας, δεν γινόταν αποδεκτή η ισχύς του 470 ΚΠΔ για το λόγο ότι σε αυτήν την περίπτωση πιθανή παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο δε συνιστούσε ουσιαστικά χειροτέρευση, αφού θα τού δινόταν η δυνατότητα να αποδείξει ότι δεν τέλεσε καν την πράξη. (Για όλα αυτά βλ. Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 372 επ., αλλά και Παπαδόπουλο, ό.π., σελ. 213 επ.). Να σημειωθεί, τέλος, συμπληρωματικά, ότι η κατάργηση της περ. γ της παρ. 1 του άρθρου 478 δε θεωρήθηκε από το Ακυρωτικό ότι συνιστά προσβολή του εκ του Συντάγματος παρεχόμενου (άρθρο 20 παρ. 1) δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας, ούτε και αντίθεση στις διατάξεις της ΕΣΔΑ. Βλ. ΑΠ 1269/2000, Νο Β 2001, σελ. 313, ΑΠ 124/2000, Νο Β 2000, σελ. 688 και ΑΠ 1614/2002, ΠρΛογ. 2002, σελ. 1815. 20
παραπάνω γενική θεώρηση, σκόπιμη θα ήταν και η συγκεκριμενοποίησή της στα επιμέρους στάδια της προδικασίας 37. Αναλυτικότερα λοιπόν, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, έχοντας την εξουσία που τού παρέχει το άρθρο 309 ΚΠΔ, μπορεί εφόσον υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις να παραπέμψει τον κατηγορούμενο για πράξη βαρύτερη από εκείνη για την οποία κινήθηκε η ποινική δίωξη ή και να προσθέσει επιβαρυντικές περιστάσεις, οι οποίες δεν είχαν τεθεί κατά την άσκηση της ποινικής δίωξης 38. Χαρακτηριστικά, ο Μπουρόπουλος κατά την ερμηνεία του άρθρου 313 ΚΠΔ υποστηρίζει ότι «το Συμβούλιο κυριαρχικώς χαρακτηρίζει την πράξη μη δεσμευόμενο εκ του δια της παραγγελίας του Εισαγγελέως δοθέντος αυτής χαρακτηρισμού δεν δύναται όμως να παραπέμψη δια πράξιν διάφορον, διότι άλλως επέρχεται απόλυτη ακυρότης». Υπό το ισχύον καθεστώς, δηλαδή μετά το νόμο 3160/2003 που σκόπευε στην επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας, γεγονός που επιτεύχθηκε και μέσω διατάξεων που συντόμευσαν κατά κύριο λόγο το στάδιο των δικαστικών συμβουλίων, δύο παραδείγματα μπορούν να αναφερθούν: α) Όταν έχει περατωθεί η κύρια ανάκριση που αφορούσε 37 Ως προς αυτό το θέμα, βλ. αναλυτικότερα τη μελέτη του Παπαναστασίου «Πότε τα δικαστήρια ή τα δικαστικά συμβούλια δύνανται να καταστήσωσι χείρονα την θέσιν του κατηγορουμένου», ΠΧ 1991, σελ. 637 επ. 38 Πολύ δε περισσότερο δεν υπάρχει χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου εκ του ότι μετά την παραπομπή του με απευθείας κλήση στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου για πλημμέλημα, ο εισαγγελέας Πλημμελειοδικών αποσύρει τη σχετική δικογραφία πριν την έναρξη της επ ακροατηρίω διαδικασίας και παραγγείλει τη διενέργεια κύριας ανάκρισης για το ίδιο έγκλημα σε βαθμό κακουργήματος. Βλ. σχετική την ΑΠ 1367/2003, ΠΧ 2004, σελ. 345, σύμφωνα με την οποία ο εισαγγελέας αντλεί το δικαίωμά του αυτό από το συνδυασμό των άρθρων 320 παρ. 3και 323 ΚΠΔ. Διευκρινίζει δε η απόφαση ότι τυχόν ανεπίτρεπτη μη νομότυπη απόσυρση της υπόθεσης από τον εισαγγελέα και η παραγγελία κύριας ανάκρισης κατά παράβαση των προαναφερθέντων άρθρων (ουσιαστικά δηλαδή «αφού άρχισε η συζήτηση στο ακροατήριο») προσδίδει στο με βάση την παραγγελία αυτή νέο εκδιδόμενο παραπεμπτικό βούλευμα χαρακτήρα υπέρβασης εξουσίας που ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. ζ λόγο αναιρέσεως. 21
πλημμέλημα (άρθρα 246 παρ. 3β, 282, 308 παρ. 1 και παρ. 3) η δικογραφία διαβιβάζεται στον Εισαγγελέα Πλημ/κών, ο οποίος αν μεν κρίνει ότι δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου υποβάλλει απαλλακτική πρόταση στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών (άρθρο 308 παρ. 1β ), αν δε κρίνει ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις έχει τη δυνατότητα 39 να υποβάλει παραπεμπτική πρόταση (308 παρ. 1 ΚΠΔ). Και στις δύο περιπτώσεις το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών δε δεσμεύεται από το χαρακτηρισμό της πράξης κατά την άσκηση της ποινικής δίωξης και μπορεί να τη μεταβάλει από πλημμέλημα σε κακούργημα. Σε αυτήν την περίπτωση θα παραπέμψει, κατ άρθρο 313 ΚΠΔ, τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου. β) Όταν ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών διατάξει κατ εξαίρεση προανάκριση (άρθρο 244 εδ. δ ΚΠΔ) για πλημμέλημα αρμοδιότητας Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, για το οποίο διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση ή αστυνομική προανάκριση και φρονεί ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, υποβάλλει απαλλακτική πρόταση στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών (άρθρο 245 παρ. 1β ΚΠΔ). Αν προκύψει η τέλεση κακουργήματος αυτή η περίπτωση βέβαια δύσκολα συναντάται στην πράξη το Συμβούλιο, κατ εφαρμογή του άρθρου 312 εδ. β ΚΠΔ οφείλει να διατάξει τη διενέργεια κύριας ανάκρισης. Ως προς την εξουσία του Συμβουλίου Εφετών, ήδη στην Αιτιολογική Έκθεση για το άρθρο 305 του Σχ. ΚΠΔ αναφέρεται χαρακτηριστικά 40 ότι «εν τω άρθρω 305 καθορίζεται η εξουσία του Συμβουλίου των Εφετών κατά τα μέχρι τούδε κρατούντα, με την διαφοράν ότι το Συμβούλιον Εφετών δύναται να χειροτερεύει την θέσιν του κατηγορουμένου και όταν επιλαμβάνεται της 39 Η άλλη δυνατότητα που παρέχεται στον Εισαγγελέα είναι να διατάξει την απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, εφόσον υπάρχει και σύμφωνη γνώμη του ανακριτή (άρθρο 308 3 εδ. α ). 40 Βλ. Παπαναστασίου, ο.π., σελ. 641. 22
υποθέσεως, συνεπεία εφέσεως του κατηγορουμένου, ενώ το αντίθετον κρατεί ήδη εν τη πράξει». Το ισχύον και σήμερα άρθρο 318 ΚΠΔ δεν καταλείπει αμφιβολία ότι είναι δυνατή η κάμψη της αρχής του 470 ΚΠΔ, ενόψει κυρίως της ρητής διατύπωσης του δευτέρου εδαφίου του, που αναγνωρίζει την απεριόριστη εξουσία του ανωτέρω Συμβουλίου «ακόμη και όταν ασχολείται με την υπόθεση ύστερα από έφεση του κατηγορουμένου». Πρόκειται αναμφίβολα για μία συνειδητή επιλογή του νομοθέτη, ο οποίος ιεραρχώντας τις ανάγκες της ποινικής διαδικασίας σε κάθε της στάδιο, επέλεξε να παραπέμπεται στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου ο κατηγορούμενος, έχοντας δοθεί ο ορθότερος δυνατός χαρακτηρισμός της πράξης του. Η νομοθετική πρόθεση γίνεται αντιληπτή και από τη διάταξη του άρθρου 317 παρ. 2, σύμφωνα με την οποία γίνεται στο πρωτόδικα εκδιδόμενο βούλευμα επισκόπηση της κατηγορίας για κακούργημα από τον εισαγγελέα εφετών και εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο νόμο η υπόθεση εισάγεται με πρότασή του στο Συμβούλιο Εφετών, παρόλο που δεν έχει ασκηθεί έφεση κατά του βουλεύματος από τον κατηγορούμενο 41. Η χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου είναι δυνατή και στη διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου του Αρείου Πάγου, το οποίο αποφαίνεται για την αίτηση αναίρεσης κατά βουλευμάτων, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠΔ. Ασφαλώς, ο Άρειος Πάγος δεν μπορεί να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία έχει αποφανθεί ανελέγκτως το Συμβούλιο (Πλημμελειοδικών ή Εφετών), αλλά μπορεί να ερευνήσει αν τα περιστατικά αυτά συνιστούν την πράξη για την οποία παραπέμφθηκε ο κατηγορούμενος και δεν υπάρχει αντίφαση εκ παραδρομής μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού (σε διαφορετική περίπτωση υπάρχει εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής 41 Να σημειωθεί ότι κατά το διάστημα της πριν το 1950 ισχύσασας Ποινικής Δικονομίας υπήρχε διχογνωμία σε επιστήμη και νομολογία ως προς τη δυνατότητα χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου μετά από έφεσή του από το Συμβούλιο Εφετών. 23
διάταξης ή εκ πλαγίου παράβαση που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατ άρθρο 484 παρ. 1 περ. β ΚΠΔ). Υποστηρίζεται 42, πάντως, ότι το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου, σε μια τέτοια περίπτωση παραδρομής όπου στο αιτιολογικό γίνεται λόγος για βαρύτερο έγκλημα και στο διατακτικό παραπέμπεται για ελαφρύτερο, δεν θα παραπέμψει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο Συμβούλιο Εφετών, αλλά εφαρμόζοντας σωστά το νόμο και δίνοντας στην πράξη τον ορθό χαρακτηρισμό (αφού η αιτιολογία είναι πλήρης), θα την παραπέμψει κατευθείαν για εκδίκαση στο αρμόδιο δικαστήριο (κατ άρθρο 485 παρ. 1 σε συνδυασμό με 518 παρ. 1 ΚΠΔ). Είναι ανάγκη πάντως να σημειώσουμε ότι με δεδομένα τον ισχύοντα ν. 3160/2003 και την αφαίρεση από τον κατηγορούμενο του δικαιώματος άσκησης των ενδίκων μέσων της έφεσης και της αναίρεσης κατά βουλευμάτων που τον παραπέμπουν για πλημμέλημα, δεν είναι ευχερώς διακριτή η χειροτέρευση της θέσης του από το Συμβούλιο Εφετών ή Αρείου Πάγου. Αυτό όμως δε σημαίνει αυτόματα ότι έχει ατονήσει εντελώς η εξαίρεση από τον κανόνα του 470 ΚΠΔ κατά το στάδιο των δικαστικών συμβουλίων, αφού είναι δυνατόν να καταστεί δυσμενέστερη η θέση του κατηγορουμένου, αν παραπεμφθεί για βαρύτερο κακούργημα από το ανώτερο Συμβούλιο 43. Για παράδειγμα: το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ΜοΔ για να δικαστεί για το έγκλημα της αποπλάνησης σε βάρος εντεκάχρονης (άρθρο 339 παρ. 1 περ. β Π.Κ.). Το Συμβούλιο Εφετών που επιλαμβάνεται μετά από έφεση του κατηγορουμένου διαπιστώνει ότι η παθούσα δεν είχε συμπληρώσει τα δέκα 42 Παπαναστασίου, ο.π., σελ. 643. 43 Εκτός αυτής της περίπτωσης, έχει κριθεί πιο συγκεκριμένα ότι η συμπλήρωση του κατηγορητηρίου από το δευτεροβάθμιο δικαστικό συμβούλιο με προσθήκες που αφορούν μερικότερες πράξεις του ίδιου κατ εξακολούθηση εγκλήματος για το οποίο έχει ασκηθεί ποινική δίωξη είναι επιτρεπτή ενέργεια. (Βλ. ΑΠ 1492/88, ΠΧ 1989, σελ. 362). Αυτονόητο είναι ότι δεν επιτρέπεται στο Συμβούλιο Εφετών να διατάξει την παραπομπή του κατηγορουμένου για πράξη για την οποία δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη, διότι διαφορετικά υπάρχει απόλυτη ακυρότητα του άρθρου 171 1 εδ. β ΚΠΔ. 24
χρόνια και παραπέμπει τον κατηγορούμενο για το κακούργημα της περ. 1 (κάθειρξη 10-20 ετών). Πρόκειται για επιτρεπτή χειροτέρευση της θέσης του εκκαλούντος κατηγορουμένου. Ολοκληρώνοντας την αναφορά μας στην ευρύτερη σχέση της αρχής της μη χειροτέρευσης και της προδικασίας, κρίνεται σκόπιμο να γίνει μνεία ορισμένων ειδικότερων ζητημάτων: α) Σε παλαιότερη απόφαση του Αρείου Πάγου είχε ανακύψει το θέμα εάν τυχόν αυτή καθεαυτή η μη διερεύνηση από το ανώτερο δικαστικό Συμβούλιο των επιβαρυντικών περιστάσεων που θα οδηγούσαν σε βαρύτερο νομικό χαρακτηρισμό και η επικύρωση του πρωτόδικου βουλεύματος συνιστά αρνητική υπέρβαση εξουσίας. Αν όντως συμβαίνει αυτό, ιδρύεται και ο αντίστοιχος αναιρετικός λόγος του άρθρου 484 παρ. 1 περ. στ ΚΠΔ, και το βούλευμα μπορεί να αναιρεσιβληθεί ύστερα από αίτηση όχι βέβαια του κατηγορουμένου, αφού θα ελλείπει το έννομο συμφέρον, αλλά του εισαγγελέα. Και το ζήτημα γίνεται περισσότερο αντιληπτό στην περίπτωση που η αρνητική υπέρβαση εξουσίας θα αποτελούσε το μοναδικό λόγο αναίρεσης και συνεπώς το μοναδικό μέσο διόρθωσης του σφάλματος 44. Υποστηρίχθηκαν στην προκειμένη αρεοπαγιτική απόφαση και οι δύο απόψεις υπέρ και κατά της ύπαρξης του αναιρετικού λόγου της υπέρβασης εξουσίας 45. Ο ex officio έλεγχος ύπαρξης επιβαρυντικών περιστάσεων, πάντως, μπορεί να βρίσκεται σε μεγαλύτερη αρμονία με τη γενική αρχή του επιτρεπτού της χειροτέρευσης ως προς τα βουλεύματα, επιβαρύνει όμως κατά τη γνώμη μας δυσβάσταχτα τη θέση του 44 Το ζήτημα στην ΑΠ 1090/77, ΠΧ 1978, σελ. 229 είχε τεθεί ως εξής: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών είχε παραπέμψει τον κατηγορούμενο για πλημμέλημα και το Συμβούλιο Εφετών έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, παρόλο που προέκυπταν επιβαρυντικές περιστάσεις κακουργήματος, οπότε θα αποκλειόταν και το ενδεχόμενο παραγραφής. 45 Υπέρ τάχθηκε ο Εισαγγελέας Παπαναστασίου, όμως το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου τελικά αποφάνθηκε ότι δεν υφίστατο υποχρέωση έρευνας συνδρομής των επιβαρυντικών περιστάσεων. 25
κατηγορουμένου. Η υιοθέτηση αυτής της λύσης θα οδηγούσε αναμφίβολα σε έκδοση βουλευμάτων που θα απέδιδαν ακόμη και εν αμφιβολία βαρύτερο χαρακτηρισμό στο έγκλημα, μόνο και μόνο για να μην αναιρεσιβληθούν. β) Σοβαρό πρακτικό ζήτημα ανακύπτει και από τη σχέση μεταξύ επιτρεπτού της χειροτέρευσης και επεκτατικού αποτελέσματος των ενδίκων μέσων (άρθρο 469 ΚΠΔ) 46. Ειδικότερα, ερευνητέο είναι το αν είναι επιτρεπτή η χειροτέρευση και στους μη ασκήσαντες ή μη δικαιούμενους σε άσκηση ενδίκου μέσου συγκατηγορούμενους. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να διακρίνουμε δύο περιπτώσεις: α) της συμμετοχής ποινικής αλληλεξάρτησης, β) της συνάφειας. Η μεν πρώτη καλύπτεται από τη διάταξη του άρθρου 469 εδ. α ΚΠΔ, η δε δεύτερη από πλέγμα διατάξεων, δηλαδή συγκεκριμένα από τα άρθρα 478 εδ. β, 482 περ. α, 469 εδ. β ΚΠΔ (προκειμένου πάντοτε για βουλεύματα). Επίσης, ως προς την πρώτη περίπτωση γίνεται δεκτό ότι τα όρια της επέκτασης καθορίζονται αποκλειστικά από τη διάταξη του άρθρου 469 εδ. α ΚΠΔ αν οι συγκατηγορούμενοι βέβαια δεν αξιοποιήσουν αυτό το δικαίωμα που τους παρέχει ο νόμος, τότε απομένει ως μοναδικό «μέσο προστασίας»η διάταξη του 469 εδ. β ΚΠΔ. Σε πρακτικό επίπεδο το ζήτημα ανέκυψε σχετικά με την πρώτη περίπτωση της συμμετοχής και πιο συγκεκριμένα με τον αν το Συμβούλιο Εφετών, επιλαμβανόμενο της έφεσης που άσκησε παραπεμφθείς για πλημμέλημα (σημειωτέον ότι ίσχυε το παλαιότερο καθεστώς επιτρεπτής άσκησης έφεσης κατά βουλευμάτων που παρέπεμπαν για πλημμέλημα) κατηγορούμενος, είχε την εξουσία χαρακτηρίζοντας την πράξη ως κακούργημα, να συμπαραπέμψει και τους υπόλοιπους συμμετόχους, έστω και αν αυτοί δεν άσκησαν έφεση. Ο Άρειος Πάγος 47 δέχτηκε την εν λόγω δυνατότητα του Συμβουλίου Εφετών, ενώ την 46 Ειδικότερες διατάξεις στο χώρο των βουλευμάτων που οριοθετούν το επεκτατικό αποτέλεσμα είναι το άρθρο 478 εδ. β ΚΠΔ (έφεση) και 482 παρ. 1α ΚΠΔ (αναίρεση). 47 Βλ. σχετικές αποφάσεις 1424/1984 ΠΧ 1985, σελ. 402, ΑΠ 350/1995 ΠΧ 1995, σελ. 720. 26