Μ ια φορά κι έναν καιρό, άνθρωποι από ολόκληρο τον κόσμο μιλούσαν για ένα κάστρο. Ένα τεράστιο, παλιό και ξεχασμένο κάστρο. Το κάστρο του «...». Έλεγαν ότι βρίσκεται στο πιο μακρινό μέρος του κόσμου, πάνω στην πιο χαμηλή πεδιάδα της γης. Κι ενώ όλοι είχαν ακούσει γι αυτό, κανένας ποτέ δεν κατάφερνε να φτάσει ως εκεί. Κι ο λόγος ήταν ένας: το κάστρο ήταν δεμένο με μάγια που το έκαναν αόρατο από ανθρώπου μάτι. Μόνο όποιος κατάφερνε να λύσει τα μάγια θα μπορούσε να φτάσει εκεί και να το αντικρίσει. Χρόνια ολόκληρα, απλοί και σπουδαίοι άνθρωποι από κάθε γωνιά της γης προσπαθούσαν να βρουν τα μάγια και να τα λύσουν. Μα κανείς ποτέ δεν τα κατάφερνε. Μικρά παιδιά με ξανθά μαλλια έκαναν τούμπες στον αέρα, γέροι χωρικοί χόρευαν γύρω από φωτιές, όμορφες κυράδες έβραζαν βοτάνια, ασπρομάλλες γριές ξόρκιζαν τον αγέρα, αλλά ποτέ κανείς δεν τα κατάφερνε. Kάποιοι έφτιαχναν γαϊτανάκια και άλλοι ξερίζωναν λευκά μαγιοβότανα, αλλά ποτέ κανείς δεν τα κατάφερνε. 9
ΕΙΡΗΝΗ ΓΕΩΡΓΑΛΑΚΗ ΕΛΕΝΗ ΖΑΧΟΠΟΥΛΟΥ Mερικοί πότε πότε σαν κάτι να πήγαιναν να πετύχουν, αλλά ποτέ κανείς δεν τα κατάφερνε... Τα μάγια ήταν δεμένα γερά από χέρι γριάς μάγισσας. Είχαν εφτά βοτάνια με εφτά χρώματα, εφτά ζευγάρια πεταλουδόφτερα, εφτά ζωγραφιές από τα εφτά σημεία του κόσμου, εφτά κομμάτια από τα εφτά πεφταστέρια του Αυγούστου και εφτά αναστεναγμούς από εφτά πριγκίπισσες. Είχαν δεθεί κάτω από την πρώτη πανσέληνο του καλοκαιριού, όταν κι ο τελευταίος μοναχικός άνθρωπος έπαψε τα κλάματα. Κάπου αλλού τώρα, μια άλλη φορά κι έναν άλλον καιρό, στο πιο κοντινό μέρος του κόσμου, πάνω στο πιο ψηλό βουνό, ζούσαν δυο αδέλφια αγαπημένα, που είχαν μείνει ορφανά. Τους έλεγαν Ποκοπόμη και Ποψημέκα. Αυτά τα δυο αδέλφια ήταν ευλογημένα από τη φύση και είχαν κάποια χαρακτηριστικά τόσο έντονα, που ακόμα κι εσύ άμα τους έβλεπες θα τους ξεχώριζες αμέσως. Ο Ποκοπόμης ήταν πολύ κοντός και είχε πολύ μυαλό. Ο Ποψημέκας πάλι ήταν πολύ ψηλός και είχε μεγάλη καρδιά. Το χωριό όπου είχαν γεννηθεί και μεγάλωσαν το έλεγαν Μοναχοχώρι. Εκεί ζούσαν μόνο αγοράκια, άντρες και γέροι, και η ζωή για τα δυο αδέλφια είχε καταντήσει πολύ βαρετή με τόσα μοναχαγόρια γύρω τους. Τόσο βαρετή, που αποφάσισαν να φύγουν από το χωριό τους και να κάνουν μαζί μια καινούρια αρχή. Τότε θυμήθηκαν τα λόγια του γεροπαππού τους, που πριν πεθάνει τους είχε πει πως, αν θέλουν να ευτυχήσουν στη ζωή τους, πρέπει να κυνηγήσουν και να βρουν την αληθινή αγάπη. Να λοιπόν που η ζωή τους είχε αποκτήσει ένα στόχο. Ήξεραν 10
ότι ήθελαν να είναι για πάντα ευτυχισμένοι. Θα έκαναν λοιπόν οτιδήποτε, φτάνει να συναντούσαν αυτή την τόσο άγνωστη σ εκείνους αληθινή αγάπη. Έτσι, πήραν την απόφαση να φύγουν από το χωριό τους, χωρίς να ξέρουν βέβαια προς τα πού έπρεπε να πάνε. Όταν το ανακοίνωσαν στους συγχωριανούς τους, οι πιο γέροι, οι πιο σοφοί, συγκάλεσαν έκτακτο συμβούλιο, αφού ήταν η πρώτη φορά που κάποιοι αποφάσιζαν να εγκαταλείψουν το χωριό. Δεν άργησαν να πάρουν την απόφαση. Φώναξαν τα δυο αδέλφια και πριν τους αποχαιρετίσουν, τους έκαναν εφτά σπουδαία δώρα, για να τους θυμούνται για πάντα. Τους χάρισαν την τύχη, την ελπίδα, τη δικαιοσύνη, την ειλικρίνεια, την υπομονή, το σεβασμό και την εμπιστοσύνη. Έτσι, τα δυο αδέλφια, αγκάλιασαν όλους τους κατοίκους του χωριού και ξεκίνησαν για το ταξίδι τους. 11
Πήραν δρόμο και δρομάκι, πήδησαν το ποταμάκι, σιγοσφύριζαν αντάμα ξεχασμένο τραγουδάκι: «Πουλί μου χρυσοφτέρουγο, με το κλειδί στο στόμα, αχ, να μπορούσα να σε βρω, τον πόνο μου να σου τον πω κι έπειτα να εξαφανιστώ, στο κάστρο το κρυφό να μπω». Κ ανείς τους δεν ήξερε ποιος τους είχε μάθει αυτό το τραγούδι και όσο κι αν προσπαθούσαν, δεν μπορούσαν να καταλάβουν για ποιο πράγμα μιλούσε. Τους άρεσε όμως να το τραγουδάνε από τότε που ήταν μικρά παιδιά. Ο Ποκοπόμης θυμόταν τους στίχους και ξεχνούσε τη μελωδία και πάντα ο Ποψημέκας ψιθύριζε τη μελωδία αλλά ξεχνούσε τους στίχους. Με πόση αρμονία συμπλήρωνε ο ένας τον άλλον! Ήταν σαν μια ψυχή χωρισμένη σε δυο σώματα, ήταν σαν τη θάλασσα και το αλάτι, σαν τη γη και τον ουρανό. Ήταν ο ένας ό,τι έλειπε από τον άλλο. Ήταν απλά αγαπημένοι. Πέρασαν λοιπόν μέρες και βδομάδες περπατούσαν και 13
ΕΙΡΗΝΗ ΓΕΩΡΓΑΛΑΚΗ ΕΛΕΝΗ ΖΑΧΟΠΟΥΛΟΥ τραγουδούσαν και ξαναπερπατούσαν και ξανατραγουδούσαν, ώσπου μια νύχτα με λιγοστό φεγγάρι βρέθηκαν μπροστά σ έναν καταυλισμό τσιγγάνων. Στο χώμα ήταν στημένες πολύχρωμες σκηνές, πυρσοί φώτιζαν το σκοτάδι, ένας άνεμος ζεστός φυσούσε κάνοντας τα κρεμασμένα ρούχα να χορεύουν και στο κέντρο της συνοικίας πανέμορφοι τσιγγάνοι τραγουδούσαν ένα νοσταλγικό τραγούδι. Κάθισαν μαζί με την παρέα των τσιγγάνων, έφαγαν, ήπιαν, χόρεψαν, ώσπου τα βλέφαρά τους βάρυναν και τελικά αποκοιμήθηκαν. Στον ύπνο του ο Ποκοπόμης, το βράδυ εκείνο, είδε ένα πολύ παράξενο όνειρο. Η πιο όμορφη απ όλες τις τσιγγάνες χόρευε μόνο για κείνον και κάθε τόσο του χαμογελούσε και του σιγοψιθύριζε: «Eμπιστοσύνη... εμπιστοσύνη...» Το όνειρο σιγά σιγά έσβησε και ο Ποκοπόμης ξύπνησε πολύ πολύ σκεφτικός. Bολεύτηκε αναπαυτικά πάνω σε τρία χρωματιστά μαξιλάρια και έβαλε το μυαλό του να δουλέψει πολύ για να ερμηνεύσει αυτό το παράξενο όνειρο από το οποίο είχε μόλις ξυπνήσει. Προσπαθούσε να καταλάβει τον ψίθυρο της τσιγγάνας και επαναλάμβανε με τη σειρά του: «Eμπιστοσύνη, εμπιστοσύνη». Δίπλα του ο Ποψημέκας ήταν ακόμα βυθισμένος στο γλυκό του ύπνο και φαινόταν να συνομιλεί με κάποιον που δε βρισκόταν ούτε δίπλα του ούτε κοντά του. Ο Ποκοπόμης τρόμαξε και θέλησε να τον ξυπνήσει. Όταν τον σκούντησε αρκετά δυνατά, ο Ποψημέκας άνοιξε τα μάτια του, τέντωσε το πανύψηλο κορμί του και παραπονέθηκε πως του είχε κόψει στη μέση το καλύτερο όνειρο. «Ήρθε μια τσιγγάνα στον ύπνο μου κι άρχισε να μου λέει μια πολύ ωραία ιστορία που εξαιτίας σου δεν κατάφερε να 14
ολοκληρώσει. Μπράβο, Ποκοπόμη! Eγώ δε σ έχω ξυπνήσει ούτε μία φορά. Τώρα ποιος θα μου πει τη συνέχεια του ονείρου;» O Ποκοπόμης άρχισε να ρωτάει τον αδελφό του να του αναφέρει με κάθε λεπτομέρεια τι ακριβώς του είχε πει η τσιγγάνα. Ο Ποψημέκας προσπάθησε να συγκεντρώσει όσο πιο πολύ μπορούσε το λιγοστό του μυαλό για να του αφηγηθεί την ιστορία της. «Γεια σου, (μου είπε), εγώ είμαι η Ζαΐρα και θέλω απόψε, Ποψημέκα, να σου πω μια ιστορία. Θα την πω μόνο σε σένα, γιατί ξέρω ότι έχεις πολύ μεγάλη καρδιά και σου αξίζει να τη μάθεις. Κάποτε υπήρχε μια κοπέλα που αγαπούσε πολύ ένα αγόρι και ζούσαν οι δυο τους πολύ ευτυχισμένοι. Ο κακός βασιλιάς της χώρας τους όμως δεν ήθελε να υπάρχει αγάπη στο βασίλειό του ίσως γιατί εκείνος δεν είχε αγαπήσει ποτέ. Όταν του είπαν πως κάπου στη χώρα του υπάρχουν δυο άνθρωποι που αγαπιούνται, τους βρήκε και τους κλείδωσε στα πιο σκοτεινά μπουντρούμια του πύργου του.» Το ζευγάρι το χώριζε ένας τεράστιος καλοχτισμένος τοίχος. Δεν μπορούσαν να δουν και να αγγίξουν ο ένας τον άλλο κι αυτό τους έκανε πάρα πολύ δυστυχισμένους. Το αγόρι ήταν αποφασισμένο έπρεπε να δραπετεύσει απ αυτό το απαίσιο μπουντρούμι και να πάρει μαζί του την αγαπημένη του, να τη σώσει, αφού, χωρίς αυτή, θα ήταν μισός. Μέχρι να συμβεί όμως αυτό, είχαν ανακαλύψει μια πολύ μικρή χαραμάδα απ όπου μπορούσαν να συνομιλούν ψιθυριστά όταν έπεφτε η νύχτα και υπήρχε απόλυτη ησυχία. Κάθε βράδυ λοιπόν αντάλλασσαν όρκους αιώνιας αγάπης και αφοσίωσης. Ώσπου, ένα βράδυ, το αγόρι ανακοίνωσε στην κοπέλα ότι είχε συλλάβει ένα σχέδιο απόδρασης. Μόνος του όμως δε θα μπορούσε να τα καταφέρει 15
ΕΙΡΗΝΗ ΓΕΩΡΓΑΛΑΚΗ ΕΛΕΝΗ ΖΑΧΟΠΟΥΛΟΥ να τους σώσει και τους δυο. Εμπιστεύσου με, της είπε, εμπιστεύσου με και θα μας βγάλω από δω μέσα.» Η κοπέλα τα έχασε. Αν και ήθελε όσο τίποτε στον κόσμο να φύγει απ το κελί της και να σφίξει πάλι στην αγκαλιά τον αγαπημένο της, κάτι την κρατούσε πίσω.» Δεν μπορώ, του είπε, θέλω πολύ να σ εμπιστευτώ, αλλά δεν ξέρω πώς να το κάνω. Σ αγαπάω πολύ, αλλά δεν ξέρω να εμπιστεύομαι.» Το αγόρι, όταν κατάλαβε ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να τη βοηθήσει, αποφάσισε να δραπετεύσει μόνος του, αφού δεν άντεχε άλλο να συνεχίσει να μένει κλειδωμένος στο μπουντρούμι του.» Ποιος ξέρει, σκέφτηκε, ίσως μια μέρα βρω τον τρόπο και καταφέρω να την πάρω μαζί μου». Ο Ποκοπόμης ήταν πια σίγουρος είχαν ονειρευτεί την ίδια γυναίκα. Το τοπίο άρχιζε να ξεκαθαρίζει. «Και μετά τι;» ρώτησε τον αδελφό του. «Τι έγινε μετά;» «Μετά έγινε ότι με ξύπνησες και δε θα μάθουμε ποτέ», είπε νευριασμένος ο Ποψημέκας. «Τι κρίμα! Κι ήθελα τόσο πολύ να μάθω αν την έσωσε τελικά». «Ποψημέκα, μη στεναχωριέσαι! Η ιστορία δεν έχει συνέχεια! Η Ζαΐρα είναι η ίδια η κοπέλα της ιστορίας που σου αφηγήθηκε. Άρα είναι κλειδωμένη ακόμα στο κελί της, αλλά είναι τόσο μεγάλη η αγάπη που νιώθει για τον αγαπημένο της, που παίρνει μορφή ονείρου και στοιχειώνει τους ανθρώπους μήπως έτσι και κάποιος καταφέρει να δώσει λύση στο πρόβλημα της. Γίνεται η ίδια όνειρο», αναφώνησε ενθουσιασμένος, «κι αν θυμάσαι καλά, χτες βράδυ δεν ήταν στη συντροφιά. Είναι ζωντανή, αληθινή, μόνο που δεν την έχουμε γνωρίσει ακόμα! Την είδαμε 16
μόνο στα όνειρά μας! Ήρθε και στο δικό μου όνειρο, αδελφέ μου. Ψιθύριζε συνέχεια Eμπιστοσύνη, εμπιστοσύνη..., σαν να ήταν κάτι που η ίδια δεν είχε και τη βασάνιζε συνέχεια. Αλλά τώρα εσύ μου έδωσες να καταλάβω τι είναι αυτό που τη βασανίζει. Έχει χάσει τη μοναδική αγάπη της...» «Άααα...» έβγαλε ένα παρατονισμένο φωνήεν ο Ποψημέκας παριστάνοντας πως είχε καταλάβει όλα όσα του είχε πει ο Ποκοπόμης, ενώ στην πραγματικότητα δεν είχε καταλάβει λέξη. Ικανοποιημένος που είχε αντιληφτεί τη σημασία του ονείρου, ο Ποκοπόμης ηρέμησε. «Ήρθε λοιπόν η ώρα του πρωινού», είπε ανακουφισμένος στον Ποψημέκα που είχε αρχίσει να ξερογλείφεται. Βγήκαν έξω από τη σκηνή που τους είχαν παραχωρήσει οι τσιγγάνοι και κατευθύνθηκαν προς τη μεγάλη φωτιά. Οι τσιγγάνοι είχαν κιόλας πάρει θέση γύρω της απολαμβάνοντας όλα τα καλούδια του κόσμου. Τα δυο αδέλφια πλησίασαν κι αυτά κι έκατσαν στο μεγάλο κύκλο κι άρχισαν να τρώνε το πλούσιο πρωινό. Όταν πια είχαν γεμίσει τις κοιλιές τους με καινούριες γεύσεις, ο Ποκοπόμης άρχισε να συζητά με τους τσιγγάνους. Ήθελε να μάθει πώς ακριβώς σκέφτονται και ζουν. Ο Ποψημέκας δεν καταλάβαινε και πολλά έτσι κι αλλιώς, οπότε αποφάσισε να σηκωθεί και να κάνει καμιά ωραία βόλτα για να γεμίσει τα μάτια του με καινούριες εικόνες. Άλλωστε τα πανύψηλα πόδια του είχαν αρχίσει να πιάνονται τόση ώρα που καθόταν έτσι διπλωμένος. Όταν απομακρύνθηκε αρκετά από τη συντροφιά τόσο που δεν μπορούσε να διακρίνει τα πρόσωπά τους, συνέβη κάτι το καταπληκτικό εμφανίστηκε μπροστά του η Ζαΐρα! 17
ΕΙΡΗΝΗ ΓΕΩΡΓΑΛΑΚΗ ΕΛΕΝΗ ΖΑΧΟΠΟΥΛΟΥ Ήταν ακόμα πιο όμορφη απ όσο τη θυμόταν στο όνειρό του. Την πλησίασε αμέσως, σαν να τη γνώριζε χρόνια. «Γεια σου, Ζαΐρα», της είπε, «εγώ είμαι ο Ποψημέκας. Ήρθες στον ύπνο μου το βράδυ. Με θυμάσαι;» Η Ζαΐρα στεκόταν ακίνητη μπροστά του. Τον κοίταζε βαθιά μες στα μάτια χωρίς να μιλάει. Όχι σαν να μην ήθελε, σαν να μην μπορούσε! Ο Ποψημέκας δεν έδωσε σημασία και συνέχισε να μονολογεί. «Η ιστορία που μου είπες στο όνειρό μου με συγκίνησε πολύ. Θέλω να σου κάνω ένα δώρο. Θέλω να σου χαρίσω την εμπιστοσύνη, κι εσύ με τη σειρά σου θα πας μετά να βρεις την κοπέλα της ιστορίας για να της την ξαναχαρίσεις». Τα μάτια της Ζαΐρας ξαφνικά γλύκαναν, σαν να την είχε κιόλας λυτρώσει το δώρο του Ποψημέκα. Δεν του μίλησε, παρά μόνο έκοψε προσεκτικά εφτά διαφορετικά βοτάνια από τη γη και του τα χάρισε. Ύστερα, εξαφανίστηκε, χάθηκε, σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ. Παραξενεμένος ο Ποψημέκας, γύρισε στη συντροφιά με το χαμόγελο του ανθρώπου που μόλις έχει κάνει μια πολύ καλή πράξη και αποτράβηξε από την παρέα τον αδελφό του για να του περιγράψει τι του είχε μόλις συμβεί. Μόλις εξήγησε στον Ποκοπόμη ότι είχε παρουσιαστεί μπροστά του η Ζαΐρα ολοζώντανη, ο Ποκοπόμης παραξενεύτηκε πολύ. Να δεις που ζήτησε από τον Ποψημέκα να τη βοηθήσει στο πρόβλημά της, σκέφτηκε. Κι όταν ο αδελφός του του είπε ότι είχε χαρίσει ένα από τα εφτά δώρα των συγχωριανών τους στη Ζαΐρα για να την κάνει χαρούμενη, θύμωσε τόσο, που του έβαλε τις φωνές. «Τι πήγες κι έκανες; Αυτά τα δώρα είναι ιερά, κι εσύ πήγες και χάρισες το ένα; Δε μας τα έδωσαν οι συγχωριανοί μας για να τα σκορπάμε, αλλά για τους θυμόμαστε για πάντα». 18
O Ποψημέκας προσπάθησε να τον ηρεμήσει. «Μη θυμώνεις, αγαπημένε μου αδελφέ! Δεν έμεινα και με άδεια χέρια! Η Ζαΐρα μού χάρισε εφτά προσεκτικά επιλεγμένα βοτάνια! Βλέπεις; Κάτι πήρα κι εγώ!» Ο Ποκοπόμης όμως δεν ήθελε ν ακούσει κουβέντα. Γύρισε στους τσιγγάνους, τους χαιρέτησε τον καθένα ξεχωριστά, τους ευχαρίστησε όλους και τράβηξε τον αδελφό του βιαστικά. «Πάμε να φύγουμε από δω. Δεν ξέρω τι άλλη ανοησία μπορείς να κάνεις έτσι και μείνουμε λίγο παραπάνω». 19