ια φορά κι έναν καιρό, σε μια πολύ μακρινή χώρα, τόσο μακρινή που αν δεν την είχα ονειρευτεί δεν θα είχα καταφέρει ποτέ να φτάσω εκεί, ζούσε ένας βασιλιάς πολύ-πολύ κακός! Μοναδικός του σκοπός ήταν να κάνει τους υπηκόους του δυστυχισμένους, και όλες του οι δυνάμεις και η εξυπνάδα είχαν στρατευτεί σ αυτόν τον σκοπό. Κάθε μέρα έβγαζε έξω τους τελάληδες και ανακοίνωνε καινούργιες υποχρεώσεις και καθήκοντα στους υπηκόους του. Να μαζέψουν όλους τους ψύλλους από τα άχυρα όλων των στάβλων της χώρας. Να μετρήσουν πόσα απίδια βάνει ο σάκος. Να ασπρίσουν έναν αράπη πλένοντάς τον με σαπούνι. Να χορτάσουν τους σκύλους του βασιλείου κρατώντας τις πίτες ολόκληρες. Να φέρουν την άνοιξη χρησιμοποιώντας μόνο έναν κούκο. Να ανακατευτούν με τα πίτουρα χωρίς να τους φάνε οι κότες. Επέμενε επίσης οι παπάδες να είναι και ζευγάδες, και να σμίγουν τα δυο βουνά που περικύκλωναν το βασίλειό του. Αυτά κι άλλα πολλά σκαρφιζότανε για να παιδεύει τους πολίτες του, αλλά δεν ήταν ευχαριστημένος. Γιατί, παρ όλες τις ταλαιπωρίες, τις κακουχίες και την άσχημη και παράλογη μεταχείριση, κάθε βράδυ άκουγε γέλια και χαρές. Οι άνθρωποι του βασιλείου, χωρίς να λογαριάζουν κούραση και χωρίς να βάζουν καημό στα στήθια, μαζεύονταν στην πλατεία του χωριού και χόρευαν και τραγουδούσαν! Άκουγε τις μουσικές και τα τραγούδια και τα γέλια ο βασιλιάς κι έσκαγε από το κακό του. Όλη νύχτα σκεφτόταν καινούργιες και πιο δύσκολες αποστολές, μα πάλι το επόμενο βράδυ οι κάτοικοι γλεντούσαν χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι.
Μια νύχτα, εκεί που ο βασιλιάς ξαγρυπνούσε κι άκουγε τη γιορτή, σκέφτηκε κάτι σατανικό. Ένα σαρδόνιο γέλιο αντήχησε στους τοίχους του παλατιού, κι ήταν η πρώτη νύχτα της ζωής του που κοιμήθηκε ευτυχισμένος. Είχε βρει τον τρόπο να γίνουν όλοι δυστυχισμένοι Το πρωί, πριν ακόμα ανατείλει ο ήλιος, ξύπνησε και κάλεσε τους τελάληδες στο παλάτι του. Και τους έδωσε το νέο διάταγμα για τον λαό του. Εκείνοι πήραν τον τυλιγμένο πάπυρο και βγήκαν στον δρόμο να κάνουν όπως κάθε μέρα τη δουλειά τους. Ήταν συνηθισμένοι στις παράλογες διαταγές του βασιλιά και εκτελούσαν το χρέος τους με μισή καρδιά, περιμένοντας κι αυτοί, όπως κι όλος ο λαός, το βράδυ που θα πήγαιναν να τραγουδήσουν και να χορέψουν. Όταν όμως ξεκίνησαν να διαβάζουν το διάγγελμα της μέρας εκείνης, το αίμα τους πάγωσε στις δύο πρώτες γραμμές. Λαέ μου! Σήμερα η μέρα είναι δική σας! Παίξτε λοιπόν τη μουσική σας! Διασκεδάστε όσο μπορείτε, απ το βασίλειο όμως να μη βγείτε... Οι κάτοικοι δεν πίστευαν στ αυτιά τους. Ρωτούσαν ο ένας τον άλλον να δουν αν άκουσαν καλά, κι όταν σιγουρεύτηκαν πώς οι τελάληδες δεν είχαν κάνει λάθος, άρπαξαν τις κιθάρες και τα φλάουτά τους και ξεχύθηκαν στις εξοχές για να τραγουδήσουν και να γιορτάσουν. Πού να ξεραν ότι ο βασιλιάς αυτό ακριβώς ήθελε
Όλοι οι κάτοικοι έφτασαν στο ποτάμι και άρχισαν να παίζουν μουσική και να τραγουδούν. Ο βασιλιάς, κρυμμένος πίσω απο ένα δέντρο, κρατούσε δυο τεράστια κλειδιά. Ένα κλειδί του Σολ και ένα του Φα. Όλη τη νύχτα έψαχνε στο παλάτι για να βρει μια παρτιτούρα. Ανακάλυψε τελικά μια σκονισμένη παρτιτούρα στο υπόγειο, την άνοιξε και της πήρε τα κλειδιά του Σολ και του Φα. Και τώρα ήταν έτοιμος να βάλει σε εφαρμογή το σχέδιό του. Όταν οι κάτοικοι άρχισαν να τραγουδούν, ο βασιλιάς ξετύλιξε το κλειδί του Σολ, το έκανε λάσο κι έπιανε τις νότες στον αέρα. Πρώτα έπιασε όλες τις νότες, μετά τις ελάσσονες και τις μείζονες κλίμακες και τέλος τις διέσεις και τις υφέσεις. Κι όλα αυτά τα έβαλε μέσα στο κλειδί του Φα, που το χρησιμοποιούσε για καλάθι. Το βράδυ δεν υπήρχε ίχνος μουσικής και μελωδίας ελεύθερο. Οι κάτοικοι δεν κατάλαβαν αμέσως τι έγινε, γιατί ήταν πολύ κουρασμένοι. Βράδιασε και πήγαν σπίτια τους χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι. Δεν είχαν αντιληφθεί ότι η Μουσική είχε χαθεί από τη Γη.