Χαράλαμπος Θ. Σεβαστίδης Πρωτοδίκης Η νέα μορφή της προκαταρκτικής εξέτασης (μετά τους νόμους 3160/2003 και 3346/2005) (Διπλωματική Εργασία στο ποινικό δικονομικό δίκαιο) 2008
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Α. Η νομική φύση και η θέση της προκαταρκτικής εξέτασης στην ποινική δίκη. Β. Ποιος διατάσσει την προκαταρκτική εξέταση. Εξουσίες του εισαγγελέα. α) Ο κανόνας: διενέργεια από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών. β) η παράλληλη δυνατότητα διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης (και προανάκρισης) από τον εισαγγελέα εφετών και τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. γ) αποκλειστική αρμοδιότητα Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και εισαγγελέα εφετών για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης. Γ. Η διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης. Δ. Έννοια του «υπόπτου», τρόπος εξέτασής του και τα δικαιώματά του στην προκαταρκτική εξέταση. α) προθεσμία κλήτευσης «υπόπτου». β) δικαίωμα παράστασης με συνήγορο. γ) δικαίωμα εκπροσώπησης από συνήγορο. δ) ανωμοτί εξέτασή του-έγγραφο υπόμνημα. ε) δικαίωμα άρνησης παροχής εξηγήσεων. στ) δικαίωμα να λαμβάνει προθεσμία προς παροχή εξηγήσεων. ζ) δικαίωμα να λαμβάνει αντίγραφα της δικογραφίας. η) δικαίωμα πρότασης μαρτύρων και προσαγωγής αποδεικτικών μέσων. θ) δικαίωμα υπόπτου να ενημερωθεί για τα δικαιώματά του από τον ενεργούντα την προκαταρκτική εξέταση. ι) δεν υπάρχει υποχρέωση για ενημέρωση του υπόπτου σχετικά με την πράξη, που αφορά η εξέταση. ια) δήλωση διεύθυνσης κατοικίας από τον ύποπτο και πλασματική επίδοση. Ε. Η κλήτευση του υπόπτου ως αναγκαίος όρος για τη νόμιμη περάτωση της προκαταρκτικής εξέτασης. ΣΤ. Συνέπειες της μη τήρησης των προϋποθέσεων του άρθρου 31 ΚΠΔ. Ζ. Δικαιώματα του πολιτικώς ενάγοντος στην προκαταρκτική εξέταση. Η. Επιτρεπόμενες και απαγορευμένες ανακριτικές πράξεις στην προκαταρκτική εξέταση. Θ. Τύχη πειστηρίων και κατασχεθέντων κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης. Ι. Το επιτρεπτό συντάξεως «εισαγγελικού πορίσματος» μετά την ολοκλήρωση της προκαταρκτικής εξέτασης.
Α. Η νομική φύση και η θέση της προκαταρκτικής εξέτασης στην ποινική δίκη. Η προκαταρκτική εξέταση είναι η προ της ασκήσεως ποινικής διώξεως διαδικασία, με την οποία δίνεται η ευχέρεια στην εισαγγελική αρχή να εξακριβώσει τη βασιμότητα μιας καταγγελίας (έγκλησης, μήνυσης ή αναφοράς) και να αποφευχθεί κατ αυτό τον τρόπο αφενός η ταλαιπωρία των πολιτών, που συνεπάγεται η άσκηση σε βάρος τους ποινικής δίωξης αφετέρου η απασχόληση των δικαστικών αρχών με αβάσιμες καταγγελίες 1. Ο θεσμός της προκαταρκτικής εξέτασης τέθηκε σε ισχύ έξι χρόνια πριν από την εισαγωγή του ΚΠΔ, δηλ. εισήχθη με τους Α.Ν. 120/1945 και Α.Ν. 160/1945 2. Κατά την άποψη που κυριαρχούσε στο παρελθόν, η προκαταρκτική εξέταση είχε καθαρά διοικητικό χαρακτήρα 3. Σύμφωνα με την κρατούσα πλέον (και αναμφίβολα ορθότερη) άποψη η προκαταρκτική εξέταση συνιστά οιονεί δικαιοδοτική (και όχι διοικητική) λειτουργία 4. Μετά δε τις τροποποιήσεις του Ν. 3160/2003 και του Ν. 3346/2005 στον ΚΠΔ, η προκαταρκτική εξέταση έχει σαφώς ενταχθεί στους θεσμούς της ποινικής δίκης 5. Αποτελεί και αυτή ένα στάδιο της όλης ποινικής διαδικασίας, υπό την ευρύτερη έννοιά της 6. Και στην προκαταρκτική εξέταση για το 1 Ν.Ανδρουλάκης, θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, β έκδ. (1994), σελ. 96, Χ.Δέδες, ποινική δικονομία, 9 η έκδ. (1990), σελ. 306, Α.Καρράς, ποινικό δικονομικό δίκαιο, β έκδ. (1998), αριθ. 320, σελ. 299-300, Χ.Μπάκας, η προδικασία της ποινικής δίκης, 1995, σελ. 243, Α.Στάικος, επίτομος ερμηνεία ελληνικής ποινικής δικονομίας, τομ. Α, 1951, άρθρο 31, σελ. 109-110. 2 Βλ. σχετ. Λ.Μαργαρίτη, ο Πταισματοδίκης στα πλαίσια του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης σε «εμβάθυνση στην ποινική δικονομία», τομ. Ι, 2006, σελ. 332, σημ. 1, Χ.Μπάκα, ό.π., σελ. 243, Α.Μπουρόπουλο, ερμηνεία του κώδικος ποινικής δικονομίας, β έκδ. (1957), άρθρο 31, σελ. 49, Α.Στάικο, ό.π., άρθρο 31, σελ. 109. 3 Βλ. έτσι ΔιαρκΣτρατΘεσ 268/1994, Υπερ (1994), 1435, ΣυμβΔιαρκΣτρατΑεροδΑθ 252/1990, Υπερ (1992), 654, Σ.Αλεξιάδη, ανακριτική, 1989, σελ. 61-62, Χ.Δέδε, ό.π., σελ. 306, Ι.Ζησιάδη, ποινική δικονομία, τομ. Α, γ έκδ. (1976), σελ. 328, Π.Καίσαρη, κώδιξ ποινικής δικονομίας, τομ. Α (1981), άρθρο 31, σελ. 230, Δ.Σπινέλλη, η ποινική αγωγή, ΠοινΧρ (ΙΔ/1964), σελ. 548-549, Α.Τούση, κώδιξ ποινικής δικονομίας, γ έκδ. (1981), άρθρο 31, σελ. 42 πρβλ και ΕγκΕισΠλημΑθ (Σ.Κανίνια) 72/1976, ΠοινΧρ (ΚΖ/1977), 89, Μ.Παπαδογιάννη, ερμηνεία και νομολογία κατ άρθρον του κώδικος ποινικής δικονομίας, 1981, άρθρο 31, σελ. 77. 4 ΔιατΕισΠλημΡοδ (Δ.Χριστόπουλου) 74/1987, ΠοινΧρ (ΛΗ/1988), 147, Ν.Ανδρουλάκης, ό.π., σελ. 96, Θ.Δαλακούρας, ποινική δικονομία (βασικές έννοιες και θεσμοί της ποινικής δίκης), τομ. Α, 2003, σελ. 211, Α.Καρράς, ό.π., αριθ. 320, σελ. 299, σημ. 75, Γ.Καλφέλης, η κατάσχεση και η άρση αυτής κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξετάσεως και της αστυνομικής προανακρίσεως, Αρμ (1986), σελ. 199, Α.Κονταξής, κώδικας ποινικής δικονομίας, δ έκδ. (2006), άρθρο 31, σελ. 433-434, Λ.Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 344, σημ. 23, ο ίδιος, τα δικαιώματα του κατηγορουμένου στην προδικασία, σε «μελέτες για εμβάθυνση στην ποινική δικονομία», τευχ. Β, 1992, σελ. 40-41, ο ίδιος, τα δικαιώματα του κατηγορουμένου στην προανάκριση και κύρια ανάκριση, σε «τα δικαιώματα του κατηγορουμένου στην ποινική διαδικασία γενικά», Πρακτικά Γ Πανελληνίου Συνεδρίου ΕΕΠΔ, 1991, σελ. 55, Χ.Μπάκας, ό.π., σελ. 245-248, Α.Παπαδαμάκης, ποινική δικονομία (η δομή της ποινικής δίκης), β έκδ. (2004), σελ. 249, Κ.Σταμάτης, η προκαταρκτική εξέταση στην ποινική διαδικασία και οι αρχές της νομιμότητας και της σκοπιμότητας, 1984, σελ. 44, 95 και 188 επ., Δ.Συμεωνίδης, το δικαίωμα του υπόπτου να λάβει γνώση όλων των εγγράφων στην προκαταρκτική εξέταση. Συγχρόνως ορισμένες σκέψεις για τη νέα μορφή της προκαταρκτικής εξέτασης υπό το πρίσμα του Ν. 3160/2003, ΠοινΧρ (ΝΕ/2005), σελ. 10. 5 Βλ. και Θ.Δαλακούρα, προκαταρκτική εξέταση: όψεις ενός δυναμικού θεσμού μετά τη διαμόρφωσή του με τις ρυθμίσεις των Ν. 3160/2003 και 3346/2005, ΠοινΔικ (2007), σελ. 1327. 6 Βλ. σχετ. ΔιατΕισΕφΑθ (Α.Ζύγουρα) 6/2004, ΠοινΛογ (2004), 920, ΠραξΛογΠΔ (2004), 62, ΝοΒ (52/2004), 1644, Αρμ (2004), 1207, Α.Καρρά, ό.π., αριθ. 320, σελ. 299, σημ. 75, τον ίδιο, επίτομη ερμηνεία του κώδικα ποινικής δικονομίας, β έκδ. (2005), άρθρο 31, σελ. 154, Λ.Μαργαρίτη, ο Πταισματοδίκης στα πλαίσια του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης σε «εμβάθυνση στην ποινική δικονομία», τομ. Ι, 2006, σελ. 333-334 και 341, τον ίδιο, προκαταρκτική εξέταση και εκκρεμότητα ποινικής δίκης, σε «μελέτες για εμβάθυνση στην ποινική δικονομία», τομ. Α, 1992, σελ. 19 επ. (36-38).
σχηματισμό της οικείας κρίσης χρησιμοποιούνται (πλην των εξαιρέσεων που ρητά ο νόμος εισάγει ή η ιδιαιτερότητα του σταδίου επιβάλλει) τα αποδεικτικά μέσα του άρθρου 178 ΚΠΔ και για την εκτίμησή τους ισχύει τόσο η κατ άρθρο 177 ΚΠΔ αρχή της ηθικής απόδειξης όσο και η δέσμευση της μη λήψεως υπόψη απαγορευμένων ή παράνομα αποκτημένων αποδείξεων 7. Η προκαταρκτική εξέταση δεν συνιστά τρόπο άσκησης της ποινικής δίωξης, οι οποίοι αναγράφονται κατά τρόπο περιοριστικό στο άρθρο 43 παρ. 1 εδ. α ΚΠΔ 8. Αφορμή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης μπορεί να δώσει στον εισαγγελέα υποβληθείσα έγκληση ή μήνυση ή αναφορά, αλλά και οποιαδήποτε πληροφορία του για τη διάπραξη ποινικού αδικήματος 9. Η προκαταρκτική εξέταση κατατείνει στην ανακάλυψη της αλήθειας και επομένως κατά τη διενέργειά της πρέπει να συλλέγονται όλα τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία, δηλ. τόσο τα επιβαρυντικά για τον ύποπτο στοιχεία όσο και εκείνα που είναι υπέρ της αθωότητάς του. Η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης είναι επιτρεπτή και στις περιπτώσεις εκείνων των εγκλημάτων, για τα οποία δεν είναι υποχρεωτική κατ άρθρο 244 ΚΠΔ η προανάκριση 10, αλλά και εκείνων, για τα οποία δεν επιτρέπεται διενέργεια προανάκρισης 11. Επίσης, προκαταρκτική εξέταση μπορεί να ενεργηθεί και σε περίπτωση που ο δράστης του εγκλήματος είναι άγνωστος 12. Εξάλλου, η διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης είναι επιτρεπτή για κάθε έγκλημα και μάλιστα ανεξάρτητα από το εάν αυτό διώκεται αυτεπαγγέλτως ή κατ έγκληση 13, από τη βαρύτητά του (εάν δηλαδή πρόκειται για κακούργημα ή πλημμέλημα), καθώς και από τη μορφή της καταγγελίας (μήνυση, έγκληση ή αναφορά). Πρέπει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης μετά τον Ν. 3160/2003 είναι υποχρεωτική για τα σοβαρότερα αδικήματα (δηλ. για τα κακουργήματα και τα πλημμελήματα αρμοδιότητας τριμελούς πλημμελειοδικείου), εφόσον για την ίδια υπόθεση δεν έχει προηγηθεί αστυνομική προανάκριση ή Ε.Δ.Ε. 14 Η προκαταρκτική εξέταση στοχεύει στη συλλογή εκείνων των στοιχείων που είναι απαραίτητα για τον εισαγγελέα, προκειμένου να αποφασίσει εάν συντρέχει περίπτωση άσκησης ποινικής δίωξης ή απόρριψης της σχετικής καταγγελίας του 7 Λ.Μαργαρίτης, ο Πταισματοδίκης στα πλαίσια του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης σε «εμβάθυνση στην ποινική δικονομία», τομ. Ι, 2006, σελ. 339, Χ.Μπάκας, ό.π., σελ. 246 8 Βλ. ενδ. Ν.Ανδρουλάκη, ό.π., σελ. 230, Θ.Δαλακούρα, ό.π., τομ. Α, σελ. 210, Χ.Δέδε, ό.π., σελ. 305-306, Β.Ζησιάδη, η θέση της προκαταρκτικής εξέτασης στο ισχύον ποινικό δίκαιο και τα δικαιώματα του «κατηγορουμένου», Υπερ (1994), σελ. 997, Ι.Ζησιάδη, ό.π., σελ. 328, Π.Καίσαρη, ό.π., άρθρο 31, σελ. 320, Α.Καρρά, ποινικό δικονομικό δίκαιο, β έκδ. (1998), αριθ. 320, σελ. 299, τον ίδιο, επίτομη ερμηνεία του κώδικα ποινικής δικονομίας, β έκδ. (2005), άρθρο 31, σελ. 154, Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 31, σελ. 433, Λ.Μαργαρίτη, ο Πταισματοδίκης στα πλαίσια του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης σε «εμβάθυνση στην ποινική δικονομία», τομ. Ι, 2006, σελ. 342, Α.Παπαδαμάκη, ό.π., σελ. 248 βλ. πάντως Ε.Κριτσέλη, η προκαταρκτική εξέταση, 2004, σελ. 76 επ. (79), η οποία θεωρεί ότι η παραγγελία για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης συνιστά τον τέταρτο τρόπο άσκησης ποινικής δίωξης. 9 Π.Καίσαρης, ό.π., άρθρο 31, σελ. 231 πρβλ και ΑΠ 695/1975, ΠοινΧρ (ΚΣΤ/1976), 112. 10 Α.Κονταξής, ό.π., άρθρο 31, σελ. 436 πρβλ και Α.Παπαδαμάκη, ό.π., σελ. 252. 11 Α.Κονταξής, ό.π., άρθρο 31, σελ. 436, Κ.Σταμάτης, ό.π., σελ. 42. Πρβλ για τα δια του τύπου εγκλήματα Ι.Ζησιάδη, ό.π., τομ. Α, σελ. 329, Π.Καίσαρη, ό.π., άρθρο 31, σελ. 232-233, Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 31, σελ. 433 βλ. όμως αντίθ. για τα δια του τύπου εγκλήματα ΓνωμΕισΕφΑιγ (Ξ.Κωνσταντόπουλου) 1296/1956, ΝοΒ (4/1956), 541 (για το άρθρο 46 Ν. 5060/1931, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 592 παρ. 1 εδ. στ ΚΠΔ). 12 Α.Κονταξής, ό.π., άρθρο 31, σελ. 436. 13 Έτσι και Ι.Ζησιάδης, ό.π., τομ. Α, σελ. 329, Π.Καίσαρης, ό.π., άρθρο 31, σελ. 232. 14 Βλ. αναλυτικά για τους τρόπους και τις προϋποθέσεις άσκησης ποινικής δίωξης, καθώς και για την επίδραση της υποχρεωτικότητας διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης στο χρόνο παραγραφής των εγκλημάτων Χ.Σεβαστίδη, τροποποιήσεις του ν. 3160/2003 στον κώδικα ποινικής δικονομίας, 2004, σελ. 36 επ.
εγκλήματος (έγκλησης, μήνυσης ή αναφοράς) ως προφανώς αβάσιμης στην ουσία της, ώστε να μην υποβάλλεται κάποιος στην ταλαιπωρία της ανάκρισης εάν δεν υπάρχουν επαρκή σε βάρος του στοιχεία 15. Ενόψει του σκοπού αυτού της προκαταρκτικής εξέτασης πρέπει να γίνει δεκτό ότι μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης (είτε με παραγγελία για προανάκριση ή κύρια ανάκριση είτε με απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο) δεν μπορεί πλέον να διενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση 16 δηλ. δεν μπορεί να διενεργείται παράλληλα προκαταρκτική εξέταση και προανάκριση ή κύρια ανάκριση, αλλά ούτε μπορεί να παραγγείλει ο εισαγγελέας προκαταρκτική εξέταση μετά την ολοκλήρωση της προανάκρισης ή της κύριας ανάκρισης 17. Η προκαταρκτική εξέταση διενεργείται κατά τους όρους των άρθρων 240 και 241 ΚΠΔ και επομένως μπορεί να διενεργηθεί όχι μόνο κατά τις εργάσιμες ημέρες και ώρες, αλλά και κατά τις Κυριακές και λοιπές αργίες και εξαιρετέες ημέρες, ακόμη και κατά τη διάρκεια της νύκτας εάν υπάρχει ανάγκη 18. Επίσης, μπορεί να διενεργείται σε οποιονδήποτε τόπο κρίνεται κατάλληλος και επομένως όχι υποχρεωτικά στο γραφείο. Επίσης, γίνεται εγγράφως και χωρίς δημοσιότητα με την παρουσία δικαστικού γραμματέα ή δεύτερου ανακριτικού υπαλλήλου. Μετά την ολοκλήρωση της προκαταρκτικής εξέτασης ο εισαγγελέας είναι ο μόνος αρμόδιος να αποφασίσει εάν συντρέχει ή όχι περίπτωση άσκησης της ποινικής δίωξης, χωρίς πάντως να επιτρέπεται η υποβολή από τον εισαγγελέα απαλλακτικής πρότασης στο δικαστικό συμβούλιο, αφού δεν έχει ασκηθεί ακόμα ποινική δίωξη 19. Αντίθετα, μετά την ολοκλήρωση της προανάκρισης και της κύριας ανάκρισης ο εισαγγελέας δεν μπορεί πλέον να «διαθέσει» το αντικείμενο της ποινικής δίκης, αλλά για την τύχη της ασκηθείσας ποινικής δίωξης θα αποφασίσει το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο. Επίσης, ενόψει της πιο πάνω νομικής φύσης της προκαταρκτικής εξέτασης και μέχρι την άσκηση της ποινικής δίωξης το δικαστικό συμβούλιο δεν έχει αρμοδιότητα να κηρύξει τυχόν ακυρότητα αυτής 20. Πρέπει, πάντως, να τονιστεί στο σημείο αυτό ότι στην προκαταρκτική εξέταση δεν ισχύει η αρχή «in dubio pro reo», αλλά η αρχή «in dubio contra reum» και επομένως, η ύπαρξη (τουλάχιστον) υπόνοιας τέλεσης εγκλήματος (απλές ενδείξεις) αρκεί για την άσκηση της ποινικής δίωξης 21. Β. Ποιος διατάσσει την προκαταρκτική εξέταση. Εξουσίες του εισαγγελέα. α) Ο κανόνας: διενέργεια από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Το άρθρο 31 ΚΠΔ αναφέρεται στο δικαίωμα του εισαγγελέα πλημμελειοδικών να ενεργεί 15 Βλ. και Π.Καίσαρη, ό.π., άρθρο 31, σελ. 320, Α.Τούση, ό.π., άρθρο 31, σελ. 42. 16 Πρβλ και Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 31, σελ. 433 και 435. 17 Α.Κονταξής, ό.π., άρθρο 31, σελ. 433. 18 Π.Καίσαρης, ό.π., άρθρο 31, σελ. 232, Χ.Μπάκας, ό.π., σελ. 244-245. 19 Βλ. ενδ. ΓνωμΕισΑΠ (Κ.Παπαϊωάννου) 9/1967, ΠοινΧρ (ΙΖ/1967), 378, ΔιατΕισΠλημΚαλαβ (Α.Μιχαηλίδη) 3/1976, ΠοινΧρ (ΚΣΤ/1976), 345, Π.Καίσαρη, ό.π., άρθρο 31, σελ. 235 και άρθρο 43, σελ. 351, Α.Καρρά, ό.π., αριθ. 320, σελ. 299, Δ.Καρύμπαλη, η προς το δικαστικόν συμβούλιον πρότασις του εισαγγελέως «να μη γίνη κατηγορία» δεν αποτελεί νόμιμον τρόπον κινήσεως ποινικής αγωγής, ΠοινΧρ (ΙΔ/1964), σελ. 317-318, όπου αναφορά και στο καθεστώς της προϊσχύσασας Ποινικής Δικονομίας, Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 43, σελ. 505, Α.Μιχαηλίδη, ανάκληση της εγκλήσεως πριν από την άσκηση ποινικής διώξεως, ΠοινΧρ (ΚΘ/1979), σελ. 719-720. 20 ΣυμβΔιαρκΣτρατΑθ 252/1990, Υπερ (1992), 654, Α.Κονταξής, ό.π., άρθρο 31, σελ. 435, σημ. 4. 21 Βλ. σχετ. ΔιατΕισΕφΠατρ (Π.Καίσαρη) 13/1998, ΠοινΔικ (1998), 452, Κ.Σταμάτη, ό.π., σελ. 153 επ.
προκαταρκτική εξέταση (και προανάκριση) 22. Βάσει της διατάξεως αυτής ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών έχει γενική αρμοδιότητα στη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης και μόνο κατ εξαίρεση το δικαίωμα του εισαγγελέα εφετών ή του Αρείου Πάγου αποκλείει το αντίστοιχο δικαίωμα του εισαγγελέα πλημμελειοδικών 23. Ειδικότερα, το άρθρο 31 παρ. 1 εδ. α ΚΠΔ προβλέπει το δικαίωμα του εισαγγελέα πλημμελειοδικών να ενεργεί ο ίδιος ή να αναθέτει σε κάποιον από τους αντεισαγγελείς του ή τους εισαγγελικούς του παρέδρους τόσο προκαταρκτική εξέταση όσο και προανάκριση 24. Μάλιστα, σύμφωνα με τα άρθρα 33 και 34 ΚΠΔ η προκαταρκτική εξέταση και η προανάκριση μπορεί να γίνεται και από τους γενικούς και ειδικούς ανακριτικούς υπαλλήλους, ύστερα από παραγγελία του εισαγγελέα και υπό την εποπτεία του. Πάντως, η προκαταρκτική εξέταση δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να ενεργηθεί από δικαστή, που δεν έχει παράλληλα την ιδιότητα ανακριτικού υπαλλήλου 25 ούτε από τον ανακριτή 26, αλλά ούτε και από τον δημόσιο κατήγορο 27. Την προκαταρκτική εξέταση μπορεί να διατάξει μόνο ο εισαγγελέας επομένως, διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης χωρίς εισαγγελική παραγγελία δεν είναι επιτρεπτή, σε αντίθεση με ό,τι προβλέπει το άρθρο 243 παρ. 2 ΚΠΔ για την αστυνομική προανάκριση 28. Η προκαταρκτική εξέταση διευθύνεται σε κάθε περίπτωση από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών και επομένως αυτός είναι ο μόνος αρμόδιος για την επίλυση κάθε ζητήματος που θα ανακύψει 29. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι λόγω της αναγνωριζόμενης στο άρθρο 31 παρ. 1 ΚΠΔ ιδιότητας του εισαγγελέα πλημμελειοδικών ως ανακριτικού υπαλλήλου γίνεται δεκτό ότι αυτός (εισαγγελέας πλημμελειοδικών) είναι υποχρεωμένος να παραλάβει τη μήνυση που αφορά σε αυτόφωρη πράξη και δεν μπορεί να αρνηθεί με τη δικαιολογία ότι η μήνυση πρέπει να υποβληθεί στην αστυνομική αρχή 30. β) η παράλληλη δυνατότητα διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης (και προανάκρισης) από τον εισαγγελέα εφετών και τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Σύμφωνα με το άρθρο 35 ΚΠΔ παράλληλα με τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών και ο εισαγγελέας εφετών έχει αρμοδιότητα για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης είτε αυτοπροσώπως είτε δια των αντεισαγγελέων του, για κάθε αξιόποινη πράξη της περιφέρειας του εφετείου. Η κατά τη διάταξη αυτή προκαταρκτική εξέταση μπορεί να διενεργηθεί μόνο από τον εισαγγελέα εφετών προσωπικά ή από κάποιον αντεισαγγελέα εφετών, όχι όμως από εισαγγελέα ή αντεισαγγελέα πλημμελειοδικών, στους οποίους μόνο η διενέργεια συγκεκριμένης ανακριτικής πράξης μπορεί να ανατεθεί κατ εξαίρεση από τον εισαγγελέα εφετών 31. Επίσης, την ίδια αρμοδιότητα 22 Είναι προφανές ότι το άρθρο 31 ΚΠΔ αναφέρεται σε ορισμένες μόνο από τις αρμοδιότητες του εισαγγελέα στην ποινική διαδικασία επομένως, ο τίτλος του άρθρου δεν είναι ακριβής (βλ. σχετ. και Μ.Παπαδογιάννη, ό.π., άρθρο 31, σελ. 75). 23 Βλ. για τις εξαιρετικές αυτές διατάξεις αμέσως στη συνέχεια, υπό Β β. 24 Βλ. και Π.Καίσαρη, ό.π., άρθρο 31, σελ. 231. 25 Α.Κονταξής, ό.π., άρθρο 31, σελ. 436. 26 Μ.Παπαδογιάννης, ό.π., άρθρο 31, σελ. 76. 27 Έτσι και Π.Καίσαρης, ό.π., άρθρο 31, σελ. 231, Α.Κονταξής, ό.π., άρθρο 31, σελ. 436, Χ.Μπάκας, η προδικασία της ποινικής δίκης, 1995, σελ. 244, Α.Τούσης, ό.π., άρθρο 31, σελ. 43 βλ. όμως αντίθ. Χ.Δέδε, ό.π., σελ. 307, σημ. 7. 28 Βλ. και Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 31, σελ. 436, Χ.Μπάκα, ό.π., σελ. 244. 29 Βλ. σχετ. ΔιατΕισΕφΑθ (Α.Ζύγουρα) 6/2004, ΠοινΛογ (2004), 920, ΠραξΛογΠΔ (2004), 62, ΝοΒ (52/2004), 1644, Αρμ (2004), 1207, Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 31, σελ. 436, Χ.Μπάκα, ό.π., σελ. 244. Ειδικά για το ζήτημα της αρμοδιότητας σχετικά με την τύχη των πειστηρίων και κατασχεθέντων πραγμάτων κατά την προκαταρκτική εξέταση βλ. αναλυτικά π.κ., υπό Θ. 30 Βλ. έτσι ΓνωμΕισΑΠ (Η.Σπυρόπουλου) 1747/1995, ΠοινΧρ (ΜΣΤ/1996), 428. 31 ΕγκΕισΑΠ (Π.Δημόπουλου) 3/2001, ΠοινΧρ (ΝΒ/2002), 374, ΠοινΔικ (2002), 33, Α.Κονταξής, ό.π., άρθρο 35, σελ. 465, Λ.Μαργαρίτης, ο Πταισματοδίκης στα πλαίσια του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης σε «εμβάθυνση στην ποινική δικονομία», τομ. Ι, 2006, σελ. 352, Σ.Μπάγιας,
έχει και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου (είτε ο ίδιος προσωπικά είτε δια των Αντεισαγγελέων του) για κάθε αξιόποινη πράξη, για την οποία υφίσταται δικαιοδοσία των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων. Σκοπός της διάταξης αυτής δεν είναι ο παραμερισμός του κατά κύριο λόγο αρμόδιου για την άσκηση της ποινικής δίωξης και τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης εισαγγελέα πλημμελειοδικών, αλλά η αντιμετώπιση των περιπτώσεων εκείνων αδράνειας ή άρνησης του εισαγγελέα πλημμελειοδικών να ασκήσει ποινική δίωξη για ορισμένη πράξη 32. Σχετικά με την πρόβλεψη αυτή του άρθρου 35 ΚΠΔ και το δικαίωμα του εισαγγελέα εφετών να διενεργεί προκαταρκτική εξέταση πρέπει να γίνουν οι ακόλουθες επισημάνσεις: Πρώτον, η αρμοδιότητα του εισαγγελέα εφετών για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν εξαντλείται μόνο στα εγκλήματα που τελούνται εντός της περιφέρειας του εφετείου, αλλά επεκτείνεται και σε κάθε έγκλημα για το οποίο υπάρχει αρμοδιότητα των δικαστηρίων της αντίστοιχης εφετειακής περιφέρειας, όπως για παράδειγμα όταν ο ύποπτος κατοικεί ή διαμένει εντός της περιφέρειας του εφετείου, ιδίως στις περιπτώσεις εκείνες, στις οποίες ο τόπος τέλεσης του εγκλήματος είναι άγνωστος. Δεύτερον, το δικαίωμα αυτό έχει ο εισαγγελέας εφετών για κάθε έγκλημα ανεξάρτητα από το χαρακτήρα αυτού ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος. Τρίτον, όπως ήδη αναφέρθηκε, η κατά τη διάταξη αυτή προκαταρκτική εξέταση μπορεί να διενεργηθεί μόνο από τον εισαγγελέα εφετών προσωπικά ή από κάποιον αντεισαγγελέα εφετών, όχι όμως από εισαγγελέα ή αντεισαγγελέα πλημμελειοδικών, στους οποίους μόνο η διενέργεια συγκεκριμένης ανακριτικής πράξης μπορεί να ανατεθεί κατ εξαίρεση από τον εισαγγελέα εφετών. Τέταρτον, ως προς τον τρόπο διενέργειας της προκαταρκτικής εξέτασης θα έχουν εφαρμογή οι προβλέψεις του άρθρου 31 ΚΠΔ (βλ. έτσι και Μ.Παπαδογιάννη, άρθρο 35, σελ. 85). Όπως και πιο κάτω θα αναφερθεί, η δυνατότητα αυτή του εισαγγελέα εφετών να διενεργεί προκαταρκτική εξέταση τελεί υπό τον περιορισμό της μη προηγούμενης παραγγελίας για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Εφόσον ο εισαγγελέας εφετών κάνει χρήση της εξουσίας που του παρέχει το άρθρο 35 ΚΠΔ και διενεργήσει (είτε ο ίδιος είτε με κάποιον αντεισαγγελέα του) προκαταρκτική εξέταση, η περαιτέρω πορεία της υπόθεσης καθορίζεται από το άρθρο 35 εδ. β ΚΠΔ. Διευκρινίζεται εδώ ότι η διάταξη του άρθρου 35 εδ. β ΚΠΔ εφαρμόζεται μόνο όταν την προκαταρκτική εξέταση διενεργεί ο εισαγγελέας εφετών (είτε ο ίδιος προσωπικά είτε με κάποιον αντεισαγγελέα του) και όχι όταν η προκαταρκτική εξέταση διενεργήθηκε ή διατάχθηκε από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, οπότε εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 43 και 47 ΚΠΔ 33. Σύμφωνα, λοιπόν, με το άρθρο 35 εδ. β ΚΠΔ ο εισαγγελέας εφετών έχει δύο δυνατότητες: είτε να αρχειοθετήσει την υπόθεση είτε να παραγγείλει την άσκηση της ποινικής δίωξης. Η αρχειοθέτηση της υπόθεσης γίνεται αποκλειστικά από τον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος δεν οφείλει (ούτε μπορεί) να υποβάλλει στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου αναφορά προς έγκριση της αρχειοθέτησης 34. Η πρώτη από τις δυνατότητες αυτές (αρχειοθέτηση της υπόθεσης) τελεί υπό την απαραίτητη ποινική δίωξη: νομικές και κοινωνικές συνέπειες από την άσκησή της-ποιος και πότε (πρέπει να) την ασκεί, ΠοινΧρ (ΝΒ/2002), σελ. 8, ΠοινΔικ (2002), σελ. 76 το αντίθετο φαίνεται να δέχεται ο Φ.Μακρής, οι μεταρρυθμιστικές επεμβάσεις στην ποινική δίκη του πρόσφατου Ν. 3160/2003, ΠοινΔικ (2003), σελ. 1114. 32 Βλ. σχετ. ΕγκΕισΑΠ (Π.Δημόπουλου) 3/2001, ΠοινΧρ (ΝΒ/2002), 374, ΠοινΔικ (2002), 33, Σ.Μπάγια, ποινική δίωξη: νομικές και κοινωνικές συνέπειες από την άσκησή της-ποιος και πότε (πρέπει να) την ασκεί, ΠοινΧρ (ΝΒ/2002), σελ. 8, ΠοινΔικ (2002), σελ. 76. 33 Βλ. σχετ. και Χ.Σεβαστίδη, ό.π., σελ. 28-29, σημ. 52. 34 Α.Κονταξής, ό.π., άρθρο 35, σελ. 465, Μ.Παπαδογιάννης, ό.π., άρθρο 35, σελ. 85.
προϋπόθεση ότι στο μεταξύ ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών δεν έχει ασκήσει ποινική δίωξη και τούτο είναι ορθό, αφού μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης τίθεται σε κίνηση ο μηχανισμός της ποινικής δίκης, που μόνο με δικαστική απόφαση (στην έννοια της οποίας εντάσσεται και το βούλευμα) μπορεί να περατωθεί. Ο περιορισμός αυτός της πρώτης δυνατότητας αναφέρεται στις περιπτώσεις εκείνες, στις οποίες ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών ασκεί ποινική δίωξη, δίχως τη διενέργεια από αυτόν προκαταρκτικής εξέτασης και δίχως να αναμένει το αποτέλεσμα της προκαταρκτικής εξέτασης που διενεργεί ο εισαγγελέας εφετών πρόκειται για τις περιπτώσεις, στις οποίες η προκαταρκτική εξέταση δεν είναι αναγκαίος όρος για την άσκηση της ποινικής δίωξης, δηλαδή για τα πλημμελήματα αρμοδιότητα μονομελούς πλημμελειοδικείου ή για κακουργήματα και πλημμελήματα αρμοδιότητας τριμελούς πλημμελειοδικείου, εφόσον στις δύο τελευταίες περιπτώσεις έχει ήδη διενεργηθεί ένορκη διοικητική εξέταση ή «αστυνομική προανάκριση» 35. Πρέπει εδώ να τονιστεί ότι από τον περιορισμό αυτό της πρώτης δυνατότητας δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορεί να διατάξει τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης όσο διαρκεί η προκαταρκτική εξέταση που προηγούμενα διατάχθηκε από τον εισαγγελέα εφετών 36. Περαιτέρω, στην περίπτωση που ο εισαγγελέας εφετών αρχειοθετήσει την υπόθεση κατά το άρθρο 35 εδ. β ΚΠΔ, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών δεν κωλύεται να ασκήσει στη συνέχεια ποινική δίωξη (και μάλιστα για την άσκηση της ποινικής δίωξης αρκεί η διενεργηθείσα από τον εισαγγελέα εφετών προκαταρκτική εξέταση, δίχως να απαιτείται επανάληψη αυτής από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών) ούτε ο εισαγγελέας εφετών να ανακαλέσει τη διάταξή του περί αρχειοθετήσεως και να παραγγείλει στη συνέχεια την άσκηση ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών 37. Η δεύτερη δυνατότητα που παρέχει το άρθρο 35 εδ. β ΚΠΔ στον εισαγγελέα εφετών μετά τη διενέργεια της κατά το άρθρο 35 ΚΠΔ προκαταρκτικής εξέτασης (και εφόσον στην περίπτωση αυτή ο εισαγγελέας εφετών πείθεται από την προκαταρκτική εξέταση ότι τελέστηκε ορισμένο έγκλημα) είναι η παραγγελία στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών να ασκήσει ποινική δίωξη για την πράξη, στην οποία αφορούσε η προκαταρκτική εξέταση. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών είναι υποχρεωμένος σε μία τέτοια περίπτωση να ασκήσει την ποινική δίωξη σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του εισαγγελέα πλημμελειοδικών αφενός ο τελευταίος υπέχει πειθαρχική και ποινική ευθύνη αφετέρου είναι δυνατόν ο εισαγγελέας εφετών να ζητήσει από την ολομέλεια του εφετείου να διατάξει κατ άρθρο 29 ΚΠΔ αυτή την άσκηση της ποινικής δίωξης είτε από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών (που σε μία τέτοια περίπτωση θα είναι μάλλον μάταιη ενέργεια) είτε από τον εισαγγελέα εφετών 38. Διευκρινίζεται, πάντως, ότι η παραγγελία του εισαγγελέα εφετών προς τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών για άσκηση ποινικής δίωξης δεν επιφέρει τα αποτελέσματα της άσκησης ποινικής δίωξης, για την οποία μόνος αρμόδιος παραμένει ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών 39. Πρέπει, επίσης, να τονιστεί ότι ο εισαγγελέας εφετών ασκεί ο ίδιος την ποινική δίωξη, στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες με ειδικές νομοθετικές προβλέψεις ορίζεται ο 35 Βλ. σχετ. Χ.Σεβαστίδη, ό.π., σελ. 29. 36 Βλ. αναλυτικά για το ζήτημα αυτό Χ.Σεβαστίδη, ό.π., σελ. 27. 37 Χ.Σεβαστίδης, ό.π., σελ. 29-31 πρβλ και Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 35, σελ. 465. 38 Χ.Δέδες, ό.π., σελ. 96, Π.Καίσαρης, ό.π., άρθρο 35, σελ. 296, Α.Κονταξής, ό.π., άρθρο 35, σελ. 464 και 465, Α.Μπουρόπουλος, ό.π., άρθρο 35, σελ. 55, Α.Τούσης, ό.π., άρθρο 35, σελ. 50. 39 Έτσι και Χ.Δέδες, ό.π., σελ. 96, Π.Καίσαρης, ό.π., άρθρο 35, σελ. 296, Α.Κονταξής, ό.π., άρθρο 35, σελ. 464.
εισαγγελέας εφετών ως μόνος αρμόδιος για την άσκηση ποινικής δίωξης επί ορισμένων εγκλημάτων 40. Το άρθρο 35 εδ. γ ΚΠΔ αναφέρεται στα ειδικότερα δικαιώματα του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος αφενός μπορεί να διατάσσει τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης 41 αφετέρου μπορεί να διατάσσει τη διεξαγωγή της ανάκρισης και την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο κατ απόλυτη προτεραιότητα. Σχετικά με τη διάταξη αυτή πρέπει να γίνουν οι ακόλουθες επισημάνσεις: Πρώτον, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να διενεργεί είτε ο ίδιος είτε με κάποιον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου προκαταρκτική εξέταση για οποιοδήποτε έγκλημα, για το οποίο υπάρχει δικαιοδοσία των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων, και μάλιστα χωρίς κανένα περιορισμό επομένως, μπορεί να διενεργεί προκαταρκτική εξέταση ακόμα και εάν για το ίδιο έγκλημα έχει ήδη διαταχθεί και εκκρεμεί προκαταρκτική εξέταση από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή τον εισαγγελέα εφετών 42. Η δυνατότητα αυτή προβλέπεται ως εξαίρεση στον κανόνα του εδ. α του άρθρου 35 ΚΠΔ και για το λόγο αυτό πρέπει να ερμηνεύεται στενά, με αποτέλεσμα να μην είναι επιτρεπτή η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών και εφετών όταν πρώτα διατάχθηκε η προκαταρκτική εξέταση από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου 43. Δεύτερον, μετά την ολοκλήρωση της προκαταρκτικής εξέτασης από τον Εισαγγελέα του Αρείου μπορεί ο τελευταίος, εφόσον πείθεται ότι έχει τελεστεί ορισμένο έγκλημα, να παραγγείλει στον αρμόδιο εισαγγελέα πλημμελειοδικών την άσκηση της ποινικής δίωξης 44 σχετικά με την υποχρέωση του εισαγγελέα πλημμελειοδικών να εκτελέσει την παραγγελία αυτή ισχύουν όσα αμέσως πιο πάνω αναφέρθηκαν για την αντίστοιχη παραγγελία του εισαγγελέα εφετών. Εδώ επίσης πρέπει να τονιστεί ότι στις περιπτώσεις, όπου ειδικές νομοθετικές διατάξεις προβλέπουν αποκλειστική αρμοδιότητα του εισαγγελέα εφετών για άσκηση ποινικής δίωξης επί ορισμένων εγκλημάτων 45, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου θα απευθύνει τη σχετική του παραγγελία στον εισαγγελέα εφετών. Τρίτον, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να διατάξει την κατ απόλυτη προτεραιότητα διεξαγωγή της (ήδη διαταχθείσας και διενεργούμενης) ανάκρισης και την κατ απόλυτη προτεραιότητα εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να γίνει δεκτό ότι με βάση τη διάταξη του άρθρου 35 εδ. γ ΚΠΔ ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να διατάξει ο ίδιος τη διενέργεια της ανάκρισης, όπως ενδεχόμενα μπορεί να συναχθεί από την κακή διατύπωση της διάταξης αυτής 46. Η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης είτε από τον εισαγγελέα εφετών είτε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου δεν εμποδίζει την άσκηση ποινικής δίωξης 40 Πρόκειται για τις εξής περιπτώσεις: α) άσκηση ποινικής δίωξης μετά από απόφαση του συμβουλίου εφετών (άρθρο 29 παρ. 2 ΚΠΔ), β) άσκηση ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα εφετών Αθηνών για τα εγκλήματα του άρθρου 29 παρ. 4 ΚΠΔ, γ) άσκηση ποινικής δίωξης επί εγκλημάτων τελούμενων στο ακροατήριο του εφετείου, σε περίπτωση εφαρμογής των άρθρων 116-117 ΚΠΔ, δ) άσκηση ποινικής δίωξης για πλημμελήματα προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας και ε) άσκηση ποινικής δίωξης για τα εγκλήματα του άρθρου 4 Ν. 3213/2003 «δήλωση και έλεγχος περιουσιακής κατάστασης βουλευτών, δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, ιδιοκτητών μέσων μαζικής ενημέρωσης και άλλων κατηγοριών προσώπων». 41 Δεν μπορεί, όμως, να διενεργεί προανάκριση βλ. έτσι και Λ.Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 353. 42 Λ.Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 353. 43 Βλ. σχετ. και Χ.Σεβαστίδη, ό.π., σελ. 27-28 βλ. έτσι και Α.Κονταξή, άρθρο 35, σελ. 464, Λ.Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 353, σημ. 41. 44 Βλ. σχετ. Α.Μπουρόπουλο, ο Εισαγγελεύς του Α.Π. δικαιούται να παραγγείλη τω παρ εφέταις εισαγγελεί ν ασκήση έφεσιν κατά του βουλεύματος; ΠοινΧρ (Ε/1955), σελ. 160. 45 Βλ. τις περιπτώσεις αυτές π.π., σημ. 40. 46 Βλ. αναλυτικά για το ζήτημα αυτό Χ.Σεβαστίδη, ό.π., σελ. 31-32 βλ. έτσι και Λ.Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 353, σημ. 42.
από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών και πριν την ολοκλήρωση αυτής, εφόσον βέβαια συντρέχουν οι γενικές προϋποθέσεις, δηλαδή εφόσον πρόκειται για πλημμέλημα αρμοδιότητας μονομελούς πλημμελειοδικείου ή εφόσον για την ίδια υπόθεση έχει διενεργηθεί «αστυνομική προανάκριση» ή ένορκη διοικητική εξέταση. Εξάλλου, πρέπει να τονιστεί ότι η με οποιονδήποτε τρόπο άσκηση της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών αποκλείει πλέον τη δυνατότητα διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης για την ίδια πράξη (είτε κατ άρθρο 31 ΚΠΔ από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών είτε κατ άρθρο 35 ΚΠΔ από τον εισαγγελέα εφετών ή τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου), διαφορετικά η προκαταρκτική εξέταση διενεργείται ακύρως 47. Η παράλληλη αρμοδιότητα όλων των εισαγγελέων (Αρείου Πάγου, εφετών και πλημμελειοδικών) να διενεργούν προκαταρκτική εξέταση θεωρείται ιδιαίτερα αρνητική, ενόψει και της αναμενόμενης αναβάθμισης του ρόλου του εισαγγελέα πλημμελειοδικών 48. Ενόψει του ότι θα ήταν αδικαιολόγητο να ασκείται ταυτόχρονα το δικαίωμα αυτό των εισαγγελέων, το άρθρο 35 ΚΠΔ ορίζει ότι το δικαίωμα για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης έχει ο εισαγγελέας εφετών μόνο εφόσον δεν έχει διαταχθεί προηγουμένως προκαταρκτική εξέταση από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Πάντως, ακόμα και εάν δεν διενεργείται προκαταρκτική εξέταση από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, ο εισαγγελέας εφετών πριν την άσκηση του δικαιώματός του για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης θα πρέπει να επικοινωνεί με τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, προκειμένου να ενημερωθεί για τις προθέσεις του, ώστε να μην δίνεται αδικαιολόγητα η εντύπωση αμέλειας ή αδράνειας του εισαγγελέα πλημμελειοδικών και να μην θίγονται η αξιοπιστία και το κύρος του εισαγγελικού θεσμού 49. Εξάλλου, γίνεται ερμηνευτικά δεκτό ότι ούτε ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορεί να διατάξει τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, όταν αυτή διενεργείται ήδη από τον εισαγγελέα εφετών κατά το άρθρο 35 ΚΠΔ 50. Επίσης, ορθότερο είναι να γίνει δεκτό ότι ούτε ο εισαγγελέας εφετών ούτε ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορούν να διενεργήσουν προκαταρκτική εξέταση στην περίπτωση που ήδη διενεργείται προκαταρκτική εξέταση από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου 51. Πρέπει εδώ να διευκρινιστεί ότι ακόμα και εάν διενεργείται παράλληλα προκαταρκτική εξέταση από δύο εισαγγελείς, χωρίς να είναι τούτο επιτρεπτό κατά τα προαναφερόμενα, οι ανακριτικές πράξεις που διενεργούνται παραμένουν ισχυρές, αλλά θα πρέπει ο εισαγγελέας που δεύτερος επελήφθη της υποθέσεως να αποστείλει όλο το συγκεντρωθέν υλικό στον εισαγγελέα που επελήφθη πρώτος και μάλιστα άμεσα, μόλις πληροφορηθεί τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης και από άλλο εισαγγελέα 52. 47 Βλ. έτσι για τον αποκλεισμό παράλληλης διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης και κύριας ανάκρισης ΕγκΕσιΑΠ (Γ.Πλαγιανάκου) 1903/6/1993, Υπερ (1993), 1229. 48 Βλ. σχετική κριτική σε Α.Παπαδαμάκη, πόσο αναγκαία είναι η επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας; (σκέψεις με αφορμή το πρόσφατο Σχ. Νόμου για την επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας), ΠοινΔικ (2003), σελ. 670 πρβλ και ΕγκΕισΑΠ (Π.Δημόπουλου) 3/2001, ΠοινΧρ (ΝΒ/2002), 374, ΠοινΔικ (2002), 33. 49 Βλ. έτσι ΕγκΕισΑΠ (Π.Δημόπουλου) 3/2001, ΠοινΧρ (ΝΒ/2002), 374, ΠοινΔικ (2002), 33, Λ.Μαργαρίτη, ο Πταισματοδίκης στα πλαίσια του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης σε «εμβάθυνση στην ποινική δικονομία», 2006, σελ. 352, σημ. 39, Σ.Μπάγια, ποινική δίωξη: νομικές και κοινωνικές συνέπειες από την άσκησή της-ποιος και πότε (πρέπει να) την ασκεί, ΠοινΧρ (ΝΒ/2002), σελ. 8, ΠοινΔικ (2002), σελ. 76. 50 Βλ. αναλυτικά για το ζήτημα αυτό Χ.Σεβαστίδη, τροποποιήσεις του ν. 3160/2003 στον κώδικα ποινικής δικονομίας, 2004, σελ. 26-27 βλ. ήδη έτσι και Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 35, σελ. 464, Λ.Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 352, σημ. 40. 51 έτσι Χ.Σεβαστίδης, ό.π., σελ. 27-28. 52 Σ.Δασκαλόπουλος, η προκαταρκτική εξέταση και η άσκηση ποινικής δίωξης κατά τον ν. 3160/2003, ΠοινΧρ (ΝΓ/2003), σελ. 1028.
γ) αποκλειστική αρμοδιότητα Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και εισαγγελέα εφετών για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης. Εκτός από την πρόβλεψη του άρθρου 35 ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου (και συγκεκριμένα ένας από τους Αντεισαγγελείς του) έχει αποκλειστική αρμοδιότητα για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης σχετικά με τα αδικήματα που προβλέπονται στο άρθρο 29 παρ. 4 ΚΠΔ, όπως η τελευταία αυτή παράγραφος προστέθηκε με το άρθρο 15 παρ. 1 Ν. 3472/2006. Έτσι, στις περιπτώσεις αυτές αποκλείεται η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών και εφετών, στους οποίους πάντως ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να παραγγέλλει τη διενέργεια συγκεκριμένων ανακριτικών πράξεων. Βέβαια, δεν αποκλείεται να διενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών και τον εισαγγελέα εφετών σε περίπτωση που δεν είναι από την αρχή γνωστή η ιδιότητα του κατηγορουμένου ως δικαστικού λειτουργού, αλλά πάντως πρέπει να γίνει δεκτό ότι μόλις γίνει γνωστή η ιδιότητά του αυτή, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών ή ο εισαγγελέας εφετών πρέπει να γνωστοποιήσουν τούτο στον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου διαβιβάζοντάς του άμεσα την ήδη σχηματισθείσα δικογραφία. Επίσης, εκτός από την πρόβλεψη του άρθρου 35 ΚΠΔ, ο εισαγγελέας εφετών έχει κατ άρθρο 31 Ν. 3340/2005 αποκλειστική αρμοδιότητα για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης σχετικά με τα εγκλήματα των άρθρων 29 και 30 Ν. 3340/2005 «για την προστασία της Κεφαλαιαγοράς από πράξεις προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες και πράξεις χειραγώγησης της αγοράς», που αφορούν στην εν γνώσει χρησιμοποίηση προνομιακών πληροφοριών για απόκτηση ή διάθεση χρηματοπιστωτικών μέσων και στην τεχνητή διαμόρφωση τιμών και εμπορευσιμότητας χρηματοπιστωτικών μέσων. Στις περιπτώσεις αυτές αποκλείεται η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, ο οποίος κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 εδ. α Ν. 3340/2005 οφείλει να υποβάλλει τις σχετικές με τα εγκλήματα αυτά καταγγελίες στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών. Μάλιστα, σύμφωνα με το άρθρο 31 παρ. 3 Ν. 3340/2005 ο εισαγγελέας εφετών μπορεί να διενεργεί προκαταρκτική εξέταση για τα εγκλήματα αυτά είτε ο ίδιος προσωπικά είτε να παραγγέλλει τη διενέργειά της σε (γενικό ή ειδικό) ανακριτικό υπάλληλο. Γ. Η διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης. Με το άρθρο 2 παρ. 2 Ν. 3160/2003 προστέθηκε στο άρθρο 31 ΚΠΔ τρίτη παράγραφος, η οποία επιχειρεί να θέσει χρονικούς περιορισμούς στη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης. Η διάταξη αυτή, όπως και η αντίστοιχη του άρθρου 243 παρ. 4 ΚΠΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 11 παρ. 3 Ν. 3160/2003, αποτελούν συνέχεια μίας σειράς νομοθετικών παρεμβάσεων και καθιέρωσης χρονικών περιορισμών στο δικαιοδοτικό έργο των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών. Ειδικότερα, αρχικά το άρθρο 8 παρ. 2 Ν. 1300/1982 προέβλεψε την ολοκλήρωση της ανάκρισης στα εγκλήματα της ζωοκλοπής και ζωοκτονίας σε ένα μήνα, ενώ στη συνέχεια το άρθρο 18 παρ. 4 Ν. 2721/1999 προσέθεσε παράγραφο 4 στο άρθρο 248 ΚΠΔ, με την οποία καθιερώνονταν χρονικοί περιορισμοί στην ολοκλήρωση της κύριας ανακρίσεως 53. Η παρ. 3 του άρθρου 31 ΚΠΔ ορίζει ότι η διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης δεν μπορεί να υπερβεί τους τέσσερις μήνες, ενώ προβλέπεται περίπτωση παράτασης της προθεσμίας αυτής έως τέσσερις επιπλέον μήνες από τον εισαγγελέα εφετών. Η προθεσμία του άρθρου αυτού καλύπτει όλο το διάστημα από την υποβολή 53 Για την κριτική που ασκήθηκε στη διάταξη του άρθρου 248 παρ. 4 ΚΠΔ βλ. Χ.Σεβαστίδη, ό.π., σελ. 20, σημ. 37.
της καταγγελίας (έγκλησης, μήνυσης ή αναφοράς) μέχρι την αρχειοθέτηση της υποθέσεως ή την άσκηση της ποινικής δίωξης 54. Υποστηρίζεται, πάντως, και η άποψη ότι δεν καλύπτεται και επομένως δεν υπολογίζεται στην προθεσμία αυτή το διάστημα, κατά το οποίο η δικογραφία βρίσκεται στα χέρια του εισαγγελέα προς επεξεργασία 55. Τυχόν υπέρβαση της προθεσμίας του άρθρου 31 παρ. 3 ΚΠΔ (τόσο της αρχικής όσο και της τυχόν παράτασης που χορηγήθηκε κατά το εδ. β ) σε καμία περίπτωση δεν επηρεάζει την πορεία της υπόθεσης ούτε δημιουργεί καμία ακυρότητα 56. Κάτι τέτοιο, εκτός του ότι δεν προκύπτει από πουθενά, θα ερχόταν σε αντίθεση και με τον επιδιωκόμενο σκοπό της διάταξης αυτής, δηλαδή την επιτάχυνση της ποινικής δίκης, αφού τυχόν αποδοχή ακυρότητας της διαδικασίας θα οδηγούσε στην ανάγκη επανάληψης όλων των διαδικαστικών πράξεων. Το πιο πάνω συμπέρασμα, εξάλλου, ενισχύεται και από τη διατύπωση που χρησιμοποιεί ο Ν. 3160/2003 συγκρινόμενος με το αρχικό Σχέδιο για την τροποποίηση του ΚΠΔ, όπου η διατύπωση ήταν πιο επιτακτική συγκεκριμένα το σχέδιο αυτό ανέφερε ότι «μετά την πάροδο τετραμήνου από τη λήψη της παραγγελίας δεν επιτρέπεται η συνέχισή της χωρίς έγγραφη έγκριση αυτού που την παρήγγειλε». Τέλος, τυχόν παραδοχή της αντίθετης άποψης θα ήταν τουλάχιστον οριακής συνταγματικότητας, καθώς δεν μπορεί να νοηθεί γενικά και αφηρημένα χρονικός περιορισμός στην άσκηση των δικαστικών και εισαγγελικών καθηκόντων, αφού κάτι τέτοιο αδιαφορώντας για την ιδιαιτερότητα κάθε υποθέσεως θα απέβαινε σε βάρος της πραγματικής και ουσιαστικής απονομής της δικαιοσύνης. Έτσι, με βάση τα παραπάνω πρέπει να δεχθούμε ότι οι προβλεπόμενες στο άρθρο 31 παρ. 3 ΚΠΔ προθεσμίες είναι ενδεικτικές και η υπέρβασή τους μόνο πειθαρχική ευθύνη του προανακριτικού υπαλλήλου και του εποπτεύοντος εισαγγελέα μπορεί να προκαλέσει 57. Η παράταση της προθεσμίας για ολοκλήρωση της προκαταρκτικής εξέτασης εγκρίνεται υπό τις ακόλουθες διακρίσεις: α) αν την προκαταρκτική εξέταση ενεργεί ο ίδιος ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών αυτοπροσώπως, την παράταση εγκρίνει ο εισαγγελέας εφετών β) αν την προκαταρκτική εξέταση ενεργεί με παραγγελία του αρμόδιου εισαγγελέα οποιοσδήποτε ανακριτικός υπάλληλος, την παράταση εγκρίνει ο εισαγγελέας που παρήγγειλε την προκαταρκτική εξέταση 58. Υποστηρίζεται, πάντως, η άποψη ότι η παράταση της προθεσμίας φαίνεται να αποκλείεται όταν την προκαταρκτική εξέταση ενεργεί κατόπιν παραγγελίας του εισαγγελέα (γενικός ή ειδικός) ανακριτικός υπάλληλος 59. Εξάλλου, γίνεται δεκτό ότι η παράταση της 54 Έτσι Λ.Μαργαρίτης, προκαταρκτική εξέταση-προανάκριση: θεωρητικές συμβολές-πρακτικές εφαρμογές, ΠοινΔικ (2007), σελ. 604-605 πρβλ έτσι και Χ.Σεβαστίδη, ό.π., σελ. 21-22, σημ. 41. 55 Βλ. έτσι ΕγκΕισΠρωτΑθ (Σ.Μπάγια) 57227/2003, ΠοινΧρ (ΝΓ/2003), 1017. 56 Έτσι και ΕγκΕισΠλημΠατρ (Λ.Σοφουλάκη) 540/2006, ΠοινΔικ (2007), 985, ΠοινΛογ (2006), 654, ΕγκΕισΠρωτΑθ (Σ.Μπάγια) 57227/2003, ΠοινΧρ (ΝΓ/2003), 1017, ΕγκΕισΠρωτΠειρ (Π.Μπρακουμάτσου) της 16.9.2003, ΠοινΧρ (ΝΓ/2003), 1020-1021, ΕγκΕισΠρωτΜυτιλ (Γ.Κτιστάκη) 619/2003, ΠοινΧρ (ΝΓ/2003), 1025-1026, Θ.Δαλακούρας, η λειτουργική αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών υπό το φως των ρυθμίσεων του ν. 3160/2003, ΠοινΧρ (ΝΔ/2004), σελ. 589, Σ.Δασκαλόπουλος, η προκαταρκτική εξέταση και η άσκηση ποινικής δίωξης κατά τον ν. 3160/2003, ΠοινΧρ (ΝΓ/2003), σελ. 1028, Α.Κονταξής, ό.π., άρθρο 31, σελ. 444, Ε.Κριτσέλη, ό.π., σελ. 26 και 60, σημ. 71, Λ.Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 605, σημ. 72, Χ.Σεβαστίδης, ό.π., σελ. 20-21. Βλ. σχετ. και την Εισήγηση του Π.Φιλιππόπουλου στην Διοικητική Ολομέλεια του ΑΠ 9/1999, ΝοΒ (47/1999), 1229 επ. (1235 επ.). 57 Βλ. σχετ. και ΕγκΕισΠλημΠατρ (Λ.Σοφουλάκη) 540/2006, ΠοινΔικ (2007), 985, ΠοινΛογ (2006), 654. 58 Βλ. σχετ. και Χ.Σεβαστίδη, ό.π., σελ. 20, σημ. 38. 59 Βλ. σχετ. ΕγκΕισΠλημΠατρ (Λ.Σοφουλάκη) 540/2006, ΠοινΔικ (2007), 985, ΠοινΛογ (2006), 654, Σ.Δασκαλόπουλο, ό.π., σελ. 1028, Λ.Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 604, σημ. 65 πρβλ έτσι και Φ.Μακρή, οι
προθεσμίας προς ολοκλήρωση της προκαταρκτικής εξέτασης πρέπει να δικαιολογείται από εξαιρετικούς λόγους, αναγόμενους σε ανακύπτουσες κατά την αναζήτηση και συλλογή του αποδεικτικού υλικού δυσχέρειες του ανακρίνοντος, όπως όταν πρόκειται για διερεύνηση σοβαρών ποινικών αδικημάτων και οι οποίες πρέπει να εξειδικεύονται με λεπτομέρειες, ώστε να μπορεί ο εισαγγελέας εφετών να αποφανθεί σχετικά 60 βέβαια, τίθεται το ερώτημα εάν δεν συντρέχουν οι εξαιρετικοί λόγοι ποια θα είναι η περαιτέρω πορεία της υπόθεσης. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών ή ο ανακριτικός υπάλληλος θα συνεχίσει και θα ολοκληρώσει την προκαταρκτική εξέταση, ανεξάρτητα από την τυχόν μη έγκριση της παράτασης, η οποία θα έχει ως μόνη συνέπεια την αναζήτηση πειθαρχικών ευθυνών. Δ. Έννοια του «υπόπτου», τρόπος εξέτασής του και τα δικαιώματά του στην προκαταρκτική εξέταση. Η έννοια του «υπόπτου» είναι καταρχήν άγνωστη στο δίκαιό μας 61. Νομοθετικά χρησιμοποιήθηκε ο όρος αυτός κατά το παρελθόν μόνο στο άρθρο 31 παρ. 2 ΚΠΔ πριν την τροποποίηση του τελευταίου από το άρθρο 2 παρ. 1 Ν. 3160/2003 62. Καθιερώθηκε, όμως, η χρήση του όρου αυτού για να προσδιορίσει το πρόσωπο εκείνο που καταγγέλλεται στην έγκληση ή μήνυση (ή αίτηση εάν αυτή δίνει αφορμή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης) ως δράστης της πράξης ή εκείνο, στον οποίο αποδίδεται κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης η πράξη, για την οποία ενεργείται η προκαταρκτική εξέταση (βλ. σχετ. άρθρο 31 παρ. 2 ΚΠΔ) με την έννοια αυτή χρησιμοποιείται ο όρος ύποπτος και στα πλαίσια της παρούσας εργασίας. Μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε στον ΚΠΔ ο Ν. 3346/2005, η έννοια και θέση του υπόπτου διακρίνεται σαφώς από την έννοια και θέση του κατηγορουμένου, όπως αυτή αποδίδεται στο άρθρο 72 ΚΠΔ 63. Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι μετά τον Ν. 3160/2003 και κυρίως μετά τον Ν. 3346/2005, στον ύποπτο αναγνωρίζεται σειρά δικαιωμάτων, αντίστοιχων εκείνων που αναγνωρίζονται στον κατηγορούμενο, αίροντας κατ αυτό τον τρόπο τις επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν κατά το παρελθόν σχετικά με τη θέση του υπόπτου στο δικονομικό μας σύστημα και την ελλιπή του προστασία 64. Σχετικά με τον τρόπο εξέτασης του «υπόπτου» στην προκαταρκτική εξέταση και τα δικαιώματά του ισχύουν τα ακόλουθα: α) προθεσμία κλήτευσης «υπόπτου». Το άρθρο 31 παρ. 2 εδ. β ΚΠΔ, προκειμένου να παράσχει στον ύποπτο την ευχέρεια αφενός να προετοιμαστεί αφετέρου να επιλέξει τον κατάλληλο συνήγορο, επιβάλει στον ενεργούντα την προκαταρκτική εξέταση την υποχρέωση να τον καλέσει προς παροχή εξηγήσεων πριν από 48 τουλάχιστον ώρες. Η προθεσμία αυτή υπολογίζεται σε ώρες, δηλαδή πρέπει να μεσολαβούν από την κλήση του μέχρι το χρόνο κατά τον οποίο πρέπει να παράσχει τις εξηγήσεις 48 ώρες, χωρίς να έχει εφαρμογή εν προκειμένω το άρθρο 168 παρ. 1 εδ. γ ΚΠΔ, το οποίο αναφέρεται σε προθεσμίες 24 ωρών. Η κλήτευση του μεταρρυθμιστικές επεμβάσεις στην ποινική δίκη του πρόσφατου Ν. 3160/2003, ΠοινΔικ (2003), σελ. 1114. 60 Έτσι ΕγκΕισΠλημΠατρ (Λ.Σοφουλάκη) 540/2006, ό.π., Σ.Δασκαλόπουλος, ό.π., σελ. 1028. 61 Βλ. σχετ. Σ.Αλεξιάδη, η έννοια του υπόπτου στην Ποινική Δίκη-Η κερκόπορτα για παραβίαση των ατομικών δικαιωμάτων σε «Τιμητικό Τόμο για την Αλίκη Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου», τομ. Α, 2003, σελ. 87. 62 Βλ. σχετ. και Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 31, σελ. 437, Φ.Παπαδόπουλο, η δικονομική θέση του υπόπτου κατά τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, Υπερ (1995), σελ. 474 επ. 63 Βλ. σχετ. και Χ.Σεβαστίδη, ό.π., σελ. 26-28. 64 Βλ. σχετ. Σ.Αλεξιάδη, ό.π., σελ. 85 επ. (92).
υπόπτου πρέπει να γίνεται προς τον ίδιο προσωπικά και όχι στον τυχόν διορισθέντα συνήγορό του 65, 66. Πάντως, εάν ο ύποπτος έχει διορίσει νόμιμα αντίκλητό του, είναι προφανές ότι η σχετική κλήση μπορεί να επιδοθεί νόμιμα σ αυτόν. Πρέπει, πάντως, να διευκρινιστεί ότι ο νόμος απαιτεί την κλήτευση του υπόπτου, όχι όμως και του συνηγόρου του, η οποία επομένως δεν είναι υποχρεωτική 67. Το άρθρο 31 παρ. 2 ΚΠΔ (σε αντίθεση με όσα ισχύουν επί ανακρίσεως και προανακρίσεως κατ άρθρο 100 παρ. 2 ΚΠΔ) δεν προβλέπει τίποτα σχετικά με τη δυνατότητα σύντμησης της προθεσμίας κλήτευσης του «υπόπτου». Ενόψει του ότι η σύντμηση αυτή ως εξαιρετική ρύθμιση, που περιορίζει τα δικαιώματα του υπόπτου στην ποινική διαδικασία, επιβάλλει ρητή και σαφή νομοθετική πρόβλεψη, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι στην προκαταρκτική εξέταση δεν επιτρέπεται η σύντμηση της προθεσμίας κλήτευσης του υπόπτου. Είναι, βέβαια, αλήθεια ότι είναι αντιφατικό να επιτρέπεται η σύντμηση στα πλαίσια της κύριας ανάκρισης και της προανάκρισης, όπου μάλιστα η προθεσμία είναι μικρότερη (24ωρη), και να μην επιτρέπεται στην προκαταρκτική εξέταση, σε περιπτώσεις στις οποίες η αναβολή προκαλεί κίνδυνο για την ανακριτική διαδικασία η αντίφαση αυτή, όμως, μόνο με νομοθετική παρέμβαση μπορεί να αρθεί. β) δικαίωμα παράστασης με συνήγορο. Σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 εδ. γ ΚΠΔ ο ύποπτος κατά την παροχή εξηγήσεων στην προκαταρκτική εξέταση έχει δικαίωμα παράστασης με τον συνήγορό του 68. Ο διορισμός του συνηγόρου γίνεται σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο άρθρο 96 παρ. 2 ΚΠΔ, δηλ. είτε με προφορική δήλωση του υπόπτου καταχωριζόμενη στα πρακτικά ή στην έκθεση κατά την εξέτασή του ή την κατάθεσή του ως μάρτυρα είτε με έγγραφη δήλωση του υπόπτου, σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ. 2 ΚΠΔ 69. Και στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης ισχύουν όσα προβλέπονται και γίνονται δεκτά στα πλαίσια της κύριας ανάκρισης και της προανάκρισης σχετικά με την ελευθερία επιλογής του συνηγόρου, την ελεύθερη επικοινωνία του κατηγορουμένου-υπόπτου με τον 65 Και τούτο διότι κατά την κρατούσα άποψη ο συνήγορος του κατηγορουμένου δεν έχει αυτοδικαίως την ιδιότητα του αντικλήτου, παρά μόνο σε όσες περιπτώσεις ρητά αναγνωρίζεται η ιδιότητά του αυτή από ειδικές διατάξεις (βλ. έτσι ΣυμβΠλημΠατρ 181/1989, ΠοινΧρ (ΛΘ/1989), 527, Αρμ (1989), 796, Γ.Γεωργόπουλο, εννοιολογικαί διακρίσεις των όρων αντικλήτου και πληρεξουσίου εις την ποινικήν και πολιτικήν διαδικασίαν και αι εκ τούτων δημιουργούμεναι σοβαραί συνέπειαι εις την ποιν. διαδικασίαν, Αρμ (1979), σελ. 213, Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 96, σελ. 845 έτσι έμμεσα και ΣυμβΑΠ 318/1991, ΠοινΧρ (ΜΑ/1991), 907, ΣυμβΑΠ 242/1972, ΠοινΧρ (ΚΒ/1972), 469). Πάντως, υποστηρίζεται και η αντίθετη άποψη κατά την οποία, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο συνήγορος του κατηγορουμένου, που διορίζεται κατ άρθρο 96 ΚΠΔ με γενική πληρεξουσιότητα, είναι αυτοδικαίως και αντίκλητός του, αφενός διότι το άρθρο 96 παρ. 2 ΚΠΔ δίνει την εξουσία στον συνήγορο αυτό να εκπροσωπεί τον κατηγορούμενο σε όλες τις διαδικαστικές πράξεις, οι δε επιδόσεις συνιστούν τέτοιες (διαδικαστικές πράξεις), ενόψει και της ένταξής τους στο ΣΤ Τμήμα του Πρώτου Βιβλίου του ΚΠΔ, που φέρει τον τίτλο «διαδικαστικές πράξεις» (έτσι ΕισΠροτ (Δ.Ευθυμιάδη) στη ΣυμβΑΠ 318/1991, ΠοινΧρ (ΜΑ/1991), 907) αφετέρου διότι η λύση αυτή επιβάλλεται από την αρχή της ισότητας των όπλων μεταξύ των διαδίκων, έτσι ώστε να μπορεί να εφαρμοστεί αναλογικά και υπέρ του κατηγορουμένου το άρθρο 84 εδ. δ ΚΠΔ τουλάχιστον όταν αυτό είναι προς όφελος του κατηγορουμένου (έτσι Θ.Κονταξής, ο διορισθείς συνήγορος του κατηγορουμένου θεωρείται αυτοδικαίως και αντίκλητος; Αρμ (1998), σελ. 641). 66 Βλ. έτσι στην αντίστοιχη περίπτωση της προθεσμίας κλήτευσης του κατηγορουμένου στα πλαίσια της κύριας ανάκρισης κατά το άρθρο 100 παρ. 1 εδ. β ΚΠΔ Π.Καίσαρη, ό.π., άρθρο 100, σελ. 1238-1239, Α.Κονταξή, ό.π., άρθρο 100, σελ. 858. 67 Βλ. αντίστοιχα στα πλαίσια της κύριας ανάκρισης Α.Στάικο, ό.π., άρθρο 100, σελ. 359. 68 Για την αναγνώριση του δικαιώματος αυτού και πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 3160/2003 βλ. Π.Καίσαρη, άρθρο 31, σελ. 232. 69 Βλ. σχετ. και Λ.Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 597, Χ.Σεβαστίδη, οι νέες τροποποιήσεις του ν. 3346/2005 στον κώδικα ποινικής δικονομίας, 2005, σελ. 4-5.
συνήγορό του, τις εξουσίες του συνηγόρου 70. Παρά τη διατύπωση του άρθρου 31 παρ. 2 εδ. γ ΚΠΔ («με συνήγορο») πρέπει να γίνει ορθότερα δεκτό ότι είναι επιτρεπτή η παράσταση του υπόπτου και με δύο συνηγόρους, κατ ανάλογη εφαρμογή της ρύθμισης του άρθρου 96 παρ. 1 ΚΠΔ η χρήση ενικού αριθμού στο άρθρο 31 παρ. 2 εδ. γ ΚΠΔ δεν οφείλεται σε πρόθεση του νομοθέτη να περιορίσει τον αριθμό των συνηγόρων του υπόπτου στην προδικασία. Εξάλλου, το γεγονός ότι ο αριθμητικός περιορισμός των συνηγόρων των διαδίκων συνιστά εξαιρετική ρύθμιση, πρέπει να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η εισαγωγή τέτοιων περιορισμών πρέπει να είναι σαφής, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στο άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠΔ, ενώ σε περίπτωση αμφιβολίας πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν υπάρχει τέτοιος περιορισμός. Σε αντίθεση, όμως, με όσα ισχύουν στην κύρια ανάκριση, ο ύποπτος κατά την προκαταρκτική εξέταση δεν έχει δικαίωμα να ζητήσει τον (αυτεπάγγελτο) διορισμό συνηγόρου του 71. Σε περίπτωση, όμως, οικονομικής αδυναμίας του υπόπτου μπορεί να διοριστεί δωρεάν συνήγορός του, κατόπιν αιτήματός του και εφόσον ο διορισμός αυτός επιβάλλεται από το συμφέρον της δικαιοσύνης, που κρίνεται ανάλογα με τη σοβαρότητα της συγκεκριμένης υπόθεσης (απειλούμενη (κύρια και παρεπόμενη) ποινή, πολυπλοκότητα ζητημάτων, κ.λ.π.) βάση για το διορισμό αυτό αποτελεί όχι ο Ν. 3226/2004, ο οποίος δεν ρυθμίζει την περίπτωση αυτή, αλλά οι υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 3 περ. γ ΕΣΔΑ, 14 παρ. 3 περ. γ ΔΣΑΠΔ και 47 παρ. 3 του «Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε.», καθώς και η διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 Συντ. 72 γ) δικαίωμα εκπροσώπησης από συνήγορο. Σύμφωνα με το άρθρο 31 παρ. 2 εδ. ε ΚΠΔ ο ύποπτος μπορεί να ασκεί τα δικαιώματα, που του παρέχονται από το άρθρο 31 παρ. 2 εδ. α -δ ΚΠΔ, είτε αυτοπροσώπως είτε εκπροσωπούμενος από το συνήγορό του. Η εκπροσώπηση του υπόπτου από τον συνήγορό του αφορά όλα τα σχετικά δικαιώματά του, όπως για παράδειγμα το δικαίωμα να ζητήσει προθεσμία προς παροχή των εξηγήσεων και παράταση της προθεσμίας αυτής, το δικαίωμα να ζητήσει και να λάβει αντίγραφα όλης της δικογραφίας, το δικαίωμα να προτείνει μάρτυρες και να προσαγάγει άλλα αποδεικτικά μέσα 73. Επομένως, σήμερα η παρουσία του υπόπτου στα πλαίσια της προκαταρκτικής εξέτασης δεν είναι υποχρεωτική ούτε κατά την παροχή εξηγήσεων από αυτόν, αλλά μπορεί οι εξηγήσεις να δοθούν για λογαριασμό του απόντος υπόπτου από τον συνήγορό του. Αντίθετα, πριν την τροποποίηση του άρθρου 31 παρ. 2 ΚΠΔ από το άρθρο 5 Ν. 3346/2005, προβλεπόταν απλά το δικαίωμα παράστασης του υπόπτου «μετά» του συνηγόρου του 74. Σχετικά με το διορισμό συνηγόρου ισχύουν όσα αναφέρθηκαν αμέσως πιο πάνω, στα πλαίσια έρευνας του δικαιώματος του υπόπτου για παράστασή του με 70 Βλ. σχετ. και Θ.Δαλακούρα, ποινική δικονομία (βασικές έννοιες και θεσμοί της ποινικής δίκης), τομ. Α (2003), σελ. 212, τον ίδιο, η λειτουργική αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών υπό το φως των ρυθμίσεων του ν. 3160/2003, ΠοινΧρ (ΝΔ/2004), σελ. 588. 71 Α.Κονταξής, ό.π., άρθρο 31, σελ. 444. 72 Σύμφωνος και ο Δ.Συμεωνίδης, ο υποχρεωτικός διορισμός συνηγόρου σύμφωνα με τον ΚΠΔ, υπό το πρίσμα του Ν. 3226/2004, ΠοινΛογ (2004), σελ. 1499 73 Βλ. σχετ. και Π.Τσιρίδη, ο νέος νόμος για την επιτάχυνση της ποινικής δίκης (Ν. 3346/2005), 2005, σελ. 64. 74 Βλ. σχετ. και ΕγκΕισΠρωτΠειρ (Π.Μπρακουμάτσου) 11094/2003, ΠοινΧρ (ΝΓ/2003), 1022, Φ.Ανδρέου, κώδικας ποινικής δικονομίας, β έκδ. (2005), άρθρο 31, σελ. 115, Α.Ζαχαριάδη, οι δικονομικές διατάξεις του νομοσχεδίου «για την επιτάχυνση της διαδικασίας ενώπιον των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και άλλες διατάξεις», ΠοινΔικ (2005), σελ. 196, Α.Κωνσταντινίδη, ο ν. 3160/2003 «Για την επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας», ΠοινΛογ (2004), σελ. 985, Λ.Μαργαρίτη, προκαταρκτική εξέταση-προανάκριση: θεωρητικές συμβολές-πρακτικές εφαρμογές, ΠοινΔικ (2007), σελ. 596, Χ.Σεβαστίδη, οι νέες τροποποιήσεις του ν. 3346/2005 στον κώδικα ποινικής δικονομίας, 2005, σελ. 3-4.