Γενικοί όροι πώλησης και παράδοσης I. Γενικοί όροι 1. Οι παραδόσεις και οι παροχές της εταιρείας (εφεξής: προμηθευτής) πραγματοποιούνται αποκλειστικά βάσει των ακόλουθων όρων πώλησης και παράδοσης. 2. Με την αποδοχή μίας προσφοράς, μίας επιβεβαίωσης παραγγελίας, το αργότερο όμως με την ανάθεση μίας παραγγελίας ή την αποδοχή μίας παροχής, ο παραγγελιοδότης αναγνωρίζει ότι θα ισχύσουν οι όροι πώλησης και παράδοσης για το σύνολο των επιχειρηματικών σχέσεων με τον προμηθευτή. Οι όροι πώλησης και παράδοσης που έχουν συμφωνηθεί μία φορά, ισχύουν επίσης ως συμφωνηθέντες για μελλοντικές συναπτόμενες συμβάσεις. 3. Η σιωπή του προμηθευτή για διαφορετικά διατυπωμένους όρους του παραγγελιοδότη δεν εκλαμβάνεται ως αποδοχή των όρων αυτών, αλλά η ισχύς τους αμφισβητείται. Κάθε απόκλιση από τους όρους πώλησης και παράδοσης του προμηθευτή θεωρείται ως μη αποδοχή της παραγγελίας, ενώ η ακόμη και με επιφύλαξη αποδοχή μίας παράδοσης θεωρείται ως συμφωνία με τους όρους πώλησης και παράδοσης του προμηθευτή. 4. Όροι που αποκλίνουν από τους παρόντες όρους πώλησης και παράδοσης, χρήζουν έγγραφης επικύρωσης. II. Ανάθεση παραγγελίας 1. Όλες οι προσφορές του προμηθευτή είναι μη δεσμευτικές. 2. Οι παραγγελίες καθίστανται νομικά δεσμευτικές μόνο μετά την έγγραφη επιβεβαίωση του προμηθευτή ή την εκτέλεση της παραγγελίας. Προκειμένου να είναι έγκυρες τυχόν παρεπόμενες συμφωνίες, επιφυλάξεις, τροποποιήσεις ή συμπληρώσεις μίας σύμβασης, αυτές χρήζουν της έγγραφης επιβεβαίωσης του προμηθευτή. 3. Τα δείγματα αποτελούν απλώς υποδείγματα προς ενημέρωση. Κατά την αγορά βάσει δείγματος ή υποδείγματος, οι ιδιότητες του δείγματος δεν θεωρούνται ως εγγυημένες. 4. Με την επιφύλαξη τεχνικών τροποποιήσεων των συσκευών ή τεχνολογικών εξελίξεων. III. Μετάθεση.
III. κινδύνου και αποστολή 1. Ο κίνδυνος μετατίθεται στον παραγγελιοδότη ακόμη και όταν έχει συμφωνηθεί ελεύθερη ναύλου αποστολή μόλις ο παραδοτέος εξοπλισμός υπάρχει διαθέσιμος στην αποθήκη του προμηθευτή για τον παραγγελιοδότη, ενώ σε περίπτωση συμφωνηθείσας αποστολής, ο κίνδυνος μετατίθεται όταν ο λειτουργικά ετοιμοπαράδοτος εξοπλισμός παραδοθεί προς αποστολή ή παραληφθεί. 2. Η συσκευασία και η αποστολή πραγματοποιούνται με δαπάνες του παραγγελιοδότη με την συνήθη επιμέλεια. Κατόπιν αιτήματος και με δαπάνη του παραγγελιοδότη, η αποστολή ασφαλίζεται από τον προμηθευτή έναντι ζημιών από θραύση, μεταφορά και πυρκαγιά. 3. Εάν κατόπιν αιτήματος του παραγγελιοδότη, δεν παραδοθούν εμπορεύματα ή εάν αυτός βρίσκεται σε κατάσταση υπερημερίας, τότε ο κίνδυνος μετατίθεται στον παραγγελιοδότη με τη δρομολογούμενη από τον προμηθευτή αποθήκευση. Οι ανακύπτουσες δαπάνες βαρύνουν τον παραγγελιοδότη. Εκτός αυτού, ο προμηθευτής έχει δικαίωμα να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση ή να απαιτήσει αποζημίωση λόγω μη εκπλήρωσης της σύμβασης σε περίπτωση μη έγκαιρης αποδοχής ή άρνησης αποδοχής των εμπορευμάτων του από τον παραγγελιοδότη. IV. Τιμές και όροι πληρωμής 1. Οι τιμές ορίζονται από την αποθήκη του προμηθευτή συν το νομικά καθορισμένο φόρο προστιθέμενης αξίας και κατά περίπτωση το κόστος συσκευασίας και αποστολής. 2. Εάν ο προμηθευτής προβεί σε γενική αύξηση των τιμών του μέχρι την αποστολή, τότε έχει δικαίωμα, εφόσον ο παραγγελιοδότης ασκεί εμπορική δραστηριότητα, να αυξήσει και αυτός τις συμφωνηθείσες με αυτόν τιμές κατά τον ίδιο τρόπο. 3. Η αξίωση πληρωμής του προμηθευτή καθίσταται απαιτητή με τη διάθεση του παραδοτέου εξοπλισμού στον παραγγελιοδότη. 4. Οι πληρωμές πραγματοποιούνται ατελώς στο ταμείο της εταιρείας μας. 5. Ο παραγγελιοδότης έχει δικαίωμα συμψηφισμού μόνον ορισμένων απαιτήσεων οι οποίες δεν αμφισβητούνται ή έχουν αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου. 6. Εάν ο παραγγελιοδότης είναι έμπορος και η σύμβαση ανήκει στην επιχείρηση της εμπορικής του δραστηριότητας, δεν έχει δικαίωμα άρνησης εκπλήρωσης παροχής κατά το άρθρο 320 του Ομοσπονδιακού Αστικού Κώδικα (BGB) ούτε δικαιώματα επίσχεσης. Το ίδιο ισχύει για το δικαίωμα επίσχεσης λόγω υποτιθέμενων ελαττωμάτων του παραδοτέου εξοπλισμού ή της παρεχόμενης υπηρεσίας πριν από την εκτέλεση της εγγύησης και για το εμπορικό δικαίωμα επίσχεσης κατά το άρθρο 369 του Εμπορικού Κώδικα (HGB).
V. Προθεσμίες, υπερημερία και αδυναμία εκπλήρωσης 1. Όσον αφορά στην προθεσμία για παραδόσεις ή παροχή υπηρεσιών, καθοριστικές είναι οι από κοινού έγγραφες δηλώσεις. 2. Μία συμφωνηθείσα προθεσμία θεωρείται ως τηρηθείσα με τη διάθεση του παραδοτέου εξοπλισμού ή της παροχής στον παραγγελιοδότη. Εάν συμφωνηθεί η αποστολή, η προθεσμία θεωρείται ως τηρηθείσα όταν ο λειτουργικός εξοπλισμός έχει παραδοθεί προς αποστολή. Η τήρηση μίας συμφωνηθείσας προθεσμίας προϋποθέτει την έγκαιρη παραλαβή όλων των εγγράφων που οφείλει να υποβάλλει ο παραγγελιοδότης και την τήρηση των συμφωνηθέντων όρων πληρωμής και των λοιπών υποχρεώσεων του παραγγελιοδότη. Εάν οι εν λόγω προϋποθέσεις δεν τηρηθούν εγκαίρως, τότε η προθεσμία παρατείνεται για εύλογο χρονικό διάστημα. 3. Εάν η μη τήρηση μίας προθεσμίας παράδοσης οφείλεται σε επιστράτευση, πόλεμο, αναταραχές, απεργία, αποκλεισμό, εσφαλμένο ή μη έγκαιρο ίδιο εφοδιασμό παρά την εξασφάλιση εργασιών αντιστάθμισης ή στην εμφάνιση απρόβλεπτων κωλυμάτων που δεν μπορούν να καλυφθούν τουλάχιστον από το προμηθευτή, τότε η προθεσμία παρατείνεται για εύλογο χρονικό διάστημα. 4. Ο προμηθευτής δεν ευθύνεται για κωλύματα παροχής κατά την έννοια του στοιχείου V. 3, εφόσον αυτά δεν μπορούν να καταλογισθούν στον προμηθευτή κατ εξαίρεση από την άποψη της υπαιτιότητας αναδοχής ή πρόνοιας. 5. Οι αξιώσεις του παραγγελιοδότη για αποζημίωση λόγω υπερημερίας και αξιώσεων αποζημίωσης λόγω μη εκπλήρωσης της παροχής εξαιτίας υπερημερίας ή αδυναμίας εκπλήρωσης εκ μέρους του προμηθευτή, περιορίζονται στο 10 % της αξίας του τμήματος του παραδοτέου εξοπλισμού ή της παροχής, που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ή δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί εγκαίρως για τον προβλεπόμενο σκοπό λόγω αδυναμίας ή υπερημερίας. Οι αξιώσεις αποζημίωσης που υπερβαίνουν το προαναφερόμενο όριο, αποκλείονται σε κάθε περίπτωση υπερημερίας ή αδυναμίας εκπλήρωσης, ακόμη και μετά τη λήξη μίας καθοριζόμενης από τον προμηθευτή συμπληρωματικής προθεσμίας. Αυτό δεν ισχύει σε περιπτώσεις δόλου ή βαριάς αμέλειας, στις οποίες υπάρχει αναγκαστικά εκ του νόμου ευθύνη. 6. Τα παραδιδόμενα αντικείμενα πρέπει να παραλαμβάνονται από τον παραγγελιοδότη, ακόμη και όταν εμφανίζουν επουσιώδη ελαττώματα. Επιτρέπονται οι τμηματικές παραδόσεις.
VI. Επιφύλαξη υπαναχώρησης Ο προμηθευτής έχει δικαίωμα να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, εάν λάβει εκ των υστέρων αρνητικές πληροφορίες σχετικά με την περιουσιακή κατάσταση του παραγγελιοδότη, όπως ιδίως υπερημερία πληρωμών που αφορά σε απαιτήσεις του προμηθευτή, παύση πληρωμών, απρόσφορα κατά κύριο λόγο μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης, διαμαρτύρικό μιας εισπρακτέας επιταγής ή συναλλαγματικής του παραγγελιοδότη, αιτήσεις συμβιβασμού και πτώχευσης. Εφόσον ο προμηθευτής επιθυμεί να κάνει χρήση αυτού του δικαιώματος υπαναχώρησης, ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση τον παραγγελιοδότη έχοντας επίγνωση της βαρύτητας του συμβάντος. VII. Εγγύηση και ευθύνη 1. Για ελαττώματα, στα οποία συγκαταλέγεται επίσης η έλλειψη συνομολογημένων ιδιοτήτων, ο προμηθευτής ευθύνεται υπό τους ακόλουθους όρους: Ο παραγγελιοδότης υποχρεούται να εξετάζει άμεσα τον παραδιδόμενο εξοπλισμό. Η διαπίστωση ελαττωμάτων πρέπει να γνωστοποιείται στον προμηθευτή εντός αποκλειστικής προθεσμίας μίας εβδομάδας, εγγράφως και με αναφορά του συγκεκριμένου λόγου ένστασης. Η προθεσμία αρχίζει με την παράδοση, αν πρόκειται για εμφανή ελαττώματα, και με τη διαπίστωση, αν πρόκειται για συγκαλυμμένα. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας χωρίς καμία ένσταση για ελαττώματα, αποκλείονται οι αξιώσεις εγγύησης. Για άτομα που δεν είναι έμποροι, η προθεσμία μέμψης ισχύει μόνο για εμφανή ελαττώματα και ανέρχεται σε δύο εβδομάδες. Σε περιπτώσεις αιτιολογημένης μέμψης ελαττωμάτων, ο προμηθευτής έχει το δικαίωμα της αντικατάστασης. Εάν η αντικατάσταση δεν πραγματοποιηθεί εντός εύλογης προθεσμίας, απορριφθεί ή αποτύχει για άλλους λόγους, ο παραγγελιοδότης μπορεί να απαιτήσει την ακύρωση της σύμβασης (αναστροφή πώλησης) ή τη μείωση της αποζημίωσης (μείωση τιμήματος). Το δικαίωμα του παραγγελιοδότη να εγείρει αξιώσεις για ελαττώματα, παραγράφεται εντός έξι μηνών από τη μετάθεση του κινδύνου, το αργότερο από την παράδοση του εξοπλισμού ή την παροχή της υπηρεσίας. Όσον αφορά σε βελτιώσεις η προθεσμία της εγγύησης ανέρχεται σε τρεις μήνες, ενώ για αντικαταστάσεις ή υπηρεσίες αντικατάστασης σε έξι μήνες. Αυτή ισχύει τουλάχιστον έως την παρέλευση της αρχικής προθεσμίας εγγύησης για το παραδοτέο αντικείμενο ή την παρεχόμενη υπηρεσία. Οι
ανωτέρω όροι σχετικά με τις προθεσμίες εγγύησης δεν ισχύουν εφόσον προβλέπονται αναγκαστικά εκ του νόμου μεγαλύτερες προθεσμίες. Περαιτέρω αξιώσεις του παραγγελιοδότη αποκλείονται, ιδιαίτερα όσον αφορά σε μία αξίωση αποκατάστασης ζημιών οι οποίες δεν έχουν προκληθεί σε αυτό καθαυτό το παραδοτέο αντικείμενο. Αυτό δεν ισχύει, εφόσον ευθύνεται αναγκαστικά εκ του νόμου σε περιπτώσεις σωματικών βλαβών ή ζημιών σε ιδιωτικά χρησιμοποιούμενα αντικείμενα σύμφωνα με το νόμο περί ευθύνης προϊόντος ή σε περιπτώσεις δόλου, βαριάς αμέλειας, έλλειψης συνομολογημένων ιδιοτήτων και για την υπαίτια παράβαση ουσιαστικών συμβατικών υποχρεώσεων (κύριες υποχρεώσεις) ή άλλων. 2. Αποκλείονται οι λοιπές αξιώσεις αποζημίωσης του παραγγελιοδότη, ιδίως από θετική παράβαση της σύμβασης, από πταίσμα κατά τις διαπραγματεύσεις της σύμβασης ή από ανεπίτρεπτους χειρισμούς, εφόσον δεν μπορεί να αποδοθεί βαριά αμέλεια ή δόλος στον προμηθευτή, στους εκπροσώπους του ή στους βοηθούς εκπλήρωσης. Ο προμηθευτής δεν ευθύνεται βάσει των ανωτέρω νομικών θεσμών για περαιτέρω ζημίες προκαλούμενες από ελαττώματα το στοιχείο VII. παρ. 1 περ. δ) εδ. 2 διατηρείται ως έχει. 3. Όλες οι αξιώσεις αποζημίωσης παραγράφονται εντός έξι μηνών από την παράδοση του εξοπλισμού ή την παροχή των υπηρεσιών. Όταν δεν έχει γίνει παράδοση ή όταν το ζημιογόνο συμβάν ανέκυψε. VIII. Οδηγίες και επιθεώρηση των προϊόντων 1. Ο παραγγελιοδότης υποχρεούται να τηρεί επιμελώς τις οδηγίες του προϊόντος που εκδίδει ο προμηθευτής, και να τις προωθεί σε τυχόν χρήστες και στους αγοραστές με ιδιαίτερη υπόδειξη. 2. Εάν ο παραγγελιοδότης δεν ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του σύμφωνα με το στοιχείο VIII. παρ. 1 και εάν για το λόγο αυτό εγείρονται αξιώσεις αποζημίωσης για το προϊόν ή για ευθύνη του κατασκευαστή κατά του προμηθευτή, ο παραγγελιοδότης απαλλάσσει τον προμηθευτή στο πλαίσιο εσωτερικής τους σχέσης από τις εν λόγω αξιώσεις. Εάν ο προμηθευτής έχει προκαλέσει συνυπαίτιες περιστάσεις, η απαλλαγή αξιολογείται ως προς το ποσοστό ευθύνης. 3. Ο παραγγελιοδότης υποχρεούται να επιθεωρεί τα προϊόντα του προμηθευτή και την πρακτική χρήση τους. Αυτό ισχύει επίσης και μετά τη μεταπώληση. Η υποχρέωση επιθεώρησης του προϊόντος αφορά ιδίως σε ακόμη άγνωστες βλαπτικές ιδιότητες του προϊόντος ή σε χρήσεις και συνέπειες χρήσης που εγκυμονούν τυχόν κινδύνους. Τυχόν αποκτώμενες πληροφορίες πρέπει να γνωστοποιούνται χωρίς καθυστέρηση στον προμηθευτή.
IX. Εξασφαλιστικά δικαιώματα του προμηθευτή 1. Τα παραδιδόμενα προϊόντα παραμένουν στην ιδιοκτησία του προμηθευτή έως την εκπλήρωση όλων των τρέχουσων και μελλοντικών απαιτήσεων που δικαιούται να εγείρει ο προμηθευτής κατά του παραγγελιοδότη ανεξαρτήτως της νομικής βάσης. 2. Ο παραγγελιοδότης έχει το δικαίωμα επεξεργασίας των παραδοθέντων προϊόντων στο πλαίσιο της τακτικής επιχειρηματικής του δραστηριότητας. Η επεξεργασία του προϊόντος γίνεται για λογαριασμό του προμηθευτή, χωρίς να τον δεσμεύει τα καινούργια είδη περιέρχονται στην ιδιοκτησία του προμηθευτή. Σε περίπτωση επεξεργασίας με άλλα προϊόντα που δεν ανήκουν στον προμηθευτή, ο προμηθευτής αποκτά ποσοστό συνιδιοκτησίας στο νέο είδος ανάλογο με την λογιστική τιμή του προϊόντος του οποίου διατηρεί την κυριότητα ως προς τα λοιπά επεξεργασμένα αντικείμενα. Σε περίπτωση σύνδεσης, ανάμειξης ή φυσικής ανάμειξης, ο προμηθευτής καθίσταται συνιδιοκτήτης σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας. Εάν, παρ όλα αυτά, η ιδιοκτησία του προμηθευτή καταστραφεί και ο παραγγελιοδότης καταστεί (συν)ιδιοκτήτης, τότε αυτός μεταβιβάζει ήδη στον προμηθευτή την ιδιοκτησία του ως εξασφάλιση σε ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του νέου είδους ανάλογα με την λογιστική τιμή του προϊόντος στο οποίο διατηρεί την κυριότητα, ως προς τα λοιπά επεξεργασμένα αντικείμενα. Σε όλες τις προαναφερόμενες περιπτώσεις, ο παραγγελιοδότης οφείλει να φυλάσσει ατελώς το προϊόν ιδιοκτησίας ή συνιδιοκτησίας του προμηθευτή για λογαριασμό αυτού. 3. Ο παραγγελιοδότης δικαιούται να πωλεί τα προϊόντα σε ακατέργαστη και σε επεξεργασμένη κατάσταση στο πλαίσιο της τακτικής επιχειρηματικής του δραστηριότητας. Η εξουσιοδότηση πώλησης καθίσταται αυτόματα άκυρη σε περίπτωση απρόσφορης αναγκαστικής εκτέλεσης στον παραγγελιοδότη, σε περίπτωση διαμαρτυρικού εισπρακτέας επιταγής ή συναλλαγματικής του παραγγελιοδότη, καθώς και σε περίπτωση υποβολής αιτήματος για την κίνηση διαδικασίας συμβιβασμού ή πτώχευσης που αφορά στην περιουσία του παραγγελιοδότη. Κατά τα άλλα είναι ανεπίτρεπτες άλλες διαθέσεις του προϊόντος με παρακράτηση της κυριότητας, ιδίως ενεχύραση και εξασφαλιστική μεταβίβαση κυριότητας κινητού πράγματος. 4. Ο παραγγελιοδότης εκχωρεί ήδη στον προμηθευτή το σύνολο των απαιτήσεων που προκύπτουν από την περαιτέρω διάθεση του προϊόντος του οποίου διατηρεί την κυριότητα σε επεξεργασμένη ή ακατέργαστη κατάσταση, μαζί με όλα τα παρεπόμενα δικαιώματα. Στην περίπτωση της πώλησης επεξεργασμένων, συνδεδεμένων, αναμεμειγμένων ή φυσικά αναμεμειγμένων προϊόντων με παρακράτηση της κυριότητας, ο προμηθευτής αποκτά το πρώτο τη τάξει μερικό ποσό που αντιστοιχεί στην ποσοστιαία αναλογία της λογιστικής τιμής του προϊόντος που έχει παραδώσει,
συν μία προσαύξηση εξασφάλισης 5%. Με την επιφύλαξη της ανά πάσα στιγμή δυνατότητας ανάκλησης, ο παραγγελιοδότης δικαιούται να εισπράττει τις εκχωρηθείσες στον προμηθευτή απαιτήσεις στο πλαίσιο της τακτικής επιχειρηματικής δραστηριότητας. Ο προμηθευτής δεν θα κάνει χρήση της δικής του εξουσίας είσπραξης, εφόσον ο παραγγελιοδότης εκπλρηρώνει τις δικές του υποχρεώσεις πληρωμής ακόμη και προς τρίτους βάσει της συμφωνίας. Η εν λόγω εξουσιοδότηση είσπραξης δεν επιτρέπει στον παραγγελιοδότη την εκχώρηση των δικών του παρεπόμενων αξιώσεων σε εταιρεία πρακτόρευσης επιχειρηματικών απαιτήσεων στο πλαίσιο της λεγόμενης γνήσιας πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων αναλαμβάνοντας τον κίνδυνο εγγυητικής ρήτρας. Ο παραγγελιοδότης εκχωρεί στον προμηθευτή προληπτικά τις αξιώσεις του κατά της εταιρείας πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων για εξόφληση του προϊόντος πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων και δεσμεύεται να γνωστοποιήσει την εν λόγω εκχώρηση στην εταιρεία πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων αμέσως μετά την έκδοση του τιμολογίου από τον προμηθευτή. 5. Χωρίς τη ρητή, έγγραφη συναίνεση του προμηθευτή, ο παραγγελιοδότης δεν δικαιούται να αναστείλει τις απαιτήσεις του προμηθευτή σε αλληλόχρεο λογαριασμό. Ο παραγγελιοδότης δεν έχει επίσης το δικαίωμα να αναστέλλει τις εκχωρηθείσες στον προμηθευτή απαιτήσεις από την περαιτέρω διάθεση των παραδοθέντων προϊόντων σε επεξεργασμένη ή ακατέργαστη κατάσταση, σε έναν αλληλόχρεο λογαριασμό που διατηρεί από κοινού με τον αγοραστή. Ο παραγγελιοδότης εκχωρεί προληπτικά στον προμηθευτή τις αξιώσεις του από υπόλοιπα αλληλόχρεων λογαριασμών και ένα τελικό υπόλοιπο έως το ύψος των ασφαλισμένων απαιτήσεων η εκχώρηση περιλαμβάνει μερικά και τμηματικά υπόλοιπα. 6. Τα ασφαλιστικά δικαιώματα του προμηθευτή αίρονται μετά την εξ ολοκλήρου εκπλήρωση. Σε περίπτωση πληρωμής με επιταγή ή συναλλαγματική, τα ασφαλιστικά δικαιώματα αίρονται μόνον όταν ο παραγγελιοδότης θα έχει εισπράξει οριστικά το χρεόγραφο και δεν υπάρχει πλέον καμία δυνατότητα αναγωγής κατά του προμηθευτή. 7. Ο προμηθευτής υποχρεούται να αποδεσμεύει κατ επιλογήν του τις εγγυήσεις, μόλις η αξία των υφιστάμενων εγγυήσεων υπερβεί τις απαιτήσεις του προμηθευτή σε ποσοστό άνω του 20 %. 8. Ο παραγγελιοδότης υποχρεούται να ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση τον προμηθευτή σχετικά με τα μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης τρίτων για το προϊόν του οποίου παρακρατεί την κυριότητα, και τις λοιπές εγγυήσεις με υποβολή των απαιτούμενων για την ένσταση εγγράφων. Δαπάνες παρέμβασης που υφίσταται ο προμηθευτής, βαρύνουν τον παραγγελιοδότη, εφόσον η παρέμβαση ήταν επιτυχής, η αναγκαστική εκτέλεση επιχειρήθηκε μάταια κατά του εναγόμενου ως υποχρέου πληρωμής εξόδων ή εφόσον ο παραγγελιοδότης οφείλει να αναλάβει την ευθύνη της αποτυχίας. Κατόπιν
αιτήματος του προμηθευτή, ο παραγγελιοδότης οφείλει να θέσει άμεσα στη διάθεσή του έναν κατάλογο των αγοραστών των ακατέργαστων ή επεξεργασμένων προϊόντων των οποίων την κυριότητα παρακρατεί, και να γνωστοποιήσει στους εν λόγω αγοραστές την εκχώρηση των απαιτήσεων έναντι αυτών. Σε εταιρείες παραγγελιοδοτών, στις οποίες δεν ανήκει κανένα φυσικό πρόσωπο ως εταίρος με απεριόριστη προσωπική ευθύνη, αυτή η υποχρέωση αφορά επίσης προσωπικά τον ή τους διαχειριστές. X. Εξαγωγή Η επανεξαγωγή των παραδοθέντων προϊόντων από την επικράτεια της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, υπόκειται στις γερμανικές διατάξεις περί εξαγωγών και κατά περίπτωση δεν επιτρέπεται χωρίς άδεια των αρμοδίων αρχών. Η εξαγωγή των παραδοθέντων προϊόντων από την επικράτεια της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας χρήζει της έγγραφης έγκρισης του προμηθευτή. Ανεξαρτήτως αυτού, ο παραγγελιοδότης οφείλει να μεριμνήσει ο ίδιος για την έκδοση των ενδεχομένως απαιτούμενων αδειών εισαγωγής και εξαγωγής από τις αρμόδιες αρχές. Ο παραγγελιοδότης είναι υπεύθυνος για την τήρηση των σχετικών διατάξεων έως τον τελικό καταναλωτή. XI. Τελικές διατάξεις 1. Η σύμβαση παραμένει δεσμευτική, ακόμη και σε περίπτωση ύπαρξης νομικά ανίσχυρων επιμέρους σημείων, όσον αφορά στα λοιπά μέρη της. Αυτό δεν ισχύει όταν η τήρηση της σύμβασης θα επιβάρυνε πέρα από το αναγκαίο έναν εκ των συμβαλλομένων. 2. Για τις συμβατικές σχέσεις ισχύει το γερμανικό δίκαιο με εξαίρεση την Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τις Συμβάσεις Διεθνούς Πωλήσεως Εμπορευμάτων της Βιέννης. 3. Αποκλειστικά αρμόδιο δικαστήριο για το σύνολο των διαφορών που ανακύπτουν άμεσα ή έμμεσα από την εν λόγω συμβατική σχέση, είναι το Cottbus, όταν ο παραγγελιοδότης είναι έμπορος κατά κύριο επάγγελμα, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιαίτερη δημόσια περιουσία. Ο προμηθευτής δικαιούται, επίσης, να προσφύγει στο δικαστήριο του τόπου διαμονής του παραγγελιοδότη.