ΧΘΕΣ, ΣΗΜΕΡΑ, ΑΥΡΙΟ Του Γιώργου Σωτηρίου ΣΙΚΑΓΟ 3 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1929 * Ο Τζόρτζ βιαζόταν να γυρίσει σπίτι ύστερα από µια ακόµη κουραστική µέρα στο εργοστάσιο χάλυβα όπου δούλευε τα τελευταία 7 χρόνια. Η γυναίκα του, η Σάνον, είχε γενέθλια και θα τον περίµενε µαζί µε τον τρίχρονο γιό τους για να φάνε µαζί και να του ανακοινώσει πως σύντοµα η οικογένειά τους θα αποκτούσε άλλο ένα θηλυκό µέλος. Το τρένο τον άφησε όπως πάντα πέντε τετράγωνα µακριά και ο ίδιος πήρε πρώτα το δρόµο προς τον µπακάλη της γειτονιάς για να αγοράσει τα αγαπηµένα µπράουνις της Σάνον. Σκεφτόταν πως οι οκτώ ώρες δουλειάς τον είχαν κουράσει πολύ µα ήταν τυχερός που δεν χρειαζόταν να δουλεύει περισσότερες. Είχε άλλωστε ακούσει κάποτε να λένε πως στην πόλη τους το 1886 έγιναν αιµατοχυσίες για τα δικαιώµατα των εργαζοµένων µα ο ίδιος δεν ήξερε πολλά από αυτά, καταλάβαινε πως µε τα τρία µόλις χρόνια που είχε καταφέρει να πάει σχολείο τού έλλειπε µόρφωση και έτσι πέρα από ένα αίσθηµα περηφάνιας δεν ένιωθε πως θα µπορούσε να πει κάτι περισσότερο. Μπαίνοντας στο µπακάλικο του κύριου Τζόνσον τον βρήκε να κάθεται πίσω από τον µεγάλο ξύλινο πάγκο και να διαβάζει µια εφηµερίδα * Στις 3 Σεπτεµβρίου 1929 ο δείκτης του χρηµατιστηρίου της Νέας Υόρκης έφτασε στις 381,17 µονάδες, την υψηλότερη τιµή του µετά από µια συνεχή άνοδο διάρκειας 6 χρόνων. Θα χρειαστεί να περάσουν 25 χρόνια για να φτάσει ξανά στα ίδια επίπεδα καθώς ενάµιση περίπου µήνα µετά, την «Μαύρη Πέµπτη» 24 Οκτωβρίου, αρχίζει η κατάρρευση. Το χρηµατιστηριακό κράχ είναι γεγονός και οδηγεί στην Μεγάλη Οικονοµική Ύφεση της δεκαετίας του 30 σε Αµερική και Ευρώπη.
«Καλώς τον Τζόρτζ,, κάποια έχει γενέθλια σήµερα, έτσι δεν είναι;» του είπε εκείνος µόλις τον αντίκρισε δείχνοντας να γνωρίζει τον λόγο που τον είχε φέρει από το µαγαζί. Ο Τζόρτζ χαµογέλασε και µε ένα νεύµα του κεφαλιού θέλησε να του επιβεβαιώσει τη σκέψη. «Τι κάνετε ;» τον ρώτησε µε τη σειρά του, «πώς πάει η δουλειά;» «Όπως πάντα αγόρι µου, τα ίδια πρόσωπα, οι ίδιες συνήθειες,. Ο χρόνος κυλάει αλλιώς εδώ µέσα, πιο αργά απ ό,τι νοµίζει ο κάθε βιαστικός περαστικός. εν βλέπω πάντως να µένω για πολύ ακόµη στο πόστο µου, ευτυχώς θα αποφύγω να περάσω τα γεράµατά µου αναγκασµένος να εξυπηρετώ τον κάθε νέγρο που µπαίνει να ψωνίσει. Ο Τζόρτζ δεν µίλησε, ευτυχώς ο ίδιος ήταν λευκός αλλιώς θα ένιωθε πολύ άβολα εκείνη τη στιγµή. εν µπορούσε να καταλάβει τί σηµασία είχε το χρώµα ενός ανθρώπου και πολύ περισσότερο τι διαφορά είχαν τα χρήµατα των µαύρων από εκείνα των λευκών µα σκέφτηκε πως βιαζόταν αρκετά και θα ήταν καλύτερο να µην ανοίξει κουβέντα. Άλλωστε υπήρχαν και εκείνες οι φήµες για τον κύριο Τζόνσον, πως είχε υπάρξει ή εξακολουθούσε να είναι µέλος της Κου Κλουξ Κλαν, τις έβρισκε βέβαια υπερβολικές αλλά ο ίδιος σίγουρα δεν ήθελε να έχει ανάµειξη σε τέτοια ζητήµατα. «Και ξέρεις ποιος θα µε απαλλάξει από αυτούς; Το χρηµατιστήριο καλέ µου Τζόρτζ» συνέχισε ο κύριος Τζόνσον καθώς έφερνε το γλυκό που ετοίµαζε καθηµερινά η µεγάλη του κόρη. «Το χρηµατιστήριο είναι η ευλογία της εποχής µας. Σε λίγους µήνες θα έχω κερδίσει όσα χρήµατα δεν κέρδισα σε µια ζωή,γι αυτό ακριβώς διάβαζα µόλις τώρα στην εφηµερίδα. Συνεχώς ανεβαίνει τα τελευταία χρόνια και ξέρεις, προβλέπουν συνέχεια. Μη χάνεις λοιπόν το χρόνο σου, τώρα είναι η ευκαιρία σου» Ο Τζόρτζ προβληµατίστηκε. Είχε ακούσει κι άλλους να του λένε παρόµοια πράγµατα, ίσως ήταν ευκαιρία πραγµατική. «Ξέρετε όµως, δεν µου περισσεύουν χρήµατα» «εν χρειάζεται να έχεις χρήµατα» τον διέκοψε ο κύριος Τζόνσον, «γι αυτό είναι οι τράπεζες. Θα πάρεις ένα δάνειο και σε λίγους µόνο µήνες θα το έχεις ξοφλήσει. Μετά τα κέρδη είναι δεδοµένα και κυρίως ξεκούραστα. Μην κάθεσαι µε σταυρωµένα χέρια, σκέψου πως τότε θα πηγαίνεις στην οικογένειά σου κάθε µέρα µπράουνις» είπε και γέλασε δυνατά. Λίγα λεπτά µετά ο Τζόρτζ είχε πληρώσει το γλυκό και περπατούσε στο δρόµο έχοντας τα λόγια του µπακάλη καρφωµένα στο µυαλό του. Πόσο ήθελε να µπορεί να δώσει τα πάντα στην οικογένειά του, πόσο ήθελε να µην σκέφτεται κάθε φορά που έβαζε το χέρι του στην τσέπη του παντελονιού του για να βγάλει λεφτά. Φτάνοντας στο σπίτι του είχε πάρει τις αποφάσεις του. Ήταν πλέον θέµα λίγων µόνο ηµερών.
ΒΕΡΟΛΙΝΟ 28 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1933 * Ο Γιούργκεν µπήκε στο κουρείο του κύριου Χέλµουτ λίγο µετά τις 10 το πρωί.. Έβγαλε το καπέλο του και το παλτό του χωρίς να µιλήσει και κάθισε στον διθέσιο καναπέ περιµένοντας κάποιον να φανεί από το διπλανό δωµάτιο. ευτερόλεπτα µετά η χαρακτηριστική φιγούρα του κύριου Χέλµουτ βρισκόταν απέναντί του, έτοιµη να του προσφέρει το µοναδικό του ξύρισµα πασπαλισµένο µε ακατέργαστες κρίσεις γεγονότων και φηµών. Ειδικά εκείνο το πρωινό, όπου στην πόλη υπήρχε µια διάχυτη αναστάτωση, απόρροια των γεγονότων της προηγούµενης βραδιάς, ο Γιούργκεν περίµενε πως ο συµπαθής µπαρµπέρης θα έδινε ένα µικρό ρεσιτάλ και εκείνος βάλθηκε να τον βγάλει αληθινό από την πρώτη κιόλας στιγµή. «Τα έµαθες φαντάζοµαι αγαπητέ. Οι εξελίξεις είναι φυσικά ραγδαίες µα οι πληροφορίες µου λένε πως στο Ανόβερο έχει συλληφθεί ο δράστης» «Γνωρίζουµε κάτι περισσότερο γι αυτόν;» «Κοµµουνιστής φυσικά. εν θα µου κάνει εντύπωση να είναι και Εβραίος. εν έχουν καταλάβει όλοι αυτοί πως το κράτος µας αλλάζει και δεν είναι αδύναµο όπως πριν λίγα χρόνια. Γίνεται ξανά σπουδαίο τώρα που βρήκε έναν πατριώτη να το καθοδηγήσει» Ο Γιούργκεν γνώριζε το θαυµασµό του κύριου Χέλµουτ προς το πρόσωπο του Χίτλερ, ο ένας γιος του άλλωστε ανήκε στα τάγµατα εφόδου όπου υπηρετούσε µε µεγάλο φανατισµό, παρ όλα αυτά δεν µπόρεσε να αρνηθεί στον εαυτό του την ευκαιρία να τον ιντριγκάρει.. «Λένε πως είναι όµως Αυστριακός» «Ποιος;» «Ο Χίτλερ» «Είναι ψέµατα» φώναξε ο κύριος Χέλµουτ πιέζοντας ασυναίσθητα την λεπίδα στο µάγουλο του Γιούργκεν, κάνοντάς τον προς στιγµήν να µετανιώσει για το πείραγµά του. «Τα λένε αυτά οι προδότες που πληρώνουν τις πολεµικές αποζηµιώσεις και αφήνουν τον κόσµο να πεινάει. Αυτός ο τόπος χρειάζεται έναν τρελό που θα ορθώσει το ανάστηµά του στους ξένους, θα ξαναφτιάξει την βιοµηχανία µας και θα βάλει τάξη στο χάος που επικρατεί. Μην ανησυχείς όµως, ο γιος µου που ξέρει καλύτερα τα πράγµατα µου λέει πως ήδη εργοστάσια πολεµικού υλικού προσλαµβάνουν κόσµο. Μόνο πατριώτες φυσικά, µόνο δικούς µας ανθρώπους.» Ο Γιούργκεν άρχισε να σκέφτεται πως ίσως είχε ήδη έρθει η ώρα να αποχωρήσει. Η λεπίδα στα χέρια του κύριου Χέλµουτ θα µπορούσε να αποτελέσει φονικό όπλο όσο φούντωνε µε τέτοιες ιδέες.ευτυχώς ο ίδιος γνώριζε πως αποτελούσαν αποκυήµατα της φαντασίας του, υπήρχαν διεθνείς συνθήκες που είχαν επιβάλλει τον παροπλισµό της χώρας, δεν µπορούσε ο καθένας να κάνει ό,τι θέλει. * Στις 27 Φεβρουαρίου 1933 το κοινοβούλιο του Ράιχ τυλίγεται ξαφνικά στις φλόγες. Ο Χίτλερ ανακοινώνει τη µερική αναστολή ισχύος του συντάγµατος ώστε να αντιµετωπίσει την κοµµουνιστική απειλή που, σύµφωνα µε την προπαγάνδα του, βρισκόταν πίσω από την πυρπόληση του κοινοβουλίου. Η ηµοκρατία της Βαϊµάρης είναι και επίσηµα παρελθόν, ο Χίτλερ απόλυτος κυρίαρχος, οδηγώντας τη χώρα του και την ανθρωπότητα στον φονικότερο πόλεµο της Ιστορίας.
«Να δώσεις χαιρετισµούς στους µικρούς σου» είπε λίγο µετά αφού πρώτα έβγαλε την ζεστή πετσέτα από το πρόσωπό του και ετοιµάστηκε για να βγει και πάλι στο κρύο. «Θα δώσω. Ο Κάρλ βέβαια δεν είναι πλέον και πολύ µικρός, µεγαλώνει και ολοένα και ανεβαίνει στην ιεραρχία» απάντησε µε καµάρι ο κύριος Χέλµουτ που στήριζε το µέλλον της οικογένειάς του στη δύναµη που αποκτούσαν τα τάγµατα εφόδου, µαζί και ο πρωτότοκος γιος του. Βγαίνοντας στον δρόµο ο Γιούργκεν αναρωτιόταν για το µυαλό που έχουν ή δεν έχουν ορισµένοι άνθρωποι. «Μα τόσο ελλιπής µόρφωση πια;» σκέφτηκε. Ξαφνικά ένιωσε τον αέρα να χαϊδεύει την φρεσκοξυρισµένη του επιδερµίδα και έκλεισε για λίγο τα µάτια του ώστε να απολαύσει τη στιγµή. Ανοίγοντάς τα ξανά αντίκρισε στο απέναντι πεζοδρόµιο έναν άντρα της ηλικίας του να ψάχνει στα σκουπίδια για κάτι φαγώσιµο. Είχε δει τόσες πολλές φορές αυτή τη σκηνή τα προηγούµενα χρόνια ώστε σχεδόν είχε πάψει πια να τον σοκάρει. Ευτυχώς το κοριτσάκι που στεκόταν εκείνη τη στιγµή δίπλα του ρωτώντας τη µητέρα του για το ίδιο περιστατικό την έβλεπε πιθανώς πρώτη φορά και ίσως γι αυτό δεν µπορούσε να την κατανοήσει. «Κάτι θα έχασε» άκουσε την µητέρα να απαντάει µε αµηχανία ο Γιούργκεν και κατάλαβε πως το ερώτηµα που είχε θέσει στον εαυτό του λίγο πριν δεν µπορούσε να αφορά, δυστυχώς, όλους τους συνανθρώπους του.
ΑΘΗΝΑ 25 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2012 Ο Γιώργος είχε βγει µια κυριακάτικη βόλτα µε τη γυναίκα του, τη Σοφία, και το λίγων µηνών κοριτσάκι τους. Είχαν κανονίσει από την προηγούµενη µέρα να επισκεφτούν τα πεθερικά του στην πλατεία Βικτωρίας και µε την ευκαιρία σκέφτηκαν να περπατήσουν στο κέντρο της πόλης. Αν ήταν στο χέρι του φυσικά θα έπαιρναν τα ποδήλατα µα η ύπαρξη του µωρού δεν άφηνε περιθώρια για τέτοιες σκέψεις, άλλωστε η Σοφία δεν σήκωνε κουβέντα επί του θέµατος. Έτσι αποφάσισαν να πάρουν το αυτοκίνητο από το Παλαιό Φάληρο όπου έµεναν και ανεβαίνοντας τη Συγγρού να παρκάρουν τελικά κάπου κοντά στο Παναθηναΐκό Στάδιο. Η ηλιόλουστη µέρα είχε βγάλει τον κόσµο στους δρόµους, µε µια πρώτη µατιά τίποτα δεν φανέρωνε το γκρίζο τοπίο που απλωνόταν πάνω από τη χώρα. Καθώς θα προχωρούσε όµως κανείς, ακόµη και ο πλέον αδαής, σύντοµα θα αντιλαµβανόταν πως αυτή η τόσο όµορφη µέρα δεν βρισκόταν σε αρµονία µε τις συνθήκες της καθηµερινότητας και τα συναισθήµατα της πλειονότητας των κατοίκων αυτής της ίσως λιγότερο αντιφατικής πλέον πόλης. Στους περισσότερους δρόµους ο Γιώργος και η Σοφία αντίκριζαν κλειστά µαγαζιά και σίγουρα αυτό δεν θα άλλαζε την επόµενη µέρα που δεν θα ήταν αργία. Καταστήµατα χρόνων είχαν δώσει τη θέση τους σε ταµπέλες ενοικίασης κάνοντας τις εισόδους τους να µοιάζουν προορισµένες από καιρό να φιλοξενήσουν τους πολυάριθµους αστέγους. Τους φαινόταν όλο αυτό σαν ψέµα κι ας ήξεραν τι συµβαίνει γύρω τους, διάολε σκέφτονταν, είναι διαφορετικό να ακούς για κάτι στις ειδήσεις ή από τα χείλη άλλων και διαφορετικό να το βλέπεις µε τα ίδια σου τα µάτια. Πάντα νιώθεις πως αυτό που θα αντικρίσεις δεν θα είναι ακριβώς όπως σου το έχουν περιγράψει µα ποτέ δεν ξέρεις αν θα είναι καλύτερο ή χειρότερο. Ίσως έφταιγε ότι και οι δυο τους είχαν πολύ καιρό να ανέβουν στο κέντρο µε τα τόσα πολλά ζητήµατα που τους απασχολούσαν τελευταία, η Σοφία µε το µωρό και την απόλυση, ο Γιώργος µε τα τρελά ωράρια στη δουλειά, τις απλήρωτες υπερωρίες και την αναπόφευκτη µείωση µισθού. Αυτά όµως τα είχαν ζήσει, ήξεραν πως είναι αληθινά, ήταν άλλωστε ποτέ δυνατόν να είχαν αλλάξει οι ζωές τους τόσο δραµατικά και την ίδια στιγµή τα πάντα γύρω τους να είχαν µείνει ίδια; Όχι, ήταν δεδοµένο, είχαν υπάρξει στιγµιαία αφελείς και δεν υπήρχε λόγος να εκπλήσσονται άλλο από τις άδειες βιτρίνες ή τις εικόνες αναξιοπαθούντων στη µέση του δρόµου. Άραγε ο πατέρας της Σοφίας να είχε δίκιο όταν τους είπε λίγη ώρα πριν στο τηλέφωνο να µην τολµήσουν να περπατήσουν πέρα από την Οµόνοια σκέφτηκε ο Γιώργος καθώς σταµάτησε σε ένα περίπτερο για να αγοράσει εφηµερίδα. Πόσος φόβος υπήρχε πια σε αυτή την πόλη; Φόβος για το µέλλον, φόβος για το παρόν, φόβος για τους άλλους, φόβος και για εµάς τους ίδιους. Και ο φόβος, όταν µαζευτεί πολύς, µόνο µίσος γεννάει, τού το είχε µάθει καλά αυτό ο παππούς του από τη µεριά του πατέρα του όταν του µιλούσε µε τα σπαστά του ελληνικά για το χαµό του αδερφού του Κάρλ κατά τη Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών. * «Είµαστε τυχεροί» γύρισε ο Γιώργος και είπε στη γυναίκα του, «κι εσύ κι εγώ. Είχαµε ανθρώπους να µας µάθουν πράγµατα, χωρίς φανατισµό, µόνο µε αγάπη» «Σκέφτεσαι πάλι τον παππού σου;» τον ρώτησε εκείνη. «Ναι, µου λείπει πολύ µα ξέρω πως θα λυπόταν τροµερά µε όλα αυτά που συµβαίνουν. Θυµάµαι που µου το έλεγε πως είναι στη φύση των ανθρώπων να κάνουν λάθη και να µην µαθαίνουν από αυτά.»
«Εµείς γλιτώσαµε τουλάχιστον από κάποια. Σκέφτοµαι πως αν δεν είχε η γιαγιά µου το θέµα µε την καταστροφή του πατέρα της στο χρηµατιστηριακό κραχ της Αµερικής ίσως τώρα να είχαµε χάσει τα πάντα» «Πες το ψέµατα» απάντησε ο Γιώργος και έκανε να απλώσει το χέρι του για να πιάσει την κυριακάτικη εφηµερίδα. Προς στιγµήν ντράπηκε γιατί είχε αποφασίσει να αγοράσει την απλή έκδοση κι ας είχε η άλλη σε προσφορά ένα ιστορικό βιβλίο. Πόσο του άρεσε η ιστορία, πόσο αγαπούσε το διάβασµα όµως σε αυτές τις εποχές έπρεπε να τα λογαριάζει όλα. εν είχε την πολυτέλεια να µην υπολογίζει έστω και τα λίγα ευρώ. Το κλάµα της κόρης του τον έκανε να γυρίσει το κεφάλι του και να κοιτάξει προς εκείνη. Και τότε κατάλαβε. εν είχε την πολυτέλεια να µην αγοράσει το βιβλίο. * Από τις 30 Ιουνίου ως τις 2 Ιουλίου του 1934 ο Χίτλερ µε το πρόσχηµα της πρόληψης ενός πιθανού πραξικοπήµατος διέταξε την εκκαθάριση ολόκληρης της ηγεσίας των ταγµάτων εφόδου (SA), µιας παραστρατιωτικής οργάνωσης προσκείµενης στον ίδιο.