H Λεμεσός στον Μεσοπόλεμο. Φωτογραφία Ιωάννη Π. Φώσκολο, 1922
ΑΠΌ ΤΟ ΤΈΛΟΣ ΤΟΥ Α' ΠΑΓΚΟΣΜΊΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ (1914-1919) ΩΣ ΤΟ ΤΈΛΟΣ ΤΟΥ Β' ΠΑΓΚΟΣΜΊΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ (1939-1945)
O λρικός ρεαλισμός της διαλέκτο Mιχαήλ Χρ. Κάσιαλος, Ο γάμος, λάδι
Ο ΛΥΡΙΚΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ Δημήτρης Λιπέρτης Καρτερούμεν μέραν νύχταν Πρόκειται για τον ποιητή με τη σημαντικότερη μετά τον Βασίλη Μιχαηλίδη σμβολή στην ανάπλαση και ανάδειξη της κπριακής διαλέκτο. Ωστόσο, οι διαφορές ανάμεσά τος είναι οσιαστικές: η εποχή το Μιχαηλίδη, ο οποίος έμπαινε στον ποιητικό στίβο με τις εμπειρίες της φθίνοσας Τορκοκρατίας, είναι πολύ μακριά για τον Λιπέρτη και δεν είναι στα μέτρα το η επική-ηρωική διάσταση το αλτρωτισμού. Σντηρείται, βέβαια, ένας πατριωτικός τόνος, με διαφορετικό όμως πνεύμα, προσγειωμένος περισσότερο στα μέτρα της εποχής. Καρτερούμεν μέραν νύχταν να φσήσ ένας αέρας 'στον τον τόπον πόν' καμένος τ ζ ι εν θωρεί ποττέ δρο σ ιάν, γ ια να φέξει καρτερούμεν το φως τ ζείνης της ημέρας ποννά φέρει στον καθέναν τ ζαι χαράν τ ζαι ποσπα σ ιάν. Την Μανούλλαν* μας γ ια πάντα μιτ σ ιοί μ ιάλοι καρτερούμεν γ ι α να μας σφιχταγκαλ ι άσει τ ζαι να νεκραναστηθούμεν. Η ζωή μας έν' γ ια τζείνην τζαι ζωή μας τζείνη ένι τζαι πως τρώμεν δίχα τζείνης τζ ι είμαστιν βασταεροί* έν γ ιατί με τ όνομάν της είμαστιν ποσκολισμένοι πον το βκάλλον πο τον νον μας μήτε χρόν ια, με τζαιροί ξπνητοί τζαι τζοιμισμένοι έν' γ ια τζείνην η καρκ ιά μας πο διπλοφακκά γ ια νά ρτει τζαι να μείνει δα κοντά μας. Τα λαμπρά* μας ούλλον τζ ι άφτον τζ ι οι καμοί μας εν σιούσιν*, έν' σμπούρκισμαν* φορτούνας των τζμμάτων το γ ιαλού έτσ οι λας έν' πο παθθαίννον όντας ξένοι τζβερνούσιν έχον μέσα τος φορτούναν τζ ι αν τος έχον προς καλού όσον τούτοι τζ ι αν κραδκ ιούνται πο την Μάναν χωρισμένοι, η αγάπη τος περίτο γίνεται δρακοντεμένη. Πκοιος αντέκοψεν* ποττέ το τον αέραν γ ιά το τζύμμαν τζ ι έκαμέν το γ ια ν αλλάξει φσικόν τζαι να σταθεί; Ομπροστά στον Πλάστην ούλλοι εν είμαστιν παρά φτύμμαν, έν' αβόλετον* ο νόμος ο δικός το να χαθεί τζαι γ ια τούτον μιτσ ιοί μ ιάλοι γ ια την Μάναν λαχταρούσιν έν' η γέννα, έν' το γάλα, έν' τα χνώτα πο τραβούσιν. * Την Μανούλλαν μας: (εν.) την Ελλάδα * βασταερός: γερός, ανθεκτικός, γιής * λαμπρόν, το: φωτιά, ισχρός πόθος * σι(γ)ούσιν: ησχάζον * σμπούρκασμα/σμπούρκισμα, το: ποδαύλιση, πόθαλψη * τζ ι αν τος έχον προς καλού: ακόμα κι αν (οι ξένοι) τος σμπεριφέρονται καλά * αντικόβκω: προβάλλω αντίσταση, αναχαιτίζω * φσικόν, το: φσική κατάσταση ή ιδιότητα * αβούλετος/αβόλετος: αδύνατος Είντα γάλαν ήταν τότες τ ζείντο γάλαν πο βζάσαν ας αμπλέψον να το δούσιν είμαστιν ούλλοι εμείς. Αν περνούσιν μαύρα χρόνια σγο ιαν τ ζαι τ ζείνα πο περάσαν πό μας ένας έντ ζε βκαίννει πο την στράταν της τιμής μήτ επλάστηκεν ποττέ το, τ ζ ι αν πλαστεί τ ζ ι αννοίξει στόμαν, νεκρόν εννά τον ξεράσει τ ζαι το τάφο το το χώμαν. 21
Ο ΛΥΡΙΚΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ Η φτώσεια Εκτός, άλλωστε, από τος εθνικούς πόθος των Κπρίων, η ποίησή το, καταγράφει λεπτομέρειες της καθημερινότητας με το μάτι ενός φιλήσχο αστού. Σκιαγραφεί με σνέπεια την εικόνα της αγροτικής και σντηρητικής κπριακής κοινωνίας των χρόνων 1918-1936. Εκφράζει τη λαϊκή θμοσοφία και την ηθική πο απορρέει από ατή. Φτώσεια, πο κάμνεις τόσος λας* να πκιάννοσιν καλάθιν, να καρτερούν ποτζεί ποδά έναν βούκκον ψομίν, φτώσεια, πο η χαρά ποττέ κοντά σο εν εστάθην όσοι σε δούσιν, κλώθοσιν τζαι βρίσκον αφορμήν να μεν σε σαιρετήσοσιν, με να σο κοντοφτάσον, φτώσεια, πον έχοσιν καρτκιάν να σο χαμογελάσον. Φτώσεια, πο νιάτα κοκκαλιείς τζαι πο τα μαρανάζεις τζαι πον τ' αφήννεις να χαρούν μήτε μιαν σταλαμήν, πο φεκατίζεις τζαι πολλούς τζαι πο καταρημάζεις τζαι 'πο την πείναν καταλείς τ' άχαρόν τος κορμίν, πο τος βωβώνεις εν μπορούν τα θέλοσιν να πούσιν, πον τος αφήννεις να καμμούν* μήτε να τζοιμηθούσιν. Φτώσεια, πο 'σαι πάντα σσφτή τζαι παραπονημένη τζαι πο σε τρώ' η μισταρκά η βαρετή δολειά, πο παρπατείς με το κονον* τζαι βαρκαρτισμένη, γιατί εν εδοτζίμασες με χάδιν, με φιλιά, φτώσεια, αν τρων το δίον σο οι λας οι παραπάνω, ποττέ μεν απορπίζεσαι εσει Θεόν πο πάνω. Εσούνη κάμνεις την τιμήν περίτο τιμημένην, τήν αθθρωπκιάν ψηλόττερα ακόμα να σταθεί αν σ' έχοσιν ποριψιμιάν τζαι τσαλαπατημένην εν πλάσκεται μήτε ψσή για να σε λπηθη, τούτα ούλλα τα κάστια* πόν το μαρτύριόν σο σηκώννον σε τζαι βκάλλον σε ψηλα πόν ο Θεός σο. * λας: οι άνθρωποι, ο λαός * κοκκαλιώ - κοκκαλίζω: τραγανίζω (εδώ μεταφορικά) * καταλύω - καταλώ - καταλιώ: αφανίζω, καταστρέφω * καμμώ: κλείνω τα μάτια, κοιμούμαι * κονόν, το: γογγσμός * μισταρκά η: η έμμισθη εργασία * πλάσκομαι: βρίσκομαι, σναντώμαι * κάστιον, το: βάσανο, τιμωρία Αδαμάντιος Διαμαντής, Ο κόσμος της Κύπρο, λεπτομέρεια, 1967-1972 22
ΠΟΙΗΣΗ Δημήτρης Λιπέρτης Βούττημαν ήλιο * O φαιδρός ή σκωπτικός τόνος, οι παραινετικοί και γνωμικοί στίχοι, κρίως όμως η ερωτική ηδπάθεια και πληθωρικότητα, σχνά με εκφραστική τόλμη πο εκπλήσσει για τον δναμισμό και τη λιτότητά της, είναι βασικά χαρακτηριστικά το έργο το. Άρκον* ποννά με παίρνοσιν οι τέσσερις εμέναν μες τζείν την ανακατωσιάν, έλα τζαι 'σού στην Εκκλησ ιάν μεν αντραπείς κανέναν. Αγάπον σε έξω ψ σής τ ζι εννά σε καταχνώσον*, αν είσαι κόρη σπλαχνιτ ζή μεν περαρκήσεις, έρκο τ ζει, πριχού να με λοκκώσον. Τος ζωντανούς έν' πο 'χοσιν μάσην* εν τος χωνεύκον, τος πεθαμμένος σχχωρούν έν' φούχτα χώμαν τζ ι εν μπορούν, κόρη, να τος παιδεύκον. Ππέφτει τος πκ ιον μακάριση τ ζαι ψσικόν διούσιν, γιατί πο τον ψεματινόν πηαίννον στον αληθινόν κόσμον, τ ζ ι εννά κριθούσιν. Αν μεν μο κάμον κόλλφα στες τρεις, με σαραντάριν μήτε στον χρόνον λοτορκάν, πάρομο* για παρηορκάν κάμε μο τούντην χάρην. Χριστόδολος Πάφιος, Ερωτεμένος, λάδι * βούτημμαν ήλιο, το: ηλιοβασίλεμα * άρκον: αύριο, (εδώ) στο μέλλον * καταχνώνω: κατακρίνω * μάση - μάχη, η: μνησικακία, έχθρα, μίσος * πάρομο: τολάχιστον * σιγράζει/σγράζει/σιρκάζει: βραδιάζει, σοροπώνει, δροσίζει * ξιφαράζω/ξηφαρίζω/ξηφαράζω: τρομάζω * μπότης - πότης, ο: μικρή πήλινη δρία/ δοχείο χωρητικότητας μιας περίπο οκάς * νάκκον/νακκορίν: λίγο Βούττημαν ήλ ιο τ ζ ι ύστερις, τέλε ια ποννά σγράσει* τ ζαι πόνν αδκε ιάσον τα στενά πον έ σει πλάσμαν να περνά γ ια να σε ξηφαράσει*, έλα τ ζαι σού στο μνήμαν μο τ ζαι μες στον μπότην* άψε αϊταφίτικον τ ζερίν, κάπνισε, κόρη, νακκορίν*, νομάτισ με τ ζαι κλάψε. 23
Ο ΛΥΡΙΚΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ Θωρώ σε ούλλον έναν αρωτώ Στα θέματα και τη στιχοργική το επιμένει να κινείται στο πλαίσιο της παραδοσιακής ποίησης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον δείχνει για τον ρθμό, την ομοιοκαταληξία και τη μοσικότητα. Θωρώ σε τ ζ ι ούλλον έναν αρωτώ είντα λοής η ομορκ ιά σο ένι, δέρνω τον νον μο, χά σ σω*, πελλετώ* τ ζ ι οι κόποι μο, το κάκο, παν χαμένοι. Μέλλιμον* είσαι όρομαν, δροσ ιά, γιά μρωδκ ιά των φκ ιόρων είσαι; πε μο, μεν τζ ι είσαι τάχατες Θεάς οσ σ ιά; Σαστίζω, πον εσάστισα ποττέ μο. Ό,τι ν' τ ζ ι αν είσαι πε μο, να χαρείς, γ ια τί λλιοψχούν όσοι σο μπλάζον*, βαστά σε η καρτκ ιά σο να θωρείς μ ιάλος μιτ σ ιούς γ ια σεν ν αναστενάζον; Νεράδ αν είσαι τόπο κανενού, φανερώσ μο το πκ ιόν να μεν σε λάμνω*, αντ ζέλισσα αν είσαι τ ορανού, να μάθω τ ζαι να ξέρω είντα κάμνω. * χάσσω/ χάσκω: μένω με το στόμα ανοιχτό, χαζεύω * πελλετώ: παρατηρώ, κοιτάζω, περιεργάζομαι με προσοχή * μέλλιμον: άραγε * (ε)μπλάζω: σναντώ, βρίσκω κάποιον ή κάτι στο δρόμο μο * λάμνω: (εδώ) ενοχλώ Μιχαήλ Xρ. Κάσιαλος, Αρετούσα και Ερωτόκριτος, λάδι, 1950 24
ΠΟΙΗΣΗ Δημήτρης Λιπέρτης Στην ομορκιάν της Τόμο* φανείς, λαμποκοπά ο τόπος, σπαγιάζονται* οι λας πο σε θωρούν, πο τος αντζέλος έφες αλώπως, τζαι κλαίον, το στραφείν σο καρτερούν. Κάθε σο κλώσμαν*, γέλιον αμμαδκιά σο αννοίει στράτες πό 'χοσιν κρεμμούς, παράδεισος έν' η κορμοστασιά σο, μμά σμπορκά* τζαι πόνος τζαι καμούς. Ο Πλάστης έβαλεν τα δνατά το έκαμέν σε με τόσην μαστορκάν αν σ άφηκεν να φύεις πο κοντά το, έν' πο το σκέφτηκεν στην στερκάν. Τζι είπεν: στον κάτω κόσμον ας την πέψω, για να ξηννοιάσω πκιον, να ποσπαστώ, μέμπα τζαι ξηστρατίσω τζαι μπερτέψω εγιώ, σγοιαν τος αθθρώπος, κολαστώ. Αδαμάντιος Διαμαντής, Το κίτρινο μαντήλι, λάδι, 1942 Τζαι πόφοα* εμείς εννά το πούμεν: τος νόμος το για τέθκοιαν ομορκιάν πως εν νέν' βολετόν να τος κρατούμεν, γιατ έχομεν τζαι γαίμαν τζαι καρκιάν. * τόμο: μόλις * σπαγιάζομαι: μένω έκπληκτος * κλώσμαν, το: λύγισμα * σμπορκώ: ποδαλίζω * πόφοα: άφοβα 25
ΠΟΙΗΣΗ Δημήτρης Λιπέρτης Τ' αμμάδκια της Τ αμμάδκια σο η θάλασσα εν έχον δκιαφοράν όπκοιος τα δει τζειμέσα τζει πάει να ταξιδέψει, ταξίδιν πον το έκαμεν καμμιάν άλλην φοράν, γιατί μές στην παράδεισον ορπίζει να κονέψει*. 'Μμα τόμο μεσοπέλαα χαλάσει ο τζαιρός πόν' να δικλήσεις* να τον δεις τζαι να τα πελλετήσει*, εννά το μείνει το φτωχού ορμός* ποττέ γερός, πον έσει ξέρην* πκιον να δει ορπίδαν ν αρμενίσει! Εννά τριχομαλιάζεται*, να κλαίει μανιχός* το για το ταξίδιν πο' 'καμεν εστάθην ο χαμός το. Tζι εγιώ ο κακομάζαλος πο χάσσω τζαι θωρώ τα τζαι λαμπασμένος* ύστερις τζαι λαωμένος* πρώτα. Το φιλίν σο Γεώργιος Πολ. Γεωργίο, Η Παναγία το Λιοπετριού, λάδι, 1952 * κονεύ(κ)ω: διαμένω, καταλύω * δικλώ/δικλίζω: βλέπω, παρατηρώ, εξετάζω * αρμός/ορμός, ο: κλείδωση οστών, άρθρωση * ξέρη, η: ξηρά, ύφαλος * τριχομαλλιάζω/τριχομαλλίζω/τριχομαλλώ: μαδώ τις τρίχες το κεφαλιού τραβώντας τις * μανιχός: μοναχός * (α)λαμπάζω/λαμπάσσω: παραφρονώ, τρελαίνομαι * λαώννω-ομαι: τρελαίνομαι Αν ήτον βολετόν για να ξηχάσω πως είμαι ζωντανός τζαι παρπατώ, τον Πλάστην μο να τον παραμερκάσω πο πάντα μο ποκούμπιν τον κρατώ*, τότες ξηχάννω τζείνον το φιλίν σο. Αμμά τζαι φούχτα χώμαν να γινώ μιαν η ψσή μο έν' τωρά μαζίν σο εννά 'ν' τζαι τότες Εν* σ αλλησμονώ. 26
Ο ΛΥΡΙΚΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ Ο Δημήτρης Λιπέρτης (Λάρνακα, 1866 - Λεκωσία, 1937) σπούδασε γαλλικά και αγγλικά στο Αμερικανικό Κολλέγιο της Βηρτού (1880-1884) και με την επιστροφή το στην Κύπρο πηρέτησε για κάποια χρόνια ως κβερνητικός πάλληλος σε διάφορες θέσεις. Προσπάθησε να ολοκληρώσει πανεπιστημιακές σποδές στην Ιταλία και την Ελλάδα, χωρίς, όμως, επιτχία λόγω οικονομικών δσχερειών. Στη σνέχεια εργάστηκε ως καθηγητής γαλλικών στην Αγγλική Σχολή Λεκωσίας, σχεδόν ώς τον θάνατό το. Οι δύο πρώτες το σλλογές (Χαλαρωμένη Λύρα, 1891 Στόνοι, 1899), όπο η καθαρεύοσα εναλλάσσεται με τη δημοτική, είναι σαφώς επηρεασμένες από το κλίμα το ύστερο ελληνικού ρομαντισμού το 19ο αιώνα, γι ατό και είναι κρίαρχος ένας τόνος μελαγχολίας και απαισιοδοξίας. Σε ώριμη ηλικία, γύρω στα 1918, ο Λιπέρτης θα κάνει τη στροφή το προς την κπριακή διάλεκτο. Στην αλλαγή ατή σνέβαλαν τόσο η καταξίωση της δημώδος παράδοσης και γλώσσας (πο ποστηρίχτηκε στη θεωρία και στην πράξη από τον Κ. Παλαμά και τη γενιά το 1880), όσο και η επίδραση της ποιητικής κατάθεσης το Β. Μιχαηλίδη (με τη σγκεντρωτική έκδοση των Ποιημάτων το το 1911), μια σχέση πο χρονολογείται, ωστόσο, από παλαιότερα, αν λάβομε πόψη τος τίτλος των πρώτων τος σλλογών: Ασθενής λύρα (1882) το Β. Μιχαηλίδη και Χαλαρωμένη λύρα (1891) το Δ. Λιπέρτη. Έτσι, στα 1923 ο Λιπέρτης θα δημοσιεύσει τον πρώτο τόμο των ποιημάτων το με τον τίτλο Τζιπριώτικα τραούδκια, για να ακολοθήσον άλλοι τρεις (1930, 1934 και 1937), με τον δεύτερο τόμο να προλογίζεται μάλιστα από τον Κ. Παλαμά. Η αποκάθαρση και ανύψωση της κπριακής διαλέκτο σε γλώσσα ικανή να εκφράσει λεπτές ποιητικές αποχρώσεις με λρική δροσερότητα, καθώς και η δημιοργική αξιοποίηση και ο εμπλοτισμός της ποιητικής παράδοσης το νησιού καθιστούν αναμφίβολα σημαντική τη σμβολή το Δ. Λιπέρτη στη νεότερη κπριακή ποίηση, πράγμα πο αποδεικνύεται και από την επίδραση πο άσκησε το έργο το σε μεταγενέστερος ποιητές (Π. Λιασίδης, Κ. Μόντης κ.ά.). 27
Ο ΛΥΡΙΚΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ Παύλος Λιασίδης Είμαστιν γέννημαν το φο Το αίτημα για κοινωνική ισότητα, δικαιοσύνη και εθνική αποκατάσταση κριαρχεί στην ποίησή το μαζί με την πίστη στην έλεση ενός καλύτερο κόσμο, απελεθερωμένο από την άγνοια, τις προλήψεις και τα ποικίλα δεσμά το παρελθόντος. Η στράτεση στα ιδανικά ατά δεν στερεί από τα ποιήματά το τον πηγαίο και άδολο λρισμό, ενώ η τεχνική επεξεργασία το λαϊκού στίχο ακολοθεί, όπως και ο ίδιος ο ποιητής παραδέχεται, τα διδάγματα των μεγάλων διαλεκτικών ποιητών της Κύπρο, Βασίλη Μιχαηλίδη και Δημήτρη Λιπέρτη. Εν την ι-ξέρομεν εμείς την νύχταν μάναν μας, με πο το ψέμαν καρτερούμεν σωτηρίαν, είμαστιν γέννημαν το φο τζαι της Ανάστασης τζαι για να γράψομεν νούρκαν ιστορίαν! Εις την θεάν την τύχην τσίττος* εν πιστεύκομεν ας έσει κόμα πο φιλούν το πρόσωπόν της. Ένε των πούτρων ομορκιά, πογιών κοτσίνισμαν, λείπει το χάρισμαν, νάν κάλλος φσικόν της! Ένι η κόρη της Αλήθκειας πο γεννήσιος της, μμά ν αντζελόμορφη!... αγέραστη στα γρόνια! θέμα* χαρίζει φως τζαι ζήσην εις τος φίλος της όι στραβάραν, φτώσειαν, πείναν τζαι κανόνια... * τσίττος: καθόλο * θέμα: και μάλιστα Τηλέμαχος Κάνθος, Ξλοργοί στο καλούπι, λάδι, 1968 28
ΠΟΙΗΣΗ Παύλος Λιασίδης Ερωτικά παραπονιάρικα Κακοτσιόν Ήτον Απρίλλης μήνας τότες πο σ αγάπησα, μέρ ασννέφκιαστη τζαι τα δεντρ αθθισμένα! αχ! η ζωή μας τότες έμοιαζεν αντζέλισσα, γλήορα όμως εγινήκαν περασμένα! Πρώμα έτσ άξππα εσιόνισεν ο Μάρτης μας τζαι των χαρών μας τα πολιά, τα καημένα, πο ρταν τζαι χτίσασιν φολιές μες στα ποκλώνια μας, εξηψσήσαν με τα φύλλα, μαρκωμένα*! Χριστόφορος Σάββα, Χωριατοπούλα με πανέρι, λάδι, περίπο 1954 * μαρκωμένος: παγωμένος από το τσοχτερό κρύο 29
Ο ΛΥΡΙΚΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ Οι αθάνατοι Έπρεπεν πάντ αθάνατοι να μείνετε στην Τζύπρον μας εσείς οι δκο πρωτόμαστροι, Βασίλη τζαι Λιπέρτη*, πο ντύσετε τος στίχος σας πάνω στην χωρκατόγλωσσαν εμείς να σας κλοθήσομεν, όι το όποιος έρτει. Γιατί τωρά πο λείψετε, πολλοί επήραν πάνω τος, μάχονται να χαλάσοσιν τος πασιοθεμελιούς* σας, πο ξένος να ν οι μόλες* τος, ζαπούνηες* να κάμνοσιν, όι να ν τσιμεντένιοι, πασιοί γοιον τος δικούς σας. Όμως, ό,τι αν κάμοσιν, εσάς πάλ εν σας ρίβκοσιν, έν μάρτρες τ αγάλματα οι λας πο σας εκάμαν. Θέλοντας τζαι μη θέλοντας εννά σας σναφέρνοσιν, να νώθον την ξηχάσκιασην* τζαι να τος φέρνει κλάμαν. * Βασίλη τζαι Λιπέρτη: αναφέρεται στος κύπριος διαλεκτικούς ποιητές Βασίλη Μιχαηλίδη (1849-1917) και Δημήτρη Λιπέρτη (1866-1937). * πασιοθεμελιός, ο: γερό, στέρεο θεμέλιο * μόλα, η: πρότπο * ζαπούνης: αδύνατος, καχεκτικός * ξηχάσκιαση, η: ντροπή 30
ΠΟΙΗΣΗ Παύλος Λιασίδης Βαρώσιν Κρίμας τα τόσα κάλλη σο εμαρογερημιάσαν νεκατσιασμένοι* Μάρτηες πιον πάνω σο ελορκάσαν*. Πού έν τα πορτοκκάλλια σο, γοιον λίρες πο κρεμμούνταν εκοτσινολοούσασιν οι κόφινοι πο ρκούνταν; Σήμμερον εν θωρείς ψσήν, καλάθιν να γεμώσει μήτε Τορκούν με Γρισκιανήν. Πότ εννά ξημερώσει; Αμμόχωστος. Άποψη της περίκλειστης κατεχόμενης πόλης * νεκατσιασμένος: φοβισμένος, τρομαγμένος * λορκάζω: βάζω σε γραμμή, σσσωρεύομαι 31
Ο ΛΥΡΙΚΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ Η αθανασία Η Κβέρνησίς μο έν η ποίησίς μο, πάντα στο τεμόνιν τζαι το νο τ ακόνιν. Είδεν το ποντζίν μο έν παστόν; λαλεί μο -Τρώ σατέ* σαλάταν, χόρτα τζαι πατάταν. Το κριάς στην σούβλαν φέρνει πάντα μούγλαν! Είμ ως δύμμαν νήλιο ασκητής το σπήλιο. Γράφω τζαι δκιεβάζω, πλούτον κατεβάζω, πο ποττ εν θα λείψει, ποιος να μο τον κρύψει; Σμεών Βολτσκώφ, Παύλος Λιασίδης, λάδι, 1970 * σατέ: απλώς, εξολοκλήρο 32
ΠΟΙΗΣΗ Παύλος Λιασίδης Τετράστιχον Έν η ομορκιά σο μιάλη, αμμά η κορμοστασιά σο, αφούς ούλες καττοδκιάζον*, όντες ρέσσον πο κοντά σο. Είσαι ο ψηλός ο πεύκος πον ι-μπόροσιν να ζήσον, χαμηλόττερα δεντρούδκια στον νοσσιόν* το να πολύσον*. Τηλέμαχος Κάνθος, Κοπέλα με το τσεμπέρι, ξλογραφία, 1941 * καττοδκιάζω: ντρέπομαι, σιωπώ * νοσσιός, ο: σκιά δέντρο * πολώ: βγάζω νέος βλαστούς 33
Ο ΛΥΡΙΚΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ Ο Παύλος Λιασίδης (Λύση Αμμοχώστο, 1901 - Λάρνακα, 1985) φοίτησε ώς την πέμπτη τάξη το δημοτικού σχολείο το χωριού το και από μικρός ρίχτηκε στη βιοπάλη ασχολούμενος κατά βάση με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Δημοσίεσε ποιήματά το από νωρίς σε φλλάδες και σε εφημερίδες, ώσπο το 1928 τύπωσε το πρώτο το βιβλίο με ποιήματα, Τραγούδια το νησιού μο, για να εκδώσει σνολικά δώδεκα ποιητικές σλλογές ώς το 1979 (Χάραμαν φο, 1944 Η σταρωμένη Τζύπρος μας, 1976 Νεκατωμένοι αέρηες, 1979 κ.ά.). Η ποίησή το, με εκφραστικό όργανο αποκλειστικά την κπριακή διάλεκτο, ακολοθεί τόσο την πλούσια παράδοση των λαϊκών «ποιητάρηδων» της Κύπρο, όσο και την έντεχνη ιδιωματική ποίηση το Β. Μιχαηλίδη και το Δ. Λιπέρτη. Ως προς τα θέματά της, αντλεί το λικό της από την αγροτική ζωή και τις πολλαπλές στερήσεις και βιοτικές δσχέρειες των ανθρώπων της παίθρο, αλλά και από τις πρόσφατες οδνηρές περιπέτειες το κπριακού ελληνισμού. Έγραψε, επίσης στο κπριακό ιδίωμα, έμμετρες θεατρικές ηθογραφίες, πο παραστάθηκαν επανειλημμένως ή παροσιάστηκαν στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση. 34