ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΡΑΞΗ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ «Ρυθμίσεις κατεπειγόντων θεμάτων κεφαλαιακής ενίσχυσης των πιστωτικών ιδρυμάτων» Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Άρθρο 1... Άρθρο 2... Άρθρο 3 Φορολογικές ρυθμίσεις της ανταλλαγής ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου 1. Σε περίπτωση που (α) τα φορολογικά κέρδη χρήσης των πιστωτικών ιδρυμάτων, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή που λειτουργούν στην Ελλάδα, τα οποία έχουν συμμετάσχει στην εθελοντική αναδιάταξη του ελληνικού χρέους, όπως αυτά τα κέρδη διαμορφώνονται πριν από την αφαίρεση της ετήσιας χρεωστικής διαφοράς από την ανταλλαγή των ομολόγων Ελληνικού Δημοσίου και μετά τον συμψηφισμό τυχόν μεταφερόμενων φορολογικών ζημιών παρελθουσών χρήσεων, δεν επαρκούν για την απόσβεση της ετήσιας χρεωστικής διαφοράς της παραγράφου 13 του άρθρου 105 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ΚΦΕ) ή (β) προκύπτουν σε βάρος των πιο πάνω νομικών προσώπων φορολογικές ζημιές χρήσης, ο φόρος εισοδήματος που αναλογεί στο αναπόσβεστο ποσό της ετήσιας χρεωστικής διαφοράς της παραγράφου 13 του άρθρου 105 του ΚΦΕ, κατά το μέρος που δεν καλύπτεται με κέρδη χρήσης, αποτελεί αυτοδικαίως οριστική και εκκαθαρισμένη απαίτηση του δικαιούχου νομικού προσώπου έναντι του Δημοσίου, η οποία γεννάται κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος του δικαιούχου και συμψηφίζεται με φόρο εισοδήματος των επομένων χρήσεων μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή της. Η απαίτηση αυτή διατηρείται και στην περίπτωση πτώχευσης ή εκκαθάρισης του νομικού προσώπου. Το ποσό της ετήσιας χρεωστικής διαφοράς για το οποίο έχει σχηματισθεί απαίτηση με βάση τις διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν προσαυξάνει τις φορολογικά αναγνωρίσιμες ζημίες. 1
2. Μετά τη λήξη του οικονομικού έτους εντός του οποίου υποβλήθηκε η οικεία αρχική δήλωση φορολογίας εισοδήματος της προηγούμενης παραγράφου, το δικαιούχο νομικό πρόσωπο μπορεί να εκχωρήσει το σύνολο ή τμήμα της απαίτησης της παραγράφου 1 σε υφιστάμενη, κατά την δημοσίευση της παρούσας Πράξης, εταιρεία του ιδίου εταιρικού ομίλου. Ως εταιρεία του ιδίου εταιρικού ομίλου νοείται κάθε συνδεδεμένη επιχείρηση κατά την έννοια της παραγράφου 5 του άρθρου 42ε του κν. 2190/1920. Για το δικαίωμα συμψηφισμού με φόρο εισοδήματος του εκδοχέα, εφαρμόζονται αναλογικά όσα προβλέπονται στην προηγούμενη παράγραφο. Η εκχώρηση της απαίτησης της παραγράφου 1 απαλλάσσεται από οποιοδήποτε έμμεσο φόρο, εισφορά ή τέλος υπέρ του Δημοσίου, δεν εφαρμόζονται δε για αυτήν οι διατάξεις των άρθρων 39 και 39Α του ΚΦΕ και του άρθρου 26 του ν.3728/2008 (ΦΕΚ 258Α) 3. Για το συμψηφισμό της απαίτησης της παραγράφου 1 με το φόρο εισοδήματος που οφείλει το δικαιούχο νομικό πρόσωπο ή ο εκδοχέας της απαίτησης αυτής, δεν έχει εφαρμογή ο χρονικός περιορισμός των διατάξεων του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του ΚΦΕ. 4. Η απαίτηση της παραγράφου 1 παραγράφεται μετά την πάροδο τριάντα ετών από τη γένεσή της. Για την απαίτηση αυτή έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 92 έως 95 του Ν. 2362/1995. 5. Η παράγραφος 13 του άρθρου 105 του ΚΦΕ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 3 παράγραφος 5 του Ν. 4046/2012, τροποποιείται ως εξής: «13. Η χρεωστική διαφορά που προκύπτει σε βάρος των πιστωτικών ιδρυμάτων από την ανταλλαγή ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου ή εταιρικών ομολόγων με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, κατ εφαρμογή προγράμματος συμμετοχής στην αναδιάταξη του ελληνικού χρέους, εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα σε τριάντα ισόποσες ετήσιες δόσεις, αρχής γενομένης από τα ακαθάριστα έσοδα της διαχειριστικής χρήσης μέσα στην οποία πραγματοποιείται η ανταλλαγή των τίτλων και ανεξάρτητα από το χρόνο διακράτησης των ομολόγων που δόθηκαν σε ανταλλαγή. Η χρεωστική διαφορά του προηγούμενου εδαφίου ορίζεται ως η διαφορά μεταξύ της αξίας κτήσης των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου και των εταιρικών ομολόγων με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου που ανταλλάχθηκαν, όπως η αξία αυτή χωρίς τις αποτιμήσεις του άρθρου 28 παράγραφος 5 του Κ.Β.Σ εμφανίζεται στα βιβλία των νομικών προσώπων, και της ονομαστικής αξίας των τίτλων που δόθηκαν σε ανταλλαγή των ομολόγων αυτών με την προϋπόθεση, ότι το νομικό πρόσωπο κατά το άρθρο 38 Κ.Φ.Ε. δεν έχει ήδη συμψηφίσει, ούτε θα συμψηφίσει στο μέλλον τη σχετική ζημία υποτίμησης.. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να καθορίζεται ο τρόπος και οι λεπτομέρειες εφαρμογής της παρούσας παραγράφου, καθώς και ο τρόπος και η διαδικασία, προκειμένου να διασφαλίζεται η συνδρομή της προϋπόθεσης του προηγούμενου εδαφίου με συμψηφισμό της σχετικής ζημίας αποτίμησης.». 2
6. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως 6 του άρθρου αυτού ισχύουν για ισολογισμούς που κλείνουν με ημερομηνία 30.12.2011 και μετά. 7. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 6 του ΚΦΕ προστίθενται περιπτώσεις ιβ και ιγ ως εξής: «ιβ) τα εισοδήματα της περίπτωσης η της παραγράφου 1 του άρθρου 24, όταν δικαιούχος του εισοδήματος των προϊόντων της περίπτωσης αυτής είναι κάτοικος αλλοδαπής φυσικό ή νομικό πρόσωπο. ιγ) τα εισοδήματα της περίπτωσης θ της παραγράφου 1 του άρθρου 24». 8. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου ισχύουν από το χρόνο έναρξης ισχύος του άρθρου 13 παρ. 3 και 4 του Ν. 4051/2012. 9. Στην παράγραφο 7 του άρθρου 3 του ν. 4046/2012 (Α 28) προστίθεται, από τότε που ίσχυσε η ως άνω παράγραφος, τελευταίο εδάφιο ως εξής: «Ως χρόνος απόκτησης των ομολόγων για την εφαρμογή του προηγουμένου εδαφίου λαμβάνεται η ημερομηνία που προκύπτει από τις εγγραφές στα φορολογικά βιβλία των επιχειρήσεων, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας εκκαθάρισης της ανταλλαγής των ομολόγων.» Άρθρο4 Έναρξη Ισχύος Η ισχύς της παρούσας, η οποία θα κυρωθεί νομοθετικά κατά το άρθρο 44 παράγραφος 1 του Συντάγματος, αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 3
Αθήνα, Απριλίου 2012 Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ Ο ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ ΛΟΥΚΑΣ ΠΑΠΑΔΗΜΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΑΓΚΑΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΡΕΠΠΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΓΙΑΝΝΙΤΣΗΣ ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΣΑΧΙΝΙΔΗΣ ΣΤΑΥΡΟΣ ΔΗΜΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΑΒΡΑΜΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΝΑ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ ΜΑΥΡΟΥΔΗΣ ΒΟΡΙΔΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΟΥΤΡΟΥΜΑΝΗΣ 4
ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΟΒΕΡΔΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΚΑΝΔΑΛΙΔΗΣ ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΧΡΥΣΟΧΟΪΔΗΣ ΠΑΥΛΟΣ ΓΕΡΟΥΛΑΝΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ ΚΑΨΗΣ ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΑΓΚΟΥΣΗΣ ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΞΥΝΙΔΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΗΦΟΥΝΑΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΡΒΑΝΙΤΟΠΟΥΛΟΣ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ 5
Με τις προτεινόμενες διατάξεις του άρθρου 3 προβλέπεται ότι ο φόρος εισοδήματος που υπολογίζεται σύμφωνα με το συντελεστή της παραγράφου 1 του άρθρου 109 Κ.Φ.Ε. στο σύνολο ή τμήμα της ετήσιας χρεωστικής διαφοράς που, σύμφωνα με την παράγραφο 13 του άρθρου 105 του ΚΦΕ, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 3 παρ.5 περ. β του Ν. 4046/2012, προκύπτει από τη συμμετοχή νομικού προσώπου στην εθελοντική αναδιάταξη του ελληνικού χρέους, το οποίο δεν κατέστη δυνατό να αποσβεσθεί, είτε λόγω ανεπάρκειας των φορολογικών κερδών της χρήσης είτε λόγω ύπαρξης φορολογικών ζημιών χρήσης αποτελεί υποχρεωτικά και αυτόματα οριστική και εκκαθαρισμένη απαίτηση του δικαιούχου νομικού προσώπου έναντι του Δημοσίου, η οποία γεννάται κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος του δικαιούχου και συμψηφίζεται με φόρο εισοδήματος του δικαιούχου των επόμενων χρήσεων και μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή της. Η απαίτηση αυτή εξακολουθεί να υφίσταται και σε περίπτωση πτώχευσης ή εκκαθάρισης του δικαιούχου. Η απαίτηση της παραγράφου αυτής είναι ελεύθερα εκχωρητή σε οποιαδήποτε εταιρεία, η οποία ανήκει στον ίδιο εταιρικό όμιλο με το δικαιούχο νομικό πρόσωπο. Ως προς το δικαίωμα συμψηφισμού του εκδοχέα με φόρο εισοδήματός του, ισχύουν αναλογικά όσα αναφέρθηκαν σχετικά με το δικαίωμα συμψηφισμού του αρχικού δικαιούχου, ενώ δεν εφαρμόζονται σε αυτή οι διατάξεις του άρθρου 39 και 39Α του ΚΦΕ και του Ν. 3728/2008.Η εκχώρηση της απαίτησης της παραγράφου αυτής απαλλάσσεται από οποιοδήποτε έμμεσο φόρο, εισφορά ή τέλος υπέρ του Δημοσίου. Το χρονικό σημείο άσκησης του δικαιώματος εκχώρησης σε συνδεδεμένη επιχείρηση, προβλέπεται να είναι μετά τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου στην οποία υποβλήθηκε η αρχική δήλωση φορολογίας εισοδήματος του δικαιούχου. Περαιτέρω, διευκρινίζεται ότι για το συμψηφισμό της απαίτησης της παραγράφου 1 με το φόρο εισοδήματος που οφείλει το δικαιούχο νομικό πρόσωπο ή ο εκδοχέας της απαίτησης αυτής δεν έχει εφαρμογή ο χρονικός περιορισμός των διατάξεων του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του ΚΦΕ για τη μεταφορά ζημιών στην επόμενη πενταετία που εφαρμόζεται στα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101 ΚΦΕ με βάση την παράγραφο 11 του άρθρου 105 ΚΦΕ. Επίσης, προβλέπεται ότι η απαίτηση του άρθρου αυτού παραγράφεται μετά την πάροδο τριάντα ετών από τη γένεσή της και ότι εφαρμόζονται σε αυτή οι διατάξεις των άρθρων 92 έως 95 του Ν. 2362/1995 για την αναστολή, τη διακοπή και τις συνέπειες της παραγραφής, καθώς και για την εκχώρηση της απαίτησης 6
αυτής.τέλος, προκειμένου να επιτευχθεί η πολυετής απόσβεση της χρεωστικής από την ανταλλαγή ομολόγων σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 5 του Ν. 4046/2012 κατά τρόπο που να μην δημιουργεί περιπλοκές λόγω της έκδοσης νέων ομολόγων με διαφορετικές ημερομηνίες λήξης, με την παράγραφο 5 προσαρμόζεται ο χρόνος απόσβεσης της διαφοράς αυτής σε τριάντα έτη. Με την ίδια παράγραφο δίνεται νομοθετικός ορισμός της χρεωστικής διαφοράς. Οι προτεινόμενες διατάξεις των παραγράφου 1 έως 6 αποσκοπούν στην αντιμετώπιση του προβλήματος επάρκειας εποπτικών κεφαλαίων των τραπεζών που θα συμμετάσχουν στην ανταλλαγή δηλαδή πιστωτικών ιδρυμάτων. Ειδικά, και όσον αφορά στα πιστωτικά ιδρύματα, οι προτεινόμενες διατάξεις τίθενται εντός του πλαισίου των κανόνων που αναμένεται να ισχύσουν από 1-1-2013 για την κεφαλαιακή επάρκεια των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων (βλ. άρθρα 35 και36 του σχεδίου Ευρωπαϊκού Κανονισμού «CRD IV» (COM 452/2011), το οποίο θα ενσωματώνει τους κανόνες της Βασιλείας ΙΙΙ). Συγκεκριμένα, με τις προτεινόμενες διατάξεις το φορολογικό όφελος που θα προκύψει για τα πιστωτικά ιδρύματα που θα συμμετάσχουν στην αναδιάταξη του ελληνικού χρέους από την απόσβεση της χρεωστικής διαφοράς (ζημίας) δεν θα εξαρτάται από την μελλοντική κερδοφορία τους και συνεπώς δεν θα αφαιρείται από τα βασικά εποπτικά κεφάλαιά τους. Κατ αυτόν τον τρόπο περιορίζεται σημαντικά η ανάγκη πρόσθετων κεφαλαιακών εκροών από τους μετόχους και εν τέλει από το Δημόσιο προς τα πιστωτικά ιδρύματα και, επομένως, αποφεύγεται περαιτέρω επιβάρυνση του δημοσίου χρέους. Με τις προτεινόμενες διατάξεις των παραγράφων 7 και 8 προβλέπεται απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος για τα εισοδήματα εξωχρηματιστηριακών συμβάσεων παραγώγων χρηματοοικονομικών προϊόντων, καθώς και για τα εισοδήματα από τη μεταβίβαση ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου και των εταιρικών ομολόγων που αποκτούν αλλοδαπά φυσικά και νομικά πρόσωπα. Οι διατάξεις αυτές συμπληρώνουν τις ρυθμίσεις του ν.4051/2012 και σκοπό έχουν την άρση τυχόν φορολογικών εμποδίων για την πραγματοποίηση διεθνών συναλλαγών, λαμβανομένης υπόψη και της οικονομικής κρίσης που έχει πλήξει τον εγχώριο χρηματοπιστωτικό τομέα. 7
Η πιο πάνω απαλλαγή έχει εφαρμογή από την έναρξη ισχύος των διατάξεων των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 13 του ν.4051/2012. 8
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ Με τις προτεινόμενες διατάξεις του παρόντος άρθρου προβλέπεται ότι ο φόρος εισοδήματος που υπολογίζεται σύμφωνα με το συντελεστή της παραγράφου 1 του άρθρου 109 Κ.Φ.Ε. στο σύνολο ή τμήμα της ετήσιας χρεωστικής διαφοράς που, σύμφωνα με την παράγραφο 13 του άρθρου 105 του ΚΦΕ, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 3 παρ. 5 περ. β του ν. 4046/2012, προκύπτει από τη συμμετοχή πιστωτικού ιδρύματος στην εθελοντική αναδιάταξη του ελληνικού χρέους, το οποίο δεν κατέστη δυνατό να αποσβεσθεί, είτε λόγω ανεπάρκειας των φορολογικών κερδών της χρήσης είτε λόγω ύπαρξης φορολογικών ζημιών χρήσης αποτελεί υποχρεωτικά και αυτόματα οριστική και εκκαθαρισμένη απαίτηση του δικαιούχου νομικού προσώπου έναντι του Δημοσίου, η οποία γεννάται κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος του δικαιούχου και συμψηφίζεται με φόρο εισοδήματος του δικαιούχου των επόμενων χρήσεων και μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή της. Η απαίτηση αυτή εξακολουθεί να υφίσταται και σε περίπτωση πτώχευσης ή εκκαθάρισης του δικαιούχου. Η απαίτηση της παραγράφου αυτής είναι ελεύθερα εκχωρητή σε οποιαδήποτε εταιρεία, η οποία ανήκει στον ίδιο εταιρικό όμιλο με το δικαιούχο νομικό πρόσωπο. Ως προς το δικαίωμα συμψηφισμού του εκδοχέα με φόρο εισοδήματός του, ισχύουν αναλογικά όσα αναφέρθηκαν σχετικά με το δικαίωμα συμψηφισμού του αρχικού δικαιούχου, ενώ δεν εφαρμόζονται σε αυτή οι διατάξεις του άρθρου 39 και 39Α του ΚΦΕ και του Ν. 3728/2008. Η εκχώρηση της απαίτησης της παραγράφου αυτής απαλλάσσεται από οποιοδήποτε έμμεσο φόρο, εισφορά ή τέλος υπέρ του Δημοσίου. Το χρονικό σημείο άσκησης του δικαιώματος εκχώρησης σε συνδεδεμένη επιχείρηση, προβλέπεται να είναι μετά τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου στην οποία υποβλήθηκε η αρχική δήλωση φορολογίας εισοδήματος του δικαιούχου Περαιτέρω, διευκρινίζεται 9
ότι για το συμψηφισμό της απαίτησης της παραγράφου 1 με το φόρο εισοδήματος που οφείλει το δικαιούχο νομικό πρόσωπο ή ο εκδοχέας της απαίτησης αυτής δεν έχει εφαρμογή ο χρονικός περιορισμός των διατάξεων του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του ΚΦΕ για τη μεταφορά ζημιών στην επόμενη πενταετία που εφαρμόζεται στα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101 ΚΦΕ με βάση την παράγραφο 11 του άρθρου 105 ΚΦΕ. Επίσης, προβλέπεται ότι η απαίτηση του άρθρου αυτού παραγράφεται μετά την πάροδο τριάντα ετών από τη γένεσή της και ότι εφαρμόζονται σε αυτή οι διατάξεις των άρθρων 92 έως 95 του Ν. 2362/1995 για την αναστολή, τη διακοπή και τις συνέπειες της παραγραφής, καθώς και για την εκχώρηση της απαίτησης αυτής. Περαιτέρω, προβλέπεται ότι από τη θέση σε ισχύ της παρούσας, δεν εφαρμόζεται ως προς τις σχετικές φορολογικές απαιτήσεις κάθε άλλη διάταξη νόμου, η οποία τυχόν θέτει διαφορετικές προϋποθέσεις, αιρέσεις ή προθεσμίες στην επιστροφή από το Δημόσιο φόρων, τελών, εισφορών, καθώς και κάθε εν γένει οικονομικής επιβάρυνσης έναντι του Δημοσίου. Τέλος, προκειμένου να επιτευχθεί η πολυετής απόσβεση της χρεωστικής από την ανταλλαγή ομολόγων σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 5 του Ν. 4046/2012 κατά τρόπο που να μην δημιουργεί περιπλοκές λόγω της έκδοσης νέων ομολόγων με διαφορετικές ημερομηνίες λήξης, με την παράγραφο 7 προσαρμόζεται ο χρόνος απόσβεσης της διαφοράς αυτής σε τριάντα έτη. Με την ίδια παράγραφο δίνεται νομοθετικός ορισμός της χρεωστικής διαφοράς. Οι προτεινόμενες διατάξεις των παραγράφου 1 έως 6 αποσκοπούν στην αντιμετώπιση του προβλήματος επάρκειας εποπτικών κεφαλαίων των εποπτευόμενων πιστωτικών ιδρυμάτων νομικών προσώπων που έχουν συμμετάσχει στην ανταλλαγή. Οι προτεινόμενες διατάξεις τίθενται εντός του πλαισίου των κανόνων που αναμένεται να ισχύσουν από 1-1-2013 για την κεφαλαιακή επάρκεια των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων (βλ. άρθρα 35 και 36 του σχεδίου Ευρωπαϊκού Κανονισμού «CRD IV» (COM 452/2011), το οποίο θα ενσωματώνει τους κανόνες της 10
Βασιλείας ΙΙΙ). Συγκεκριμένα, με τις προτεινόμενες διατάξεις το φορολογικό όφελος που θα προκύψει για τα πιστωτικά ιδρύματα που θα συμμετάσχουν στην αναδιάταξη του ελληνικού χρέους από την απόσβεση της χρεωστικής διαφοράς (ζημίας) δεν θα εξαρτάται από την μελλοντική κερδοφορία τους και συνεπώς δεν θα αφαιρείται από τα βασικά εποπτικά κεφάλαιά τους. Κατ αυτόν τον τρόπο περιορίζεται σημαντικά η ανάγκη πρόσθετων κεφαλαιακών εκροών από τους μετόχους και εν τέλει από το Δημόσιο προς τα πιστωτικά ιδρύματα και, επομένως, αποφεύγεται περαιτέρω επιβάρυνση του δημοσίου χρέους. Με τις διατάξεις της παραγράφου 8 συμπληρώνονται οι διατάξεις του Ν. 4051/2012 με την πρόβλεψη απαλλαγής από το φόρο εισοδήματος για τα εισοδήματα από εξωχρηματιστηριακές συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών προϊόντων που πραγματοποιούν αλλοδαπά φυσικά και νομικά πρόσωπα, καθώς και για εισοδήματα από τη μεταβίβαση ομολόγων του ελληνικού δημοσίου και των εταιρικών ομολόγων. Οι διατάξεις αυτές είναι επιβεβλημένες για την εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας προς τα διεθνώς ισχύοντα, αλλά και για την άρση των φορολογικών εμποδίων στην πραγματοποίηση των συναλλαγών αυτών, ιδίως στην περίοδο της παρούσας οικονομικής κρίσης που έχει πλήξει τον εγχώριο χρηματοπιστωτικό τομέα. 11