Το θέµα της εργασίας: Η έννοια της ιδιοκτησίας κατά το άρθρ. 17 του Συντάγµατος και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣ Α [ιδιοκτησία]

Σχετικά έγγραφα
ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών Δημοσίου Δικαίου Μάθημα: Συνταγματικό Δίκαιο

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε -ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΕΤΟΣ ΜΑΘΗΜΑ ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Εμβάθυνση στο συνταγματικό δίκαιο

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων ΙΙ (ΣτΕ 438/2001)


ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ (ΠΟΓΕΔΥ) ΓΕΩΠΟΝΟΙ ΔΑΣΟΛΟΓΟΙ ΚΤΗΝΙΑΤΡΟΙ ΙΧΘΥΟΛΟΓΟΙ - ΓΕΩΛΟΓΟΙ

Η Περιβαλλοντική Πολιτική Στην Ελλάδα Μέσα Από Το Άρθρο 24 του Συντάγματος. Εύη Τζινευράκη Δικηγόρος

ΕΡΓΑΣΙΑ 6 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΕΠΙ ΤΗΣ Ι ΙΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Γ Ν Ω Μ Ο Δ Ο Τ Η Σ Η

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά µε τα νοµικά επαγγέλµατα και το γενικό συµφέρον στην οµαλή λειτουργία των νοµικών συστηµάτων

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ : Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΛΟΥΚΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2003

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ :

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η εφαρµογή του δικαιώµατος της επικοινωνίας στον οικογενειακό χώρο» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Οριοθέτηση αναοριοθέτηση αρχαιολογικού χώρου πόλεως Βέροιας

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η :

Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

Θέμα: Αναφορά του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τις εξοχικές κατοικίες

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

94/ ) προστασίας και αξιοποίησης

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΓΝΩΜΟ ΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, 21/02/2017 ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΕΛΙΚΗ ΠΡΑΞΗ. AF/CE/LB/el 1

ΣτΕ 2582/2016 [Μη επιβολή με ΓΠΣ προσδιορισμένου πολεοδομικού βάρους σε ακίνητο εκτός σχεδίου]

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4092, 20/10/2006 Ο ΠΕΡΙ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΔΙΑΚΙΝΗΣΗΣ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΠΑΡΑΒΙΑΖΟΥΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2006

ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑ ΑΣ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Αθήνα, 4 Μαΐου Προς τον Πρόεδρο του ΤΕΕ Κ. Γιάννη Αλαβάνο

Κείμενο Απόφ.Μον.Πρ.Αθ. 3941/2012

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

Καταχρηστικές ρήτρες σε συµβάσεις: Τι πρέπει να προσέχουν οι αγοραστές ακινήτων

Θέµα εργασίας : Γενικές Συνταγµατικές Αρχές «Απαγόρευση κατάχρησης δικαιώµατος» Καµιντζή Ιωάννα Α.Μ:322 Ε Mail:

1ο Κεφάλαιο Το δικαίωµα του συνεταιρίζεσθαι στα πλαίσια του άρθρου 12 του Συντάγµατος

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

ΣΤΕ 2707/2018 [ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΣΙΩΠΗΡΗ ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΑΊΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ 'Η ΕΞΑΓΟΡΑ ΑΚΙΝΗΤΟΥ ΓΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥΣ ΣΚΟΠΟΥΣ]

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Συντομογραφίες...15 Ελληνικές...15 Ξενόγλωσσες...18

ΣτΕ 1058/2012 [Υποχρέωση ανταλλαγής ή απαλλοτρίωσης συνεταιριστικής δασικής έκτασης]

Θέµα εργασίας: «Θεσµική εφαρµογή των θεµελιωδών δικαιωµάτων».υπόθεση Κλόντια Σίφερ.

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΣτΕ 2134/2014 [ΥΑ για την παράταση αναστολής έκδοσης οικοδομικών αδειών και εκτέλεσης οικοδομικών εργασιών στην περιοχή του Δήμου Καλαμαριάς]

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ

Αριθμός 2176/2004 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ. Διοικητική πράξη - Ανάκληση - Αρχή του κράτους δικαίου - Αρχή της

Απόφαση ικαστηρίου 10 Σεπτεµβρίου 2002 Θεσσαλονίκη. Κατά πλειοψηφία αποφαίνεται το δικαστήριο ότι πρόκειται για παράβαση των άρθρων 1

Σελίδα 1 από 5. Τ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1382/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 24/2014

Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Administrative eviction act and right to a prior hearing: observations on Naxos Court 27/2012 judgment. Αθανάσιος Παπαθανασόπουλος

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0059(CNS) Σχέδιο έκθεσης Alexandra Thein (PE v01-00)

ΣτΕ 1331/2018 [Μη νόμιμη άρση απαλλοτρίωσης για επέκταση μουσείου]

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 8-A ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ,ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Αθήνα 3 Ιανουαρίου 2007 Α.Π. : 605

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/ 2656/ ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΗ 2/2016

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/550-1/ Γ Ν Ω Μ Ο Ο Τ Η Σ Η ΑΡ. 1 /2018

Δικαστική συμπαράσταση. Ποιοι υποβάλλονται σε δικαστική συμπαράσταση:

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4010, 8/7/2005.Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΣΠΙΣΗΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΕΡΓΟΔΟΤΟΥΜΕΝΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2005

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

14o Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών το οποίο τροποποιεί το σύστημα ελέγχου της Σύμβασης

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος ΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ 129/2013. (Άρθρο 77 παρ. 3 Ν.3852/2010)

ΣΤΕ. 1587/2010 Τμήμα Ε Θέμα : Aνακατασκευή κτίσματος στην Ύδρα.

1. Η κρατική μέριμνα για την κοινωνική ασφάλιση κατά το Σύνταγμα. Το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση αποτελεί κοινωνικό δικαίωμα, το περιεχόμενο

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου

Η ΔΙΠΛΗ ΑΝΑΠΛΑΣΗ ΣΤΟΝ ΔΗΜΟ ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ 3059/2009 ΤΟΥ ΣτΕ Ο δικαστικός έλεγχος σημαντικών πολεοδομικών επεμβάσεων

Βουλή είναι εξοπλισμένη με αναθεωρητική αρμοδιότητα. Το ερώτημα συνεπώς που τίθεται αφορά την κατά χρόνον αρμοδιότητα αυτού τούτου του αναθεωρητικού

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΗΜΟΣ ΒΕΡΟΙΑΣ Δ/ΝΣΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΔΟΜΗΣΗΣ - ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΔΟΜΗΣΗΣ ΓΡΑΦΕΙΟ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΩΝ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ.

Εργασιακά Θέματα. Καταχρηστική καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ»

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. Χρόνος αναθεώρησης εργασιών που έχουν εκτελεσθεί προ της έγκρισης Α.Π.Ε. Ανώνυµη εταιρεία µέλος του ΣΑΤΕ υπέβαλε το ακόλουθο ερώτηµα:

ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ:Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ-ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Οµοσπονδίες δύναµης ΓΣΕΕ

Transcript:

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Μάθηµα: Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας ηµητρόπουλος ΜΑΡΙΑ ΙΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ Α.Μ 1340201000542 Το θέµα της εργασίας: Η έννοια της ιδιοκτησίας κατά το άρθρ. 17 του Συντάγµατος και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣ Α [ιδιοκτησία] Περιεχόµενα Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ Ι ΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΗΣ Ι ΙΟΚΤΗΣΙΑΣ Ι. ΓΕΝΙΚΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΙΙ. ΕΙ ΙΚΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ Ι ΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣ Α ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ Ι ΙΟΚΤΗΣΙΑΣ Το δικαίωµα της ιδιοκτησίας είναι ένα από τα κλασικά ατοµικά δικαιώµατα πρώτης γενιάς (άρθρο 17 της Γαλλικής ιακήρυξης των ικαιωµάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789). Κατοχυρώνεται στο Αρ. 17 1 του Ελληνικού Συντάγµατος του 1975, το οποίο ορίζει: «η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους, τα δικαιώµατα όµως που απορρέουν από αυτή δε µπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συµφέροντος 1». Η διατύπωση που χρησιµοποιεί ο συντακτικός νοµοθέτης «τελεί υπό την προστασία του Κράτους» προσιδιάζει περισσότερο στη φύση των κοινωνικών δικαιωµάτων παρά σ αυτή των παραδοσιακών ατοµικών δικαιωµάτων. Κατά συνέπεια, ο συντακτικός νοµοθέτης παράλληλα µε την αµυντική διάσταση του δικαιώµατος της ιδιοκτησίας, την αξίωση δηλαδή αποχής έναντι του κράτους, προσδίδει και µία θεσµική διάσταση 1 στην προστασία της ιδιοκτησίας, δεδοµένου ότι ασκείται µε συγκεκριµένο σκοπό, τη µη-βλάβη του γενικού συµφέροντος. Κατά το Σύνταγµα το γενικό συµφέρον τίθεται ως όριο µόνο εφόσον πρόκειται για την άσκηση οικονοµικών δικαιωµάτων 2 όπως προκύπτει κυρίως από το άρθρο 17 αλλά και από το 106. Το ζήτηµα που για χρόνια ταλανίζει τη νοµολογία και διχάζει τη θεωρία είναι το εάν η συνταγµατική προστασία της ιδιοκτησίας αφορά µόνο τα εµπράγµατα δικαιώµατα 3 ή περιλαµβάνει και τα ενοχικά. Οι υποστηρικτές της πρώτης άποψης θεωρούν ότι η άποψη αυτή ανταποκρίνεται περισσότερο στη βούληση του ιστορικού συντακτικού νοµοθέτη ενώ παράλληλα υποστηρίζουν ότι η διεύρυνση της προστασίας της ιδιοκτησίας και στα ενοχικά δικαιώµατα είναι άνευ σηµασίας,δεδοµένου ότι το άρθρο 106 3,4,5 Σ. επεκτείνει την προστασία της ιδιοκτησίας στο σύνολο των

περιουσιακών δικαιωµάτων που συνδέονται µε τη λειτουργία της επιχείρησης 4 1. βλ. Γ.ΚΑΣΙΜΑΤΗ. Η συνταγµατική έννοια της ιδιοκτησίας και της διεύρυνσης αυτής. Ε 1974. 2. βλ. Ανδρ. Γ. ηµητρόπουλου «Ζητήµατα Συνταγµατικού ικαίου» Γ Εκδ. /Οκτώβριος 1994. που συνδέονται µε τη λειτουργία της επιχείρησης. 3. Ν.Ν.ΣΑΡΙΠΟΛΟΣ. Σύστηµα του Συνταγµατικού ικαίου της Ελλάδας, Γ 1923. 4. Α.ΜΑΝΕΣΗ/Α.ΜΑΝΙΤΑΚΗ. Κρατικός παρεµβατισµός και Σύνταγµα, Νο Β, 1981. Αντίθετα, εκείνοι που τάσσονται υπέρ της διεύρυνσης της έννοιας της ιδιοκτησίας θεωρούν ότι η αποκλειστική προστασία των εµπράγµατων δικαιωµάτων ανταποκρίνεται στη δοµή της προβιοµηχανικής κοινωνίας, όπου η ακίνητη ιδιοκτησία ήταν η πιο πολύτιµη, καθώς το µεγαλύτερο ποσοστό του ενεργού πληθυσµού στην Ελλάδα την εποχή εκείνη απασχολούνταν στον πρωτογενή τοµέα της οικονοµίας, ενώ στο δευτερογενή τοµέα κυριαρχούσαν µικρές βιοτεχνικές µονάδες. Υποστηρίζουν λοιπόν, ότι σήµερα, µε τη ριζική µεταβολή των κοινωνικών και οικονοµικών δεδοµένων, τη διόγκωση του τριτογενούς τοµέα της οικονοµίας και την εµφάνιση µεγάλων βιοµηχανικών µονάδων, η προσκόλληση της θεωρίας και της νοµολογίας σε µια πραγµατοπαγή αντίληψη για την ιδιοκτησία, κατά την οποία ταυτίζεται το αντικείµενο της συνταγµατικής προστασίας της ιδιοκτησίας µε την κυριότητα πάνω σε πράγµατα, είναι αδικαιολόγητη, αλλά και ξεπερασµένη. Εξάλλου, σύµφωνα µε το Αρ. 1 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣ Α, κάθε φυσικό ή νοµικό πρόσωπο δικαιούται σεβασµού της περιουσίας 5 του,ενώ η έννοια που δίνει η νοµολογία των οργάνων της ΕΣ Α στην περιουσία είναι ευρύτατη 6. Έτσι, το Ε Α, στην υπόθεση van der Marle, έκρινε µε την απόφαση της 26.6.1986, Α αρ. 101 41, ότι η περιουσία περιλαµβάνει κάθε ιδιωτικό δικαίωµα το οποίο αναλύεται σε µια κληρονοµήσιµη αξία, ή ακόµα και απλά οικονοµικά συµφέροντα, όπως η άδεια πώλησης ποτών σε εστιατόριο, σύµφωνα µε την Ε Α 7.7.1989, Α αρ. 159 53, στην υπόθεση Tre Traktφrer AB κατά Σουηδίας.

Τελευταία, παρατηρείται µια στροφή της Ελληνικής νοµολογίας στην παραπάνω ερµηνεία του Αρ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου και ο ΑΠ έχει δεχτεί ότι στην κατά το Αρ. 1 έννοια της περιουσίας περιλαµβάνονται όχι µόνο τα εµπράγµατα δικαιώµατα, αλλά και όλα τα δικαιώµατα περιουσιακής φύσης και τα κεκτηµένα οικονοµικά συµφέροντα. 5. Γ. ΡΟΣΟΥ. Συνταγµατικοί περιορισµοί της ιδιοκτησίας και αποζηµίωσης 6. Ε.ΡΟΥΚΟΥΝΑ. ιεθνείς προστασία των ανθρωπίνων δικαιωµάτων, 1995 Σε κάθε περίπτωση, θεωρείται επιβεβληµένο να αναγνωρίσει η Ελληνική νοµολογία τη συνταγµατική προστασία των ενοχικών δικαιωµάτων, δεδοµένης της διεθνούς κατακραυγής που έχει υποστεί σε πολλές περιπτώσεις, αλλά και των πολλαπλών καταδικαστικών αποφάσεων του Ε Α µε τις οποίες έχει επανειληµµένα καταδικαστεί σε καταβολή υψηλών αποζηµιώσεων. Αλλά ακόµη κι αν θεωρηθεί ότι στην Ελληνική έννοµη τάξη τα ενοχικά δικαιώµατα δεν προστατεύονται από το Αρ. 17 Σ., σε κάθε περίπτωση προστατεύονται από το Αρ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου ΕΣ Α και το Αρ. 28 1 Σ.

ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΗΣ Ι ΙΟΚΤΗΣΙΑΣ Ι.ΓΕΝΙΚΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ Η περιοριστική ρήτρα του γενικού συµφέροντος, που τίθεται στο Αρ. 17 1Σ., ταυτίζεται µε µία γενική επιφύλαξη υπέρ του νόµου 7,µε την έννοια ότι ο κοινός νοµοθέτης δύναται να θεσπίσει περιορισµούς στις εξουσίες που πηγάζουν από τον προορισµό της ιδιοκτησίας, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι είναι συναφείς µε τον προορισµό αυτό, εξυπηρετούν το γενικό συµφέρον και διατηρούν αλώβητο το ν πυρήνα του δικαιώµατος, δηλαδή δεν εκµηδενίζουν πλήρως το δικαίωµα της ιδιοκτησίας και δεν την καθιστούν αδρανή σε σχέση µε τον προορισµό της 8. Οι περιορισµοί αυτοί ιδίως σχετικοποιούν την αποκλειστική χρήση ή την απόλυτη κάρπωση της ιδιοκτησίας και συνήθως τίθενται µε σκοπό την προστασία του φυσικού, οικιστικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος. 1). Έτσι, η ιδιοκτησία υποχωρεί στην ανάγκη διαφύλαξης του φυσικού περιβάλλοντος: α) Ιδιαίτερα στο ζήτηµα των δασικών εκτάσεων η ιδιοκτησία δέχεται εντονότατους περιορισµούς, δεδοµένου ότι η προστασία των δασών αποτελεί αντικείµενο αυξηµένης µέριµνας του συντακτικού νοµοθέτη µε τα Αρ. 24 1 και Αρ. 117 3,4 Σ. Έτσι, µε τη ΣτΕ 1362/81 «προκειµένου περί των ιδιωτικών δασών η συνταγµατική προστασία είναι εντονότατη, µη παρέχουσα ουδεµία ευχέρεια εις τον κοινό νοµοθέτη όπως επιτρέψει την µεταβολή του προορισµού των». Κάθε ιδιωτική δασική έκταση που καταστράφηκε από πυρκαγιά κηρύσσεται υποχρεωτικά αναδασωτέα, (ΣτΕ926/82). 7. Ε.Βενιζέλος. Το γενικό συµφέρον και οι περιορισµοί των Συνταγµατικών δικαιωµάτων, 1990. 8. ΣτΕ 4575/1998

Η κήρυξη ως αναδασωτέας της ιδιωτικής δασικής έκτασης αποτελεί πράγµατι περιορισµό της ιδιοκτησίας και ειδικότερα του δικαιώµατος κυριότητας ως απόλυτης εξουσίας, χρήσης, διάθεσης και κάρπωσης πάνω στη συγκεκριµένη ιδιωτική έκταση. Επίσης, εµπίπτει στην απαγορευµένη µεταβολή του προορισµού των ιδιωτικών δασών η χορήγηση άδειας εκχέρσωσης στον κάθε ιδιοκτήτη ιδιωτικού δάσους, που µάλιστα συµφωνεί µε τη ΣτΕ3053/81, αποτελεί και πειθαρχικό αδίκηµα ατελούς εκπλήρωσης των υπηρεσιακών καθηκόντων του χορηγήσαντος των άδεια υπαλλήλου. Εξάλλου, όπως έκρινε η ΣτΕ 4220/80, το δικαίωµα κυριότητας περιορίζεται για τη συντήρηση, ανάπτυξη και προστασία των δασών της χώρας. Απαγορεύεται έτσι η παροχή άδειας κατατµήσεως δάσους µε σκοπό την οικοπεδοποίηση αυτού, εκτός εάν µε την κατάτµηση εξυπηρετείται η δασοπονική εκµετάλλευση. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η ιδιοκτησία όσον αφορά τα ιδιωτικά δάση είναι σχεδόν απογυµνωµένη και περιορίζεται από την ανάγκη µη µεταβολής του προορισµού τους. Όµως η προστασία γενικά των δασών έχει αναχθεί σε κύριο µέληµα του συντακτικού αλλά και του κοινού νοµοθέτη και µία τέτοια προστασία θα ήταν αδιανόητο να την εµποδίσει ένα ατοµικό δικαίωµα µε κοινωνική λειτουργία όπως αυτό της ιδιοκτησίας. Εξάλλου σύµφωνα µε την αρχή της αναλογικότητας παραµένουν ακέραιες αυτές οι εκφάνσεις της ιδιοκτησίας (εκµετάλλευση, ξύλευση µέσα στα όρια, ρητινοκαλλιέργεια κ.λ.π.) που ασκούνται σε τέτοιο µέτρο ώστε να µη θίγεται το περιβάλλον και παράλληλα να µην καταστρέφεται ο σκληρός πυρήνας του Αρ. 17Σ. β) Επιπλέον, στις περιοχές εκτός σχεδίου πόλεως, οι θεµιτοί κατά τη νοµολογία περιορισµοί της ιδιοκτησίας µπορεί να είναι εντονότατοι. Συγκεκριµένα, η ΣτΕ 1518/80 έκρινε ότι θεµιτό περιορισµό της ιδιοκτησίας, που δεν υπερβαίνει το προσήκον µέτρο ή τα ανεκτά όρια συνιστά η θέσπιση όρων και περιορισµών δόµησης και χρήσεως σε περιοχές εκτός σχεδίου πόλεως µε σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος. Ακόµα, κρίθηκε από τη ΣτΕ 1029/85 ότι είναι συνταγµατικά θεµιτή η απαγόρευση κατάτµησης της γης κάτω από το όριο των 20 στρεµµάτων, εφόσον η απαγόρευση αυτή αφορά περιοχές που δεν έχουν αστικό χαρακτήρα και δεν οδηγεί σε εκµηδένιση της ιδιοκτησίας. Επίσης, η ΣτΕ 3682/86 έκρινε θεµιτό περιορισµό της ιδιοκτησίας την κατεδάφιση

περιφράξεων που εµποδίζουν την πρόσβαση στις ακτές, αφού αυτές κωλύουν την απόλαυση ενός κοινού αγαθού που πρέπει να γίνεται κατά τρόπο ενοχλητικό. Έναν έµµεσο περιορισµό της ιδιοκτησίας αποτελεί και η αναγκαιότητα διοικητικών αδειών για τη δηµιουργία βιοµηχανικών εγκαταστάσεων που ενδεχοµένως επιβαρύνουν το περιβάλλον. Οι ΣτΕ 2426/80, ΣτΕ 3842/80, ΣτΕ 1950/81, ΣτΕ 2614/82 και ΣτΕ 3638/87 έκριναν ότι είναι δυνατή η αφαίρεση άδειας λειτουργίας βιοµηχανιών, καθώς και η επιβολή πρόσθετων όρων αν αυτό κρίνεται σκόπιµο για περιβαλλοντικούς λόγους. 2) Κατά ανάλογο τρόπο η ιδιοκτησία υποχωρεί προκειµένου να επιτευχθεί η πολεοδοµική ανάπτυξη και η χωροταξική αναδιάρθρωση. Το Σ. στο Αρ. 24 2 ανάγει τη χωροταξική αναδιάρθρωση της χώρας, την πολεοδόµηση και γενικά την ανάπτυξη του δοµηµένου περιβάλλοντος σε ρυθµιστική αρµοδιότητα του Κράτους. Ακόµα απαιτεί την υποχρεωτική συµµετοχή των φορέων ιδιοκτησίας στην πολεοδοµική αναµόρφωση µε σκοπό τη δηµιουργία κοινόχρηστων χώρων και έργων και προβλέπει τη δυνατότητα αντιπαροχής. Κατά τη ΣτΕ 20/84 η χωροταξική και πολεοδοµική οργάνωση αποβλέπει στο να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισµών και να εξασφαλίζονται οι κατά το δυνατό καλύτεροι όροι διαβίωσης, εκ τούτου δε συνάγεται ότι δεν είναι εφεξής επιτρεπτή η οικοδόµηση και διαµόρφωση νέων πόλεων, ή άλλων δοµηµένων περιοχών, χωρίς προηγούµενη γενικότερη χωροταξική µελέτη, προσδιορίζουσα τους όρους της οικιστικής ανάπτυξης ή αναµόρφωσης ευρύτερης περιοχής και τις επιτρεπτές χρήσεις γης σε κάθε επιµέρους περιοχή. Τέλος, µια ιδιαίτερη περίπτωση περιορισµού της ιδιοκτησίας είναι η προβλεπόµενη στο Αρ. 24 3-5 υποχρεωτική συµµετοχή των ιδιοκτητών στη δηµιουργία χώρων κοινόχρηστων και κοινοφελών χρήσεων. Η ΣτΕ 1525/81 έκρινε ως συνταγµατικώς ανεκτή την επιβολή εισφοράς ποσοστού επιφάνειας γης µεγέθους του 30% ή 40% της ιδιοκτησίας και εισφοράς χρηµατικής εξισούµενης µε το 15% της αξίας της έκτασης που του αποµένει. 3) Όσον αφορά την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, από το Αρ. 24 1 και κυρίως 6 Σ: α) ανατίθεται στον κοινό νοµοθέτη να καθορίσει τα αναγκαία και περιοριστικά της

ιδιοκτησίας µέτρα αναγκαία για την πραγµατοποίηση της σχετικής προστασίας. ιευρύνονται έτσι οι εξουσίες του νοµοθέτη που µπορεί µε µεγαλύτερη ευελιξία από αυτήν που του έδινε το 17Σ να πάρει περιοριστικά µέτρα της ιδιοκτησίας για να περισώσει το πολιτιστικό περιβάλλον. Η ιδιοκτησία υποβαθµίζεται µπροστά στις περιβαλλοντολογικές ανάγκες. Η δυνατότητα να ληφθούν περιοριστικά µέτρα είναι σύµφωνη µε τον κοινωνικό προορισµό του ατοµικού δικαιώµατος της ιδιοκτησίας, της οποίας κατά το 17Σ τα δικαιώµατα δε µπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συµφέροντος. β) Επίσης ανατίθεται στον κοινό νοµοθέτη η εξουσία να καθορίσει τον τρόπο και το είδος της αποζηµίωσης των ιδιοκτητών, όταν ο περιορισµός του δικαιώµατός τους υπερβαίνει τα ανεκτά όρια, αδρανοποιώντας την ιδιοκτησία. Επίσης, όσον αφορά την προστασία των αρχαιοτήτων οι περιορισµοί που επιβάλλονται στην ιδιοκτησία είναι σοβαρότατοι. Καταρχήν ένας εκ των προτέρων περιορισµός της ιδιοκτησίας είναι η αναγκαιότητα διοικητικής άδειας για την επιχείρηση οποιουδήποτε έργου (π.χ. εκσκαφή και χωµατοληψία) σε αρχαιολογικούς χώρους από τους ιδιοκτήτες των ακινήτων που βρίσκονται µέσα στους χώρους αυτούς (ΣτΕ 811/87, ΣτΕ 364/82). Η ΣτΕ 364/82 έκρινε ότι η δυνατότητα απαγόρευσης έργων σ αυτούς τους χώρους για λόγους προστασίας των αρχαιοτήτων αποτελεί θεµιτό περιορισµό της ιδιοκτησίας. Πιο σοβαροί περιορισµοί της ιδιοκτησίας αποτελούν οι απαγορεύσεις οικοδόµησης ακινήτων για λόγους προστασίας αρχαιολογικών χώρων (π.χ. ανακάλυψη αρχαίων). Η ΣτΕ 3610/87 έκρινε ότι βάσει των 24 1 και 6 Σ. η προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος «περιλαµβάνει αφενός µεν την εις το διηνεκές διατήρηση των εν λόγω πολιτιστικών στοιχείων αφετέρου δε τη δυνατότητα επιβολής γενικών περιορισµών ή ιδιαίτερων µέτρων για την αποφυγή οποιασδήποτε βλάβης, ή υποβαθµίσεως των µνηµείων». Επίσης, η ΣτΕ 830/77 επιτρέπει περιορισµούς της δόµησης σε οικοδοµές γύρω από αρχαιολογικούς χώρους για να µην προσβάλλονται οι χώροι αυτοί από άποψη θέας και για να διατηρείται το ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την πόλη των Αθηνών, το χρώµα και ο αρχιτεκτονικός χαρακτήρας των περιοχών γύρω από τους αρχαιολογικούς χώρους, κλπ. Παρόµοιες αποφάσεις οι ΣτΕ 51/77, ΣτΕ 1749/77, ΣτΕ 409/81 και ΣτΕ 934/82. Όσον αφορά την προστασία των διατηρητέων κτισµάτων (όχι αρχαιότητες) οι

περιορισµοί που επιβάλλονται στην ιδιοκτησία χάριν της πρώτης είναι εξίσου σηµαντικοί. Έχει κριθεί (ΣτΕ 385/77, ΣτΕ 2418/80) ότι ο χαρακτηρισµός κτηρίων ως διατηρητέων είναι συνταγµατικός και θεµιτός, εφόσον πάντοτε δεν καθίσταται αδρανής η ιδιοκτησία. Σύµφωνα µε την ΣτΕ 1097/87 είναι αυξηµένη η συνταγµατική προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, δηλαδή των µνηµείων και λοιπών στοιχείων που προέρχονται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και συνθέτουν την ιστορική, καλλιτεχνική και εν γένει πολιτιστική κληρονοµιά της χώρας. Τέλος, όσον αφορά την προστασία των φυσικού κάλους τοπίων έχει κριθεί ότι χάριν αυτής, µπορούν να επιβληθούν περιορισµοί στην ιδιοκτησία, πάντα ως ένα όριο (δόµηση, κατεδάφιση, εκµετάλλευση λατοµείων κλπ.) αρκεί η ανάγκη προστασίας των τοπίων αυτών να ανάγεται σε επαρκή λόγο πρόδηλου δηµοσίου συµφέροντος (ΣτΕ 975/76, ΣτΕ 3473/77 και ΣτΕ 47/81). Η ΣτΕ 376/88 έκρινε ότι δεν αποκλείεται καταρχήν η εκτέλεση έργου ή η ανέγερση οικοδοµήµατος και, συνεπώς και η άσκηση παραγωγικής δραστηριότητας, σε περιοχές που έχουν χαρακτηρισθεί ως τόποι ιδιαίτερου φυσικού κάλους. Η ιοίκηση πρέπει να προβαίνει σε ρητή εκτίµηση και αξιολόγηση όλων των συγκεκριµένων στοιχείων σε κάθε περίπτωση πριν καταλήξει στην κρίση για παροχή άδειας λειτουργίας βιοµηχανίας, οικοδοµήσεως κλπ.

Πάντως, το «γενικό συµφέρον» του Αρ. 17 1 Σ. δε συνδέεται µόνο µε την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά µπορεί να αναφέρεται και σε άλλα έννοµα αγαθά, τα οποία όµως αναγνωρίζονται κι αυτά συνταγµατικά, όπως η δηµόσια υγεία, δηµόσια τάξη, η ανάπτυξη της εθνικής οικονοµίας, η άσκηση κοινωνικής πολιτικής κλπ 9. Έτσι, κρίθηκε ότι η δικαστική παραχώρηση της οικογενειακής στέγης σε έναν από τους συζύγους, ανεξαιρέτως του ποιος είναι κύριος αυτής, συνάδει προς το Αρ. 21 5 Σ. και δεν αντίκειται στο άρθρο 17 1 Σ. Και τούτο διότι είναι δυνατή η συστολή του δικαιώµατος ιδιοκτησίας για να µην προσβληθεί το γενικό συµφέρον και ως τέτοιο θεωρείται όχι µόνο το αναγόµενο σε αόριστο, αλλά και σε συγκεκριµένο αριθµό προσώπων 10. Στην ίδια κατεύθυνση νοµολογήθηκε ότι το άρθρο 17 του Συντάγµατος δεν αποκλείει την δια νόµου θέσπιση γενικών περιορισµών κυριότητας δικαιολογούµενων από λόγους γενικού ή ειδικού δηµοσίου συµφέροντος, όπως η κατ άρθρο 13 ν. 3188/1995 απαγόρευση κάθε εργασίας δοµήσεως σε ακτίνα 300 µέτρων από τη βάση ραδιοφωνικών ιστών 11. Περαιτέρω από το συνδυασµό των διατάξεων 17 παρ. 1 και 25 παρ.3 του Συντάγµατος µπορεί να θεωρηθεί ότι απορρέει άµεση απαγόρευση άσκησης του δικαιώµατος της ιδιοκτησίας κατά τρόπο βλαπτικό του γενικού συµφέροντος. Παρότι νοµολογιακά δεν έχει επιχειρηθεί τέτοιος ερµηνευτικός συνδυασµός αυτών των διατάξεων, θα πρέπει να σηµειωθεί ότι τυχόν αντίθεση του τρόπου άσκησης των δικαιωµάτων που απορρέουν από την ιδιοκτησία στο γενικό συµφέρον και η συνακόλουθη καταχρηστικότητα, µπορεί να οδηγήσει στην απαγόρευση του συγκεκριµένου τρόπου άσκησης της, όχι όµως και στη στέρησή της 12 Κάτι τέτοιο όχι µόνο δεν µπορεί να βρει έρεισµα στις διατάξεις των άρθρων 17 παρ. 1 και 25 παρ. 3 του Συντάγµατος αλλά και θα παραβίαζε τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 17 του Συντάγµατος 13. 9. βλ. Α.Γεωργιάδη, άρθρο 100, σε Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, Α.Κ., V, 1985.

10. Εφ.Αθ.698/1989, Ε.λλ. νη 1992, 156. Πρβλ. Α. ΠΟΥΛΙΑ Η, Η δικαστική ρύθµιση της οικογενειακής στέγης, Αρµ.1995,589 επ. 11. Στε 505/1996 Ελλ. νη 1996,947 12. Πρβλ. Α.Τάχου, Ελληνικό διοικητικό δίκαιο, 1996, 623 13. Βλ. Κώστα Χ.Χρυσόγονου, ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ 2002, σελ. 342 ΙΙ.ΕΙ ΙΚΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ α) Ιδιαίτερες κατηγορίες πραγµάτων Σύµφωνα µε το Αρ18 1 Σ.: «ειδικοί νόµοι ρυθµίζουν τα σχετικά µε την ιδιοκτησία και τη διάθεση των µεταλλείων, ορυχείων, σπηλαίων, αρχαιολογικών χώρων και θησαυρών, ιαµατικών, ρεόντων και υπόγειων υδάτων και γενικά του υπόγειου πλούτου», ενώ η 2 του Αρ. 18 Σ. ορίζει: «µε νόµο ρυθµίζονται τα σχετικά µε την ιδιοκτησία, την εκµετάλλευση και διαχείριση των λιµνοθαλασσών και των µεγάλων λιµνών, καθώς και τα σχετικά µε τη διάθεση γενικά των εκτάσεων που προκύπτουν από αποξήρανσή τους». Οι «ειδικοί νόµοι» και ο «νόµος» που προβλέπουν οι 1 και 2 του Αρ. 18 αντίστοιχα για την πρόβλεψη των σχετικών θεµάτων στα οποία αυτό αναφέρεται αποτελούν απλούς εκτελεστικούς νόµους, µε την έννοια ότι εάν αυτοί δεν εκδοθούν, θα εφαρµοστούν οι γενικές διατάξεις του Αρ. 17 Σ. για την ιδιοκτησία και του Αρ. 24 Σ. για την προστασία του περιβάλλοντος. Το Αρ. 18 1-2 δίνει τη δυνατότητα στον κοινό νοµοθέτη να ρυθµίσει µε µεγάλη ευχέρεια την προστασία των προβλεπόµενων στις 1 και 2, ακόµη και χωρίς τις εγγυήσεις που το Αρ. 17Σ. προβλέπει για την ιδιοκτησία. Αυτό έκρινε η ΣτΕ 966/95 για τις ιαµατικές πηγές, ενώ η ΕφΑθ 7155/78 απεφάνθει ότι ο κοινός νοµοθέτης µπορεί να απαγορεύσει πλήρως την εξόρυξη ορυκτών από λατοµείο και η ΣτΕ 1516/79 ότι µπορεί να υποβάλει σε απαίτηση προηγούµενης διοικητικής άδειας τις γεωτρήσεις για άντληση υπόγειων υδάτων. β) επίταξη πραγµάτων Το Αρ.18 3 Σ. ρυθµίζει την περίπτωση της επίταξης πραγµάτων και ορίζει ότι: «ειδικοί νόµοι ρυθµίζουν τα σχετικά µε τις επιτάξεις για τις ανάγκες των ενόπλων δυνάµεων σε περίπτωση πολέµου ή επιστράτευσης ή για τη

θεραπεία άµεσης κοινωνικής ανάγκης που µπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δηµόσια τάξη ή υγεία». Η «επίταξη» νοείται ως προσωρινή προσβολή της ιδιοκτησίας και για το λόγο αυτό η διοικητική πράξη κήρυξης της επίταξης πρέπει να είναι περιορισµένης χρονικής ισχύος. Η ΣτΕ 3742/77 έκρινε ότι η επίταξη πρέπει να διαρκεί µέχρι ορισµένου εύλογου χρόνου µετά την πάροδο του οποίου η διοίκηση υποχρεούται σε άρση της επίταξης. µετά την Σύµφωνα µε την 3 του Αρ.18 η επίταξη κηρύσσεται σε περίπτωση πολέµου ή επιστράτευσης που λαµβάνονται τόσο µε τη νοµική όσο και µε την πραγµατική έννοια ή για τη θεραπεία άµεσης κοινωνικής ανάγκης. Η ανάγκη αυτή πρέπει, όπως κρίθηκε από τη ΣτΕ 3456/98, να είναι έκτακτη, επείγουσα και πρόσκαιρη και όχι µόνιµη, η οποία µπορεί να θεραπευτεί µε αναγκαστική απαλλοτρίωση του Αρ. 17 Σ. Αν η ανάγκη είναι µόνιµη, άµεση και επιτακτική, µπορεί να επιβληθεί επίταξη µέχρι η ανάγκη να αντιµετωπιστεί κατά τρόπο οριστικό και µέσα σε εύλογο χρόνο. Τέλος, η άµεση κοινωνική ανάγκη πρέπει να θέτει σε κίνδυνο τη δηµόσια τάξη ή υγεία ώστε να κηρυχθεί η επίταξη. Ως κίνδυνος για τη δηµόσια υγεία νοείται η δηµιουργία προϋποθέσεων για τη πρόκληση, διάδοση και εξάπλωση µολυσµατικών και µεταδοτικών ασθενειών, ενώ η δηµόσια τάξη νοείται µε την έννοια της εσωτερικής ασφάλειας της χώρας. γ) Άλλη στέρηση της ελεύθερης χρήσης της ιδιοκτησίας Η 5 του Αρ.18 Σ. παρέχει τη δυνατότητα στον κοινό νοµοθέτη να προβλέπει και κάθε άλλη στέρηση της ελεύθερης χρήσης και κάρπωσης της ιδιοκτησίας εφόσον δικαιολογείται από ιδιαίτερες περιστάσεις. Παράλληλα παρέχει την εξουσία στο νοµοθέτη να ορίζει ο ίδιος τον υπόχρεο και τη διαδικασία καταβολής στο δικαιούχο του ανταλλάγµατος της χρήσης ή κάρπωσης, το οποίο πρέπει να ανταποκρίνεται στις υφιστάµενες κάθε φορά συνθήκες. Σε περίπτωση που επιβλήθηκαν µέτρα για την εφαρµογή των παραπάνω, ορίζεται ότι τα µέτρα αυτά αίρονται αµέσως µόλις εκλείψουν οι ιδιαίτεροι λόγοι που τα προκάλεσαν, ενώ σε περίπτωση αδικαιολόγητης παράτασης των µέτρων αποφασίζει για την άρση τους, κατά κατηγορίες περιπτώσεων, το ΣτΕ, ύστερα από αίτηση όποιου έχει έννοµο συµφέρον. Σύµφωνα µε τη ΣτΕ ολ274/96, οι νόµοι 813/78 και 833/78, που επιβάλουν µέτρα αγορανοµικού ελέγχου των µισθωµάτων, δεν εµπίπτουν στην ανωτέρω διάταξη του Αρ.18 5 Σ.

δ) Αγροτικός αναδασµός και άλλοι ειδικοί περιορισµοί Το Αρ. 18 4 Σ. προβλέπει τη δυνατότητα, βάσει διαδικασίας που καθορίζεται από ειδικό νόµο, αναδασµού αγροτικών εκτάσεων, δηλαδή την υποχρεωτική συνένωση και αναδιανοµή αγροτικών εκτάσεων µε σκοπό την επωφελέστερη εκµετάλλευση του εδάφους, καθώς και τη δυνατότητα λήψης άλλων µέτρων για την αποφυγή της υπέρµετρης κατάτµησης ή για διευκόλυνση της ανασυγκρότησης της κατατµηµένης µικρής αγροτικής ιδιοκτησίας. Τέτοια µέτρα αποτελούν π.χ. η παροχή φορολογικών κινήτρων και αντικινήτρων. Τέλος, η 6 του Αρ.18 Σ. προβλέπει µια ειδική περίπτωση στέρησης της ιδιοκτησίας προκειµένου για εγκαταλειµµένες εκτάσεις, ενώ η 7 επιτρέπει την καθιέρωση µε νόµο αναγκαστικής συνιδιοκτησίας µικρών αστικών ακινήτων.

Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ Ι ΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣ Α Με την διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύµβασης, για την προστασία των δικαιωµάτων του ανθρώπου και των θεµελιωδών ελευθεριών, που κυρώθηκε (µαζί µε την σύµβαση) µε το Ν.. 53/1974 και έχει, σύµφωνα µε το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγµατος, αυξηµένη ισχύ έναντι κοινών νόµων, ορίζεται, ότι «παν φυσικόν ή νοµικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασµού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της περιουσίας αυτού, ειµή δια λόγους δηµοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόµενους υπό του νόµου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόµεναι διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωµα παντός Κράτους όπως θέσει εν ισχύι νόµους ους ήθελε κρίνει αναγκαίους προς ρύθµισιν της χρήσεως αγαθών συµφώνως προς το δηµόσιο συµφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίµων». Με τη διάταξη αυτή κατοχυρώνεται ο σεβασµός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο µπορεί να τη στερηθεί µόνο για λόγους δηµόσιας ωφέλειας. Στην έννοια της περιουσίας περιλαµβάνονται όχι µόνο τα εµπράγµατα δικαιώµατα, αλλά και όλα τα δικαιώµατα «περιουσιακής φύσεως» και τα κεκτηµένα «οικονοµικά συµφέροντα». Καλύπτονται έτσι τα ενοχικά περιουσιακά δικαιώµατα και ειδικότερα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισµένες µε δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννηµένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόµιµη προσδοκία, µε βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο δικαστήριο, δίκαιο, ότι µπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά. Στην έννοια της ιδιοκτησίας, κατά την αληθινή ερµηνεία της διάταξης αυτής, σύµφωνη και προς το ανωτέρω άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣ Α, πρέπει να νοηθεί ότι περιλαµβάνονται και τα ενοχικά περιουσιακά δικαιώµατα και ειδικότερα οι απαιτήσεις, εφόσον υπάρχει νόµιµη προσδοκία, µε βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο δικαστήριο, δίκαιο, ότι µπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά. Τέτοιες ενοχικές αξιώσεις είναι κατά το ελληνικό δίκαιο και οι απαιτήσεις από αδικαιολόγητο πλουτισµό, ήτοι το δικαίωµα αναζήτησης των καταβληθέντων αχρεωστήτως, εφόσον η καταβολή δεν έγινε µε βάση δικαστική απόφαση µη ανατραπείσα. Συνεπώς γίνεται αντιληπτό ότι το άρθρο 1 διέπεται από 3 κανόνες: πρώτον ότι το άρ.1 αποτελεί γενικό κανόνα, δεύτερον ότι είναι δυνατόν να αφαιρεθεί η περιουσία του ιδιώτη υπό όρους και τρίτον ότι τα κράτη µπορούν να ρυθµίζουν την περιουσία για δηµόσιο συµφέρον. Αναλυτικότερα µπορεί να υπάρξει περιορισµός ή στέρηση του δικαιώµατος της ιδιοκτησίας αν γίνεται για λόγους δηµοσίας ωφέλειας, αν προβλέπεται στον νόµο, αν πληροί τον γενικό κανόνα αποζηµίωσης του διεθνούς

δικαίου για την απαλλοτρίωση της περιουσίας (1960) ο οποίος απαιτεί promt adequate and effective compensation και όχι απαραίτητα full compensation και τέλος αν συντρέχει η αρχή της εύλογης και δίκαιης ισορροπίας(fair balance) ανάµεσα στις απαιτήσεις του γενικού συµφέροντος της κοινωνίας και στις απαιτήσεις της προστασίας του δικαιώµατος της ατοµικής ιδιοκτησίας. Όσον αφορά τον λόγο δηµοσίας ωφέλειας πρόκειται για αόριστη νοµική έννοια και δεν υπάρχει κοινό µέτρο ως προς την εξέταση του. Το Ε Α θα πρέπει πάντως να εξετάζει και τα εθνικά δίκαια για να αποφανθεί για το περιορισµό της εκάστοτε ιδιοκτησίας. Επίσης όταν κάνουµε λόγο για νόµο εννοούµε κάθε είδος εθνικού νόµου ενώ τέλος πρέπει να σηµειωθεί ότι η αρχή του fair balance εντοπίζεται εµµέσως στο άρθρο 1 και λειτουργεί ως ερµηνευτική αρχή. Άµεσα συνδεδεµένο µε την αρχή της εύλογης ισορροπίας συνιστά το ζήτηµα της αποζηµίωσης παρά το ότι δεν δηλώνεται ευθέως από το άρθρο 1 ΠΠΠ. Σύµφωνα µε την νοµολογία1, µπορεί να υπάρξει αποζηµίωση χωρίς διατάραξη εύλογης ισορροπίας ή µπορεί να µην είναι πλήρης η αποζηµίωση αρκεί πάντως να µην βλάπτεται η εύλογη ισορροπία. Σε κάθε περίπτωση όµως βρίσκεται στην διακριτική ευχέρεια του δικαστή να επιβάλλει αποζηµίωση. Τέλος, είναι εύλογο ότι για να αποζηµιωθεί ο ιδιώτης απαιτείται αιτιώδης σύνδεσµος µεταξύ της βλάβης που υπέστη και του περιορισµού του δικαιώµατος του. Με την διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύµβασης, για την προστασία των δικαιωµάτων του ανθρώπου και των θεµελιωδών ελευθεριών, που κυρώθηκε (µαζί µε την σύµβαση) µε το Ν.. 53/1974 και έχει, σύµφωνα µε το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγµατος, αυξηµένη ισχύ έναντι κοινών νόµων, ορίζεται, ότι «παν φυσικόν ή νοµικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασµού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της περιουσίας αυτού, ειµή δια λόγους δηµοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόµενους υπό του νόµου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόµεναι διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωµα παντός Κράτους όπως θέσει εν ισχύι νόµους ους ήθελε κρίνει αναγκαίους προς ρύθµισιν της χρήσεως αγαθών συµφώνως προς το δηµόσιο συµφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίµων». Με τη διάταξη αυτή κατοχυρώνεται ο σεβασµός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο µπορεί να τη στερηθεί µόνο για λόγους δηµόσιας ωφέλειας. Στην έννοια της περιουσίας περιλαµβάνονται όχι µόνο τα εµπράγµατα δικαιώµατα, αλλά και όλα τα δικαιώµατα «περιουσιακής φύσεως» και τα κεκτηµένα «οικονοµικά συµφέροντα». Καλύπτονται έτσι τα ενοχικά περιουσιακά δικαιώµατα και ειδικότερα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισµένες µε δικαστική ή διαιτητική

απόφαση, είτε απλώς γεννηµένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόµιµη προσδοκία, µε βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο δικαστήριο, δίκαιο, ότι µπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά. Στην έννοια της ιδιοκτησίας, κατά την αληθινή ερµηνεία της διάταξης αυτής, σύµφωνη και προς το ανωτέρω άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣ Α, πρέπει να νοηθεί ότι περιλαµβάνονται και τα ενοχικά περιουσιακά δικαιώµατα και ειδικότερα οι απαιτήσεις, εφόσον υπάρχει νόµιµη προσδοκία, µε βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο δικαστήριο, δίκαιο, ότι µπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά. Τέτοιες ενοχικές αξιώσεις είναι κατά το ελληνικό δίκαιο και οι απαιτήσεις από αδικαιολόγητο πλουτισµό, ήτοι το δικαίωµα αναζήτησης των καταβληθέντων αχρεωστήτως, εφόσον η καταβολή δεν έγινε µε βάση δικαστική απόφαση µη ανατραπείσα. Συνεπώς γίνεται αντιληπτό ότι το άρθρο 1 διέπεται από 3 κανόνες: πρώτον ότι το άρ.1 αποτελεί γενικό κανόνα, δεύτερον ότι είναι δυνατόν να αφαιρεθεί η περιουσία του ιδιώτη υπό όρους και τρίτον ότι τα κράτη µπορούν να ρυθµίζουν την περιουσία για δηµόσιο συµφέρον. Αναλυτικότερα µπορεί να υπάρξει περιορισµός ή στέρηση του δικαιώµατος της ιδιοκτησίας αν γίνεται για λόγους δηµοσίας ωφέλειας, αν προβλέπεται στον νόµο, αν πληροί τον γενικό κανόνα αποζηµίωσης του διεθνούς δικαίου για την απαλλοτρίωση της περιουσίας (1960) ο οποίος απαιτεί promt adequate and effective compensation και όχι απαραίτητα full compensation και τέλος αν συντρέχει η αρχή της εύλογης και δίκαιης ισορροπίας(fair balance) ανάµεσα στις απαιτήσεις του γενικού συµφέροντος της κοινωνίας και στις απαιτήσεις της προστασίας του δικαιώµατος της ατοµικής ιδιοκτησίας. Όσον αφορά τον λόγο δηµοσίας ωφέλειας πρόκειται για αόριστη νοµική έννοια και δεν υπάρχει κοινό µέτρο ως προς την εξέταση του. Το Ε Α θα πρέπει πάντως να εξετάζει και τα εθνικά δίκαια για να αποφανθεί για το περιορισµό της εκάστοτε ιδιοκτησίας. Επίσης όταν κάνουµε λόγο για νόµο εννοούµε κάθε είδος εθνικού νόµου ενώ τέλος πρέπει να σηµειωθεί ότι η αρχή του fair balance εντοπίζεται εµµέσως στο άρθρο 1 και λειτουργεί ως ερµηνευτική αρχή. Άµεσα συνδεδεµένο µε την αρχή της εύλογης ισορροπίας συνιστά το ζήτηµα της αποζηµίωσης παρά το ότι δεν δηλώνεται ευθέως από το άρθρο 1 ΠΠΠ. Σύµφωνα µε την νοµολογία1, µπορεί να υπάρξει αποζηµίωση χωρίς διατάραξη εύλογης ισορροπίας ή µπορεί να µην είναι πλήρης η αποζηµίωση αρκεί πάντως να µην βλάπτεται η εύλογη ισορροπία. Σε κάθε περίπτωση όµως βρίσκεται στην διακριτική ευχέρεια του δικαστή να επιβάλλει αποζηµίωση. Τέλος, για να αποζηµιωθεί ο ιδιώτης απαιτείται αιτιώδης σύνδεσµος µεταξύ της βλάβης που υπέστη και του περιορισµού του δικαιώµατος του.

Με την διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύµβασης, για Την προστασία των δικαιωµάτων του ανθρώπου και των θεµελιωδών ελευθεριών, που κυρώθηκε (µαζί µε Την σύµβαση) µε το Ν.. 53/1974 και έχει, σύµφωνα µε το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγµατος, αυξηµένη ισχύ έναντι κοινών νόµων, ορίζεται, ότι «παν φυσικόν ή νοµικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασµού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της περιουσίας αυτού, ειµή δια λόγους δηµοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόµενους υπό του νόµου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόµεναι διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωµα παντός Κράτους όπως θέσει εν ισχύι νόµους ους ήθελε κρίνει αναγκαίους προς ρύθµισιν της χρήσεως αγαθών συµφώνως προς το δηµόσιο συµφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίµων». Με τη διάταξη αυτή κατοχυρώνεται ο σεβασµός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο µπορεί να τη στερηθεί µόνο για λόγους δηµόσιας ωφέλειας. Στην έννοια της περιουσίας περιλαµβάνονται όχι µόνο τα εµπράγµατα δικαιώµατα, αλλά και όλα τα δικαιώµατα «περιουσιακής φύσεως» και τα κεκτηµένα «οικονοµικά συµφέροντα». Καλύπτονται έτσι τα ενοχικά περιουσιακά δικαιώµατα και ειδικότερα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισµένες µε δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννηµένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόµιµη προσδοκία, µε βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο δικαστήριο, δίκαιο, ότι µπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά. Στην έννοια της ιδιοκτησίας, κατά την αληθινή ερµηνεία της διάταξης αυτής, σύµφωνη και προς το ανωτέρω άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣ Α, πρέπει να νοηθεί ότι περιλαµβάνονται και τα ενοχικά περιουσιακά δικαιώµατα και ειδικότερα οι απαιτήσεις, εφόσον υπάρχει νόµιµη προσδοκία, µε βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο δικαστήριο, δίκαιο, ότι µπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά. Τέτοιες ενοχικές αξιώσεις είναι κατά το ελληνικό δίκαιο και οι απαιτήσεις από αδικαιολόγητο πλουτισµό, ήτοι το δικαίωµα αναζήτησης των καταβληθέντων αχρεωστήτως, εφόσον η καταβολή δεν έγινε µε βάση δικαστική απόφαση µη ανατραπείσα. Συνεπώς γίνεται αντιληπτό ότι το άρθρο 1 διέπεται από 3 κανόνες: πρώτον ότι το άρ.1 αποτελεί γενικό κανόνα, δεύτερον ότι είναι δυνατόν να αφαιρεθεί η περιουσία του ιδιώτη υπό όρους και τρίτον ότι τα κράτη µπορούν να ρυθµίζουν την περιουσία για δηµόσιο συµφέρον. Αναλυτικότερα µπορεί να υπάρξει περιορισµός ή στέρηση του δικαιώµατος της ιδιοκτησίας αν γίνεται για λόγους δηµοσίας ωφέλειας, αν προβλέπεται στον νόµο, αν πληροί τον γενικό κανόνα αποζηµίωσης του διεθνούς δικαίου για την απαλλοτρίωση της περιουσίας (1960) ο οποίος απαιτεί

promt adequate and effective compensation και όχι απαραίτητα full compensation και τέλος αν συντρέχει η αρχή της εύλογης και δίκαιης ισορροπίας(fair balance) ανάµεσα στις απαιτήσεις του γενικού συµφέροντος της κοινωνίας και στις απαιτήσεις της προστασίας του δικαιώµατος της ατοµικής ιδιοκτησίας. Όσον αφορά τον λόγο δηµοσίας ωφέλειας πρόκειται για αόριστη νοµική έννοια και δεν υπάρχει κοινό µέτρο ως προς την εξέταση του. Το Ε Α θα πρέπει πάντως να εξετάζει και τα εθνικά δίκαια για να αποφανθεί για το περιορισµό της εκάστοτε ιδιοκτησίας. Επίσης όταν κάνουµε λόγο για νόµο εννοούµε κάθε είδος εθνικού νόµου ενώ τέλος πρέπει να σηµειωθεί ότι η αρχή του fair balance εντοπίζεται εµµέσως στο άρθρο 1 και λειτουργεί ως ερµηνευτική αρχή. Άµεσα συνδεδεµένο µε την αρχή της εύλογης ισορροπίας συνιστά το ζήτηµα της αποζηµίωσης παρά το ότι δεν δηλώνεται ευθέως από το άρθρο 1 ΠΠΠ. Σύµφωνα µε την νοµολογία 14, µπορεί να υπάρξει αποζηµίωση χωρίς διατάραξη εύλογης ισορροπίας ή µπορεί να µην είναι πλήρης η αποζηµίωση αρκεί πάντως να µην βλάπτεται η εύλογη ισορροπία. Σε κάθε περίπτωση όµως βρίσκεται στην διακριτική ευχέρεια του δικαστή να επιβάλλει αποζηµίωση. Τέλος, για να αποζηµιωθεί ο ιδιώτης απαιτείται αιτιώδης σύνδεσµος µεταξύ της βλάβης που υπέστη και του περιορισµού του δικαιώµατος του. Αξίζει, τέλος, να σηµειωθεί ότι κατά τον έλεγχο της συµβατότητας της κρατικής επέµβασης µε το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου το Ε Α δεν εξετάζει µόνο εάν το µέτρο που παίρνει το εκάστοτε κράτος σε βάρος του ιδιώτη περιορίζοντας έτσι το δικαίωµα ιδιοκτησίας του, είναι πρόσφορο, ικανό και αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόµενου σκοπού, αλλά και αν τηρεί τη θεµελιώδη αρχή της ασφάλειας δικαίου. Η αρχή αυτή αποτελεί ειδικότερη έκφανση της αρχής του κράτους δικαίου, η οποία διατρέχει το σύνολο της Συµβάσεως και διακηρύσσεται στο Προοίµιο της ως γενική αρχή της κοινής κληρονοµίας των συµβαλλοµένων κρατών. Σύµφωνα µε την νοµολογία 15 του δικαστηρίου, ένα από τα θεµελιώδη στοιχεία της αρχής του κράτους δικαίου είναι η αρχή της ασφάλειας των εννόµων σχέσεων. 14.Υπόθεση Παπαµιχαλοπούλου κατά Ελλάδος (1993) 15.Απόφαση Οκτωβρίου 1999, Βrumarescu κατά Ρουµανίας, παραγρ. 61, της 15 ης Ιουλίου 2003 Erdei και Wolf κατά Ρουµανίας, της 22ας Ιουλίου 2003 Dickman κατά Ρουµανίας και της 30 ης Σεπτεµβρίου 2003, Todorescu κατά Ρουµανίας.

ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Είναι γνωστό ότι το διεθνές δίκαιο διαµορφώνεται και εξελίσσεται από τις αποφάσεις των δικαστηρίων του, πολλές από τις οποίες αποτελούν ορόσηµο και εδραιώνουν θεµελιώδη δικαιώµατα. Η ιδιοκτησία σαφώς δεν λείπει από αυτά καθώς, όπως παρέθεσα παραπάνω, αποτελεί ένα από τα βασικότερα δικαιώµατα του ανθρώπου. Για να κατανοήσουµε, λοιπόν, την έννοια της ιδιοκτησίας και πως την αντιλαµβάνεται το ιεθνές ικαστήριο των ικαιωµάτων του Ανθρώπου πρέπει να γνωρίσουµε ορισµένες από τις σηµαντικότερες υποθέσεις του. Ξεκινώντας, µία από τις βασικότερες αποφάσεις του δικαστηρίου που οριοθέτησαν το δικαίωµα της ιδιοκτησίας ήταν η υπόθεση Λοϊζίδου κατά Τουρκίας(1975). Η τεράστια σηµασία της διασφάλισης του δικαιώµατος της ιδιοκτησίας στα πλαίσια του διεθνούς δικαίου, δυνάµει της ΕΣ Α και του Πρωτοκόλλου 1, αυτής έχει φανεί, καθόσον αφορά την Κύπρο στην υπόθεση Loizidou v Turkey. Τα γεγονότα στην υπόθεση Loizidou είναι γνωστά : Η αιτήτρια είχε ιδιοκτησία στην Κερύνεια (όχι κατοικία) την οποία σκόπευε να εκµεταλλευτεί. Κατάγγειλε την Τουρκία για παραβίαση του Aρθρου 1 του Πρωτοκόλλου 1, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωµα της ειρηνικής απόλαυσης της ιδιοκτησίας. Το ικαστήριο, µετά από µεγάλο δικαστικό αγώνα, στον οποίο αρχικά λάµβανε µέρος η αιτήτρια µε το δικηγόρο της εναντίον της Τουρκίας (στο στάδιο της Επιτροπής), όπως λειτουργούσε τότε η Σύµβαση, και, αργότερο στο στάδιο του ικαστηρίου κατά το οποίο, δυνάµει των προνοιών της Σύµβασης µετείχε και νοµική οµάδα εκ µέρους της Κυβέρνησης, υπό τόν τότε Γενικό Εισαγγελέα της ηµοκρατίας, έκρινε ότι υπήρξε παράβαση του Αρθρου 1 Πρωτόκολλου 1 και ότι η αιτήτρια Τιτίνα Λοϊζίδου ήταν θύµα παραβίασης των δικαιωµάτων της από την Τουρκία. Εχει σηµασία να δούµε, πιο κοντά, τα όσα αποφασίστηκαν ενδιάµεσα,πριν φτάσει στο τελικό αποτέλεσµα το ικαστήριο (σε 3 αποφάσεις, δικαίωµα στην ιδιοκτησία, αλλά και για την νοµική υπόσταση της 1995, 1996 και 1998) τα οποία έχουν τεράστια σηµασία. Η προσφυγή στράφηκε εναντίον της Τουρκίας. Η Τουρκία πρόβαλε ένσταση ότι έπρεπε να στραφεί εναντίον «της Τουρκικής ηµοκρατίας της Βόρειας Κύπρου» («Τ ΒΚ»). Το ικαστήριο αποφάσισε ότι ορθά η προσφυγή στρέφετο εναντίον της Τουρκίας. Για να φτάσει στο αποτέλεσµα αυτό έκρινε ότι: η ιεθνής Κοινότης δεν θεωρεί την «Τ ΒΚ» κράτος δυνάµει του ιεθνούς ικαίου και η Κυπριακή

ηµοκρατία παραµένει η µόνη νόµιµη Κυβέρνηση της Κύπρου, η οποία δεσµεύεται να σέβεται τα διεθνή επίπεδα στον τοµέα της Προστασίας των Ανθρωπίνων ικαιωµάτων και των ικαιωµάτων των Μειονοτήτων. Για το εύρηµα αυτό το ικαστήριο στηρίχτηκε σε Resolutions του Συµβουλίου Ασφαλείας των Ηνωµένων Εθνών 541/(1983), 550/(1984) (παράγραφοι 19-21 και 42, Απόφαση Loizidou 1996) καθώς και σε ανάλογες αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των Αρχηγών Κυβερνήσεων της Κοινοπολιτείας (παράγραφοι 21-23, και 42, Απόφαση Loizidou 1996). Με αυτό το δεδοµένο το ικαστήριο δεν µπορεί να προσδώσει νοµική ισχύ για τους σκοπούς της Σύµβασης σε πρόνοιες όπως το άρθρο 159 του «βασικού νόµου» της «Τ ΒΚ» πάνω στο οποίο στηρίζεται η Τουρκική Κυβέρνηση. (παράγραφος 44 απόφαση Λοϊζίδου 1996). Η Τουρκία είχε ισχυριστεί ότι η στέρηση της περιουσίας της κας Loizidou ήταν αποτέλεσµα απαλλοτρίωσης δυνάµει του άρθρου 159 του Συντάγµατος της 7 ης Μαίου 1985 «Τ ΒΚ» και ότι το δικαίωµα της αιτήτριας στην ιδιοκτησία της απολέστηκε στις 7 Μαίου του 1985 λόγω εφαρµογής του Αρθρου 159 (παράγραφος 42, απόφαση Loizidou 1996). Το ίδιο επαναβεβαιώθηκε στην υπόθεση Cyprus v Turkey, απόφαση 10 Μαϊου 2001, παράγραφος 186. Η Τουρκία είναι υπεύθυνη για το τί συµβαίνει στο Βόρειο µέρος της Κύπρου, ακριβώς, λόγω της στρατιωτικής της δράσης συνεπεία της οποίας ασκεί αποτελεσµατικό έλεγχο σε περιοχή εκτός της εθνικής της κυριαρχίας και, εποµένως, έχει υποχρέωση να διασφαλίζει στην περιοχή αυτή τα δικαιώµατα και ελευθερίες που παρατίθενται στην Σύµβαση. Η υποχρέωση αυτή απορρέει από το γεγονός ότι ο εν λόγω έλεγχος ασκείται είτε απευθείας από τις στρατιωτικές δυνάµεις της Τουρκίας ή µέσω υποτελικής διοίκησης «subordinate local administration Loizidou v Turkey, Απόφαση 1995. Loizidou v Turkey: Απόφαση 1996, παράγραφος 52. Κατά συνέπεια η αιτήτρια εξακολουθεί να είναι νόµιµος ιδιοκτήτης της περιουσίας της για τους σκοπούς του Αρθρου 1 του Πρωτοκόλλου 1(παράγραφος 47 απόφαση Loizidou 1996). Η Τουρκία είναι υπεύθυνη για την στέρηση του δικαιώµατος της κας Λοϊζίδου να απολαµβάνει την περιουσία της. Η απόφαση Loizidou v Turkey έχει τεράστια σηµασία, όχι µόνο για την κα Λοϊζίδου αλλά και για τη διασφάλιση των περιουσιακών δικαιωµάτων όλων των προσφύγων. Είναι γεγονός ότι η απόφαση Loizidou του 1998, ειδικά, που αφορά τις αποζηµιώσεις δεν εφαρµόστηκε, παρά µόνο πολύ πρόσφατα και το γεγονός αυτό προκάλεσε πολλά ερωτηµατικά και πολλές αµφισβητήσεις για την αποτελεσµατικότητα του συστήµατος.

Φάνηκε, όµως, στο τέλος ότι, παρά τις πολλές πολιτικές παρεµβάσεις και πιέσεις, η Τουρκία αναγκάστηκε να συµµορφωθεί µε την απόφαση για αποζηµιώσεις. Η ουσία είναι ότι σήµερα µε την υπόθεση Loizidou και την 4 η ιακρατική Προσφυγή έχει κατοχυρωθεί ότι οι τίτλοι ιδιοκτησίας των εκτοπισθέντων παραµένουν ισχυροί και ότι ο καθένας έχει δικαίωµα να διεκδικήσει αποζηµιώσεις για απώλεια χρήσης της περιουσίας του. Μία άλλη εξίσου σηµαντική απόφαση ήταν η υπόθεση 75/1995/578/664 Κατικαρίδης κ.α. κατά Ελλάδας. Στην υπόθεση αυτή τέθηκε το ζήτηµα της εφαρµογής του Ν. 653/1977, κατά το άρθρο 1 1, 3, 4 του οποίου, σε περίπτωση που κατασκευασθεί οδός µε πλάτος µεγαλύτερο από 30 µέτρα σε περιοχή εκτός σχεδίου πόλεως, οι κύριοι γειτονικών ακινήτων υποχρεούνται να συµβάλουν στο κόστος της απαλλοτρίωσης της ζώνης που είναι αναγκαία για την κατασκευή αυτή, και, σε περίπτωση που χρειασθεί να απαλλοτριωθεί και τµήµα του δικού τους ακινήτου για κατασκευή της οδού, τα οφέλη αυτά συνυπολογίζονται ως προς το προσδιορισµό της οφειλόµενης αποζηµίωσης. Το ικαστήριο έκρινε ότι, αν και είναι θεµιτό να συνυπολογίζονται σε τέτοιες περιπτώσεις τα οφέλη που αντλούν οι ιδιοκτήτες των γειτονικών ακινήτων, το σύστηµα που υιοθετεί ο Ν. 653/1977 είναι υπερβολικά άκαµπτο, επειδή δεν επιτρέπει στους ιδιοκτήτες αυτούς να αποδείξουν εάν πράγµατι επωφελήθηκαν ή αν υπέστησαν ζηµία, όπως στην προκειµένη περίπτωση. Ενόψει των πραγµατικών δεδοµένων το ικαστήριο δέχθηκε ότι το επίδικο σύστηµα «αναγκαστικά ανατρέπει την εύλογη ισορροπία ανάµεσα στην προστασία του δικαιώµατος της ιδιοκτησίας και τις απαιτήσεις του δηµοσίου συµφέροντος», µε αποτέλεσµα να υποχρεωθούν οι προσφεύγοντες να υποστούν µια «υπερβολική επιβάρυνση που τους πλήττει ιδιωτικά, η οποία θα ήταν νόµιµη µόνον αν διέθεσαν την δυνατότητα να επιτύχουν την καταβολή της σχετικής αποζηµίωσης. Κατά συνέπεια παραβιάστηκε το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου». Συνεπώς, µέσα από αυτές τις αποφάσεις διαφαίνεται ξεκάθαρα η στάση του διεθνούς δικαστηρίου η οποία δεν είναι άλλη παρά η εξασφάλιση του δικαιώµατος της ιδιοκτησίας και η αποτροπή αυθαίρετων νοµοθετικών πράξεων των κρατών µελών κατά των ιδιωτών. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Από την παραπάνω ανάλυση και εξέταση του δικαιώµατος της ιδιοκτησίας, καταλήγουµε στο συµπέρασµα ότι το ελληνικό σύνταγµα προστατεύει το δικαίωµα ιδιοκτησίας στο άρθρο 17 αλλά προβλέπει παράλληλα και ορισµένους περιορισµούς για λόγους κυρίως δηµοσίου συµφέροντος. Ωστόσο, αξίζει να σηµειωθεί ότι η προστασία που παρέχεται µέσω του Συντάγµατος ενισχύεται και από την ΕΣ Α στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣ Α. Συνεπώς, το άρθρο 1 της ΕΣ Α δηµιουργεί ένα πρόσθετο µηχανισµό προστασίας πέρα από τα εθνικά δίκαια και σε περίπτωση που ο εκάστοτε ιδιώτης στερηθεί την ιδιοκτησία του αδικαιολόγητα και δεν δικαιωθεί από το κράτος του, µπορεί να ζητήσει προστασία από το ΕΣ Α! Το συµπέρασµα, λοιπόν, είναι πως η ιδιοκτησία είναι αναγκαίο µέσο προσωπικής, επαγγελµατικής και οικονοµικής ανάδειξης και ανάπτυξης ενός προσώπου και για αυτόν τον λόγο δεν πρέπει να περιορίζεται ή να αδρανοποιείται εκτός και αν το επιβάλλουν ειδικοί λόγοι! ΠΕΡΙΛΗΨΗ Το δικαίωµα της ιδιοκτησίας προστατεύεται συνταγµατικά από τα πρώτα ήδη Συντάγµατα της Χώρας µας, τόσο ως ατοµικό δικαίωµα, όσο και ως θεσµός. Φορείς του δικαιώµατος είναι τόσο τα φυσικά, όσο και τα νοµικά πρόσωπα (µε ορισµένες διαφοροποιήσεις) και απολαµβάνουν της ίδιας προστασίας από το Σύνταγµα. Παράλληλα, όµως, µε την προστασία της ιδιοκτησίας πορεύεται και ο περιορισµός της, πάντα για ειδικούς λόγους, προβλεπόµενους από το νόµο και δικαιολογηµένους από το Σύνταγµα. Τα άρθρα που κυρίως προβλέπουν τους περιορισµούς είναι τα 17 2, 6, 7, 18 και 24 του Συντάγµατος! Παρόµοια και αυξηµένη προστασία ισχύει και βάσει των διατάξεων της ΕΣ Α και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου! ιότι κατά το άρθρο 28 1 του Συντάγµατος «υπερισχύει από κάθε άλλη αντίθεση διάταξη νόµου» Εποµένως, ο ιδιοκτήτης που θίγεται, µπορεί να προστατευτεί τόσο µε βάση το εθνικό εσωτερικό δίκαιο, όσο και µε βάση το διεθνές δίκαιο! ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1.Γ. ΚΑΣΙΜΑΤΗ. Η συνταγµατική έννοια της ιδιοκτησίας και της διεύρυνσης αυτής. Ε 1974

2.Ανδρ. Γ. ηµητρόπουλου «Ζητήµατα συνταγµατικού δικαίου» Γ έκδοση/ Οκτώβριος 1994 που συνδέονται µε την λειτουργία της επιχείρησης. 3.Ν.Ν ΣΑΡΙΠΟΛΟΣ. Σύστηµα του Συνταγµατικού ικαίου της Ελλάδος, Γ 1923 4.Α.ΜΑΝΕΣΑ/ Α.ΜΑΝΙΤΑΚΗ. Κρατικός παρεµβατισµός και Σύνταγµα Νο Β, 1981 5.Γ. ΡΟΣΟΥ. Συνταγµατικοί περιορισµοί της ιδιοκτησίας και αποζηµίωσης. 6.Ε. ΡΟΥΚΟΥΝΑ. ιεθνής προστασία των ανθρωπίνων δικαιωµάτων, 1995. 7.Ε.ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ. Το γενικό συµφέρον και οι περιορισµοί των συνταγµατικών δικαιωµάτων, 1990. 8.Α.Τάχου, Ελληνικό διοικητικό δίκαιο, 1996.