ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ. Μεταπτυχιακό Τμήμα

Σχετικά έγγραφα
ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΩΣ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΘΕΜΕΛΙΩΤΙΚΟ ΤΗΣ ΕΝΣΤΑΣΗΣ. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΣΤΑΣΕΩΝ.

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Π Ε - ΤΕ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Α. Έννοια Β. Πηγές.

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη

Εισαγωγή Ι. Ο προβληματισμός για την αρχή της αμεσότητας

ΜονΠρωτΑθ 4870/2006 Πρόεδρος: Δημήτριος Μάκος Γραμματέας: Χρυσάνθη Βαρβαρέσου Δικηγόροι: Γεώργιος Καπόγιαννης, Κωνσταντίνος Παπαβασιλείου

ΠINAKAΣ ΠEPIEXOMENΩN

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ)

Αριθμός απόφασης. ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ειδική διαδικασία-ανακοπές)

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του.

Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 936 ΚΑΙ 1020 ΚΠΟΛΔ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Οι τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 στις γενικές διατάξεις (άρθρ ΚΠολΔ) που αφορούν στα Πρωτοδικεία Η ενδιάμεση διαδικασία

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Ιστορικά Λειτουργική αποστολή της ρυθμίσεως Επισκόπηση των ρυθμίσεων 8-15α Αρχές της ρυθμίσεως και συγκρουόμενα

ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ - ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ (Ζ ΕΞΑΜΗΝΟ) ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ [επίκ. καθ. Απόστολος Σοφιαλίδης]

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :15. Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :6. Αρθρο :16

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου

ΟΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ

το ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑ(ΟΥ

ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΕΣΔΙ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ «ΟΜΟΔΙΚΙΑ, ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΡΙΤΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΗ, ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΜΗ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ-ΑΝΑΚΟΠΕΣ. Αριθμός απόφασης 443/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ειδική διαδικασία-ανακοπές)

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Α. ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΥΛΗΣ

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος ΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Θέμα Το επιτρεπτό της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του ελληνικού Δημοσίου για χρηματικές απαιτήσεις, με έμφαση στο ζήτημα του εκτελεστού τίτλου

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Δικονομία, έννοια και κλάδοι, λειτουργική

Περιεχόμενα. Χουρδάκης Ευστράτιος Σελίδα 1

την ύπαρξη και την άσκηση ενός θεμελιώδους δικαιώματος γιατί αποτελούσαν κενό γράμμα, αφού πρόθεση του

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΕ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΙΚΑΣΤΙΚΗ ΙΑΤΑΓΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΜΟΝΗΣ ΑΛΛΟ ΑΠΩΝ

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Αριθµός απόφασης 135/2013 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟ ΙΚΕΙΟ Ε ΕΣΣΑΣ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

ΠΡΟΣ ΤΟ ΔΗΜΟ. ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ (Περί ισχύος προσωρινής διαταγής επί αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων από συμβασιούχους)

Απόφαση 210 / 2018 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 210/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα

Ενδικοφανής προσφυγή Δικαίωμα ακρόασης. Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου Αικατερίνη Ηλιάδου

ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ 104/2014 (Άρθρο 77 παρ. 3 Ν.3852/2010) Kοινοποίηση

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΩΝ Η ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ. Ιωάννης Ελ. Κοϊμτζόγλου. Δικηγόρος, Δ.Ν.

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015) 1

Αριθμός Γνωμοδοτήσεως 336/2014. Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Τμήμα Ε' Συνεδρίαση της 4πς Νοεμβρίου 2014

Administrative eviction act and right to a prior hearing: observations on Naxos Court 27/2012 judgment. Αθανάσιος Παπαθανασόπουλος

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

ΠΡΟΛΟΓΟΣ V ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το προς επίλυση πρόβλημα Η διαχρονική νομοθετική προσπάθεια αντιμετώπισής του... 6 ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο ΝΟΜΟΣ

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

ΗΜΕΡΙΔΑ Τ.Ε.Ε - ΤΜΗΜΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. ΕΙΣΗΓΗΣΗ: «Θεσμικό Πλαίσιο λειτουργίας Εθνικού Κτηματολογίου»

Αριθμός 2176/2004 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ. Διοικητική πράξη - Ανάκληση - Αρχή του κράτους δικαίου - Αρχή της

Εννοιολογικός προσδιορισμός της αναγκαίας ομοδικίας

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΥΠΟΜΝΗΜΑ. Του Υπουργού Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας. ΚΑΤΑ

Nόµος 3994/2011. «Εξορθολογισµός και βελτίωση στην απονοµή της δικαιοσύνης»

ΕΤΟΣ 2013/ΤΕΥΧΟΣ 2. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΑΘΑΝΑΣΑΣ Δικηγόρος Αθηνών. ΙΩΑΝΝΗΣ Α. ΑΘΑΝΑΣΑΣ Δικηγόρος Αθηνών

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ [02]

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-125/03 R και Τ-253/03 R. Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 7

ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΔΙΚΟΛΟΓΕΙΝ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΜΕ ΔΙΚΗΓΟΡΟ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑ

απορροφώσας και της απορροφώµενης τράπεζας και τη µε αριθµό 38385/ πράξη του συµβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΓΓΥΗΤΗ 1. Γενικά. Η προσεπίκληση δικονομικού εγγυητή αποτελεί μία από τις περιοριστικά στο νόμο αναφερόμενες περιπτώσεις

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015)

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

Η δικαστική προστασία στις δημόσιες συμβάσεις έργων κατά το στάδιο της ανάθεσης και κατά το στάδιο της εκτέλεσής τους

TΟ ΕΠΧΣΑΑ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗ ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΕΚΚΡΕΜΟΔΙΚΙΑΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ

ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΙΑΤΑΓΗ META THN KATAΡΓΗΣΗ του 938 ΚΠολΔ. ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΡΙΘΜΟΣ 2422/2012

Περιεχόμενο: H έννομη προστασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Rui Teixeira Neves κατά Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Δ Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ι Κ Ο Γ Ρ Α Φ Ε Ι Ο Δ Η Μ Η Τ Ρ Ι Ο Υ Ε - Γ Κ Α Ρ Υ Δ Η

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Διοικητικό Δίκαιο. Δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα και δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Ατελώς (Άρθρο 30 του ν. 40: ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Αριθμός 1118/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, 27/01/2017. Αριθμός απόφασης: 862

Γ Ν Ω Μ Ο Δ Ο Τ Η Σ Η

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΑΝΕΙΟΛΗΠΤΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ»

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Α. Πεδίο εφαρμογής ΠΟΛ. 1213

Διοικητικό Δίκαιο. Η γνωμοδοτική διαδικασία και η αιτιολογία της διοικητικής πράξης - 2 ο μέρος Περιεχόμενο και τύπος διοικητικής πράξης

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Πρόλογος..

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Μεταπτυχιακό Τμήμα Τομέας Αστικού, Αστικού Δικονομικού και Εργατικού Δικαίου Διπλωματική εργασία στο Αστικό Δικονομικό Δίκαιο ΘΕΜΑ «Το σύστημα συγκεντρώσεως στις δίκες περί την εκτέλεση» Εισηγήτρια Ηλιάδου Μαρία Διδάσκοντες καθηγητές Νίκας Νικόλαος Μακρίδου Καλλιόπη Θεσσαλονίκη, 2014 1

Πίνακας περιεχομένων ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α... 4 I. Η αξίωση για την παροχή δικαστικής προστασίας... 4 II. Έννοια και λειτουργική αποστολή των θεμελιωδών δικονομικών αρχών στην πραγμάτωση των σκοπών της δίκης... 6 III. Ο ρόλος του αξιώματος του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι στην επιτάχυνση της δίκης και οι παράμετροι του ζητήματος... 8 IV. Ιστορική αναδρομή... 12 V. Η απόλυτη εφαρμογή της αρχής του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι στις δίκες περί την εκτέλεση νομοθετικός στόχος... 15 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β... 22 I. Η ανακοπή ως διαδικαστική πράξη εισαγωγική δίκης... 22 II. Νομική φύση ων λόγων ανακοπής... 22 III. Κανόνες που διέπουν τους λόγους ανακοπής... 25 1. Τήρηση προδικασίας... 26 2.. Αμετάβλητο του αιτήματος και της βάσης της ανακοπής... 31 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ... 37 Πεδίο εφαρμογής και προϋποθέσεις του εκ του άρθρου 935 ΚΠολΔ απαραδέκτου... 37 1. Πεδίο εφαρμογής... 37 1. Α. 1. α. Απαράδεκτο λόγω δεδικασμένου επί των προβληθέντων ενστάσεων, όταν εκτελεστός τίτλος είναι τελεσίδικη δικαστική απόφαση... 38 1. Α. 1. β. Απαράδεκτο λόγω δεδικασμένου επί προβληθέντων λόγων ανακοπής.... 40 1. Α. 1. γ. Μη προταθείσες ενστάσεις... 42 1. Α. 1. δ. Το ζήτημα των ενστάσεων που θεμελιώνονται σε διαπλαστικά δικαιώματα... 45 1. Α. 1. ε. Η εφαρμογή του 330 ΚΠολΔ στις δίκες περί την εκτέλεση... 51 1. Α. 2. Αποκλειόμενες ενστάσεις όταν εκτελεστός τίτλος είναι διαιτητική απόφαση ή διαταγή πληρωμής που απέκτησε ισχύ δεδικασμένου.... 53 1. Α. 3. Αποκλειόμενες ενστάσεις όταν εκτελεστός τίτλος είναι προσωρινώς εκτελεστή απόφαση.... 57 1. Β. Λόγοι ανακοπής εκπρόθεσμοι κατά το άρθρο 934 ΚΠολΔ... 58 2

2. Προϋποθέσεις εφαρμογής του απαραδέκτου του άρθρου 935 ΚΠολΔ60 1 η προϋπόθεση... 60 2 η προϋπόθεση... 62 3 η προϋπόθεση... 70 4 η προϋπόθεση... 75 Σχόλια για το νέο Σχέδιο ΚΠολΔ... 77 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 84 3

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α I. Η αξίωση για την παροχή δικαστικής προστασίας Σύμφωνα με το άρθρο 20 Σ. 1 η κρατική εξουσία 2 οφείλει να εξασφαλίζει την ύπαρξη δικαιοδοτικού μηχανισμού, στον οποίο να προσφεύγει ο θιγόμενος στα δικαιώματά του. Η αξίωση, όμως, για δικαστική προστασία, που προβλέπει η παραπάνω διάταξη, παρέχεται, όταν υπάρχει δικαιοδοτικός μηχανισμός, ανεμπόδιστη πρόσβαση σε αυτόν και έκδοση απόφασης. Αυτά τα τρία στοιχεία αποτελούν το ελάχιστο, πρωταρχικό και βασικό περιεχόμενο της αξίωσης για δικαστική προστασία, με άλλες λέξεις τον πυρήνα της Συνταγματικής επιταγής του άρθρου 20 1 Σ.. Σε καμία περίπτωση το Σύνταγμα, όμως, δεν εγγυάται και ευνοϊκό για τον διάδικο διατακτικό της απόφασης, παρά μόνο, έμμεσα, επιτάσσει για την απονομή της δικαιοσύνης την ύπαρξη τυπικά χρηστής διαδικασίας. Συνεπώς, η επιδίωξη μιας αντικειμενικά ορθής απόφασης συνδέεται με τη διαδικασία έκδοσής της και όχι με το κατά το ουσιαστικό δίκαιο περιεχόμενό της. Η σύγχρονη νομική αντίληψη, ωστόσο, δεν περιορίζεται μόνο στον πυρήνα, αλλά απαιτεί και ποιοτικά αναβαθμισμένη απονομή της δικαιοσύνης, αξιώνοντας την παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας 3, όρος ο 1 Η αξίωση δικαστικής προστασίας (άρθρο 20 Σ.) περιλαμβάνει το δικαίωμα του θιγόμενου να προσφύγει στα τακτικά δικαστήρια και, μέσω διαγνωστικής δίκης, να κατάγει σε κρίση το θιγόμενο δικαίωμά του, την προσωρινή προστασία του με την προσφυγή στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και, τέλος, την υλοποίησή του μέσω της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης. Ότι η αξίωση αναγκαστικής εκτέλεσης του επισπεύδοντος δανειστή ανήκει στον πυρήνα του άρθρου 20 Σ. και εκλαμβάνεται ως ατομικό δικονομικό δικαίωμα, το οποίο εγγυάται την παροχή έννομης προστασίας με τη μορφή της αναγκαστικής εκτέλεσης, περιβλήθηκε με το κύρος της Ολομέλειας του ΑΠ, ΟλΑΠ (πλήρης) 19/2001, Δ 22 (2002).133, με παρατ. Μπέη Κ., σε ΕλλΔνη 43 (2002).79, ενώ για τις σύμφωνες θεωρητικές θέσεις με τα παραπάνω βλ. Γέσιου-Φαλτσή Π., Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης Ι (1998), (Γενικό Μέρος), 71, αρ. 1, σημ. 1-7. 2 Συμμορφούμενη και με την πρόβλεψη της Σύμβασης της Ρώμης, που αξιώνει απονομή δικαιοσύνης από το νόμιμο δικαστή, ο οποίος καλείται να δικάσει δίκαια και αμερόληπτα. 3 Μητσόπουλος Γ., Πολιτική Δικονομία Ι, (1972), σελ. 77, ο ίδιος, Γνωμοδότηση, ΕλλΔνη 1984.18 επ. (28). 4

οποίος διασπάται στις υπάλληλες έννοιες 4 : έγκαιρη δικαστική απόφαση, εύλογη διάρκεια του δικαστικού αγώνα, επίλυση της διαφοράς με την κατάλληλη μορφή ένδικης προστασίας και χρηστή διεξαγωγή της δίκης. Αργοπορημένη δικαστική απόφαση οδηγεί πρακτικά σε αρνησιδικία 5. Είναι έτσι ευεξήγητο γιατί η σύγχρονη νομική αντίληψη αξιώνει έγκαιρη έναρξη του δικαστικού αγώνα και ταχεία εκδίκαση της διαφοράς. Και τούτο παρά το γεγονός ότι ταχύτητα και ορθότητα αποτελούν αφενός μεν ανεξάρτητες μεταξύ τους επιδιώξεις της πολιτικής δίκης, αφετέρου δε και ενδεχομένως αλληλοσυγκρουόμενες αξίες 6, με αποτέλεσμα η ταχύτητα στη διεξαγωγή της δίκης να οδηγεί συχνά σε εσφαλμένη δικαστική κρίση, η οποία περιπλέκει αντί να επιλύει τη διαφορά. Καλούμενοι, ωστόσο, να ερευνήσουμε κατά πόσο η συνταγματική εγγύηση της δικαστικής προστασίας επιτάσσει και ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι πηγή κακού στην αργή απονομή της δικαιοσύνης δεν είναι οι χρονικές επιβαρύνσεις, που επιβάλλονται από τις εγγυήσεις ορθοκρισίας, αλλά παράγοντες εξωνομικοί 7. Εξάλλου, ο συνταγματικός νομοθέτης, ρυθμίζοντας με κάθε λεπτομέρεια τους όρους απονομής της δικαιοσύνης, έδωσε το προβάδισμα στην ορθότητα και όχι στην ταχύτητα 8, επιχείρημα, που προκύπτει ιδίως από τις διατάξεις των 4 Κατά τον Κλαμαρή Ν., Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας (κατά το άρθρο 20 1 Συντάγματος 1975) (1989), σελ. 214, 217, παριστά την οριζόντια (ποσοτική) συγκεκριμενοποίηση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας. 5 Απαλαγάκη Χ., Το δικαίωμα ακροάσεως των διαδίκων στην πολιτική δίκη, (1989), σελ. 9. 6 Κεραμέας Κ., Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, έκδ.2 η, (1983).616, ο ίδιος, Σύγχρονα προβλήματα απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης, Αρμ 1984.89 επ.. 7 Μητσόπουλος Γ., Παρατηρήσες επί του Σχεδίου νόμου τροποποιήσεων διατάξεων του ΚΠολΔ, ΕλλΔνη 1983.1473 επ., Νίκας Ν., Πολιτική Δικονομία Ι, (2003), σελ. 501, όπως υπερβολική επιβάρυνση δικαστηρίων, έλλειψη προσωπικού, ανεπάρκεια υποδομών, ενώ τονίζει ότι ρόλο καθοριστικό παίζει και ο τρόπος διεξαγωγής της δίκης τόσο από την πλευρά των διαδίκων όσο και του δικαστηρίου, που συνδέεται με τον τρόπο έκθεσης των πραγματικών ισχυρισμών και της προσαγωγής των αποδεικτικών μέσων στη δίκη. 8 Απαλαγάκη Χ., ο.π.,σελ. 8-9, ενώ στη σελ. 149 εξειδικεύει ότι το δικονομικό σύστημα κολάζει τη χρονοτριβή, που προήλθε από αμέλεια του διαδίκου, και ως γενικότερης σημασίας αναδεικνύεται η επιταγή της εύλογης διάρκειας της δίκης, της απαλλαγμένης, δηλαδή, από το χρονικό κόστος-απότοκο της δικονομικής συμπεριφοράς των διαδίκων. 5

άρθρων 94 επ. Σ., ενώ, κατά άλλη άποψη 9, στον ανταγωνισμό των δύο θεμελιωδών αρχών, της ουσιαστικής δικαιοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, ο Έλληνας νομοθέτης τήρησε ίσες αποστάσεις. Ο ρυθμός διεξαγωγής της δίκης πρέπει να είναι τέτοιος, ώστε να μην παραβλάπτονται οι συνταγματικές εγγυήσεις, που την περιβάλλουν. Η απαίτηση για ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, όταν γίνεται εις βάρος της ορθότητας, πρέπει να υποχωρεί, καθώς δεν αποτελεί αφηρημένη επιδίωξη της έννομης τάξης, αλλά υπόκειται σε κριτήρια. Για το λόγο αυτόν είναι συνεπέστερο, και λεκτικά ακόμη, την ανάγκη για ταχεία πρόοδο της δίκης να την υποδηλώνουμε με τον όρο «εύλογη διάρκεια του δικαστικού αγώνα» 10. II. Έννοια και λειτουργική αποστολή των θεμελιωδών δικονομικών αρχών στην πραγμάτωση των σκοπών της δίκης Οι πράξεις, που συνθέτουν τη διαδικασία της δίκης, δε διαδέχονται η μία την άλλη τυχαία και χωρίς εσωτερικό ειρμό. Ως έννομα ρυθμισμένη κρατική ενέργεια, που επιδιώκει την πραγμάτωση συγκεκριμένων σκοπών, η δίκη δεν μπορεί παρά να εξελίσσεται με βάση ορισμένους κανόνες, οι οποίοι εκφράζουν τις θεμελιώδεις δικαιοπολιτικές αποφάσεις του νομοθέτη στο πρόβλημα ποια είναι η προσφορότερη διαδικαστική οδός, που εγγυάται και οδηγεί στην ταχεία έκδοση απόφασης, ανταποκρινόμενης στην ορθή έννοια των νόμων και στην αλήθεια των πραγμάτων. Οι αρχές αυτές δεν μπορεί παρά να κατευθύνονται στην πραγμάτωση του σκοπού της πολιτικής δίκης, εφόσον δε αυτή αποβλέπει πρωτίστως στην προστασία ιδιωτικών δικαιωμάτων, το προβάδισμα ανήκει αναπόφευκτα στις αρχές, που την προωθούν και την κατοχυρώνουν 11. Ο ατομοκεντρικός χαρακτήρας του 9 Νίκας Ν., Οι νέοι πραγματικοί ισχυρισμοί στην κατ' έφεση δίκη, (1987), σελ. 189-190, ειδικά για τη διαμόρφωση του ius novorum. 10 Τα όρια της διάρκειας του δικαστικού αγώνα εξαρτώνται από το πολύπλοκο της υποθέσεως, από τη συμπεριφορά των διαδίκων και του δικαστηρίου καθώς και από τη σημασία της δίκης. 11 Καργάδος, Προσφορά στον Γ. Μιχαηλίδη Νουάρο Ι, (1987), σελ. 469 επ.. 6

ουσιαστικού δικαίου προσδιορίζει αναπόφευκτα και τον αντίστοιχο χαρακτήρα του δικονομικού δικαίου 12. Κοινό γνώρισμα των θεμελιωδών αρχών είναι η κατοχύρωση της αξιοπρέπειας του διαδίκου, υπό την έννοια ότι αντιμετωπίζεται ως ενεργό υποκείμενο και όχι ως αντικείμενο της δίκης 13. Με βάση τη θεμελιώδη δικονομική αρχή της διαθέσεως (άρθρο 106 ΚΠολΔ 14 ) το δικαστήριο ενεργεί μόνο κατόπιν αίτησης των διαδίκων και αποφαίνεται με βάση τις υποβαλλόμενες από τους διαδίκους αιτήσεις, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Η αρχή αυτή αποτελεί το δικονομικό συμπλήρωμα της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης, κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα και σημαίνει ότι δικαστική προστασία παρέχεται, μόνο αν ζητείται, στην έκταση, που ζητείται, και εφόσον εξακολουθεί να ζητείται από τους διαδίκους 15. Συνεπώς, το ίδιο το ουσιαστικό αντικείμενο της δίκης οριοθετείται από τους διαδίκους 16. Με βάση τη δεύτερη σημαντικότατη αρχή, που διέπει την πολιτική δίκη, αυτήν της συζητήσεως, δίνεται η δυνατότητα στους διαδίκους να επηρεάσουν και τη διαμόρφωση της ελάσσονας πρότασης του δικανικού συλλογισμού, καθώς το δικαστήριο αποφασίζει μόνο με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι. Τέλος, η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως (άρθρο 110 ΚΠολΔ) ορίζει ότι η ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν μπορεί να αποτελείται παρά μόνο από γεγονότα και αποδεικτικά μέσα, ως προς τα οποία οι διάδικοι 12 Νίκας Ν., Πολ. Δικ. Ι, ο.π., σελ. 476. 13 Νίκας Ν., ο.π., σελ. 477, Απαλαγάκη Χ., ο.π., σελ. 21, σύμφωνα με την οποία «...σήμερα, χάρη στην επίγνωση ότι οι διάδικοι είναι υποκείμενα και όχι αντικείμενα της δίκης, η δικαστική ακρόαση έχει ανεξαρτητοποιηθεί κατά την αποστολή και τη νομική της φύση από τα συστήματα διεξαγωγής της δίκης και αντιμετωπίζεται ως θεμελιώδης δικονομική και συνταγματική αρχή, που έχει της ρίζες της στην ίδια την επιταγή του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας...». 14 Nemo judex sine actore. 15 Νίκας Ν., ο.π., σελ. 479. 16 Κυρίως από τον ενάγοντα, αλλά και από τον εναγόμενο, στο μέτρο, που ασκεί ανταγωγή ή διαπλαστικό δικαίωμα ή υποβάλλει ένσταση συμψηφισμού ή, κατά την ορθότερη γνώμη, {Νίκας Ν., Η ένσταση εκκρεμοδικίας (1991), σελ. 39-50} και οποιαδήποτε ένσταση στηριζόμενη σε αυτοτελές δικαίωμα. 7

είχαν τη δυνατότητα να εκφραστούν. Έτσι, το δικαίωμα ακροάσεως παρέχεται προς επίτευξη ορθότερης δικαστικής κρίσης και δεν εξαντλείται στην υποχρέωση κλήτευσης των διαδίκων, ενώ η παραβίαση αυτού δημιουργεί λόγους αναίρεσης (άρθρο 559 αρ. 8, 9, 10, 11 ΚΠολΔ). Η διαγνωστική διαδικασία, που οδηγεί στη διάγνωση της διαφοράς, ορίζεται στα άρθρα 227 έως 312 ΚΠολΔ, ειδικά δε για το εφετείο, σύμφωνα με το άρθρο 534 ΚΠολΔ, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 227, 233 έως 269, 270 2, 4, 6 και 7 και 271 έως 312 ΚΠολΔ, καθώς και των άρθρων 525 έως 530 ΚΠολΔ. Η παραπάνω διαδικασία πρέπει, ως γνωστόν, να διεξάγεται κατά τρόπο, ώστε η παροχή της ζητούμενης προστασίας αφενός να ανταποκρίνεται στην αντικειμενική αλήθεια, αφετέρου να μην γίνεται καθυστερημένα, διότι οι διάδικοι είναι μεν ελεύθεροι ως προς το τι θα προσάγουν στο δικαστήριο και δεν έχουν υποχρέωση να προβάλουν συγκεκριμένους ισχυρισμούς ούτε να προβούν σε πράξεις ή παραλείψεις προς αποφυγή καθυστέρησης της διαδικασίας της δίκης. III. Ο ρόλος του αξιώματος του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι στην επιτάχυνση της δίκης και οι παράμετροι του ζητήματος Η πολιτική δίκη δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά εντάσσεται στην υπηρεσία της πραγμάτωσης των ουσιαστικών δικαιωμάτων, η οποία προϋποθέτει την κατά ασφαλή τρόπο διαπίστωση της γέννησης και ύπαρξής τους, όταν ζητείται η πραγμάτωσή τους. Διαφορετικά θα κλονιζόταν το αίσθημα δικαίου και η εμπιστοσύνη στην απονομή της δικαιοσύνης. Συν τοις άλλοις, η καθυστερημένη διαπίστωση του δικαιώματος δυσχεραίνει και μειώνει κατά σπουδαιότητα την πραγμάτωση του δικαιώματος, ενώ αντιστρατεύεται και προς το πνεύμα της σύγχρονης εποχής, στην οποία η ταχύτητα έχει καταστεί αυτόνομο περιεχόμενο και στοιχείο της καθημερινής ζωής. Στις κοινωνικές αυτές πιέσεις η εξέλιξη της δίκης δεν μπορεί παρά να προσαρμόζεται 17. 17 Μαϊνάς Π., Ο αποκλεισμός των ισχυρισμών εις την εξέλιξιν των δικονομικών συστημάτων προς επιτάχυνσιν της δίκης, Τιμ. Τόμος Ράμμος Γ., (1979), σελ. 556. 8

Την επιτάχυνση της δίκης επιβάλλει η ίδια η διερεύνηση της ουσιαστικής αλήθειας των ισχυρισμών των ενδιαφερομένων. Αν η συγκέντρωση του υλικού γίνεται υποχρεωτικά κατά την έναρξη της δίκης, το δικαστήριο θα έχει συνολική εικόνα της διαφοράς, θα μπορεί, έτσι, από την αρχή να καθορίσει τα κρίσιμα σημεία και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις 18. Η παρέλευση χρόνου, αναμφισβήτητα, εξασθενίζει τη μνήμη αυτών, που βίωσαν τα συμβάντα, ενώ οι άμεσες εντυπώσεις αντικαθίστανται, δια της παρόδου του χρόνου, ολοένα και περισσότερο από τη λογική προσπάθεια κατάταξης, συμπλήρωσης και αιτιολόγησής τους. Η προσπάθεια αυτή, επειδή είναι ασυνείδητη, είναι και αναπόφευκτη. Η πάροδος του χρόνου επιδρά ανασταλτικά και στην προθυμία της ενσυνείδητης συμμετοχής στην αποκάλυψη της αλήθειας. Τέλος, ο κίνδυνος της τυχαίας απώλειας ή τεχνικής δυσχέρειας προσκομιδής των αποδείξεων, οι οποίες στηρίζουν τους ισχυρισμούς, αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου, ώστε η υποβολή των ισχυρισμών να καθίσταται μάταιη. Όλα τα παραπάνω αίτια επιδρούν δυσμενώς στη διαπίστωση της ουσιαστικής αλήθειας. Κυρίως, όμως, την επιτάχυνση της δίκης επιβάλλει η ανάγκη έκδοσης ταχέως δικαστικής απόφασης, δια της οποίας αποκαθίσταται η διασάλευση της έννομης τάξης. Τα δικαιώματα νοούνται στο χρόνο και η μακρά διάρκεια της δίκης απαξιώνει, συνήθως, και την περιφανέστερη νίκη 19. Θεωρητικώς, η αποκατάσταση αυτή γίνεται με την αναγνώριση της παρανομίας από την απόφαση, πρακτικώς δε με τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία καθίσταται λιγότερο αποτελεσματική με την καθυστέρηση έκδοσης της απόφασης από το δικαστήριο της ουσίας. Και αυτό, διότι η απόφαση επί της διαφοράς, κατά το χρόνο, που εκτελείται, επιβάλλεται να ανταποκρίνεται στις κρατούσες οικονομικές και άλλες συνθήκες, που ίσχυαν κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής. Τέλος, θα αντιστρατευόταν την αρχή της οικονομίας της δίκης, η οποία εξυπηρετεί όχι μόνο το ιδιωτικό, αλλά και το δημόσιο συμφέρον 20, η δυνατότητα τόσο του ενάγοντα όσο και του εναγόμενου (ή 18 Νίκας Ν., Πολ. Δικ. Ι, ο.π., σελ. 501. 19 Νίκας Ν., Πολ. Δικ. Ι, ο.π., σελ. 501. 20 Ράμμος Γ., Πρακτικά Συντακτικής Επιτροπής ΚπολΔ, Τόμος β', σελ. 10 στο τέλος. 9

αντίστοιχα του εκκαλούντα και του εφεσιβλήτου) να προβάλλουν αποσπασματικά τα μέσα επίθεσης και άμυνάς τους και με τέτοιες παρελκυστικές συμπεριφορές να θέτουν σε κίνδυνο το γενικό αυτό δημόσιο συμφέρον 21. Αλλά και αντίστροφα, η επιτάχυνση της δίκης, μέσω του εξαναγκασμού των διαδίκων να προσκομίσουν ολόκληρο το υλικό αυτής στο αρχικό της στάδιο, μπορεί να οδηγήσει σε μη αναγκαία διόγκωση της διαφοράς 2223. Μεγαλύτερος, όμως, είναι ο κίνδυνος του να αποκλεισθεί από τη δίκη εκείνο, που θα επηρεάσει ουσιωδώς το περιεχόμενο της απόφασης ή την αποκάλυψη της ουσιαστικής αλήθειας 24. Έκδοση απόφασης, που δεν στηρίζεται στην εξέταση όλων των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης, ανεξάρτητα αν προέκυψε λόγω αδυναμίας ή αμέλειας των διαδίκων, δεν ικανοποιεί. Ο κίνδυνος της ασυμφωνίας της απόφασης προς την ουσιαστική έννομη κατάσταση, λόγω εξαναγκαζόμενης επίσπευσης στη συγκέντρωση του υλικού της δίκης, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται. Εξάλλου, η τάση προς επίσπευση της διεξαγωγής της δεν μπορεί να δικαιολογήσει μία επιφανειακή έρευνα της διαφοράς. Πολύπλοκες διαφορές απαιτούν περισσότερες «εμφανίσεις» των διαδίκων προς προσκομιδή νέων στοιχείων, δια των οποίων θα καθίσταται δυνατή η ουσιαστικότερη διερεύνηση της υπόθεσης. Η παροχή ευκαιρίας στους διαδίκους να προσκομίσουν νέο υλικό όχι μόνο δεν είναι πάντα απαραίτητα και παρελκυστική της εξέλιξης της δίκης, αλλά, 21 Μαϊνάς Π., ο.π., σελ. 558-9. 22 Βαρβιτσιώτης Δ., Η εσπευσμένη προβολή ισχυρισμών στην πολιτική δίκη ως καταχρηστική άσκηση της αξίωσης προς παροχή έννομης προστασίας και δικαστικής ακροάσεως, Δ 465 επ (469). 23 Κατά την Απαλαγάκη Χ., ο.π., σελ. 143, σύστημα συγκέντρωσης σημαίνει επίκληση όλων των πραγματικών ισχυρισμών ανεξάρτητα από τις συγκεριμένες ανάγκες της δίκης και τις υποκειμενικές εκτιμήσεις του διαδίκου. 24 Μαινάς Π., ο.π., σελ. 559, και Ράμμος Γ., ο.π., σελ. 13-14, 48, 54, 55, αναφέρουν ότι, αντιθέτως, ο κίνδυνος σώρευσης αντιφατικών ισχυρισμών αντιμετωπίζεται σχετικά εύκολα με ειδικές διατάξεις, που ρυθμίζουν τη δικονομική τους μεταχείριση (π.χ. είναι απαράδεκτος ο χρονικά μεταγενέστερος ισχυρισμός ή, κατά μία άποψη, αν προτείνονται επικουρικά οι αντιφατικοί ισχυρισμοί δε δημιουργείται απαράδεκτο.). 10

αντιθέτως, πολλές φορές, μπορεί να εξοικονομεί χρόνο και απασχόληση των δικαστηρίων μέσω της αποφυγής επαναλήψεων ή πολλαπλασιασμού των δικών. Συνεπώς, η ρύθμιση του χρόνου προβολής των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων έπρεπε να συνδυάζει τη σε σύντομο χρόνο ολοκλήρωση της διάγνωσης της διαφοράς χωρίς, όμως, μείωση των εγγυήσεων ασφαλούς κρίσης αυτής 25. Η έννομη τάξη, άλλωστε, δεν αρκείται απλώς στην αναγνώριση παγίων δικαιωμάτων και στην επιβολή υποχρεώσεων, αλλά υπάγει τα δικαιώματα σε ποικίλους περιορισμούς, χρονικούς (παραγραφή, αποσβεστική προθεσμία) ή άλλους (απαγόρευση καταχρηστικής άσκησής τους), ενώ, επιπλέον, απέναντι σε ορισμένα δικαιώματα τάσσει άλλα, αντίθετα δικαιώματα του υπόχρεου (π.χ. το δικαίωμα συμψηφισμού ή το δικαίωμα επίσχεσης) 26. Η δίκη, από την άλλη μεριά, ως έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, αλλά και η δικονομία γενικότερα, εκτός από το να αναγνωρίζουν δικονομικά δικαιώματα, επιβαρύνουν τους διαδίκους και με διάφορα δικονομικά βάρη 27 ή και με γνήσιες δικονομικές υποχρεώσεις 28, με τα σπουδαιότερα από αυτά το βάρος επίκλησης και απόδειξης των πραγματικών ισχυρισμών. Ο χρόνος, εντός του οποίου οι διάδικοι πρέπει να ανταπεξέλθουν σε αυτό το βάρος, καθορίζεται από το σύστημα συγκέντρωσης 29 και σχετίζεται προς τις θεμελιώδεις αρχές της οργάνωσης της διαδικασίας, καθώς η διαμόρφωση της διαδικασίας 25 Νίκας Ν., Οι νέοι..., ο.π., σελ.77, σύμφωνα με τον οποίον «...Η άκαμπτη εφαρμογή του συγκεντρωτικού συστήματος θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανεπιεικείς λύσεις και, συχνά, σε αποφάσεις, που δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια των πραγμάτων και στο αίσθημα δικαίου...», και Μιχελάκης Ε., Περί της αδίκου διαδικαστικής πράξεως, (1944), σελ. 70 «...το σύστημα του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι, όταν ισχύει απεριορίστως, είναι ο θανάσιμος εχθρός του καθήκοντος αλήθειας...». 26 Κεραμέας Κ., ο.π., σελ. 118. 27 Ο όρος βάρος δεν υποδηλώνει, όμως, ότι είναι υποχρεωτική η συμμετοχή του διαδίκου στη δίκη, ενώ ως «βάρη» τα αναφέρει και ο Βαρβιτσιώτης Δ., ο.π., σελ. 489. 28 Για τη διάκριση βλ. Απαλαγάκη Χ., ο.π., σελ. 141 με εκεί παραπ. σε Κεραμέα Κ., Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, (1986), αριθ. 70, σελ. 197. 29 11

αποτελεί παράγοντα αποφασιστικό για την έκταση και την ποιότητα της παρεχόμενης δικαστικής προστασίας 30. Η αρχή αυτή, γνωστή και ως «αξίωμα του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι 31», αποβλέπει αφενός μεν στη διευκόλυνση της συγκέντρωσης όλου του διαγνωστέου υλικού ήδη κατά τη συζήτηση, ώστε το δικαστήριο να έχει εξαρχής πλήρη και σαφή εικόνα, η οποία είναι απαραίτητη στο πλαίσιο του κατ' άρθρο 236 ΚΠολΔ (και άρθρο 245 ΚΠολΔ) καθήκοντός του προς διασάφηση της υπόθεσης και, τελικώς, προς αναζήτηση της αντικειμενικής αλήθειας, αφετέρου στην αποφυγή παρέλκυσης των δικών, η οποία, ασφαλώς, θα προέκυπτε από τη μη συγκέντρωση όλων των αποδεικτικών γεγονότων σε μία διαδικασία. IV. Ιστορική αναδρομή Η παραπάνω υποχρέωση των διαδίκων αποτελεί κατάληξη μακρότατης ιστορικής εξέλιξης 32 και έχει πηγή τη γερμανική δικονομία, όπου ο αποκλεισμός των βραδέως προτεινόμενων ισχυρισμών παρουσιαζόταν υπό τη μορφή του Eventualmaxime 33. Το αξίωμα αυτό μεταφέρθηκε στην δικονομία του Maurer, μεταγλωττισμένο από τον Οικονομίδη, ως αξίωμα του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι. Ωστόσο, το Eventualmaxime δεν αποτέλεσε μεταφορά ενός πρωτότυπου θεσμού της γερμανικής δικονομίας σε εμάς, απλώς μέσον και σταθμό στην ιστορία των προσπαθειών του νομοθέτη να καταστρώσει ένα 30 Μαϊνάς Π., Δ 1972.378, ότι το αξίωμα του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι πρέπει να εκλαμβάνεται ως σύστημα διεξαγωγής της δίκης, όμοια και Νίκας Ν., Οι νέοι..., ο.π., σελ. 16. 31 Κατά τον Κεραμέα Κ., Αστικό Δικονομικό Δίκαιο ΙΙ, (1978), σελ. 119, αποκαλείται έτσι, γιατί οι διάδικοι δεν έχουν τη δυνατότητα να βοηθήσουν ή να ενισχύσουν την υπεράσπισή τους σε μεταγενέστερες (κατά το ισχύον τότε σύστημα) συζητήσεις. 32 Μαϊνας Π., Ο αποκλεισμός, ο.π., σελ. 561-571, για τη γέννηση της νομοθετικής ιδέας του αποκλεισμού των μη εγκαίρως προταθέντων ισχυρισμών ήδη από τη ρωμαϊκή εποχή και τα παλαιότερα μέτρα, που λαμβάνονταν προς επίσπευση της δίκης, καθώς και για το ισχύονστους προηγούμενους αιώνες-σύστημα στη γερμανική δικονομία. 33 Mainas P., Die Εventualmaxime nach dem griechichen Recht, (1970), diss k Öln S.14 ff. 12

σύστημα ταχείας διεξαγωγής της δίκης μέσω της πρώιμης συγκέντρωσης όλων των μελλοντικών να απασχολήσουν την δικαστική έρευνα ισχυρισμών. Αρχικά, το άρθρο 160 της Δικονομίας του 1835 καθιέρωνε τον αποκλεισμό των νέων προτάσεων των διαδίκων μετά την πρώτη συζήτηση, με ασήμαντες εξαιρέσεις. Η λύση αυτή δεν ήταν ικανοποιητική 34 και γι αυτό επανεξετάσθηκε το πρόβλημα διεξοδικά από την Συντακτική Επιτροπή του Κώδικα του 1968. Στο διάγραμμα του Εισηγητή Ράμμου Γ 35. περιέχονται σχετικώς οι εξής σκέψεις: «Είναι αληθές ότι το σύστημα του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι συντελεί εις την ευθύς εξαρχής συγκέντρωσιν ολόκληρου του επίδικου πραγματικού υλικό, η οποία επιτρέπει εις το δικαστήριο να σχηματίσει από της πρώτης στιγμής, έστω και αμυδρόν εικόνα της πραγματικής καταστάσεως, και καθορίσει, ευθύς αμέσως, τα εριστά σημεία και να διατάξει τας δέουσας αποδείξεις, από της απόψεως δε ταύτης, θα ηδύνατο να λεχθεί, ότι συντελεί εις την ταχείαν περάτωσιν των δικών. Εξάλλου όμως, δεν δύναται, τις, να αρνηθεί, ότι αποτελεί εκδήλωσιν, επέραγαν, τυπολατρικών αντιλήψεων, και ότι η εφαρμογή αυτού θίγει, ενίοτε, καιρίως το κατ ουσίαν δίκαιον. Πολλάκις ο διάδικος παραλείπει, άνευ πταίσματος, τινός, την έγκαιρον προβολήν ουσιώδους ισχυρισμού, ον μετά ταύτα δεν δύναται να υποβάλλει υπό την κρίσιν του δικαστηρίου...». Στο πλαίσιο αυτών των σκέψεων είχε προτείνει ο Εισηγητής την εισαγωγή του συστήματος ελεύθερης προβολής των πραγματικών ισχυρισμών, λαμβανομένων όμως μέτρων ανάλογων προς αυτά, που λήφθηκαν στην Γερμανία για την περιστολή της στρεψοδικίας 36. Η Συντακτική Επιτροπή είχε αρχικά δεχθεί, κατά πλειοψηφία, το σύστημα της ελεύθερης προβολής πραγματικών ισχυρισμών, αλλά και πάλι μόνο ως προς την διαδικασία ενώπιον του εισηγητού δικαστή 37, τελικά όμως καθιέρωσε το 34 Κεραμέας Κ., ο.π., σελ.119, υποστήριξε ότι η παλιά 169 ΠολΔ καθιέρωνε ένα μάλλον αυστηρό σύστημα συγκέντρωσης που χαλαρώθηκε στη συνέχεια νομοθετικά ιδίως με το άρθρο 1 α.ν. 980/1946. 35 Σχέδιον Πολιτικής Δικονομίας, σελ.13-14. 36 Σχ. Πολ.Δικ, ο.π., σελ.14 και 48 37 Σχ.Πολ.Δικ, ο.π., σελ.56 13

σύστημα της πρότασης των μέσων επίθεσης και άμυνας «μέχρι πέρατος της πρώτης συζήτησης» με ασήμαντες εξαιρέσεις 38. Η ίδια ρύθμιση είχε υιοθετηθεί και από την Αναθεωρητική Επιτροπή 39. Το σύστημα όμως αυτό ουσιαστικά καταργήθηκε δια του ν.δ. 958/1971, το οποίο επέτρεψε την πρόταση, σε μεταγενέστερη συζήτηση, των μέσων επίθεσης και άμυνας, που δεν είχαν προβληθεί έγκαιρα «εκ δεδικαιολογημένης αιτίας», χωρίς τον περιορισμό του Κώδικα του 1968 της προαπόδειξης της αλήθειας αυτών 40. Σήμερα το ζήτημα του χρόνου προβολής των ισχυρισμών και προσαγωγής των αποδεικτικών μέσων στη δίκη αποκτά ιδιαίτερη σημασία, όταν η εκδίκαση της διαφοράς διέρχεται περισσότερα στάδια, όταν δηλαδή οι συζητήσεις στο ακροατήριο είναι περισσότερες. Μετά την, δυνάμει του ν. 2915/2001, κατάργηση της προδικαστικής περί αποδείξεων απόφασης και γενικά των περισσότερων σε πρώτο και δεύτερο βαθμό συζητήσεων (άρθρα 270 4, 5, 6 και 524 1 ΚΠολΔ 41 ), το πρόβλημα της καθυστερημένης προσαγωγής του πραγματικού υλικού δεν εμφανίζεται με τόση οξύτητα και επικεντρώνεται κυρίως στο ζήτημα, αν επιτρέπεται η προσαγωγή του για 38 Άρθρ.300 Σχ.Συντακτ.Επιτροπής 39 Πρακτικά Αναθεωρητικής Επιτροπής, σελ.96 40 Για τις μέχρι τότε αντίθετες απόψεις και την σχετική επιχειρηματολογία τους βλ. σε Μητσόπουλος Γ., Προβολή ενστάσεων και προσκομιδή εγγράφων εν τω πρώτω και δεύτερω βαθμώ, Μελέται γενικής θεωρίας δικαίου και αστικού δικονομικού δικαίου (1983), σελ.30επ. Δημοσιεύθηκε επίσης σε ΝοΒ 2 (1954).337επ., Ράμμο Γ., Η δι εγγράφων προαπόδειξις με τα τον α.ν. 980/1946 κατά την τακτικήν ή γενικήν διαδικασίαν, σε Ν Δ 7.40επ., ο οποίος υποστήριζε ότι η παραχρήμα απόδειξη που δικαιολογεί την μη έγκαιρη προσαγωγή των ισχυρισμών κατά το άρθρο 160 της ΠολΔικ πρέπει πάντα να συνοδεύεται και από την κατ άρθρο 250 ΠολΔικ απαιτούμενη πιθανολόγηση του δικαιολογημένου ή μη της κατά την πρώτη συζήτηση προσκομιδής του αποδεικνύοντος τον ισχυρισμό εγγράφου, όπως και σε Λιβαθηνό Θ., Πρότασις ενστάσεως και επίκλησις εγγράφων κατά την πρωτόδικον και έκκλητον δίκην, ΝοΒ 1.841επ., ο οποίος διαφώνησε με την παραπάνω θέση υποστηρίζοντας ότι αρκεί η παραχρήμα έγγραφη απόδειξη αυτών των ισχυρισμών, διότι με την αποδοχή της αντίθετης άποψης θα προέκυπταν άτοπα που δεν θα απέδιδαν την νομοθετική πρόθεση, όπως η ύπαρξη μιας γενικής υποχρέωσης προσαγωγής προαποδεικτικώς εγγράφων, για απόδειξη ισχυρισμών μη προταθέντων. 41 Όπως συμπληρώθηκε με το αρθρ.8 3 του ν.3043/2002. 14

πρώτη φορά στην έκκλητη δίκη 42, ενώ διαδραματίζει κάποιο ρόλο, έστω και περιθωριακά, στη διαδικασία ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, επειδή εκεί μόνο μεσολαβεί, για την ώρα, χρονική απόσταση μεταξύ της προσαγωγής του πραγματικού υλικού και της προφορικής συζητήσεως. Σε αυτές κυρίως τις περιπτώσεις ανακύπτει το δίλημμα του κρίσιμου χρόνου προσαγωγής του πραγματικού υλικού και αποδεικτικών μέσων στη δίκη, τα οποία ρυθμίζονται και αυτοτελώς στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας 43. Το πλέγμα των διατάξεων, που αποτυπώνουν το σύστημα συγκέντρωσης στο ισχύον σύστημα, είναι για τον πρώτο βαθμό το άρθρο 269 ΚΠολΔ, για τον δεύτερο βαθμό 44 το άρθρο 527 ΚΠολΔ 45 (σε συνδυασμό με το άρθρο 528 ΚΠολΔ), ενώ για το στάδιο, που ανοίγει δίκες περί την εκτέλεση, ισχύει η πρόβλεψη του άρθρου 935 ΚΠολΔ και θα αναλυθεί στη συνέχεια ο δικαιολογητικός λόγος αυτής της ρύθμισης, που σχετίζεται κυρίως με την νομική φύση των λόγων ανακοπής και κατά πόσο αυτοί εντάσσονται στα μέσα επίθεσης και άμυνας των διαδίκων. V. Η απόλυτη εφαρμογή της αρχής του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι στις δίκες περί την εκτέλεση νομοθετικός στόχος Στην αναγκαστική εκτέλεση η ανάγκη ταχείας εκκαθάρισης και οριστικού τερματισμού των διαφορών, που ανακύπτουν από αυτήν, είναι 42 Ius novorum 43 Νίκας Ν., ΠολΔικ, ο.π., σελ.502 44 Στο προισχύσαν δίκαιο η διάταξη του άρθρου 747 ΠολΔ/1835 (αντίστοιχη του άρθρου 527 ΚΠολΔ) δεν παρέπεμπε ρητά στην αντίστοιχη με την σημερινή (269 ΚΠολΔ) διάταξη του άρθρου 160 ΠολΔ/1835. Και τότε όμως γινόταν δεκτό ότι οι περιορισμοί του τελευταίου εφαρμόζονταν και στην κατ έφεση δίκη ( βλ. Ράμμος Γ., Το αξίωμα του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι στην κατ έφεση δίκη, ΝΔ1950, 541επ., Μητσόπουλος Γ., Προβολή ενστάσεων, ο.π., σελ.337επ., αλλά πρβλ. και Λιβαθηνός Θ., Πρότασις, ο.π., σελ.843). 45 Θα αναλυθεί στην οικεία θέση το κατά πόσο εφαρμόζεται το σύστημα συγκέντρωσης ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ήδη με την άσκηση της έφεσης ή προϋποθέτει ότι έγινε δεκτή η έφεση και εφαρμόζεται στην συζήτηση επί της ουσίας που ακολουθεί την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης. 15

ακόμα πιο έντονος σε σχέση με την διαγνωστική δίκη 46. Γι αυτό ο νομοθέτης δεν αρκείται στους περιορισμούς του άρθρου 269 ΚΠολΔ, αλλά προχωρεί ακόμη περισσότερο. Στην περίπτωση του άρθρου 935 ΚΠολΔ 47, σε αρμονία και με τα κατά το άρθρο 934 ΚΠολΔ τρία χωριστά στάδια των προθεσμιών, αναφορικά με την άσκηση ανακοπής για τη δικαστική ακύρωση της ελαττωματικής αναγκαστικής εκτέλεσης, σκοπός του νόμου είναι να εισαγάγει σύστημα αποκατάστασης βεβαιότητας δικαίου και ασφάλειας κατά την πορεία της εκτελεστικής διαδικασίας, δια μέσου της γοργής εκκαθάρισης των αμφισβητήσεων ως προς το κύρος της. Στόχος της έννομης τάξης είναι, όταν η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης προχωρεί, τότε να υπάρχει ακριβής γνώση για κάθε ενδιαφερόμενο αναφορικά με το κρίσιμο ερώτημα, αν η διαδικασία εξελίσσεται στηριζόμενη σε στέρεη ή σαθρή βάση αφετηρίας. Για χάρη λοιπόν αυτού του σκοπού, η έννομη τάξη αναφορικά με όποιον νομιμοποιείται να ασκήσει ανακοπή προς ακύρωση ορισμένης ελαττωματικής διαδικαστικής πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης καθιερώνει σωρευτικώς δύο δικονομικά βάρη 48, αφενός να ασκήσει την ανακοπή, που του παρέχει το 46 Γέσιου/Φαλτσή Π., Αναγκαστική εκτέλεση I, Γενικό μέρος, (1998),σελ.306, Φραγκίστας Χ.- Γέσιου/Φαλτσή Π., Αναγκαστική εκτέλεση, Γενικό μέρος, (1978/1986),σελ.214, Κεραμεύς Κ., Γνωμ., Ανακοπή κατά της εκτελέσεως και δικόγραφο πρόσθετων λόγων (Ταυτότητα προσβαλλόμενων πράξεων και ανάγκη επικλήσεως λόγου ανακοπής αναφερόμενου στην προσβαλλόμενη πράξη), Αρμ.1985.450-451, Μπρίνιας Ι., Αναγκαστική εκτέλεση Τόμος πρώτος (1978), σελ.478, Κεραμέας Κ./ Κονδύλης Δ. / Νίκας Ν., (Νικολόπουλος ), Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (2000), σελ.1794, Χαμηλοθώρης Ι., Δίκαιο αναγκαστικής εκτέλεσης, γενικό μέρος, τόμος πρώτος, (2003), σελ.368, Μαργαρίτης Μ., Ερμηνεία κώδικα πολιτικής δικονομίας (θεωρία- νομολογία), τόμος ιι, (2012), σελ.602, ΑΠ 478/1978, ΑρχΝ 1978.717, ΑΠ 41/1987, ΕλλΔνη 1988.1342, ΕφΑθ 10219/1989, ΕλλΔνη 33.596, ΜονΠρΑθ. 4998/1975, Αρμ.30.325, «..Δια της διατάξεως ταύτης, ήτις εχαιρετίσθη ως μεγάλη καινοτομία ασφαλίζουσα το κύρος των περαιτέρω πράξεων της διαδικασίας της εκτελέσεως, εισάγεται και κατά την εκτέλεση το σύστημα του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι. Σκοπός του συστήματος αυτού είναι η διασφάλισις της διαδικασίας της εκτελέσεως δια του απαραδέκτου της προβολής λόγων ανακοπής, γεγενημένων και δυνάμενων να προταθούν εις προγενεστέραν ανακοπήν και επιδιώκεται δι αυτού η ταχεία περαίωσις της διαδικασίας της εκτελέσεως..», ΑΠ 1660/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠΡοδ 3949/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. Το θέμα συζητήθηκε ενώπιον της Συντακτικής Επιτροπής συγχρόνως με την σταδιακή προσβολή της εκτελέσεως και τις προθεσμίες του 934 ΚΠολΔ. Εισήχθη προς συζήτηση η σχετική διάταξη με δύο διατυπώσεις και έγινε δεκτή η πρώτη, η οποία και τελικά παρέμεινε στο κείμενο του Κώδικα (935 ΚΠολΔ, βλ. ΣχΠολΔ VIII, σελ.124). 47 935 ΚΠοΛΔ: Λόγοι ανακοπής που είναι ήδη γεννημένοι και μπορούν να προταθούν στη δίκη της ανακοπής σύμφωνα με το άρθρο 933 είναι απαράδεκτοι όταν προταθούν σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη δίκη όπου ανακύπτει ζήτημα κύρους της αυτής ή άλλης πράξης της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης. 48 Μπέης Κ., Πολιτική Δικονομία, Αναγκαστική εκτέλεση, Γενικό μέρος, (2004), σελ.1350-51. 16

άρθρο 933 ΚΠολΔ, και μάλιστα μέσα στις προθεσμίες του άρθρου 934 ΚΠολΔ 49, και αφετέρου να επικαλεστεί για την στήριξη του ακυρωτικού αιτήματός του όλους τους λόγους ακυρότητας, που υπάρχουν κατά τον χρόνο, στον οποίον ασκείται και εκδικάζεται αυτή η ανακοπή, είτε ήδη με το αρχικό δικόγραφο της ανακοπής είτε με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων (άρθρο 585 2 ΚΠολΔ) 50. Με την άνω διάταξη εισάγεται έτσι και κατά την εκτέλεση το σύστημα του «άνευ επικουρίας δικάζεσθαι», εφόσον η προσβολή των πράξεων της εκτέλεσης καθίσταται όχι απλώς σταδιακή, αλλά υποχρεωτικώς σταδιακή 51. Ως σύστημα χαρακτηρίζεται αυστηρό, αφού η ανάγκη γρήγορης εκκαθάρισης των σχετικών διαφορών επέβαλε τον απόλυτο αποκλεισμό, ακόμη και πέρα από τα όρια του δεδικασμένου, της προβολής λόγων ανακοπής, που είχαν γεννηθεί και μπορούσαν να προταθούν κατά την προηγούμενη δίκη αυτής 52. Στον προισχύσαν δίκαιο δεν υπήρχε αντίστοιχη διάταξη, αλλά παρείχετο ασφάλεια δια του δεδικασμένου, το οποίο κάλυπτε τις καταχρηστικές ενστάσεις και από τις γνήσιες όσες είχαν προταθεί στην προηγούμενη δίκη της ανακοπής, αλλά και δια του συστήματος του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι, που ίσχυε στην διαγνωστική δίκη (άρθρο 160 ΠολΔ) 53. 49 ΑΠ 1621/2000, ΕΕΝ 2002.328-9, ότι οι χρονικοί περιορισμοί που εισάγονται με το άρθρο 934 δεν αντιστρατεύονται το Σύνταγμα. 50 ΑΠ 1130/1994 ΕλλΔνη 37 (1996).644 ΕφΑθ 2234/1992 ΕλλΔνη 36 (1995).672 51 ΜΠΡοδ 108/2010, ΕΠολΔ 2010/719, ΜονΠρΘες /2002 52 Ράμμος Γ.,Εγχειρίδιον αστικού δικονομικού δικαίου (1982), σελ.1396, Κεραμέας Κ., Γνμδ., ο.π., σελ.451, Μπρίνιας Ι., ο.π., σελ.478-81, Φραγκίστα- Γέσιου / Φαλτσή Π., ο.π, σελ.316-20, Νικολόπουλος Γ., Αναγκαστική εκτέλεση, (2002),σελ.126. 53 Είχε γίνει δεκτό ότι ο καθ ού η εκτέλεση δεν μπορούσε να ασκήσει νέα ανακοπή και να προτείνει μη προταθείσες καταχρηστικές ενστάσεις του. Δεν υπήρχε μεν ρητή διάταξη γι αυτό, αλλά η άποψη αυτή θεμελιωνόταν αφενός μεν στο 160 ΠολΔ, δεδομένου ότι ο ανακόπτων, επέχων θέση εναγόμενου, δεν μπορούσε να προτείνει μεταγενέστερα τους αποτελούντες ενστάσεις λόγους ανακοπής και αφετέρου στο δεδικασμένο, βλ. σχετική βιβλιογραφία που παρατίθεται σε Μπρίνιας., ο.π, σελ.479. 17

Η ισχύς του συστήματος αυτού εκδηλώνεται προς δύο κατευθύνσεις 54. Πρώτον, ισχύει στην σχέση μεταξύ της δίκης της ανακοπής και της διαγνωστικής δίκης, στην οποία εκδόθηκε η εκτελούμενη απόφαση. Ενόσω η απόφαση αυτή είναι προσωρινά εκτελεστή 55, οπότε δεν υπάρχει ακόμα πεδίο εφαρμογής του απαραδέκτου του άρθρου 933 3 ΚΠολΔ, ενστάσεις κατά της απαίτησης είναι παραδεκτές ως λόγοι ανακοπής μόνο υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 269 ΚΠολΔ 56. Η επέκταση αυτού του συστήματος συγκέντρωσης και στην δίκη της ανακοπής υπαγορεύεται από τον ίδιο τον σκοπό του συστήματος 57, ο οποίος θα ματαιωνόταν, αν ο οφειλέτης είχε τη δυνατότητα να προτείνει για πρώτη φορά με ανακοπή κατά της εκτελέσεως ενστάσεις, που θα μπορούσαν να είχαν προταθεί ήδη στο πλαίσιο της διαγνωστικής δίκης και θα υπόκειντο μάλιστα ήδη τότε στους περιορισμούς του άρθρου 269 ΚΠολΔ 58. Το σύστημα συγκεντρώσεως όμως εκδηλώνεται προπάντων και προς μία άλλη κατεύθυνση. Ισχύει και στη σχέση της δίκης της ανακοπής με τυχόν επόμενες δίκες περί την εκτέλεση, στις οποίες ανακύπτει ζήτημα κύρους κάποιας πράξης εκτέλεσης. Το σύστημα συγκέντρωσης, υπό την έκφανσή του αυτή, επιβάλλει να σωρεύονται στην πρώτη ανακοπή εναντίον ορισμένης 54 Για τις δύο κατευθύνσεις υπό τις οποίες εκδηλώνεται το σύστημα συγκέντρωσης βλ. Ποδηματά, Ενστάσεις.., ο.π., σελ.1183, η ίδια, Ζητήματα εφαρμογής των άρθρων 933 και 936 ΚΠολΔ (1991), σελ.39. 55 Ή πρόκειται για διαταγή πληρωμής που επιδόθηκε μόνο μία φορά. 56 Μιχελάκης, ΣχΠλΔικ V (1959), σελ.19, Φραγκίστας / Γέσιου Φαλτσή, ο.π, σελ.213-4, Μπέης Κ., ΟΙ διαδικασίαι ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου, (1969), σελ.432, Μπρίνιας., ο.π., σελ.479. 57 Όπως αναφέρει η Ποδηματά Ε., Ενστάσεις στην αναγκαστική εκτέλεση, οι λόγοι ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, ΕλλΔνη 31 (1990) 1174επ. (1183). 58 Για τα ζητήματα που προκύπτουν, όταν ως λόγος ανακοπής προβάλλεται ορισμένη ένσταση που είχε προταθεί και απορριφθεί με την- ήδη προσωρινά εκτελεστή- απόφαση, καθώς και για τα ζητήματα που δημιουργεί η παράλληλη άσκηση του ένδικου μέσου κατά της απόφασης αυτής με λόγο την απόρριψη της ίδιας ένστασης, βλ. Νίκας Ν., Το έννομο συμφέρον, (1985), σελ.182-4, Μπέης Κ., Αι διαδικασίαι.., ο.π., σελ.410. 18

πράξης εκτέλεσης όλοι οι λόγοι, που είναι γεννημένοι και μπορούν να προταθούν 59. Τέλος, ο νομοθέτης με το άρθρο 19 2 του ν. 4055/2012 άλλαξε τη διατύπωση της 1 του παρόντος άρθρου 60. Όπως αναφέρεται στην Αιτιολογική Έκθεση του νόμου αυτού «λόγω του συστήματος της σταδιακής προσβολής των πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης ο οφειλέτης (καθ ου η εκτέλεση) δικαιούται να ασκήσει ξεχωριστές ανακοπές κατ αυτών, με αποτέλεσμα την δημιουργία πολλών δικών. Με την προσθήκη, όμως, στο τέλος του εδ. α του άρθρου 935 ΚΠολΔ επιχειρείται ο περιορισμός του αριθμού των ανακοπών από τον οφειλέτη, με αποτέλεσμα όχι μόνο την ταχύτερη εκδίκασή τους και την ελάφρυνση των πινακίων, αλλά και την μέσα σε εύλογο χρόνο ολοκλήρωση της αναγκαστικής εκτέλεσης για να μην παραμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα εκκρεμές και αμφισβητούμενο το κύρος της εκτελεστικής διαδικασίας». Έτσι, τέθηκε ένα τέλος στην διχογνωμία, που επικρατούσε στην θεωρία 61, για το ζήτημα, αν το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 935 ΚΠολΔ αφορά στο απαράδεκτο των λόγων ανακοπής, όταν αυτοί βάλλουν κατά της ίδιας πράξης ή και κατά μεταγενέστερης πράξης εκτέλεσης. Έτσι, ενώ μέχρι πρόσφατα γινόταν δεκτό 62 ότι εάν οι λόγοι ανακοπής επιδρούν ακυρωτικά και σε μεταγενέστερες πράξεις εκτέλεσης και υπάρχει ακόμα η προθεσμία του άρθρου 934 ΚΠολΔ για την άσκηση της μεταγενέστερης ανακοπής, δεν υπάρχει σχετικό απαράδεκτο αυτών, πλέον, κατά ρητή νομοθετική διάταξη, δεν αποτυπώνεται η στενή αυτή ερμηνεία, η οποία ούτε τελεολογικά επιδοκιμαστέα ήταν ούτε στηριζόταν επαρκώς στο γράμμα του 59 ΣχΠολΔικ VIII, ο.π, σελ.124, Ράμμος, ο.π, σελ.1400-1, Κεραμέας, Γνμδ, ο.π, σελ.451, Φραγκίστας / Γέσιου Φαλτσή., ο.π, σελ.213-16, Μπρίνιας, ο.π, σελ.479. 60 Η ισχύς της νέας διάταξης αρχίζει από την 2.4.2012 κατά το άρθρο 113 του νόμου αυτού. 61 Το εν λόγω ζήτημα θα εκτεθεί στην οικεία ενότητα περί των προϋποθέσεων εφαρμογής του απαραδέκτου του 935 ΚΠολΔ. 62 Μπρίνιας, ο.π, σελ.480, Κεραμέας, Γνμδ, ο.π, σελ.451, Νίκας, Οι νέοι πραγματικοί ισχυρισμοί., ο.π, σελ.73, Ποδηματά, Ζητήματα.., ο.π, σελ.40, Κεραμέας/ Κονδύλης/ Νίκας (Νικολόπουλος), ο.π, σελ.1795, Νικολόπουλος, Αν.εκτελ.,ο.π, σελ.127, αλλά και ΕφΑθ 10219/1989, ΕλλΔνη 33 (1992). 596, ΜΠΑθ 4618/1993, Δ 1994.752 (753). 19

νόμου, ο οποίος έκανε λόγο για «ζήτημα κύρους της εκτέλεσης» και όχι για λόγο ανακοπής, που βάλλει κατά της ίδιας πράξης εκτέλεσης 63. 63 Βλ. για την σύμφωνη με την νέα διάταξη του νόμου ερμηνεία που γινόταν δεκτή ήδη από Γέσιου - Φαλτσή, Αν.εκτελ., ο.π, σελ.307 «..Ο σκοπός του νόμου πράγματι ικανοποιείται πληρέστερα όταν γίνει δεκτό ότι οι λόγοι ανακοπής οι οποίοι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 935 αποκλείονται, ανεξάρτητα με το αν προσβάλλεται με την ανακοπή η ίδια ή μεταγενέστερη πράξη εκτέλεσης από εκείνη που προσβλήθηκε με την προηγούμενη ανακοπή..», Καλαβρός Κ., Θεμελιώδη ζητήματα του δικαίου της αναγκαστικής εκτέλεσης, (2009), σελ.148, όμοια και Μπέης, Αν.εκτελ., ο.π., σελ.1355, ο οποίος κρίνοντας την ΕφΑθ 10219/1982, ο.π, αναφέρει «.. Η γνώμη ότι το απαράδεκτο του άρθρου 935 τάχα δεν αφορά μεταγενέστερη ανακοπή με την οποία προσβάλλεται άλλη πράξη της αναγκαστικής εκτελέσεως, είναι διπλά λαθεμένη. Πρώτον, επειδή η απόφαση του Εφετείου Αθηνών, στην οποία, ως δικονομικό εγγυητή της, παραπέμπει, δεν λέει κάτι αυτοτελώς, έτσι ξεκάρφωτα, αλλά σε συνάρτηση με την όντως εύλογη περίπτωση, που ο ανακόπτων, στο πλαίσιο της πρώτης δίκης, αναφορικά με την ακύρωση της επιταγής προς εκτέλεση, δεν μπορούσε να επικαλεστεί ένσταση κατά της απαίτησης του επισπεύδοντα, επειδή δεν ήταν σε θέση να αποδείξει αμέσως την ουσιαστική βασιμότητά της κατά την 4 του άρθρου 933, ήδη δε που έχει προς τούτα παραδεκτά αποδεικτικά μέσα, προσβάλλει την κατάσχεση ή τον πλειστηριασμό, επικαλούμενος την προαναφερόμενη ένσταση. Και δεύτερον είναι λαθεμένη η προαναφερόμενη εκδοχή, επειδή της διαφεύγει ότι, αν δεν θα ίσχυε το κατά το άρθρο 935 απαράδεκτο, κάθε φορά που προσβάλλεται μία άλλη (μεταγενέστερη) πράξη της εκτελεστικής διαδικασίας, τότε η έννομη τάξη στην προσπάθειά της να καθιερώσει το σύστημα του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι στο χώρο της αναγκαστικής εκτέλεσης, θα αντλούσε κατ ανάγκη από πίθο Δαναΐδων, κάτι που δεν εναρμονίζεται με την τελολογική συγκρότηση των κανόνων του δικαίου..», βλ. και ΑΠ 1660/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, «..Επειδή, κατά το άρθρο 935 του ΚΠολΔ λόγοι ανακοπής που είναι ήδη γεννημένοι και μπορούν να προταθούν στη δίκη της ανακοπής σύμφωνα με το άρθρο 933, είναι απαράδεκτοι όταν προταθούν σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη δίκη, όπου ανακύπτει ζήτημα κύρους της εκτελέσεως. Κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, που σκοπεί στην ταχεία εκκαθάριση της διαδικασίας της εκτελέσεως από αμφισβητήσεις για το κύρος της και στην ασφάλεια των συναλλαγών, εφόσον ασκήθηκε ανακοπή εναντίον ορισμένης πράξεως της διαδικασίας της εκτελέσεως, πρέπει με το κύριο αυτής δικόγραφο ή των προσθέτων λόγων να προταθούν όλοι οι λόγοι που ήσαν γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν..», όμοια και η ΜΠΡοδ 3949/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, «Κατά το άρθρο 935 του ΚΠολΔ, λόγοι ανακοπής που είναι ήδη γεννημένοι και μπορούν να προταθούν στη δίκη της ανακοπής σύμφωνα με το άρθρο 933, είναι απαράδεκτοι όταν προταθούν σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη δίκη, όπου ανακύπτει ζήτημα κύρους της εκτελέσεως. Κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, που σκοπεί στην ταχεία εκκαθάριση της διαδικασίας της εκτελέσεως από αμφισβητήσεις για το κύρος της και στην ασφάλεια των συναλλαγών, εφόσον ασκήθηκε ανακοπή εναντίον ορισμένης πράξεως της διαδικασίας της εκτελέσεως, πρέπει με το κύριο αυτής δικόγραφο ή των προσθέτων λόγων να προταθούν όλοι οι λόγοι που ήσαν γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν», και ΜΠΔρ 1071/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, «..Αλλά και πέραν αυτών, κατά το χρόνο άσκησης της πρώτης από 25-4-2005 ανακοπής των αιτούντων κατά της κατασχετήριας επιταγής ενώπιον του Ειρηνοδικείου Δράμας, ήταν γεγεννημένοι και μπορούσαν να προβληθούν και οι λόγοι της ανακοπής που ασκήθηκε κατά της Β` επαναληπτικής περίληψης κατασχετήριας επιταγής. Επομένως, συντρέχει και περίπτωση εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 935 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι λόγοι ανακοπής που είναι ήδη γεννημένοι και μπορούν να προταθούν στη δίκη της ανακοπής είναι απαράδεκτοι όταν προταθούν σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη δίκη..» ΕιρΘηρ 3/2004, ΑρχΝ 2004. 245, «..Αν περισσότερες πράξεις εκτέλεσης βασίζονται στον ίδιο λόγο ανακοπής που είναι ήδη γεννημένος πριν την διενέργεια της πρώτης πράξης εκτέλεσης, ο λόγος αυτός πρέπει οπωσδήποτε να προταθεί με την πρώτη ανακοπή του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, γιατί στη συνέχεια σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη δίκη (δεύτερης, τρίτης κ.ο.κ.) ανακοπής καλύπτονται από το απαράδεκτο της ανωτέρω διάταξης» 20

Κρίσιμοι, συνεπώς, για την ερμηνεία του άρθρου 935 ΚΠολΔ θεωρούνται οι λόγοι της ανακοπής, αν δηλαδή αυτοί ήταν γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν, όταν ασκήθηκε η προηγούμενη ανακοπή, και όχι το εκάστοτε αίτημά της, το οποίο συνέχεται αυτονόητα με την πρόοδο της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως 64. Βέβαια, το εν λόγω φαινόμενο είχε αντιμετωπισθεί ήδη, πριν εκφρασθεί ρητά ο νομοθέτης, νομολογιακά. Είχε γίνει δεκτό ότι λόγοι ανακοπής μπορούσαν να προταθούν, αν είχαν γίνει το αργότερο μέχρι το χρονικό εκείνο σημείο, στο οποίο θα ήταν επιτρεπτό στον ανακόπτοντα να τους προτείνει παραδεκτά με την κατάθεση του δικογράφου των πρόσθετων λόγων 65. Και από την άλλη μεριά, όμως, θα ήταν απαράδεκτη η προβολή για δεύτερη φορά των ίδιων λόγων, που έχουν ήδη προβληθεί, κατά προηγούμενης πράξης εκτέλεσης, επειδή αν ασκηθεί ανακοπή κατά μίας πράξης εκτέλεσης, ο ανακόπτων δεν έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει παράλληλα και άλλη ανακοπή εναντίον κάποιας από τις επόμενες πράξεις της ίδιας εκτέλεσης, επικαλούμενος τους ίδιους ακριβώς λόγους 66. Επειδή, όμως, και στην νομική φύση των λόγων ανακοπής ως αμυντικών ισχυρισμών, μαζί με την ανάγκη σύντομης εκκαθάρισης των αμφισβητήσεων για το κύρος της εκτέλεσης, βασίζεται το αυστηρό σύστημα συγκέντρωσης, αξίζει να γίνει αναφορά στην ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ ως το μοναδικό ένδικο βοήθημα, με το οποίο μπορούν να ακυρωθούν πράξεις εκτέλεσης καθώς και στην λειτουργία των λόγων της, άλλοτε ως ενστάσεις και αρνήσεις και άλλοτε ως ιστορικές βάσεις του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου της ανακοπής. 64 Γέσιου/ Φαλτσή, ο.π, σελ.307 και σελ.308 για παραδείγματα που εμφανίζει η παραπάνω θέση πρακτική σημασία. 65 ΜΠΠειρ 2437/2005, ΧρΙΔ 2005.739, σύμφωνα με την οποία, «..το απαράδεκτο αυτό λειτουργεί όταν πρόκειται για μεταγενέστερη δίκη, έστω και αν αφορά άλλη πράξη εκτέλεσης..». 66 21/2004, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, «..ανακοπή κατά πράξης εκτέλεσης μπορεί ν αποκρουστεί για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, εάν ήδη κατά προγενέστερης πράξης εκτέλεσης ασκήθηκε ανακοπή με τους ίδιους λόγους, ενώ είναι απαράδεκτοι λόγοι εναντίον πράξης εκτέλεσης που ήταν γεννημένοι κατά το χρόνο άσκησης προγενέστερης ανακοπής»,μπβολ 31/2002, ΝοΒ 2002.996. 21

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β I. Η ανακοπή ως διαδικαστική πράξη εισαγωγική δίκης Το κύριο ένδικο βοήθημα, με το οποίο ο καθ ου η εκτέλεση και κάθε δανειστής, που έχει έννομο συμφέρον, μπορεί να εναντιωθεί στις άκυρες πράξεις εκτέλεσης και να ζητήσει την ακύρωσή τους, είναι η ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Η ανακοπή εισάγει δίκη περί την εκτέλεση, ενώ ως εισαγωγική της δίκης διαδικαστική πράξη παρουσιάζει τόσο εξωτερική όσο και εσωτερική αντιστοιχία με την αγωγή. Η εξωτερική αντιστοιχία αφορά στον έγγραφο τύπο της και στα ουσιώδη στοιχεία του περιεχομένου της, καθώς περιλαμβάνει - όπως η αγωγή - ορισμένη ιστορική βάση και αίτημα. Την ιστορική της βάση αποτελεί ο προβαλλόμενος λόγος ανακοπής (αντίρρηση), ενώ το αίτημα συνίσταται στην ακύρωση της ανακοπτόμενης πράξης. Η εσωτερική αντιστοιχία προς την αγωγή αναφέρεται στην λογική άρθρωση της ανακοπής. Όπως και η αγωγή, η ανακοπή φέρει τα στοιχεία του νομικού συλλογισμού 67. Ο ανακόπτων προβάλλει τον νομικό συλλογισμό ότι ο λόγος της ανακοπής, λόγω της υπαγωγής του σε ορισμένο κανόνα δικαίου, επιφέρει την έννομη συνέπεια, που περιέχεται στο αίτημα της ανακοπής, δηλαδή την ακυρότητα της ανακοπτόμενης πράξης. Στο συλλογισμό, που επιχειρεί ο ανακόπτων, ο λόγος της ανακοπής και η κρίση για την υπαγωγή του σε ορισμένο κανόνα δικαίου συνθέτουν την ελάσσονα πρόταση, το δε αίτημα της ανακοπής είναι το συμπέρασμα του συλλογισμού. Από άποψη λογικής θεώρησης, λοιπόν, η βάση της ανακοπής αντιστοιχεί στη βάση της αγωγής, το δε αίτημά της αντιστοιχεί στο αίτημα της αγωγής. II. Νομική φύση ων λόγων ανακοπής Η ανακοπή, παρά την αντιστοιχία της με την αγωγή, δεν μπορεί να εξομοιωθεί πλήρως με αυτήν. Διαφοροποιείται από αυτήν, διότι ενώ η αγωγή 67 Ράμμος, Εγχειρίδιον αστικού δικονομικού δικαίου, (1978), σελ.437-8, Ποδηματά, Ζητήματα.., ο.π,σελ.15-6, η ίδια και σε Ενστάσεις.., ο.π, σελ.1174, με εκεί παραπομπές σε παλιότερη βιβλιογραφία όπως, Οικονομίδης- Λιβαδάς, Εγχειρίδιον Πολιτικής Δικονομίας Ι, (1924), σελ.420 22

είναι καθαρά επιθετική διαδικαστική πράξη, η ανακοπή συνιστά κατ ουσίαν άμυνα του ανακόπτοντος κατά της ανακοπτόμενης επιθετικής πράξης της εκτέλεσης 68. Αμυντικό χαρακτήρα έχει η ανακοπή, υπό την έννοια ότι αποβλέπει στην ματαίωση της επιδιωκόμενης από τον επισπεύδοντα (καθ ου η ανακοπή) έννομης προστασίας με την μορφή της αναγκαστικής εκτέλεσης. Επίσης, επιχείρημα υπέρ του αμυντικού της χαρακτήρα και της διαφοροποίησής της από την αγωγή είναι και η πρόβλεψη του άρθρου 584 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της ανακοπής είναι το δικαστήριο της γενικής δωσιδικίας του ανακόπτοντος. Έτσι, στη δίκη της ανακοπής αμυνόμενος είναι ο ανακόπτων, ενώ επιτιθέμενος ο καθ ου η ανακοπή 69. Ο αμυντικός χαρακτήρας της ανακοπής εκδηλώνεται τόσο στο αίτημά της όσο και στους λόγους της. Το αίτημα συνίσταται στην ακύρωση, δηλαδή στην αναδρομική άρση των εννόμων συνεπειών, της ανακοπτόμενης πράξης ως δικονομικά άκυρης, που βλάπτει τον ανακόπτοντα. Οι δε λόγοι, που στηρίζουν το αίτημα αυτό, είναι, κατά τη λογική φύση τους, μέσα άμυνας και συγκεκριμένα άλλοτε αρνήσεις και άλλοτε ενστάσεις 70. Αρνήσεις αποτελούν οι αντιρρήσεις του ανακόπτοντος, που, χωρίς να στηρίζονται σε ίδια βάση, αμφισβητούν είτε τη συνδρομή των 68 Ως αμιγώς αμυντικό βοήθημα χαρακτηρίζεται η ανακοπή από : Μητσόπουλος Δ., Ανακοπή του εκ προσυμφώνου αγοραστού και κατόχου ακινήτου του πτωχού επί καταχρηστική ασκήσει υπό του συνδίκου της δια πλειστηριασμού επισπευδόμενης εκποιήσεως, ΕλλΔνη 1984, 873επ. (879), = Προσφορά στον Γ. Μιχαηλίδη Νουάρο, (1987), 276επ. (286),, Οικονομόπουλος Γ., Παρατ. υπό την ΑΠ 223/1941, Θ 1942.59 επ. (64), Μπρίνιας, Αν. εκτελ, ο.π, σελ.398, Νικολόπουλος, Η επί αντιρρήσεων κατά της εκτελουμένης αξιώσεως δυνατότητα θεμελίωσης λόγου εφέσεως εναντίον αποφάσεως απορριπτικής της κατ άρθρο 933 ανακοπής, ΕλλΔνη 1987. 40επ. (41 και 43), Κεραμέας, Αστικό.., ό.π, σελ.515, Μπέης, Αι διαδικασίαι.., ο.π, σελ.432, Νίκας, Οι πραγματικοί ισχυρισμοί.., ο.π, σελ.71, ενώ ότι αποτελεί και επιθετική πράξη, Ποδηματά, Ζητήματα.., ό.π, σελ.17, η ίδια και σε Ενστάσεις.., ο.π, σελ.1174, με παραπομπή και σε Οικονομόπουλο- Λιβαδά, ο.π, σ.428. Γενικά για τις απόψεις υπό τις οποίες οι διαδικαστικές πράξεις μπορούν να χαρακτηρισθούν ως επιθετικές ή αμυντικές βλ. Μητσόπουλος, Διαδικαστικαί πράξεις, Τόμος προς Τιμήν του Γ. Ράμμου ΙΙ, (1979), σελ.625επ. (638-40) = Μελέται γενικής θεωρίας δικαίου και Αστικού δικονομικού δικαίου, (1983), 321 επ. (336) ενώ ειδικά για την θεώρηση της ανακοπής υπό αυτές τις απόψεις βλ. τον ίδιο, ο.π, Ανακοπή του εκ προσυμφώνου.., ο.π, σελ.879. 69 Ράμμος, ο.π, σελ.1092, Κεραμέας, ο.π, σημ.68, Νίκας, Οι πραγματικοί.., ο.π, σελ.70 70 Μητσόπουλος, Διαδικαστικές πράξεις.., οπ., σελ.335, ο ίδιος, Ανακοπή εκ του προσυμφώνου.., ο.π, σελ.163, Ποδηματά Ζητήματα.., ό.π, σελ.16, η ίδια και σε Ενστάσεις.., ο.π, σελ.1174, Γέσιου/ Φαλτσή, Δικαιο αν.εκτελ., ο.π, σελ.488, Κουσούλης, Οι πραγματικοί ισχυρισμοί στην πολιτική δίκη, (2003), 196επ. 23

γενικών προϋποθέσεων αναγκαστικής εκτέλεσης είτε ειδικών προϋποθέσεων των κανόνων που ρυθμίζουν την διαδικασία της συγκεκριμένης ανακοπτόμενης πράξεως 71. Άρνηση είναι π.χ. ο λόγος ανακοπής ότι δεν υπάρχει εκτελεστός τίτλος ή ότι ο υπάρχων δεν φέρει τον εκτελεστήριο τύπο, όπως και ότι ο ανακόπτων δεν νομιμοποιείται παθητικά ή ο επισπεύδων ενεργητικά. Από την άλλη μεριά ενστάσεις αποτελούν οι αντιρρήσεις του ανακόπτοντος, που στηρίζονται σε ίδια βάση, ουσιαστική ή δικονομική, και πληρούν το πραγματικό ενός αυτοτελούς κανόνα δικαίου (ουσιαστικού ή δικονομικού) αντίθετου προς τον βασικό κανόνα, που επικαλείται ο επισπεύδων 72. Αντίθετος είναι ο κανόνας δικαίου, ο οποίος αν και προϋποθέτει το πραγματικό του βασικού κανόνα, περιέχει και άλλα στοιχεία, που ματαιώνουν την οριζόμενη σε αυτόν έννομη συνέπεια 73. Ενστάσεις στηριζόμενες σε κανόνες ουσιαστικού δικαίου αποτελούν οι λόγοι ανακοπής, που αφορούν στην απαίτηση, για την οποία επισπεύδεται η εκτέλεση. Με αυτές προβάλλει ο ανακόπτων πραγματικά περιστατικά, που είτε εμπόδισαν την γέννηση της αξίωσης του επισπεύδοντος 74 είτε την κατέλυσαν μετά την γέννησή της 75 ( καταχρηστικές ενστάσεις). Ενστάσεις είναι 71 Μητσόπουλος, Γνμδ, ΝοΒ 1972.447 επ. (451) = Μελέται, 643 επ. (653) και Ποδηματά, Ζητήματα.., ο.π, σελ.18-9, η ίδια και σε Ενστάσεις.., ο.π, σελ.1175. 72 Για την έννοια της ένστασης υπό δικονομική έννοια βλ. Μιχελάκης, Ένστασις και απάντησις εις την αγωγή, ΕΕΝ 1950.401επ. (403), Μητσόπουλος, Διαδικαστικαί.., ο.π, σελ.639 και Νικολοπουλος, Η έννοια και λειτουργία της ένστασης στο αστικό δικονομικό δίκαιο, (1987), σελ.55επ. και 117 επ. όπως και Ποδηματά, Ζητήματα.., ό.π, σελ.19-20, η ίδια και σε Ενστάσεις.., ο.π, σελ.1175 73 Για την έννοια των αντίθετων κανόνων δικαίου βλ. Μιχελάκης, ο.π, σελ.404-5, Μητσόπουλος, Γνμδ, ο.π, σελ.449-450, Φραγκίστας/ Γέσιου - Φαλτσή, ο.π, σελ.107επ, Γεωργιάδης Αστ, Η συμβολή του ουσιαστικού δικαίου δτη διαμόρφωση των ενστάσεων, Αρμ. 1990.1επ (3), Ποδηματά, Ζητήματα.., ό.π, σελ.19-20, η ίδια και σε Ενστάσεις.., ο.π, σελ.1175, αλλά και Καργάδος, Το βάρος αποδείξεως μεταξύ του δικονομικού και του ουσιαστικού δικαίου, (1983), σελ.67-74, ο οποίος αμφισβητεί την δυνατότητα διάκρισης μεταξύ βασικών και αντίθετων κανόνων στο πεδίο του ουσιαστικού δικαίου. 74 Ενστάσεις ακυρότητας της δικαιοπραξίας 75 Ενστάσεις εξόφλησης, άφεσης χρέους 24